η χριστιανή κεντήστρα
Μ Α Ρ ΙΝ Α Β Α Μ Β Α Κ Α
ΣΕΚΕΡΙΜ
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ ΑΘΗΝΑ
Σεψά: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Τίτλος: ΣΕΚΕΡΙΜ Συγγραφέας: ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ Copyright © Μαρίνα Βαμβακά Copyright © 2007: ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ ΑΒΕ Σόλωνος 98 - 106 80 Αθήνα. Τηλ.: 210 3661200, Fax: 210 3617791 http://www.livanis.gr Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική, ή η α πόδοση κατά παράφραση ή διασκευή του περιεχομένου του βιβλίου με οποιονδήποτε τρό πο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γρα πτή άδεια του εκδότη. Νόμος 2121/1993 και κανόνες του Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα. Παραγωγή: Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη ISBN 978-960-14-3173-4
Στο σύζυγό μου Κτυστή και στον αδεριρό μου Βλάση καθώς και στη μνήμη της μητέρας μου Αναστασίας, του πατέρα μου Σταύρου, της γιαγιάς μου Ελισάβετ, του παππού μου ΒασίΧ αγά και της ηρομμάμης μου, ηρχύίδας τουβιβλίου, Χα τζή Αναστασίας «Σεκερίμ».
Το βιβλίο αυτό βγήκε από τις διηγήσεις της γιαγιάς μου Ελισάβετ ό ταν ήμουν μικρό κοριτσάκι. Όταν αποφάσισα να το γράψω, με κα θοδήγησε ο πατέρας μου, που ζοΰσε ακόμα. Ταξίδεψα στην Κων σταντινούπολη για να φρεσκάρω τις παιδικές μου μνήμες. Στην πορεία είχα την τύχη να συμβουλευτώ αξιόλογα αρχεία, συγγράμματα και βιβλία, που με βοήθησαν να γνωρίσω σε βάθος την ιστορία της εποχής στην οποία αναφέρομαι, καθώς και τον τρόιιο ζωής και τις συνήθειες των προγόνων μου. Ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου είναι αληθινό και αναφέρεται στην ιστορία της οικογένειάς μου. Πολλά όμως πρόσωπα, ονόματα και γεγονότα είναι φανταστικά.
Κωνσταντινούπολη
Π α ρ α σ κ ε υ ή , 7 Σ ε π τ ε μ β ρ ί ο υ 1876. Η μέρα ξημερώνει διαφορετική από τις άλλες. Η Βασιλεύουσα όλο το βράδυ καθαρίζεται και στολί ζεται με λουλούδια. Οι αυτοκρατορικές σημαίες και τα λάβαρα υ ψώνονται στα παλάτια, στα τζαμιά, στα δημόσια κτίρια και στις πρε σβείες. Αρχιτέκτονες, μηχανικοί και εμπνευσμένοι καλλιτέχνες κα θοδηγούν τους χιλιάδες εργάτες, που ακούραστα πηγαινοέρχονται εκτελώντας ταχύτατα και αγόγγυστα τις διαταγές τους. Η Κωνστα ντινούπολη μεταμορφώνεται. Απλωμένη νωχελικά στις όχθες του Βοσπόρου, περιμένει ανυπόμονα να αποσυρθεί το παχύ σκοτάδι της νύχτας για να ξεπροβάλει την εκθαμβωτική πολυτραγουδισμένη ο μορφιά της. Επιτέλους στον ορίζοντα διαγράφεται το πρώτο φωτεινό τόξο. Η νύχτα, νικημένη από το φως, παίρνει μαζί της το μαύρο σεντόνι που αγκαλιάζει τη γη. Οι φωτεινές ακτίνες του ζωοδότη ήλιου αποκαλύ πτουν το θαυμάσιο έργο των δημιουργών. Αυτή τη μέρα η αυτοκρα τορία γιορτάζει. Σήμερα ο πρίγκιπας Αμπντούλ Χαμίντ Β' στέφεται σουλτάνος της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το επιβλητικό σαράι του Ντολμαμπαχτσέ ακτινοβολεί φωταγωγημένο από τους κρυστάλλινους πολυελαί ους. Τα λευκά μαρμάρινα σκαλοπάτια που οδηγούν στην αίθουσα των τελετών λαμποκοπούν σαν κρύσταλλα. Στην είσοδο στέκουν α παράμιλλες σε ομορφιά τέσσερις κολόνες ιωνικού ρυθμού στολι σμένες με γιρλάντες από κισσούς, και λουλούδια ευωδιαστά αντικα
10
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
τοπτρίζονται στο διάφανο πάτωμα και στηρίζουν τα δαντελωτά σκαλίσματα του πρώτου ορόφου. Πάνω τους ακουμπουν άλλες τέσσερις κολόνες διακοσμημένες με πολύχρωμες σημαίες της αυτοκρατορίας, που άλλοτε τις χαϊδεύουν τρυφερά και άλλοτε τις χτυπουν αλύπητα με τον κυματισμό τους, υπενθυμίζοντας την ελληνική προέλευσή τους. Στο Οσμανλί σαράι του Ντολμαμπαχτσέ, τη μεγάλη αυτή μέρα της στέψης, όλα βρίσκονται οε απόλυτη τάξη και αρμονία. Το λα μπερό δίκοπο σπαθί του Οσμάν, του ιδρυτή της οθωμανικής αυτο κρατορίας, βγαίνει από τη θήκη για να φορεθεί και να κρατηθεί πε ρήφανα, δίνοντας αίγλη και δύναμη στον τελευταίο μεγάλο Τούρκο και να λάμψει ιδιαίτερα τις μέρες της βασιλείας του. Το θρυλικό κό σμημα θα κρεμαστεί στη ζώνη του νεαρού γοητευτικού πρίγκιπα Αμπντούλ Χαμίντ Β', περιμένοντας να ζήσει μαζί του τις δόξες, τις επιτυχίες, τις δοκιμασίες και τα δράματα ενός μεγάλου έθνους. Τα σύννεφα, που σκέπαζαν τον ουρανό την εβδομάδα που πέρασε, πα ραμερίζουν, για να πέσουν οι ακτίνες του ήλιου κάθετα πάνω στο προγονικό σύμβολο της οθωμανικής επικράτειας και να το κάνουν να αστράφτει εκτυφλωτικά. Ο καινούριος σουλτάνος είναι τριάντα τριών χρόνων, δυνατός και αποφασιστικός. Έχει μάτι σταθερό, επιθετικό και ονειροπόλο. Όταν κοιτάζει με καλοσύνη, το βλέμμα του γίνεται βελούδινο, τρυ φερό και χαϊδεύει τα πάντα ολόγυρα, όπου κι αν ακουμπήσει. Όταν όμως έχει απέναντι θύελλα, μεταβάλλεται σε βλέμμα ανήμερου θε ριού. Ορκίζεται να υπηρετήσει το λαό με σωφροσύνη και δικαιοσύ νη. Με χέρια σταθερά, με κινήσεις ακριβείς και μεγαλοπρεπείς κρα τά το βαρύ σπαθί κάνοντας με την τύχη του την πιο φιλόδοξη και πο λύτιμη συμφωνία: «Να επιζήσει και να γίνει ο μονάρχης της απέ ραντης οθωμανικής αυτοκρατορίας». Το ξημέρωμα της Παρασκευής βρίσκει τον πρίγκιπα να προ σεύχεται. Ζητάει τη βοήθεια του Αλλάχ για να αντιμετωπίσει την α
ΣΕΚΕΡΙΜ
11
γριάδα των καιρών. Από το ανοιχτό παράθυρο αφήνει το βλέμμα του να περιπλανηθεί στην επτάλοφη πόλη, αγγίζει στον ορίζοντα τις κορυφές των γύρω λόφων και προσεύχεται στην ανατολή του ήλιου για το μέλλον της χώρας του. "Υστερα από πολύωρη προετοιμασία και μύηση έρχεται η στιγμή του ύψιστου χρίσματος. Οι διπλές χρυσοποίκιλτες πόρτες του παλα τιού του Ντολμαμπαχτσέ ανοίγουν η μια μετά την άλλη και η επιβλη τική βαριά πατημασιά του καινούριου σουλτάνου πλησιάζει. Οι πα ραταγμένοι ακόλουθοι γονατίζουν με το κεφάλι καρφωμένο στο αλα βάστρινο πάτωμα από σεβασμό στο νέο μονάρχη. Την ιστορική αυτή στιγμή είναι παρόντες όλοι. Από το μεγάλο βεζίρη μέχρι τις γυναίκες του χαρεμιού, που παρακολουθούν σε σειρά η μια δίπλα στην άλλη. Η πρώτη τη τάξει μεταξύ των γυναικών, η βαλιντέ* Περεστού σουλτάνα, η θετή μητέρα του σουλτάνου, καμαρώνει περήφανη το δυνατό «σαν κεραυνό» θετό γιο της, όπως τον αποκαλεί τρυφερά. Ανάμεσα στις πανέμορφες παλλακίδες του χαρεμιού, πλάι στην εσβαψί μπασί,* ξεχωρίζει μια ψηλή λυγερόκορμη γυναίκα, που κραιάει στην αγκαλιά της σφιχτά την κόρη της, για να μην την παρα σύρει τσ πλήθος των προσκεκλημένων και τη χάσει από κοντά της. Ί α σμαραγδένια μάτια της μικρής παρακολουθούν μαγνητισμένα τη λαμπερή τελετή και με σηκωμένο το χέρι δείχνει με το δάχτυλο στη μητέρα της τα γνωστά πρόσωπα, που σχεδόν δεν αναγνωρίζει μέ σα στις επίσημες στολές των αντρών και στα ολόχρυσα φορέματα των γυναικών. Η καλοντυμένη νεαρή μητέρα χαίρεται που η κόρη της συ ναρπάζεται από αυτό το μαγικό περιβάλλον και ελπίζει ότι η μύησή ι ης στον κόσμο του παλατιού θα είναι πολύ πιο εύκολη απ’ ό,τι υιιολόγιζε. Το λευκό δαντελένιο πέπλο που καλύπτει το πανέμορφο κείράλι της κοπέλας έχει πέσει στους ώμους της από την προσπάθειά ιΐ]ς να δει τους πάντες και τα πάντα και αφήνει να φανούν οι κατάξανθες σαν χρυσάφι μπούκλες, που το λαμπερό τους χρώμα προκαλεί το θαυμασμό.
12
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
Η εικοσιεπτάχρονη γυναίκα, η μπαγιάν* Χατζή Κατερίνα, είναι μία από τις προσωπικότητες του παλατιού. Είναι η κεντήστρα των ενδυμάτων του σουλτάνου και ολόκληρης της Υψηλής Πύλης, ενώ η νεαρή δεκατετράχρονη κόρη της Αναστασία είναι η βοηθός και διά δοχός της στην υπηρεσία του. Αγκαλιασμένες και συνεπαρμένες, πα ρακολουθούν την τελετή παρατηρώντας προσεκτικά τα χρυσοκέ ντητα ενδύματα του πατισάχ,* τα στολισμένα με μπριλάντια και ρου μπίνια, και καμαρώνουν, γιατί όλα αυτά κεντήθηκαν από τα δικά τους χέρια. Μερικές γενιές πίσω αναντάν,* η οικογένεια, από παράδοση, ή ταν δεσμευμένη με συμβόλαιο διά λόγου, που όριζε μια γυναίκα της οικογένειας να υπηρετεί διά βίου τον εκάστοτε σουλτάνο και να βρί σκεται ανάμεσα στις εκλεκτές του. Η θέση της γυναίκας αυτής ήταν πάντοτε κάτι περισσότερο από έμπιστη, αφού της παρεχόταν με φιρμάνι το δικαίωμα να μπαινοβγαίνει στο παλάτι όποτε θέλει και να συναντά τα πιο εξέχοντα πρόσωπα του χαρεμιού. Να δέχεται από τα χέρια του σουλτάνου βασιλικά δώρα και το πουγκί με τις πολύτιμες πέτρες, για να τις κεντάει στα αστραφτερά ατλαζένια ρούχα του. Τώρα δίπλα στα παρτέρια με τις τουλίπες, τους πανσέδες και τα ευωδιαστά κρίνα, που οι φόρμες και τα χρώματά τους αργότερα θα δώσουν έμπνευση στη νεαρή Αναστασία, όταν με τη σειρά της θα πά ρει τη σκυτάλη από τη μάνα της, ζουν την παραμυθένια τελετή της ενθρόνισης. Ο σουλτάνος, πιο χρυσός και από τον ήλιο, πιο λαμπερός και α πό τα άστρα, μπαίνει στην αστραφτερή από χρυσάφι και ημιπολύ τιμες πέτρες αυτοκρατορική βάρκα με τους δεκατέσσερις κωπηλά τες. Καθισμένος κάτω από το χρυσοποίκιλτο μπαρόκ ξυλόγλυπτο μπαλτακέν,* πάνω σε μεταξένια μαξιλάρια χρώματος ροδί, με το κεφάλι ακίνητο σαν υπνωτισμένος και με βλέμμα καρφωμένο στο άπειρο, ζει την υπέρτατη ευδαιμονία. Οι υπουργοί και αξιωματούχοι του κράτους με τις ατσαλάκωτες στολές και τα γυαλιστερά πα
ΣΕΚΕΡΙΜ
13
ράσημα έχουν πάρει ήδη θέσεις στις άλλες βάρκες, που βρίσκονται παραταγμένες δεξιά και αριστερά στη μεγάλη δαντελωτή σιδερένια πόρτα του παλατιού που βγάζει στη θάλασσα. Σήμερα ο Βόσπορος, ντυμένος εορταστικά, ξεπερνά σε αίγλη και μεγαλοπρέπεια κι αυτή ακόμα τη Γαληνοτάτη Βενετία. Η νηοπομπή κάνει ήρεμη διαδρομή διασχίζοντας τα κρυστάλλι να νερά του Βοσπόρου, ενώ τα στολισμένα με σημαίες και λάβαρα κτίρια και γιαλιά* καθρεφτίζονται στα γαλανά νερά του. Οι κωπη λάτες κινούν τις βάρκες σιγά και ρυθμικά. Μοιάζουν να γλιστρούν πάνω σε μια λίμνη από λάδι. Ο κόσμος στις όχθες ζητωκραυγάζει σε διαφορετικές γλώσσες ευχές στο νέο πατισάχ: «Ζήτω ο σουλτάνος», «Αντιπρόσωπε του Θεού πάνω στη γη, βοήθησέ μας», «Μεγάλε βα σιλιά», «Υπερένδοξε μονάρχη μας», «Πατισάχ, σωτήρα του έθνους». Στα χέρια των ανθρώπων τα σημαιάκια χορεύουν στο ρυθμό της μου σικής, που οι αναρίθμητες ορχήστρες παίζουν τον ήχο του «Εμβα τηρίου Χαμιτιέ», που έχουν συνθέσει ειδικά για τη σημερινή ενθρό νιση. Στις απέναντι ακτές οι διάφορες εθνικότητες, με τοπικές εν δυμασίες, φουλάρια και μπέρτες, που ανεμίζουν, μετακινούνται σαν πολύχρωμες σερπαντίνες συμπληρώνοντας το σκηνικό. Οι ομοβρονιίες των κανονιών συνεχείς. Οι ξένοι πρεσβευτές φορούν τις μεγά λες στολές με περασμένες λοξά τις χρωματιστές κορδέλες στο στή θος. Τα εθνόσημα και τα παράσημα λαμπυρίζουν καπριτσιόζικα και τραβούν τα βλέμματα. Οι απλοί άνθρωποι θαμπώνονται και λυγί ζουν τα γόνατα για να υποκλιθούν προς τιμήν του εξοχότατου που τα φέρει. Στο πέρασμα της αυτοκρατορικής νηοπομπής οι αντιπροσωιιείες γέρνουν τις σημαίες προς ένδειξη σεβασμού. Από παντού ακούγεται ο ίδιος αντίλαλος: «Ο πατισάχ να έχει χίλια χρόνια ζωή». Αυτή τη μέρα η Κωνσταντινούπολη γίνεται πιο φιλόξενη και υπο δέχεται χιλιάδες κόσμο. Ηλιόλουστη και καταπράσινη, απαλλαγμένη από το μελαγχολικό σεπτεμβριανό της ντύσιμο, φαντάζει στολισμένη νύφη απλωμένη από τον Πύργο του Γαλατά μέχρι τους επτά λόφους.
