WILHELM REICH
Άκου Ανθρωπάκο
Ι
ΑΚΟΥ,
ΑΝθΡΟΠΑΚΟ
ΑΚΟΥ, ΑΝθΡΩΠΑΚΟ ΒΙΛΧΕΛΜ ΡΑΪΧ
Μετάφραση
Νοιάσσα 8αρσάκη
ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΕΚΔΟΤΗ
Πέρα από ψυχοθεραπευτΤίς, ο ΒιΛχειψ Ράιχ υπΤίρξε ένας από τους κορυφαίους φιΛόσοφους και επανασrάτες της ε ποΧΤίς που πέρασε. Όπως και άΛΛοι πρωτοπόροι της επι σrTίμης, θέΛησε να δώσει νέα συνειδησιακά μονοπάπα σrην ανθρωπότητα, νέους δρόμους να πορευτεί σrIς αναΖητΤίσεις της. Το έργο του Άκου Ανθρωπάκο γράφτηκε ως απάvrηση σroυς εΠIKριrές του και τα συμφέροvrα που τους υποκίνησαν σε μια επίθεση διαρκεfας εναντίον του. Επίθεση που τον oδιiγησε σrIς φυΛακές του Λούισμπρουγκ και το θάνατό του. Ο Ράιχ παρακοΛουθεί, σrην αρxιi με αφέΛεια, κarόπιν με απορία και τέΛος με τρόμο το π κάνει ο Ανθρωπάκος σroν εαυτό του, με ποιο τρόπο δοΛοφονεί όσους φροvrίΖουv για την πραγμαπκΤί του ευτυχία. Το' Ακου Ανθρωπάκο είναι μια καταγγεΛία και έκκΛηση συνάμα ενός πρωτοπόρου που κυνηγΤίθηκε αδυσώπητα από το Kαrεσrημένo της εποχΤίς και τιμωριiθηKε απάνθρωπα για το εΛεύθερο πνεύμα του. Το έργο αυτού του μεγάΛου κοινω νικού φιΛόσοφου είναι πεΡJσσότερo από ποτέ επίκαιρο. ΟΙ αΛΛαγές που έγιναν από το θάναrό του μέχρι τώρα σrην αν θρώπινη συνείδηση είναι ποΛύ Λίγες, γεγονός που avrava-
κΛάιαι σrnv nαγκόσμια Kardσraan. Οι ΠΡόσφαrες avarapd ξεις σε παγκόσμιο επίπεδο και οι επιδράσεις rους για μια παγκόσμια aVVEJBnaIQKri αΛΛαγή, ίσως μας oBnyriaovv VQ δούμε τον κόσμο με απl1όrnrα και aydnn, με μια θέl1nσn για απελευθέΡωσn από rις ΠΡοκαrαl1ήψεις που μας rαl1αvίΖουv επί σειρά αιώνωv. Για αυιό, n οππκή γωvία ιου 81fιχεΛμ Ράιχ είvαι περισ σόrερο από ποιέ αvαγκαία για rnv καrαvόnσn ιου eavrou και rou περι ΒάΛ?! οvrος. Μια υπενθύμισn για ro Βασικό γεγοvός
πως έχουμε απομακρυvθεί από ιις απΛές, rις μεσrές αΛήθειες rnς Ζω:Ίς. Aθιiνα 1999
ΑΚΟΥ, ΑΝθΡΩΠΑΚΟ
Σ
ε φωνάΖουν Ανθρωπάκο, Κοινό Άνθρωπο. Λένε πως Χάραξε n εΠΟΧή σου, n «Εποχή rou Κοι νού Ανθρώ
που». Μα δεν είσω συ που το Λες, ανθρωπάκο. Το Λένε εκείνοι, ΟΙ α νππρόεδροι των μεγάΛων εθνών, ΟΙ εργα τοπarέρες, ΟΙ μετανιωμένοι γιοι των αστών, ΟΙ ποΛιπκοί κω ΟΙ φιΛόσοφοι. Σου προσφέρουν ro μέΛΛον, μα δε ρωroύν για ro παρεΛθόν σου. Κι όμως, είσω κΛnρονόμος ενός τρομερού παρεΛθό νroς. Το ύrn n κΛnρονομιά καίει arn χούφτα σου σα δω μάνπ φΛεγόμενο. Εγώ α υτό έχω να σου πω. Ο γιατρός, ο τσαγκάρης, ο μηχανικός ή ο εκπωδευ πκός, για να προκόψουν arn δουΛειά roυς και να κερ δίσουν το ψωμί roυς, πρέπει να γνωρίΖουν πς εΛΛείψεις roυς. Εδώ κω κάμnοσες δεκαετίες παίρνεις πα γκοσμίως τα ηνία στα χέρια σου. Το μέΛΛον της ανθρωπότητας θα εξαρτηθεί από πς σκέψεις κω πς πράξεις σου. Όμως, οι δάσκαΛοι κι ΟΙ αφέντες σου δε σου μιΛάνε για τον τρόπο που σκέφτεσω πρα γμαπκά. Δε σου Λένε ποιος είσω στα αΛήθεια. Κανένας δεν roΛμά να σε φέρει αντι μέτωπο με τη μοναδική πραγμαπκότητα που έχει τη δύ-
ναμη να σε καrασrnσει κ ύριο roυ πεπρωμένου σου. Ef σαι ((εΙΙεύθερος» από μια άποψη μονάχα: εΙΙεύθερος από τη ν a urOKPIrIKn, που μπορε! να σε 80η θnσει να κουμα ντάρεις τη Ζωn σο υ. Δε σ' άκουσα να παραπονιέσαι ποτέ: ((Με εκθειάΖετε σα ν το μεΙΙΙΙονπκό αφέντη roυ εαυτού μου και roυ κό σμου μου. Α?ιΙΙά δε μου ΙΙέτε πώς γfvεrαι καvεfς αφέντης ro υ εαυroύ του. Δε μου ΙΙέτε ποια εfvαι τα ΙΙάθη και τα ελ α πώματά μ ο υ, πού σφάΙΙΙΙω σroν rρόπo που σκέφroμαι και πράπω». Εππρέπεις σroυς ισχυρ ο ύς να απαπούν
rn
δύναμη εν
ονόμαπ ((roυ ανθρωπάκο υ». Όμως, εσύ ο [διος παραμέ νεις 80υ8ός. Ενισχύεις rο υς ισχυρούς με περισσόrερη δύ ναμη. ΕπιΛέγεις για εκπροσώπους ανθρώπους αδύνα μους και καΚΟnθεις. ΤεΙΙικά δIαΠIσrώνεIς πάvra, ποΙΙύ α ργά, πως σ' έπιασαν κορόιδο. Σε καrαΙΙα8αfvω! Κι εrούro επειδn avrfKPIaa αμέrρη rες φορές γυμνό ro κορμ! και τηη ψυχn σου. Σε εfδα δfχως τη μάσκα σου, την ΚΟμμαπκn σου rα υrόrηrα n τη ν εθVικn σου υπερηφάνεια. Γυμ νό σα νεογέννηro, γυμνό σα σrρατάρxη ξε8ράκωro. Σ ' άκουσα να κΙΙαις και να οδ ύρεσαι. Μου μίΛησες για τα πρ08λnμαrά σου, πς α γάπες και roυς πόθους σου. Σε ξέρω και σε KaraIιa8af νω. Και θα σου πω π είσαι, ανθρωπάκο, επειδΏ ΠIσrεύω πραγμαπκά σro rρανό σου μέλλον. Μα επειδn ro μέΙΙΙΙον σο ύ ανΏκει, αναμφί80Λα σου αvnκει, ρfξε μια μαπά σroν εαυτό σου. Κοίτα roν όπως εfvαι πραγμαπκά. 'Ακου αυτό πο υ κανένας από roυς η γέτες και roυς αντιπροσώπους σο υ δεν roλμά να σου πει:
EfaQ1 ((άνθρωπος μικρός, κοινός» . Συλλογfσου rn δι πίΊΏ έννοια που έχουν rούrες οι ίΊέξεις, «μικρός» κω ((κοινός» . . . Μπ ν ro ΒάΖεις σrα πόδια! Βρες ro κουράγιο να avrI κρfσεις rov εαυrό σου! ((Με ποιο δικαfωμα μου κάνεις κΏρυγμ α;» Βλέπω rnv ερώrnσn σro rρoμαγμένo Βλέμμα σου. Σ ' ακούω να rnv ξεσrομfΖεις όλο αυθάδεια. ΦοΒάσω να αvrικρfσεις rov εαυrό σου, ανθρωπάκο. ΦοΒάσαι rn v κρπικΏ, όσο και rn δύναμπ που σου υποσΧέθπκαν. AiΊΏθεIα, πώς σκέφrε σαι να χρπ σιμοποιΏσεις rn δύναμΏ σου; Δεν ξέρεις. Φο Βάσαι και να σκεφrεfς ακόμπ πως pnopef κάποια μέρα να 'σαι διαφορεπκός: ελεύθερος avrf φ OBJσμένOς, ειίΊι κρινΏς avrf ραδιούργος, να xafpeaQl rov έρωrα, όΧΙ σαν rov κίΊέφrn μες σrπ vdKra, αίΊίΊά ανοικrά, σro φως rov ΏίΊιου. ΑπεΧθάνεσαι rov εαυrό σου, ανθρωπάκο. Αναρω πέσαι, ((Ποιος efPQl εγώ που θα 'χω άποψπ, θα κουμα vrάρω rn ΖωΏ μου κω θα αποκαίΊώ οίΊάκερπ rn v οικου μένπ δικΏ μου;» Δfκιο έχεις. Ποιος efaaI εσύ που θα διεκδ,κΏσεις rn ΖωΏ σου; Ε, λοιπόν, θα σου πω ποιος efaQ1. Διαφέρεις από rov ισχυρό σε rodro μ όνο, ο ισχυρός υπΏρξε κάποrε ένας ποίΊύ μικρός ανθρωπάκο ς, αίΊίΊά α νέπrυξε μια
anpavrIKri ικα νόrn ra. Αναγνώρισε rnv πο
rαπόrn rα κω rn v ανεπάρκεια rων σκέψεων κω rων πρά ξεών ro v. Κάrω από rn v πfεσn κάποιου έργου που θεώ ρπ σε σπμα vrικό, έμαθε να BlQKpfveI όπ n μικρόrnrα κι n ευrέίΊειά rov απειίΊούσαν rn v ευrυΧfα rov. Με άίΊίΊα ίΊό για ο ισχυρός γνωρfΖει πόrε κω σε π εfνQ1 ανθρωπάκος. Ο ανθρωπάκος, όμως, δε γνωρfΖει όπ ε[νω ποrαπός κω
φοΒάrαι να ro μάθει. ΚρύΒει rnv ποrαπόrnrα και rnv α νεπάρκειά rou πίσω από αυrαπάrες δύναμnς και μεγα λείο υ, rn δύναμn και rou μ εγαλείο υ κάποιου άλλου. Είναι περήφανος για roυς μεγάλους σrραrnγούς rou, αλ λά όΧΙ για rov εαυrό rou. Θα υμάΖει rnv ιδέα που δεν εfχε κι όΧΙ εκείνn που είχε. ' Οσο λιγόrερο καrαλαΒαίνει κάπ, rόσο περισσόrερο ΠIσrεύεI σ' αυrό. Κι όσο καλύrε ρα ανπλαμBάνεrαI μια ιδέα, rόσο n πίσrn rou σ' aurriv κλονίΖεrαι. Ας αρχίσω, όμως, από rov ανθρωπάκο που έχω μέσα μου. Επί εικοσιπένιε χρόνια υπερασπίΖομαι, γραπrά και προφορικά, ro δικαίωμά σου σrnv ευωΧία. Καrακρίνω rn v α νικανόrn rά σο υ να καρπώνεσαι εκείνο που σου ανήκει, να διασφαλίΖεις όσα κέρδισες με αίμα σro Πα ρίσι και σrn Βιέννn, σroν αμερικανικό εμφ ύλιο και rn ρωσική επανάσrασn. Μα ro Παρίσι σου καrέλnξε σroν Πειέν και rov ΛαΒάλ, n Βιέννn σου σroν Χίrλερ, n Ρωσfα σου σroν Σrάλιν και n Αμερική σου κινδυνεύει να κα rαλήξει σrα χέρια rnς Κου ΚiΊoυξ ΚiΊαν! Καrαφέρνεις να κερδίΖεις rnv ελευθερία σο υ, μα δεν μπορείς να rn δια σφαλίσεις για rov εα υrό σου και rους άλλους. Αυrό ro γνώΡΙΖα από καιρό. Εκείνο, όμως, που δεν KαrαλάBαινα rirav γιαrί, αφού καrόρθωνες να Βγεις παλεύονιας απ ' ro Βούρκο, ΒούλιαΖες κάθε φορά σ' ένα χειρόιερο. Έ πειrα, ψnλαφισrά, παραrnρώvrας προσεκπκά γύρω μου, ανακάλυ ψα σrαδIαKά ποιο είναι εκείνο που σε κραιά δέ σμιο: εfσαι δεσμώrnς ro u εαυroύ σου. Ο μόνος υπεύθυ νος για rn σκλαΒιά σο υ είσαι εσύ ο ίδιος. Μόνον εσύ και κανένας άλλος, άκου που σο υ λέω!
Δεν ω 'χεις ξανακούσει auro, εrσι; ΟΙ εlιευθερωrές σου lιένε πως ο ΚάΙΖερ, ο Τσάρος, ο Πάπας Γρn γόριος ο κΖ, ο Μόργκαν, ο Κρο υπ
κι
ο Φορvr, aurof είναι ΟΙ
δυνάστες σου. Και ΠΟ1Ο1 είναι ΟΙ εlιευθερωrές σου; Ο MoυσOl!ίνI, ο Nαπolιέων, ο Χίrlιερ και ο Σrάlιιν. Γι ' α υrό σου lιέω: «Εσύ μονάχα μπορείς να γίνεις εlιευθερωrής ωυ εαυωύ σο υ!» Σ' α υrό ω σnμείο διστάΖω. ΙσχυρίΖομαι πως αγωνί Ζομαι για rnv αlιήθεIα και rn v α γνόrnrα. Όμως, ενώ α nοφάσισα να σου πω rnv αlιήθεIα για ων εαυrό σου, rώρα διστάΖω. Σε φο8άμαι, εσένα και rn στάσn σου α nfvavrI arnv αlιήθεIα. Όrαν n αlιήθεIα σε αφορά, γίνεrαι επικίνδυνn. Μπορεί να είναι ευεργεπκή, μα μπορεί επί σnς να γίνει lιά8αρo στα χέρια rnς κάθε συμμορίας. Αν δεν ήrαν fraI, δε θα ήσουν arn efan που 8ρίσκεσαι σή μερα. Ο νους μού υπαγορεύει: «Πες rnv αlιήθεlQ, ανεξάρ rnra απ ' ω rfpnpa» . Ο ανθρωπάκος μέσα μου lιεεI: «Θα ήrαν 8lιαKεία να εμπιστευrείς ων εα υrό σου στο έlιεoς rou ανθρωπάκου. Ο ανθρωπάκος δε θέlιεI να ακο ύσει rn v αlιήθεIα για ων εαυrό ωυ. Δε θέlιεI να σnκώσει ω φορτ[ο τnς μεγάlιnς ευθύνnς που τον 8αρύνει, ε[rε ωυ αρέσει, ε[rε όχι. ΘέlιεI να παραμε[νει ανθρωπάκος, ή να γ[νει μεγάlιoς ανθρωπάκος. ΘέlιεI να γ[νει πlιO ύσIOς, ερ γαωπατέρας, εΠIKεφαlιής ωυ συlιlιόγo υ 8εrεράνων ή πρόεδρος το υ φιlιόπrωχου. Δε θέlιεI, όμως, 'να αναlιά8εI rnv ευθύνn γlQ rn δOυlιεIά ωυ, για ra anoefpara rρO φίμων, για ω Ο1κιστικό, rn συγΚΟ1νωνία, rnv παιδεία, πς επιστnμονικές έρευνες, rn BIO[Knan ή οπδήποrε άlιlιo» . Ο ανθρωπάκος μέσα μου lιέεI:
« /Εγινες πια μεγάΛος και τρανός, γνωσrός σε Γερμα vfa, A uσrpfa, ΣκαvδιvαΒfα, ΑγγΜα, Αμερική και ΠαΛαι σrfvn . Οι KOμμOυνισrές σε ποΛεμο ύν. Οι "σωτήρες των ΠOΛιτισrΙKών αξιών" σε μισο ύν. Τα θύματα της συναισθη ματικής πανούκΛας σε διώκουν. /Εχεις γράψει δώδεκα ΒιΒΜα και εκατόν πενήvτα άρθρα για τη ν α θΛιότητα τη ς Ζωής, την αθΛιότητα του ανθρωπάκου. Το έργο σου δι δάσκεται σrα πανεπισrήμια και άΛΛοι μεγάΛοι, povaxJKof άνθρωποι, Λένε πως εfσαι ποΛύ μεγάΛος άνθρωπος. Συ γκαταΛέγεσαι ανάμεσα σro υς κοΛοσσούς της επισrήμης. AναKαΛ ύπτovτας την κοσμική ενέργεια της Ζωής και τους νόμους που διέπουν τη zωvτανή ύΛη, έκανες τη μεγα Λ ύτερη α νακάΛυψη των τεΛευταfωv αιώνω ν. Βοήθησες να γfvει κατανοητή η φ ύση του KQPKfvou. Εfπες τη ν αΛή θεια. Γι ' αυτό σε κυνηγο ύν από χώρα σε χώρα. Τώρα δικαιο ύσαι να ξεκουρασrεfς. ΑπόΛαυσε την επιτυΧfα και τη φήμη σου. Σε Μγα χρόνια το όνομά σου θα ακούγεται παvτoύ. Αρκετά έκανες. Φτάνει πια. Αφοσιώσου πΛέον σrις μεΛέτες σου για το Λειτουργικό νόμο της φύσης» . /Ετσι Λεει ο ανθρωπάκος μέσα μου, επειδή σε φοΒά ται, ανθρωπάκο. Για ποΛΛά χρόνια ήμουν σε σrενή επαφή pazf σου. Μέσα από τις προσωπικές μου εμπειρfες γνώΡΙΖα τη Ζωή σου και ήθεΛα να σε Βοη θήσω. Διατηρούσα τούτη την επαφή, επειδή έΒΛεπα ότι σε Βοηθούσα πραγματικά κι ότι δεΧόσο υν πρόθυμα τη Βοήθειά μου, συχνά με δά κρυα σrα μάτια. Λfγο-Μγο, όμως, άρχισα να KaranaBaf νω ότι ενώ ήσουν πρόθυμος να δεχτεfς τη Βοήθειά μου, ήσουν α vfκαvος να την υπερασπισrεfς. Τη ν υπερασπf σrηKα εγώ για σένα και πάΛεψα σκΛηρά για Λογαριασμό
σο υ. Μα ήρθαν ΟΙ Ώγέτες σου και Kατέσrρεψαν το έργο μου' κι εσύ roυς ακολο ύθΏ σε ς, δίχως να βγάλεις άχνα. Μετά απ ' αυτό BIQrripnaa ΤΏν επαφή μαΖί σου, ελπίΖΟ ντας να α νακαλύψω roν rρόπo που θα μπορούσε κανείς να σε βΟΏ θήσει χωρίς να Kαrασrραφεί, είτε ως ΏγέΤΏς, είτε ως θύμ α σου. Ο ανθρωπάκος μέσα μου ήθελε να σε κερδίσει, να σε «σώσει» , να roν θωρείς με ro ίδιο δέος που αντΙμετωπίΖεις rα ((α νώτερα μαθΏμαπκά» , επει δή δεν έχεις ιδέα π είναι. Όσο λιγότερο καταλαβα{νεις, τόσο πεΡΙσσότερο δέος νιώθεις. Ξέρεις τον Χίτλερ καλ ύ τερα από roν Nίrσε, roν Ναπολέοντα καλ ύτερα από roν ΠεσrαλότσI. Θεωρείς κάποιον βασιλιά σnμαvrικόrερο α π ' roν Σίγκμ ο υντ Φρόιντ. Ο ανθρωπάκος μέσα μου θέλει να σε κερδίσει, όπως σε κερδίΖουν συνήθως με τα ταμ ταμ ΤΏς Ώ γεσίας. Όταν ο α νθρωπάκος μέσα μου ονει ρεύεται να ((σε οδΏ γήσει σrΏ ν ελευθερία» , σε φοβάμαι. Υπάρχει κίνδυνος να ανακαλύψεις μέσα μου roν εαυτό σου κι εμένα μέσα σου, να rρ OμάξεIς και γυρεύοντας να δολοφονήσεις roν εαυτό σου, να δολοφονήσεις εμένα. Μα δεν είμαι πια πρόθυμος να πεθάνω, υπερασπίΖοντας ΤΏν ελευθερία σου να είσαι σκλάβος roυ καθενός. Δεν καταλαβαίνεις π εννοώ. Αντιλαμβάνομαι όπ n ((ε λευθερία να είσαι σκλάβος roυ καθενός» δεν είναι ευ κολονόΏΤΏ ιδέα. ΠροκεΙμένο υ να ξεφ ύγεις από ΤΏ ν KατάσrασΏ roυ σκλάβου που είναι αφοσιωμένος σε έναν και μοναδικό αφέντΏ και να γίνεις σκλάβος roυ καθενός, πρέπει πρώ τα να σκοτώσεις ro συγκεΚΡΙμένο δυνάσrΏ, roν τσάρο ας πούμε. Δίχως, όμως, επανασrαΠKά KίνΏrρα και υΨΏλά ιδανικά περί ελευθερίας, δεν μπορείς να διαπράξεις έ-
ναν τέroιο πολιτικό φόνο. Συνεπώς, ιδρ ύεις ένα επανα σrαΤΙKό κόμμα κάτω από την n Yfafa ενός πραγματικά μεγάλου ανθρώπου, του Ιησού, ας πούμε, του Μαρξ, rov Λfνκολν ιi ro v Λένιν. Τούroς ο πραγματικά μεγάλος άν θρωπος παfρ νει πολύ σοΒαρά ro θέμα της ελευθερfας σου. Αν θέλει να πετύχει πρακτικά αποτελέσματα, εfναι υποχρεωμένος να μ αΖέψει γύρω του ένα σωρό ανθρω πάκια, Βοηθούς κι εKτελεσrIKά όΡΥανα, επεIδιi δεν μπο ρε! να φέρει σε πέρας ένα τέroιο KOfJOaaIafo έργο μονά χος. Αν δε συγκέντρωνε γύρω rov μερικά μεγάλα ανθρω πάκω, δε θα rov καταλάΒαινες, θα rov αγνοούσες. Πε ριΒάλλεται από μεγάλα α νθρωπάκια για να αποκτήσει δύναμη για χάρη σου, να κατακτήσει μιαν αλιiθεIα, ιi να θεμ ελιώσει μια νέα, καλ ύτερη nfσrn. Γράφει ευαγγέλω, φτιάχνει νόμους για να δIασφαλfσεI την ελευθερfα σου κι υπολογfΖει σrη BoιiθεIά σου και τη ν npoevpfa σου να τον συνδράμεις. Σε τρα Βάει έξω από τον κοινωνικό Βο ύρκο, όπου εfχες Βο υλιάξει. Προκειμένου, όμως, να Kρα τιiσεI ενωμένα όλα τα μεγάλα ανθρωπάκια και να μη Χάσει την εμΠIσrOσύνη σου, ο πραγματικά μεγάλος άν θρωπος αναγκάΖεται, λfγo-λfγo, να θυσιάσει τη μεγαλο arJVn που ανέπτυξε με μόχθο, σε Βαθιά πνευματική απο μόvωση, μακριά από σένα και τη σύγχυση της καθημε ρινότητάς σου, μα πάvτα σε σrενή επαφή με τη Ζωή σου. Προκειμένου να σε καθοδηγεΙ, πρέπει να σου επιτρέψει να τον λατρεύεις σαν απρόσιτο Θεό. Δε θα rov εfχες καμιά εμΠIσrOσύνη αν παρέμενε ο απλός άνθρωπος που ιiταν και πριν, αν συΖούσε, για παράδειγμα, με μια γυ vafKG, δfχως να έχουν ενωθε! με τα δεσμά rov γάμου.
Έτσι, εσύ ο ίδlΟς δnμlΟ υργείς τον κωνούργlΟ αφέvrn σου. 'Ομως, εξυψωμένος σro 8αθμό του κωνούργlΟυ α φέvrn, ο μεγάΑος άνθρωπος Χάνει rn μεγαnοσύvn του, που ήrα ν συvισrαμέvn ακερωότnτας, απnότn rας, θάρ ρους κω επαφής με rnv πραγμαπκότnτα τnς Ζωής. Τα μεγάΑα ανθρωπάκ1Ο, που avrnodv το κ ύρος τους από το μεγάΑο άνθρωπο, KαrαAαμ 8άνoυν καίριες θέσεις σrn v Ο1ΚΟ νομία, rn διπΑωματία, rn v κυ8έρvnσn, πς τέχvες κω πς εωσrήμες. Εσύ παραμέvεις εκεί που ήσουv εξαΡΧής, στο 80ύρκο! ΕξακοΑουθείς να περιφέρεσω ρακένδυτος, Υια χάρn του ψέΑΑοντος του σοσ1ΟΑlGμού» , ή του «Τρί του Ράιχ» . ΕξακοΑουθείς να Ζεις σε ΑασποκαΑύ8ες, σο8αvrlGμέvες με κοπριά. Είσω, όμως, περήφα νος γ1Ο το Μέγαρο του ΠοΑπισμού. Είσω ικαvοποιnμέvος με rnv ψευδαίσθnσn πως έχεις δύvαμn . . . Μέχρι τον επόμενο πόΑεμο κω rn v πτώσn των κωvούργιωv αφεvrάδωv. 'ΑΑΑα α νθρωπάκ1Ο σε μακρινές Χώρες μεnέτnσαv διε ξοδικά fOV πόθο σου Va είσω σκΑά80ς του καθεvός. Κι αυτό τους δίδαξε πώς va γίνοντω μεγάΑα αvθρωπάκ1Ο, με rn μικρότερn vοnπκή προσπάθε1Ο. Τούτα τα μεγάΑα ανθρωπάκ1Ο δε γεvvήθnκαv σε επαύΑεις αvαδύθnκαv από πς δικές σου τάξεις. Πείνασαv, όπως κι εσύ. Υπέ φεραν, όσο κι εσύ. ΑνακάΑυ ψαν έναν ταΧύτερο τρόπο va αnnάΖουv αφέντες. Επί εκατοντάδες χρόvια αnn θιvά μεγάΑΟ1 διαvοnτές έκαvαv αvυποnόγιστες θυσίες. Αφιέ ρωσαv το vov κω rn Ζωή τους γ1Ο να σου εξασφαΛίσουv rnv εΑευθερία κω rn v ευnμερία σου. Ε, nΟ1πόv, τα αν θρωπάκ1Ο που αvαδύθnκαv από τους κόΑπους σου, α νακάΑυψαν πως δε χρειάΖεται να Kαrα8άAεI κανείς τόσο κόπο κω μόΧθο. Εκείνο που κατόρθωσαν, μετά από δο-
κιμασίες και σκληρό πνευμαrιKό α γώνα πολλών χρόνων, οι αλη θινά μεγάλοι διανοητές, αυτοί κατάφεραν να το καταστρέψουν σε λιγότερο από πέντε. ΜάΛιστα, τα αν θρωπάκια από rις τάξεις σου ανακάλ υψαν τον τρόπο να επισπεύδουν τη διαδικασία. Η μέθοδός το υς είναι χυ δαία και κτηνώδης. Σου λένε απερίφραστα όrι εσύ κι η Ζωή σου, τα παιδιά κι η οικογένειά σου δεν αξίΖουν πε ντάρα· όrι είσαι ένα ηλίθιο ανδράποδο που μπορούν να το κάνουν ό, rι θέλουν. Δε σου υπόσχονται ατομικές, μα εθνικές ελευθερίες. Δε λένε λέξη περί α υτοσεΒασμού. Σου λένε μονάχα να σέΒεσαι το κράτος. Δε σου υπό σχονται προσωπική μεγαλοσύνη, αλλά εθνικό μεγαλείο. Εφόσον η ((ατομική ελευθερία» και η ((ατομική μεγαλο σύνη» δε σημαίνο υν για σένα το παραμικρό, ενώ η ((ε θνική ελευθερία» και τα ((εθνικά συμφέροντα» διεγεί ρουν rις φωνηrιKές σο υ χορδές ακριΒώς όπως τρέχουν τα σάλlO του σκύλου μπροστά στο κόκαλο. Ο ήχος αυτών των λέξεων σε κάνει να ΖητωκραυγάΖεις. Φυσικά, κανένα από α υτά τα α νθρωπάκια δεν πληρώνει το τίμημα της γνήσιας ελευθερίας που πλήρωσε ο ΤΖιορντάνο Μπρού νο, ο Ιησούς, ο Καρλ Μαρξ ή ο Λίνκολν. Δε σ' αγαπο ύν, ανθρωπάκο· σε περιφρονο ύν, επειδή περιφρονείς τον εαυτό σο υ. Σε ξέρουν απ ' έξω κι ανακατωτά, καλύτερα απ ' ό, τι σε ξέρουν οι Ροκφέλερ και οι Τόρις. ΓνωρίΖουν rις χειρότερες αδυναμίες σου, όπως θα έπρεπε να τις γνωρfΖεις εσύ. Σε θυσίασαν σ' ένα σύμΒολο κι εσύ τους έδωσες τη δύναμη να σ' εξουσιάΖουν. Εσύ ο {διος τους αναγόρευσες αφεντικά σο υ και συνεχfΖεις να τους στη ρίΖεις, παρόλο που πέταξαν τις μάσκες τους. Στο 'παν κατάμουτρα: ((EfaQJ και θα εfσαι πάντα κατώτερος, ανί-
κανος να αναλάΒεις την ηαραμικρή ευθύνη". Κι εσύ τους αποκαλείς κα θοδηγητές κω σωτήρες κω φωνάΖεις «Ζή τω, Ζήτω» . Σε φοΒάμω, α νθρωπάκο. Σε τρέμω, επειδή από σένα εξαρτάτω το μέλλον της ανθρωπότητας. Σε φοΒάμω, ε πειδή το κ υριότερο μέiΊημά σο υ στη Ζωή είνω να δρα πετεύεις από τον εαυτό σου. Είσαι άρρωστος, ανθρωπά κο, άρρωστος Βαριά. Δε φτως εσύ γι ' αυτό, μα έχεις υποχρέωση να γιατρευτείς. Θα 'χες από καφό αποπνάξει τα δεσμά σου, αν δεν ενθάρρ υνες ο ίδιος την καταπίεση κω δεν τη στήΡΙΖες άμεσα μ ε πς πράξεις σο υ. Καμία αστυνομική δύναμη στον κόσμ ο δε θα ήταν ικανή να σε συvτρίψεI, αν διέθετες στην καθημερινή σου Ζωή έστω κω μ ω στάλ α α υτοσεΒα σμ ό· α ν συνειδηΤΟΠΟlO ύσες, πραγμαπκά συνειδηΤΟΠOlούσες, πως χωρίς εσένα η Ζωή δε θα συνέΧΙΖε ο ύτε μια ώρα. Στο είπε αυτό ο ελευθε ρωτής σου; Σε αΠOKάiΊεσε ((ΠρολετάρlO του Κόσμου» , αλiΊά δε σου είπε όπ εσύ, κω μ όνο εσύ, είσω υπεύθυνος για τη Ζωή σο υ (κι όχι για τη ν πμή της πατρίδας σου). Πρέπει να συνειδηroΠOlήσεις όπ εσύ αναγορεύεις τα ανθρωπάκω σου καταπιεστές κω φοράς το αγκάθινο στεφάνι του μαρτυρίου στους πραγμαπκά μεγάλους αν θρώπους. Όπ τους σταυρώνεις κω τους λιθοΒολείς, ή τους αναγκάΖεις σε λιμοκτο νία. Όπ δεν τους σκέφτεσω ποτέ, ούτε λογαριάΖεις όσα έκαναν για σένα. �Oπ δεν έχεις ιδέα σε ΠΟlOυς χρω στάς όσα απολαμΒάνεις στη Ζωή. «Πριν σε εμπιστευτώ, θέλω να μάθω π πρεσΒεύεις» . Αν σο υ πω π πρεσΒεύω, θα τρέξεις γραμμή στον ει σαγγελέα ή τη ν Επιτροπή AvτωμεΡIKανIKής Δραστηριό-
rηrας, σro FBI ή rn GPU, σrη ν α γαπημένη σου παΛιο φυΛΛάδα, rn v Κου Κlιoυξ Κlιαν n roυς διάφορους η γέrε ς roυ παγκόσμιου προΛεraριάroυ. Δεν ε[μαι Λευκός μήrε μ α ύρος, κόκκινος ή K[rρIνoς. Δεν ε[μ αι XΡIσrIανός, ο ύrε ΕΒρα[ος, ΜουσουΛμάνος ή Μορμόνος. Δεν ε[μ αι ποΛύγαμος, μnrε ομοφυΛόφιλος ή αναρχικός. Όrαν αγκαΛιάΖω μια γυνα[κα, είναι επειδΩ rnv αγαπώ και rnv ποθώ κι όχι επειδΩ έχω ΠIσroπoIηΠKό γάμου ή είμαι σεξουαλικά πεινασμένος. Δε δέρνω ra παιδιά. Δεν ψαρεύω, δεν κυνηγώ κι α ς 'ε[μαι καΛός σκοπευrής Κ Ι ας αγαπώ rn σκοποΒολΩ. Δεν πα[Ζω μπριrz και δε δ[νω πάρπ για να διαδώσω πς ιδέες μου. Αν οι ιδέες μου ευσrαθoύν, θα διαδοθούν από μό νες roυς. Δεν υποΒάλλω πς εργασ[ες μου σε καμιά IαrρIKή α υ θεντ[α, εκrός κι αν πς καrανοε[ καΛ ύrερα από μένα. Εγώ αποφασ[Ζω ποιος καrα νοε[ π ς ανακαλ ύ ψεις μου και ποιος όχι . Τηρώ κάθε Λογικό νόμο καrά γράμμα, αλλά μάχομαι rους απαρχαιωμένους n roυς εξωφρενικούς. (Μη Βια σrείς να KαrαφύγεIς σroν εισαγγεΛέα, α νθρωπάκο! Α ν ε[ναι έντιμος άνθρωπος, r o [διο κάνει κ ι εκε[νος). Θέλω ra παιδιά και οι νέοι να απολαμΒάνο υν ro σω μαπκό έρωra δ[χως ανασroλ ές. Δε θεωρώ όπ για να είναι κανε[ς θρΩσκος, με rn v καλ ύrερη, αυθεvrικόrερη έννοια, πρέπει να καrασrρέψει rn v ερωπκή roυ ΖωΩ και να μουμιοποιηθεί, σrην ψυχή και ro σώμα.
ΓνωρίΖω πως εκείνο που αποκαλείς ((Θεός» υπάρχει πραγμαπκά, αλλά όΧΙ με rn μορφn πο υ φαvτάzεσω. Ο Θεός είνω n πρωraρχικn κοσμικn ε νέργεΙQ, ο έρωτας στο κορμί σου, n ακεΡQJότnτα του xapaKrnpa σου κω το αίσθnμα τnς φύσn ς, μέσα σου κω γύρω σο υ. Αν δοκίμαΖε κανείς με οποιοδnποτε πρόσχnμα να ε πέμ6ει στο έργο μου ως γΙQτρός n εκπωδευπκός, θα τον πετούσα έξω από rnv πόρτα. Κι αν με καλούσαν στο δικαστnριο, θα του έθετα μερικές απλές, ξεκάθαρες ε ρωτnσεις, στις οποίες δε θα μπορούσε να απαvτnσει δί χως να vτρέπετω σ' όλn του rn Ζωn. Κι αυτό γΙQτί γνω ρίΖω π είνω εσωτερικά ο άνθρωπος. ΓνωρίΖω πως κάθε ανθρώπινο ον, έχει rnv ιδΙQίτερn αξία τov. Θέλω, επίσnς, να κυ6ερνάτω ο κόσμος με γνώμονα το έργο κω όχι πς απόψεις περί έργου. Έχω π ς δικές μου απόψεις κω μπορώ να δΙQκρίνω το ψέμ α από rnv αλnθεΙQ. Τn xpn σψοποιώ καθnμερινά σαν εργαλείο arn δουλειά μου ' rn v κα θαρίΖω όταν τελειώνω κω rn δΙQτnρώ Kaeapn. Σε φο6άμω, ανθρωπάκο, σε φο6άμω ποΛύ. Δεν n μουν έτσι πάvτα. Ήμουν κι εγώ ανθρωπάκος, ανάμεσα σε εκατομμ ύρια άλλα α νθρωπάκΙQ. Κατόπιν έγι να επι στnμονας κω ψυΧίατρος. 'Εμαθα να δΙQκρίνω πόσο άρ ρωστος είσω κω πόσο επικίνδvνn είνω n αρρώστlQ σου. Έμ αθα να δΙQκρίνω όπ αυτό που σε καθnλώνει -KQen μερι νά, κάθε ώρα τn ς μέρας, ακόμα και δίχως rnv ενί axvan κάποιας εξωτερικnς πίεσnς- είνω n ψvχικn δΙQτα paxn σου κι όχι κάποια α νώτερn δύναμn, έξω από σένα. Αν πσουν εσωτερικά zωvτα νός κω υγιπς, θα 'χες ανα τρέψει τους τύραννους, από καΙρό. Στο παρελθόν ΟΙ δυ νάστες σο υ προέρχονταν από τα ανώτερα κοινωνικά
στρώματα, μα σήμερα ξεπnδούν από roυς κόΛπους σο υ. EfVQJ κι αυro! ανθρωπάκια σαν κι εσένα, ανθρωπάκο. Και πρέπει να εfναι στ' αΛήθεια ποΛ ύ μικρο! και ποταπο! για να γνωρfΖουν, από πεfρα, rnv αθΛιότnτά σου και με Βάσn roύτn rn γνώσn να σε καταπιέΖο υν αποτεΛεσμαπ κότερα
και στυγνότερα από ποτέ.
Δεν έχεις κανένα QJaenrriPIO για να διακρfνεις roν πραγμαπκά μεγάΛο άνθρωπο. Ο χαρακτήρας roυ, τα Βά σανά roυ, n Λαχτάρα roυ, n οργή roυ κι ο αγώνας roυ για σένα σο υ ε[ναι άγνωστα. Αγνοε[ς εντεΛώς πως υπάρ χουν άντρες και γυναfκες που, από φύσn roυς, ε[ναι α ν[κανοι να σε κα ταπιέσουν και να σε εκμεταΛΛευτούν· άντρες και γυνα[κες πο υ θέΛ ο υν να ε[σαι εΛεύθερος, πραγμαπκά κι αΛnθινά εΛεύθερος. Μα α νππαθε[ς τού τους roυς άντρες και πς γυνα[κες, επειδή ε[ναι έξω από rn φ ύσn σο υ. Ε[ναι απΛο[ και ειΛικρινε[ς. Εκπμούν rn v αΛήθεια, όσο εκπμάς εσύ rnv Kopnfva. ΒΛέπουν μέσα σο υ σα να 'σαι διάφανος, αΛΛά δε σε περιφρονούν. ΘiΊf Βονται για rn v κατάντια roυ ανθρώπου. Μα διαισθάνεσαι πως ΒΛέπουν μέσα σο υ και νιώθεις να απειΛε[σαι. Ανα γνωΡ[Ζεις rn μεγαΛοσύνn roυς, ανθρωπάκο, μόι.ιο όταν ποΛΛά άΛΛα α νθρωπάΚlQ σού πουν όπ ε[ναι μεγάΛοι. Φο Βάσαι ro υς μεγάΛους ανθρώπους, rn v επαφή roυς με rn Ζωή και rn v αγάπn roυς γι ' α υτή. Όμως ο μεγάΛος άν θρωπος σε α γαπά, όπως θα α γαπούσε κάθε Ζωντανό πΛάσμα. Δε θέΛει να υποφέρεις, όπως υποφέρεις χιΛιά δες χρόνlQ τώρα. Δε θέΛει να Λες ανοn σ[ες, όπως Λες εδώ και χιΛιάδες χρόνια . Δε θέΛει να δουΛεύεις σαν μουΛάρι, επειδή α γαπά rn Ζωή και θέλει να rn v απαΛ Λάξει από τα Βάσανα και roν εξευτεΛισμό.
Ωθείς το υς πραγμαπκά μεγάΛους ανθρώπους να σε περιφρονούν, να αποστρέφουν με θΝψη το κεφάΛι στη θέα τη ς μικρότη τάς σου, να σε αποφεύγουν και, το χει ρότερο, να σε Λ υπούνται. Κι αν τ ύχει, ανθρωπάκο, να είσαι ψυχία τρος, ένας Λαμπρόσο για παράδειγμα, χαρα κτηρίΖεις τον αΛη θινά μεγάΛο άνθρωπο εγκΛημα τία ή εν δυνάμει εγκΛημα τία και τρεΛό, επειδή ο μεγάΛος άνθρω πος, αντίθετα από σένα, δε ΒάΖει στόΧο στη Ζωή του τα πΛο ύτη, τη ν κοινωνική αποκατάσταση της κόρη ς του μ ' έναν καΛό γάμ ο, την ποΛιτική καριέρα ή τους ακαδημαϊ κούς τίτΛους. Έτσι, επειδή είναι διαφορεπκός από σένα, τον αποκαΛείς <ψεγαΛοφυϊα» ή «παΛαΒιάρη» . Εκείνος α πό τη ν πΛευρά του είναι πρόθυμος να παραδεχτεί πως δεν είναι μεγαΛοφ υϊα, μα ένα απΛό, Ζωντανό πΛάσμα. Τον χαρακ τηρίΖεις ακοινώνη το, επειδή προπμά να μένει μόνος με πς σκέψεις του, παρά να ακο ύει ανόη τες φΛυα ρίες στις κοινω νικές εκδηΛώσεις σου. Τον αποκαΛείς τρεΛό επειδή ξοδεύει τα Λεφ τά του σε επιστημονικές έ ρευνες, αντί να τα επενδύει στο χρημαπστήριο, όπως εσύ. 'Εχει ς το θράσος, ανθρωπάκο, στον αΒυσσαΛέο εκ φυΛισμό σου, να αποκαΛείς έναν απΛό, ειΛικρινή άνθρω πο «ανώμαΛο» . Τον συγκρίνει ς με τον εαυτό σου, τον μετράς με τα ευτεΛή σου κρι τήρια και Βρίσκεις πως δε φ τάνει πς απαι τήσεις τη ς δικής σου ομαΛότη τας. Δεν μπορείς να δεις, ανθρωπάκο. Αρνείσαι να αναγνωρίσεις όπ εξωθείς α υτόν τον άνθρωπο, που σε αγαπά και θέΛει να σε Βοη θήσει, μακριά από κάθε μορφή κοινωνικής Ζωής, επειδή τη ν έχεις κα τα ντήσει αφόρη τη, είτε στο σα Λόνι, είτε στη ν ταΒέρνα. Ποιος τον έκανε αυτό που είναι σήμερα, μετά από Βάσανα κι απόγνωση δεκαεπών; Εσύ,
με rn v a vaίIynafa σου, rn σrενOKεφαλIά σου, ro διε σrραμμένO rρόπO σκέψn ς και ης «απαράΒαrες αξfες» σου, που efvQJ αvfκαvες να αvrέξουv ης ΚOlνωνικές ε ξεi\fξεις μιας δεκαεrfας. Σκέψου μόνο όλα εκείνα [α α δlQμφισΒnrnrα σrα onofa ΟΡΚΙΖόσουν rα χρόνω που με σολάΒnσαv μεrαξύ [ου πρώro υ και rov SerJrepov παΥκό σμιου πολέμου. Πες μ ο υ ειλικρινά, ανθρωπάκο, πόσα αvαθεώρnσες από α υrά; Κανένα, ανθρωπάκο. Ο μεΥά λος άνθρωπος σκέφrεrαι προσεΚflκά, αΛλά όrαv αφοσιω θε! σε μω ιδέα, Βλέπει πολ ύ μακριά. Κι εσύ, ανθρωπάκο, όταν n ιδέα [ου anOSEIKVrJerQJ σωσrΩ κι αvrέχει σro πέ ρασμ α ro v χρόνου, εκε! που n δικΩ σου efvQJ pnxn κι εφnμερn, rov φέρεσαι σαν να 'ναι απόΒλn roς. Εξωθώ vrας rov σro περιθώριο, σπέρνεις μέσα [ου rov rρOμερό σπόρο rn ς μοναξιάς. Όχι ro σπόρο που Υεννά μεΥάλες πράξεις, αΛλά ro σπόρο rov φόΒου πως θα rov παρε ξnΥnσεις και θα τον προσΒάΛεις. rIarf efaQJ «Ο λαός» , «n κοι νΩ Υvώμn» , «n avvefBnan rnς ΚOlvωvfας» . Αναλο Υfσrnκες ποrέ σου, ανθρωπάκο, rn ΥΙΥάvrια ευθύvn που συvεπάΥεrαι a vrn n ιδιόrnrά σου; Αvαρωrnθnκες ποτέ -πες μου ειΛικρινά!- καrά πόσο, οπό rn v άποψn rnς μα κροπρόθεσμnς ΚOlνωνικΩς εξέΛιξn ς, rnς φ rJan ς, n [ων μεΥάλων εππεύξεων rnς α vθρωπ6rn [ας, από rn σκοπιά του InaorJ, Υια παράδεΙΥμα, ο rρόΠOς σκέψnς σου εfvαι σωσrός n Λάθος; Όχι, δεν αναρωπέσαι ποrέ αν ο rρόΠOς σκέψnς σου εfvαι σωσrός n λ άθος. Α ναρωηέσαι μονάχα π θα πει ο Υεfrovάς σου Ω, αν πράrrεις ro σωσrό, πόσα λεφrά θα σο υ KoσrίσεI. Α υrά είναι [α μόνα που αναρω πέσαι, ανθρωπάκο' α υrά και rfnor ' άλλο!
Μα αφού ώ θπσες το μεγάΛο άνθρωπο σrπ ν απομό νωσπ, ξεχνάς Π του έκανες. Είπες απΛά μερικές ΒΛακείες παραπάνω, έκανες μια μπαγαποvrιά ακόμα, προκάΛεσες κι άΛΛο Βα θύ πόνο. Ξεχνάς! Ο μεγάΛος άνθρωπος, ό μως, δεν ξεχνά. Δε σχεδιάΖει τπ ν εKδίKπσrί του, μα προ σπαθεί να καταΛάΒει γιατί συμπεριφέρεσαι τόσο εΛεεινά. Ξέρω όπ κι αυτό είναι έξω από τπ φύσπ σου. Πίσrεψέ με, όμως! Όσες φορές κι αν τον πονέσεις, όσες αγιά τρευτες πΛπ γές κι αν του προκαΛέσεις, ακόμα κι αν σ' ένα Λεπτό έχεις κιόΛας ξεΧάσει τπ μικρόψυχπ κατεργαριά σου, ο μεγάλος άνθρωπος υποφέρει για τις καrεργαΡJές σου, avrf για σένα. Όχι επεIδrί είναι σnμα vrικές, αΛΛά ακριΒώς επεIδrί είναι ασrίμαvrες. Προσπαθεί να καταΛά Βει Π είναι εκείνο που σε κάνει να πετάς Λάσππ σro σύΖυγο rί τπ σύΖυγο που σε αΠOγOrίτευσε · να ΒασανίΖεις ένα παιδί επεIδrί το avrInaeEf κάποιος KαKOrίθπς γείτο νας- να προδίδεις τους φιΛους σου, να γεΛοιοποιείς τους πονόψυχους, ενώ τους εκμεταΛΛεύεσαι σro έπακρο και να Ζαρώνεις κάτω από το μ ασrίγlO. Προσπαθεί να κατα ΛάΒει Π είναι εκείνο που σε κάνει να παίρνεις ό, Π σου δίνουν, να δίνεις ό, Π απαιτούν από σένα κι όμως να μπ δίνεις ποrέ με
ΤΩ
θέΛπσrί σου, ποτέ από α γάπη · Π σε
κάνει να κΛωτσάς εκείνους που έχουν πέσει rί KOvrEtJOVv να πέσουν, να ψεύδεσαι avrf να Λες τπ ν αΛrίθεIα και να διώκεις όΧΙ το ψεύδος, μα τπ ν αΛrίθεIα. Ανθρωπάκο, εί σαι πάvrα με το μέρος των διωκτών. Προκειμένου να κερδίσει τπ ν εύνοιά σου, ανθρωπά κο, να κερδίσει τπν άxρπσrπ φιΜα σου, ένας μεγάΛος άνθρωπος πρέπει να πρoσαρμoσrεί σro δικό σου τρόπο Zωrίς, να Λέει εκείνο που θα 'θεΛες να ακούσεις, να σro-
ΛJστεί τις αρετές σο υ. Μα τότε δε θα ήτα ν μεγάΛος, α Λη θινός κι απΛός. Αν είχε τις δικές σου αρετές, τη γΛώσ σα Kaι τη φιΛία σου, δε θα 'ταν μεγάΛος άνθρωπος. 'ΑΛ Λωστε, το ΒΛέπεις καθαρά ότι οι φιΛοι σου, α υτοί που Λένε ό, τι θες να ακο ύσεις, δεν υπήρξαν ποτέ μεγάΛοι άνθρωποι. Όχι πως πιστεύεις ότι ο φιΛος σο υ θα μπορούσε ποτέ να κάνει κάτι μεγάΛο. Περιφρονείς τον εα υτό σου στα κρυφά, ιδιαίτερα όταν επιδεικνύει ς την αξlOπρέπειά σου. Κι εφόσον περιφρονείς τον εα υτό σου, είσaι ανίκανος να σεΒαστείς το φίΛο σου. Δεν μπορείς να πιστέψεις πως οποιοσδήποτε κάθισε στο τραπέΖΙ σου, ή μοιράστηκε το σπίτι σου, είνaι ικανός για μεγάΛα επιτεύγματα. Αυτός είνaι ο Λόγος που όΛοι οι μεγάΛοι άνθρωποι είνaι μο ναχικο{ Κοντά σου είνaι ποΛ ύ δύσκοΛο να στoxάzετaι κανείς, ανθρωπάκο. Μπορεί να σε σKέφτετaι, ή να σκέ φτετaι για σένα, μα όχι με σένα · καταπνίγεις κάθε με γάΛη, πρωτότυπη σκέψη. Α ν είσaι μητέρα, όταν το πaιδί σου σKέφτετaι Λες, ((Α υτό δεν κάνει για πaιδIά» . Αν είσω καθη γητής ΒιοΛο γίας, Λες, ((Α υτά δεν αρμόΖο υν σε σοΒαρούς σπουδα στές. Ακούς εκεί! Να αμφισΒητείς ότι υπάρχουν μικρόΒ{α στον αέρα;» Αν είσaι δάσκαΛος, Λες ((Τα καΛά πωδιά δεν κάνουν αυθάδικες ερωτήσεις» . Κι αν είσaι σύΖυγος, Λες, «ΑνακάΛ υψη; Κι επειδή έκανες ανακάΛ υψη; Δεν κοιτάς τη δουΛειά σου Λέω 'γώ, να θρέψεις την οικογέ νειά σου!» Μα σαν δημοσιε υτεί η ίδια ανακάΛ υψη στις εφημερίδες, ανθρωπάκο, τότε την απoδέxεσaι, είτε την καταΛαΒαίνεις είτε όχι.
Γι ' α υτό σου Λέω, ανθρωπάκο, έχεις Χάσει τπ ν αΙσθπ σπ ό, τι καΛ ύτερου υπάρχει μέσα σου. Τπν κατέπνιξες. Κι α ν τύχει και Βρεις κάτι α ξιόΛογο σroυς άΛΛους, σro παιδ! σου, τπ γυναΙκα σου, τον άντρα σου, τον πατέρα ή τπ μπτέρα σο υ, το σκοτώνεις. ΕΙσαι ποΛύ μικρός, ανθρω πάκο, και θες να παραμεΙνεις μικρός. Αναρωτιέσαι πώς τα ξέρω όΛα αυτά; Θα σου πω. Σε γνωΡΙΖω γιατ! μOιράσrΠKα τις εμπειρΙες σο υ· σε γνωΡΙΖω από τον εαυτό μου. Ως γιατρός σε εΛευθέρωσα από τπ μIKρότπrα μέσα σου. Ως εκπαιδευτικός σε οδήγπ σα συχνά σro δρόμο τπς αKεραιότπrας και τπς ευθύτπτας. Ξέρω με πόσπ Λ ύσσα αντιστέκεσαι στπ ν ακεραιότπτά σου, το θανάσιμο φόΒο πο υ σε KαrαΛαμ BάνεI όrαν σου Ζπτούν να ακοΛουθήσεις τπ ν αΛπ θινή, τπν πραγματική σου φύσπ. Δεν εΙσαι πάντα μικρός, α νθρωπάκο. Ξέρω πως έχεις και τις «μεγάΛες σrIγμ ές» σου, τις «εκρήξεις ενθουσια σμού» και τις «εμπνεύσεις» σου. �Oμως, σου ΛεΙπει το σθένος να επιrρέψεIς στον ενθουσιασμό σου να κορυ φω θεf, να αφήσεις τπ ν έμπνευσή σου να σε ανυψώσει όΛο και ψπΛότερα. ΦοΒάσαι να πετάξεις, φοΒάσαι τα ύψπ και rα Βάθπ. Στα 'πε κι ο ΝΙτσε, πριν από χρόνια, ποΛ ύ καΛ ύτερα από μένα. ΉθεΛε να σε εξυψώσει σε υπεράνθρωπο, να ξεπεράσεις το επΙπεδο του ανθρώπου. ΑΛΛά υπεράνθρωπος έγινε μονάχα ο Φύρερ σου, ο ΧΙτ Λερ. Κι εσύ παρέμεινες α υτός που ήσο υν πάντα, υπάν θρωπος. ΘέΛω να σε Βοπ θήσω να πάψεις να εΙσαι υπάνθρω πος και να γΙνεις «ο εα υτός σου» . «ο εαυτός σου» , Λέω. Όχι
n
εφπμερΙδα που δια ΒάΖεις, μήτε
n
άποψπ του μο-
Χθηρού σου γεΙτονα, αλλά
«Ο
εαυτός σου». Εγώ ξέρω π
εΙσω κατά Βάθος, ενώ εσύ το αγνοεΙς. Στο Βάθος εΙσω ό, π εΙνω κι ένα ελάφι, ό, π εΙνω κι ο Θεός σου, ο ποι ητής σου ή ο φιλόσοφός σου. Εσύ, όμως, νομΙΖεις πως εΙσω μέλος του συλλόγο υ Βετεράνων, του α θληπκού o� μΙλου σου, ή της Κου Κί'ιο υξ Κί'ιαν. Κι επειδή έτσι νομΙ Ζεις, φέρεσω ανάλογα. Α υτό σου το 'χουν ξαναπεί, πριν από πολλά χρόνια, ο Χάινριχ Μαν σrη ΓερμανΙα, ο 'Α πτον Σινκl1έρ κι ο ΤΖον Ντος Πάσος σrIς Ηνωμένες Πο λπεΙες. Μα εσύ δεν έχεις ιδέα ποιος εΙνω ο Μαν ή ο Σινκλέρ. Ξέρεις μόνο τον πρωταθλητή του μποξ κω τον Αλ Καπόνε. Κι αν εΙναι να διαλέξεις ανάμεσα σε μια Bόλrα μέχρι τη ΒιΒλιοθήκη ή ro μαrς, σΙγο υρα θα διαλέ ξεις το ματς. Γυρεύεις τη ν ευτυχΙα δήθεν αλλά θεωρεΙς τη σιγουριά . σημα νπκότερη, ακόμα κι α ν σο υ σroIxIzεI τα μαλλιοκέ φαλά σο υ ή σου KατασrρέφεI τη Ζωή. Κι εφόσον δεν έμαθες ποτέ ν' αρπάΖεις τη ν ευτυχΙα, να την απολαμΒά νεις κω να την πρoσrατεύεIς, σου λεΙπει ro σθένος της ακερωότητας. Να σου πω, ανθρωπάκο, π σόι άνθρωπος εΙσω; Ακούς πς διαφημΙσεις σro ραδιόφωνο, διαφημΙ σεις για καθαρπκά, oδoντόπασrες, ΒερνΙκι παπουτσιών, αποσμηπκά κω όλα τ' άλλα . Μα δεν έχεις συναΙσθη ση της αΒυσσαλέας ηλιθιότητας, της αηδIασrIKής κακογου σrIάς σro τρα γούδι της σειρήνας, που εΙνω επιμελώς με λετημένο να τραΒάει την προσοχή σου. Αλήθεια, άκου σες ποτέ με προσοχή rα ασrεIα που λένε για σένα
ΟΙ
κωμικοΙ; Για σένα, για κεΙνους, για ολάκερο τον άθλιο κόσμο σου. Άκο υ πς διαφημΙσεις για τη ΒελτΙωση της λεπουργΙας του εντέρου κω μάθε ποιος κω π εΙσω.
'Ακου, α νθρωπάκο! Κάθε μικρόψυχη κατεργαριά σου υπογραμμfΖει τη ν α θΛιότητα της ανθρώπινης zωrίς. Κάθε μικρόψυχη πράξη σο υ μειώνει την εΛπfδα να 8εΛτιώσεις, έσrω κι εΛάXIσrα, τη θέση σου. Κι αυτό προκαΛε! θJιfψη, ανθρωπάκο, 8αθιά θJιfψη που ραγfΖει την καρδιά. Για να ξορκfσεις ro ύτη ακρι8ώς τη θJιfψη, κάνεις ανόητα ασrεIά κια. Κι α υτό το αποκαΛεfς «afaenan του χιούμορ». Ακούς ένα ανέκδοro για roν εα υτό σου και γεΛάς μαΖ! με roυς άΛΛο υς. Μα δε γεΛάς γιατ! εκτιμάς ro ασrεfο που γfνεrαι σε 8άρος σου. ΓεΛάς με roν ανθρωπάκο, δfχως να υποπτεύεσαι ότι γεΛάς με roν εαυτό σου, ότι ro aσrefo yfverQI σε 8άρος σο υ. Κανένα από τα εκαroμ μ ύρlQ ανθρωπάκια δε συνειδητοποιούν πως το aσrefo yfverQI σε 8άρος roυς. AJιrίθεIα, γΙQΤ! γεΛούν μαΖ! σου αιώνες τώρα, τόσο ξεKαρδIσrIKά, τόσο ανοικτά, με τόση κακεντρέχεια; Παρατrίρησες πόσο yeAofo παρουσιάΖουν roν κοινό άνθρωπο οι rαινfες roυ κινημαroγράφου; Θα σο υ πω γιατ! γεΛούν μ αΖ! σου, ανθρωπάκο· ε πεIδrί σε παfρνω σrα σ08αρά, ποΛύ σrα σ08αρά. Το σκεπτικό σο υ πάντα Χάνει την ovafa. Μου θυμfΖεις δεινό σKoπευτrί που σκόπιμα Χάνει ro κέντρο roυ σrό χου, από KanpfraIO. Διαφωνεfς; Θα σου ro αποδεfξω. Αν η σκέψη σου επικεντρωνόταν σrη ν ovafa, θα 'χες yfveI κύριος της Zωrίς σου από καιρό. Θα σου δώσω ένα παράδειγμα της σκέψης σου: «Γι α όΛα φ rafνε οι E8pafoI», Λες. « Τι efvOI ο Ε8ραfος;» σε ρωτώ. «Κάποιος που σrIς φΛέ8ες roυ κυΛάει ε8ραϊκό afpa», απαντάς. «Και πώς ξεχωρfΖεις το ε8ραϊκό afpa από ro afpa των άΛΛων;» Η ερώτηση σου προκαΛε! σύγχυση . Μπερδεύεσαι, κομπιάΖεις.
Ύσrερα Λες, «Εν-
νοο ύσα όπ ανήκει στΏ ν εΒραϊκή φυΑή». « Τι είναι
n
φυ
λή;» σε ρωτώ. «Η φ υλή; Α υτό είναι προφανές. Όπως υπάρχει γερμανική φ υλή, έτσι υπάρχει κι εΒραϊκή» . « Και ποια είναι τα χαραΚΤΏριστικά ΤΏς εΒραϊκής φυλής;» « ο ΕΒραίος έχει μαύρα μαλλιά, μακριά, Υαμψή μ ύΤΏ και δια περαστικό Βλέμμα. Οι ΕΒραίοι είναι άπλΏστοι και κεφα λαιοκράτες» . «Αν δεις ένα Γάλλο ΤΏς Μεσογείου ή έναν Ιταλό δίπλα σ' έναν ΕΒραίο, θα τον ξεχωρίσεις;» « Ε, όχι, για να είμαι ειλικρινής. . . » « Τότε, λοιπόν, τι είναι ο Ε Βραίος; Το αίμα του δε διαφέρει από το αίμ α των άλλων. Η εμφάνισή του δε διαφέρει από εκείνΏ ενός Γάλλου ή ενός Ιταλο ύ. Και μια και το 'φερε
n
συΖήΤΏσΏ, έχεις δει
ΓερμανοεΒραίο υς;» « ΜοιάΖο υν με το υς Γερμανούς» . « Τι είναι ο Γερμα νός;» « Ο Γερμ ανός α νήκει στΏ Βόρεια φυλή των Αρίων» . « Οι Ινδοί είναι 'Αριοι;» «Ναι» . « Είναι Βό ρειοι;» « Όχι» . « Είναι ξανθοί;» « 'ΟχΙ>Α. «Βλέπεις; Δεν ξέ ρεις κα ν π είναι ο ΕΒραίος και π ο Γερμανός» . «Μα, υπάρχο υν ΕΒραίοι!» «Ασφαλώς και υπάρχουν. Όπως υ πάρχο υν Χριστιανοί και ΜωαμεθανΟί» . « Σωστά! Να, αυτό εννοούσα, ΤΏ ν εΒραϊκή θΡΏ σκεία» . (/Ηταν Ολλανδός ο ΡούσΒελτ;» « 'Οχι» . «Και γιατί ονομάΖεις τον ΕΒραίο από γονο του Δα Βίδ κι όχι τον ΡούσΒελτ Ολλανδό;» « Με τον ΕΒραίο είναι διαφορετικό» . « Σε π δια φέρει;» «Δεν ξέρω» . Τέτοιες κουταμάρες λες, ανθρωΏάκο. Και με τέτοιες κουταμάρες, συγκροτείς ένοπλες συμμορίες που σκοτώ νουν δέκα εκατομμ ύρια ανθρώπους επειδή είναι ΕΒραίοι κι ας μΏν ξέρεις να μου πεις π είναι ο ΕΒραίος. Να γιατί γελάνε μαΖί σο υ. Να γιατί όποιος θέλει να κάνει κάπ σοΒαρό σε αποφεύγει. Να γιατί είσαι χωμένος στο Βούρ κο μέχρι το λαιμό. Όταν αποκαλείς κάποιον «ΕΒραίο» ,
οισθάvεσοι αvώrερος. Αισθάvεσοι αvώrερος, επειδή vιώ θεις καrώrερος. Νιώθεις καrώrερος, επειδή εκε[vο που θέΛεις Va εξοvrώσεις σroυς α vθρώπους που αποκαΛε[ς Ε6ρα[ους, ε[vοι ο [δlOς σου ο εαυrός. Και roύro ε[vοι απΛά έvα δε[γμα roυ π ε[σαι σr' αΛήθεια, αvθρωπάκο. Όrav αποκαΛε[ς κάποιοv περιφροvnπκά ((Ε6ρα[0» , n a[aen an rnq μnδαμιvόrnrάς σου ξαΛαφρώvει. Α υrό ro αvακάΛ υψα μόΛις πρόσφαra. ΑποκαΛε[ς Ε6ρα[0 όποlOV σου εμπvέει ε[rε υπερ60Λικό, ε[rε εΛάXIσro σε6ασμό. Σαv va 'σοι αvrιπρόσωπος κάποιας αvώrερnς δύvαμnς επ[ rnq ynq, αvέΛα6ες va αποφασ[Ζεις ποιος ε[vοι κοι ποιος δεv ε[vοι Ε6ρα[ος. Αμφισ6nrώ ro δικα[ωμά σου va ro κρ[vεις αυrό, ε[rε ε[σοι πποrέVlOς 'ΑΡlOς, ε[rε π ποrέvιος Ε6ρα[ος. Μόvο εγώ έχω ro δικα[ωμα va πω π ε[μοι. Ε[μοι 610Λογικός ΚΟΙ πoΛIπσrIKός μιγάς κι ε[μαι περήφα vος γι ' αυrό. Τόσο σro σώμα όσο κοι σrn v ψυχή, ε[μοι παράγωγο όΛωv rωv rάξεωv, rωv φυΛώv κοι rωv εθvώv. Δεv vnOKP[VOPOI πως ε[μοι φυΛεπκά κοι κοιvω vικά αμιγής όπως εσύ, ούrε σω6ιvισrής όπως εσύ, ασή μαvrε φασ[σrα, όποια κι av ε[vοι n εθvικόrnrά σου, n φυΛή κοι n rάξn σο υ. Άκουσα πως δε δέχrnκες σrn v nallOIσr[vn κάποιοv ε6ρα[0 μnχαvικό, επειδή ήrαv απε p[rpnroq. Δεv έχω r[nora κοιvό με roυς ε6ρα[ο υς φασ[ σrες, όπως κοι με roυς υπόΛοιπους φασ[σrες roυ πΛαvή rn. Δε με συγκιvε[ n ε6ραϊκή γΛώσσα, n ε6ραϊκή epn σκε[α, ή n ε6ραϊκή κουΛrούρα. ΠIσrεύω σro Θεό rωv Ε6ρα[ωv όσο κοι σro Θεό rωv Χρισrιαvώv ή rωv Ιvδώv, μα ξέρω καΛά πού 6ρήκες εσύ ro δικό σου. Δεv ΠIσrεύω όπ
ΟΙ
Ε6ρα[οι ε[vοι ((ο περιο ύσιος Λαός» . ΠIσrεύω πως
κάποια μέρα ΟΙ Ε6ρα[οι θα χαθούv αvάμεσα σrα αμέ-
rpnra ανθρώπινα πΛάσματα roυ πΛανήτn κι α υτό θα 'ναι προς όφεΛος των [διων KQl των απογόνων τους. Δε σ' αρέσει να ro ακούς αυτό, e8pafe ανθρωπάκο. Κοπανάς συνέχεια rnv ε8ραϊκότnτά σου επειδή περιφρονεfς roν E8pafo μέσα σου και γύρω σο υ. Ο φαναπκότερος ανπ σnμfτnς efVQl ο [διος ο Ε8ραfος. Κι αυτή efVQl μια πα νάρχαια αΛήθεια. Μα δε σε περιφρονώ, ο ύτε σε μισώ. ΑπΛά δεν έχω rfnora κοι νό με σένα, όΧΙ περισσότερα απ ' όσα μ ' έναν ΚινέΖ9 ή ένα ρακούν, δnΛα δή rn v ΚOlνή μας Kαrαγωγή από rn v κοσμική ύΛn . ΑΛήθεια, YIarf σrα ματάς σrn v nafJQlσrfvn, ε8ραίε ανθρωπάκο; Γιατί δεν ε ΠIσrρέφεIς σro αρχέγονο πρωτόπΛασμα; Κατά rn δική μου γνώμn n Ζωή fEKfvnae με rnv πΛασμ απκή συσroΛή κι όΧΙ με rn ρα8ινική eeofJoyfa. Σου πήρε ποΛΛά εκαroμμύρια χρόνια να εξεΛιΧθείς από μέδουσα σε δfποδο τnς ξnράς. Η σnμερινή σου 810Λογική παρέκκΛισn έχει nfJIKfa μερικών χιΛιάδων χρό νων, και θα σου πάρει εκατό, πεvrακόσια ή πέvrε χι Λιάδες χρόνια για να ανακαΛύψεις ξανά rn φύσn μέσα σο υ, rn μέδουσα μέσα σου. ΑνακάΛ υψα rn μέδουσα μέσα σου και σrn v περιέγρα ψα με σαφήνεια. Τn v πρώτn φορά που ro άκουσες, με ανακήρυξες «νέα ιδlOφυ ϊα» . Θα ro θυμάσQl, afyovpa. Ήταν arn Σκανδινα 8ία, τότε που έψαχνες ΚQlνούργιο Λένιν. Εγώ είχα άΛΛα πράγματα να κάνω και αΠΟΠOlήθn κα roν τίτΛο. /Eπειrα με ανακήρυξες νέο Δαρ8fνο, Μαρξ, Πασrέρ KQl Φρόιvr. Από τότε ακόμα σου είπα όπ θα μπορούσες να μιΛάς και να γράφεις τόσο καΛά όσο εγώ, αρκεί να άφn νες κατά μέρος τα Ζήτω, εκΛεκτέ ανθρωπά κο. Κι α υτό YIarf roύτες ΟΙ θριαμ8ικές Ζnτωκραυγές θο-
λώνουν rn σκέψn σου και παραλ ύουν rn δnμιουργικό τnτά σου. Διώκεις για ανΏθικες rις « ανύπανrρες μnτέρες», αν θρωπάκο. Διακρfνεις αυσrnρά μεταξύ « νόμιμων» και « πα ράνομων» παιδιών. ΑλΏθεια
rι
α ξιοθρnνnτο πλάσμ α που
Efaar, και σ ' έχουν και τρέχεις έτσι αμολnτός σε τούτn rn v κοιλάδα των δακρύων! Δεν καraλαΒαfνεις καν το νόnμα των λέξεων τnς γλώσσας σου. Λατρεύεις το παιδf-Χρισrό. Μα το παιδf-Χρισrός γεν vnenKE από μnτέρα που δεν EfxE λnξιαρχικn πράξn γά μου. EKEfvo nov λατρεύεις σro παιδf-Χρισrό, φτωχέ αν θρωπάκο, που σε κατατρύχει n εμμονΏ του γάμου, EfVaI rn δικΏ σου λαχτάρα για σεξουαλικΏ EflEveEpfa! Εξύψω σες το « παράνομο» παιδf-Χρισrό, τον έκανες υιό του Θεού, που δε θεωρε! κανένα παιδ! παράνομο. Αλλά κα τόπιν, σκλnρός και μικρόψυχος καθώς EfaaI, άρχισες, σro πρόσωπο το υ Aπόσroλo υ Πα ύλου, να διώκεις τα παι διά τnς αλn θινnς αγάπnς και να ΒάΖεις ra παιδιά του πραγμαrιKoύ μfσους κάτω από rn v npoσraafa των epn σKευrιKών σου νόμων. EfaaI σιχαμερός ανθρωπάκος. Οι γέφυρες που διασχfΖεις καθnμερινά με το avτoKf νnτό σου είναι σύλλn ψn του μεγάλου Γαλιλαίο υ. Το 'ξε ρες, ανθρωπάκο όλων των χωρών, όrι ο μεγάλος Γαλι λαfος απέκτn σε τρία παιδιά δίχως λnξιαρχικn πράξn γά μου; Μα αυτό φυσικά δεν το διδάσκεις σrα σχολεία. Σά μπως α υτός δεν nrav ένας απ ' τους λόγο υς που τον κ υ νnγnσες; Όσο για σένα, ανθρωπάκο τnς πατρfδας όλων των σλαΒικών λαών, ξέρεις όrι όταν α νέΒnκε σrnv εξο υσία ο μεγάλος Λένιν, ο πατέρας όλ ω ν των εργατών τnς υφn-
Μο υ (ή μήπως μόνο rων ΣΛάΒων;) καrάργησε rov υπο χρεωπκό γάμο σου; Ξέρεις όπ συΖούσε με μια γυναίκα χωρίς να έχει Ληξιαρχική πράξη γάμου; Μα α υrό ro κρά rησες μυσπκό, έrσι δεν εfναι, ανθρωπάκο; Κι ύσrερα, μέσω rov μεγάΛου σο υ η γέrη όΛων rων ΣΛάΒων, ανα Βίωσες roυς παΛιούς γαμήΛιους νόμους, γιαrί ήσουν α νίκανος να ενσωμαrώσεις rnv rρανή πράξη rov Λένιν σrη Ζωή σου. Δεν rα ξέρεις όΛα roύrα. Μα π είνω για σένα η αΛή θεια, η IσrOρία κι ο αγώνας για rnv εΛευθερία; Κω ποιος είσω, σro κάrω-κάrω, για να 'χεις δική σο υ γνώμη; Ούrε που διανοείσαι καν όπ Βρέθηκες να αυroπεριο ρίΖεσω με rέrοιους νόμους περί γάμου, εξαπίας rης πρό σrυxη ς φανιασίας σου και rη ς σεξουαΛικής ανευθυνό rηrάς σο υ. Το 'χω ξαναπεί, μα θα ro πω κω πάΛι. Αισθάνεσω μικρός κω άθΛιος, Βρώμικος και νοηπκά ακρωrηριασμέ νος. Αισθάνεσαι σεξουαΛικά ανίκανος, αγχωμένος, άκα μπroς, απονεκρωμένος κω άδειος. Δεν έχεις γυναίκα ' κι αν έχεις, η μόνη σου σκέψη είναι να rnv πηδήξεις για να αποδείξεις πως είσαι άνιρας. Δεν ξέρεις π θα πει έρωιας. Είσω δυσκοίΛιος. Παίρνεις καθαρπκά. ΜυρίΖεις άσχημα κω η υφή rov δέρμαrός σου είναι γΛοιώδης ή rραXIά. Για ro ΠQ1δf που κραrάς σrη ν αγκαΛιά σου δε νιώθεις ro παραμικρό κι έrσι θέΛεις να ro μεrαΒάΛεις σε δαρμένο σκυΛάκι. Η σεξουαΛική ανικανόrηrά σου σε Βασα νίΖει σ' όΛη σο υ rn Ζωή. Τρ υπώνει διαρκώς σrη σκέψη σου. Ανακα rεύεrQ1 στη δουΛειά σου. Σε παράτησε η γυναίκα σου γιωί δεν μπορο ύσες να της προσφέρεις αγάπη. Υποφέ-
ρεις από φοΒίες, άγχος και νευρώσεις. Δεν μπορείς να ΒγάΛεις ro σεξ από ro μ υαΛό σου. Βρέθπκε κάποιος και σου pf'ίInaE για τπ θεωρf'α μου για τπν OIKovopf'a του σεξ, ότι σε καταΛαΒαίνω και θέΛω να σε Βοπ θήσω. ΘέΛω να σε Βοπ θήσω να Ζεις μια οΛοκΛπρωμένπ ερωτική Ζωή τις νύκτες, για να μπορείς να δουΛεύεις το πρωί, εΛεύθε ρος από σεξο υαΛικές εμμονές. ΘέΛω n yvvaf'K a που κρα τάς σrπ ν αγκαΛιά σου να είναι ευτυχισμένπ κι όΧΙ απεΛπι σμένπ . ΘέΛω τα παιδιά σου να είναι ροδομάγουΛα κι όΧΙ ωχρά, σα ν το χαρτί' να 'ναι καΛόκαρδα κι όΧΙ απάνθρω πα. Μα εσύ Λες, (<Το σεξ δεν Ef'VQI ro μόνο πράγμα σrπ Ζωή.
Υπάρχουν άΛΛα, πιο σπμαντικά πράγμαra» . /Ετσι
εf'σαι, ανθρωπάκο. Μπορεf' να είσαι MαρξIσrής, ((επαγγεΛμαrίας επανα σrάτπς» , μεΛΛοντικός εργαroπατέρας, πγέτπς των προΛε τάριων όΛπ ς τπς γπς, μεΛΛοντικός πατέρας κάποια ς σο Βιετικής πατρίδας. ΘέΛεις να Λ υτρώσεις rov κόσμο από ra Βάσανα. Οι παραπΛανπμένοι εργάτες σε ΒΛέπουν και ro ΒάΖουν σrα πόδια κι εσύ τρέχεις ξοπf'σω roυς φωνά Ζοντας, ((Σraθεf'τε! Σraθείτε Βασανισμένες μάΖες! Δεν ro ΒΛέπετε πως εγώ είμαι ο Λυτρωτnς σας; Γιατί δεν ro α πoδέxεσrε; Κάτω ο καπιταΛισμός!» Δίνω Ζωn σrIς μάΖες σου, μικρέ επανασrάτπ ' roυς δεf'χνω τπ ν α θΛιότnra τπς μικρnς roυς Ζωnς. Και μ ' ακο ύν, Λάμπουν από εΛπίδα κι ενθουσιασμό και τρέχουν σrIς οργανώσεις σου, επειδn περιμένουν να με Βρουν εκεί. Κι εσύ, τι κάνεις; ((Το σεξ είναι pIKpoaσrIKn παρέκκΛισπ» , Λες. (<Τα πάντα εξαρτώ νται από οικονομικούς παράγοντες» . Και διαΒάΖεις ro εγ χειΡf'διο rov Βα ν ΒέΛντε για τπ ν rEXVIKn rov έρωτα.