14
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
Το έδαφος του Εϊγιούμπ1 φαίνεται να αιωρείται γεμάτο μαγεία και μυστήριο. Σ’ αυτόν τον ιερό χώρο, ο θάνατος κοκάλωσε τα κορ μιά των πεθαμένων και η συγκίνηση ακινητοποιεί τη στιγμή αυτή τα κορμιά των ζωντανών παρισταμένων στην τελετή. Ο αρχηγός των δερβίσηδων, ο Μελβεβί από το Ικόνιο, απονέμει στον υπερήφανο Αμπντουλ Χαμίντ Β' το ιερό χρίσμα του υπέρτατου μονάρχη, του ι μάμη Ουλ Μουσλεμίν και ποντίφικα των μουσουλμάνων. Τον χαι ρετίζει με ευλάβεια, ενώ εκείνος, στραμμένος προς τη Μέκκα, ατε νίζει το άπειρο ακουμπώντας με το ένα χέρι το ένδοξο προγονικό σπαθί του Οσμάν και με το άλλο την καρδιά του.
1. Ο τόπος όπου είναι θαμμένοι οι σουλτάνοι με τις οικογένειες τους, οι πασά δες και απλοί λαϊκοί.
ΤΟ ΝΕΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ
Η ΕΠ ΟΜ ΕΝΗ ΜΕΡΑ δεν είναι καθόλου εύκολη για τον εστεμμένο άντρα. Η λέξη «Σύνταγμα» αντηχεί παντού. Από το μεγάλο βεζίρη Μιντάτ πασά μέχρι τους κουλουρτζήδες και τους λιμενεργάτες ακούγονται προτάσεις και σχόλια. Ο μονάρχης πρέπει να ικανοποιήσει το αίτημα για να σωθεί ο ίδιος και το έθνος του. Θέλει να προλάβει τα μεταρρυθμιστικά σχέδια των Ευρωπαίων Συμμάχων και αναγγέλλει την παραχώρηση Συντάγματος. Το νέο Σύνταγμα διαπνέεται α πό φιλελεύθερες αρχές. Προστατεύεται η ατομική ελευθερία, κηρύσσεται η πλήρης ισότητα όλων των Οθωμανών υπηκόων ανεξαρτήτως θρησκεύματος και θεσπίζεται αιρετή Βουλή. Η Γερουσία διορίζεται από το σουλτάνο και η κυ βέρνηση είναι υπεύθυνη έναντι του Κοινοβουλίου. Τα προνόμια αποκαθίστανται στις ξένες μειονότητες σε ολόκληρη την αυτοκρατορία. Στο εξής χριστιανοί, εβραίοι και μουσουλμάνοι θα ζουν άφοβα και μονιασμένοι. Ο πατισάχ με αυτή την έξυπνη κίνηση αφαιρεί το δικαίωμα των Μεγάλων Δυνάμεων να επεμβαί νουν στα εσωτερικά της Τουρκίας. Οι Σύμμαχοι από την πλευρά τους προφα σίζονται ότι όλα τα κάνουν για την προστασία των χριστιανών. Η Ρωσία τον Απρίλιο του 1877 κηρύσσει τον πόλεμο κατά της Τουρκίας. Δεν έχει διάθεση να εγκαταλείψει τους Σλάβους που διαμένουν στην Τουρκία. Πρώτα όμως επιτυγχάνει τη δέσμευση να μην εμπλακούν στον πόλεμο τα ισχυρά κράτη της Δύσης, δηλαδή η Γαλλία, η Αυστρία, η Γερμανία και η Αγγλία. Η τελευταία εξαγοράζει την ουδετερότητά της εξασφαλίζοντας ελευθερίες στις κτή σεις της στη Μεσόγειο, καθώς επίσης και την απαγόρευση εισόδου των ρωσι κών στρατευμάτων στην Κωνσταντινούπολη. Η πολιτική της Ελλάδας είναι ουδέτερη, όπως έκανε και κατά τη διάρκεια
16
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
τον σερβοτονρκικού πολέμου. Η οικουμενική κυβέρνηση του Κ. Κανάρη με υ πουργό Εξωτερικών τον X. Τρικούπη ζητά τη διαβεβαίωση των Μεγάλων Δυ νάμεων ότι εφόσον η Ελλάδα εμπλακεί στον πόλεμο, με τη λήξη των στρατιω τικών επιχειρήσεων, οι Σύμμαχοι θα απελευθερώσουν από την τουρκική κατο χή τις υποδουλωμένες περιοχές της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, της Ηπείρου και της Κρήτης. Οι Δυνάμεις απαντούν αρνητικά. Τότε η κυβέρνηση προσεγ γίζει τη Ρωσία και εκφράζει την επιθυμία να πολεμήσει στο πλευρό της εφόσον η δεύτερη δεσμευτεί εγγράφως υπέρ των ελληνικών προτάσεων. Η Ρωσία δεν αναλαμβάνει τη δέσμευση. Το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου πεθαίνει ο πρωθυ πουργός Κ. Κανάρης και η ελληνική κυβέρνηση μένει ακέφαλη μέχρι τον Ια νουάριο του 1878, χάνοντας πολύτιμο χρόνο, χωρίς να μπορεί να αποφασίσει για τη συμμετοχή της ή μη στον πόλεμο στο πλευρό της Ρωσίας. Οι Ρώσοι εισβάλλουν εύκολα στα Βαλκάνια και στις 20 Ιανουάριου κατα λαμβάνουν την Αδριανούπολη. Στη συνέχεια προελαύνουν εναντίον της Κωνστα ντινούπολης. Η έδρα της αυτοκρατορίας απειλείται. Η Υψηλή Πύλη, βλέποντας την απειλή και το μεγάλο κίνδυνο, υποχρεώνεται να ζητήσει εκεχειρία, η οποία υπογράφεται στην Αδριανούπολη τον ίδιο μήνα, στις 31 Ιανουάριου του 1878. Στην Κωνσταντινούπολη συρρέουν ξένες αντιπροσωπείες. Όμως η ζωή α κολουθεί τον κανονικό τηςρυθμό. Το εμπόριο ανθεί, διοργανώνονται βεγγέρες στα σπίτια, οι χοροί στο μεγάλο πολυτελές ξενοδοχείο «Πέραν Παλλάς» συνε χίζονται, αντιγράφοντας τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και κυρίως το Παρίσι. Οι κοσμικές κυρίες κάνουν περιπάτους φορώντας παριζιάνικα μοντελάκια προκαλώντας ταβλέμματα του τουρκικού κατεστημένου. Στα Πριγκιποννήσια τα στο λισμένα λαντό με τα πανέμορφα άλογα πηγαινοφέρνουν τους κομψούς Ευρω παίους. Στα σοκάκια της Πόλης οι χαρτορίχτρες κερδίζουν το ψωμί τους εφευ ρίσκοντας ψέματα για να πείσουν τους εύπιστους περαστικούς, που κρέμονται από τα χείλη τους για δυο λέξεις που θα προκαλέσουν την καλή τύχιη της μέ ρας. Και πίσω από τις σιδερένιες αυλόπορτες των παλατιών, τις φυλαγμένες με οπλισμένους φρουρούς, η αυτοκρατορία θρηνεί τις απώλειες του πολέμου, πα λεύει με τον εσωτερικό διαμελισμό, σείεται συθέμελα από την έλλειψη κοινω νικής συνοχής και υπομένει τον εξωτερικό εξευτελισμό και τις ήττες.
Η νεαρή κεντήστρα τον σουλτάνου
Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ μαζί με τη μητέρα της Χατζή Κατερίνα επισκέπτονται τακτικά το παλάτι, και στα δεκαπέντε της χρόνια παίρνει τη θέση της μάνας της, η οποία γίνεται βοηθός της και συντονίστρια της δουλειάς της κόρης της. Το ατελιέ του σπιτιού μεγαλώνει. Κατασκευάζονται ντουλάπες με τα ονόματα των βασιλικών πελατών της και ειδικά ρά(ρια για τα πολύτιμα υφάσματα. Μέσα σε λίγους μήνες δημιουργούν ένα δεύτερο μικρό ατελιέ στο γιαλί τους στο Ορτάκιοϊ. Σε τόσο νεα ρή ηλικία είναι πια η επίσημη κεντήστρα του σουλτάνου και ολό κληρου του χαρεμιού. Τα σιντεφένια χέρια της δουλεύουν ακούραστα μέρα νύχτα, και ο ζήλος της να ξεπεράσει στην τέχνη τη μητέρα της είναι μεγάλος. Κάθε μέρα που περνάει γίνεται και ομορφότερη. Τα πυρρόξανθα μαλλιά της στολίζουν το λευκό της πρόσωπο. Τα καταπράσινα μάτια της, δυο σμαραγδένιες πέτρες, λάμπουν λιγωμένα και υγρά κάθε φορά που αντικρίζουν τον πατισάχ. Εκείνος, συνεπαρμένος από την εκθαμβωτική ομορφιά της, τους καλούς της τρόπους, τις γλυκιές λέξεις και εκφράσεις που χρησιμοποιεί όταν μιλάει τη φωνάζει Σεκερίμ, που σημαίνει ζαχαρένια, γλυκιά σαν μέλι, όπως αυτό που (πάζει από τα ρόδινα σαρκώδη χείλη της όταν μιλάει. Η Περεστού σουλτάνα, η μητέρα του πατισάχ, είναι ίσως η μο ναδική που διακρίνει τον πόθο του γιου της για τη μικρή χριστιανή που έχει στην υπηρεσία του. Στέλνει τακτικά την ιδιωτική της άμαξα και τη φέρνει στο παλάτι, για να την έχει κοντά του ο γιος της και δεν τους αφήνει από τα μάτια της.
18
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
Ο σουλτάνος βρίσκει τρόπους και προφάσεις να την απομονώνει προσπαθώντας να κατακτήσει το αμόλυντο αγνό κορμί της. Εκείνη το καταλαβαίνει και αντιστέκεται, και το καθημερινό φλερτ γίνεται τρόμος, απόλαυση, έρωτας και τρόπος ζωής για την πανέμορφη νεα ρή κεντήστρα.