Όταν κάΠΟlOς μεγάΛος άνθρωπος ξεκίνn σε να στΏσει ένα επιστnμονικό ίδρυμα για rn v απεΛευθέρωσΏ σο υ, τον υποχρέωσες arn Λιμοκτονία. Συνέrρι ψες rnv πρώτn εκστρατεία τnς αΛΏθειας ενάντια arn v εKrρOΠΏ σου από τους νόμους τnς ΖωΏς. Ότα ν n εκστρατεία του πέτυχε, σε πείσμα τnς αντίδρασΏς σου, ανέΛαΒες rn διοίκn σn του ιδρ ύματος και rn συνέrριψες για δεύτερn φορά. Tn δε ύτερn φορά δεν κατάφερε να σε αντικρούσει, γιατί Ώτα ν πια νεκρός. Δεν κατάΛαΒες ότι μέσω τnς εργασίας, τn ς δικΏς σου εργασίας, α νακάΛ υψε rn ΖωτικΏ δύναμn που δnμlOυργεί αξίες. Δεν κατάΛαΒες ότι σκοπός τnς κοι νωνιοΛο γίας το υ Ώταν να προστατέψει rn v « κοινωνία» σου από το «κράτος» σου. Δεν κατάΛαΒες αποΛύτως τί ποτα! ΑΛΛά και με τους «οικονομικούς παράγοντές» σο υ, τι κατάφερες; Ένας μεγάΛος και σοφός άνθρωπος αφιέ ρωσε όΛn του rn �ωΏ για να σε διδάξει πως σαν θέΛεις να πετύχεις κάτι arn ΖωΏ σου, πρέπει να ΒεΛτιώσεις rnv οικονομία. Πως ένας Λαός που Λιμοκτονεί δεν μπορεί να δnμιουργnσει ποΛιτισμό, αΛΛά πρέπει να αναπτυ Χθούν παράΛΛnΛα όΛοι οι τομείς τnς ΖωΏς. Πως πρέπει να απαΛΛάξεις rnv κοινωνία σου από κάθε είδους κατα δυναστεύσεις. Στn ν προσπάθειά του να σε διαφωτίσει ο πρ α γμ α τικά μ ε γάΛ ος εκείνος άνθρωπος, έκα νε δυο σφάΛματα. Πίστεψε πως όταν θα αποκτούσες rnv εΛευ θερία σου, θα Ώσουν ικανός να rn διαχειριστείς και να rn διασφαΛίσεις. Το δεύτερο Λάθος του Ώταν που ανακΏ ρυξε εσένα, τον προΛετάριο, δικτάτορα. Κι εσύ ανθρωπάκο, τι έκανες, με rnv τεράστια πνευ ματικΏ κΛnρονομιά που σου άφnσε εκείνος ο μεγάΛος
άνθρωπος; Σου έδωσε υψnΛές, μεγαΛεπnΒοΛες ιδέες, μα εσύ κράτn σες μόνο μια Βαρύγδουπn Λέξn : δικτατορια! Απ ' όΛn εκεfνn rn γενναιόδωρn συνεισφορά μιας τρα νnς, Ζεστnς καρδιάς. . . μόνο μια Λέξn απέμεινε: δικτατο ρια! ΌΛα τα άΛΛα τα πέταξες στα σκουπιδια -εΛευθερια, σεΒασμό για rn v αΛnθεια, απεΛευθέρωσn από rn v OlKO νομικn δουΛεια, μεθοδικότnτα, εΠOlκοδομnτικn σκέψn. Μόνο μια άστοχn, αν και καΛοπροαίρετn, Λέξn σού 'μει νε: δικτατορία! Από τούτn rn μικρn γκάφα που έκανε ένας άνθρωπος σοφός, εσύ έχπσες ένα κολοσσιαίο σύστnμα γεμάro ψέ
ματα, διώξεις, Baaa VIarnPIa, φ υΛακές, δnμlOυς, μ υστικn αστυνομία, καταδότες και χαφιέδες, στοΛές, στρατάρχες και μετάλΛια. ΌΛα τα υπόΛOlπα τα πέταξες στα σκουπί δια. ΚαταΛαΒαινεις τώρα
ΤΙ
είσαι, ανθρωπάκο; Όχι ακό
μα; Ωραία, Λοιπόν, ας κάνουμε μια προσπάθεια ακόμα. Μπέρδεψες τους «οικονομικούς παράγοντες» που αφο ρούν rn v ευnμερία σου arn Ζωn και τον έρωτα με τους «μnχανισμούς» ' rn v απεΛευθέρωσn του ανθρώπου με ((το μεγαΛείο το υ κράτους» ' rnv προθυμία να θυσιάΖεται κα νείς για μ εγάΛους σκοπούς με rn v ανεγκέφαΛn, ΒΛακώ Bn ((κομματικι) πειθαρχια» ' rn v αφύπνισn των εκατομ μυρίων με τις στρατιωτικές παρεΛάσεις rn σεξο υαΛικn απεΛευθέρωσn με τον αχαλίνωτο Βιασμό των γυναικών, όταν nρθες arn Γερμανία ' rnv εξάΛειψn τnς φτώχειας με rnv εξόντωσn των φτωχών, των αδύναμων και των α Βοnθnτων' rn v παιδεία με rn v ((εκτροφn πατριωτών» ' τον οικογενειακό προγραμματισμό με τα μετάΛΛια (ιγια τις ποΛ ύτεκνες μnτέρες» . ΑΛnθεια, μnπως έπεσες ο ίδιος θύμα τούτnς τnς τεΛευταίας ιδέας σου;
Η «Πατρίδα [ων Προnεrάριωv» δεν είνοι φυσικά η μόνη χώρα όπου εκείνη
η
δυσοίωνη Λέξη, η «δικrαro
ρία» , καμπάνισε σrα αυπά σου. Σε άΛΛα μέρη [η ν έντυ σες με μεγαΛόπρεπες σroAές και γέννησες μέσα από πς [άξεις σου το σεξουαΛικά α νίκανο, p vσrIKOnaen, σαδισrn PflOYIarZn που σε οδnγη σε σro Tpfro Ράιχ κι έσrεIΛε εξn ντα εκαroμμ ύρια δικούς σου σroν [άφο. Κι εσύ απrόηrος συνέχισες να φωνάΖεις: « Ζnrω! Ζnrω! Ζnrω!» /EraI είσοι, ανθρωπάκο. ΑΑΛά κανένας δεν [οΛμάει να σro πει. Επειδn σε φοΒούντοι, σε θέΛουν μικρό. ΚαrαΒΡΟΧθίΖεις [ην ευrυΧία σου. Δεν απόλαυσες ποrέ εΑεύθερα [ην ευrυΧία σου, αν θρωπάκο. ΓΙ' αυrό [η ν καrαΒΡΟΧθίΖεις, γι ' αυrό δεν α ναΛαμΒάνεις [η ν ευθύνη να [η διαφυΛάξεις. Δεν έμαθες (δε σου δόθηκε ποrέ η ευκαιρία) να καλλιεργείς [ην ευ [υχία σου με φροντίδα κοι σropyn, όπως καΑΛιεργεί ο κηπουρός rσ ΛουΛούδια roυ κι ο αγρόrης ro σrάΡI rov. Οι μεγάΛοι επισrnμοvες, οι ποιηrές κοι οι φιλόσοφοι πά ντα σε αποφεύγουν, α νθρωπάκο, επειδn είνοι εύκοΛο να κωαΒροχθίΖεις [η ν ευrυΧία μα δύσκοΑο να [ην καΑ Λιερ γείς, κι εκείνοι nαχrαρούσαv να καλΛιεργnσουv τη δικn roυς. Δε με « πιάνεις» , α νθρωπάκο, έrσι; ΚαΛά, Λοιπόν, θα σου εξη γnσω. Ο πρωroπόρος εργάΖεrοι σκΛηρά επί δέκα, είκοσι, τριάντα χρόνω πάνω σrη ν επισrnμη, rσ pnxavnpara n πς ιδέες ro v. Η κοινοroμία είνοι Βαρύ φορrίο και πρέπει να ro σηκώσει μόνος roυ. Σrη v πορεία [ων χρόνων υ ποφέρει από πς ανοησίες σου, πς σαθρές, κίΒδηΛες ι δέες κοι ιδανικά σου. Μαθαίνει να [α α ναΛ ύει, να ra
κατανοε! ΚΟΙ τεilικά ra ανΠKαθJστά με κοινούργlO. Όμως εσύ, ανθρωπάκο, δεν roν Βοη θάς στο έργο roυ. Κάθε άililο! Δεν πας κοντά roυ να roυ πεις, «ΦfΛε μου, ΒΛέπω πως εργάΖεσοι σκiιηρά. Βiιέπω, επfσης, όπ δουilεύεις πάνω στα μηχανnμαrά μου, n εργάΖεσοι γlO ro ποιδ! μου, τη yvvafKa μου, ro φiΛο μ ου, το χωράφι μου. Χρό νια τώρα με railavfzovv ra npo Bilnpara, αililά δεν μπορώ να ra Βγάilω πέρα μόνος μ ο υ. Να σε Βοη θnσω να με ΒΟη θnσεις;» Όχι, ανθρωπάκο, ποτέ δε Βοηθάς roν άν θρωπο που σε Βοηθά. Φω νάΖεις Ζnrω, παfΖεις χαρπά, ωρύεσοι σrα μ ατς, n δουilεύεις σα ν roν σκiιάΒο σrα ερ γoσrάσια κοι τα ορυχεfα. Μα δεν προθυμΟΠOlεfσοι ποτέ να Βοη θnσεις εκεfνον που σε Βοηθά. Θα σου πω γιατί. Ξεκινώντας ro έργο roυ ο πρωroπόρος δεν έχει να προ σφέρει παρά μόνον ιδέες' όΧΙ αποilαΒές, ούτε αυξnσεις, μnrε συililογικές συμΒάσεις για roυς μισθούς των εργα Ζομένων, ο ύτε XΡIσrOυγεννIάΠKα δώρ α ' καμιά οικονο pIKn napoxn. Το μόνο που έχει να μoιρασrε! εfνοι Βά σανα κι εσύ δε θέΛεις Βάσανα, 'Εχεις, nδη, αρκετά από μόνος σου. Το ύτη η σrάση σου δε θα σrεναxωρo ύσε τον πρωro πόρο αν, απilά, κοιrούσες τη δουilειά σου, δfχως να roν Βοηθάς. Κι αν σκέφτετοι, ανησυχε! κοι κοινοroμεί, δεν ro κάνει για σένα. Το κάνει ορμώμενος από τη δικn roυ Ζωπκότητα. Αφnνει τη ν αρωγn σου, rn φροvrfδα σου κοι roν OfKro γlO σένα σroυς εργαroπατέρες κοι roυς παπά δες. Ο [διος ΠIσrεύεI όπ εfνοι πια καιρός να μάθεις να φροvrfΖεις μόνος σο υ roν εα υτό σο υ. Μα δε σου αρκε! που δεν τον Βοηθάς. Τον παρενο χilεfς κοι τον φτύνεις. Όταν, μετά από χρόνlO σκiιηρnς
δουΛειάς, ο πρωrοπόρος ερευνnrής καrαΛαΒαfνει επιrέ Λους rn v aιrfa πο υ εfσαι ανfκανος να προσφέρεις σrn yvvafKa σου rn χαρά [ου έρωrα, γυρfΖεις και rov Λες πως εfναι σεξο υαΛικά διεσrραμμένoς. Το Λες αυrό επει δή εσύ εfσαι σεξουαΛικά διεσrραμμένoς και συνεπώς α νfκανος σroν έρωrα. ΑΛΛά αυrό ούrε καν περνά απ ' ro μυαΛό σο υ. Α ν κάποιος ερευνnrής ανακάΛ υψε μόΛις πρόσφαrα rn v aιrfa που πεθαfνο υν οι άνθρωποι σαν πς μύγες από KaPKfvo και [ύχει να 'σαι καθn γnrής ογκο Λογfας, ανθρωπάκο, με καΛοπΛnρωμένn θέσn σε κάποια ειδικευμένn κΛι νική, ισχυρfΖεσαι πως εfναι απαrεώνας, όπ έχει άγνοια σχεπκά με [α μικρόΒια rnς αrμόσφαιpας, όπ ξόδεψε ή ro v έδωσαν μεγάΛα ποσά για πς έρευνές rov. Τον ρωrάς αν εfναι ΕΒραfος ή ξένος κι επιμένεις να [ον περάσεις από εξεrάσεις, προκειμένου να διαπι σrώσεις αν έχει [α προσόντα να ασχοΛεfrαι με ro δικό σου KaPKfvo. Προπμάς ν' αφήσεις να πεθαfνουν οι καρ κινοπαθεfς, παρά να παραδεΧθεfς πως εκεfνος ανακά Λυψε κάπ που μπορε! να σε Βοn θήσει να σώσεις [ους ασθενεfς σο υ. Η ακαδnμαϊκή θέσn, ro ΒιΒΛιάριο Kara θέσεων ή οι διασυνδέσεις σου με rn Βιομnχανfα paBfov σnμαfνο υν για σένα περισσόrερα από ό, π n αΛήθεια κι n γνώσn . Α νθρωπάκο, εfσαι και παραμένεις φαύΛος και μικρός. ΕπαναΛαμΒάνω! Όχι μόνο δεν rov Βοn θάς, μα πα ρεμποδfΖεις συσrnμαπκά rn δουΛειά που κάνει ο ερευ νnrής για σένα, ή αντ! για σένα. ΚαrαΛαΒαfνεις [ώρα YIarf σε αποφεύγει n ευrυχfα; Τn v ευrυΧfα rnv κερδfΖει κανεfς με κόπο και με μόχθο. Εσύ θέΛεις απΛά να rnv
καrα6ροχθfΖεις. Σε αποφεύγει, Λοιπόν, γJaΤ! δε θέΛει να Tnv καrα6ροχθfσεις. Στο μ εταξύ ο ερευνnτής KαrαφέρνεI να πεfσει αρκε τούς πως n ανακάΛ υψή του έχει πρακπκή αξfα · όπ χάρn σ' αυτήν, εfνQl πιθανό εfτε να yfvovv κατανοnτές ορι σμένες ψυχικές δJarαραχές, εfτε να σnκώσει ένα 6άρος, να αναπνάξει ένα 6ράχο, να θεραπεύσει όγκους ή να δει μέσα από Tn συμπαγή ύΛn με Tn 60ήθεJa ακτfνων. Εσύ, όμως, αν δεν το δεις γραμμένο arn v εφnμερfδα, δεν το Πlστεύεις, επειδή δεν εμπιστεύεσω τα μάπα και Tn νοnμοσύνn σο υ. Όrαν, όμως, n ανακάΛ υψή το υ δn μοσιευτε! στις εφnμερfδες, έρχεσω τρέχοντας. Ο fδlOς εκεfνος ερευνnτής που μέχρι πρόπνος δυσφήμΙΖες γJa τσαρΛατάνο, πορνογράφο, απατεώνα κω απειΛή γlQ Tn δnμόσlQ ωδώ, γfνεΤQl « ιδlOφυiα» . υμως, ανθρωπάκο, δεν ξέρεις
Tl
εfνQl n ιδlOφυiα, όπως δεν ξέρεις
Tl
εfναι
ο « Ε6ραfος» , n « αΛήθειω> ή n « ευτυχfQ» . Θα σου πω
Tl
εfπε ο ΤΖακ Λ όντον γlQ Tn v ιδlOφ υϊα, στο 6I6iΊfo του « Μάρπ ν 'Ηντεν» . EfPQl 6έ6ωος πως το έχουν δJa 6άσει εκατομμ ύρlQ α νθρωπάΚJa, δfχως να αντιΛnφθούν το νόn μά του. « /δlOφ υiα» εfνQl το σήμα κατατεθέν που κοΛΛάς στα εΠlνOήμαTά σου, σαν θες να τα πουΛήσεις. υταν ο ερευνnτής (πο υ μέχρι πριν iΊfγo ήταν « ακόΛαστος» ή « ψυ χωπκός» ), μετατραπε! σε « ιδlOφυϊα» , αδnμονεfς να Kαrα6ροχθfσεις rn v ευrvχfα που προκύπτει ως αποτέΛεσμα του έργου του. ΚυΡlOΛεΚTlκά Tn χΛαπακιάΖεις, καθώς ε κατομμύρlQ α νθρωπάΚJa θα ξεχυθούν κραυγάΖοντας μαΖ! σο υ εν χορώ, « /δlOφυία, ιδlOφυϊα» . ΟΙ άνθρωπOl θα κα rαφθάνo υν σε αγέΛες κω θα τρώνε τα επινοήματά σου μέσα από το χέρι σου. Αν τύχει να 'σω γιατρός, ΟΙ α-
σθεvεfς θα μ αΖεύοντω σα σrfφn. Θα μπορείς va rους Βοnθάς πιο γρήγορα κω πιο αποrελεσματικά κω θα Βγά Ζεις πολύ περισσόrερα χρnμαrα από npIV. «Κακό είvω αυrό;» σ' ακούω Va ρωrάς, α vθρωπάκο. �OXI ΒέΒαια, δεv είvω κακό. Δεv εfvαι κακό va ΒγάΖεις λεφrά rίμια, απ ' rn δουλειά σου. Κακό, όμω ς, είvαι Va μnv κάvεις rfnora για rn v ίδια rnv αvακάλ υ ψn κι αντί Va rn v αξιοποιείς, Va rn v εκμεrαλλεύεσω, μόvο κω μόvο για Va πλουrίσεις. Κι εσύ α υrό ακριΒώς κάvεις. Δεv προωθεfς rnv περωrέ ρω εξέλιξn rn ς αvακάλ υ ψn ς. Tn δέχεσαι μnχαvικά, απε ρfσκεπra, λ αfμ αρ γα, Βλακώδικα. Δε Βλέπεις τις δυvαrό rnrες ή roυς περιορισμούς rnς. Από rn σrIγμή πο υ δεv έχεις επαφή με rnv πραγμ α τικόrnrα, δεv μπορείς va δια κρfvεις τις δυvαrόrnrές rnς κω rαυrόχροvα κάvεις καrά xpn an rω v εφαρμογώv rnς. Παρότι ως γιατρός ή μικρο Βιολόγος γvωρfΖεις ότι ο r υφοειδής κι n χολέρα εfvω λοιμώδεις vόσοι, εfvω afyovpo ότι θα χαραμfσεις τριάντα χρόvια έρευvας γυρεύοντας ro Βάκιλο rov KaPKfVOV. Α φού έμαθες από κάποιο v μεγάλο άvθρωπο ότι οι μnχα vές λειroυργούv Βάσει συγκεκριμέvωv vόμωv, φτιάχvεις μnχαvές που σπέρvουv ro θάvαro κι αvrιμεrωπίΖεις ra έμΒια όντα σα μnχαvές. Σ ' α υrό ro θέμα τραΒάς λάθος δρόμο, όχι επ! τρεις δεκαεrίες μόvο, μα εδώ κω τρεις ολάκερους ωώvες. Έχεις εντ υπώσει αvεξίrnλα σrρεBλές αvrιλnψεις σε χιλιάδες επισrnμοvες κω, ακόμα χειρόrε ρα, κάvεις άμεσn κω σοΒαρή Ζnμιά σrn Ζωn rnv [δια. Εξωrfας roύrnς rnς πλάvnς, κω προκειμέvου va διαφυ λάξεις rn v αξιοπρέπειά σου n rnv επαγγελματικn σου φή μn, rn θρnσκεfα, τις καrαθέσεις ή rnv προσωπικόrnrά σο υ, διώκεις, δυσφnμεfς, φ υλακίΖεις ή Βλάπrεις με ό-
ποιον rρόπo περνά από το Χέρι σου, εκείνον που προ σεγγίΖει πραγμαπκά rn v καrανόnσn rων Λειτουργιών rn ς Ζωnς. Ναι ξέρω, ξέρω · θέΛεις «ιδιοφυΤες» κι είσαι πρόθυμος να πς πμnσεις. ΑΛΛά θέΛεις καΛές ιδlΟφυΤες, κόσμιες, σοΒαρές και μεrρnμένες. Όχι από κείνn rn v arfeaan ρά raa που γκρεμίΖει φραγμούς κι ανπrίθεraι σro καrεσrn μένο. Εσύ θες μια ιδιοφυΤα συμμαΖεμένn, πειθnνια και προσγειωμένn, που να μπορείς να επιδεικνύεις σrις πα ρεΛάσεις σου, χωρίς τον κίνδυνο να σε φέρει σε δύσκο lIn θέσn. Ναι, έrσι είσαι, ανθρωπάκο. ΚαrαΒΡΟΧθίΖεις με Βου Λιμία ό, π σου προσφέρεrαι, αΛΛά εσύ ο ίδιος είσαι ανί κανος να δnμιουργnσεις. Γι ' α υrό Βρίσκεσαι εκεί που Βρίσκεσαι, γι ' α υrό είσαι α υrό που είσαι. Γι ' αυrό περνάς μια οΛόκΛnρn Ζωn κΛεισμένος σε ένα Ζοφερό γραφείο, χrυπώvrας μ ο νότονα ra nlInKrρa μιας αριθμομnχανnς. ΚαμπουριάΖεις σκυμμένος πάνω από ένα σχεδιασrnριο n ασφυκπάς, παγιδευμένος σro ΖουρΛομανδύα του γά μου και σrn v αίθο υσα δι δα σKαΛlα ς, παρόΛο που αντιπα θείς ra παιδιά. Είσαι ανίκανος να αξιοποιnσεις orJBn ποrε. Ποrέ δε θα καrεΒάσεις μια πρωrόrυπn ιδέα κι α υrό Ylarf πάντα παίρνεις, δίχως να δfνεις το παραμικρό. Συ νnθισες να απΛώνεις το Χέρι και να παίρνεις εκεfνο που σου δίνει έrοιμο κάΠΟlΟς άΛΛος. Μα δεν καrαΛαΒαίνεις YJarf έχουν έrσι ra πράγμαrα, YJarf nρέπει να 'ναι έrσι; Εγώ, ανθρωπάκο, μπορώ να σο υ εξn γnσω το YJarf, επειδn όrαν nρθες σε μένα, εσω rερικά άδειος, σεξο υαΛικά ανίκανος n ψυχικά Blarapay μένος, έμαθα να αναγνωρίΖω ro άκαμπτο Ζώο που είσαι
κατά Βάθος. Είσαι ικανός μόνο να καταΒΡΟΧθίΖεις και να παίρνεις, είσαι α νίκανος να δΩμιουργείς και να δί νεις, επειδn n κύρια σωματικn σου διάθεσΩ υπαγορεύει αυτοπεριορισμό και nPOKnnrIKn δυσπιστία ' επειδn πανι κοΒάΙΊΙΊεσαι κάθε φορά που αναδεύεται μέσα σου το αρ χέγονο ένστικτο ΤΩς α γάΠΩς και ΤΩς προσφοράς. Γι ' αυτό και φοΒάσαι να δώσεις. Ουσιαστικά, ο τρόπος που παίρ νεις, αποκαΙΊ ύπτει ότι πρέπει να παραγεμίΖεις τον εα υτό σο υ με xpnpa, φαi, ευτυΧία και γνώσΩ, επειδn αισθάνε σαι κενός, πεινασμένος και δυστυχnς, στεΡΩμένος τόσο από ΤΩ ν ann eIVn γνώσΩ όσο και από ΤΩ ΙΊαχτάρα για γνώσΩ. Να γιατί κάνεις τα αδύνατα δυνατά προκειμένου να αποφ ύγεις ΤΩν αnnθεια, ανθρωπάκο. Η αnnθεια μπο ρεί να διεγείρει μέσα σου το αVΤαναKIΊαστIKό ΤΩς αγά ΠΩς. Μπορεί, μάΙΊιστα, να σου αποκαΙΊ ύψει εκείνο που προσπαθώ, μάΙΊΙΊον αδέξια, να σου δώσω να καταΙΊάΒεις. Κι αυτό δεν το θέΙΊεις, α νθρωπάκο. Το μόνο που θες είναι να είσαι καταVαnωτnς και πατριώΤΩς. « Τον
ακο ύτε; Επιτίθεται στον πατριωτισμό, το προπύρ
γιο του κράτους και του σπερματικού κυττάρου, ΤΩς οι κογένειας. Πρέπει να τον σταματnσουμε!» Έτσι ωρύεσαι, όποτε σου υπενθυμίΖει κάποιος ΤΩ ν ψυΧικn δυσκοιΙΊιόΤΩτά σου, ανθρωπάκο. Δε θέΙΊεις να ξέ ρεις, δε θέΙΊεις να ακο ύσεις. ΘέΙΊεις οπωσδnποτε να ΖΩ τωκραυγάΖεις. Ωραία, ΙΊοιπόν, θα σε αφnσω να ΖΩτω κραυγάΖεις, μα άσε με κι εσύ να σου πω γιατί είσαι α νίκα νος να γευτείς ΤΩ ν ευτυΧία. ΒΙΊέπω το φόΒο στα μάτια σο υ, n ερώτnσn μου σε πόνεσε Βαθιά. Είσαι, ΙΊες, υπέρ ΤΩς «ανεξιθΡΩ σκείας». Αξιώνεις το δικαίωμα να ασκείς εΙΊεύθερα τα θΡΩσκευτικά σο υ KαθΩKovτα, όποια θΡΩ-
σκεία κι αν Ό σπάΖεσαι. ΚαΛά ως εδώ. � Ομως, δε σου φrάνει α υrό. ΘέΛεις να ασπάΖΟνται και όΛοι οι άΛΛοι rn δΙKιi σο υ θρπ σκεία. Η ανοΧΩ σου αφορά μόνο rn δΙKιi σου θρπσκεία, όΧΙ rn θρπσκεία rων άΛΛων. Κι όrαν κά ποιος rύχει και Λαrρεύει rn φ ύσπ αντί για κάποιον προ σωπικό Θεό, όrαν αγαπά rn φ ύσπ και προσπαθεί να rnv KαrανOΩσει, γίνεσαι έξω φρενών. Όrαν ένα παντρεμένο Ζευγάρι ανακαΛ ύπrει όπ δεν μπορεί να συνεΧίσει να μέ νει άλλο κάrω από rnv ίδια αrέγπ, θέΛεις να σέρνει ο ένας rov άΛΛον αrα δIKααrΩρια, Kαrπ γoρώντας αΛΛιiΛoυς για ανnθικόrnrα ιi κrnνωδία. Μικρόψυχε απόγονε μεγά Λων επανααrαrών, αρνείσαι ro συναινεπκό δΙΟΖύγιο. Φο Βάσαι rn v ίδια σου rn Λαγνεία. ΘέΛεις να ΒΛέπεις rn v αΛιiθεIα αroν καθρέφrn, από κει που δεν μπορεί να σε αδράξει. Ο σωΒινισμός σου, α νθρωπάκο, ππγάΖει από rn σωμαΠKιi σου ακαμ ψία, από rn νoηΠKιi δυσκοιΛιόrηrά σο υ. Δεν ro Λεω για να σε θίξω. Το Λεω επεIδιi είμαι φίΛος σου, ακόμα κι αν έχεις rn v rάσn να σκοrώνεις rους φίΛους που σου Λένε rnv αΛιiθεIα. ΓΙα ρίξε μια μα πά σro υς παrριώrες σου. Δεν περπαroύν, παρεΛα ύνο υν. Δε μισούν roν πραγμαπκό εΧθρό roυς' έχουν κΛπρονο μικούς εχθρο ύς, που κάθε δέκα χρόνια αΛΛάΖουν από ορκισμένους εΧθρούς σε ισόΒιους φιΛους και ξανά σε ορκισμένους εΧθρούς. Δεν rραγoυδoύν rραγOύδIα, γκα ρίΖουν εμΒαrιiρια. Δεν αγκαΛιάΖο υν πς κοπέΛες roυς, πς πηδάνε, για να ανεΒάσουν ro σκορ rων νυκrερινών roυς επιδόσεων. Το ποΛ ύ-ποΛ ύ να με σκοrώσεις, όπως εξό ντωσες rόσους και rόσους από roυς αΛηθινούς φιΛους σου: roν Ιπσού, roν Ραθενάου, ro σroργΙKό ΚαρΛ Λίμπνε xr, roν ΛίνκοΛν και rόσους άΛΛο υς. Μα ο παrριωπσμός
έχει εξοvrώσει εσένα, α νθρωπάκο. Ποδοπάrnσε και συ νέθΛι ψε εκαroμμύρια δικούς σου. Κι όμως, παρόΛα αυτά είσαι αποφασισμένος να παραμείνεις παrριώrnς. Λαχταράς rnv αγάπn . Αγαπάς rn δουΛειά σου και Ζεις από α υτΤί. / Ομως n δουΛειά σου σrnρfΖεrαι σrn γνώσn, rn BIKri μου και ποΛΛών άΛΛων. Η αγάπn, n δουΛειά και n γνώσn δεν αναγνωρfΖο υν παrρfδες, rεrιωνεfα και σro Λές. Μα θέΛεις να είσαι παrρIωτάKoς, επειδri φοΒάσαι rn v anneIvri αγάπn, φοΒάσαι πς ευθύνες rnς δουΛειάς σου και φοΒάσαι θανάσιμα rn γνώσn. Να γιατ! εfσαι ι κανός μονάχα να καraΒΡΟΧθfΖεις rnv αγάπn, rn δουΛειά και rn γνώσn των άΛΛων και δεν μπορεfς ποτέ σου να δnμιουργriσεις. Να γιατ! κΛέΒεις rnv ευrvΧfα σου σαν roν κΛέφrn μες σrn νύκτα, να γιατί σrn θέα και μόνο rnς πραγμαπκriς εvrvxfaς, πρασινfΖεις από φθόνο. ((Σrαμάτα κΛέφrn ! EfVQJ ξένος, είναι μεrανάσrnς. Ενώ εγώ εfμαι Γερμανός, Αμερικανός, Δανός, ΝορΒn γός!» Άδικα χοΛοσκάς, ανθρωπάκο! Είσαι και θα παραμέ νεις πάvrα μεrανάσrn ς και απόδnμος. Mετανάσrευσες σε roύroν εδώ roν κόσμο οΛότεΛα rvxafa και θα φύγεις από δω δfχως φανφάρες. ΣrρIγKΛίZεIς επειδri φοΒάσαι, φο Βάσαι θανάσιμα. Νιώθεις όπ το σώμα σου γίνεται όΛο και πιο άκαμπro, σrεγνώνει όΛο και περισσότερο. Γι ' αυ τό φοΒάσαι, γι ' αυτό φωνάΖεις rn v aσrvvopfa σου. Μα μπρος σrnv αΛriθεια n ασrυνoμία σου είναι aviaxvpn. Σε μένα rρέxεI ο ασrυφύΛαKάς σου όταν έχει npoBnripa τα. Η yvvafKa roυ δεν είναι καΛά, τα παιδιά roυ είναι άρρωσrα. Η σronri και ro περfσrροφο κρύΒουν καΛά rn v ανθρώπιvn υπόσrασTί του. Από μένα όμως δεν μπορεί
να κρυφτεί. Εγώ, ΒΛέπεις, τον είδα γυμνό τον αστυφύΛα κά σου. «Είναι δηΛωμένος στη ν αστυνομία; Είναι εντάξει τα χαρπά του; Τους φόρους του, τους πΛnρωσε; Για ερευ νnστε τον. Κι νδυνε ύει η rιpn και η ασφάΛεια το υ έ θνους». Ναι, α νθρωπάκο, npovv πάντοτε δηΛωμένος, πάντα πΛnρωνα το υς φόρους μου. Μα δεν ανησυχείς για την flpn και τη ν ασφάΛεια του έθνους. Τρέμεις μπας και σε δείξω στον κόσμο, όπως σε είδα στο ιατρείο μου. Να γιατί αγω νίΖεσαι με νύχια και με δόντια να με χώσεις στη φυΛακn για στάση. Σε ξέρω καΛά, ανθρωπάκο! ΒΛέ πεις, άμα τύχει κι είσαι εισαγγεΛέας, δε ΒάΖεις στόΧο στη Ζωn σου την προάσπιση της δικαιοσύνης. ' ΟΧι! ΑπΛά, κυνηγάς μια rpavraxrn υπόθεση για να πάρεις προα γωγn. Α υτό κυνη γούν όΛα τα ανθρωπάκια που υπηρε τούν ως εισαγγεΛείς. Όπως έκα ναν και στη ν περίπτωση του Σωκράτη . ΑΛΛά ποτέ σο υ δεν κατάφερες να διδα χτείς από τα pa enpara της ιστορίας. ΔοΛοφόνη σες τον Σωκράτη και γι ' α υτό είσαι ακόμα κοΛΛημένος στη Λά σπη. ΜάΛιστα ! ΔοΛοφόνησες τον Σωκράτη και ακόμα και σnμερα δεν το 'χεις συνειδητοποιnσει. Τον κατη γόρησες πως υπονομεύει την nelKn σου. Ακόμα την υπονομεύει, φτωχέ μου ανθρωπάκο. ΔοΛοφόνησες το σώμα του, όχι το πνεύμα του. ΕξακοΛουθείς να δοΛοφονείς στο όνομα του νόμου και της τάξης, αλλά με τρόπο μουΛωχτό και άνανδρο. Όταν με κατη γορείς για ανηθικότητα, δεν τοΛ μάς να με κοιτάξεις στα μάπα. Ξέρεις ποιος από τους δυο μας είναι ανnθικος, ακόΛαστος και διεστραμμένος. Κάποιος είπε κάποτε όπ απ ' όΛους τους φι?!ους του μό-
νον έναν δεν άκουσε ποτέ να 1Ιεει σόκιν ανέκδοτα · α ναφερόταν σε μένα. Είτε είσαι εισαγγε1lέας, δικαστής ή αρχπ γός τπ ς αστυνομίας ξέρω κα1lά τα πρόστυχα ανέκ δοτά σου, ανθρωπάκο. Ξέρω κι από πού ππ γάΖουν. Γι ' αυτό σε συμ60υ1lεύω να κρατάς το στόμα σου κ1Ιει στό. Ναι, μπορεί να καταφέρεις να αποδείξεις στο 1Ιεπτό ότι έκρ υψα από τπ ν εφορία εκατό δ01lάρια απ ' το πραγμα τικό μου εισόδπμα, ότι έχω σχέσεις με κάποια γυναίκα ή ότι μί1lπσα όμορφα σε κάποιο παιδάκι. ' Ομως αυτά πχούν άσχπμα μόνο όταν τα προφέρουν τα δικά σου χεί1lπ, όΧΙ τα δικά μου, κι α υτό εξαιτίας του τρόπου που τα αVΤI1Iαμ6άνεται το δικό σου θ01lωμένο, 6ρώμικο μυα1Ιό. Επειδή είσαι ανίκανος να φερθείς διαφορετικά, νο μίΖεις ότι σου μοιάΖω. ' Οχι, ανθρωπάκο μου, δε σου μοι άΖω, δε σου έμοιαΖα ποτέ. Δεν έχει σπμασία αν με πι στε ύεις ή όχι. Γεγονός είναι ότι εσύ έχεις το περίστροφο κι εγώ τπ γνώσπ . Κάθε άνθρωπος στο είδος του. 'Ασε με, ανθρωπάκο, να σου εξπγήσω πώς καταστρέ φεις τπ Ζωή σου. Το 1 924 εισπ γήθπκα τπ ν επιστπμονική με1lέτπ του αν θρώπινου χαρακτήρα. Ενθουσιάστπκες. Το 1 928 φάνπκαν τα πρώτα αποτε1lέσματα τούτπς τπς εργασίας. Με αποκά1lεσες ((εξέxovτα διανοπτή» . Το 1 933 ο εκδοτικός σου οίκος ετοιμαΖόταν να κυ κ1Ιοφορήσει σε 6ι6Μο τα αποτε1lέσματα τπ ς συγκεκριμέ νπς έρευνας. Ο Χίτ1lερ μό1lις είχε ανέ6ει στπ ν εξουσία κι εγώ σε μάθαινα να κατανοείς ότι ο Χίτ1lερ έγινε ισχυ ρός Χάρπ στπ θωράκισπ του χαρακτήρα σου. Όμως, αρ νήθπκες να δπμοσιεύσεις το 6ι6Μο, στο οποίο σου εξπ-
γούσα πως ο ΧfτΛερ ιίταν αποκΛειστικά δικό σου Bn μιούργημα. Ωστόσο το 8ι8Μο μου κυκΛοφόρησε. Εvθουσιάστnκες και πάΛι. ΑΛΛά όταν το απαγόρευσε ο ((πρόεδρός» σου, το δοΛοφόvnσες με τη σιωπn σου. Enf δώδεκα χρόνια και παρά τον άκρατο ενθουσια σμό σου τnρούσες σιγιί ιΧθύος για το 8ι8Μο μου. Επανεκδόθηκε το 1 945. Το χαιρέτnσες κατενθο υσια σμένος ως ((κΛασικό» . ΕξακοΛουθεf να σε ενθουσιάΖει. EfKOal δύο χρόνια ' εfκοσι δύο ατέΛειωτα, ταραγμένα, δύσκοΛα χρόνια πέρασαν από τότε που ξεκfvnσα να σε μαθafvω ότι εκεfvο που έχει anp aafa δεν εfvαι η ατομικιί θεραπεfα, αΛΛά n πρόΛηψη τω ν ψυχικών διαταραΧών. Όμως, συμπεριφέρεσαι ακόμα όπως συμπεριφερόσουν εδώ και χιΛιάδες χρόνια. Enf εfκοσι δύο ατέΛειωτα, τρο μακτικά χρόνια σε μάθαινα πως οι άνθρωποι υποκύ πτουν σε διάφορες μορφές παραφροσύνης n παγιδεύ ovται στη Bvarvxfa, επειδιί έγιναν άκαμπτοι στο σώμα και την ψ υχιί κι επειδιί εfvαι Q VfKQVOΙ να αποΛαύσουν τον έρωτα και να τον προσφέρουν, YJarf τα σώματά τους, αvτfθετα από εκεfvα όΛων των υπόΛοιπων Ζώων, δε συ vταράzovται κατά rnv ερωτικιί πράξη . EfKOal δύο χρόνια από rnv πρώτn φορά που στα εfπα, Λες στους φfΛους σου ότι εκεfvο που προέχει εfvαι n πρόΛη ψn και όχι n θεραπεfα των ψυχικών διαταραχών. ΕξακοΛουθεfς, όμως, να συμπεριφέρεσαι όπως συμπερι φέρεσαι εδώ και χιΛιετfες. Εκθέτει ς τον υψnΛό στόχο, δfχως να αναφέρεις πώς μπορεf να επιτευΧθεί. Δεν α ναφέρεις την ερωτικιί Ζωιί του συνόΛου της avθρωπότn τας. Σε ενδιαφέρει
(€Π
πρόΛn ψn των ψυχικών διαταρα-
Χών» -τούτο επιτρέπεται να το Λες, χωρίς να θίγεται ο καθωσπρεπισμός σου- μα δεν ασχοΛείσαι με το Ζήτημα της οΛέθριας ερωτΙκής Ζωής των ανθρώπων -αυτό απα γορεύετοι. Ακόμα κοι ως γιατρός, είσω χωμένος στο Βούρκο μέχρι το Λ ωμ ό. ΑΛήθεια, τΙ γνώμn θα σχnμάτΙΖες για ένα μηχανικό που αναΛ ύει rnv τεχνική τnς πτήσης, δίχως να αποκαΛ ύ πτει τα μυστικά τnς μnχανής κοι του έΛικα; Μα αυτό κά νεις κι εσύ, μnχανικέ τnς ανθρώπινης ψυχής. Αυτό ακρι Βώς. Είσω δειΛός. ΘέΛεις τα κερασάκια από rn v τούρτα μου μα όΧΙ κοι τα α γκάθια των ρόδων μου. Μήπως κι εσύ, ανθρωπάκο τn ς ψ υχιατρικής, δεν έΛεγες σαχΛά α στειάκια σε Βάρος μ ο υ; Δε με γεΛ010ποίησες σαν τον ((προφήτη μεγαΛύτερων και καΛύτερων οργασμών»; Δεν άκουσες, φαίνετω, ποτέ σου το παραπονεμένο κΛάμα τnς νεαρής συΖύγου που το σώμα της ΒεΒnΛώθnκε από τον ανίκανο σύΖυγό τnς. Μήτε rn v αγωνιώδn κραυγή του έφηΒου πο υ κοντεύει να εκραγεί από ανικανοποίητο πό θο. ΕξακοΛουθείς, ακόμα, να θεωρεfς τη ν ασφάΛειά σου σnμα ντικότερη από τους ασθενείς σου; Πόσο καιρό θα επιμένεις να ΒάΖεις τον καθωσπρεπισμό σου πάνω από την αποστοΛή σου ω ς γιατρο ύ; Πόσο ακόμα θα αρνείσω να δεις ότΙ n τακτική σου καταστρέφει τΙς Ζωές εκατομ μυρίων ανθρώπων; ΒάΖεις rnv ασφάλειά σου πάνω από την αί\Ώθεια. Όταν ακούς για rnv οργόνη μου δε ρωτάς, ((Τι μπορεί να κάνει για rn θεραπεfα των ασθενών;» Όχι! Ρωτάς μόνο, (( 'Εχει άδεια ε ξασκήσεως επαγγέΛμ ατος για την ποί\ιτεία το υ Μέιν;» Δε συνειδητοποιείς ότΙ παρότΙ εσύ κω ΟΙ χαΖές άδειές σο υ μπορείτε να μου δημιο υργείτε
μικροεμπόδια σrη δOυlιεIά μ ο υ, δεν μπορείτε να τη σrα ματήσετε. �Oπ είμω διάσημος σε όlιo τον κόσμο επειδή αναKάlι υ ψα τη συνωσθημαπκή πανoύKlια κι ερευνώ τη Ζωπκή ενέρ γεια. Όπ ο μόνος που έχει το δικαίωμα να με εξετάσει είνω εκείνος που γνωρίΖει περισσότερα από μένα. Kατασπαταlιάς την εlιευθερία σου. Κανείς ποτέ δε σε ρώτησε γιατί δεν καταφέρνεις να κερδίΖεις τη ν εlιευθερία σου, ή YIarf, κι όταν ακόμα το κατορθώνεις, τη χάνεις σrα γρήγορα, ορίΖοντας κωνούργιο αφέντη . « Το ακούσατε αυτό; �EχεI το θράσος να αμφισ8ητεί τη δημοκρατία κω την εξέγερση των ΠΡOlιετάΡIων του κόσμου. Κάτω ο ρέμπεlιoς, κάτω ο αντIεπανασrάτης! Κά τω!» Μη ν εξάπτεσω, μικρέ Φύρερ πάντων των δημοκρα τών κω ro υ παγκόσμιου ΠΡOlιεταΡIάroυ. ΠIσrεύω όπ ΟΙ αlιη θIνές προοππκές να κερδίσεις την εlιευθερία σου ε ξαρτώντω περισσότερο από τη ν απάντηση σε εκείνη τη μοναδική ερώτηση, παρά από πς χIlιIάδες αποφάσεις πο υ αραδιάΖουν σωρηδόν ΟΙ κομμαπκές εππροπές σο υ. « Κάτω! Πρoσέ8αlιε το έθνος κω την ΠΡOφυlιαKή roυ επα νασταπκού ΠΡOlιεταΡIάroυ! Κάτω! Στήσrε roν σroν τοίχο!» Με τα « Ζήτω» κω τα « Κάτω» που φωνάΖεις, ανθρω πάκο, δε σιμώνεις κοντύτερα σro σrόχo σου, ούτε 8ήμα. Πάντα νόμΙΖες όπ μπορούσες να δIαφυlιάξεIς την εlιευ θερία σο υ « σrήνoντας κάποιους σroν τοίχο». Κοίτα Kαlιύ τερα να σrη θείς μπρoσrά σε κάνα καθρέφτη . . . « Κάτω! . . . »
Ηρέμησε, α νθρωπάκο. Δε θέ?ιω να σε προσΒά?ιω. Προσπαθώ, απ?ιώς, να σου δώσω να καrα?ιάΒεις YIarf δεν κατάφερες ποrέ να κερδίσεις [ην ε?ιευθερία σου ή να [η διαrηρήσεις, έσrω και Αίγο. Δε σε ενδιαφέρει κα θό?ιου ro ύro ro zrirnpa; «Κά- α-rω-ω . . » .
Κα?ιά, ?ιοιπόν. Θα είμαι σύντομος. Άσε με να σου πω πώς συμπεριφέρεrαι ο ανθρωπάκος μέσα σου, αν [ύχει και Βρεθείς σε καrάσrαση ε?ιευθερfας. Ας υποθέσουμε όπ EfaQI φοιrηrής σε κάποιο ίδρυμα αφιερωμένο σrη σε ξο υα?ιική υγιεινή [ων παιδιών και [ων εφήΒων. EfaQI εν θουσιασμένος με ro ύrη [η «?ιαμπρή ιδέα» και θέ?ιεις να συμμεrάσχεις σro απε?ιευθερωπκό Kfvnpa. Το ακό?ιουθο επεισόδιο SJaSpaparfσrnKE σro δικό μου {δρ υμα: Οι φοιrηrές μου ήraν σκυμμένοι πάνω από [α μικρο σκόπιά roυς, παραrηρώvrας [η γήινη Βιοενέργεια. Εσύ Βρισκόσο υν μέσα σro συσσωρευrή οργόνη ς γυμνός. Σε φώναξα και σου zrirnaa να έρθεις να ρfξεις μια μαπά. Βγήκες χοροπηδώντας από ro συσσωρευrή, όπως σε γέννη σε η μηrέρα σου, επιδεικνύοντας [η γύμνια σου σrIς γυναίκες και πς νεαρές κοπέ?ιες. Σε καrσάδιασα, μα ro YJQrf δεν ro καrά?ιαΒες. Ομο?ιογώ πως ο ύrε κι εγώ κατά?ιαβα, Ylarf δεν καrά?ιαΒες. Όrαv, αργόrερα, ro συ znrriaaPE διεξοδικά, παραδέχrηκες πως νόμΙΖες όπ [έ roιου εfδους fAE ueEpfa θα έΒρισκες σε ένα {δρυμα αφιε ρωμένο σrη σεξουα?ιική υγιεινή [ων παιδιών και [ης αν θρωπόrηraς. Με [η Βοήθειά μου γρήγορα αντι?ιήφθηκες όπ φέρθηκες άσεμ να, επειδή περιφρόνησες ro ίδρυμα και πς ιδέες που αντιπροσώπευε. Έγινα σαφής [ώρα; . . . Δεν έχεις rfnora να πεις; Τόrε να συvεΧfσω.
Άκου,
λ οιπόν,
� πώς σπατα�ο. .." .
ένα άλλο παΡάδ
Λάς rn v εΛευθερία σου:
Το ξέρεις, όπως κι εγώ, όπως τ
ξέρουν όΛοι, ότι
είσαι μόνιμα σεξο υαΛικά πεινασμένος, ότι ψαχουΛεύεις νοnτικά όποιο μέΛος του αντίθετου φύΛου τύχει και Βρε θεί μπροστά σου, ότι εσύ κι
ΟΙ
φίΛοι σου λέτε διαρκώς
πρόστυχες ιστορίες γύρω από το σεξ' κοντοΛογίς, ότι n φαντασία σου είναι αποκρουστικά πορνογραφική. 'Ενα Βράδυ σ' άκο υσα να παρεΛαύνεις στους δρόμους και να φω νάΖεις, « ΘέΛο υμε γυναίκες! ΘέΛουμε γυναίκες!» Ανnσύχnσα για σένα και δnμιο ύργnσα συΛΛόγους, στο υς οποίους ήΛΠΙΖα πως θα μάθαινες να συνειδnτο ποιείς rn v α θΛιότnτα τnς καθnμερινότnτάς σου καθώς και τον τρόπο με τον οποίο μπορείς να rn v ξεπεράσεις. Μα Ζευτήκατε στο υς συΛΛόγους α υτούς σαν τις μ ύγες, εσύ και ΟΙ φίΛοι σο υ. Γιατ!, ανθρωπάκο; Στnν apxn, νόμΙΖα πως ερχόσαστε επειδή ειΛικρινά σας ενδιέφερε να ΒεΛ τιώσετε rn Ζωή σας. ΟμοΛογώ πως άργnσα να καταΛάΒω rnv πρα γματική αιτία. ΝομίΖατε πως οι σύΛΛογοι τούτοι nrαv ένα νέο είδος μπορντέλ ο υ, όπου rα κορίτσια εκδί δονταν δωρεάν. ΜόΛις το κατάΛαΒα, διέΛυσα τους συΛ λόγους. Όχι γιατί πίστευα ότι nrav κακό να γνωριστείτε εκεί μ ε μια κοπέΛα, μα επειδn φερόσαστε σαν ξαναμμέ να γουρούνια. Έτσι οι σύΛΛογοι διαΛύθnκαν και για άΛ lJn μια φορά παραμείνατε κοΛλnμένοι arn Λάσπn . . . Θέ λεις, μnπως, να πεις κάτι; « Το προΛεταριάτο έχει διαφθαρεί από rn v μπουΡΖου αΖία. ΟΙ n γέτες του προΛεταριάτου ξέρουν πώς να αντι μετωπίσουν το πρόΒΛnμα. Θα καθαρίσουν το στάΒλο με
το σπΒαρό τους χέρι. ΕξάίΊίΊου, το σεξουαίΊικό πρόΒίΊΩμα του προΛεταριάτου θα Λ υ θεί από μόνο του!» ΜάΛιστα. ΚατάΛαΒα π εννοείς, ανθρωπάκο. ΣΤΩν Πα τρίδα των ΠροίΊετάριων αφΩνουν το σεξο υαίΊικό πρόΒΛΩ μα να Λ υ θεί από μόνο του. Τα αποτεΛέσματα φάνΩκαν στο Bερo?ιfνo, όπου ΤΩ μια νύκτα μετά ΤΩ ν άΛΛΩ ΟΙ προ Λετάριοι στΡα πώτες ΒίαΖα ν όποια γυ ναίκ α έΒρισκαν μπροστά τους. ΣιωπΩ! Ξέρεις ποΛύ καΛά πως Λέω ΤΩν αΛήθεJO. ΟΙ υπέρμαχοι « ΤΩς επανασταπκής πμής» σου, οι « στραπώτες ΤΩς εργαπκής είΊευθερίας» σου, σε ντρό πιασαν εις τους αιώνες των αιώνων. . . Λες όπ τούτο «μπο ρο ύσε να συμΒεί μόνο σε καιρό ποΛέμου» ; Ωραία, Λοι πόν, θα σου δΙΩγΩθώ μια αΛΩ θιvή ιστορία ακόμα. Ένας ανερχόμενος Ω γέΤΩ ς ήταν ενθουσιασμένος με ΤΩν οικονομiα του σεξ, όσο και με ΤΩ δικτατορία του προΛεταριάτου. Ήρθε, Λοιπόν, και μου είπε, «Είσαι κα ταπΛΩκπκός. Ο ΚαρΛ Μαρξ δίδαξε τους ανθρώπους πώς να απελευθερωθούν οικονομικά κι εσύ τους δίδαξες πώς να απεΛευθερωθούν σεξουαλικά. Το υς είπες, "Ξεχυθείτε και γαμήστε "» . Το μ υαλό σου διαστρεΒλώνει κάθε ιδέα. ΣΤΩ ν κα θΩμερινόΤΩτά σου το στοργικό μου αγκάλιασμα πήρε πορνογραφικές διαστάσεις. Δεν έχεις ιδέα για
τι
πράγμα σου μιΛάω, α νθρωπάκο.
Γι ' αυτό εξακοΛουθείς να ΒουΛιάΖεις πάντα στο Βούρκο. υσο για σένα, γυναικο ύΛα, αν διδάσκεις δίχως να 'χεις κάποια ιδιαίτεΡΩ K?ιfσΩ τα παιδιά, απΛά και μόνο επειδή δεν έχεις δικά σου, κάνεις ΖΩμιά υποσυνείδΩτα. Η α νατροφή των παιδιών, όταν ΤΩν παίρνει κανείς στα σοΒαρά, συνεπάγεται και ΤΩ σεξουαλική τους διαπαιδα γώγΩσΩ . Για να κατευθύνεις σωστά ΤΩν παιδική σεξουαο
Γιικότητα, πρέπει να γνωρίΖεις από πρώro χέρι π είναι ο έρωτας. Μα εσύ μΟ1άΖεις με ΒαρέΓιι. Είσαι άχαρη και σω μαπκά απωθηπκή. Αυτό αρκεί από μόνο του να σε κάνει να νιώθεις ένα πικρόχοΓιο, Βαθιά ΡΙΖωμένο μίσος YJQ κά θε εΓικυσπκό, Ζωντανό σώμα . Δε σε κατηγορώ, φυσικά, που μοιάΖεις με ΒαρέΓιι, ούτε που δε γεύτηκες ποτέ σου roν έρωτα (Π010ς φυσlΟΓιογικός άντρας θα μπορούσε να σε ερωτευθεί;). Δε σε κατη γορώ που δεν κατανοείς τον πωδικό ερωπσμό. Σε κατη γορώ που μετέrρεψες ro κα τεσrραμμένO, χοντροκομμένο σώμα σου, τη ν έΓιΓιειψη ο μορφιάς και χάρης, καθώς και την ερωπκή σου ανικανό τηrα σε αρετή, καταπνίγοντας roν έρωτα των πωδιών. Αυτό, άσχημη γυνωκούΓια, είνω έγκΓιημα. Η ύπαρξή σου καταντά εΠΙΖήμια, επειδή σrρέφεIς τα υγιή πωδιά ενάντια σro υς υγιείς πατεράδες τους, επειδή θεωρείς τον υγιή πω δικό ερωπσμό παθοΓιογικό σύμπτωμα κι επειδή, ά σχημη γυναικούΓια, δε σου αρκεί που μοιάΖεις με ΒαρέΓιι, μα σκέφτεσω κω διδάσκεις σαν ΒαρέΓιι. Α ντί να απο συρθείς ταπεινά σε μια ήσυχη γωνίτσα τη ς Ζωής, ΒάΖεις τα δυνατά σου να εντυπώσεις τη ν ίδια τη Ζωή με τη ν ασΧήμια σου, την α δεξι ότητα, την υΠΟΚΡlOία σου κω με το πικρόΧοΓιο μίσος που κρ ύΒεις πίσω απ ' το ψεύπκο χαμόγεΓιό σου. Μα κι εσύ, ανθρωπάκο, αφήνεις τα υγιή παιδιά σου σro έΓιεος τέroιων γυναικών, που εμφυσούν την πικρία κω το δηΓιητήριό τους σrIς υγιείς ψυχούΓιες τους. Να, ΓιΟ1πόν, γιατί είσω έτσι όπως είσω, γJQrί Ζεις έτσι όπως Ζεις και σκέφτεσαι όπως σκέφτεσω. Να γιατί ο κόσμος είνω α υτός που είνω.
�Ακου, για να καταΛάΒεις
ΤΙ
ε{σαι, ανθρωπάκο. �Hρ
θες σε μένα να σου μάθω όσα έμαθα, μετά από ποΛ ύ κόπο και μόΧθο. Αν δεν nμουν εγώ, θα naovv ένα μι κρό, ασnμα vτο γιαrρO υδάKΙ σε κάποια κωμόποΛπ . Σε εξύψωσα, σου μετέδωσα τις γνώσεις μου και τπ θερα πευrJκn τεΧνικn μου. Σ ' έμαθα να διακρ{νεις πώς, μέρα τπ μέρα κι ώρα τπ ν ώρα, σΒnνει n εΛευθερ{α και καΛ Λιεργε{ται n δο υΛε{α. Ως εκπρόσωπός μου, σε κάποια μακρινn χώρα, σου δόθπκε μια υπεύθυνπ θέσπ . Ήσουν εΛεύθερος με όΛπ τπ σπμασ{α τπς Λέξπς. Eμπισrευόμoυν απόΛ υτα τπ ν ακεραιότπτά σου. Μα επειδn δεν κατάφερες να κάνεις τ{ποτα το αξιόΛογο, ένιωθες Βαθιά μέσα σου πως εξαρτάσαι από μένα. Με ε{χες ανάγκπ, επειδn από μένα α ντΛο ύσες γνώσπ, α υτοπεπο{θπσπ, ε νόρασπ και, πάνω από όΛα, εξέΛιξπ. ΌΛα το ύτα, ανθρωπάκο, σου τα πρόσφερα με μεγάΛπ ευxαρ{σrπσπ. Δε znrnaa κανένα αvτάΛΛαγμα. Και ξαφνικά αΡΧ{Ζεις να Λες ότι σε ΖΟΡ{Ζω. � Εγινες θρασύς, νoμ[zovτας ότι το θράσος θα σε «απε Λευθέρωνε» . Η σύγχυσπ ανάμεσα σro θράσος και τπ ν απεΛευθέρωσπ ε[ναι XαραKΤΠΡIσrΙKό του σκΛάΒου. Αρ νnθnκες να σrεΙΊιεις αναφορές για τπ δουΛειά σου, επι καΛ ο ύμενος τπ ν εΛευθερ{α σου. Σnμερα αισθάνεσαι ε Λεύθερος. . . εΛεύθερος από τα δεσμά τπς συνεργασ{ας και τπς υπε υθυνότπτας. Να, ανθρωπάκο, γιaτ{ Bρ{σKεσrε εκε{ που Bρ[σKεσrε, εσύ κι ο κόσμος όΛος. A ναΛoγ[σrΠKες ποτέ σου, ανθρωπάκο, πώς ε{ναι να 'σαι αετός και να 'ναι n φωΛιά σου γεμάτπ αυγά κότας; Ο αετός περιμένει πως σαν θα σκάσουν, θα ξεμ υτ[σουν αετόπουΛα, που θ' αναθρέψει σε αετούς. Μα καθώς τα τσόφΛια σκάΖουν ένα-ένα, γεμ{Ζει ο κόσμος κΛωσσόπου-
ί\α. Πάνω στη ν απόγνωσn του ο αεrός αρπάΖεrω από [ην εί\πfδα πως [α κί\ωσσόπουί\α θα yfvovv αετο!. Με γαί\ώνοvrας, yfvovral όί\α [ο υς κοrόπουί\α που KaKapf Ζουν. Σαν το συνειδn τοποιnσει αυrό ο αεrός, η apXIKn του παρόρμηση εfνω να καrαΒροχθfσει όί\α τούrα rα κο [όπουί\α κω πς κόrες που KaKapfzovv. Το μόνο που τον αΠOrρέπεI από το ύτο το σοφό έγκί\ημα, εfνω η ap vSpn εί\ΠlOα πως [σως κάΠOlα μέρα ένα από [α κοrόπουί\α αποδεlXθεf αεrόπουί\ο, θα εξεί\lXθεf σε αεrό κι από τον ψηί\ό γκρεμό του θα 'νω ικανός να Βί\έπει μακριά κω να ανακαί\ ύψει νέους κόσμους, Κalνούργιες ιδέες, Kal νούργlOυς rρόΠOυς Ζωnς. Μόνο τούrη η apvSpn εί\πfδα αΠOrρέπεI τον μοναχικό, θί\ψμένο αεrό να KaraBpoxef σει rα κοrόπουί\α που κακαρίΖουν εκνευριστικά. Βί\έπεις, δεν ξέρουν πως [α κί\ώσησε αεrός. Δεν ξέρουν όπ Ζουν πάνω σε έναν απόκρημνο ΒράΧο, ψηί\ά πάνω από πς νοrερές, σκοrεινές κοιί\άδες. Δε Βί\έπουν μακριά, όπως ο μοναχικός αεrός. Το μόνο που κάνουν είνal να rρώνε, να rρώνε κω δώσ ' [ου να rρώνε όσα τους κουΒαί\άει ο αεrός. Όrαν μα[νεral η Karaly[Ba, Ζαρώνουν να Ζεστα θούν κάrω από πς δυναrές φrερούγες του κι εκεfνος στέκει μόνος απέναvr[ [ης. �Orav [α πράγμαrα α γριεύουν ποί\ύ, ro ΒάΖο υν στα πόδια κω Ζαρωμένα στις φωί\ιές τους του πετούν πεrραδάKIα για να τον πί\ηγώσουν. Στο πρώrο ξάφνιασμα [ης ΠΡοδοσfας τους, εrOlμάΖεrω να [α καrαΒΡΟΧθfσει. Μα σαν το ξανασκέφrεral, [α ί\ υπάral. Να δεις που κάποια μέρα, σκέφrεral, ανάμεσα από [α αδη φάγα, κοvrόφθαί\μα κοrόπουί\α θα ξεπεrαχrεf κάπOlΟ αε [όπουί\ο, που σαν θα μεγαί\ώσει θα [ου μοιάΖει.
Ακόμα και σnμερα, ο μοναχικός αεrός δεν anapvn θηκε rn μεγάί\η rούrη εί\πίδα. Εξακοί\ο υθεί να κί\ωσσά κοroπο υΛάκια . . . /Ομως εσύ, ανθρωπάκο, δε θέί\εις να γίνεις αεrός. Γι ' α υrό και σε Kara8poxefzOVV οι γύπες. Το υς αεroύς roυς φ08άσω. Γι ' α υrό Ζεις KOπαδIασrά και KoπaδIaσrά σε Kara8poxefzovv. Βί\έπεις, κάποιες από rις κί\ώσσες σου κί\ώσσησα ν α υγά από γύπες. ΟΙ γύπες έγιναν η γέrες σο υ σrη μάχη καrά rων αεrών, που θέί\ουν να σε 0Snynaovv σε μακρινούς, καί\ύrερους κόσμο υς. ΟΙ γύπες σε έμαθα ν να φως ψοφίμια, να αρκείσω σrα ψίχουί\α και να φωνάΖεις, ((Ζnrω, μεγάί\ε γύπα!» Κω rώρα ί\Ιμοκroνείς και πεθαίνεις KoπαδIασrά κarά χιΛιάδες κι εξακοί\ουθεΙς να φ08άσω roυς αεroύς, που κΛωσσούν ra κΛωσσοπο υί\άκια σο υ. /Exrισες ro σπίrι σου, rn Ζωn σου, rnv κουΛroύρα και rov πoΛIrισμό σου, rn v εΠIσrημη και rn v rεχνοί\ογfα σο υ, rov έρωra και rn v αναrpοφn rων παιδιών σου σrην άμμο, ανθρωπάκο. Δεν ro ξέρεις, δε θέΛεις να ro ξέρεις κι όrα ν σro πει κάποιος μεγάΛος, rov θαναrώνεις. Μέσα σrη δυσrυxία σου έρχεσω με rις ίδιες πάνrα ερωrnσεις: (( Το ΠαΙδί μου είνω κακό80υί\0 και σκΛηρόκαρδο, δυσκοΙΛιο και Χί\ωμό. Σπάει ό, rι 8ρΙσκει μπρoσrά rov και rις νύκrες ξυπνά ουρί\ιάΖοvrας από roυς εφιάΛrες. Σrο σχοΛεΙο δεν πάει καί\ά. Τι να κάνω; Βοnθη σέ με!» ((Η γυναίκα μου είνω ψυχρn, δεν κάνει έρωra μαΖί μο υ. Με 8ασανΙΖει, παθαΙνει κρΙσεις και σrΡIγKίΊ{zεI υ σrεΡIKά, γυΡΙΖει από δω κι από κει με rov ένα και με rov άί\ί\ο. Τι να κάνω; Δώσ' μου μια συμ80 vnn!»
«Κερδfσαμε rov τεΛευταfο πόΛεμο, rov πόΛεμο που θα σημαroδοroι5σε ro τέΛος όΛωv τωv ποΛέμωv. Κω va που ξέσπασε άΛΛος, ποΛ ύ χεφότερος. Βοnθεια! Τι va κάvω;» « ο ποΛιπσμός για fOV onofo έvιωθα τόσο περnφαvος καταρρέει κάτω από το Βάρος του πΛηθωρισμ ο ύ. Εκα roμμ ύρια άvθρωποι AIμOKfOVOtJV, δοΛοφοvούv, κΛέΒουv και πάvε κατά διαΒόΛου. ΑπεΛπfστηκαv. Βοnθεια! Πες μου τι va κάvω!» « Τι va κάvω; Τι va κάvουμε;» A vrn εfvαι η ερώτηση που επαvαΛαμΒάvεις μοvότοvα αvά roυς Qlώvες. EfvQl η μοfρα τωv μεγάΛωv εΠιfευγμάτωv, γεvvημά τωv εvός τρόπου Ζωnς που θέτει rnV αΛnθεlQ πάvω από τη σJγOυΡIά, VQ τα καταΒροχθfΖεις κι ύστερα VQ τα χέΖεις σα σκατά. Εδώ κω Qlώvες άvθρωποι μεγάΛοι, θαρραΛέοι και μοvαχικοf σου Λέvε και σο υ ξαvαΛέvε π πρέπει VQ κά vεις. Μα επαvειΛημμέvα δια φ θεfρεις, συρρικvώ vεις κω καταστρέφεις τις δIδασKα?ιfες τους. ΕπαvειΛημμέvα πα γιδεύεσω στα αδύvαμα σημεfα τους. Αντ! VQ παfρvεις γlQ γvώμ οvα τη μεγάΛη αΛnθεlQ, αρπάΖεσω από κάπOlΟ ασnμαvrο Λάθος roυς. Αυτό έκαvες, αvθρωπάκο, με ro ΧριστlQVJσμό, με το δόγμα το υ Kvpfapxov Λαού, με το σOσJαΛIσμό, α υτό κάvεις με ό, τι πιάvεις στα χέρια σου. Γιατ! το κάvεις αυτό; Δε vομfΖω πως θες στα αΛnθεlQ VQ μάθεις. Av ακούσεις rnV αΛnθεια, θα εξαγριωθεfς κω κάΠOlος μπορε! VQ το πΛηρώσει με τη Ζωn του. ΧτfΖεις παΛάτια arn V άμμο, επειδn φοΒάσω n εfσQl αvfκαvος VQ vιώσεις rnV εvέργεια της Ζωnς VQ ρέει στις φllέΒες σου, επειδn καταπvfγεις κω σκοτώvεις rnV α γάπη
μέσα σro παιδί σου, πρι ν γεvvnθεί καν. Δεν ανέχεσαι καμία εΛεύθερn, Ζωντανn, φυσΙκn κίνnσn n έκφρασn. Σε πιάνει πανικός κι αναρωπέσαι, « Τι θα πει ο κύριος ΤΖό ουνς;» Φο8άσαι να σκεφτείς, α νθρωπάκο, επειδn n σκέψn πάει χέρι-χέρι με πς έντονες αισθαντικές εντυπώσεις κι εσύ ro σώμα σου ro φο8άσαι. ΠοΛΛοί μεγάΛοι σο ύ φώ ναξαν: Γύρνα σrα ουσιώδn! Άκου rn v εσωτερικn φωνn σο υ, ανταποκρίσο υ σrα πρα γμαπκά συναισθnματά σου. Να σέ8εσαι και να πμάς roν έρωrα! Μα είσαι κουφός, έχεις ξεχάσει τεΛείως ro νόnμα αυτών των Λέξεων. Φωνn 80ώντος εν rn ερnμω, α νθρωπάκο. Οι μοναχικοί Knpv κες Χάνονται σrnv rρΟμερn ερnμιά τnς κενότnτάς σου, ανθρωπάκο. Είχες να διαΛέξεις. Μπορούσες να πετάξεις σrα υπε ρανθρώπινα ύψn με roν Νίτσε n να 80υΛιάξεις σrα υ πανθρώπινα 8άθn με roν ΧίτΛερ. Φώναξες « Ζnτω! Ζnτω!» και διάΛεξες τον υπάνθρωπο. Μπορούσες να επιΛέξεις α νάμεσα σro yvnaIQ δnμο κραπκό σύνταγμα roυ Λένιν και rn δIKrαroρία roυ ΣτάΛιν. ΕπέΛεξες rn δIKrαroρία roυ ΣτάΛιν. Μπορο ύσες να διαΛέξεις α νάμεσα σro διαφωπσμό roυ Φρόιντ γύρω από ro σεξουαΛικό αίrIo των ψυχικών διαταραχών σο υ και rn θεωρία roυ περί ΠΟΛιπσμικnς γnς. Απέρριψες rn θεωρία τnς σεξουαΛικότnrας και κρά τnσες rn θεωρία ro υ περί ΠΟΛιπσμικnς προσαρμο γnς, που σε άφnσε ξεKρέμασro. Μπορούσες να επιΛέξεις ανάμεσα σrn μεγαΛειώδn α πΛ ότnτα roυ Inaov και σroν Πα ύΛο, με rn v αγαμία για roυς ιερείς και rn v ισό8ια δέσμευσn roυ γάμου για Λο-
γαρωσμό σου. ΔιάΛεξες την α γαμία και τη ν παντρειά και Λησμόνησες την απΛότητα της μητέρας του Ιησού, που γέννησε το παιδί της από έρωτα, από έρωτα και μόνο. Μπορο ύσες να διαΛέξεις α νάμεσα στη διορατικότητα του Μαρξ γύρω από την παραγωγικότητα του εργατικού σου δυναμικού και την ιδέα του κράτους. Ξέχασες τη ν ενεργητική Ζωτικότητα του μόχθου σου και διάΛεξες το κράτος. Στη ΓαΛΛική Επανάσταση είχες να διαΛέξεις μεταξύ του απάνθρωπο υ Ροβεσπιέρου και του μεγάΛου Δαντόν. ΔιάΛεξες τη σκΛηρότητα κι έστειΛες τη μεγαΛο ψυΧία και τη ν καΛοσύνη στη ν γκιΛοτίνα. Στη Γερμανία είχες να επιΛέξεις μεταξύ του Γκέρινγκ και του ΧίμΛερ από τη μια και του Λfμηνεχτ, του Λαντάου και του Μούσαμ απ ' την άλλη . Έκανες τον ΧfμΛερ αρ χηγό της αστυνομfας και δοΛοφόνησες τους μεγάΛους φfΛους σου. Μπορο ύσες να δωΛέξεις μεταξύ του ΤΖο ύΛιους ΣrράI χερ και του ΒάΛτερ Ραθενάο υ. ΔοΛοφόνησες τον Ραθε νάου. Εfχες να δωΛέξεις μεταξύ του ΛΟΤΖ και του ΓουίΛσον. ΔοΛοφόνη σες τον ΓουίΛσον. Εfχες να διαΛέξεις ανάμεσα στην απάνθρωπη Ιερά Ε ξέταση και την αΛήθεια του TafJIfJafov. Βασάνισες και γεΛοιοποfησες το μεγάΛο ΓαΛιΛαίο, αν και επωφεΛείσαι ακόμα από τις εφευρέσεις το υ μέΧρι σήμερα, στον εικο στό αιώνα. 'Εδωσες νέα πνοή στις μεθόδους της Ιεράς Εξέτασης. Είχες να δωΛέξεις ανάμεσα στη θεραπεία με ηΛε κτροσόκ και την κατανόηση των ψυχικών διαταραχών.