Τα παράθυρα του παλατιού είναι ορθάνοιχτα και τα πουλιά τιτιβί ζουν ακούραστα στους κήπους. Ο σουλτάνος, καθισμένος στο μαβί σαλόνι, πίνει καφέ με τη μητέρα του περιμένοντας να έρθει η νεα ρή κοπέλα. «Μάνα, θα σου εξομολογηθώ κάτι», λέει κάπως διστακτικά στο μοναδικό άνθρωπο που εμπιστεύεται. «Γιε μου και σουλτάνε μου, μίλησέ μου, άνοιξέ μου την καρδιά σου και το μυαλό σου». «Μάνα, η μικρή κεντήστρα μου πήρε το μυαλό και το νου. Όταν τη βλέπω αλλάζει η διάθεσή μου. Το πνεύμα μου ηρεμεί. Όταν βυ θίζω το βλέμμα μου στα υπέροχα μάτια της, ο νους μου ταξιδεύει οε μέρη μακρινά και άγνωστα, εκεί που οι έννοιες και οι ευθύνες του βασιλείου δεν μπορούν να με αγγίξουν. Στη σκέψη και μόνο ότι σε λίγο θα βρίσκεται εδώ, η καρδιά μου χτυπάει ακατάπαυστα, το αί μα κοχλάζει μέσα στις φλέβες μου και με κυριεύει μια ακράτητη ε πιθυμία να την έχω κοντά μου συνεχώς». «Αγαπημένο μου παιδί, η νεαρή κοπέλα είναι πολύ συμπαθής και με εντυπωσιάζουν οι καλοί της τρόποι. Η μητέρα της είναι προ σωπική μου φίλη από τα δύσκολα χρόνια της φυλακής και της απο μόνωσής μας και δε θέλω η φιλία αυτή να χαλάσει». «Μάνα, για την κοπέλα αυτή αισθάνομαι κάτι το διαφορετικό από τις γυναίκες το χαρεμιού που με περιστοιχίζουν. Μιλάει στην καρδιά μου, ακουμπάει την ψυχή μου και δίπλα της γίνομαι παιδί. Η αθωότητά της, η ομορφιά της και το μελένιο στόμα της με έχουν ξετρελάνει».
ΣΕΚΕΡΙΜ
19
«Σουλτάνε μου, είναι αρκετός καιρός που το έχω διαπιστώσει, γι’ αυτό και τη φέρνω συχνά στο παλάτι. Σου υπόσχομαι ότι θα την αγαπήσω με όλη τη δύναμη της καρδιάς μου και θα την προστατέψω από τους εχθρούς. Εύχομαι και εκείνη να μας αγαπήσει το ίδιο και να οε υπηρετήσει πιστά όπως οι προγόνισσές της υπηρέτησαν τους ένδοξους προγόνους σου». «Μάνα, αργεί να έρθει και αγωνιώ». «Ο σουλτάνος είναι πάντα ήρεμος, σίγουρος για τη δύναμή του και δεν αγωνιά ποτέ. Σε λίγο θα έχεις στην αγκαλιά σου τη μικρή α γαπημένη σου. Δε μου λες, θα κρατήσεις το χριστιανικό της όνομα; Σκέφτηκες κάποιο άλλο που θα της ταιριάζει καλύτερα;» «Σουλτάνα μου, λιγώνομαι από τη γλύκα της. Δεν άγγιξα τα χεί λη της ούτε το κορμί της, μόνο νιώθω ότι ακουμπάω απαλά την ψυ χή της. Ολόκληρη είναι ένα κομμάτι ζάχαρη. Μάνα, τη θέλω δική μου!» Ο σουλτάνος δροσίζει τα χείλη του με κρύα βυσσινάδα και αρ πάζει τα χέρια της σουλτάνας ΓΙερεστού, σαν κάτι να ανακάλυψε. «Βρήκα το όνομα που της ταιριάζει! Θα τη φωνάζουμε Σεκερίμ. Πες μου, μάνα, δεν της πάει;» Η σουλτάνα αγκαλιάζει το γιο της, τον φιλάει στο μέτωπο δίνον ιάς του χίλιες ευχές και εκείνος της φιλάει τα ακροδάχτυλα γεμάιος σεβασμό. Ο σουλτάνος και η θετή του μητέρα αλληλοκοιτάζονται συνω μοτικά και χαμογελούν από ευχαρίστηση βλέποντας τον ευνούχο να ανοίγει την πόρτα και να βάζει μέσα τη μικρή κεντήστρα, που έρ χεται για να παραδώσει στη βαλιντέ μια φορεσιά που μόλις τέλειωσε. Η νεαρή κοπέλα κλείνει τα μάτια και με χάρη υποκλίνεται βα θιά μπροστά τους και με λεπτές κινήσεις αφήνει πάνω οτο σοφά το κεντημένο ύφασμα περιτυλιγμένο με λευκό λινό. Η σουλτάνα τη χαι ρετάει τρυφερά και, πριν ακόμα προλάβουν να ανταλλάξουν μερι κές κουβέντες, ο πατισάχ ζητάει την άδεια της βαλιντέ και παρασύ ρει τη νεαρή κοπέλα στο γραφείο του, με την πρόφαση να της δει-
20
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
ξει κάτι πολύτιμες πέτρες. Μπαίνουν κλείνοντας την πόρτα πίσω τους. Η μικρή κεντήστρα είναι έτοιμη να λιποθυμήσει, φοβάται την τιμωρία για κάτι που δεν έπραξε σωστά. Τρέμει την οργή του αφέ ντη της και μένει με την πλάτη κολλημένη στη βαριά πόρτα. Ο πατισάχ βηματίζει προς το παράθυρο, κοιτάζει έξω και γυρνάει προς την τρομοκρατημένη μικρή ρωτώντας τη «φοβάσαι;» και αμέσως την τραβάει στην πανίσχυρη αγκαλιά του αιφνιδιάζοντάς τη. Με βίαιες κινήσεις βυθίζει το πρόσωπό του στο σιντεφένιο λαιμό της. Το άρω μα της μικρής χριστιανής τον μαγεύει. Παίρνει βαθιές ρουφηξιές, τη σφίγγει σαν τανάλια πάνω του, κάνοντας το λεπτό κορμάκι να τρέμει, ανίκανο να αντιδράσει σ’ αυτή την αυτοκρατορική επιθυμία. Τη σηκώνει στα μπράτσα και την παρασύρει στο χρυσό καναπέ που βρίσκεται απέναντι από το παράθυρο και της λέει τρυφερά: «Έλα, χαλάρωσε κοντά μου». Εκείνη κατεβάζει το κεφάλι, δεν ξέρει πού βρίσκεται, δεν ξέρει πώς να αντιδράσει, τι να κάνει, με ποιον τρόπο να προφυλαχτεί από το πάθος του μονάρχη. «Ζήτησέ μου ό,τι θέλεις. Θα το έχεις αμέσως. Μου αρέσεις πολύ, μικρή ζα χαρένια. Από σήμερα όλοι στο παλάτι θα σε φωνάζουμε Σεκερίμ, γιατί εγώ έτσι σε βλέπω, σαν τη ζάχαρη που γλυκαίνει τη γλώσσα μου, την καρδιά μου, το κορμί μου, το νου μου. Μου υπόσχεσαι ότι θα ξεχάσεις το χριστιανικό σου όνομα;» Μιλάει με τα μάτια κλειστά σαν να ονειρεύεται. Όταν τα ανοίγει βρίσκει το πρόσωπό της τόσο κοντά στο δικό του που τρελαίνεται. Το παίρνει στα δυο του χέρια και το πνίγει στα φιλιά. Η μικρή κεντή στρα τα χάνει. Δάκρυα ντροπής και φόβου κυλούν από τα μάτια της και δεν ξέρει πώς πρέπει να συμπεριφερθεί. Εκείνος επιμένει. Τα φι λιά του λούζουν το πρόσωπό της, ρουφάει τα δάκρυά της, ρουφάει τη δροσιά της νιότης της, τη σφίγγει πάνω του, τη λιώνει από τον πόθο. Βγάζει από την τσέπη του καφτανιού του ένα διαμαντένιο δαχτυλίδι και της το προσφέρει. Εκείνη δεν αντιδρά. Γέρνει το κεφάλι από την άλλη μεριά και δε δέχεται καν να το κοιτάξει.
ΣΕΚΕΡΙΜ
21
«Σεκερίμ, είναι δικό σου, σ’ το χαρίζει ο σουλτάνος σου και πρέιιει να υπακούσεις. Από αυτή τη στιγμή θέλω να το βλέπω φορεμέ νο στο δάχτυλό σου. Αυτά τα χέρια, που κεντούν τα αυτοκρατορικά μου ρούχα, θα τα στολίσω με τα πιο όμορφα κοσμήματα», της λέει και της φοράει την τεράστια διαμαντόπετρα στο δάχτυλο ψιθυρίζον ιάς της τρυφερά: «Σεκερίμ, εγώ ζητώ τη διαμαντένια αγάπη σου, μη μου την αρνηθείς». Η Σεκερίμ χάνει τα λόγια της. Άλλωστε τι να πει; Με το κεφάλι κατεβασμένο κοιτάζει το δαχτυλίδι. Ιδρώνει από τον τρόμο της. Τι θα πει στο σπίτι; Πώς είναι δυνατόν να διηγηθεί την περιπέτεια που ζει; Πού θα την οδηγήσει ο τρελός πόθος του σουλτάνου; Απομα κρύνεται συρτά από κοντά του, υποκλίνεται και με παραπονεμένο βλέμμα τού ζητάει να φύγει, κοιτάζοντας πότε τα μάτια του και πόιε την κλειδωμένη πόρτα του γραφείου, που από σήμερα μαζί με τα εμπιστευτικά αρχεία του έθνους θα κρατήσει κλειδωμένο και το δι κό της μυστικό. Εκείνος ξαναπαίρνει το πρόσωπό της μέσα στις χούφτες του, το χαϊδεύει και της ψιθυρίζει στο αφτί: «Σεκερίμ, αύριο σε θέλω κοντά μου. Πήγαινε τώρα στο καλό». Έξω από το γραφείο την περιμένει η βαλιντέ χανούμ. Τη σφίγ γει στη μητρική αγκαλιά της και σκουπίζει το μουσκεμένο από τα δά κρυα πρόσωπό της. «Έλα στον οντά μου να ξεκουραστείς και αν θέλεις να μου μιλή σεις». Κάθονται μπροστά στην πορσελάνινη σόμπα που καίει. Η βαλινιέ χανούμ διατάζει τον ευνούχο να τους σερβίρει τσάι και γλυκά. Η Αναστασία δεν πίνει, δεν αγγίζει τίποτα, δεν έχει βγάλει λέξη από το στόμα της. Ακούει τα χείλη της μάνας του σουλτάνου να ρουφάνε το καυτό τσάι με απόλαυση. Ο ήχος τής θυμίζει τον πόθο του γιου της, όταν πριν από λίγο τη φιλούσε, τη ρουφούσε κυριολεκτικά κρατώ ντας τη σφιχτά στην αγκαλιά του έτοιμος να τη συνθλίψει. Φέρνει το
22
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
χέρι της στο στόμα και ακουμπάει τα χείλη της, που είναι πρησμέ να, κυριολεκτικά ταλαιπωρημένα και ντρέπεται. Ντρέπεται και σφίγ γει τα ρούχα πάνω της. «Σεκερίμ, τρέμεις. Κρυώνεις; Πιες λιγάκι τσάι, θα σου κάνει κα λό», της λέει η βαλιντέ χανούμ. Η Αναστασία ξαφνιάζεται με την προσφώνηση. Η μάνα του σουλ τάνου τη φωνάζει με το όνομα που πριν από λίγο της έδωσε ο γιος της. Καρφώνει το βλέμμα στα χέρια του Μαυριτανού ευνοΰχου, που ανα νεώνει το φλιτζάνι της με το ζεστό ρόφημα και ακούει να επαναλαμ βάνονται τα λόγια του σουλτάνου. «Μου αρέσεις πολύ, μικρή ζαχα ρένια». Δεν ξέρει τι να υποθέσει, το μόνο που θέλει είναι να το βάλει στα πόδια, γιατί μέσα της αρχίζει να ανάβει μια φωτιά, η φλόγα του έρωτα για κάποιον που δεν της επιτρέπεται ούτε στα μάτια να τον κοι τάξει. Έμειναν πολλές ώρες οι δύο γυναίκες στο βασιλικό οντά. Η ι σχυρή γυναίκα, για να τη φέρει περισσότερο κοντά της, της μιλάει για την ταπεινή καταγωγή της, τη ζωή της που μοιάζει με παραμύθι. Η Σεκερίμ δε μιλάει, μόνο ακούει και ονειρεύεται. Όταν μπαίνει στην άμαξα για να επιστρέφει στο σπίτι της, σκαρ φαλώνει γονατισιή στο βελούδινο κάθισμα και παρατηρεί από το μι κρό παραθυράκι το παλάτι μέχρι να χαθεί πίσω από τα δέντρα των βασιλικών κήπων. Φτάνοντας στο σπίτι ανταλλάσσει μερικές λέξεις με τη μικρή υπηρέτριά της και απομονώνεται βιαστικά στο δωμάτιό της. Ο σουλ τάνος στριφογυρίζει στο νου της. Ο φόβος τής κόβει την ανάσα. Η αυριανή επίσκεψη στο παλάτι θα είναι ένας μικρός θάνατος. Πώς θα τον αντιμετωπίσει; Η Εμεριέ, νωρίς το πρωί, ξυπνάει την κυρά της αναστατωμένη. «Εφέντιμ, έξω από την πόρτα περιμένει η άμαξα του παλατιού. Χθες το βράδυ δεν πήρα εντολές να προετοιμάσω τα σημερινά ρού χα σου».
Mkl . I MM
23
11 Σεκερίμ πηδάει από το κρεβάτι, ανοίγει διάπλατα τα παρα θυρόφυλλα και βλέπει την άμαξα του σουλτάνου.