ΔιάΛεξες τα ηΛεKrρoσόK, από φόΒο μην τύχει και δεις ro μέγεθος της κακομοιριάς σου. �HθεΛες να παραμεί νεις τυφΛός, εκεί που μόνον η κοφτερή μαπά μπορεί να Βοη θήσει. ΜόΛις πρόσφατα είχες να επιΛέξεις μεταξύ της φο νικής πυρηνικής ενέργειας και της ευεργεπκής οργονι κής ενέργειας. Πάνrα συνεπής σrη σrραBOKεφαΛιά σου επέΛεξες τη ν πυρηνική ενέργεια. Σrίμερα έχεις να επιΛέξεις α νάμεσα σrη ν άγνοια σχε πκά με rα καρκινικά κύπαρα και σrη δΙKrί μου αποκρυ πroγράφηση των μυσrΙKών roυς, που μπορεί και θα σώ σει εκαroμμ ύρια ανθρώπους. Χρόνια οΛάκερα επανα ΛαμΒάνεις σrις εφημερίδες πς ίδιες ΒΛακείες, αΛΛά δεν έχεις να πεις Λ έξη για τη διoραΠKότηrα που μπορεί να σώσει ro παιδί σου, τη γυναίκα ri τη μητέρα σου. Πεθαίνεις σαν πς μ ύγες, ανθρωπάκο της Ινδίας, αΛΛά κηρ ύσσεις πόΛεμο σro υς ΜουσουΛμάνους για πς ιερές αγεΛάδες. Είσαι ρακένδυroς, ανθρωπάκο της Iταί'Jίας rί ΣΛάΒε τη ς Tεργέσrης, αΛΛά εκείνο πο υ σε νοιάΖει είναι αν η Tεργέσrη θα 'ναι παΛική ή γιουγκοσΛαΒική. Κι εγώ πο υ νόμΙΖα όπ η Tεργέσrη είναι Λιμάνι για όΛα rα πΛοία roυ κόσμου! Κρέμασες roυς ΝαΖί, αφού σκότωσαν πρώτα εκαroμ μ ύρια ανθρώπους. Πού ήσουν και πού είχες ro μυαΛό σου πριν σκοτωθούν όΛα εκείνα τα εκαroμμ ύρια των αν θρώπων; Δεν αρκούσαν μερικές εκαroντάδες πτώματα να σε ΒάΛουν σε σκέψεις; Πρέπει να γίνουν εκαroμμ ύρια για να αφυπνIσrεί η α νθρωπιά σου; Κα θεμία από πς μικρόψυχες και μοχθηρές πράξεις σου αποκαΛ ύπτει την απεΡIόΡIσrη αθΛιότητα roυ ανθρώ-
πινου Ζώου. « Γιατί γίνεσαι τόσο τραγικός;» ρωτάς. «Νιώ θεις υπεύθυνος για κάθε κακό σε τούτον τον πΛανήτπ;» Με τέτοια σχόΛια, καταδικάΖεις τον ίδιο σου τον εαυ τό. Αν εσύ, ανάμεσα σε εκατομμ ύρια ανθρωπάκια σαν κι εσένα, α ναΛάμ8ανες έστω ΚΟΙ ένα απειροεΛάΧΙστο με ρίδιο τπς ευθύνπ ς σου, ο κόσμος θα Τίταν ποΛ ύ διαφο ρετικός. ΟΙ μεγάΛοι φιίΊοι σο υ δε θα αφανίΖονταν, χτυππ μένοι απ ' τπ μικρότπτά σου. Να γιατί το σπίτι σου στπρίΖεται στπ ν άμμο. Το τα8άνι πέφτει να σε πΛακώσει, μα εσύ κρατάς τπν « προΛετα ριακΤί» n τπ ν « εθνικΤί» τιμή σου. Το πάτωμα υποχωρεί κάτω από τα πόδια σου, μαΖί το υ 80υΛιάΖεις κι εσύ φω νάΖοντας, «ΖΤίτω, μεγάΛε Φύρερ μου, ΖΤίτω το γερμανικό, το ρωσικό, το ε8ραϊκό έθνος!» Οι σωΛΤίνες του νερού σπάΖουν ΚΟΙ το ποιδί σου πνίγετοι. Όμως εσύ εξακο Λουθείς να συνπ γορείς υπέρ «του νόμου κοι τπ ς τάξπς» κΟΙ προσπα θείς να τον διδάξεις δια τπς 8ίας στα ποιδιά σου. Ο αγέρας σφυρίΖει μέσα από τους τοίχους σο υ και n
γυναίκα σο υ είνοι στο κρε8άτι με πνευμονία. Όμως
εσύ, ανθρωπάκο, εξακοΛουθείς να θεωρείς εκείνο που θα απέ80ινε ακΛόνπτο θεμέΛιο για τπν ύπαρξΤί σου ως αποκύπμα «τπ ς φαντασίας ενός Ε8ραίου» . Έρχεσοι τρέχοντας και ρωτάς: «Αγαππτέ, καΛέ, με γάΛε γιατρέ μου! Τι να κάνω; Τι πρέπει να κάνουμε; Το σπίτι μου καταρρέει συθέμεΛα, ο αγέρας σφυρίΖει μέσα από τις χαραμάδες στους τοίχους, το ποιδί μου είνοι άρ ρωστο κοι
n
γυναίκα μου δυστυχισμένπ . Κι εγώ άρρω
στος είμοι. Τι πρέπει να κάνω; Τι να κάνουμε;» «Χτίστε το σπίτι σας σε ΒράΧο. Κι όταν Λέω ΒράΧο, εννοώ τπ φύσπ σου, που ΒάΛθπκες να τπν καταπνίξεις,
τπν αγάππ σro κορμάκι roυ ποιδιού σου, το όνειρο τπς γυναίκας σου για roν έρωrα, τα όνειρα για τπ Ζωή που έκανες σrα δεκάξι σου χρόνιο. Αντάλλαξε πς αυταπάτες σου με μια σrάΛα αΛήθεια. Πέταξε έξω τους ποΛιπκούς κοι roυς διπΛωμάτες σου! Πάρε τπ μοίρα σου σrα χέρια σο υ κοι χτίσε τπ Ζωή σου σro Βράχο. Ξέχνα ro γείroνά σο υ κοι Koίrα μέσα σου! Να 'σοι ΒέΒοιος όπ κι ο γείro νας θα σ' ευγνωμονεf. Πες σroν εργάτπ φίλο σου ανά τον κόσμο όπ δεν πρόκεποι να ξαναδουΛέψεις για ro θά να ro, μα μόνο για τπ Ζωή. Αντί να rρέχεIς σε εκτεΛέ σεις κοι να φωνάΖεις Ζήτω, ΒγάΛε νόμο για τπν πρoσrα σία τπς ανθρώπινπ ς Ζωής ΚΟΙ πς ευΛογίες τπς. Ένας τέ roιος νόμος θα γίνει μέρος roυ γρανπένιου θεμέΛιου πο υ θα σrπρίZεI ro σπίπ σου. Πρoσrάτεψε roν έρωτα των ποιδιών σου από πς επιθέσεις λαγνείας α νικανοποίπτων ανrρών και γυναικών. ΚΛείσε ro σrόμα τπ ς φαρμακό γΛωσσπς γεροντοκόρπς. 'Εκθεσέ τπ δπμόσια ή κΛείσ' τπ σro αναμορφωτήριο, αντί να φυΛακίΖεις τα νέα ποιδιά που Λαχταρούν τον έρωτα. Κι αν τύχει να γίνεις εργο δότπς, μπν προσπαθείς να ξεπεράσεις roν εκμεταλλευτή σο υ σε εκμετάλΛευσπ. Πέτα το KO υσrOύμI ΚΟΙ τπ γραΒάτα κοι πάψε να Ζπτάς απ ' τπ γυναίκα σου τπ ν άδεια γιο να τπ ν αγκαΛιάσεις. Ένωσε πς δυνάμεις σο υ μ ' εκείνες των συνανθρώπων σο υ ανά τπ ν υφήΛιο. Σαν κι εσένα είνοι κι αυroί και
n
μοίρα σας συνυφασμένπ . Άσε τα ποιδιά
σο υ να μεγαλώσο υ ν όπω ς προστάΖει
n
φ ύσπ (ή "ο
Θεός"). Μπ ν προσπαθείς να Βελπώσεις τπ φύσπ. Μάθε να τπν κατα νοείς κοι να τπ ν πρoσrατεύεIς. Άσε rα ντέρ μπι κοι rράBα σrπ ΒιΒΛιοθήΚΏ, πήγοινε σε ξένες χώρες αντί για ro Κόνι 'Αιλαντ. Η σκέψπ σου να διέπετοι από
απί\ότnτα κω ευθύτnτα. Μάθε να εμπιστεύεσω rnv nρεμn εσωτερικι) φωνι) που σου ί\έει τι να κάνεις. Κράτα rn Ζωι) σου στα Χέρια σου, pnv rnv εμπιστεύεσω σε κανέ ναν άί\ί\ον, πόσο μάί\ί\ον στους εκί\εγμένους n γέτες σου. Γfνε ο εα υτός σου! Αυτό στο ειπαν ποί\ί\οι μεγάί\οι». «Ακούτε τι ί\έει τούτος ο αντιδραστικός μικροαστός, τούτος ο ατομικιστnς; Δεν ξέρει πως n πορεια τnς ιστο ριας εινω αμετάκί\nτn κι ότι θα τον πετάξει στο περιθώ ριο; "Γνώθι σεα υτόν", ί\έει. Μικροαστικές nί\ιθιότnτες! Το επαναστατnμένο προί\εταριάτο όί\ων των χωρών -κά τω από rn v κα θοδnγnσn το υ α γαπnμένου το υ nγέτn, του πατέρα όί\ων των εθνών, όί\ων των Ρώσων, Πρώσων κω Σί\ά8ων- θα απεί\ευθερώσει τους ί\αούς! Κάτω οι ατομι κιστές κω οι αναρχικοι!» 2nrω οι πατέρες όί\ων των εθνών και δn των Σί\ά8ων! 2nrω . . . Ζnτω! Άκουσέ με, α νθρωπάκο, φ08άμω πως σε περιμένο υν μπεί\άδες. ΕτοιμάΖεσω να πάρεις τα n vfa στα χέρια σου. Το ξέ ρεις κω arn v ιδέα κω μόνο σε πιάνει πανικός. Στους ωώνες που θα OKOiIOvenaov v θα δοί\οφονεfς τους φf ί\ους σου κω θα ΖnrωκραυγάΖεις τους φύρερ όί\ων των εθνών, όί\ω ν των προί\ετάριων, Ρώσων κω Πρώσων. Χρόνο με το χρόνο θα ΖnτωκραυγάΖεις τον έναν αφέvrn μετά τον άί\iΊoν. Δε θ ' ακούς το KiΊαψoύρισμα των vn πfων σου, τα 80γκnτά των εφn8ων σου, τους καταπιε σμένο υς πόθους των ανδρόγυνων. Ακόμn κι αν τα α κούς, θα τα απορρfπτεις ως εκφράσεις του μικροαστικού ατομικισμ ο ύ. Για ωώνες θα συνεχfσεις τις εκατόμ8ες avrf να διαφυiΊάηεις rn Ζωn, πεπεισμένος πως με rn 80nθεια του δnμιου χτfΖεις rnv εiΊευθερfα σου. Μέρα με rn μέρα,
χρόνο με ro χρόνο θα Βρίσκεσαι Βουτπ γμένος σrπ Λάσππ μέχρι τα μπο ύνια. Επί αιώνες θα συνωσrίzεσω ν' ακούς rov κάθε φαφΛατά, θα 'χεις τα Λόγω του ευαγγέΛlO κω θα υποκύπτεις σrπ aaraVIKrJ γοπτε{α roυ. Σro κάΛεσμα τπς ίδΙQς σου τπς Ζωής θα κωφεύεις κω θα εθεΛοτυ φΛε{ς. ΦοΒάσω τπ Ζωή, αvθρωπάκο, τπ φοΒάσω θανά σψα. Κάvεις rα αδύvαrα δυvαrά να τπ σrραγγαMσεIς, Πlσrεύoντας όπ θεμεΛιώvεις το « σοσωΛΙσμό» , ro « κρά roς» , ro « έθνος» ή « rn δόξα ro υ ΎΨΙσroυ» . Δε θα ξέρεις, δε θα θέΛεις να ξέρεις όπ εκε{vο που θεμεΛιώνεις πραγ μαπκά ε{vω n δυσrυχ{α σου ' όπ δεv καrαΛαΒα{vεις τα πωδιά σο υ ' όπ roυς τσαΚ{Ζεις τπ ραχοκοκαΛιά npIV προ ΛάΒουv Va ορθώσουv αvάσrnμα ' όπ κΛέΒεις rov έρωrα ' όπ n απΛπ σr{α σου σro KVVriYI του χρήμαroς καταντάει pav{a ' όπ ε{σω αρχομανής όπ έχεις σκύΛο επειδή θέ Λεις, σώvει κω καΛά, Va 'σω « αφεντικό» . Θα επαναΛαμ Βάvεις τα {δω Λάθπ, ωώvα rov ωώvα, μ έχρι εσύ κι n ράτσα σου Va εξοΛοθρευτε{τε μαΖικά, θύματα τπς παγκό σμως ΚOlνωvικής εξαθΜωσπς μέχρι n φρ{κπ τπς ύπαρ ξής σου Va αvάψει μέσα σου τπν πρώτπ αδύvαμn σπ{θα αυroγνωσ{ας. Ύσrερα, Βήμα το Βήμα, οδεύοντας σrα rv φΛά κω με μεγάΛπ προσοχή, θα μάθεις να α ναΖπτάς κω Va αναγvωΡ{Ζεις ro φΠΊΟ σου, rov άvθρωπο τπς αγάππς, roυ έργου κω τπς γvώσn ς. Θα μάθεις τότε Va rov κατα ΛαΒα{νεις, να rov σέΒεσω κω Va rov πμάς. Θα αρχ{σεις να συνειδπroΠOlε{ς όπ n ΒιΒΛlOθήκπ ε{vω ποΛ ύ ουσω σrIKότερπ γω τπ Ζωή σου από ro ντέρμπι, όπ έvας πε ρ{παroς πεΡΙσυΛΛογής σro δάσος ε{vω εΠOlκοδομππκό τερος από πς παρεΛάσεις κω n θεραπε{α καΛ ύτερπ από roυς σκοτωμο ύς πως ε{vω προπμότερο να σrπρ{zεσω
σrις δυνάμεις σου παρά σro έθνος κι ότι η γλ υKoμιίlητη μεrρlOπάθεια εfναι καΛ ύτερη από τις υσrεΡΙKές κραυγές, παrριωΤΙKές ή άΛΛες. ΝομfΖεις πως ο σκοπός α γιάΖει τα μέσα, ακόμα και τα πιο πρόσrυxα. Κι εγώ σου λ έω: Ο σκοπός εfναι [δlΟς με τα μέσα που χρησιμοποιεfς για να τον φτάσεις. Κάθε σημερινό σου Βήμα εfναι η α υριανή Ζωή σου. Οι υψηΛο! σrόxoι δεν επιτυγΧάνονται με πρόσrυxα μέσα. Το 'χεις αποδεfξει ο {διος, σε κάθε κοινωνική σου εξέγερση. Η σκΛηρότητα κι η απανθρωπιά τω ν μέσων σε κάνουν σκΛηρό κι απάνθρωπο και τον τεΛικό σκοπό ανέφικτο. Σε ακούω να ρωτάς: «Πώς, Λοιπόν, θα πετύχω το σκοπό μου, εfτε εfναι η xρισrιανΙKή αγάπη, ο σοσιαΛι σμός ή η αμερικανική δημοκρατfα;» Η xρισrιανΙKή αγά πη , ο σοσιαΛισμός και η αμερικανική δημοκρατfα σου εfναι οι καθημερινές σου πράξεις, ο rρόΠOς που σκέφτε σαι οΛημερfς, το αγκάΛιασμα το υ συντρόφου της Ζωής σο υ και η α γάπη που rρέφεις για το παιδ! σου. EfVQJ η κοινωνικά υπεύθυνη σrάση με τη ν onofa αντιμετωπfΖεις τη δουΛειά σου και η απόφασή σου να μη μοιάσεις σroυς Kαταπιεσrές της Ζωής, που τόσο μισεfς. Όμως εσύ, ανθρωπάκο, καταχράσαι την εΛευθερfα που σου παρέχουν οι δημοκρατικο! θεσμο!. ΒάΖεις τα δυνατά σο υ να τους Kατασrρέφεις, αντ! να τους καΛΛιερ γεfς για να ΡΙΖώσουν Βαθιά σrη ν καθημερινότητά σου. Σε εfδα ως γερμα νό πρόσφυγα να καταχράσαι τη σο υηδική φιΛοξενfα. Τότε ήσουν ακόμα ένας ποΛΛά υ ποσχόμενος η γέτη ς των ταΛαfπωρων της οικο υμένη ς. Θυμάσαι το σουηδικό έθιμο του σμόργκασμπορντ; Μα ναι, afyo vpa θα το θυμάσαι. Άρα ξέρεις
rι
εννοώ! EfVQJ
δυνατό να ξέχασες τόσο ypnyopa; ΚαΛά, Λ οιπόν, θα στο θυμ{σω εγώ. ΟΙ ΣουΏδο{ έχο υν το γεννOlόδωρο έθιμο να στρώ νουν τα τραπέΖω τους με κάθε Λογnς Λ1χουδ1ές
K01
να
αφnvουv τον καΛεσμένο τους να φάε1 όσο τραΒά n ψυχn του. Ωα σένα, τούτο το έθιμο nrav παράξενο Κol πρω τοφανές. Δε χώραγε το μ υαΛό σου όπ nrav δυνατό να εμΠ1στεύετOl κανε{ς ΤΏ ν α vθρώΠ1vn αξ1οπρέπε1α. Μου ε{ πες με κακεvrρέχε1α πως δεν έΒαΛες, εΠ{ΤΏδες, μπουΚ1ά στο στόμα σο υ όΛΏ μέρα, ώστε να μπορέσε1ς να πεΡ1δρομ1άσε1ς μ ε ΤΏν άvεσn σου τσάμπα φαί το Βράδυ. «Όταν nμουv nOlBf, υπέφερα από ΤΏ ν πε{να . » . .
ΝOl, το ξέρω, ανθρωπάκο. Σε ε{δα να Λιμοκτονε{ς Κol ξέρω καΛά π θα πε1 πε{να. ΑΛΛά εκε{νο που αγνοε{ς, μεΛΛοvr1κέ σωτnρα των πε1vασμέvωv, ε{νOl όπ κΛέΒοντας σμόργκασμπορντ, δ10lωV{Ζε1ς επ ' άπεφον ΤΏ ν πε{να των ΠOlδ1ώv σου. Υπάρχουν κάΠOlα πράγματα που ε{νOl α νεπ{τρεπτα. Όταν σε φ1Λοξεvούv, δεν κΛέΒε1ς τα ασΏμέ V1a μαχαlpοπnρουvα, ΤΏ γυνα{κα του οικοδεσπόΤΏ σου n τα φαγΏτά από το rpanfZ1! Σε ε{δα μετά ΤΏν πτώσΏ ΤΏ ς Γερμαν{ας, να κάθεσα1 στο παγκάΚ1, μ1σοπεθαμέvος από ΤΏν πε{να. Μο υ ε{πες όπ n «Ερυθρά Βοnθε1α», n κοινω φεΛnς οργάνωσΏ του κόμματός σου, του κόμματος των ταΛα{πωρων όΛΏς ΤΏς Olκουμέvnς, αρvnθnκε να σε Bon θnσε1, επε1δn δεν μπορούσες να αποδε{ξε1ς όπ naovv μέΛος του κόμματος. Ε{χες Χάσε1 ΤΏν κομμαπκn σου ταυ τόΤΏτα. ΟΙ Ώ γέτες των πε1vασμέvωv τούς κατατάσσο υν σε κόΚΚ1vους, Λευκούς Κol μ α ύρους. Εμε{ς, από ΤΏ ν άΛΛΏ, δεν �άνoυμε δ1ακρ{σε1ς. ΑναγνωΡ{Ζουμε ένα μόνο πράγ μα, τον πε1vασμέvο οργαV1σμό.
Να, λοιπόν, πώς φέρεσαι σrα μικρά
znrnpara.
Μα και σrα μεγάλα, τα {δlO κάνεις, ανθρωπάκο. Βάλθπκες να εξαλε{ψεις τπ ν εκμετάλλευσπ των κεφαλαιοκρατών, να θέσεις τέλος σrπ ν αδlOφορ{α των καπι ταλIσrών γlO τπ ν α νθρώΠlνπ Ζωn και να κερδ{σεις τπ ν ανα γνώρlGΠ τω ν δικαιωμάτων σου. Ε{ναι γεγονός όπ πριν από εκατό χρόνlO υπnρχε εκμετάλλευσπ, αδlOφορία γlO τπ ν ανθρώπινπ Ζωn κι αχαΡIσrία. Συγχρόνως, όμως, υπnρχε και σεΒασμός γlO τα μεγάλα εΠlΙεύγματα. Ynnp χε αφοσ{ωσπ κι ευγνωμοσύνπ προς το μεγάλο ευεργέτπ. Σnμερα, ανθρωπάκο, Βλέπω τα αποτελέσμ ατα του έργου σου, όπου κι αν ρ{ξω το Βλέμμα μου. Όπου εγKατέσrπσες τους π γετίσκους σου,
n
εκμετάλ
λευσπ το υ μόχθου σου ε{ναι πολύ χεφότερπ απ ' ό, π πριν από εκατό χρόνlO. Η αδlOφορία για τπ Ζωn σου είναι ακόμα ΠlO Βάναυσπ και κάποια δικαιώματα που σου α ναγνωρίΖονταν, KarapynenKOV ολοκλπρωπκά. ' Οπου εξακολουθε{ς να α γων{Ζεσαι γlO να εγκατα σrnσεις τους π γέτες σου, έχεις χάσει κάθε σεΒασμό γlO τα μεγάλα εΠlΙεύγματα. Προπμάς να κλέΒεις τους καρ πούς των κόπων των μεγάλων φ[}"ιων σο υ. Δεν ξέρεις π θα πει ευγνωμοσύνπ κι αναγνώρlGΠ ενός ευεργετnματος επειδn θαρρε{ς πως αν δείξεις ευγνωμοσύνπ n σεΒασμό γlO οπδnποτε κι οποιονδnποτε, δε θα 'σαι Πlα ελε ύθερος Αμερικανός, Ρώσος n ΚινέΖΟς. Εκε{νο που nθελες να Kατασrρέψεις, ακμάΖει σnμερα περισσότερο από ποτέ. Ε κείνο που θα έπρεπε να είχες δlOτnρnσει και πρoσrατέ ψει σα να Ίαν n
n
Ζωn σου, το Kατέσrρεψες. Θεωρε{ς όπ
αφοσίωσπ ε{ναι ((συναισθπμαπσμός» n (ΙPIKPOaσrIKn
συνnθεια » ' όπ ο σεΒασμός γlO τα μεγάλα εΠlΙεύγματα
είVQl χαμερπής δουΛοπρέπεω. Όμως, α υτό που δε συ νειδπτοποιείς είVQl πως γΛείφεις εκείνους που θα 'πρεπε να περιφρονείς KQl είσQl αχάριστος σ' εκείνους που θα 'πρεπε να είσQl αφοσιωμένος. Τα ΒΛέπεις όΛα α νάποδα KQl νομίΖεις όπ μ ' αυτόν τον τρόπο θα Βρεθείς στπ γπ τπς εΛευθερίας. Κάποια μέρα, ανθρωπάκο, θα ξυπνήσεις από τον εφιάΛτπ σου KQl θα Βρεθείς αΒοήθπτος στο χώμα, επειδή κΛέΒεις από εκείνον που σου προσφέρει και δίνεις στον κΛέφτπ. /Ε χεις μπερδέψει το δικαίωμα τπς εΛευθερίας rov Λόγου KQl τπ ν εποικοδομππκή κριπκή με τη μωροΛογία KQl τα πlΊίθω ανέκδοτα. ΘέΛεις να κρίνεις, μα να μπ σε κρίνουν KQl καταΛήγεις να κατακρεο υργείσω KQl να σκοτώvεσQl. ΘέΛεις να εππίθεσQl, δίχως να εκτίθεσQl σε επιθέσεις, γι ' α υτό πυροΒοΛείς πάντα από ενέδρα. «Αστυνομία ! Αστυνομία ! Γω κοίτα, είVQl εντάξει το δωΒατήριό του; ΕίVQl στα αΛήθεια γωτρός; Το όνομά rov δεν είVQl στο Wh o 's Who KQl ο Ιατρικός ΣύΛΛογος είVQl εναντίον του». Η αστυνομία δεν μπορεί να σε σώσει, α νθρωπάκο. Μπορεί να πιάνει κΛέφτες KQl να ρυθμίΖει τπ ν κυκΛοφο ρία, αΛΛά δεν μπορεί να σου εξασφαlΊίσεI τπν εΛευθερία σου, ο ύτε να τπ δωφυΛάξει για Λογαριασμό σου. Εσύ ο ίδιος κατέστρεψες τπ ν εΛευθερία σου κι εξακοΛουθείς να τπν καταστρέφεις με αξιοθρήνΠΤΩ συνέπεια. Πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο ΠόΛεμο δεν υπήρχαν διαΒατήρια. Μπορούσες να περάσεις από τπ μία χώρα στπ ν άΛΛπ χωρίς διατυπώσεις. Τα διαΒατήρια καθιερώθπκαν με τον πόΛεμο «για τπν προάσπισπ τπς εφιJνπ ς και τπς εΛευθε ρίας» . Στπ ν Ευρώππ, για ένα ταξίδι τριακοσίων πενήντα
χιΛlOμέτρων χρειάΖετω να Ζητnσεις ΒίΖα από δέκα δια φορεπκά προξενεία. Έτσι παραμένει η Kατάσrαση μέχρι σnμερα, μετά το δεύτερο « πόΛεμο που θα σηματοδοroύ σε ro τέΛος όΛων των ποΛέμων» κι αναμφίΒοΛα ro ίδlO θα ισΧύει και μετά roν τρίro κω roν όγδοο «πόΛεμο που θα σημαroδοτnσει ro τέΛος όΛων των ποΛέμων». « Το ακούσατε αυτό; Σπγμ ατίΖει roν πατριωπσμό μου, την flpn κω τη δόξα της πατρίδας μου!» Ω! πάψε πια, α νθρωπάκο! Υπάρχο υν δυο Λογιών nXOI, ro ο υρΛlQχτό της κατωγίδας σrIς Βουνοκορφές κω ΟΙ πορδές σου! Δεν είσω παρά PlQ πορδn κω θαρρείς πως μοσχοΒοΛάς ΒlOΛέτα. Θεραπεύω πς ψυχικές αναπη ρίες σου κι εσύ ρωτάς αν είμ ω σro Who 's Who. Κατανοώ τη φύση roυ καρκίνο υ σου κι ο ανθρωπάκος που διόρι σες Υπο υργό Υγείας μού απα γορεύει να κάνω πεφάματα με ποντίΚlQ. Διδάσκω τους γlQτρούς σου να κατανοούν τα προΒΛnματά σου κι ο Ιατρικός σου ΣύΛΛογος με κα ταγγέΛΛει σrη ν ασrυνoμία. Πάσχεις από νοηπκές δlQτα ραΧές κι εκείνοι σου κάνουν ηΛεκτροσόκ, όπως ro Με σαίωνα, που πάσΧΙΖαν να θεραπεύσουν roυς ασθενείς με φίδlQ, αΛ υσίδες κω μασrίγlQ. Όχι! ΚαΛ ύτερα να σωπάσεις, ανθρωπάκο! Η Ζωn σου είνω τρωάθΛlQ. Δεν εΛπίΖω να σε σώσω, μα θα τεΛειώσω αυτό που έχω να πω, ακόμ α κι αν έρθεις τρέχοντας, κουκουΛοφορεμένος, με ro σκοινί σro μαroΒαμμένο χέρι σου, έτοιμος να με κρεμάσεις. Μα δεν μπορείς να με κρεμάσεις δίχως να Kρεμασrείς κι εσύ, ανθρωπάκο. ΒΛέ πεις, αντιπροσωπεύω τη Ζωn σου, τη συναίσθη ση με την οποία αντιΛαμΒάνεσω roν κόσμο, την ανθρωπιά σου, τον έρωτά σου κω τη χαρά της δημlOυργίας σου. υχι, δεν
μπορείς να με δολοφονήσεις, α νθρωπάκο. Κάποrε σε φοΒόμουν, ακριΒώς όπως πίσrευα πολ ύ σε σένα. Μα έ κrorε πέraξα πολύ ψnλόrερα από σένα. Σήμερα μπορώ και σε Βλέπω με npoonrIKn χιλιεπών, μπρος και πίσω σro χρόνο. Θέλω να πάψεις να φοΒάσαι [ον εαυrό σου. Θέλω να Ζεις πιο ευrυχισμένος και με περισσόrερn α ξιοπρέπεια. Θέλω να έχεις ένα κορμί Ζωvrανό κι όΧΙ ά καμπrο, να αγαπάς [α παιδιά σου avrf να ra μισείς, να κάνεις rn γυναίκα σου ευrυχισμένn avrf να rnv υποΒάλ λεις σε <<γαμnλια» μαρrύρια. Είμαι ο γIαrρός σου κι από rn σrιγμn που καrOlκείς σε roύroν rov πλανnrn, είμαι γIαrρός ολάκερου rov πλανnrn . Δεν είμαι Γερμανός, Ε Βραίος, Xρισrιανός n Ιraλός. Είμαι ποί'Jfrn ς rnς γnς. Μα εσύ Βλέπεις παvrού μόνο αγγελικούς Αμερικανούς και διαΒολικούς ΓιαπωνέΖους. «Σrαμαrnσrε rov! Ελέγξrε rov! Έχει άδεια εξασκn σεως επαγγέλμαroς; EKδώσrε Βασιλικό διάrαγμα που θα rov απα γορεύει να εξασκεί ro λειroύρ γnμα ro v γιαrρoύ, χωρίς rn συγκαrάθεσn ro v Βασιλιά rnς ελεύθερnς χώρας μας. Κάνει πειράμαra που σχεrίΖοvrαι με rn λειroυργία rn ς ευχαρίσrn σnς μου! Xώσrε rov σrn φυλακn! Aπελάσrε [ον!» Το δικαίωμα να καrαγίνομαι με rn δο υλειά μου ro 'χω αποκrnσει μόνος μου. Δεν μπορεί να μου ro δώσει κανένας άλλος. Θεμεί'Jfωσα μια καινούργια επισrnμn που επιrέλoυς, μεrά από πολλά χρόνια, παρέχει rn δυναrό rnra να καraνοnσει κανείς εσένα και rn Ζωn σου. Κι όπως εδώ κι εκαrοvrάδες χρόνια αρπάΖεσαι από διάφο ρες διδασKαί'Jfες Ζnrώvrας καrαφ ύγιο rnv ύσrαrn ώρα σου, έrσι θα γυρίσεις και σrn δικn μου, σε δέκα, εκαrό
n Χι'Λια χρόνια. Ο Υπουργός Υγει'α ς σου δεν έχει καμιά εξουσι'a πάνω μου, ανθρωπάκο. Μόνο αν ει'χε τα κότσια να αναγνωρι'σει rnv αΛΏθεια μου, θα μπορούσε να με επnρεάσει. Μα δεν έχει τα κότσια. Γι ' αυτό επιστρέφο ντας arn χώρα του ανακοινώνει ότι κΛει'στnκα στο ψυ χιατρει'ο. Διόρισε Γενικό ΔιευθυντΏ Νοσοκομείων έναν ανίδεο, που δοκίμασε να αποδείξει με παραποιnμένα πειράματα ότι δεν υπάρχει Λειτο υργία τnς ευχαρίστnσnς. ΌΛα α υτά, όμως, δε με εμποδίΖουν να σου απευθύνω τούτn rnv κατα γγεΛία, ανθρωπάκο. Θες κι diIiIn απόδειξn ότι οι « αρχές» σου είναι α νι'σχυρες; ΟΙ ειδΏμονές σου, ΟΙ υπουργοι' υγείας σου και ΟΙ καθn γnτές σου δεν κατά φεραν να απα γορεύσουν rnv ερμnνεία μου για τον καρ κίνο σου. Μου απαγόρευσαν pnrd να τον μεΛετΏσω, να τον εξετάσω με το μικροσκόπιο, μα εγώ τους α ψnφnσα. Προκεψένο υ να υπονομεύσουν rn v εργασία μου ταξίδε ψαν μέχρι rn ΓαΛΛία KQl rnv Α γγΛία αΛΛά ΟΙ προσπάθειές τους απέ8nσαν άκαρπες. Παραμένουν κοΛΛnμένΟ1 arn v παθοΛογι'α. Μα εγώ σου έσωσα ποΛΛές φορές rn ΖωΏ. « Όταν οι n γέτες του παγκόσμιου προΛεταριάτου ανα Λά80υν rnv εξουσία arn Γερμανία, θα τον στΏσω στον τοίΧο! Δια8άΛΛει rn νεοΛαι'α το υ προΛεταριάτου. Ynoarn ρίΖει ότι n ερωτικΏ ικανότnτα του προΛεταριάτου είνQl ανεπαρκΏς, όπως KQl τnς μπουΡΖουαΖίας. Μετατρέπει τις μαχnτικές οργανώσεις τnς νεοΛαίας μου σε μπορντέΛα. Λέει πως ει'μ Ql Ζώο. Καταστρέφει rnv ταξικΏ μου συνει' δnσn!» Πράγματι, καταστρέφω τα ιδανικά σου, τα ιδανικά ε κείνα που καταρρακώνουν rn ΛογικΏ σου KQl θα σου στοιχι'σουν rn ΖωΏ σου. ΑΡνει'σQl να έρθεις α ντψέτωπος
με το ύψIσrO ιδανικό σου. ΘέΛεις να το ανπκρίΖεις μόνο μέσα σroν καθρέφτη, όπο υ δεν μπορείς να το αδράξεις. Μα μόνον η αΛnθεια που κρύΒεται σrη σφιγμένη γροθιά σο υ μπορεί να σε κάνει αφέντη της γης! ((Διώξτε τον απ ' τη Χώρα! Κάντε του το Βίο αΒίωτο! Υπονομεύει το νόμο και την τάξη . Είναι κατάσκοπος, πΛηρωμένος από τους θανάσιμους εΧθρούς μου! Με το χρυσάφι τη ς Μόσχας (n το υ Bερol!ίνoυ) α γόρασε σπίπ!» Δεν καταΛαΒαίνεις, α νθρωπάκο! /Ηταν κάποια γρι ούΛα που φοΒόταν τα ποντίκια. ΦοΒόταν όπ θα τρύπω ναν κάτω από τη φoύσrα κι ανάμεσα σrα σκέΛια της. Αν είχε γνωρίσει τον έρωτα, δε θα 'χε τέτοιες φοΒίες. /Ηταν γειτόνισσά μου και γνώΡΙΖε πως είχα ποντίκια σro υπό γειο. Μέσω της δουΛειάς μου με το ύτα τα ποντίκια έμαθα να καταΛαΒαίνω τον καρκίνο σου. Τούτη, Λοιπόν, η φτω xn γυναικούΛα σε πίεσε, ανθρωπάκο, ως σπιτονοικοκύ ρη ς μου που naovv, να μου κάνεις έξωση . OπλίσrηKες με όΛο σου το θάρρος, τον υ ψιπετn ιδεαΛισμό και την n eIKn σου και μου έσrεIΛες τη ν ειδοποίη ση. /Επρεπε, Λοιπόν, να αγοράσω σπίπ. Μόνον έτσι θα μπορούσα να συνεΧίσω τα πειράματά μου, ανενόΧΛητος από σένα και τη δειλία σο υ. Κι εσύ π έκανες, ανθρωπάκο; Ως φιΛό δοξος μικρός εισαγγεΛέας αποφάσισες να με χρησιμο ΠΟιnσεις, ως εξέχουσα φ υσιογνωμία πο υ ποΛΛοί θεω ρούν επικίνδυνη, για να ΠΡΟωθnσεις τη ν καριέρα σου. Είπες πως nμουν γερμανός n ρώσος κατάσκοπος κι έ ΒαΛες να με συΛΛάΒουν. Μα άξΙΖε τον κόπο να σε ΒΛέπω να κάθεσαι απέναντί μου σrη ν ακρόαση και να κοκκινί Ζεις μέΧρι πς ρίΖες των μ αΛΛιών σο υ. /Ησο υν τόσο αξιο epn νη τος, που σε A vnnenKQ. Κι όταν οι μ υσrIKOί σου
πράκroρες έψαξαν το σπίτι μ ο υ για «ενοχοποιητικά στοι χεία» , α υτά που είπαν για σένα ιίταν κάθε άΛΛο παρά ευχάριστα. Σε ξανασυνάντησα αργότερα, στο πρόσωπο ενός δι καστάκου από ro Μπρονξ, με μεγάΛες φιΛοδοξίες κι α ΒέΒαιο μέΛΛον. Έθιξες ro γεγονός ότι είχα στη ΒιΒΛιοθιί κη μου Λένιν και Τρότσκι. Δεν ιίξερες σε τι χρησιμεύουν οι 8ι8Λιοθιίκες, ανθρωπάκο. Σου είπα κατάμουτρα ότι εί χα επίση ς ΧίτΛερ, Βούδα, Ιη σού, Γκέτε, ΝαποΛέοντα και ΚαΖανό8α και σου εξιίγησα ότι προκειμένου να κατα νοιίσει κανείς τη συναισθηματικιί πανούκΛα, πρέπει να την εξετάσει από όΛες τις πΛευρές της. Αυτό δεν το 'χες ξα νακούσει ποτέ, δικαστάκο. ((ΒάΛτε rov στη φυΛακιί! Είναι φασίστας! Περιφρονεί ro Λαό!» Μα εσύ δεν είσαι ((ο Λαός» , ανθρωπάκο. Αν κάποιος από roυς δυο μας περιφρονεί το Λαό, αυτός είσαι εσύ. Δε δουΛεύεις για τα δικαιώμ ατά του, μα για την καριέρα σο υ. Κι αυτό σου το έχουν πει ποΛΛοί μεγαΛόκαρδοι άν θρωποι. Μα είμαι σίγουρος, ανθρωπάκο, πως δεν roυς διά8ασες ποτέ. Εγώ δείχνω το σε8ασμό μου για ro Λαό, όταν εκθέτω rov εαυτό μου σε μεγάΛο κίνδυνο προκει μένου να ro v πω την αΛιίθεια. Θα μπορο ύσα να Χάνω ro χρόνο μου και να κάθομαι μαΖί σου να παίΖω μΠΡΙΤΖ n να ξεφουρνίΖω ηΛίθια α νέκδοτα. Μα δε θα καθόμουν ποτέ στο ίδιο τραπέΖΙ μαΖί σου. Εσύ είσαι ένας φτωχός συνιίγορος της Διακιίρ υξης της Ανεξαρτησίας. ((Είναι Τροτσκιστιίς! Χώστε rov στη φ υΛακιί! Ο 8ρω μοκομμουνιστιίς ξεσηκώνει το Λαό!»
Ηρέμπσε, α νθρωπάκο. Δεν ξεσπκώνω ro iιαό, απilά προσπαθώ να αφυπνίσω τπ ν α υroπεποίθnσn και τπν αν θρωπιά σου. Α υτό δεν ro α νέχεσαι, γιατί θέiιεις να φτιά ξεις τπν καριέρα σου και να μαΖέψεις ψΩφους, ώστε να γίνεις δικαστΩς στο ανώτερο δικαστΩριο n π γέτπς rov παγκόσμιου προilεταριάroυ. Η δικαιοσύνπ και n πγεσία σο υ, ανθρωπάκο, είναι θπilιά στο iιαιμό τπς ανθρωπότπ τας. Τι έκανες στον Γούντροου Γο υϊilσον, στο μεγαilό καρδο εκείνο ν άνθρ ωπο; Α ν είσαι εισα γγεilέα ς στο Μπρονξ, rov Βiιέπεις ως «ανισόρροπο ιδεαilιστΩ» . Αν εί σαι μεililοντικός πγέτπ ς rov παγκόσμιου προilεταριάroυ, τον θεωρείς «καππαilιστΩ που ρούφαγε ro αίμα rov προ iιεταριάroυ» . Τον δοilοφόνπσες, ανθρωπάκο. Τον σκό τωσες με τπ ν αδιαφορία, rn μ ωροil ο γία, το φόΒο των εilπίδων σου. ΠαραΛίγο να δοilοφονΩσεις κι εμένα, α νθρωπάκο! Θυμάσαι ro εργαστΩριο που είχα πριν από δέκα χρό νιο; Σε προσέiιαΒα εκεί ως Βοnθό μου. Ήσουν άνεργος. Κάποιος σε σύστπσε ως εξέχοντα σοσιαilιστΩ, μέiιος του κυΒερνώντος κόμμαroς. Πiιπρωνόσουν αδρά και Ωσουν εilεύθερος, με όilπ τπ σπμασία τπς iιέξπς. Σε καilούσα σε όilες τις συσκέψεις μας, επειδΩ πίστευα σε σένα και τπν «αποστοilΩ» σου. ΜΩπως θυμάσαι, ανθρωπάκο, τι έ γινε στπ συνέχεια; Η εilευθερία σε χτύππσε στο κεφάilι. Δε δούilε υες. Σε έΒiιεπα καθπμερινά να κόΒεις Βόilτες πέρα- δώθε, με τπν πίπα στο στόμα. Γιατί δε δούilευες; Δεν μπορο ύσα να καταilάΒω. Όταν μπΩκα ένα πρωί στο εργα στΩριο, περίμενες προκiιπτικά να σε καilπμερίσω. Μ' αρέσει να καilπμερίΖω πρώroς, ανθρωπάκο. Αiιiιά ό ταν περιμένεις καilά και σώνει να σε χαιρετΩσω, εκνευ-
pfzoPQl, γιοτ! με θεωρεfς «ανώτερό» σου κι εργοδότπ σου. Σε άφπσα να καταχραστεfς τπν εnευθερfα σου με ρικές μέρες ακόμα κι έπειτα KoυBέVΤIασα μαΖ! σου. Πα ραδέΧθπκες με δάκρυα στα μάτια πως δεν μπορούσες να προσαρμοστεfς στις νέες συνθriκες. Δεν riaovv μα θπμένος στπ ν εnευθερfα. Στπ ν προπγο ύμενπ δΟυnειά σου δεν σου επιτρεπόταν να καπνfΖεις μπροστά στο α φεVΤIKό σου. Για να πεις κάτι, έπρεπε πρώτα να σου απευθύνουν το nόγο, μεnnΟVΤικέ π γέτπ του παγκόσμιου ΠΡΟnεταριάΤΟ υ. Όταν σου δόθπκε OvaIaarIKri εnευθερfα, έγινες α υ θάδπς και ΠΡΟκnnτικός. Δε σε απέn υσα, επειδri σε κατα?! άΒαι να. Κατόπιν έφυγες, πriγες και Βρriκες κά ποιον σεξΟυαnικά καταπιεσμένο ψυχfαrρο και του μι?ιπ σες για τα πειράματά μου. Ήσο υν ο μυστικός πnnροφο ριοδότπς, ένας από τους κατάπτυστους υποκριτές που ξα μόnnσαν τις εφnμερfδες εναvτfον μου. Μα έτσι κάνεις, ανθρωπάκο, μόnις σο υ δώσουν τπ ν εnευθερfα σου. /0μως, παρά τις προθέσεις σου, οι διώξεις σου προώθπσαν το έργο μου κατά μια δεκαετfα. ΛαμBάνovτας όnα αυτά υπόψπ σε αποχαιρετώ, αν θρωπάκο. Δε θα σε υπnρετriσω άnnο. Αρνούμαι ν ' αφri σω τπ ν έγνοιο μου για σένα να με στεfnει αργά και Βασα νιστικά στον τάφο. Στα μακρινά μέρπ όπου εfμαι ταγμέ νος να φτάσω, εσύ δεν μπορεfς να με ακοnουθriσεις. /Ετσι και υποπτευόσουν όσα σου επιφ υnάσσει το μέnnον, θα σ' έπιανε πανικός -αναμφfΒοnα επειδri έχεις μπει riSn στπ SJaSlKaafa να κnnρονομriσεις τπ γπ, ανθρωπά κο. Η απομόνωσπ κι n μοναξιά μου εfναι μέρος του μέn nοvτός σο υ. Προς το παρόν, όμως, δε σε θέnω για συ-
νταξιδιώτn. Μπορεί ως συνταξιδιώτn ς σε εκδρομn να 'σαι ακίνδυνος, μα όΧΙ κι εκεί που πάω. ((Σκοτώστε roν! ΠεριφρονεΙ roν πολιτισμ ό που ΟΙΚΟ δόμnσα εγώ, ο μέσος ανθρωπάκος. Είμαι ελεύθερος πο ?J[τnς σ' ένα δnμοκρατικό κράroς. Ζnτω!» Ένα τίποτα είσαι, ανθρωπάκο! Ένα απόλ υro μnδενι κό! Τούroν roν πολιτισμό δεν roν έχτισες εσύ, μα μερικοί από τους καλ ύτερους αφέντες σου. Ακόμα κι όταν χτί Ζεις, δε γνωρίΖεις τι οικοδομείς. Αν σου έλεγα εγώ n κάποιος άλλος, ((πάρε rnv ευθύνn εκείνου που χτίΖεις» , θα με αποκαλούσες προδότn roυ προλεταριάroυ και θα κατέφευγες στον Πατέρων όλων των Προλετάριων, που δε λέει τέτοια πράγματα. Δεν είσαι ελεύθερος, ανθρωπάκο, και δεν έχεις ιδέα τι είναι n ελευθερία. Αν naovv ελεύθερος, δε θα nξερες πώς να Ζnσεις. Ποιος ανέ8ασε rnv πανούκλα arn v εξου σία, arn v Ευρώπn; Εσύ, α νθρωπάκο! Όσο για rnv Αμε PIKn, evpnaov roν Γο υίλσον! ((Ακο ύτε τι λέει; Με κατn γορεf, εμένα, τον ανθρωπά κο! Μα ποιος νομίΖει ότι εfμαι; Τι δύναμn έχω εγώ για να ανακατεύομαι με τον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολι τειών; Εγώ κάνω ro KaenKOV μου και υπακούω σε εντο λές. Δε Χώνω rn μύτn μου arn v nOlJIrIKn» . Όταν σέρνεις χιλιάδες άντρες, γυναίκες και παιδιά στο υς θάλαμους αερίων, απλά υπακούς εντολές. �Eτσι δεν είναι, α νθρωπάκο; Και είσαι τόσο αθώος, πο υ δε γνωρίΖεις ότι γίνονται τέτοια πράγματα. Είσαι ένας φτω χοδιά80λος, που n γνώμn του δε μετράει. �Ασε που δεν έχεις καν γνώμn. Και ποιος είσαι, στο κάτω-κάτω, που θα ανακατευτείς arn v nOJJIrIKn; Ξέρω, ξέρω! Τα έχω ξα-
νακούσει α υτά, άπειρες φορές. Μα ύσrερα διερωτώμω; ΓΙατ! δεν κάνεις σιωππλά το KaeriKOV σου, όταν κάΠOlος σοφός σού λέει όπ εσύ κω μ όνο εσύ εfσω υπεύθυνος γlQ πς πράξεις σου, ri προσπαθε! να σε πεfσει να μπ δέρνεις τα πωδιά σου, ri σε εκλιπαρε! για χιλιοσrri φορά να μπν υπακούς σε δικτάτορες; Τι yfveral το Ka eriKOV σου, n αθώα vnaKOri σου, σε τούτπ τπν περfπτωσn; Όχι, ανθρωπάκο, όrαν μιλάει n αλriθεια, εσύ κωφεύεις. Α κούς μόνον εκεfνους που κομπάΖουν κι έπειτα φωνάΖεις, «Ζriτω! Ζriτω!" EfaOl δειλός κω σκλπρόκαρδος, ανθρω πάκο. Δεν έχεις avvafaenan του πραγμαπκού σου Kaeri κοντος, το onofo εfνω να efaOl άνθρωπος κω να διαφυ λάπεις τπ ν ανθρωπότπτα. MIμefaOl τους σοφούς με το χειρότερο τρόπο, ενώ τους τρομοκράτες άψογα. Οι τω νfες κω τα ραδιοφωνικά σου προγράμματα efvOl γεμάτα φόνους. Θα σέρνεσαι για ωώνες φορτωμένος τπ μΙKρότπrα και τπ ν KOKfa σου, πριν καταφέρεις να γfνεις αφέντπ ς του εαυτού σου. Εγώ σε αποχαιρετώ, ώσrε να εργασrώ αποτελεσμαπκότερα γlQ το μέΛλον σου. Σαν θα 'μω μα κριά σου, δε θα μπορεfς να με σκοτώσεις. Εξάλλου, όταν μας χωρfΖει n απόσrασπ, σέ8εσαι περισσότερο τπν ερ yaafa μου. Βλέπεις, οπδriποτε efVQl πολύ κοντά σου, το περιφρονεfς! Γι ' αυτό κι ανε8άΖεις σε 8άθρα τους σrρα τπγούς κω το υς στρατάρχες το υ προλεταριάτο υ. Έτσι σου εμπνέουν σε8ασμό, όσο ποταπο! κι αν efvOl. Να γlQΤί, από τπν a v yri τπς ι σropfa ς, οι μεγάλOl άνθρωπOl σε κρατούν όσο το δυνατόν σε μεγαλ ύτερπ απόσrασπ . «Ακο ύτε μεγαλομανfα; Ο άνθρωπος efvOl θεότρελος!»