Δρασκελίζοντας την πόρτα του χαρεμιού η καρδιά της χτυπάει σαν ιαμιιούρλο. Πού να παρουσιαστεί και ποιον να ζητήσει; Στον ευ νούχο λέει με θάρρος ότι τη ζητάει ο σουλτάνος, κι εκείνος υποκλίνειαι και την οδηγεί γρήγορα στα διαμερίσματα του πατισάχ. 11 βαριά πόρτα ανοίγει τρίζοντας και η Σεκερίμ γλιστράει μέσα αθόρυβα. Ο σουλτάνος, καθισμένος στη βελούδινη πολυθρόνα του, χαμογελάει και με ένα ελαφρύ κούνημα του κεφαλιού την καλεί κονιά του. Εκείνη υποκλίνεται γονατιστή και παραμένει σ’ αυτή τη θέσΐ| μέχρι να της μιλήσει. «Σεκερίμ, πλησίασε και κάτσε δίπλα μου». 11 μικρή κεντήστρα τον πλησιάζει δειλά και του προσφέρει με ι ρεμάμενα χέρια ένα βάζο με γλυκό από τριαντάφυλλο, τυλιγμένο με μια λευκή λινή πετσέτα, που στη μια γωνία της είχε κεντήσει τα αρ χικά του ένδοξου ονόματος του. «Σουλτάνιμ,* έφερα αυτό το μικρό δωράκι στη μεγαλειότητά οας», του λέει με τρεμάμενη φωνή. Ο σουλτάνος συγκινείται από την ευγενική χειρονομία του κοριιοιού και παίρνοντας το γλυκό την τραβάει κοντά του. «Σεκερίμ, είσαι μικρή και δεν μπορείς να καταλάβεις τα αισθή ματα ενός σουλτάνου. Πιστεύεις ότι σ αγαπώ;» Τον κοιτάζει με μά τια που κολυμπάνε σε μικρές λίμνες από σμαραγδένια νερά. «Μι κρούλα μου, τα μάτια σου με λιώνουν», της λέει και αναστενάζει χαϊ δεύοντας το τρυφερό κορμί της. «Σουλτάνιμ, μπορώ να φύγω;» του ψιθυρίζει με τρεμάμενη φωνή. «Γιατί, με βαρέθηκες; Ή δε δέχεσαι την αγάπη μου;» «Σουλτάνιμ, ούτε το ένα ούτε το άλλο. Φοβάμαι. Είμαι μικρή και αδύναμη».
24
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
«Σεκερίμ, λιώνω για σένα. Πες μου μ αγαπάς;» τη ρωτάει με α γωνία και πέφτει λαχανιασμένος στο μεταξωτό σοφά. Εκείνη τον πλησιάζει δειλά, παίρνει τα χέρια του, τα φιλάει με ερωτικό πάθος και του εξομολογείται: «Σουλτάνιμ, δίνω τη ζωή μου για την ευτυχία του αφέντη μου. Και στη δική μου την καρδιά άναψε η φωτιά της αγάπης. Αλίμονο που μπορώ να τ’ ομολογήσω. Ajio χθες το πρωί ο νους μου χάνεται σε παραμυθένιους κόσμους και τα πόδια μου δεν αγγίζουν τη γη, πετάνε στα σύννεφα. Τέτοια ευτυχία και ποιος δε θα τη ζήλευε;» «Σεκερίμ, από αυτή τη στιγμή είσαι δίκιά μου. Είσαι κάτι το τε λείως διαφορετικό από τις γυναίκες του χαρεμιού μου. Είσαι η ψυ χή της ψυχής μου, η φλόγα των σωθικών μου, το πεπρωμένο μου». Φιλιούνται με πάθος. Ο δρόμος της επιστροφής για το Πέραν ξετυλίγεται μπροστά της χαρούμενος. Οι κήποι του παλατιού, τα δέντρα, τα σπίτια χορεύουν και τραγουδούν. Τραγουδούν την αγάπη της Σεκερίμ και του σουλ τάνου Αμπντούλ Χαμίντ. Πανηγυρίζουν για τον κρυφό έρωτα που γεννιέται ανάμεσα σε μια χριστιανοπούλα και στον πανίσχυρο Τούρ κο άντρα. Οι νύχτες που ακολουθούν είναι μεγάλες και αργεί να ξημερώ σει. Η Σεκερίμ εργάζεται στο ατελιέ τις παραγγελίες που της έχουν αναθέσει. Εργάζεται και ξαναζεί τις μοναδικές στιγμές που η τύχη τής επιφύλαξε να περάσει στην αγκαλιά του σουλτάνου. «Εγώ θα γί νω η ερωμένη του παντοδύναμου σουλτάνου; Χριστέ μου, τι παιχνί δι μού παίζει η μοίρα;» σιγομουρμουρίζει. «Ευτυχώς η μητέρα δεν κατάλαβε ακόμα τίποτα. Ουφ! Πώς θα της το κρύψω;»
Η άμαξα με τα βασιλικά εμβλήματα καταφθάνει πρωί πρωί. Ο έ μπιστος οδηγός δίνει στην Εμεριέ ένα σφραγισμένο φάκελο να τον παραδώσει στην κυρά της. Η Σεκερίμ τρομαγμένη διαβάζει βιαστι-
ΣΙ'.ΚΚΡΙΜ
25
κα: «Αγαπημένη μον Σεκεριμ, αύριο το πρωί σε περιμένω στα ιδιαίτερα διαμιρίσματά μου. Σουλτάνα Περεστού». Για πότε βρέθηκε μέσα στην άμαξα ούτε το κατάλαβε. Γεμάτη ε ρωτηματικά και φόβους περνάει στα ιδιαίτερα διαμερίσματα της βαλιντέ και χωρίς να βγάλει λέξη γονατίζει μπροστά στην πρώτη τη ιάξει σουλτάνα, της οποίας ο λόγος είναι διαταγή για όσους υπηρειούν το παλάτι αλλά και σε ολόκληρη την αυτοκρατορία. «Σεκεριμ, καλημέρα. Πόσο όμορφο και ροδαλό πρόσωπο έχεις! Μοιάζεις με μαγιάτικο τριαντάφυλλο που το άρωμά του μας μαγεύ ει! Σε κάλεσα για να σου δώσω μερικές συμβουλές. Ο σουλτάνος και αφέντης της οθωμανικής αυτοκρατορίας σε ξεχώρισε μέσα από ό λες τις γυναίκες και θέλει να γίνεις ένα μαζί του. Κατάλαβες τι εννο(ι). Ένα στο σώμα και στην ψυχή. Θα είσαι γΓ αυτόν το άστρο που ()α τον οδηγεί, ο άγγελος που θα τον προστατεύει, το δροσερό νερό που θα τον δροσίζει, η νιότη που θα τον ανασταίνει, η φλόγα που θα ανάβει τους πόθους του». Η μικρή κεντήστρα δεν τολμά να ρωτήσει πώς θα αντικρίζει τις άλλες καλλονές του χαρεμιού. Ακούει προσε κτικά μήπως και της ξεφύγει κάποια υποχρέωση προς τον πατισάχ και πληρώσει το λάθος με το όμορφο κεφαλάκι της. «Το δεσμό οας θα τον προστατέψω εγώ και θα κρατηθεί μυστικός από όλους. Ο μό νος άνθρωπος που θα εμπιστεύεσαι είμαι εγώ και κανένας άλλος. Τώρα άνοιξε την πόρτα και πέρασε στα λουτρά μου. Εκεί οι κάλφες μου σε περιμένουν για να οε προετοιμάσουν. Ο γιος μου θα σου δώ σει την ανώτερη ευτυχία που κοινή θνητή μπορεί να ζήσει. Θα σε κά νει δική του. Πρόσεξε πολύ! Ο έρωτας σε μια τέτοια αγκαλιά είναι ιερός, διότι ο σουλτάνος είναι ο εκπρόσωπος του Αλλάχ και το μάτι του πάνω στη γη. Πήγαινε τώρα στην ευχή μου και άφησε το μέλι των χειλιών σου να κυλήσει στα δικά του χείλη». Η Σεκεριμ σηκώνεται και φιλάει τα διαμαντοφορεμένα ακρο δάχτυλα. Με βήματα αργά ανοίγει την πόρτα και μπαίνει στο χαμάμ. Οι λουτήρες είναι γεμάτοι με αχνιστό αρωματισμένο νερό. Στην ε
26
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
πιφάνεια κολυμπάνε ροδοπέταλα και άνθη από γιασεμί. Οι δούλες τη γδύνουν και την καθίζουν σ’ ένα φιλντισένιο σκαμπό. Στη γωνιά μια ηλικιωμένη γυναίκα παίζει στο ούτι χαρούμενη μουσική και τρα γουδάει ερωτικά τραγούδια. Οι δούλες δεν αφήνουν τη Σεκερίμ α πό τα χέρια τους. Τη λούζουν, χτενίζουν τα πυρρόξανθα μαλλιά της με λάδι αργάνης, της σαπουνίζουν το κορμί με αρωματικά σαπού νια, καθαρίζουν τα τριχωτά μέρη του σώματός της και τη χαλαρώ νουν με σερμπέτια. Το νερό με τα ροδοπέταλα που κυλάει πάνω της τη χαϊδεύει. Δύο μαύρες Σουδανές την ξαπλώνουν σε ένα λευκό μάρ μαρο καί με κινήσεις απαλές της κάνουν μασάζ με αιθέρια έλαια. Η Σεκερίμ νιώθει αναστατωμένη. Προσπαθεί να κρατήσει τα μάτια της ορθάνοιχτα, μα δεν μπορεί. Παρακολουθεί να σχεδιάζουν με χένα τη βελούδινη κοιλιά της και τους πορσελάνινους μηρούς της και δεν αντιδρά. Νιώθει ολόκληρη παραδομένη σε μια ευδαιμονία και αφήνεται με εμπιστοσύνη στα χέρια που γνωρίζουν την τέχνη της προετοιμασίας του έρωτα. Της φοράνε ένα πανάκριβο αραχνοΰφαντο μεταξωτό ρούχο και την οδηγούν στο κρεβάτι του πατισάχ. Τα μάτια της μικρής θα μπώνουν από τη μεγαλοπρέπεια του δωματίου. Το βλέμμα της τα ξιδεύει στα χρυσά μπαρόκ διακοσμητικά και στις γιρλάντες των τοί χων. Μετράει τα κρύσταλλα που κρέμονται από τον πολυέλαιο και αντανακλούν τις λιγοστές ακτίνες του ήλιου που μπαίνουν από τις χαραμάδες των παντζουριών. Μια πόρτα κρυμμένη στον τοίχο της αυτοκρατορικής κάμαρας ανοίγει και μπαίνει ο σουλτάνος. Ξαπλώνει δίπλα της και ζητάει με λόγια τρυφερά την αγάπη της. Εκείνη ανοίγει τα δυο της χέρια και τον σφίγγει στην αγκαλιά της. «Σεκερίμ, σε θέλω δική μου για πάντα!», της λέει μεθυσμένος α πό ηδονή.
Η Σεκερίμ αποφασίζει να παντρευτεί
h Ν ΊΏ ΜΕΤΑΞΥ ο σουλτάνος αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα στις σχέσεις
ιον με τις Μεγάλες Δυνάμεις. Οι όροι της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου που έγινε το Μάρτιο του 1878 ήταν ταπεινωτικοί για τη χωρά του. Ενώ λίγο μετά τον ίδιο χρόνο, μελετώντας τα πρακτικά της διάσκεψης του Βερολίνου, αντιλαμβάνεται ότι επικυρώθηκαν οι απώλειες εδαφών και πολύ λί γο μέτρησαν οι θέσεις που πήραν οι απεσταλμένοι του. Έχει όμως να ασχολη θεί με καυτά εσωτερικά θέματα. Θα εργαστεί σοβαρά, θα καταπιαστείμε τα κοι νωνικά προβλήματα, θα βγάλει το λαό του από τη φτώχεια, θα τον ανακουφί σει. Το όνειρό του είναι να τον οδηγήσει στην ευημερία. Αρχίζει με ιδιαίτερο ζήλο το μεγάλο έργο της αναδιοργάνωσης του κράιονς, της βιομηχανικής ανάπτυξης και της βελτίωσης της παιδείας. Χτίζει με γαλοπρεπή κτίρια, σχολεία, πανεπιστήμιο, ιδρύματα, φωτίζει με γκάζι τους κενιρικούς δρόμους της Κωνσταντινούπολης και βελτιώνει τις συγκοινωνίες. Θα παρουσιάσει στον έξω κόσμο μια καινούρια Τουρκία. Χτυπάει την πόρτα των Δυνάμεων ζητώντας οικονομική βοήθεια και βρίσκει ανταπόκριση. Τα ξένα κε φάλαια εισρέουν στην Τουρκία. Στην Κωνσταντινούπολη εγκαθίστανται ευρω παϊκές και αμερικανικές εταιρείες, υπογράφονται σκληρές συμφωνίες και ανα λαμβάνουν τα έργα εκσυγχρονισμού του κράτους.
Από την άλλη, η Σεκερίμ έχει δεθεί με το σουλτάνο. Οκτώ χρόνια τώ ρα η αγάπη του πότισε το κορμί της, πέρασε στην καρδιά της κι έ γινε καθημερινή ανάγκη. Ο ώριμος άντρας που του χάρισε τα νιάτα
28
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
της είναι δυνατός. Η δύναμη αυτή, μαζί με πολλές άλλες αρετές του, τη γοητεύουν τόσο που την κάνουν να ξεχνάει αν υπάρχει ζωή έξω από την κάμαρά τους. Κεντάει τα βράδια με το φως της λάμπας για να είναι διαθέσιμη το πρωί να τρέξει κοντά του. Οι γονείς της ανησυχούν. Είναι είκοσι τριών χρόνων και δεν έχει ακόμα παντρευτεί. Τα προξενιά πολλά, κι εκείνη δε δέχεται να δει κανέναν νέο, κι ας είναι πλούσιος, κι ας έχει ευγενική καταγωγή. Ώσπου ένα βράδυ, την ώρα του δείπνου, ο πατέρας της Ιάσων μί λησε για ένα νεαρό γιατρό από τη Σμύρνη, σπουδαγμένο στη Γαλ λία, που βρισκόταν για λίγες μέρες στην Κωνσταντινούπολη. Θα τον προσκαλούσε την επομένη στο «Πέραν Παλλάς» να δειπνήσουν μα ζί και να συζητήσουν. «Να ρθούμε κι εμείς, πατέρα; Μας επιτρέπεις;» λέει η Σεκερίμ αυθόρμητα. Η Χατζή Κατερίνα, ξαφνιασμένη, ρίχνει μια ερευνητική ματιά στην κόρη της και αντιδρά: «Αναστασία, πώς είναι δυνατόν να παρευρεθούμε ο αυτή τη συ νάντηση; Ο πατέρας σου θα μιλήσει για δουλειές». «Καλέ μητέρα, στο “Πέραν Παλλάς” θα δούμε πολύ κόσμο! Πα τέρα, σε παρακαλώ, πάρε μας μαζί σου...» Αλλά τελικά βρήκαν μια καλύτερη λύση. Θα προσκαλέαουν και θα περιποιηθούν το νεαρό Σμυρνιό στο σπίτι τους στο Πέραν. Η Σεκερίμ όλο το βράδυ δεν κλείνει μάτι. Φροντίζει το κορμί και τα μαλλιά της, βάζει κρέμες στο πρόσωπο, στα χέρια και στα πόδια και διαλέγει προσεκτικά την τουαλέτα που θα φορέσει. Ανάμεσα σε δεκάδες φορέματα ξεχωρίζει μια λευκή μακριά δαντέλα με μεγάλο καρέ. Θα τονίζει τη λεπτή της μέση με ένα ταφταδένιο ροζ φιόγκο. Θα φορέσει τα σκουλαρίκια της γιαγιάς της και σκέφτεται να βάλει και το δαχτυλίδι του σουλτάνου. Τι θα τους πει όμως γι’ αυτό το δώ ρο; Είναι δύσκολο να βρει κάποιο ψέμα να τους πείσει, και ιδίως τη μάνα, που ξέρει καλά τη συμπεριφορά και τα φερσίματα του πατι-
ϋΚ.ΚΚΡΙΜ
29
σάχ. Ποιος ξέρει; 'Ισως κι εκείνη να αντιμετώπισε κάποτε τις ερωκκς προθέσεις του σουλτάνου που υπηρετούσε πιστά. Τελικά απο φασίζει να αφήσει στην κρυψώνα το διαμαντένιο δαχτυλίδι. Νωρίς το πρωί κατεβαίνει στο ατελιέ και δίνει εντολές στις μαΟήιριές της. Στην κουζίνα η μητέρα της με τους υπηρέτες έχουν αρ χίσει από τα χαράματα τα μαγειρέματα. Οι κατσαρόλες αχνίζουν και τα μπαχαρικά λιγώνουν το λαιμό. «Πρέπει να παρουσιάσουμε ένα πολίτικο τραπέζι για να φύγει με καλές εντυπώσεις ο προσκεκλημένος μας. Οι Σμυρνιές είναι καταιι ληκτικές μαγείρισσες», λέει η Χατζή Κατερίνα στην κόρη της και συνεχίζει την προετοιμασία. «Μάνα, εγώ θα στρώσω το τραπέζι μόλις γυρίσω από το παλάτι», απαντά η Σεκερίμ. «Εγώ λέω σήμερα, κοριτσάκι μου, να μείνεις στο σπίτι». «Τι λες, μάνα; φωνάζει η Σεκερίμ και η φωνή της, έτσι τσιριχτή και βίαιη που βγαίνει από το λαρύγγι της, τρομάζει τους υπηρέτες. Η μάνα τής ρίχνει ένα βλέμμα σαν να τη ρωτάει τι υπονοεί με αυιή την αντίδραση και προσποιείται την αδιάφορη συνεχίζοντας το μαγείρεμα. Ντροπιασμένη η Σεκερίμ τρέχει στο δωμάτιό της και κλαίει με αναφιλητά. Το μυστικό που βαραίνει την καρδιά της είναι αβάσταχτο. Είναι όμως η γλυκιά ενοχή της αγάπης, που δε θα τη μοιραστεί με κανέναν παρά μόνο με αυτόν που ανανεώνει το πάθος της στο άγγιγμά του και την κρατά κολλημένη πάνω του σαν το ε(κόρουχό του. Άλλωστε ούτε στη βαλιντέ χανούμ μίλησε καθαρά, η σι ιοία προσπαθεί επίμονα να της βγάλει μία μία τις λέξεις μέσα αιιό τα δόντια. Η άμαξα του σουλτάνου επιστρέφει στο παλάτι χωρίς τη Σεκε ρίμ. Με ένα γράμμα γεμάτο σεβασμό εξηγεί στον αγαπημένο της ιιως ασθενεί ελαφρώς και θα μείνει στο κρεβάτι για να αναρρώσει 11
Υί>ήγορα·
30
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
Η Σεκερίμ στολισμένη στο σαλόνι περιμένει το νεαρό επισκέπτη. Όταν εκείνος μπαίνει στο σπίτι, κατεβαίνει τις σκάλες τρέχοντας να τον υποδεχτεί μαζί με τον πατέρα της. Η μητέρα της παραξενεύεται. «Χαίρω πολύ! Αιμίλιος Κωνσταντινίδης», της λέει εκείνος και της φιλάει το χέρι σκύβοντας ελαφρά. Η καρδιά της Σεκερίμ χτυπάει παράξενα. Έχει μπροστά της έ ναν όμορφο άντρα, ψηλό, αρρενωπό, ντυμένο με την τελευταία λέ ξη της γαλλικής μόδας. «Σεκερίμ», του απαντά εκείνη νιώθοντας ταυτόχρονα τα πόδια της να λυγίζουν, ενώ αφήνει το χέρι της μέσα στο δικό του περισσό τερο χρόνο από όσο απαιτούν οι καλοί τρόποι. «Σεκερίμ; Τι ωραίο όνομα!» «Σας ευχαριστώ. Μου το χάρισε ο σουλτάνος. Μου είπε ότι το χριστιανικό μου όνομα, Αναστασία, με αδικεί», του εξηγεί κουνώ ντας τους ώμους πέρα δώθε σαν να χορεύει. «Εμένα και το Αναστασία μού αρέσει πολύ!» της απαντά ο νεα ρός χαϊδεύοντάς τη με το απαλό του βλέμμα. Ο Αιμίλιος μαγεύεται από την ομορφιά, τη γοητεία και τους τρό πους της Σεκερίμ. Εκείνη ξεχνά ολότελα το σουλτάνο εραστή της και ανταποκρίνεται διακριτικά στα κρυφοκοιτάγματα και τα κομπλιμέντα που της κά νει ο Αιμίλιος κατά τη διάρκεια του δείπνου. Στον καφέ μοιράζονται τον ίδιο καναπέ και συνομιλούν συνωμοτικά. Το ίδιο κιόλας βράδυ ο Αιμίλιος ερωτεύεται κεραυνοβόλα τη Σε κερίμ και πριν φύγει για τη Σμύρνη ζητάει το χέρι της από τον πα τέρα της Ιάσονα Πατρικιάδη.
Η άμαξα του σουλτάνου δεν εμφανίζεται για δύο μέρες για να με ταφέρει τη Σεκερίμ στο παλάτι. Ντυμένη και παρφουμαρισμένη, η Σεκερίμ περιμένει με αγωνία την ίδια ώρα. Όταν απογοητεύεται
ΙΙ.ΚΚΡΙΜ
31
μι ιαίνει στο ατελιέ και με μάτια δακρυσμένα παρακαλάει το Θεό να μΐ| χάσει την αγάπη του πατισάχ της. Οι γονείς της κρατούν για μια εβδομάδα μυστική από τη Σεκερίμ την πρόταση γάμου του Αιμίλι ου, φοβούμενοι μήπως αρνηθεί το τυχερό που χτύπησε την πόρτα ι(>υς. Είναι σίγουρο ότι μαζί του θα ζήσει ευτυχισμένη, μιας και ο νέ ος δεν έχει οικογενειακές υποχρεώσεις και θα μπορούσε ακόμα, όιιως είπε στον πατέρα της, να εγκατασταθεί στην Πόλη και να ερ γαστεί (ος ιατρός στο νοσοκομείο του Σισλί. Η Σεκερίμ ρωτάει με ενδιαφέρον τη μάνα της για τον Αιμίλιο καθώς ξεμπλέκει τις κου βαρίστρες με τις χρυσοκλωστές, αλλά η μητέρα της καμώνεται πως δε ν ξέρει πολλά γι’ αυτόν, μα σαν παλικάρι τής αρέσει πολύ. «Μάνα, ο σουλτάνος μού υποσχέθηκε ότι θα με στείλει στα Ιε ροσόλυμα και θα γίνω Χατζήνα, όπως έστειλε κι εσένα. Η Σμύρνη είναι στο δρόμο μου, θα μπορούσα να συναντήσω τον Αιμίλιο και να γνωρίσω την οικογένειά του, δε νομίζεις;» «'Οχι, δε νομίζω. Γιατί όταν ταξιδεύεις με βασιλικές άμαξες και σε συνοδεύουν κάλφες και αγάδες δεν μπορείς να πας πουθενά χω ρίς την έγκριση του σουλτάνου παρά μόνο στον προορισμό σου. Οι άνθρωποί του κρατούν καθημερινό ημερολόγιο με κάθε λεπτομέ ρεια για το πού πήγες, ποιον συναναστράφηκες, τι είπες, καθ’ όλη ι η διάρκεια του ταξιδιού». «Τι κρίμα!» λέει η Σεκερίμ και βγάζει βαθύ αναστεναγμό. «Μη στενοχωριέσαι, κοριτσάκι μου, θα σου δοθούν κι άλλες ευ καιρίες στο μέλλον να συναντήσεις τον Αιμίλιο», της απαντά η μάνα ι ΐ|ς δήθεν αδιάφορη.
'Εξω από την πόρτα τα άλογα χλιμιντρίζουν. Η Σεκερίμ τρέχει στο ικ((ιάθυρο και βλέπει τον αμαξά να την περιμένει κρατώντας ένα μικρά μπαούλο από καρυδένιο ξύλο. Βάζει την μπέρτα της στους ώ μους, ρίχνει την αραχνοΰφαντη μαντίλα στο κεφάλι, φοράει το δια-
32
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
μαντένιο δαχτυλίδι και φωνάζοντας «μάνα, φεύγω» κατεβαίνει τα σκαλοπάτια τρία τρία. Ο αμαξάς αφήνει το αντικείμενο στο χολ και η Σεκερίμ το προσπερνά αδιάφορη. Στη διαδρομή τα δέντρα δεξιά και αριστερά χορεύουν. Τα άλο γα της φαίνονται κουρασμένα, ότι δεν τρέχουν πολύ. Τα λεπτά μοιά ζουν με ώρες. Όταν φτάνει στο παλάτι, από τη βιασύνη δε σκεπάζει καν το πρόσωπό της και οι φρουροί τη σταματούν και δεν της επι τρέπουν την είσοδο. Η βαλιντέ παρακολουθεί από το παράθυρο τη σκηνή και στέλ νει το Μαυριτανό ευνούχο να την παραλάβει. Περπατώντας στους α πέραντους γνωστούς διαδρόμους του παλατιού, το στήθος της τα ράζεται από τους χτύπους της καρδιάς της. Η μεγάλη σουλτάνα την περιμένει στην πόρτα του διαμερίσματος της και της ψιθυρίζει φι λώντας την: «Κοιμάται στο δωμάτιό μου. Εγώ θα πάω να ταΐσω τα παγόνια στον κήπο και θα γυρίσω να πάρω το τσάι μαζί σας. Μπες μέσα, θα χαρεί να σε δει όταν θα ξυπνήσει». Η Σεκερίμ ανοίγει δειλά την πόρτα και με αέρινα βήματα πλη σιάζει το σουλτάνο, που κοιμάται στην πολυθρόνα με ριγμένο το κε φάλι πίσω. Ένα ατλαζένιο μαξιλάρι, που συγκροτούσε προφανώς το κεφάλι, είναι πεσμένο στο πάτωμα. Σκύβει και το μαζεύει σφίγγοντάς το στην καρδιά της. Διατακτικά, χωρίς να διαταράξει τον ή ρεμο ύπνο του, κάθεται στο χαλί και ακουμπάει το κεφάλι της στα πόδια του. Πέρασαν έτσι πολλές ώρες. Κάποια στιγμή τα χέρια του σουλ τάνου την ακουμπούν χωρίς δύναμη. Τα φέρνει στα χείλη της και τ’ αφήνει εκεί μέχρι να ξυπνήσει. Η όμορφη Σεκερίμ ξέρει με τα προ κλητικά της χάδια να ξυπνάει το κουρασμένο κορμί του. Τον μα γεύει η μεταξένια σάρκα της και τα ερωτικά τους παιχνίδια δεν έ χουν τελειωμό. Η κάμαρα γεμίζει αγάπη, τα τζάμια θολώνουν από τη φλόγα του έρωτά τους και η νύχτα φτάνει γρήγορα.