Το ξέρω, αvθρωπάκο, όπ συvnθfΖεις
Va
8γάΖεις αμέ
σως τρεΛό όΠOlον σου nέεl αnriθειες που δε σο υ αρέ σουν. Θεωρεfς roν εαυτό σο υ «φυσlOnογlκό»! Μάντρω σες τους τρεΛούς κω μεfνατε ΟΙ φυσlOnογlκοf να κουμα ντάρετε roν κόσμο. Τότε, nOlπόν, ΠOlος φταfει γlO όΛα τα στρα8ά κω τα ανάποδα; υχι εσύ, φυσικά. Εσύ κάνεις απΛά ro καθιίκον σου. Επfσnς, ΠOlος εfσQl γlO να 'χεις δικri σου γνώμπ; Νω, ξέρω, δε χρειάΖεΤQl να μου τα ξα ναπεfς. Μα δεν εfνQl γlO σένα που ανπ συΧώ, ανθρω πάκο! υμως, όταν σκέφroμω τα ΠQlδιά σου, όταν συΛ nογlέμQl πως τα 8ασανfΖεις, προσπα θώντας να τα κάνεις ((φυσlOnογlκά» σαν κι εσένα, σχεδόν θέΛω να γυρfσω πfσω κω να κάνω ό, π περνά από ro χέρι μου για να σταματιίσω τα εγκΛιίματά σου. Ξέρω, όμως, όπ έχεις πά ρει τα μέτρα σο υ γlO να με αποτρέψεις, δlOρfΖοντας υ πουργούς ΠQlδεfας και ΚOlνωνlκriς πρόνΟlOς. Μακάρι, ανθρωπάκο, να μπορο ύσα να σε πάρω μαΖ! μου να γυρfσο υμε τον κόσμο, έτσι γlO να σου δεfξω π εfσQl κω ιίσουν, εσύ, ((ο απόστοΛος κω n προσωποποfn σπ ro υ Λαού» , στο παρόν κω στο παρεΛθόν, στπ Βιέννn, ro Λονδfνο κω ro BερolΊ!νo. Θα έ8Λεπες παντού roν εαυ τό σου κω δε θα δυσκοΛευόσουν καθόΛου να roν ανα γνωρfσεις, εfτε εfσQl ΓάΛΛος, Γερμανός ri Αφρικανός, αρκε! να εfχες τα κότσlO
Va
αντικρfσεις roν εαυτό σου.
((Με προσ8άnnεl, 8ε8nnώνει τπν αποστοΛιί μου!» Δε σε προσ8άΛΛω, ανθρωπάκο, ούτε 8ε8πΛώνω τπν αποστοΛιί σου. Να 'σω 8έ8ωος πως αν μου δεfξεις όπ έχω άδικο, θα ro χαρώ κω με το παραπάνω, αν μου αποδεfξεις όπ εfσQl ικανός να αντικρfσεις τον εαυτό σου κω να roν αναγνωρfσεις, αν μου δώσεις πς fδιες χεφο-
ΠlQστές αποδεfξεις που θα nepfpeva κι από τον Olκοδό μο που xrfZeI ένα σπω. ΓΙατ! θα nepfpeva να μου BeffeI όπ το anfrJ υπάρχει κω efvOl KαΤOlKrίσψO. Κι αν anoBef ξω όπ, αντ! να xrfzeI anfrJa, απλά μιλάει YlQ τπ ν «απο στOλrί το υ να xrfZeI anffla» , νομfΖω όπ ο συγκεκριμένος Olκοδόμος δε θα μπορούσε να με KατηγOρrίσεI πως τον προσΒάλλω. Κατά τον [διο rρόπo efvOl δικό σου Zrίτημα να αποδεfξεις πως efaOl ο απόστολος κω η προσωπο nofnan του μέλλοντος της α νθρωπότητας. EfvOl μάτωο να προσπαθεfς να κρυφτεfς σα δειλός πfσω από την « τψrί» το υ έθνους rί το υ προλεταριάτου. Βλέπεις, αποκά λυψες rίδη μεγάλο μέρος τπς πραγμαΠKrίς φύσης σου. Στο ξα ναλέω, σε αποχαιρετώ. Έφαγα πολλά χρόνlQ από τη zωrί μου κω ξόδεψα για χάρη σο υ πολλές άυ πνες, Βασανισπκές νύκτες. ΟΙ μελλοντικο! η γέτες του πρoλεrαΡIάτoυ δε δυσκολεύουν έτσι τη zωrί τους. Αλλά Ζουν γνώμη σαν τα πουκάμισα, avrfeera από μένα που εξακολουθώ να πιστεύω σε σένα και το μέλλον σου. Ε φόσον, όμως, efaOl ανfκανος να νιώσεις σεΒασμό για OΠOlOνδrίπoτε KIvefrOl ανάμεσά σου, εfμω υποχρεωμέ νος να φ ύγω μ ακριά σου. Τa δισέγγονά σου θα κληρο νoμrίσoυν τους καρπούς του μ όχθου μου. Το ξέρω αυτό κω δε με πειράΖει να περιμένω μέχρι τότε, όπως nepf μενα κι εσένα rρIάντα ολόκληρα χρόνlQ να τους αποδε χθεfς και τους χρησIμOΠOlrίσεIς. Μα εσύ το μόνο που κάνεις efvOl να φωνάΖεις, «zrίτω! Zrίτω!» rί «Κάτω το κε φάλωο» rί «Κάτω το Σύνταγμα» . Πριν από εκατό χρόνlQ, nepfnou, απηχώντας πς ιδέες των φ υσικών και των μηχανικών, παπαγάλΙΖες κι εσύ όπ η ψυχrί δεν υπάρχει. Τότε rίρθε ένας μεγάλος και σου
'δειξε τπ ν ψ υχή σου, μα δεν κατάφερε να σου εξπ γήσει πώς ήταν δεμένπ τούτπ
n
ψυχή με το σώμα σου. Ε{πες,
Λοιπόν, «Η ψυχανάΛυσπ ε{ναι παραΛογισμός! Τι κομπο γιανν{τικα πράγματα ε{ναι α υτά! Τα ούρα α ναΛ ύοvrαι, όχι n
ψυχή» . Το έΛεγες αυτό επειδή το μόνο που καταΛά
Βαινες από ιατρική ήταν
n
ανάΛ υσπ ούρων. Η μάχπ για
τπ ν ψ υχή σο υ κράτπ σε σαράvrα δύσκοΛα χρόνια. Τπ γνωΡ{Ζω καΛά, γιατ{ ποΛέμπσα κι εγώ σε α υτή για χάρπ σο υ. Και μια ωρα{α μέρα, ανακάΛ υψες ότι από τπν άρ ρωστπ ανθρώπινπ ψ υχή μπορούσες να ΒγάΛεις ποΛΛά Λεφτά. Σε ΒόΛευε να 'χεις έναν ασθενή να σε επισκέ πτεται μια ώρα τπ μέρα για κάμποσα χρονάκια κι εσύ να τον χρεώνεις του κόσμου τα Λεφτά τπ ν ώρα. Τότε και μ όνο τότε πε{στπκες για τπν ύπαρξπ τπς αν θρώπινπ ς ψ υχής. Στο μεταξύ
n
μεΛέτπ του φθαρτού σου
σώματος προχωρούσε αθόρ υΒα. ΑνακάΛ υψα ότι
n
ψυχή
σου αποτεΛε{ Λειτουργ{α τπς Ζωικής σου ενέργειας. Με Μγα Λόγια, ότι
n
ψυχή και το σώμα σου αποτεΛούν μια
ενότπτα. ΑκοΛουθώvrας α υτό το στοιχε{ο, α νακάΛυψα α κόμα ότι
n
Ζωική σο υ ενέργεια εκτείνεται όταν αισθάνε
σαι χαρά κι αγάππ και συρρικνώνεται, όταν στεναχωριέ σαι κι αγχώνεσαι. Επί δεκαπέvrε χρόνια με αγνοούσες. Μα εγώ συνέχισα πάνω στπ ν ίδια γραμμή κι ανακάΛυψα ότι τούτπ
n
Ζωική ενέργεια, τπ ν οποία ονόμασα ((οργό
νπ» , υπάρχει κι έξω από το σώμα σου, στο περιΒάΛΛον. Κατάφερα να τπ δω στο σκοτάδι και κατασκεύασα μια συσκευή που τπ μεγεθύνει και τπν κάνει ορατή, κατά ριπές. Για δυο χρόνια, ενώ εσύ έπαιΖες χαρτιά, ποΛιτι κοΛογούσες ανόπτα, ΒασάνΙΖες τπ γυναίκα σου ή κατέ στρεφες το παιδί σου, εγώ περνούσα κάμποσες ώρες
σro σκοrάδι καθημερινά, επαΛηθεύοvrας [ην ανακάΛ υψή μου σXεrιKά με [η Ζωική σου ενέργεια. Σιγά- σιγά Βρήκα rov rρόπo να [η δείξω και σroυς άλλους. Σύvrομα απο δείχrηκε πως κι εκείνοι έΒΛεπαν ό, rι κι εγώ. Τώρα ΒέΒαια, αν [ύχει κι είσαι από εκείνο υς roυς γIαrρOύς που ΠIσrεύOυν πως η ψυχή είναι απέκκριμα [ων ενδοκρινών αδένων, Λες σroν ασθενή πο υ καrάφερα να θεραπεύσω όrι η επιrυxία μου οφειnεrαι σrη ν «υποΒοΛή» . Αν, πάΛι, [ύχει κι υποφέρεις από έμμονες αμφιΒοΛίες και φοΒάσαι ro σκοrάδι, αποδίδεις ro φαινόμενο που μόΛις παραrήρησες σrη ν υποΒοΛή, συμπΛηρώνοvrας όrι ένιωσες σαν να πήρες μέρος σε πνευμαrισrIKή συγκέ vrρωση . Έrσι είσαι, ανθρωπάκο! Το 1 946 κάνεις παρα νοϊκές δηΛώσεις για [η ν ψ υχή, με [η ν ίδια ΒεΒαιόrηrα που ro 1 920 αρνιόσουν [η ν ύπαρξή [ης. Δεν άΛΛαξες καθόΛου, ανθρωπάκο. Είμαι σίγουρος όrι ro 1 984 δε θα δIσrάσεIς να ΒγάΖεις παραδάκι από [η ν οργόνη και να δυσφημείς, να γεΛοιοποιείς και να υποΒιΒάΖεις [ην ανα κάΛ υ ψη [ης ψυχής ή [ης κοσμικής ενέργεως. Φυσικά θα παραμένεις πάvrα ο ίδιος ανθρωπάκος, ο «εΠIKΡIrι κός» ανθρωπάκος πο υ θα αΛαΛάΖει Ζήrω, Ζήrω ανά [η ν υφήΛιο. Θυμάσαι, μήπως, πώς γεΛοιοποίησες [η ν ανα κάΛ υψη όrι η γη δε σrέKεI ακίνηrη αΛΛά περισrρέφεrαι γύρω από [ον άξονά [ης και γύρω από rov ήΛιο, δηΛώ νοvrας όrι αν α υrό ήrαν αΛήθεια, rόrε [α ποrήρια σro δίσκο ro u σερBιrόρoυ θα κΛ υδωνίΖοvrαν και θα έπεφrαν κάrω. Αυrά έΛεγες πριν από μερικές εκαrovrαεrίες, αν θρωπάκο. ΑσφαΛώς rα έχεις ξεΧάσει πια. ΟΙ γνώσεις σου για rov Νεύrωνα περιορίΖΟνται σro όrι είδε κάποιο μήΛο να πέφrει από ένα δέντρο κι όσο για rov Ρουσό θυμάσαι
αμυδρά όπ nθεiΊε να ((επιστρέψει στη φ ύση» . Το μόνο που σου 'μεινε από τον ΔαρΒfvο Iίrαν ((ο αγώνας της επιΒfωσης» , αiΊiΊά το όπ κατάγεσαι από τον nfenKO, ε, αυτό σου διέφ υγε. Και τον Φάουστ του Γκέτε, που τόσο πoiΊύ σο υ αρέσει να απαγγέiΊiΊεις σrfχους του, τον κατα iΊαBα[νεις όσο KαταiΊαBα[νει κι η γάτα σου από μαθημα πκά. EfaQI BiΊάKας και ματαιόδοξος, κενός και πιθηκο ειδΙίς, ανθρωπάκο. EfvaI μαθημαπκά αποδεδειγμένο όπ χάνεις πάντα την ουσ[α κι αρπάΖεσαι από το επουσιώδες. Στο 'χω ξαναπε[ κι άiΊiΊoτε. Οι Bιrρ[νες των BιBiΊιoπω iΊε[ων σου εfvαι γεμάτες ποiΊυτεiΊεfς εκδόσεις για τον Να πoiΊέoντά σο υ, εκεfvοv το χρ υσoστόiΊιστo ανθρωπάκο που το μόνο του KiΊηρoδότημα στη ν ανθρωπότητα Ιίταν η οικουμενικΙί στρατoiΊόγηση. /Ομως, σε κανένα BιBiΊιo πωiΊε[o σου δε Βρ[σκεται μΙίτε ένα αvτ[γραφo του Κέ πiΊερ, που προε[δε την κοσμικΙί σου καταγωγΙί. Να YIarf εfσαι και παραμένεις KoiΊiΊημένoς σro Βούρκο, ανθρω πάκο. Να YIarf επιμένεις να πιστεύεις όπ ξόδεψα εfκοσι δύσKoiΊα κι οδυνηρά χρόνια, θυσιάzovτας μια OiΊόKiΊηρη περιουσ[α, πρoσπαθώvτας να σε πε[σω για την ύπαρξη της κοσμικΙίς ενέργειας μέσω ((υπ080iΊIίς» . /Οχι, ανθρω πάκο. Θυσιάzovτάς τα όiΊα αυτά, κατάφερα να μάθω πώς να θεραπεύω την πανoύKiΊα που Kαrαrρώει το σώμα σου. Μα εσύ δεν πισrεύεις σro έργο μου. Σ' άκουσα σrη Νορ Βη γ[α να iΊες, ((υποιος ξοδεύει τόσα iΊεφτά σε πειράμα τα, ε[ναι στ' αiΊIίθεια θεoπάiΊαBoς» . KατάiΊαBα π εννο ούσες. Κρ[νεις εξ ιδ[ων. Μπορε[ς μόνο να πα[ρνεις, μα δεν μπορε[ς να δ[νεις. Να γιατί αδυνarε[ς να συiΊiΊά8εις όπ κάποιος μπορε[ να αvτiΊεf υπέρτατη χαρά προσφέρο vτας, όπως δε χωρά το μ υαiΊό σου όπ εfvαι δυνατόν να
περάσει κα νείς rρία Λεπrά με ένα μέΛος rov α ντίθεroυ φύΛου δίχως ν' αρΧίσει ro γ. . . ΚiΊέ8εIς ra αγαθά rnς ΖωΩς. Α ν Ωσουν μεγάΛος κΛέ φrnς θα σε σε8όμουν, όμως είσαι ψιΛικαrΖnς ΚΟΙ φο8Ώ rσιάρnς. Είσοι καπάrσος κι επιrΩδεIoς. � Oμως, επειδΩ είσοι νOΏrιKά δυσκοιΛlOς, δεν μπορείς να δΏμιουργή σεις. ΚiΊέ8εIς κόκαΛα Λοιπόν κοι ra ροκανίΖεις. Σra είπε κι ο Φρόιντ κάποrε. ΜαΖεύεσοι σμάρι γύρω από rov πρό θυμο, χαρούμενο δόrn κοι rov απομυΖάς σαν 8δέλλα μέχρι να rov σrραγγίξεIς. Τον απομυΖάς ΚΟΙ μέσα σrΏ δIασrρoφΩ σου rov αποκαΛείς κοι κορόιδο από πάνω. Καra8ΡΟΧθίΖεις αΧόρraγα rις γνώσεις, rnv ευrυΧία rov, ro μεγαΛείο rnς ψυχής rov, αΛΛά δεν μπορείς να χωνέ ψεις εκείνα που καrάπιες. Τα απο8άΛΛεις με ro σκαrό κω Ζέχνο υν ανυπόφορα. Μεrά rnv κΛοπΩ, προκειμένου να διαφυΛάξεις rnv αξιοπρέπειά σου, διασύρεις ro θύμα σου, rov αποκαΛείς rρεΛό, rσαρΛαrάνο n ΠOIδερασrή. MάΛIσrα, ((ΠOIδερασrΩ»! Θυμάσω, ανθρωπάκο, που με συκοφαντο ύσες, (εκείνΏ rn v εποΧΩ Ωσουν πρόεδρος κάποιου εΠIσrΏμOνIKOύ οργανισμού), Λέγοντας σroν κό σμο όrι ενθάρρ υνα ra ποιδιά μου να παρακοΛουθούν rnv ερωrιKΩ πράξΏ; ΜόΛις είχα δΏμοσιεύσει rnv πρώrn εργασία μου με θέμα ra γενεrnσια δικοιώμαrα rων ΠΟΙ διών. Μιο άΛΛΏ φορά, θυμάσοι (rόrε Ωσουν πρόεδρος ((ενός ποΛπισμικού συνδέσμ ο υ» σro ΒεροΛίνο) που έ σπειρες rn φήμΏ όrι παρέσυρα έφΏ 8α KoριrσόπoυΛα σro αυroκίνnrό μου κοι ra πΩγοινα σro δάσος για να ra α ποπΛανήσω; Δεν αποπΛάνΏσα ποrέ μου κανένα Koριrσό πουΛο, ανθρωπάκο. Αυrά είνοι αποκυnμαra rnς δικΩς σο υ αρρωσrΏμένΏς φαντασίας, όχι rnς δικΩς μου. Εγώ
αγαπώ τη σύΖυγό μου n τη γυναίκα πο υ έχω στο πΛευρό μου. Δε μοιάΖω με σένα, που ονειρεύεσοι όπ αποπΛανείς κοριτσάκια στο δάσος, επειδΩ είσοι ανίκανος να αγαπΩ σεις τη γυναίκα σου. Κι εσύ, έφη Βη μικρούΛα, μΩπως δεν ονειρεύεσοι κά ΠOlον αστέρα του κινηματογράφου; Δεν παίρν�Iς τη φω τογραφία του κάθε Βράδυ στο κρεΒάπ σου; Δεv τον πΛη σιάΖεις στα μουΛωχτά, Λέγοντας πως έχεις κΛείσει τα δε καοκτώ κοι τον αποπΛανεfς; Κατόπιν π γfνετοι; Δεν τον σέρνεις στα δικαστΩρια, κατη γορώντας τον για Βιασμό; Τον απαλλάσσο υν n τον καταδικάΖουν κοι οι γιαγιάδες σου του φιΛούν τα χέριο! ΚaταΛαΒα{νεις ποΛύ καΛά π .
Λέω, μικρούΛα μου!
ΉθεΛες να ΚOlμn θεfς με το διάσημο σταρ, ' αΛΛά δεν εfχες τα κότσιο να αναΛάΒεις την ευθύνη της πράξη ς σου. /Ετσι κατn γορεfς εκε{νον κακόμοιρο, κακοποιημένο πΛασματάκι. Το {διο ισΧύει κοι για σένα KOKOpofpa, Βια σμένη γυνοικούΛα, που απόΛαυσες μεγαΛ ύτερη σεξουα ΛικΩ ευχαρίστηση με τον οδηγό σου παρά με το σύΖυγό σου. Εσύ δεν αποπΛάνησες το μαύρο οδη γό . σου, του onofov n σεξουαΛικότητα έχει ακόμα κάπ από την αφρι κανικΩ ΖούγκΛα; ΜΩπως δεν τον αποπΛάνησες, ΛευκΩ γυνοικούΛα; Κι έπειτα, δεν τον κατηγόρησες όπ σε Βfασε καημένο, ανΩμπορο πΛασματάκι, ((θύμα της κτnνωδfας του πρωτόγονου»; Όχι φ υσικά. Πώς θα Ωταν ποτέ δυ νατόν; Εσύ εfσοι αγνΩ κοι ΛευκΩ, μέΛος των ((Θυγατέρων της όΠOlας Επανάστασης» , μια Βόρεια n μια Νόπα, τη ς οπο{ας οι πρόγονοι θησα ύρισαν σέρνοντας τους μαύ ρ ο υς τη ς ΑφρικΩς σιδηροδέσμιους από τα Βάθη τη ς ΖούγκΛας στη ν ΑμερικΩ! Τόσο α θώα, τόσο αγνΩ κι αμό-
λυvrn, τόσο λευκn. Q πόθος τnς μαύρnς σάρκας απέχει πολ ύ από σέvα, φτωχn μου γυvαικούλα! Δυστυχισμέvn δειλn, τερατογέvvnμα τπ ς αρρωστnμέvn ς ράτσας τωv δουλεμπόρωv, 8λαστάρι το υ απάvθρωπου ΚορτέΖ, που έριξε δόλωμα και παρέσυρε χιλιάδες ευκολόπιστους ΑΖ τέκους σε παγfδα θαvάτου. Αχ, φτωχές θυγατέρες τπς όποιας επαvάστασnς! Τι καταλά8ατε από τους διακαεfς πόθους τωv πατέρωv τπς αμερικαvικnς επαvάστασnς n του Λfvκολv, που ελευθέ ρωσε τους σκλά80υς σας -το υς οποfους δε χάσατε rn v ευκαιρfα va τους ρfξετε arnv «ελεύθερπ α γορά» τπς προ σφοράς και τπ ς Ζnτnσnς; Κοπαχτεfτε arov καθρέφτπ παρ θεvικές, α θώες θυγατέρες τπ ς κόκκι vn ς- άσπρn ς-μπλε επαvάστασnς. Ξέρετε τι θα α vrικρfσετε; Μια «θυγατέρα τnς ρωσικnς επαvάστασn ς» ! Av nσαστε ικαvές va προσφέρετε έστω και για μια μόvο φορά τov έρωτά σας σ' έvαv άντρα, οι Ζωές πολ λώv καλώv μ α ύρωv, Ε8ραfω v και προλετάριωv θα εfχαv σωθε!. Όμως, με τov {διο τρόπο που σκοτώvετε στις παι δικές ψυχές εκεfvο που Ζει μέσα σας, έτσι δολοφοvεfτε και στους μ α ύρους το δικό σας ερωτικό κέντρωμα, τις nδοvικές φαντασιώσεις σας, που εκφυι1!στnκαv σε aan μαντα πορvογραφnματα. Τι α8υσσαλέα KOKfa τρέφουv τα αποvεκρωμέvα γεvvn τικά σας όργαvα! /Οχι, θυγατέρα τπς όποιας επαvάστασnς, δεv έχω καμιά διάθεσn
VQ
yf
vω εισαγγελέας n επfτροπος. Α υτό το αφnvω στα δικά σου άκαμπτα πλάσματα με τις στολές και τις ρόμπες. Εγώ αγαπώ τα πουλιά, τα ελάφια και τους σκfο υρους που 8pf σκονται κοντά στο υς μαύρο υς. Εvvοώ τους μαύρους τπς Ζούγκλα ς, όχι εκεfvους π ο υ zo vv στο Χάρλεμ, με τα
σκlΊnρά KolΊάρα και τα KOσrOύμια. Ούτε πς xo νrρές μαύ ρες, πς κατάφορτες κοσμήματα, nov οι καταnIεσμέvες επιθυμfες τους έχουv μεταrραπε! σε πlΊεόvασμα Μnους ή θρnσκεfας. Εvvοώ τα lΊ υγερόKOρμα KopfrσIa τn ς Νό πας ΘάlΊασσας, που σας επιrρέπουv Va πς πnδάτε, εσεfς, τα σεξO υαlΊIKά yovpotJVIa του όποιου στρατού, αγvοώ νrας όπ δεv εfστε IKaVof Va ξεχωρfσετε τov αγvό έρωτά τους από εκεfvοv που εμπoρεύoνrαι τα μπoρνrέlΊα του ΝτέvΒερ. Ναι, lΊευKή yvvQJKo tJlΊa, ποθεfς έvα αvθρώnιvο nlΊά σμ α nov δε συvειδnτοποιεf ακόμα όπ το εKμεταlΊlΊεύεσαι και το περιφροvεfς. Av και το γερμαvικό σου aνrfGrOIXO, n θυγατέρα τnς γερμαvικής φυlΊής, Bev υφfσraται πlΊέοv, εξακοlΊουθεfς va efaQJ κοντά μας ως ρωσfδα θυγατέρα τnς έvδοξn ς εργαπκής τάξn ς ή ως θυγατέρα τn ς αμερι καvικής επαvάστασn ς. Όμως σε πενrαKόσIα ή χι7Ιια χρό VIa, όταv υγιεfς vέοι, άνrρες και γυvαfκες, με υγιή σώ ματα, θα έχουv πια μάθει va ayanotJv και va δIαφυlΊάσ ao vv τov έρωτα, rfnora δε θα 'χει απομεfvει από σέvα, παρά μόvο μια γεlΊοfα αvάμvnσn. Καρκfvωμα τnς θnlΊυκότnrας, αξιοlΊύπnτο ytJVQJO, εσύ δεv εfσαι που αρvήθnκες va δεχτεfς στους συvαυlΊιακούς χώρους σου rn Μάριav 'Aνrepaov, πο υ efvQJ n {δια n φωvή τnς Ζωής; Κι όταv κάθε fχvος τn ς ύπαρξής σου θα 'χει σΒnσrεf από rnv επιφάvεια του πlΊαvrJrn, το όvομα τnς Μάριav 'Α νrερσοv θα α vrnχεf στους αιώvες. Δεv μπορώ παρά va αvαρωτιέμαι av και n Μάριαv 'Ανrερσοv σκέφτεται τους μεlΊlΊoνrIKoύς αιώvες, ή a v απαγορεύει στο παιδ! τnς rnv απόlΊαυσn του έρωτα. Δεv ξέρω. Η Ζωή έχει τους δικούς τnς KύKlΊ o υς και ρυθμούς. !καvοποιεfται
μ ' εκε(νο υς που rn v αφήνουν να ρέει aB(aσrn και δεν έχει ανάγκn από Kάrι σαν κι εΛόγου σου, καρκινική κυ ρούΛα. Διέδωσες το μ ύθο, γυναικο ύΛα, πως εσύ, είσαι n «ΚOJνωνfα» ΚΙ ο ανθρωπάκος σου ro 'χαψε. Μα δεν ε(σαι n κοινωνfα. Ανακοινώνεις καθnμερινά μέσα από rις με γάΛες εΒραϊκές και χΡIσrIανIKές σου εφnμερίδες όrι n κόρn σου εroιμάΖεται να αγκαΛιάσει έναν άντρα, μα κα νένα ς σώφρων άνθρωπος δεν ενδιαφέρεται. Ο μαρα γκός, ο OJκοδόμος, ο κnπουρός, ο δάσκαΛος, ο γIαrρός, ο εργάτnς, εγώ, να ποια είναι n «κοινωνία» . Εμεfς κι όχι εσύ, άκαμπτn, καρκινική γυναικούΛα, που το μoύrρo σου έχει μεταrραπε! σε μάσκα! Εσύ δεν είσαι n Ζωή, μα n μεγαΛ ύτερn κατάρα τnς. Όμως, KαrαΛαBαίνω ποΛύ καΛά γιατί κΛειδαμπαρώνεσαι σro KάσrρO σου, αγκαΛιά με rα Λεφτά σου. Δεδομένnς τnς μικρότnτας των μαραγκών, των κnπουρών, των γIαrρών, των δασκάΛων, των OJKO δόμων και των εργατών δεν είχες κι άλλn επιΛογή. Κυ κΛωμένn από όΛn ro ύτn rnv πανούκΛα, ήrαν το καΛ ύτερο πράγμα που έκανες σrn Ζωή σου. Μα σε συνδυασμό με rn δυσΚOJΛιότnrα, rnv αρθρίτιδα, rn μάσκα, rn v άρνnσή σου απέναντι σrIς δυνάμεις τnς Ζωής, n μικρότnτα σού έγινε δεύτερn φύσn. EfaQI δυσrυχισμένn, γυναικούΛα, επειδή OJ γιOJ σου πάνε κατά διαΒόΛου, OJ κόρες σου μεγαΛώνοντας γίνονται πόρνες, OJ σύΖυγοί σου papafvo νται. ΜαΖ! roυς p apafvovrQI OJ Ρ{Ζες τnς Ζωής σου KQJ τα κύτταρα του σώματός σου. Εμένα δεν μπορείς να με παραμ υθιάσεις, μικρή θυγατέρα τnς επανάσrασnς. Εγώ σ' έχω δει γυμνή!
�EraI δειΛn naovv πάντα, θυγαrέρα rn ς όΠΟ1ας επα νάσrασn ς. Κραrούσες rn v ευτυχία rnς α νθρωπόrnrας σrn v παΛάμn rov χεριο ύ σου κω rnv άφnσες να Kara Kερμαπσrεί κω να σκορπίσει. Έφερες σroν κόσμο Πρό εδρους κω roυς εμφύσnσες rnv aanpaνrdrnra. ΜΟ1ρά Ζουν μεrάΛΛ1Q κω ΒγάΖουν φωroγραφίες. ΧαμογεΛούν ra ωώνω χαμόγεΛά rους και φοΒούντω ν' αντικρίσουν rn Ζωn KαrαπρόσωπO, pIKpn θυγαrέρα rnς επανάσrασn ς. Κραroύσες rov κόσμο OAdKAnpO σrn v παΛάμn rov χεριού σου κω π έκα νες; �EΡIξες πς αroμικές σου ΒόμΒες σrn ΧΙροσίμα κω ro Ναγκασάκι. �H, μάΛΛον, πς έριξε ο γlΟς σου, ως δείγμα rων μελλ ο ύμενων. Μα εκείνο που έριξες, κ άρκινικn γυνωκούΛα, nrav n rαφόπΛακά σου. Με εκεί νες πς δύο ΒόμΒες έσrεIΛες oAdKAnpn rn v rάξn κω rn φυΛn σου σroν rάφο δια παντός! Επειδn δεν είχες rnv ανθρωπιά να προειδΟΠΟ1nσεις roυς άντρες, πς γυναίκες κω ra πωδιά rnς ΧΙροσίμα κω rov Ναγκασάκι. Κι επειδn nao vv ποΛ ύ pIKpn γω να είσω ανθρώπινn, θα αφανι σrείς Βο υΒά, όπως ΒουΛιάΖει ro BdraaAo σrn θάΛασσα. Δεν έχει καμιά σnμασία π σκέφrεσQJ κω π Λες rώρα, γυνωκούΛ α, που έφερες σroν κόσμο ni1ίθlΟ υς σrparn γούς. Σε πεντακόσω χρόνω θα σε θυμο ύντω σαν αξlΟ περίεργο ανέκδοro. Η pdvn απία που δε σε αvrΙμεrωπί Ζουν έrσι από σnμερα, είνω n αξlΟθρnνnrn καrάσrασn σrn v οποία έχει περιέΛθει n α νθρωπόrnra. Νω, νω, ξέρω, γυνωκούΛα. Τα npoaxnpara είνω με ro μέρος σου. ΠοΛεμούσες γω rnv πατρίδα σου κω rα ΛΟ1πά. Το άκουσα a vrd προ καΙρού, όrαν npovv σrn v Aυσrρία. Άκουσες ποrέ σου αμαξά rnς Βιέννnς να φω νάΖει, «2nrω ο Α υrοκράroράς μου!»; υχι; Δεν έχει an-
paafa. Άκου τον εαυτό σο υ, τον [διο τόνο ωάνετε. Όχι, γυνωκούΛα, δε σε φοΒάμω. Δεν μπορεfς να μου κάνεις rfnora. Ξέρω, ο γαμπρός σο υ εfvω εlΟαγγεΛέας ή ο α νεψιός σου εfvω φοροεlΟπράκτορας στπ ν πόΛπ μου. Τον καΛεfς γω τσάι κω του πετάς δυο αγανακπσμένες κου Βέντες γω μένα. Εκεfvος, πάΛι, αδπμονε! γω προαγωγή κω ψάχνει θύμα, κάΠ010ν να θυσιάσει στο νόμ ο κω τπν τάξπ. Ξέρω πώς γfvετω. Μα α υτό δε θα σε σώσει, γυ νωκούΛα. Η αΛnθε1Q μου εfvω δυνατότερπ από σένα. «EfvOl προκατειΛπμμένος! EfvOl φαναπκός! Εγώ δεν έχω καμιά θέσπ στπ ν ΚΟ1vωvfα;» Εγώ απΛά σας εξnγπσα με ΠΟlΟυς τρόπους εfστε μι κρο! κω κακοί, ανθρωπάκο κω γυνωκούΛα. Δεν εfπα Λέξπ γω τπ χρπσψότπτα n τπ ν αξfα σας. ΝομfΖετε πως αν naaarav aanpavr01 θα διακινδύνευα τπ Ζωή μου γω να σας μιΛnσω; Η [δω π αξfα σας, π τεράστια ευθύνπ σας εfvω που κάνει τερατώδικπ τπν KOKfa σας. Λένε όπ εfστε πΝθlΟΙ. Εγώ Λέω πως εfστε έξυπνΟ1 αΛΛά δειΛο!. Λένε όπ εfστε π κοπριά που Λιπαfvει τπν ανθρώπινπ ΚΟ1vωvfα. Εγώ Λέω πως εfστε ο σπόρος. Λένε όπ ο ποΛιπ σμός χρειάΖετω σκΛάΒους. Εγώ Λέω όπ με σκΛάΒους δε χτfΖετω ποΛιπσμένπ ΚΟ1vωvfα . Αυτός ο τρομερός εικο στός ωώνας γεΛοιοποfπσε όΛες πς θεωρfες του ποΛιπ σμ ού από τον ΠΛάτωνα κω μετά. Ποτέ δεν υπnρξε αν θρώπινος ποΛιπσμός, ανθρωπάκο. ΜόΛις τώρα αρχfσαμε να κατανοούμε τπν τρομερή παρέκκΛισπ κω τον παθο Λογικό εκφυΛισμό του ανθρώπινου Ζώου. A vrn π έκκΛπ σπ προς τον ανθρωπάκο n οπδnποτε άΛΛο μπορε! να διατυπωθε! σχεπκά σnμερα, όσο σοφό κω KaAonpoaf ρετο, έχει τόσπ σΧέσπ με τον ποΛιπσμό που θα αναπτυ-
Χθεί σε χιΊΙια ή πέντε χιΛιάδες χρόνια, όση έχει ο πρώrος rρOXός που καrασκευάσrηκε πριν από χιΛιάδες χρόνια με ra σύγχρονα rρένα. Η συΛΛoγIσrIKή σου, ανθρωπάκο, είναι κοντόφθαΛμη. Το πΛάνο δράσης σου αφορά ro χρονικό δIάσrημα από ro πρωινό μέΧρι ro γεύμα σο υ. Πρέπει να μάθεις να σκέφrεσαι μ ακροπρόθεσμα, αιώνες μπρoσrά και πίσω. Πρέπει να μάθεις να σκέφrεσαι rn Zωrί ω ς ενόrηrα, υ ηοΛογίΖοντας rn v εξέΛIξrί σου από ro πρώro αρχεrυπικό κύrrαρο μέχρι ro ανθρώπινο Ζώο που περπαrά ορθό, αΛ Λά εξακοΛουθεί να σκέφrεrαι μπερδεμένα. EπεIδrί δε θυ μάσαι αυrά που έγιναν πριν από δέκα rί είκοσι χρόνια, παπα γαlΊizεIς ακόμα πς ίδιες ΒΛακείες που ξεσrόμIZες πριν από δύο χιΛιάδες χρόνια. Κι ακόμα χειρόrερα, γρα πώ νεσαι με νύχια και με δόντια από ηΛιθιόrηrες όπως « η φυΛrί», «η rάξη», « ro έθνος» και η υποχρέωση να δια φυΛάrrεις μια θρη σκεία, καrαπιέΖοvrας rov έρωrά σου. ΦοΒάσαι να αναγνωρίσεις ro Βάθος rης εξα θlΊiωσrίς σου. Σηκώνεις καrά καιρούς ro κεφάΛι σου από ro Βούρκο και φω νάΖεις «Ζrίrω!» Ο Bάrραxoς που κρώΖει σro ΒάΛro, είναι πιο κοντά σrη Zωrί από σένα. « Και YIarf δε με σώΖεις απ ' ro Βούρκο; ΓIarf δεν έρ χεσαι σrIς κομμαπκές συγκεvrρώσεις μου και σrα ποΛι πκά συ νέδρια; Είσαι αποσrάrη ς. ΠαΛιόrερα α γωνΙΖό σο υν, υπέφερες και θυσιαΖόσο υν για χάρη μου. Τώρα με προσΒάΛΛεις» . Δεν μπορώ να σε σώσω από ro Βούρκο. Μόνον εσύ μπορείς να ro κάνεις α υrό. Δεν πάω ποrέ σε κομμαπκές συγκεντρώσεις και ποΛπικά συνέδρια, YIarf ro μόνο που κάνουν εκεί είναι να φωνάΖο υν, « Κάrω η ο υσία! Ζrίrω
[α δευrερεύοvrα!» Η anneeIa είναι όπ επί είκοσι nivre χρόνια αγωνΙΖόμουν για χάρη σου, θυσιάΖοvrας [ην ΟΙ KOyeveIaKn μ ο υ Ζωn και [ην enayyenparJKn μου εξασφά nJσfl. /Εδωσα nonnd nεφrά σro υς οργανισμούς σου και avpperefxa σrIς διαδηnώσεις και πς πορείες πείνας σου. Ειναι γεγονός όπ ως γIαrρός σού αφιέρωσα αφιnΟκερ δώς Χιnιάδες ώρες. Εινω, επίση ς, γεγονός όπ με Kvvn γησαν από χώρα σε χώρα για χάρη σου, ενώ εσύ φώ ναΖες Ζnrω με όnη [η δύναμη [ων πνευμόνων σου. /Η μουν KVPIOneKrJKd έrοιμος να δώσω [η Ζωn μου για σέ να. Σrη μάχη evdvrJQ σrη ν flOnIrJKn πανΟ ύκnα σε πη γαΙ νόφερνα με ro αυroκfνηrό μου με κίνδυνο [ην flOIvn rov eavdrov. Σπς διαδηnώσεις σε Bonenaa να προσrαrεύ σεις rα ΠαΙδιά σου από πς επιθέσεις [ης ασrυνoμIας. Ξόδεψα όnη μου [ην περιο υσία σrnνοvrας ψυXιαrρIKές κnινικές, όπου μπορούσες να απευθυνθείς για Βοήθεια και συμΒουnές. Αλλά εσύ ro μόνο που έκανες rirav να παΙρνεις. nori δεν έδωσες rfnora σε avrdnnaypa. /Ηθε nες μόνο να σε σώσουν και σrα rρIdvra rρOμερά χρόνια [ης πανΟύκnας δεν έκανες ούrε μια χρήσιμη πρόrαση . /Orav rέnειωσε ο Δεύrερος Παγκόσμιος Πόnεμος, γύρι σες ακριβώς σro ιδιο σημείο που βρισκόσουν όrαν ξε κίνησε, ισως Μγο πιο «αΡIσrερά» ή « δεξιά» , ούrε ΧιnΙΟσrό μπρoσrάΙ ΣKόΡΠJσες σroν άνεμο [η peydnn yannIKn α πεnευθέρωση και μεrέrρεψες [ην ακόμα μεγαn ύrερη ρω σική απεnευ θέρωση σro χειρόrερο εφιάnrη [ης οικου μένη ς. Η anorvxfa σο υ -η φοβερή anorvxfa σου, που μόνο ΟΙ rρανές, μοναχικές καρδιές μπορούν να Kαrand βουν διχως οργή ή περιφρόνηση- βύθισε σε απόγνωση όnους όσοι rirav iroIμOI να θυσIασrOύν για χάρη σου.