ΣΚΚΚΡΙΜ
33
Σι o σπίτι η μάνα ανοίγει το κουτί και βγάζει από μέσα ένα υπέροχο ιιαριζιάνικο φόρεμα χρώματος κρεμ, ένα καπέλο από οργάντζα του ίδιου χρώματος με τριαντάφυλλα από βελούδο και μακριά γάντια. Μια κάρτα με τα σύμβολα του Αμπντούλ Χαμίντ γράφει: «Για την α γαπημένη μου Σεκερίμ». Στα αφτιά της μάνας μπαίνουν ψύλλοι. Vιιοψιάζεται τη συναισθηματική σχέση της κόρης με το σουλτάνο και ανάβει ολόκληρη από την αγωνία. Τα μάτια της βουρκώνουν από φό βο. «Μην είναι αλήθεια, Παναγία μου!» Το βράδυ, χωρίς αναβολή, ο πατέρας της θα της μιλήσει για τον Αιμίλιο. Η απάντηση της Σεκερίμ είναι θετική μόλις της γίνεται η πρόιαση για τον Αιμίλιο. Ούτε μπορεί να καταλάβει πώς είπε το «ναι, ()α παντρευτώ το Σμυρνιό». «Δόξα τω Θεώ!» λέει και αναστενάζει η Χατζή Κατερίνα βγάζον ι ας από πάνω της ένα μεγάλο βάρος. «Τέτοια κοπέλα να μείνει γε ροντοκόρη; Ντροπή!» σκέφτεται. Τις μέρες που ακολουθούν η οικογένεια του γαμπρού καταφθά νει από τη Σμύρνη με κοσμήματα και άλλα δώρα για τη νύφη. Ενθου σιάζονται με την ομορφιά της. Την παρατηρούν πώς μιλάει, πώς γε λάει, ικός τρώει. Εκείνη, γεμάτη σεβασμό για τα πεθερικά της, κά νει ά, ιι μπορεί για να νιώθουν άνετα μαζί της. Δεν παραλείπει όμως με τίποτα την καθημερινή της επίσκεψη οτην αγκαλιά του σουλτάνου. Ζει μαζί του έναν τρελό έρωτα. Έναν έμίοια που αρχίζει να μοιράζεται στα δύο. Ο σουλτάνος την τρελαί νει. Η πείρα του στον έρωτα την αναστατώνει μέρα και νύχτα. Ο Αι μίλιος όμως, με την ευγενική του παρουσία και τη μόρφωσή του, την κερδίζει για γυναίκα του.
Τις προπαραμονές των αρραβώνων μιλάει στη βαλιντέ. Εκείνη γί νεται θηρίο και της ζητάει να μην ξανακούσει για το θέμα. Την κρα-
34
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
τάει μακριά από το σουλτάνο και δε συγκινείται με τα κλάματα και τα παρακαλετά της προστατευόμενής της. Η Σεκερίμ επισκέπτεται το παλάτι ζητώντας επίμονα να δει τον αγαπημένο της πατισάχ. «Επιθυμώ να μου δώσει την άδεια να παντρευτώ. Θέλω να πά ρω τη συγκατάθεσή του. Ν’ ακούσω το ναι από το στόμα του», εξη γεί στη βαλιντέ, που δε συμφωνεί με την απόφαση των γονιών της και την προτρέπει να πείσει τον πατέρα της να διαλύσει τον αρραβώνα. Η Σεκερίμ τής υπόσχεται ότι τίποτα δε θα αλλάξει στις σχέσεις τους και ότι πρέπει να παντρευτεί ένα χριστιανό, να κάνει οικογένεια, για να πάψει ο κόσμος να την κοιτάζει με καχυποψία. Ο σουλτάνος για πολλές εβδομάδες δε δέχεται να τη δει, ενώ οι συζητήσεις των γυναικών του χαρεμιού έχουν κύριο θέμα το γάμο της Σεκερίμ με τον όμορφο γιατρό. Η βαλιντέ χανούμ δείχνει απογοητευμένη από τα νέα, περιμένει όμως να δει πρώτα πώς θα αντιδράσει ο γιος της, να το συζητήσει μαζί του και να μιλήσει στην αγαπημένη της κεντήστρα. Ένα πρωί η Σεκερίμ, αποφασισμένη για όλα, παραβιάζει την πόρτα του γραφείου του σουλτάνου, μπαίνει και πέφτει στην αγκα λιά του. «Σουλτάνιμ, ο πατέρας μου με παντρεύει με ένα γιατρό από τη Σμύρνη!» του ψιθυρίζει φιλώντας τον φλογερά στα χείλη. «Να εγκαταλείψεις το σπίτι και να εγκατασταθείς στο παλάτι κο ντά μας». «Είναι αδύνατον!» του απαντά με λυγμούς. «Θα διατάξω να τον σκοτώσουν». Στο άκουσμα αυτής της φράσης η Σεκερίμ πέφτει και φιλάει τα πόδια του. «Αγαπημένε μου, σουλτάνιμ, ο νέος δεν έφταιξε σε τίποτα. Σκό τωσε εμένα. Νιώθω τόσο μεγάλη δυστυχία, που ο θάνατος θα ήταν δώρο θεϊκό».
> I Κ KIMM
35
«Σ’ αγαπώ, δε δέχομαι να σε μοιράζομαι», της λέει σκληρά και κοψιά.
«11αγάπη μου για σένα δεν έχει όρια. Δεν έχει μέτρο. Μη με σκοι ώνεις με τον τρόπο σου. Ζω σε μια κλειστή κοινωνία που όλα τα κα ι π κρίνει. Χιλιάδες μάτια παρακολουθούν τις κινήσεις μου, τα λόγια |ΐ
Το καλοκαίρι ο Αιμίλιος και η Σεκερίμ παντρεύονται στην Αγία Τριά δα (γιο Ταξίμ. Το όμορφο κεφάλι της είναι σκεπασμένο με πέπλο αιιό τούλι λευκό κεντημένο με μαργαριτάρια και την κάνει να μοιά ζει με νεράιδα του παραμυθιού. Τα χρυσαφένια μαλλιά, ριγμένα (πους ώμους, της δίνουν αγγελική υπόσταση. Το νυφικό φόρεμα, αέρινο, κεντημένο με ψιλή πέρλα, φερμένη από τον Περσικό κόλπο, ιην κάνει αιθέρια, έτοιμη να πετάξει στους ουρανούς. Οι λίγοι ε κλεκτοί καλεσμένοι παρακολουθούν την τελετή με το στόμα ανοιχτό συνεπαρμένοι από την ομορφιά της.
36
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
Ο Αιμίλιος, ψηλός, αρρενωπός, με ευγενική φυσιογνωμία, δεν παίρνει τα μάτια από πάνω της. Στην τελετή παρευρίσκεται η βαλιντέ χανούμ και μερικές παλλακίδες, που περιεργάζονται το νεαρό γιατρό και του χαμογελούν με νόημα. Τη στιγμή που ο παπάς ψάλ λει το «Ησαΐα χόρευε», η μητέρα του σουλτάνου παρατηρεί τα καυ τά δάκρυα που τρέχουν από τα μάτια της αγαπημένης της προστατευόμενης. Ως μάνα γνωστική, σκέφτεται ότι η Σεκερίμ πρέπει να κά νει οικογένεια και παιδιά, ως μάνα του σουλτάνου, δε δέχεται ο γιος της να τη μοιράζεται με κανένα άλλο αρσενικό. Όσο για τα υπόλοι πα, θα τα χειριζόταν η ίδια προσωπικά.
Λίγο καιρό μετά η Σεκερίμ, χαρούμενη σαν παιδί, τρέχει στη μάνα της να της αναγγείλει πως περιμένει παιδί. Με τον ίδιο ενθουσιασμό μιλάει στη μητέρα του πατισάχ, που έγινε πια η καρδιακή της φίλη, και την παρακαλάει γονατιστή να φέρει τον Αιμίλιο στο νοσοκομείο του Σισλί να εργαστεί ως γιατρός, γιατί στη Σμύρνη στο συμμαχικό νοσοκομείο οι Γάλλοι και οι Ιταλοί τον έχουν ανάγκη και δεν τον αφήνουν να φύ γει, αλλά και ο Αιμίλιος δεν μπορεί από μόνος του να παραιτηθεί. «Σουλτάνα μου, πέρασε ενάμισης χρόνος από το γάμο μου. Σε λίγους μήνες θα γεννήσω το παιδί μου και δε θα έχω τον άντρα μου κοντά μου. Ζητώ από τον πατισάχ μου, που τόσο πολύ αγαπώ, να εκδώσει ένα φιρμάνι που να τον ζητάει κατεπειγόντως στην Πόλη», λέει και ξαναλέει στη βαλιντέ παρακαλώντας την. Ο καιρός όμως περνάει και ο νεαρός γιατρός δε μετακινείται α πό τη Σμύρνη. Κάθε μήνα σκαστός, πότε με το τρένο και πότε με κα νένα επιβατικό ή εμπορικό καράβι, έρχεται στην Πόλη για να δει τη γυναίκα του, ενώ τα γράμματα και τα τηλεγραφήματα καταφθάνουν καθημερινά με καυτά λόγια αγάπης. Όταν πλησιάζει ο όγδοος μήνας, παίρνει άδεια και φεύγει με έ να γαλλικό κρουαζιερόπλοιο, το Λα τιρενσές ντε λα Μεντιτερανέ», για την
>.l ΚΚ1ΜΜ
37
Κωνσταντινούπολη. To ταξίδι είναι μοιραίο. Τον βρίσκουν σκοτω μένο στην καμπίνα της πρώτης θέσης. Οι ζανταρμάδες* και οι στραικοιικοί δικαστές, που με εντολή του σουλτάνου αναλαμβάνουν να διαλευκάνουν την υπόθεση, εκδίδουν το πόρισμα «ληστεία και δολο φονία εν πλω», και ο φάκελος κλείνει για να μην ξανανθίζει ποτέ. Το σπίτι στο Πέραν βυθίζεται στο πένθος. Χάθηκε ο άντρας που ΐ| ιιαρουσία του έδινε ελπίδες για ευτυχία. Η Σεκερίμ έχασε ένα σύ ζυγο που η ευγένειά του, ο ήρεμος έρωτας και ο συγκροτημένος χα ρακτήρας του την κρατούσαν ήσυχη. Κλαίει ασταμάτητα. Οι γονείς ι ης προσπαθούν να την παρηγορήσουν. Οι εφημερίδες της Σμύρνης αφήνουν υπονοούμενα για οργανωμένη δολοφονία της Πύλης. Ο Τύ πος (πην Πόλη ασχολείται με τα πολιτικά παιχνίδια και κάνει τρε λά σενάρια, ότι τάχα ο γιατρός από τη Σμύρνη ήταν άνθρωπος της οργάνωσης «Ένωση και Πρόοδος». Μυστικοί πράκτορες και αντα ποκριτές των εφημερίδων παρακολουθούν το σπίτι στο Πέραν και ουνομιλούν με τον Ιάσονα Πατρικιάδη. 11 Σεκερίμ ξέρει ποιος διέταξε τη δολοφονία του άντρα της. Το γεγονός ήρθε με ενάμιση χρόνο καθυστέρηση. Είναι το μεγάλο κόο ιος του πάθους της, που το πληρώνει πανάκριβα. Διπλώνει στα φυλ λοκάρδια της το μεγάλο μυστικό. Στο δεξί χέρι φοράει τη βέρα του Αιμίλιου και στο αριστερό το διαμαντένιο δαχτυλίδι του σουλτάνου. Ιόν πρώτο καιρό του πένθους δε θέλει να δει κανέναν. Ασχολείι <ο με το ατελιέ της και στέλνει τη μητέρα της στο παλάτι για να πά ρει τις παραγγελίες και να κάνει τις παραδόσεις. Την ακούν τα βρά δια κλεισμένη στην κάμαρά της να φωνάζει «Αιμίλιε, συγχώρησέ με» και να βογκάει μες στα αναφιλητά.
() τελευταίος μήνας της εγκυμοσύνης είναι δύσκολος για τη δυστυ χισμένη νεαρή γυναίκα. Χήρα πια, πρέπει να δει τη ζωή πιο ώριμα. () θάνατος του Αιμίλιου τη γεμίζει τύψεις. Ο πατισάχ κινείται σαν φά
38
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
ντασμα μπροστά της και κυριεύει το κορμί και το νου της. Ακόμα και την ώρα της γέννας τον σκέφτεται και παίρνει κουράγιο. Το κοριτσάκι που βγαίνει από τα σπλάχνα της υπόσχεται να της δώσει μεγάλη ευτυχία. Την ονομάζουν Ελισάβετ. Είναι το όνομα της χαροκαμένης πεθεράς της, που σέβεται και υπεραγαπάει. Η Σεκερίμ σιγά σιγά πετάει τα πένθιμα ρούχα από πάνω της και ξαναβρίσκει το φρέσκο παιδικό χαμόγελο. Το μυστικό όμως παρα μένει μυστικό. Κάθε φορά, μεθυσμένη από το πάθος που ξαναγεννιέται στο αντίκρισμα του εραστή της, ξεχνάει τον πόνο και κατα λαγιάζει τη φωτιά του κορμιού της στην ηδονή που της προσφέρει η αγκαλιά του αγαπημένου της. Ο χρόνος, καθισμένος στο περβάζι, μετράει τ’ άστρα, παιχνιδί ζει μαζί τους και τους υπόσχεται αιώνια συντροφικότητα. Πόσο αλ λιώτικος φαντάζει αυτόν το χρόνο ο καιρός! Ο ουρανός λάμπει τα βράδια, και τα μυριάδες αστέρια τρεμοσβή νουν σαν κεράκια χορεύοντας ξέφρενα τον ατελείωτο χορό του χάους. Ας μπορούσε να σταματήσει για λίγο ο χρόνος εδώ σ’ αυτόν τον τόπο σήμερα! Δυστυχώς, τσιγκούνης και αδυσώπητος, φοβάται να φερθεί γενναιόδωρα στους ανθρώπους, σταματώντας για λίγο να τρέ χει. Στο πέρασμά του καταβροχθίζει άπληστα τη χαρά των ανθρώ πων. Όταν όμως τα κακά περισσεύουν και πέφτουν ασταμάτητα, ό ταν η μια δυστυχία διαδέχεται την άλλη, τότε ο χρόνος, συγκρατη μένος και αδιάφορος, παραστέκεται με άνεση, δίνει κουράγιο, χα λαρώνει, παρηγορεί, γιατρεύει. Μπορείς να τον αποκλείσεις, να τον κρύψεις κάπου και να τον κάνεις να μη συμμετέχει στη ζωή σου; Έχει το μοναδικό προνόμιο να είναι πανταχού παρών. Η απέραντη διάστασή του υποχρεώνει τη Σεκερίμ να συμφιλιω θεί μαζί του, κάνει κάθε δυνατή προσπάθεια να σβήσει τα σημάδια του από πάνω της. Είναι τριάντα εννέα ετών και δείχνει δέκα χρό νια νεότερη. Το πάθος του σουλτάνου την κρατά φρέσκια και το τα λέντο της να τον σαγηνεύει δίνει νόημα στη ζωή της.
Η κόρη της Σεκερίμ παντρεύεται
I I ΚΟΡΗ Τ Η Σ ΣΕΚ ΕΡΙΜ η Ελισάβετ μεγάλωσε στην Κωνσταντινούιιολη σχεδόν απομονωμένη από τον έξω κόσμο, συντροφιά με τις υιιημέτριες και τις δασκάλες, που διαδέχονταν η μια την άλλη. Την ικ πδική καρδιά της γέμιζε η αγάπη των δικών της, των συγγενών και <ίλών (ίσοι την περιέβαλλαν. Η καλή εκπαίδευση και η μόρφωσή της ιΐ|ν έκαναν γενναία και δυνατή. Έχει μεγάλη θέληση, αποφασιστι κοί ιμα και δεν κρύβει την εξυπνάδα της, όπως συνήθως κάνουν γυν<ιίκες της Ανατολής. Η αγαπημένη της νόνα Χατζή Κατερίνα πέθανε οι (tv έμαν δέκα χρόνων. Σε έξι μήνες την ακολούθησε και ο παπ ίκ >υς Ιάοων. Μεγάλωσε παρέα με τις διάσημες γκουβερνάντες του πα\<<ι ιου και τη φροντίδα των υπηρετών. 11 Σεκερίμ απούσιαζε τακτικά από το σπίτι, γεγονός που ενο χλούσε πολύ την κόρη της. Ένα βράδυ που η μητέρα της γύρισε αρ γά, ΐ| Ελισάβετ τής δήλωσε αγανακτισμένη με όρκο: «Δε θα γίνω ποιέ ΐ| κεντήστρα του σουλτάνου, όσο όμορφος κι αν είναι!». Η δήλω ση αυτή εντυπώσιασε τη Σεκερίμ, και η σημασία που περιείχαν τα λόγια ιης χαράχτηκε βαθιά στη συνείδησή της. 11ράγματι η Ελισάβετ δεν είχε κανένα ταλέντο να διαδεχτεί τη μηιέρα ιης. Το κέντημα και το περίτεχνο στόλισμα με πολύτιμες πέ>ες των ενδυμάτων του σουλτάνου, των γυναικών του και της Υψηλης 1Ιυλης τής ήταν αδιάφορα. Όμως αγαπούσε πολύ τη φύση, τα ζώα και το εμπόριο. Προτίμησε να ασχοληθεί με τη γη, τις διάφο ρες καλλιέργειες, με τα άλογα, τα πρόβατα, τα γίδια και τις αγελά I I
40
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
δες. Όταν ήταν μικρή, η Σεκερίμ την πήρε και πέρασαν ένα καλο καίρι στο σπίτι τους στην Καππαδοκία. Η Ελισάβετ χανόταν στα α πέραντα λιβάδια κυνηγώντας τα ζώα. Εκεί γνώρισε το δικό της πα ράδεισο, έναν παράδεισο που διέφερε τελείως από αυτόν της μάνας της. Έτσι η Σεκερίμ αναπαλαίωσε το αρχοντικό στο χωριό για χα τίρι της κόρης της, που το επιθυμούσε πολύ, και της επέτρεπε να μέ νει με τους πιστούς υπηρέτες για μεγάλα χρονικά διαστήματα μα κριά της. Η ελευθερία αυτή που της πρόσφερε η μάνα της ήταν δώ ρο ζωής.
Το καλοκαίρι του 1902 η Ελισάβετ γνωρίζει τον Βασίλειο Ιωακειμίδη, που όλοι τον ξέρουν ως Βασίλ’ αγά γιατί έχει τον τίτλο του αγά. Ευκατάστατος Κωνσταντινοπολίτης, που ήρθε το καλοκαίρι στο χω ριό για να παραστεί στο γάμο της ξαδέρφης του και φίλης της Ελι σάβετ. Ξετρελαμένος από το κάλλος και τη σεμνότητά της, δεν παίρ νει τα μάτια του από πάνω της ολόκληρη την εβδομάδα που διαρκούν οι χαρές του γάμου. Άντρας μεστωμένος, δεκαπέντε χρόνια μεγαλύ τερος της, τη ζητάει αμέσως σε γάμο από τη μητέρα της. Παντρεύο νται και σε μερικούς μήνες φεύγουν για την Κωνσταντινούπολη. Στο πατρικό της σπίτι στο Πέραν η Ελισάβετ ζει και πάλι τις παι δικές της αναμνήσεις. Ζει τις στιγμές που περίμενε την άμαξα που θα έφερνε το βράδυ τη μάνα. Ξαναζεί τις στιγμές που έπαιζε με τις μικρές υπηρέτριες, την Αϊσέ και την Εμεριέ, που από φόβο δεν ξεμυτούσαν από το σπίτι. Όλα αυτά την έκαναν να θέλει να γυρίσει στο χωριό, τα Ποτάμια. Εκεί όλα τα είχε δικά της και ένιωθε ότι καθετί της ανήκει. Τον τόπο αυτό τον έκανε πατρίδα. Ή ταν δυστυχισμένη όταν άφηνε πίσω της την Καππαδοκία έστω και για το γαμήλιο τα ξίδι. «Η Κωνσταντινούπολη και τα ανάκτορα του Ντολμαμπαχτσέ εί ναι μόνο για τη μάνα», έλεγε κλαίγοντας πεισματάρικα η Ελισάβετ
Mkl . I MM
μ <ι (>ι συγγενείς
41
απορούσαν με το γινάτι της. Η μητέρα της, που την ήθελε κοντά της, ήλπιζε ότι ο γοητευτικός και ευγενικός άντρας της Oct ι ΐ|ν έκανε να αλλάξει διάθεση και να δει την Πόλη με διαφορειικά μάτι. 11 Ελισάβετ ήταν μόλις δεκατεσσάρων χρόνων όταν γνώρισε τον ΙΙαοίλ’ αγά. Τον αγάπησε από την πρώτη στιγμή, γιατί στο πρόσωιιό ιου είδε την πατρική προστασία και δικαιοσύνη. () Βασίλ’ αγάς είναι πανύψηλος, ομορφάντρας, με παράστημα αρχοντικό. "Εχει ξανθά μαλλιά και λαμπερό, ήρεμο γαλάζιο βλέμ μα. Το ροδαλό του πρόσωπο γίνεται ακόμα πιο όμορφο κάτω από ιο κόκκινο φέσι, που δεν αποχωρίζεται ποτέ. Είναι ντυμένος πάντα άψογα. Φοράει λευκές γκέτες και ολομέταξη γραβάτα, κρατάει λευ κά γάντια και παίζει συχνά μ ένα κεχριμπαρένιο κομπολόι. Στην ιοέιιη ιου γιλέκου του κρέμεται με χρυσή καδένα ένα ρωσικό ρολόι, ιιου ιου χάρισε η πεθερά του ως γαμήλιο δώρο, από χρυσό, ζωγρα φισμένο με σμάλτο μπλε, που στο πάνω μέρος έχει την προσωπο γραφία ενός άντρα σε μινιατούρα και γράμματα ρωσικά, προφανώς ιο όνομα του τεχνίτη. Έχει χαρακτήρα μαλακό, είναι πολύ σεμνός και οι πολιτικές του ιιπιοιθήσεις είναι προοδευτικές. Με καλή μόρφωση και πολλή δου λειά αβγάτισε γρήγορα τα όσα αγαθά κληρονόμησε από τους δικούς ιου, τον πατέρα του Παύλο και το θείο του Βαγγέλη. Δεν αγαπούσε ια ιιανηγύρια και τις συγκεντρώσεις, μέχρις ότου παντρεύτηκε την Ελισάβετ και έγινε ο γαμπρός της κοσμικής Σεκερίμ. Είναι έξυπνος, αλλά αναποφάσιστος, γι’ αυτό και τις μεγάλες αποφάσεις της οικογένειάς του τις παίρνουν πάντα οι δύο γυναίκες της ζωής του, η Ελι σάβετ και η μάνα της Χατζή Αναστασία, η Σεκερίμ του σουλτάνου. Όταν βρίσκεται όρθιος σε στάση προσοχής έχει τα χέρια του δε μένα πίσω από τη μέση, ενώ καθισμένος στην πολυθρόνα ακουμπάει με ια δάχτυλα του αριστερού του χεριού απαλά τον αριστερό του κρόταφο και μοιάζει σκεπτικός. Λατρεύει το διάβασμα και τη βυ
42
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
ζαντινή μουσική. Είναι γλυκός και τρυφερός, αγαπάει την Ελισάβετ και ασκεί τρομερή γοητεία στις χανούμισσες της Πόλης, που τρέχουν πίσω του κάνοντας νάζια και σκέρτσα προκειμένου να τον κατα κτήσουν. Είναι η εποχή που ο θεσμός του χαρεμιού βρίσκεται στις δόξες τσυ και επωφελούνται ιδίως οι ευκατάστατοι άνθρωποι, που τον περισσότερο χρόνο ζουν μόνοι στην Κωνσταντινούπολη μακριά από τις οικογένειές τους. Κάτι ακούστηκε πως σ Βασίλ’ αγάς στην Πό λη διατηρεί από ανύπαντρος ένα μικρό χαρέμι κάπου σ' ένα γιαλί πά νω στο κύμα του Βοσπόρου. Η Ελισάβετ διαπιστώνει γρήγορα ότι τον άντρα της τον χαιρετούν πολλές ωραίες κυρίες και του κρυφογελάνε κάθε φορά που εκείνος ρίχνει τα μάτια πάνω τους. Το διαπιστώνει στο γαμήλιο ταξίδι τους στη Βασιλεύουσα και η ιδέα αρχίζει να της τριβελίζει το μυαλό. Υπο φέρει, αλλά δεν το δείχνει. Δε μένει άπραγη βέβαια. Αποφασίζει να αλλάξει εμφάνιση και συνήθειες ζητώντας τη συμβουλή της μάνας της. Στους καθημερινούς περιπάτους διαπιστώνει ότι η Πόλη είναι πανέμορφη. «Βασίλ’ αγά, τι όμορφη που είναι η Πόλη!» «Ελισάβετ μου, χαίρομαι που εκφράζεις επιτέλους την αγάπη σου για τον τόπο όπου γεννήθηκες». Εκείνη βλέπει την ομορφιά της Κωνσταντινούπολης. Δεν πιστεύει όμως ότι θα την αγαπήσει αληθινά. Αντίθετα, είναι σίγουρη πως μό λις φύγει ο ενθουσιασμός της θα ζητήσει να επιστρέφει στην Καπ παδοκία. Ο άντρας της της δείχνει τα πάντα. Τα υπέροχα κτίρια δυ τικού στιλ, τα παλάτια, την Αγιά Σόφιά, το Τοπκαπί, το Σαχίλ σαράι, το Ντολμαμπαχτσέ στο Μπεσίκτας, τους μεγαλοπρεπείς ναούς, τα ε πιβλητικά τζαμιά, τους φανταστικούς κήπους και την κλειστή αγο ρά του Καπαλί τσαρσί, όπου τα μαγαζιά έχουν εκτεθειμένα τα πο λύτιμα εμπορεύματά τους. Η Ελισάβετ ξαφνιάζεται βλέποντας τα χρυσά βραχιόλια να κρέμονται σαν κάλπικα έξω από τις πόρτες των
^ ι:κ ε ρ ι μ
43
καταστημάτων, ενώ εκείνη κρύβει τα χρυσά της μέσα στα μπου ντρούμια. «Αποκλείεται, Βασίλη, δεν είναι αληθινά!» λέει με σοβαρότητα (πον άντρα της βηματίζοντας στους διαδρόμους του παζαριού και α πορεί που στη Πόλη κοροϊδεύουν έτσι φανερά τον κόσμο. Ο Βασίλ’ αγάς γελάει και της εξηγεί ότι η κλειστή αγορά χτίστηκε πριν από ιιολλά χρόνια με αυτή την ιδέα. Δηλαδή να εκθέτουν την πραμάτεια ιούς στο βλέμμα του κάθε περαστικού και να τραβούν την προσοχή ιου. «Τι μέγαρα! Τι ωραία κτίρια είναι αυτά!» απορεί η Ελισάβετ και θαυμάζει τα εξαίσια οικοδομήματα στη Μεγάλη οδό του Πέραν. Ο Βασίλαγάς στην προσπάθειά του να την ευχαριστήσει την πά ει παντού. Τρώνε γλυκά στο ζαχαροπλαστείο της εκλεκτής κοινω νίας «Λα πατισερί Λεμπόν», το οποίο είναι καθημερινά γεμάτο από κομψές κυρίες με αφράτα δροσερά πρόσωπα που τα μισοκρύβουν μεγάλα καπέλα. «Βασίλ’ αγά, εδώ συχνάζεις;» τον ρωτάει με φωνή που προδίδει ζήλια. «Όχι, γλυκιά μου. Δεν έχω χρόνο για πρωινές διασκεδάσεις. Σ’ έ φερα για να το μάθεις και να έρχεστε με τη μάνα και τα κορίτσια». Η Ελισάβετ προσπαθεί να μαντέψει την αλήθεια. Επωφελείται α πό τους περιπάτους μαζί του και καμαρώνει δίπλα στον όμορφο ώ ριμο άντρα, που είναι δικός της. Μπροστά στα καταστήματα με τις ξένες φίρμες το βλέμμα της τραβούν οι πορτιέρηδες, τα αραπάκια με τις κόκκινες στολές και τα άσπρα γάντια, που στέκονται κοκαλοψένα σαν αγάλματα περιμένοντας την ευγενική ευρωπαϊκή πελα τεία τους. Το βλέμμα της τραβούν οι ριγέ υφασμάτινες τέντες που προστατεύουν τις πανέμορφες βιτρίνες των καταστημάτων, οι προ θήκες των ανθοπωλείων, τα ωραία κουρεία και τα λουσάτα κατα(πήματα υποδημάτων. Για πρώτη φορά ενδιαφέρεται για τα ωραία ρούχα και χωρίς να το καταλάβει βρίσκονται ο ένα κατάστημα και
44
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
ο άντρας της της αγοράζει μπόλικα υφάσματα. Πρέπει στην Πόλη να αλλάξει τρόπο ντυσίματος. Έχει δίκιο η μάνα που δίνει βάρος στο καλαίσθητο ακριβό ντύσιμο και στα καθωσπρέπει φερσίματα. Θα προσπαθήσει να τη μιμηθεί. Πίνουν τσάι σερβιρισμένο σε ασημένια σερβίτσια στις ανθισμέ νες πλαγιές του Βοσπόρου, όπου τα καφενεία τις ηλιόλουστες μέρες βγάζουν τραπεζάκια και καρέκλες για να περιποιηθουν τους αξιοσέβαστους πελάτες τους. Πραγματοποιούν ρομαντικούς περιπάτους κατά μήκος της παραλίας με τα πόδια ή με λαντό, και από τη γέφυ ρα του Γαλατά αγναντεύουν τον Κεράτιο κόλπο και την απέναντι α σιατική ακτή, απολαμβάνοντας αγκαλιασμένοι δεκάδες ανατολές ή λιου και άλλα τόσα ηλιοβασιλέματα. Από τη σκάλα του Γαλατά παίρ νουν τα βαποράκια που τους μεταφέρουν στο Σκουτάρι, στο Καντίκιοϊ, στο Φενερμπαχτσέ, στο Μποστάνζι, στο Μόντι, στα Πριγκιποννήσια: το Κιναλίαντα (Πρώτη), το Μπουργκούζαντα (Αντιγόνη), το Χεμπελίαντα, (Χάλκη), το Μπουγιούκαντα (Πρίγκιπος). Όταν η Σεκερίμ είναι ελεύθερη, παίρνουν παρέα την Αϊσέ και οι τρεις γυναίκες περπατούν ατέλειωτες ώρες στα καλντερίμια του Πέ ραν. Μέσα στα στενά σοκάκια, ανάμεσα στα σπίτια με τις πανέ μορφες προσόψεις, η Ελισάβετ ανακαλύπτει την ευρωπαϊκή αρχι τεκτονική και καλαισθησία. Τρέχουν από γαλακτοπωλείο σε γαλα κτοπωλείο να φάνε το νοστιμότερο ταβούν κιονξού2 και αγοράζουν σακούλες καραμέλες από τον Χατζή Μπεκίρ, που το μαγαζί του, σω στή τρύπα στη Μεγάλη οδό, κάνει χρυσές δουλειές. Ο Βασίλ’ αγάς έβαλε στοίχημα με τον εαυτό του τη μέρα του γά μου του να φέρει κοντά του τη γυναίκα του όσο γινόταν πιο γρήγο ρα. Πολλές φορές αφήνει το ναυτιλιακό του γραφείο στους Τούρκους πιστικούς και παίρνει την Ελισάβετ ολοήμερες εκδρομές στις πα ραλίες της Μαύρης Θάλασσας. Βρέχουν τα πόδια τους στα ιαματι 2. Γλυκιά κρέμα που γίνεται με γάλα και στήθος κότας.