ΌΛα αυτά τα φρικτά χρόνια ο ύτε μια Λογική, ωφέΛιμπ κουΒέντα δε Βγήκε από το στόμ α σου. Όχι, μόνο συν θήματα. ΠαρόΛα α υτά δεν έχα να
το
κουράγιο μου, επειδή στο
μεraξύ καταΛάΒαινα καΛ ύτερα και Βαθύτερα [πν αρρώ στια σο υ. Ήξερα πως δεν μπορούσες να σκεφτείς και να πράξεις διαφoρεrιKά. Α να γνώΡΙΖα τον πανικό σου μπροστά σε κάθε ένδειξπ Ζωής μέσα σου. Κι είναι αυτός ο φόΒος που πάντοrε σε παρασέρνει, ακόμα κι όraν κα roρθώνεις να κάνεις μια καΛή αρχή. Δεν μπορείς να συ νειδnroποιήσεις όrι n εΛπίδα πρέπει να ππ γάΖει από [π ν καrανόnσή σο υ. Παραφο υσκώνεις [ον εαυτό σου με εΛ πίδες, ποrέ δεν rις διοχεrεύεις προς τα έξω. Γι ' αυτό, ανθρωπάκο, και δεδομένπς τπς απόΛυrn ς σαπιΛας του κόσμου σου, με θεωρείς «αισιόδοξο» . Ναι, «είμαι» αισιό δοξος, το μέΛΛον με γεμίΖει. Πώς γίνεται α υτό; Θα σου πω. �Oσo νοιαΖόμουν για σένα, n ξεροκεφαΛιά σου μου έδινε το ένα χrύπnμα μεrά το άΛΛο. ΧιΛιες φορές ξε χνο ύσα ποια ήra ν n α νταμοιΒή που μου έδινες για τπ Βοήθεια που σο υ πρόσφερα και χιΛιες φορές μου θύμι Ζες πως ήσο υν άρρωστος. �Yστερα, άνοιξα μια μέρα ra μάrια και σε κοίraξα καraπρόσωπο. Στπ ν αρχή ένιωσα να πΛπμμυρίΖω περιφρόνπ σπ και μίσος. Μα ί\fγo-ί\fγo έ μαθα να αφήνω [πν καraνόπσπ [πς αρρώστιας σου να αντενεργεί στο μίσος και [π ν περιφρόνπσή μου. Μετά απ ' αυτό έπαψα να οργίΖομαι μαΖί σου επειδή [α θαΛάσ σωσες στις πρώτες απόπειρές σου στπν παγκόσμια πγε- . σία. ΚατάΛαΒα όrι ήταν φ υσικό κι επόμενο, καθώς επί
χιΛιετίες δε σε άφηναν να Ζεις, με τη ν πρα γματικι) έννοια rης Λέξη ς. Αγαπητέ μου ανθρωπάκο, όrαν ανακάΛυπrα ro Λει roυργικό νόμο της Ζωnς, εσύ φώναΖες από πς rαράτσες, « Είναι rρεΛός!» Έωχε εκείνη την εποχι) να 'σαι κάποιος μικρός ψ υχίαrρoς με παρεΛ θόν σro κίνημα της νεοΛαίας και, χάρη σrη ν ανικανότητά σου, μέΛΛων καρδιοπαθnς. Αργότερα η καρδιά σου ράγισε και πέθανες. ΒΛέπεις, κανένας δεν μπορεί να κΛέΒει n να συκοφα ντεί αrιμώ ρηroς, πόσο μάλλον αν διαθέτει έσrω και μια σrάΛα ε ντιμότητα. Από αυτι) είχες, καταχωνιασμένη κάπου σrα μύχια της ψ υχnς σου. Όταν σου φάνηκε όrι ξόφΛησα, έπα ψες να 'σαι φι'Λος μου κι έγινες εχθρός μου. Επιχεί ρησες, μάΛIσrα, να μου δώσεις τη χαριστικι) ΒοΛι) επει δn, αν και nξερες όrι είχα δίκιο, naovv ανίκανος να συμΒαδίσεις μαΖί μου. Και rότε, όταν ξεπετάχτηκα δυνα τότερος, πιο αποφασισμένος από ποτέ κι έΒΛεπα καθα ρότερα τα πράγματα, πέθανες απ ' ro φόΒο σου. Μα πριν πεθάνεις, πρόΛαΒες να δεις όrι υπερπnδησα με άνεση τα γιγαντιαία εμπόδια, μερικά από τα οποία ύψωσες εσύ ο ίδιος, προκειμένου να μ ε καταστρέψεις. Στην οργά νωσι) σου άΛΛωστε δε διέδιδες rις δIδασKαiΊίες μου για δικές σου; Σε διαΒεΒαιώ όπ τα έντιμα μέΛη της το γνώ ΡΙΖαν α υτό. Το ξέρω γιατί μου ro είπαν. Οι μπαμπεσιές, ανθρωπάκο, σε στέΛνουν στον τάφο μια ώρα αρχύτερα. Είναι επικίνδυνο να σε συναστρέφεται κανείς. Κοντά σου δεν μπορεί να παραμείνει ΠIσrός στην αΛnθεια, δf χως να κινδυνεύει από Βιαιοπραγfες και συκοφαντfες. Να γιατ! διάΛεξα να αποσυρθώ, όχι από το μέλλον σου
μα από το παρόν σου, όχι από την α νθρωπιά μα από την απα νθρωπιά ΚΟΙ τη ν κακία σου. Είμοι πάνra έτοιμος για οποιαδήποτε θυσία, μα μόνο για χάρη τη ς Ζωής, όΧΙ για σένα, α νθρωπάκο! Μόλις ηΡόσφαra διαπίσrωσα το κολοσσιαίο σφάλμα που έκανα πριν από είκοσι πένιε χρόνια. Αφιέρωσα τη Ζωή μου σε σένα, ΠIσrεύoνιας όπ ήσο υν η Ζωή, πως ήσουν η ελπίδα κοι η ακεροιότητα, όπ ήσουν το μέλλον. Πολλοί αγνοί κοι αδέKασrOΙ άνθρωποι γύρεψαν σε σένα τη Ζωή κι όλοι τους KαTασrράφηKαν. Όταν επιτέλους το κατάλαΒα, απο φάσισα να μην πέσω θύμα Tης σrενOKεφαλιάς ΚΟΙ της μlκρότητάς σου, γlOτί έχω σοΒαρή δουλεlά να κάνω. Α νακάλ υψα τη ν ενέργεια τη ς Ζωής, ανθρωπάκο. Δε σε συγχέω πια με τη δύναμη που ένιωσα μέσα μου κοι γύ ρευα σε σένα. Μόνο όταν διακρίνω το χαρακτήρα και τη συμπερι φορά σου, ανθρωπάκο, ξεκάθαρα κοι με σαφήνεια, μέ σω εκείνων που είνοι σr ' αλήθεια Ζωνιανοί, θα μπορέσω να συvεlσφέρω ουσlασrlκά σrη δlασφάλlση της Ζωής και rov μέλλονιός σο υ. Θέλει κότσια για να σε αποκηρ ύξω, το ξέρω. Μα ξέρω, ακόμα, πως θα μπορέσω να συνεΧίσω να εργάΖομοι για το μέλλον επειδή δε σε λ υπάμοι κι επειδή δεν έχω καμιά επιθυμία να γίνω μέσα από σένα ένας μ εγάλος ανθρωπάκος, όπως οι αξιοκατάκριτοι η γέ τες σου. Ο άνθρωπος κακομεraχειρίΖεται τη ν ενέργεια τη ς Ζωής μ έσα του από παλιά, μα εκείνη μόλις πρόσφατα άρχισε να επανασrαTεί. Αυτό είναι ένα μεγάλο Βήμα για το μεγάλο μέλλον σο υ κοι υπόσχετοι ένα τρομερό τέλος
για κάθε είδους μικρότητα που φωλιάΖει μέσα στα αν θρωπάκια ! Καταφέραμε να μάθουμε τον τρόπο που δρα η συ ναισθηματική πανούκλα. �Oταν αποφασίΖει να καταΒρο χθ[σει την Πολων[α, κarηγορει την Πολων[α ότι σχεδιά Ζει ένοπλη επ[θεση . Όταν αποφασΙΖει να δολοφονήσει έναν α ντιπαλ ο, τον κατη γορεf ότι σχεδιάΖει φόνο. Όταν εnινοεf κάποια πορνογραφική τερατωδια, κατη γορεί τους υγιε[ς για σεξο υαλική εξαχρεfωση. Σε μάθαμε, ανθρωπάκο! Διακρίναμε πίσω από τη ν αξιοθρήνητη μάσκα σο υ και εfδαμε μέσα από τις ικεσιες σου για συμπόνια. Θέλουμε να οικοδομήσεις το μέλλον με τη δουλειά σου και τα επιτεύγματά σου. Δε θέλουμε να αντικαταστήσεις έναν κακό δυνάστη με κάποιον χει ρότερο. ΑρχίΖουμε να απαιτο ύμε από σένα, ανθρωπάκο, όπως απαιτείς εσύ από τους άλλ ους, να υποταΧθείς στους νόμους τη ς Ζωής και να κατα 8άλεις τον [διο κόπο να Βελτιώσεις τον εαυτό σου, όσον αφιερώνεις για να κατακρίνεις τον πλησίον σου. Μαθαίνο υμε όλο και πε ρισσότερα για τη ν απληστία, τη ν ανευθυνότητα, το πάθος σου να κουτσομπολεύεις. Με Λfγα λόγια, τη ν καθολική αρρώστια σο υ που ΒρωμΙΖει τούτον τον όμορφο κόσμο μας. Ξέρω, ξέρω, δε σ' αρέσει να ακούς τέτοια πράγμα τα. Προτιμάς να Ζη τωκρα υ γάΖει ς, προσωποποίηση εσύ του μέλλοντος της Πατρίδας των Προλετάριων ή του Τέ ταρτου Ράιχ. Μα δε νομΙΖω ότι θα μολύνεις τον κόσμο με την ιδια επιτυχια που το έκανες στο παρελθόν. Βρή καμε το κλειδι στο επτασφράγιστο μυστικό σου. Πισω από τη μάσκα της κοινωνικότητας και της φlΛfας κρύΒεις ένα κτήνος, α νθρωπάκο. Δεν μπορεfς να περάσεις μια
ώρα μαΖί μου χωρίς va προδοθείς. Δε με πωrεύεις; Άσε με Va σου φρεσκάρω rn μvήμn. Θυμάσαι εκείvο ro θα υμάσιο, πλIόλOυσrO απόγευμα όrα v ήρθες σro σπίπ μου aaV ξυλοκόπος, γυρεύοντας δουλειά; Εfδες ro κουrάΒι μου, που σε μ ύρισε σroργIKά και πήδπ σε πάvω σου χαρούμεvο. Πρόσεξες όπ ήrαv κυvn γόσκυλο ράrσας και είπες, «Δέσ' rov Va αγριέψει! Ο σκύλος σου παρ αεfvαι φιλικός». Κι εγώ απάντπσα, «Δε θέλω έvα άγριο, αλ υσοδεμέvο σκύλο. Δε μου αρέσουv ra άγρια σκυλιά». /Εχω πολύ περισσόrεροuς εΧθρούς σ' α υrόv rov κόσμο από σέvα, φιλικέ μου ξυλοκόπε, κι ω σrόσo προπμ ώ έvα καλόψυχο σκυλί, φιλικό με roυς ξέ vους. Θυμάσαι εκείvn rn Βροχερή Κυριακή, όrαν n έγνοια για rn Βιολογική σου ακαμ ψία με οδήγπσε σε κάποιο μπαρ; Κα θόμουv κι έπιvα ro ουϊσκι μου -όχι, αvθρωπά κο, δεv είμαι πόrnς, o v και πίvω κάvα ουϊσκι πού και πού. Τέλος πάvrωv, έπιvα έvα ουϊσκι με σόδα. Είχες πιει Μγο παραπάvω, ήσο υv σrov πόλεμο, σrov Ειρn vικό, και μόλις εfχες γυρίσει σrn v narρfBa. Περιέγραφες roυς Ιά πω vες ως «κακομο ύrσο υvους πίθπκους» . Και rόrε, με ε κεfvn rn χαρακrnρισrική γκριμάrσα που σκόπιμα προκα λώ σro ιαrρείo μου προκειμέvου Va θεραπεύσω rnv πα VΟύκλα σου, είπες, «Ξέρεις
π
θα έπρεπε Va κάvουμε
σroυς ΓιαπωνέΖους σrπ Δ υπκή Ακrή; Να roυς κρεμάσου με όλους, μέχρι rov rελευrafο. Αλλά όχι μια κι έξω · όχι, πολ ύ αργά, σφfγγοvrας rn θπΛιά Μγο-Μγο, μισό πόντο κάθε πέντε λεπrά . . . πολύ αργά . . . va, έrσι . . . » κι έσrριBες ro χέρι σου για va με διαφωrίσεις πλήρως, αvθρωπάκο. Ο σερBιrόρoς θα ύμασε rnv πρωική σου αvδροπρέπεια.
Κράτπσες ποτέ σrπ ν αγκαΛιά σου ένα μικρό, ένα μωρό lάπωνα, παrρIωτάKO; �OXI; Θα συ νεΧίσει ς, σroυς αιώνες των αιώνω ν, να κρεμάς ιάπωνες κατάσκοπους, αμερικα νούς πιΛόroυς, ρωσίδες α γρόπσσες, γερμανούς αξιωμα πκούς, άγγΛους αναρχικο ύς κι έΛΛπ νες κομμο υνισrές. Θα roυς ro υφεκίΖεις, θα ro υς σrέΛνεις σrπ ν πΛεKrρΙKή καρέκΛα, θα roυς κάνεις να ασφυκπούν σε θαΛάμους αερίων, όμως α υτό δε θα αΛΛάξει σro εΛάxισro τπ σω μαπκή και νοππκή σου δυσΚΟ1Λιότπτα, τπ σεξο υαΛική σου ανΙKα νότπrα, roυς ρευμαπσμ ο ύς και πς ψ υχοΛογικές διαrαραxές σου. Όσο υς κι α ν σκοτώσεις, όσους κι αν κρεμάσεις, α υτό δε θα σε ξεκοΛΛήσει από ro Βούρκο. Ρίξε μια μαπά σroν εαυτό σου, ανθρωπάκο! Α υτή είναι n
μ όνπ σου εΛπίδα. Κι εσύ, γυναικούΛα, θυμάσαι τπ μέρα που καθόσο υν
σro γραφείο μου εκroξεύοvrας κακεvrρέχειες για ro σύ Ζυγό σο υ, που μόΛις σε είχε παρατήσει; Χρόνια οΛόκΛπ ρα εσύ,
n
μάνα σου, ΟΙ θειάδες σου, τα ανίψια σο υ και
rα ξαδέρφια σου roν Βαραίνατε τόσο ασφυκπκά, που ο άνθρωπος κόvrευε να μαραθεί. Έπρεπε να φροvrίΖει ε σένα κι όΛο σου ro σόι. Σε ένα ύσrαro σκίρτπμα τπς Ζωής μέσα roυ, αποφάσισε επιτέΛους να ξεκοΛΛήσει από ro τέΛμα και σrράφΠKε σε μένα να roν Βοπ θήσω, επειδή δεν ένιωθε αρκετά δυνατός να εΛευθερωθεί εσωτερικά από σένα μονάχος roυ. Δέχτπκε πρόθυμα να σου πΛπ ρώνει διαrρOφή, τα rρία τέταρτα του εισοδήματός roυ, όπως προΒΛέπει ο αΠOrρόπαιOς νόμος. Α υτό ήτα ν το τί μπμα για να εΛευθερωθεί από τπ ν καταπίεσπ και δε Βα ρυγκώμπ σε γιατί ήrαν μεγάΛος Kαllllιrέxνπ ς και ο ύτε τέχνπ, ούτε
n
n
πραγμαπκή εΠIσrήμπ μπορούν να Ζήσουν
σιδπροδέσμιες. Παρό?JO που εΙχες επάγγεΛμα, riθεΛες να σε συvrnρεf αΠOKΛεIσrIKά ο άνθρωπος που μισούσες ο Λόψυχα. Ήξερες ότι θα τον Βοπθούσα να εΛευθερωθε! από αδικαιοΛόγπτες υποχρεώσεις κι αυτό σε εξόργισε. Απει/'ωσες ότι θα μου έσrεΛνες τπν aσrvvopfa . Εγώ προ σπαθούσα να Βοπ θήσω έναν άνθρωπο σrIς πιο σκοτεινές ώρες τπς Ζωής του κι εσύ έΛεγες πως ήθεΛα να του φάω τα Λεφτά του. Με άΛΛα Λόγια, φτωχή γυναικούΛα φόρ τωνες σε μένα τις δικές σου σατανικές προθέσεις. Δε σκέφτπκες ποτέ να καΛΛιεργήσεις ro rαΛέvrο σου για τπ δουΛειά σου. Αυτό θα σε έκανε ανεξάρτπτπ, ανεξάρτπτπ από τον άvrρα που, χρόνια οΛόκΛπρα, ro μόνο σου συ vafaenpa γι ' αυτόν ήrαν το μfσος. ΠIσrεύεIς ότι εfναι δυνατό να χrfσεις έτσι έναν καινούργιο κόσμο; Άκουσα ότι εΙχες φιΊ\ους σOσIαΛIσrές που (<γνώΡΙΖαν τα πάvrα για μένα». Δε ΒΛέπεις ότι δεν εfσαι παρά ένας τύπος, ότι υπάρχουν σ' αυτόν roν κόσμο εκαroμμύρια σαν κι εσένα κι ότι Karασrρέφετε roν κόσμο; Ξέρω, ξέρω. EfaaI αδύ ναμπ και μόνπ, εfσαι «δεμένπ» με τπ μπτέρα σου, είσαι «ανήμπορπ». Μισεfς ro μfσος σου, δεν αvrέχεις roν εαυ τό σου και εfσαι απεΛπισμ ένπ . Να γιατ! KαrασrρέφεIς τπ Ζωή roυ συΖύγου σου, γυναικούΛα κι αφriνεσαι σro ρεύ μα τπς Ζωής, όπως εfναι σήμερα. Ξέρω ακόμα ότι έχεις με ro μέρος σου ποΛΛούς καΛούς δIKασrές και εισαγγε Λεfς, αΛΛά, πίσrεψέ με, δεν μπορούν να σε ΒγάΛουν απ ' τπ μΙΖέρια σου. Σε ΒΛέπω και σε ακούω, γυναικούΛα, σrπ σrενoγρά φο του Snpoafov που κρατά σπμειώσεις για ro παρεΛ θόν, ro παρόν και το μέΛΛον μου, τις ποΛιτικές μου πε ποιθήσεις και τις απόψεις μου περί ιδιοκτπσίας, Ρωσfας
κω δnμοκραrίας. Με ρωrούν, ?ιοιπόν, για rnv κοινωνικn θέσn μου. Απαvrώ όrι είμαι επίrιμo μέ?ιος σε rρεIς επι σrnμονικές και ?ιογοrεχνικές εrαιρείες, συμπερι?ιαμ8ανο μένn ς και rn ς Διεθνούς Εrαιρείας Π?ιασμο γαμίας. Ο υπά?ι?ιn?ιος που με εξεrάΖει εvrvπωσιάΖεrω. Σrn ν επόμε vn συνάvrn σn μας μου λέει, ((Εδώ είνω σnμειωμένο Kάrι παράδοξο. Ο φάκελός σας α ναφέρει πως είσrε επίrιμo μέλος rnς Διεθνούς Εraιρείας Πολ υγαμίας» . Γελάμε κω οι δύο με ro λαθάκι σο υ. Καrαλα8αίνεις [ώρα πως 8ρέ enKa να με ακολουθούν rιμές κω κακοnθειες α vrάμ α, γυνωκούλα με rnv οργιώδn φαvrασία; Χάρn σrIς φαvrα σιώσεις σου, όΧΙ σroν rρόπo rnς Ζωnς μου. Γιαrί, μnπως δεν αλnθεύει όrι ro μόνο που θυμάσω για roν Ρουσσό είνω όrι neelJe να ((εΠIσrρέψεI σrn φύσn», όrι παραμε λούσε ra πωδιά roυ κι όrι [α έσrεIλε σro oρφανorρoφείo; Είσω μΟΧθnρn μέχρι ra 8άθn rnς ψυxrίς σο υ. ΟΙ σκέψεις σου προσπερνούν καθεrί ro όμορφο κω γραπώνοvrω από rnv ασXrίμIα! ((AKo ύσrε, όλοι εσείς, έvrιμοι ποl!ίrες! Τον έχω δει να κλείνει rις κο υρrίνες [ο υ σrIς 1 . 00 ro πρωί. Γιαrί, rι κάνει; Όλn μέρα rις έχεις ορθάνοικrες. Kάrι κρύ8εrω πΙσω από όλα αυrά!» A vrrί n raKrιKrί ενάvrια σrn v αλrίθεIα δεν πιάνει πια. Tn μάθαμε για ra καλά. Δε σε ενδιαφέρουν ΟΙ κο υρrfνες μου. Εκείνο που θέλεις είναι να σrαμαrήσεις rnv αλnθεια μου. Θέλεις να εξακολουθnσεις να είσω καρφί κω συ κοφάvrnς. Θέλεις να συνεΧίσεις να σrέλνεIς roν αθώο γεΙroνά σου σrn φυλαKrί, επειδn δε σου αρέσει ο rρόπoς Ζωής roυ, επειδή είνω ευγενικός κι ελε ύθερος, επεIδrί εργάΖεrω κω δε aκοrίΖεrω για σένα. ΕΙσω πολύ περίερ-
γος, α νθρωπάκο. Χώνεις τη μ ύτη σου παντού και κακο Λογείς το υς πάντες. Είσαι ποΛύ τυχερός που η αστυνομία δεν καρφώνει ποτέ τα καρφιά της. ((Ακο ύστε, συμφοροΛογο ύμενοι! Είναι καθήγητής φι Λοσοφία ς. Κάποιο μεγάΛο πανεπιστήμιο θέΛει να τον προσΛάβει για να διδάσκει τα νιάτα. Είναι εξοργιστικό! Κάτω αυτός! Ζήτω οι φοροΛογο ύμενοι! Α υτοί πρέπει να αποφασίΖουν ποιος πρέπει να διδάσκει και ποιος όχι!» Οπότε κι εσύ, ενάρετη νοικοκυρά και φοροΛογούμε νη επίσης, στέΛνεις μια επίσημη αναφορά ενάντια σ' αυ τόν το δάσκαΛο της αΛήθειας και χάνει τη θέση του. Μικρή νοικοκυρούΛα και φοροΛογούμενη, ενάρετη μη τέρα που ανα θρέφεις πατριώτες, αποδείχτηκες δυνατό τερη από τέσσερις χιΛιάδες χρόνια φιΛοσοφίας και επι στήμης. Μα αρχίσαμε να σε καταΛαβαίνουμε. Αργά ή γρήγορα, θα σταματήσο υμε τις ενάρετες μηχανορραφίες σο υ. ((Ακο ύστε, ακούστε, ευσεβείς φύΛακες της δημοσίας αιδο ύς! Εκεί, πίσω από τη γωνία Ζει μια μητέρα με την κόρη της. Η κόρη έχει φι?ιο που την επισκέπτεται τα βρά δια, αργά. Να συλλάβετε τη μητέρα για μαστροπεία! Φω νάξτε την αστυνομία ! Για το συμφέρον της η θικής, του νόμου και της τάξης!» Κι η μητέρα τούτη τιμωρείται επειδή εσύ, πουριτανέ ανθρωπάκο, χώνεις τη μ ύτη σο υ στα ξένα κρεβάτια. Άσε, ξεσκεπάστηκες. Ξέρουμε πια το κίνητρο πίσω από ((τη ν η θική, το νόμο και την τάξη» σου. Εσύ δεν είσαι που προσπα θείς πάντα να τα ρίξεις στις σερβιτόρες; ΜάΛιστα, θέΛουμε οι γιοι κι οι κόρες μας να αποΛαμβάνουν ανοι κτά τον έρωτά τους κι όχι, όπως το θέΛεις εσύ, κρ υμμέ-
νοι σε σκοτεινές γωνιές. Τιμο ύμε εκείνους τους θαρρα Λέους γονείς που καταΛαΒαίνουν τον έρωτα των έφηΒων γιων και θυγατέρων τους και rov προσrαrεύο υν. Τέroιες μητέρες και τέτοιοι πατέρες ε{ναι ο σπόρος απ ' όπου θα φυτρώσουν οι γενιές το υ μέλλοντος, υγιείς σro σώμα και ro νου, αμόλ υντες από rις κοπροΛογικές φαντασιώσεις σου, σεξουαλικά ανίκανε α νθρωπάκο το υ εIKoσro ύ αιώ να! «AKOύσrε, συμπολίτες! Τα μάθατε τα τελευrαία; Είναι ομοφυλόφιλος. Ρίχτηκε σε ένα ν από τους ασθενείς του κι ο δύσrυxoς έφυγε πανικό8λητος με καrε8ασμένα τα Βρακιά» . Παραδέξου πως τρέμεις από λαγνεία κάθε φορά που διη γείσαι α υπ) τη ν « αλη θινΩ IσrOρ{α» . Ξέρεις πώς 8γΩκε; Αναπτύχθηκε απ ' rnv κοπριά που σωριάΖεις μέσα σου, από rn Βρώμικη, αρρωσrημένη φύση σου, rn δυσκοιλιό τητά σου και τους σιχαμερο ύς πόθους σου. Δεν είχα πο τέ ομοφυλοφιλικούς πόθους, α ντίθετα από σένα, ανθρω πάκο. Δεν επιθύμησα ποτέ να αποπλανήσω α νήλικα κο ρίτσια, όπως εσύ, ανθρωπάκο. Αντίθετα από σένα, αν θρωπάκο, δε Βίασα ποτέ μ ο υ γυναίκα και ποτέ δεν υπέ φερα από δυσκοιλιότητα, όπως εσύ, ανθρωπάκο. Ποτέ δεν αγκάλωσα γυναίκα που δε με ήθελε και δεν την ήθεΛα, ο ύτε έκΛεψα ποτέ μου τον έρωτα, σαν κι εσένα, ανθρωπάκο. Ποτέ δεν εξέθεσα δημόσω τον εαυτό μου, όπως κάνεις εσύ, ανθρωπάκο, και δεν έχω κοπρολογι κές φαντασιώσεις σαν και του λόγου σου, ανθρωπάκο! «Αυτό το ακο ύσατε; Παρενοχλούσε σεξο υαλικά σε τέ τοιο Βαθμό τη γραμματέα του, που τον παράτη σε σύξυλο. Ζούσαν οι δυο τους σro {διο σπίrι, με τραΒηγμένες rις
κο υρτίνες κω τα φώτα στο δωμάτιό του α ναμμένα μέχρι τις τρεις το πρωί!» Εfπες ότι n Λα Μετρί nrav φιλnδονn κω πνίγnκε τρώ γοντας Ζαχαρωτό. Κάθε που συΖnτούσες το μοργανατικό γάμο του Διάδοχου Ροδόλφου, σου 'τρεχαν τα σάΛια. Εfπες ότι n ΈΛενορ Ρούσ8ελτ δεν nrav κω πολύ φυσιο IΊOYlKn, ότι ο Πρύτανnς του Τάδε Πανεπιστnμίου έπιασε τη yvvafKQ το υ στα πράσα κι όπ η δασκάΛα του xωρlOιJ είχε εραστn. Εσύ δεν τα εΙπες όΛα αυτά, ανθρωπάκο; Εσύ τρισάθΛιε, δυστυχισμένε πολίτη τούτου του nIΊavnrn, που χιλιάδες χρόνια τώρα σκορπίΖεις rn Ζωn σου και παραμένεις πάντα 80υτη γμένος στο 80 ύρκο μέΧρι τα μπούνια! «ΣυΛΛά8ετέ τον! Είνω κατάσκοπος των Γερμανών! Δε θα μ ο υ έκα νε εντύπωσn αν nrav κω κατάσκοπος των Ρώσων κω των lσλανδών. Τον είδα στη ν OyBOflKOarn έκτη Οδό στη Νέα Υόρκn στις τρεις το απόγευμα. Και ro χειρότερο; Είχε κω μια γυναίκα μαΖί του!» Έχεις ιδέα, ανθρωπάκο, πόσο ασnμαντος φαντάΖει ένας κοριός κάτω από το Βόρειο ΣέΛας; Όχι; Το περί μενα! Κάποια μέρα θα θεσπιστούν a varnpof νόμοι ενά ντια arn v κοριοσύνη σου, ανθρωπάκο, δρακόντεlΟΙ νό μοι που θα προστατεύουν την αλnθεια κω τον έρωτα! Σnμερα Χώνεις τους έφn 80υς εραστές arn φυΛακn, μα .κάποια μέρα θα Χώσουν εσένα, επειδn πετάς λάσπη σε αξlΟπρεπεΙς ανθρώπους. Θα υπάρχει μια νέα ράτσα δι καστών κω δικη γόρων που δε θα δικολα80ύν με τυπο rιarplKn στρεψοδικία όπως anpepa, αΛλά θα δικάΖουν με 8άση τη ν αλήθεια, τη δικωοσύνη και τη ν καλοσύνη. Θα θεσπιστο ύν νόμοι, δρακόντεlΟΙ νόμοι για την προστασΙα
της Ζωής και θα εfσαι υποχρεωμένος να τους τηρεfς, αν θρωπάκο, έστω κι αν τους μισεfς. Ξέρω, θα συvεχfσεις να κουΒαΛάς τη συναισθηματικΩ πανούκΛα σου, τις συ κοφαvrfες και τις μηχαvορραφfες σου, τις διπΛωματικές μανούΒρες και τις αvακρfσεις σου για τρεις, πέντε ή δέκα αιώνες ακόμα. Μα στο τέΛος θα vικηθεfς, ανθρωπάκο. Θα vικη θεfς από το {διο σου το αfσθημα κάθαρσης, που κρατάς καταχωνιασμένο σήμερα, Βαθιά μέσα σου. Κα νένας κάΙΖερ, κανένας τσάρος, κανένας πατέρας του παγκόσμιου προΛεταριάτου δεν κατάφερε να σε κα τακτήσει. Σε σκΛά8ωσαν, αΛΛά κανένας δεν κατάφερε να σου αποστερήσει την KOKfa σου. EKefvo που θα σε νικήσει στο τέΛος, ανθρωπάκο, efVQI το αfσθημά σου της κάθαρσης, η Λαχτάρα σου για τη Ζωή. Δεν υπάρχει καμfα αμφι80Να για α υτό! ΜόΛις καθαρθεfς από τη μικρότητα και την KOKfa σου, θα αρΧίσεις να σκέφτεσαι. Στην αρχή το σκεπτικό σου θα εfvαι α ξιοθρήνητο και Λα θεμένο, αΛ Λά θα σκέφτεσαι στα σ08αρά. ΟΙ σκέψεις σου θα σε κάνο υν να υποφέρεις και θα μάθεις να αντέχεις τον πό vo, όπως εγώ και τόσοι άΛΛοι μάθαμε να σφίγγουμε τα δόντια και να αντέχουμε τον πόνο που προκαΛούν ΟΙ σκέψεις μας για σένα, εδώ κι αμέτρητα χρόνιο. Τα όσα υποφέραμε εξαπίας σου, θα σε 8άΛουν σε σκέψεις. Κι αφού θα αρΧίσεις πια να σκέφτεσαι, θα εκπΛαγείς από τα τεΛευταία τέσσερα χιΛιάδες χρόνω «ποΛιτισμού» σου. Θα α ναρωτιέσαι πώς ανεΧόσουν τις εφημερίδες σου, γε μάτες αποκΛειστικά με δεξιώσεις, παράτες και μετάλλια, διώξεις κι εκτεΛέσεις, εξωτερική πο?ιιπκή, realpolitik και διπΛωμαπκές ματσαράγκες, κινητοποιήσεις, αντικινηΤΟ ποιήσεις και επανακινητοποιήσεις, σύμφωνα μη-πο?ιέ-
μου, γυμνάσια και ΒομΒαρδισμούς. Όλα το ύτα τα αφο μοίω νες με καρτερικότπ τα σκλαΒωμένου πρόΒατου. Αν σταματο ύσες εκεί, ίσως να κατόρθωνες να κατανοriσεις τον εαυτό σου. Όμως, όΧι ! Τα υιοθετούσες και τα πα παγάλΙΖες, αιώνες ολόκλπρο υς. ΑμφέΒαλλες για τις δι κές σου λογικές ιδέες κι αποδεΧόσουν τις εσφαλμένες που διάΒαΖες στις εφπμερίδες, επειδι) νόμΙΖες ότι rirav πατριωτικές. Κι α υτό, α νθρωπάκο, είναι κάτι που θα σου πάρει πολύ χρόνο να το ξεπεράσεις. Θα ντρέπεσαι για τπν ιστορία σου κι π μοναδικι) σο υ ελπίδα είναι ότι π μελέτπ τπς ιστορίας δε θα είναι πια μαρτύρlO για τα ΤΡΙ σέγγονά μας. Δε θα μπορείς πια να κάνεις μια μεγάλπ επανάστασπ για να γυρίσεις πίσω στα χρόνια του «Με γάλου» Πέτρου. ΜΙΑ ΜΑ ΠΑ ΣΤΟ ΜΕΛΛ ΟΝ. Δεν ξέρω να σου πω πώς θα είναι το μέλλον σο υ. Δεν μπορώ να ξέρω αν θα φτά σεις στο φεγγάρι ri στον Άρπ με τπ Βοriθεια τπς κοσμικriς οργόνπ ς που ανακάλ υ ψα. Ούτε γνωρίΖω πώς θα απο γειώνονται και θα προσγειώνονται τα διαστπμικά σου σκάφπ, αν θα φωτίΖεις τα σπίτια σο υ με πλιακι) ενέργεια, ri αν θα μπορείς να συνομιλείς με κάποιον στπ ν Α υστρία ri τπ Βαγδάτπ, μέσα από μια σχισμι) στον τοίΧο του δω ματίο υ σο υ. Μπορώ, όμως, να σου πω με σιγουριά τι δε θα κάνεις σε πεντακόσια, σε χ[λια ri σε πέντε χιλιάδες χρόνια. «Ακο ύτε τι λέει; Έχει παλα Βώσει! Θα μου πει, τι δε θα κάνω! Ποιος νομ[Ζει ότι εωαι, δΙΚΓάτορας;» Δεν ε[μαι δικτάτορας, ανθρωπάκο, αν και θα μπο ρο ύσα άνεrα να γ[νω, με τπ μIKρότπrα που σε διέπει. Εξάλλου, το μόνο που μπορούν να σου πουν ΟΙ δικτά-
τορές σου, είVQl
τι
απαγορεύεταΙ va κάvε1ς σιiμερα, γω
va pnv Kαταλιiξε1ς στο θάλαμο αερίωv. Δεv έχουv τη δυvατότητα VQ σου P1AriaOVV γlΟ το απώτερο μέλλοv πε ΡlGσότερο από ό, τι va εΠ1σπεύσουv rn V αvάπτυξη εvός δέντρου. ((Κ1 εσύ από πού αντλείς αυτές πς γvώσε1ς σου, δlΟ vοούμεvε υπηρέτη του επαvασταπκού προλεταΡ1άτου;» Από τα δ1κά σου Βάθη, QlώV1ε προλετάΡ1ε του αvθρώ n1VOV λογlGμ ο ύ! ((Ορίστε, τov ακούτε; Αvrλεf, Λέε1, πς γvώσε1ς του από τα Βάθη μ ο υ! Μα εγώ δεv έχω Βάθη. KQl τέλος πάvrωv π σό1 ατομ1Κ1στ1κές κουΒέντες είVQ1 αυτές!!» Κ1 όμως, α vθρωπάκο, έχε1ς Βάθος, μόvο που δεv το ξέρε1ς. ΦοΒάσαΙ, φοΒάσω eavdalpQ τα εσωτεΡ1κά σου Βάθη . Να γωτί δεv τα συVQlσθάvεσQ1, ούτε τα δ1Qκρίvε1ς. Να γωτί σε Π1άvε1 1ί\1γγος όταv τα ατεvίΖε1ς κω γωτί πα ραπατάς, λες κω στέκεσω στο χε1ί\ος του γκρεμο ύ. Φο Βάσω pnV πέσε1ς κω χάσε1ς rnV (ιπροσωΠ1κότητά» σου. Επε1δή, όσο Κ1 OV προσπαθείς VQ αvακαΛ ύψε1ς τov εα υτό σου, πάντα τov ίδlΟ σκληρό, φθοvερό, άπληστο κω λη στΡ1κό αvθρωπάκο Βρίσκε1ς μπροστά σου. Μα δε θα σου έγραφα τούτη τη μακροσκελή καταγγεΜα, α vθρωπάκο, ov δεv είχες Βάθος. ΓvωρίΖω, δε, αυτό το εσωτεΡ1κό Βά θος σου, α vθρωπάκο, επε1διi, ως γωrρός, το αvακάΛ υψα όταv nρθες σε μ έvα με rnV O BtfVn σου. Το ύτο αΚΡ1Βώς το Βάθος σου είVQ1 το μέλλοv σου. Να γωτί μπορώ va σο υ πω με σ1γουΡ1ά τι δε θα κάvε1ς στο μέλλοv. Θα 'ρθε1 μω εποχn πο υ δε θα μπορείς va καταΛάΒε1ς πώς κατάφερvες, σε α υτά τα τέσσερα Χ1Λ1άδες αποΜπστα
χρόνω, να κάνεις όΛα όσα έκανες. Θα με ακούσεις τώ ρα; ((ΓΙατί να μην ακούσω μια χαριτωμένη ο υτοπία; /Οπως κω να 'χει, δεν πρόκειτω να γίνει κω τίποτα, αγαπητέ μ ο υ γιατρέ. Θα παραμένω πάντα ο ανθρωπάκος του Λα ού, δίχως δική μου άποψn. ΕξάΛΛου, ποιος είμaι εγώ για να . . . ;» Ω, σώπα πια! ΚρύΒεσω πίσω από το μ ύθο του α ν θρωπάκο υ, επειδή φοΒάσω να μπεις στο ποτάμι τη ς Ζωής, μην τύχει κι αναγκαστείς να κοΛ υμπήσεις -έστω κω μόνο για το χατίρι των πωδιών σου και των πaιδIών των πωδιών σου. Ωραία, Λοιπόν. Το πρώτο από τα ποΛΛά πο υ δε θα κάνεις στο μέΛΛον, είνaι να θεωρείς τον εα υτό σου αν θρωπάκο, δίχως δική το υ άποψη, που επαναΛαμΒάνει μο νότονα, ((ΕξάΛΛου, ποιος είμaι εγώ για να . . . ;» /Εχεις δική σο υ άποψn Kaι στο μέΛΛον θα το θεωρείς ατιμωτικό να p n v rn γνωρίΖεις, να p n v rn v εκφράΖεις κω να μην την υπερασπίΖεσω με σθένος. «Μα τι θα πει η κοινή γνώμη για rnv άποψή μου; Άμα rn v εκφράσω δnμόσια, θα με Λιώσουν σα σκουΛή κι!» Α υτό που αποκαΛείς ((κοινή γνώμn» , ανθρωπάκο, εί νω το συνονθύΛευμα τnς προσωπικής άποψης όΛων των ανθρωπάκων, αντρών κω γυνωκών. Κάθε ανθρωπάκος κω κάθε γυνωκούΛ α έχει κατά Βάθος μια ορθή άποψη κω ένα ιδιαίτερο είδος Λα θεμένn ς άποψnς. ΟΙ Λαθεμέ νες απόψεις τους πη γάΖο υν από το φόΒο των Λαθεμένων απόψεων όΛων των άΛΛων α νθρωπάκων. Να γιατί δε Βγαίνο υν στο φως οι ορθές απόψεις. /Ετσι, για παρά-
δειγμα, δε θα ΠIσrεύεIς πια όπ ((δε μετράς» . Θα ξέρεις και θα διακηρύττεις πως είσαι το θεμέλιο και το σrnPIypa τούτης της α νθρώπινης κοινωνίας. Μη ν το ΒάΖεις σrα πό δια! Μη φ08άσαι! Δεν είναι δα και τόσο δυσάρεσro να είσαι ένα υπεύθυνο σrnpIypa της κοινωνίας. (( Τι πρέπει να κάνω, λοιπόν, για να γίνω το σrnPIypa της κοινωνία ς;» Tίπorα το καινούργιο n το aavvneIσro. Απλά, συνέ χισε να κάνεις α υτό που κάνεις και τώρα. Καλλιέργησε το χωράφι σου, δούλευε το σφυρί σου, εξέrαzε Γον α σθενn σου, πnγαινε τα παιδιά σου σro σχολείο n σrη ν παιδικn χαρά, γράφε άρθρ α για ra τρέχοντα γεγονότα, ερεύνησε ra μ υσrIKά της φύσης. Ό, π κάνεις και σnμερα, μόνο που τα θεωρείς aanpavra. ΝομίΖεις πως σημαντικά είναι μόνο όσα κάνει n λεει ο Στρατάρχης Παρασημfδnς ri ο Πρfγκιπας Μεγαλόσχημος. ((EfaQI ονειροηόλος, γιατρέ. Δε Βλέπεις όπ ο Στρα τάρχη ς Παρασημίδης κι ο Πρίγκιπας Μεγαλόσχημος έ χουν το υς σrραπώτες και τους εξοπλισμούς που χρειά ΖΟνται για να κάνουν πολέμους, να με εΠIσrρατεύoυν σro δικό τους πόλεμο και να ΒομΒαρδίσο υν το χωράφι μου, το εργoσrάσIό μου, το εργασrΏΡI μου ri το γραφεfο μου;» Εσύ φταις που εΠIσrρarε ύεσαι, που ΒομΒαρδίΖεται το χωράφι και το εργoσrάσIό σο υ, επειδΏ, όταν σε εΠIσrρα τεύουν και ΒομΒαρδfΖουν το εργoσrάσIO και ΓΟ χωράφι σου, φωνάΖεις ΖΏτω, ΖΏτω. Ο Πρfγκιnας Μεγαλόσχημος δε θα 'χε ούτε σrραπώτες μnrε όπλα, αν nξερες πραγ μαπκά όπ ra χωράφια είναι για να καλλιεργείς σrάΡI και ra εργoσrάσIα για να κarασκευάΖεις παπούτσια ri έπιπλα,
όπ τα χωράφια και τα εργoσrάσIα δεν είναι για να Βομ ΒαρδίΖΟνται, κι αν σrnΡΙΖες rnv άποψn σου ro ύrn με σθέ νος. Ο Σrραrάρχn ς Παρασnμίδn ς σου και ο Πρίγκιπας ΜεγαΛόσχnμός σο υ δεν τα γνωρίΖουν αυτά. Δε δουΛεύ ουν σro χωράφι, σro εργoσrάσIO ή το γραφείο. ΝομίΖουν όπ δουΛε ύεις για ro μεγαΛείο και rn δόξα rnς Γερμανίας n rnς Παrρίδας των ΠροΛετάριων κι όΧΙ για να ταiσεις τα παιδιά σου. ((Και π να κάνω, Λοιπόν; Μισώ roν πόΛεμο. Όταν με εΠIσrρarεύoυν,
n
γυναίκα μου σπαράΖει σro κΛάμα. Ό
ταν ο σrρατός των προΛετάριων καταΛαμΒάνει rn χώρα μου, τα παιδιά μου Λιμοκroνούν και τα πτώματα σroιBά ΖΟνται εκαroμμ ύρια . . . Εγώ δε θέΛω παρά να καΛΛιεργώ ro χωράφι μου, να παίΖω με τα παιδιά μου όταν σχοΛάω από rn δουΛειά, να κάνω έρωτα σrn γυναίκα μου τα Βρά δια και σrις διακοπές να χορεύω, να rραγo υδώ και να παίΖω μουσική. Τι θα 'πρεπε να κάνω;» ΑπΛά, συνέχισε να κάνεις ό, π κάνεις. Α υτό που ήθε Λες να κάνεις πάντα. ΔούΛευε, άφnσε τα παιδιά σου να μεγαΛώνουν εΛεύθερα κι ε υτυχισμένα, κάνε έρωτα με rn γυναίκα σου τα Βράδια. Α ν ακοΛουθούσες α υτό ro πρό γραμμα συvειδnrά κι απαρέγκΛπα, δε θα γίνονταν πόΛε μοι. Η γυναίκα σο υ δε θα γινόταν θήραμα των σεξουα Λικά πεινασμένων σrραπωτών rnς Παrρίδας των ΠροΛε τάριων. Τα παιδιά σου δε θα γυρνόφερναν ορφανά και πεινασμένα σroυς δρόμο υς, ούτε κι εσύ θα κarέΛnγες σε κάποιο μακρινό ((πεδίο πμnς» , να καρφώνεις με ά ψυχα μάπα ro γαΛάΖΙΟ ο υρανό. ((Μα κι αν υποθέσουμε όπ θέΛω να Ζω για rn δουΛειά μου, rn γυναίκα μου κω τα παιδιά μου, τι μπορώ να
κάvω όταv ΟΙ Ούvvοι, ΟΙ Γερμαvοί, ΟΙ Ιάπωvες, ΟΙ ΡώσΟ1, n ΟΠ010σδnΠΟτε άλλος εισΒάλλουv arn χώρα μου, υπο χρεώvοvτάς με va πολεμnσω; Δεv πρέπει VQ υπερασπι στώ rnv Ο1κογέvεια και το σπίτι μου;» Δίκιο έχεις, αvθρωπάκο. Ότα v σου επιτίθεvται ΟΙ ΟύvvΟ1 n ΟΠΟΙΟδnΠΟτε άλλο έθvος, είσαι υποχρεωμέvος VQ πάρεις τα όπλα. Αυτό που δε ΒΛέπεις είvαι ότι και ΟΙ «ΟύvvΟ1» όΛωv τωv εθvοτnτωv είvαι κι εκείvΟ1 εκατομ μ ύρια αvθρωπάκια aaV κι εσέvα, που επιμέvουv VQ φω vάΖο υv Ζnτω, Ζnτω, όταv τους επιστρατεύει ο Πρίγκιπας Μεγαλόσχnμος (ο οποίος δεv εργάΖεται) . Αvθρωπάκια aaV κι εσέVα , που πιστεύουv ότι δε μετράvε και ρωτο ύv, ((Ποιος είμαι εγώ για VQ 'χω BIKn μου άποψn;» Α v, έστω και μια φορά, συvειδnΤΟΠ010ύσες ότι με τράς, ότι έχεις open, BIKn σου άποψn, ότι το χωράφι και το
εργοστάσιό σου υπάρχουv για VQ σου παρέχουv τα
anapafrnra για rn Ζωn κι όΧΙ για το θάvατο, τότε, QV θρωπάκο, θα μπορούσες εσύ ο ίδιος VQ απαvτnσεις arn v ερώτnσn που μόΛις έκαvες. Δε θα χρειαΖόσουv διπΛω μάτες. Θα έπα υες VQ κρα υγάΖεις Ζnτω, Ζnτω και VQ κα ταθέτεις στεφάvια σTOV τάφο του Άγvωστου Στρα τιώτn. (Tov ξέρω τov Άγvωστο Σrρατιώτn σου, αvθρωπάκο. Tov γvώρισα όταv ποΛεμούσα εvάvτια στο θαvάσιμο εΧθρό μου στα Βουvά τnς Ιταiιfας. EfvQJ έvας αvθρωπάκος aaV κι εσέvα, που vόμΙΖε ότι δεv είχε SlKn του άποψn). Avτί VQ κατα θέτεις rnv εθvικn σου συvείδnσn στα πόδια του Πρίγκιπα ΜεγαΛόσχnμου, n του Σrρατάρχn σου το υ πα γκόσμιου προλεταριάτο υ για VQ rnv ποδοπατούv, θα έ δειχvες rn v α vτίθεσn σο υ με rn v αυτοσυvείδnσn τnς αξίας σου και rn v υπερnφάvεια για rn δουλειά σου. Θα
μπορο ύσες να εξΟ1κειωθείς με τον αδερφό σου, τον αν θρωπάκο [Ω ς Ιαπωνίας, [Ως Κίνας κι ΟΠΟ1ασδnποrε άλ λΩς Χώρας Ούννων, θα [ου έλεγες [Ω ν open σου άΠΟΨΩ γlQ το λεπούργΩμά σου του γIQrρOύ, [ου εργάrn, του αγρόrn, το υ παrέρα ΚαΙ συΖύγου ΚαΙ θα [ον έπειθες [ε λικά όπ ro μ όνο που χρειάΖεrQl να κάνει γlQ να εξαλεί ψει [ον πόλεμο είναΙ να εξακολο υθnσει [Ω δουλειά rov ΚαΙ [ον έρωrα. «ΜάλJσra. Πολ ύ ωραία όλα αυrά. Μα [ώρα σκαρώ νο υν κω τούrες πς ατομικές ΒόμΒες. Φrάνει μlQ από δα ύrες, για να σκοrώσει εκαrοvrάδες χιλιάδες ανθρώ πους!» Βάλε το μυαλό σο υ να δουλέψει, ανθρωπάκο! Νομί Ζεις όπ πς ατομικές ΒόμΒες πς φπάχνει ο Πρίγκιπας Με γαλόσΧΩμος; υχι ΒέΒαΙα, πς φπάχνουν ανθρωπάκlQ που φω νάΖουν Ζnrω, Ζnrω avrf να αρνούvrQl να πς φπάξουν. Βλέπεις, ανθρωπάκο, όλα KaralJnyovv σε ένα πράγμα, σ' εσένα ΚαΙ το ορθό n λαθεμένο σκεππκό σου. Κι εσύ, ο λαμπρόrερος επισrnμονας του εIKoσroύ ωώνα, αν δεν nao vv ένας μικροσκοπικός α νθρωπάκος, θα σκεφrό σουν σε παγκόσμlQ κι όχι σε εθνικn κλίμακα . Η rρavn ιδlOφυiα σου θα σου υποδείκνυε πώς να κραrnσεις [Ω ν ατομικn ΒόμΒα έξω από [Ων Ο1κουμένΩ ' n, σrΩ ν περίπrω σΩ που
n
lJoYIKn [Ως επισrnμονικnς εξέλιξΩ ς KαθIσroύσε
μlQ [έτοια εφεύρεσΩ αναπόφευΚΙΩ, θα xΡΩσJμOΠ010ύσες όλΩ ΙΩν επφροn σου γlQ να εμποδίσεις ΙΩ xpnan ΙΩς. ΕίσαΙ παγιδευμένος σro φαύλο κύκλο που μόνος σου έφπαξες ΚαΙ δεν μπορείς να ξεφύγεις, επειδn n σκέΨΩ ΚαΙ το όραμά σου nnpav λάθος καιεύθυνσΩ . ΠαΡΩγόΡΩ σες εκαιομμ ύρια α νθρωπάκlQ λέγοvrάς ιους πως n aro-
μική σου ενέργεια θα θεράπευε τον KaPKfvo και τους ρευματισμ ο ύς τους. Όμως, γνώΡΙΖες ότι αυτό ήταν αδύ νατο, ότι κατασκεύασες ένα εργαΛεfο θανάτου και rfnora περισσότερο. Εσύ κι n φ υσική σου καταΛήξατε στο {διο αδιέξοδο. Το ξέρεις, μα δε θες να το παραδεΧθεfς! Ξό φΛnσες! Και σήμερα και για πάντα! Σου πρόσφερα τις θεραπευτικές δυνάμεις τnς κοσμικής μου ενέργειας, αν θρωπάκο! Το ξέρεις, στο 'χω πει ξεκάθαρα. Μα παρα μένεις 80υ8ός, εξακοΛουθεfς να πεθαfνεις από KaPKfvo κι από ρα γισμένn καρδιά και στο νεκροκρέ8ατό σου α κόμα ξεφωνfΖεις, «Ζήτω ο ποΛιτισμός και n τεχνοΛογfα!» Κι εγώ σου Λέω, α νθρωπάκο, ότι έσκαψες τον τάφο σου εν γνώσει σο υ. ΝομfΖεις πως Χάραξε n νέα « εποχή τnς ατομικής ενέργειας». Ναι, Χάραξε afyovpa, αΛΛά όΧΙ με τον τρόπο που νομfΖεις. υχι arn v κόΛασή σου, μα στο ήσυχο, δραστήριο εργαστήρι μου σε μια γωνιά τnς Αμε ρικής. Εξαρτάται αποκΛειστικά από σένα, ανθρωπάκο, αν θα πας ή δε θα πας στον πόΛεμο. Αν ήξερες, μονάχα, ότι δουΛεύεις για rn Ζωή κι όΧΙ για το θάνατο! Α ν ήξερες ότι όΛα τα α νθρωπάκια του nlIavrirn εfναι ακρι8ώς σαν κι εσένα κι n μοfρα σας κοινή. Κάποια μέρα (το πόσο σύντομα εξαρτάται αποκΛειστι κά από σένα) θα πάψεις να φ ωνάΖεις Ζήτω, Ζήτω. Θα πάψεις να καΛΛιεργεfς χωράφια και να δουΛεύεις σε ερ γοστάσια που μοfρα τους θα εfναι n καταστροφή. Κάποια μέρα, στο Λέω, δε θα 'σαι πια διατεθειμένος να δου Λεύεις για το θάνατο, μα μόνο για rn Ζωή. «Θες να κnρύξω γενική απεργfα;»
Δεν εiμαι σiγουρος. Η γενική απεργiα σου εiναι αδύ ναμο όπΛο. Θα σε καrn γορήσο υν -δiκαια, μάΛIσrα- όπ αφήνεις rn YVvaiKa και [α παιδιά σου να πεινάσο υν. Δε θα επιδεiξεις rn μεγάΛn ευθύνn σου για rn v ευnμερiα ή rnv KαrασrΡOφή rnς κοινωνiας σου απεργώvrας. Απεργiα θα πει να pnv εργάΖεσαι. Εγώ σου εiπα όπ κάποια μέρα θα δουΛεύεις για rn Ζωή, όΧΙ όπ θα πάψεις να δουΛεύεις. Αν επιμένεις σrn Λέξn «απεργiα», πες rnv «απεργiα ερ γασiας». Απέργnσε δουΛεύοvrας για [ον εαυrό σου, [α παιδιά σου, rn yvvaiKQ ή rn σύΖυγό σου, rn v κοινωνiα σου, rnv παραγωγή ή ro αγρόκrnμά σου. Ξεκαθάρισε πως δεν έχεις χρόνο για ποΛέμο υς, όπ έχεις σnμαvrικό [ερα πράγμαrα να κάνεις. ΔιάΛεξε ένα χωράφι έξω από κάθε μεγάΛn πόΛn rnς γnς. Μάvrρωσέ ro με ψnΛά rεiχn κι άσε εκεi όΛους roυς διπΛωμάrες και roυς σrραrάρχες rnς γnς να αΛΛnΛοσκοrωθούν. Θα μπορούσες να ro κά νεις αυrό, ανθρωπάκο, αρκεi μόνο να έπα υες να φωνά Ζεις Ζήrω, Ζήrω. Αρκεi να έπα υες να ΠIσrεύεIς όπ εiσαι ένας κανένας, δiχως δική roυ άποψn . . . υΛα από σένα εξαρrώvrαι, ανθρωπάκο. �OXI μόνο ro σφυρi ή ro σrnθοσκόπιό σου, αΛΛά n Ζωή σου και n Ζωή [ων παιδιών σου. Κο υνάς ro κεφάΛι σου. Θαρρεiς πως εiμαι o υroΠIσrής, αν όΧΙ « KoμμoυνIσrής». Με ρωrάς, ανθρωπάκο, πόrε επιrέΛους θα έχεις μια καΛή, μια εξασφαΛισμένn Ζωή. Η απάvrn σn σε ξενiΖει. Θα 'χεις μια καΛή, εξασφαΛισμένn Ζωή όrαν ro δώρο rnς Ζωής θα σnμαiνει για σένα περισσόrερα από rn v ε ξασφάΛισn, ο έρωrας περισσόrερα από ro χρήμα, n ε Λευθερiα σου περισσόrερα από rn v κοινή ή κομμαπκή γνώμn · όrαν ro aiaenpa που εμπνέει n μο υσική roυ
Μπετό8εν ή του Μπαχ γίνει το κυρίαρχο αίσθημα της Ζωnς σο υ -το έχεις μέσα σου, ανθρωπάκο, κάπου 8αθιά, στα μ ύχια της ύπαρξής σου. Όταν το σκεππκό σου ε ναρμονιστε!, αντί να συγκρούεται, με τα συvαισθnματά σο υ ' όταν μάθεις να αναγνωρίΖεις δύο πράγμ ατα στον καιρό τους, τα χαρίσματά σο υ και το πέρασμα του χρό νου από πάνω σου. Όταν θα επιτρέψεις στον εαυτό σου να καθοδη γείται από πς σκέψεις των μεγάΛων σοφών κι όχι από τα εγκΛnματα των μεγάΛων ποΛεμιστών. 'Οταν θα πάψεις να δίνεις περισσότερο 8άρος στα πιστΟΠOlη τικά γάμου, παρά στον έρωτα μεταξύ του άντρα και της γυναίκας. ' Οταν θα μάθεις να αναγνωρίΖεις έγκαιρα τα Λάθη σο υ κι όΧΙ κατόπιν εορτnς, όπως κάνεις σnμερα. Όταν θα πΛηρώνεις τους άντρες και πς γυναίκες που διδάσκουν τα παιδιά σου περισσότερα από όσα δίνεις στο υς ποΛιπκούς σου. Όταν θα σε εμπνέο υν
ol
αΛnθειες
και ΟΙ τυπικότητες θα σε αη διάΖουψ ότα ν θα επικοινω νείς με τους συντρόφους εργάτες σου στις άΛΛες Χώρες άμεσα, δίχως διπΛωμαπκούς μεσοΛα8η τές. Όταν η ερω rIKn ευτυΧία τη ς έφη 8ης κόρης σου αντί να σε εξοργίΖει, όπως κάνει σnμερα, θα πΛημμ υρίΖει χαρά την καρδιά σο υ. Όταν θα κο υνάς απΛά το κεφάΛι σου στη ν ανά μνη ση της εποχnς που πμωρούσαν τα μικρά παιδιά ε πειδn άγγΙΖαν τα γεννηπκά τους όργανα. Όταν τα αν θρώπινα πρόσωπα που θα συναντάς στο δρόμο, δε θα είναι τρα8ηγμένα από τη δυστυΧία και τη θΛίψη αΛΛά θα Λάμπουν από αίσθημα εΛευθερίας, Ζωπκότη τα κι εσωτε pIKn γαΛήνη . Όταν τα σώματα των ανθρώπων θα πά ψουν να κινούνται επί της γης μονοκόμματα, με άκα μπτες Λεκάνες και πα γωμένα γεννηπκά όργανα.
Ζητάς συμΒουλές και KaeOBnynan, α νθρωπάκο. Χι λιετίες ολόκληρες σου δίνουν συμ80υλές και σε καθο δηγούν, καλώς n κακώς. Όχι όπ οι συμ80 υλές nTav κα κές. Η μικρότητά σου φταfει για την αδιάλειπτη δυσrυxία σο υ. Θα μπορο ύσα να σου δώσω μερικές καλές συμ Βο υλές, αλλά δεδομένου του τρόπου που σκέφτεσαι κι αυτο ύ που είσαι, δε θα μπορο ύσες να πς μετατρέψεις σε πράξεις ευεργεπκές για το κοινό συμφέρον. Αν, γιa παράδειγμα, σε συμ80ύλευα να σrαματnσεις τη διπλωματία και να την αντικατασrnσεις με τους επαγ γελμαπκούς n ιδlωrιKoύς συλλόγους όλω ν των τσαγκά ρηδων, σιδεράδων, μαραγκών, μηχανικών, μηχανολό γων, γιατρών, εκπαιδευπκών, συγγραφέων, υπαλλnλων, μιναδόρων κι αγροτών της Αγγλίας, τη ς Γερμα νίας, τη ς Ρωσίας, των Ηνωμένων Πολπειών, της Αργενπνnς, της ΒραΖιλίας, της Παλαισrίνη ς, της Αρα8ίας, τη ς Το υρκίας, της ΣκανδιναΒίας, του Θι8έτ, της [νδονη σfας και ο ύτω καθεξnς· να αφnσεις τους τσαγκάρnδες όλη ς της γης να συσκεφτούν με θέμα τον καλ ύτερο τρόπο να εφοδιάσουν όλα τα παιδιά της Κίνας με παπούτσια · να αφnσεις τους μιναδόρους να Βρουν τον καλύτερο τρόπο να θερμαίνο νται οι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο· ν' αφnσεις τους εκπαιδε υπκούς όλων των χωρών κι όλων των εθνών να αποφασίσουν ΠΟlOς είναι ο καλ ύτερος τρόπος να προ φυλάξουν τα παιδιά το υ κόσμου από την ανικανότητα και rις ψυχικές διαταραΧές που τα απειλούν ως ενnλικες και ούτω κα θεξnς. Τι θα έκανες σε μια τέτοια περίπτωση, ανθρωπάκο, αντιμέτωπος με το ύτες πς α υτονόητες afJn θειες;
Αν υποθέσο υμε προς σπγμΩν όπ δε θα μ ' έχωνες σrη φ υiΊαKΩ για «KOμμOυνIσrΩ», θα μου απαvτoύσες κατ ' ιδίαν είτε δια εκπροσώπου το υ κόμματος, του θρησκεύ ματος, του επιτη δεύματος, του συνδικάτου n της κυΒέρ νησης: «Και ποιος είμαι εγώ για να αVΤIKατασrΩσω πς διπΛω μαπκές σχέσεις μεταξύ των χωρών με διεθνείς σχέσεις που σrηρίzovται σro έργο και την κοινωνικΩ προσφορά;» >
Η: «Δεν υπάρχει τρόπος να ξεπεράσουμε πς ασυμ
φωνίες σrη ν οικονομικΩ και την κοινωνικΩ ανάπτυξη με ταξύ των διαφόρων χωρών». Ή: «Δε θα Ωταν σφάΛμα να συνάψουμε σχέσεις με τους γερμανο ύς n ιάπωνες φασίσrες, τους ρώσους κομ μουνιστές n τους αμερικανούς KαπιταΛIσrές;» Ή: «Εμένα με ενδιαφέρει πρώτα και πάνω από όΛα η ρωσικΩ, αμερικανικΩ, αγγΛικΩ, εΒραϊκΩ n αραΒικΩ πα τρίδα μ ο υ» . Ή: «Εδώ [σα που τα ΒγάΖω πέρα με τα δικά μου προΒΛΩματα και δυσκοΛεύομαι να ΒγάΛω άκρη με τους συναδέΛφους μου σro σωματείο ενδυματοποιών. Ας α σχοΛη θεί κάποιος άΛΛος με τους ενδυματοποιούς των άΛΛων χωρών» . Ή: «Μη ν τον ακούτε α υτόν τον KαπιταΛIσrΩ, ΜποΛ σεΒίκο, φασίστα, ΤρoτσKIσrΩ, OΙKoυμενIσrΩ, σεξο υαΛι στΩ, ΕΒραίο, ξένο, διανοο ύμενο, ονειροπόΛο, ο υτοπιστη, αηατεώνα, εKKεVΤΡIKό, παΛα Βιάρη, αΤOμIσrΩ κι αναρχικό! Πο ύ πΩγε ο αμερικανικός, ρωσικός, γερμανικός, αγγΛι κός n εΒραϊκός πατριωπσμός σας;» Ναι, σίγουρα κάποια από αυτές τις δηΛώσεις θα έκα νες, n κάποια άΛΛη, παρόμοια, σαν δικαιοΛογία για να
αποσείσεις rn V ευθύvη σου στο Ζήτημα της επικοιvωvίας μεταξύ τωv αvθρώπωv. «Είμαι, λοιπόv, τελείως άχρηστος; Δε μ ο υ αvαγvωρί Ζεις ίχvος αξιοπρέπειας. Με εξευτέλισες. Για σκέψου, ό μως. Δουλεύω σκΛηρά, φροντίΖω τη γυvαίκα μου και τα παιδιά μου, αγωvίΖομαι Va Ζήσω α ξιοπρεπώ ς, υπηρετώ rnV πατρίδα μου. Δεv μπορεί Va είμαι δα και τόσο κακός όσο Λες!» Το ξέρω πως είσαι έvα αξιοπρεπές, εργατικό, συvερ γάσιμο Ζώο. Μπορεί καvείς άvετα va σε παραΒάΛει με τις μέΛισσες και τα μερμήγκια . Εγώ το μόvο που έκαvα rirav va ξεγυμ vώσω τov ανθρωπάκο μέσα σου, αυτόv που σο υ κατα στρέφει τη Ζωή εδώ και χιλιάδες χρόνια. Είσαι μεγάλος, αvθρωπάκο, όταv δεv είσαι κακός και μικρόψυχος. Το μεγαλείο σου είvαι η μοvαδικn ελπίδα που μας απόμειvε. Είσαι μεγάλος όταv αγαπάς τη δου λειά σου, όταv απολαμΒάvεις το σκάλισμ α, το χτίσιμο, τη Ζωγραφική, το όργωμα και το θέρισμα, το γαλάΖΙΟ ο υρα vό, τα ελάφια και τη δροσιά του πρωιvο ύ, τη μου σική και το χορό, rnV α vατροφn τωv παιδιώv σου και rn v ομορφιά στο κορμί της n του συΖύγου σο υ ' όταv ηας στο πλαvητάριο Va μελετήσεις τα αστέρια, στη ΒιΒΛιο θήκη va διαΒάσεις τις σκέψεις που έκαvαv άλλοι, άντρες και γυvαίκες, για τη Ζωή. Είσαι μεγάλος όταv το εγγόvι σο υ κάθεται στα πόδια σου και του μιλάς για τα χρόvια τα παλιά κι ατεvίΖεις το αΒέΒαιο μέλλοv μέσα από rnv τρυφερή, παιδιάστικη περιέργειά του. Είσαι μεγάλη, μη τέρα, όταv vαvο υρίΖεις το μωρό σο υ ' όταv προσεύχεσαι με λαχτάρα, μ ε δάκρυα στα μάτια, Va 'χει ευτυχισμέvο
μέΛΛον κι όταν, ώρα την ώρα, χρόνο ro χρόνο, χτίΖεις roύτη τη ν ευτυχία σro ποιδί σου. Είσοι μεγάΛος, ανθρωπάκο, όταν rραγoυδάς τα όμορ φα, rρυφερά Λαϊκά σου rραγO ύδIO, ή όταν χορεύεις πα ΛlOύς χορούς σroυς ήχο υς roυ ακορντεόν γιοτί τα Λαϊκά rραγOύδIO κάνουν καΛό σrη ν ψυχή κι είνοι τα ίδιο σε όΛον roν κόσμο. Κι είσοι μεγάΛος όταν Λες σro φίΛο σου: ((EυχαΡIσrώ τη μοίρα μου που κατόρθωσα κι έΖησα τη Ζωή μου εΛεύθερος από τη Βρωμιά και τη ν απΛη σrία, που ΒΛέπω τα ποιδιά μου να προκόΒο υν· που τα άκουσα να ψεΛi\ίzoυν τα πρώτα roυς Λογάκιο κι είδα να μαθαί νουν να χρη σψοποιούν τα χεράκιο roυς, να κάνουν τα πρώτα τους Βήματα, να παίΖουν, να κάνουν ερωτήσεις, να γεΛούν κοι να ερωτεύοντοι · που μπόρεσα να διοτη ρήσω, μ ' όΛη της την εΛευθερία κοι την αγνότητά της, την ευοισθησία μου σrην άνOlξη κοι το απαΛό αεράκι, σro κεΛάρ υσμα roυ ρυακιού που περνά κοντά από ro σπίπ μου κοι σro κεΛάη δΙσμ α των πουΛιών σrα δάση · που δε συμμετείχα σrα κουτσομποΛιά των μοχθηρών γει τόνων μ ο υ · που έΖησα τη χαρά σrην α γκαΛιά της ή roυ συΖύγου μου κοι ένιωσα τη Ζωή να κυΛάει σro σώμα μ ο υ · που δεν έχασα ro δρόμο μου σro υς δύσκοΛους κοιρούς κοι που η Ζωή μου είχε νόημα κοι συνέχειο. Γιοτί πάντα άκουγα την τρ υφερή φωνή μέσα μου που έΛεγε, "Μόνο ένα πράγμα έχει σημασία: Ζήσε μιο γεμά τη, ευτυχΙσμένη Ζωή. Κάνε α υτό που σου Λεει η καρδιά σου, ακόμα κι αν σε ΒγάΛει σε μονοπάπα που ΟΙ αδύνα μες ψυχές αποφεύγουν. Ακόμα κι όταν η Ζωή είναι μαρ τύρlO, μην τη ν αφήνεις να σε σκΛηραίνει "» .
Όταν τα ήρεμα 8ραδάκlO μετά rn δουΛειά κάθομαι σro Λι βάδι, μπρoσrά σro σπίτΙ μου, με rn v αγαπnμένn μου ή το παιδί μου και νιώθω rnv ανάσα τnς φύσnς, τότε ένα αγαπnμένο μου τραγούδι nχεί μέσα μου, το τρα γούδι τnς ανθρωπότnτας και του μέΛΛοντός τnς: « 5eid umsch/ungen, Mil/ionen . . . » Τότε εκΛιπαρώ το ύτn rn Ζωή να διεκδικήσει τα δικαιώματά τnς και να αΛΛάξει πς καρ διές των σκΛnρών ή φοβΙσμένων ανθρώπων που εξα ποΛ ύουν ποΛέμο υς. Το κάνουν μόνο και μόνο επειδή n Ζωή τούς δlOφεύγει. Σφίγγω σrn v αγκαΛιά μου το αγο ράκι μου, που μου Λεει, « Μπαμπά! Ο ήΛlOς έφ υγε. Πού πήγε ο ήΛιος; Θα γυρίσει γρήγορα;» κι εγώ του Λέω, « NOl, αγόρι μου, ο ήΛιος θα γυρίσει γρήγορα γlO να μας φέρει rn γΛ υκιά ZεσrασIά του» . Εδώ τεΛειώ νει n καταγγεΛία μου προς εσένα, ανθρω πάκο. Θα μπορο ύσα να σο υ μιΛώ αιώνια. Μα αν διάβα σες τα ΛόγlO μου προσεκπκά Κol με ειΛΙΚΡfνεlO, θα ανα γνωΡfσεις τον ανθρωπάκο μέσα σου ακόμ α και σε πράγ ματα που δεν ανέφερα. ΓΙατί πίσω από όΛες πς poxen ρές σο υ πράξεις και σκέψεις βρίσκετOl ένας, ο ίδιος πά ντα, τρόπος σκέψn ς. 'Ασχετα από όσα μου έκανες και θα μου κάνεις, αν θα με δοξάσεις ως ιδlOφ υiα ή θα με κΛείσεις γlO τρεΛό σro ψυΧlOτρείο, αν θα με Λατρέψεις σαν σωτήρα ή θα με βασανfσεις γlO κατάσκοπο, αργά ή γρήγορα n δυσrυ Χία σο υ θα σε υποχρεώσει να συνειδnΤΟΠΟIrJσεις όπ α νακάΛ υψα τους νόμους που διέπουν rn v ενέργεια τnς Ζωής και σου έδωσα ένα εργαΛείο με το οποίο μπορείς να κουμαντάρεις rn Ζωή σου με rn συνειδnτή πρόθεσn που μέΧρι σήμερα εφάρμοσες μόνο σro χεΙΡΙσμό των
μηχανώ ν. Yπrίρξα πιστός μηχανικός ro υ οργανισμ ο ύ σου. Τα εγγόνια σου θα αKOΛOυθrίσOυν [α χνάρια μου ΚΟΙ θα yfvo vv σοφο! μηχανικο! [ης ανθρώπινης φύσης. Εγώ σου άνοιξα ro αχανές 8ασfΛειο [η ς zωντανrίς ενέρ γειας που ρέει μέσα σου, [η ν KOσμΙKrί σου ovafa. A vrrί rirav κι η μεγάΛη μου ανταμoι8rί. Όσο για ro υς δικrάroρες ΚΟΙ roυς δυνάστες, [ους πα νούργους ΚΟΙ roυς KαKOrίθεις, [α όρνια και rις ύοινες, roυς απευθύνω [α Λόγια rούra που έγραψε ένας αρχαfος σοφός: Στέριωσα το λάβαρο λόγων ιερών σε τούτον εδώ τον κόσμο. Κι όταν πια ο φοίνικας θα έχει μαραθεί Κι ο βράχος γίνει σκόνη , Όταν οι αστραφτεροί μονάρχες Θα ' χουν εξανεμιστεί, σαν τη σκόνη των φύλλων του φθινοπώρου, Μετά αηό κάθε κατακλυσμό Χιλιάδες Κιβωτοί θα μεταφέρουν το λόγο μου: Θα υπερισχύσει.
κ ατ αδίκ η τ ο υ ε ρ ή μ η ν . αφ ο ύ ο ί δ ι ο ς α ρνή θ η κε να π α ρ ο υ σιαστε ί ως κατη γ ο ρ ο ύ με ν ο ς στη δ ίκ η . Π έ θ ανε στη φ υ λα κ ή τ ον Ν ο έ μ β ρ ι ο τ ο υ 1 9 57 . Ακ ατ ά β λητ ο ς αγω νιστή ς κ α ι γ νώ στη ς τ η ς ανθ ρ ώπ ι ψ υ χή ς . ο Ρ ά ι χ τ όλμη σε ν α
βαθ ύ ς νης
π ε ι απ ε ρ ίφ ρ α στ α τη ν αλή θ ε ι α γ ι α τ ο ν ά ν θ ρ ω π ο . Υ π ή ρ ξε ο π νε υ ματι κ ό ς π ατέ ρ α ς τ ω ν κ ι νη μάτων τ ο υ ' 6 8 κ α ι τη ς ιδέας τη ς σε ξο υ αλι κ ή ς
α π ε λ ε υ θ έ ρ ω ση ς . Το μεγ αλε ίο τ η ς σκ έ ψ η ς τ ο υ α ναγνω ρ ίστη κ ε μετ ά θ άνατ ο ν α, π ό τ η ν ε ολα ία τ ο υ σύγχρονο υ κ ό σ μ ο υ . Α ν αγ ν ω ρ ί στ η κ ε . β έ β αια . γ ι α να β υ θ ι στε ί και π ά λ ι στη λή θ η . κ α θ ώ ς ε κ ε ίν ο ι π ο υ ω ς νεολα ίο ι εν στερ ν ίστ η κ α ν τ ι ς α π ό ψεις του
υ π ο χώ ρη σαν ατ ο κτα μ π ρ ο ς στην π ίε ση τ ο υ σ υ
ντ η ρ η τ ι σ μ ο ύ νειας .
και
της
αδρα