ΚΚΡΙΜ
45
κά νερά της Γιάλοβα και τρώνε φρέσκα ψάρια και αστακούς στο Μπεμπέκι μαγειρεμένα από τους απλούς ψαράδες. Οργώνουν κυ ριολεκτικά το Βόσπορο και αγαπούν κάθε Τούρκο που τους χαίρε ιάει. Τις Κυριακές εκκλησιάζονται στην Αγία Τριάδα του Ταξίμ και στις μεγάλες εορτές παρακολουθούν την πατριαρχική δοξολογία στο Φανάρι και κοινωνούν από τα χέρια του πατριάρχη. Η Ελισάβετ ειιισκέπτεται τη Μεγάλη Σχολή του Γένους και μένει εκστατική από ιΐ| μεγαλοπρέπεια του κτιρίου και την τάξη του. Όλα ανεξαιρέτως ια κυριακάτικα απογεύματα απολαμβάνουν παρέα με τη Σεκερίμ ιο τσάι τους στο «Πέραν Παλλάς». «Έχει δίκιο η μάνα που λέει ότι αφήνει την καρδιά της στην Πόλΐ| κάθε φορά που έρχεται στα Ποτάμια. Η δική μου καρδιά όμως ιιετάει για το χωριό. Εκεί παρέα με τα σπαρτά, τα ζωντανά και τους ιιιστικούς μου έχω τη δική μου ζωή», σκέφτεται η Ελισάβετ και χω ρίς δισταγμό ανανεώνει τη συμφωνία της με τον άντρα της. «Βασίλη μου, επιθυμώ να κρατήσουμε τη συμφωνία που κάναμε ιιριν από το γάμο μας, ότι θα μοιράζω το χρόνο μου ανάμεσα στην Κωνσταντινούπολη και στο χωριό. Μου υποσχέθηκες να γίνει έτσι. Μην αθετήσεις το λόγο σου και πληγωθώ». «Ελισάβετ μου, είσαι κλειστή στον εαυτό σου. Δεν εμπιστεύεσαι ακόμα κι εμένα τον άντρα σου. Είσαι άνθρωπος συγκρατημένος και ενθουσιάζεσαι μόνο με τα πράγματα που αγαπάς. Παραδέξου πως μαζί μου γνωρίζεις μια άλλη Κωνσταντινούπολη, τη λαμπερή πόλη που σε κατέκτηοε. Είμαι σίγουρος ότι την αγαπάς και μια μέρα θα ζητήσεις μόνη να εγκαταλείψεις το χωριό. Εύχομαι μόνο να μην το κάνεις από βία και τρόμο». «Βασίλη μου, θα γίνει κι αυτό!» τον καθησυχάζει και σηκώνει τα χέρια της για να σκαρφαλώσει στη μεγάλη αγκαλιά του.
Ευλογημένη Καππαδοκία
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΕΙΝΑΙ όχι η Ελισάβετ ζηλεύει τον όμορφο άντρα της. Ξέρει πως την επομένη της αναχώρησής της θα ριχτεί με πάθος στις αγκαλιές των γυναικών, που τον περιμένουν να του προσφέρουν πε ρισσότερο έρωτα απ’ ό,τι η ίδια. Είναι όμως υποχρεωμένη να ζει μα κριά του μεγάλα χρονικά διαστήματα. Αγαπάει την Καππαδοκία, ε κεί είναι η γη της, οι φίλες της, αγαπάει το μάλαμα που στοιβάζει στα υπόγεια του αρχοντικού της. «Ευλογία Θεού ο τόπος αυτός!» λέ ει και ξαναλέει όταν βλέπει τους τενεκέδες με τα χρυσά φλουριά να καταφθάνουν καθημερινά, και εκείνη με το πιστό ψυχοπαίδι της, τον Μαχμούτ, σκάβουν τη νύχτα τη γη σαν τους τυφλοπόντικες να α νοίξουν καινούριες γαλαρίες και να διευρύνουν τα υπόγεια όπου θα τα κρύψουν. Μέσα σ’ αυτά θα προστατέψουν το βιος τους από την ορμή των γύφτων και των ληστών, αλλά κυρίως από το κακό μάτι των συγχωριανών τους. «Εδώ είναι το θαύμα! Εδώ είναι η Εδέμ!» φωνάζει ευτυχισμένη η Σεκερίμ κάθε φορά που φτάνει από την Πόλη στο χωριό. Όλοι εδώ την υποδέχονται με αγάπη, σεβασμό και λατρεία, σαν να έχουν να κάνουν με κάτι το θεϊκό. Ακόμα και τα λουλούδια στον κήπο ανθί ζουν γρηγορότερα και κρατούν ορθάνοιχτα τα πέταλά τους παίρνο ντας πόζες όταν πλησιάζει τα παρτέρια με το μπλοκάκι και το μο λύβι στο χέρι, για να ζωγραφίσει τα εκατοντάφυλλα τριαντάφυλλα, τα μοσχομυρισμένα γαρίφαλα, τις βιολέτες, τους κατιφέδες, τα κρί να, τους κισσούς και τις πολύχρωμες τουλίπες. Τα λουλούδια του κή-
SIKKEPIM
47
ιιου είναι τα πρώτα μοτίβα στα κεντήματα της πάνω στις πλουμι στές κάπες του πολυχρονεμένου σουλτάνου της. «Εμεριέ, βγάλε μου μια σεζλόνγκ για να ξεκουραστώ και να αιιολαυσω την παραμυθένια φύση που δημιούργησε η κόρη μου με ια χεράκια της», φωνάζει στην υπηρέτριά της. Στην αυλή της Ελισάβετ όλα λάμπουν. Φαίνονται γιορτινά. Είναι δικός τότε που η νόνα της Χατζή Κατερίνα τη νύχτα των Θεοφάνιων είδε το κυπαρίσσι της αυλής να γέρνει την κορυφή του μέχρι τη γη και να προσκυνά τα Άγια Θεοφάνια. Εκείνη τότε, τόσο αγνή όσο και έξυπνη, έδεσε το μαντιλάκι της κόμπο στην κορυφή του. Την άλλη μέρα το είδαν όλοι οι συγχωριανοί δεμένο να ανεμίζει ψηλά στην κομυιρή του δέντρου και όλο το χωριό πίστεψε στο θαύμα. Το συμβάν ακούστηκε σε όλη την Καππαδοκία και την Ανατολία. Ή ταν η επο χή που ο Κύριος παρουσιαζόταν ακόμα στη γη. Ή ταν η εποχή που γίνονταν ακόμα θαύματα. Αμέτρητες είναι οι βραδιές που η Ελισάβετ μόνη αναπολεί πα λιές ευλογημένες στιγμές και κάνει όνειρα για το μέλλον απολαμ βάνοντας το άρωμα των ρόδων που αναδίδεται με το ελαφρύ αερά κι από τα λουλούδια του κήπου, που απλώνονται ο ένα ατέλειωτο χω ράφι. Καμαρώνει από το μπαλκόνι του πρώτου ορόφου την απέρανιη αυλή, που ενώνεται με τα περιβόλια, τα μποστάνια, τα χωράφια με τα σιτηρά και τα αχανή βοσκοτόπια, που φτάνουν όλα μαζί μέ χρι τα ποτάμια με τα κρυστάλλινα νερά, περνούν τους λόφους και χά νονται στον ορίζοντα. Αχ, αυτά τα ποτάμια! Ο ήχος τους μοιάζει με το τραγούδι των Σειρήνων που μάγεψαν τα αφτιά του Οδυοσέα. Η δροσιά τους, με το μεθυστικό άρωμα της φύσης, αφήνει γεύσεις γλυκές στην άκρη των ρουθουνιών της, σαν τη ζαχαρένια γεύση της μαρμελάδας από τρια ντάφυλλο, που μένει στον ουρανίσκο αφήνοντας έντονη την επιθυ μία να ζητάς αχόρταγα κι άλλη. Σ’ αυτό το μικρό μπαλκόνι μπορεί να κάθεται ώρες με το βλέμ
48
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
μα χαμένο στον ατέλειωτο ορίζοντα. Οι ώρες όμως είναι μικρές και φεύγουν γρήγορα. Τα όνειρα, τόσα πολλά που είναι, δεν προλαβαί νουν να ισορροπήσουν πάνω στο τεντωμένο σκοινί των προτεραιο τήτων* τα γεγονότα τα ρίχνουν κάτω, τα γκρεμίζουν. Η Ελισάβετ καρφώνει το βλέμμα της στην πολυθρόνα που στέ κεται αδειανή στη μέση της σάλας. Είναι η αγαπημένη θέση της Σεκερίμ όπου καθισμένη κεντάει με χρυσοκλωστή τα πολύτιμα υφά σματα. Θυμάται τη γλυκιά της μάνα πάντα με το βελόνι στα χέρια. Ή ταν η χαρά της από μικρή κοπέλα να κεντάει. Κεντούσε από χα ρά, κεντούσε από λύπη, κεντούσε για τον πολυαγαπημένο της πολυ χρονεμένο πατισάχ. Οι μεταξένιες, οι χρυσές, οι ασημένιες κλωστές γλιστρούσαν ανάμεσα στα δάχτυλά της όπως η βροχή στο τζάμι. Οι πολύτιμες πέτρες, οι πέρλες, λεπτές σαν το κεφάλι της καρφίτσας και χοντρές σαν τα μικρά βότσαλα στις παραλίες του Βοσπόρου, ζε σταίνονταν μέσα στις φιλόξενες χούφτες της όταν τις διάλεγε προ σεκτικά και τις κρατούσε με πάθος για να πλουμίσει τα ρούχα των όμορφων γυναικών του χαρεμιού. Τα σακουλάκια με τα πολύτιμα πε τράδια με τις διαμαντόπετρες της τα έδινε προσωπικά ο ίδιος ο σουλ τάνος. Την εμπιστευόταν και την τιμούσε. «Σεκερίμ, θέλω να λάμπω σαν τον Απόλλωνα», της έλεγε συχνά. Εκείνη με κατεβασμένα τα μά τια τού απαντούσε γλυκά: «Θα δουλέψω για να γίνει το θέλημα του πατισάχ μου». Τι αγάπη κι αυτή! Ό χι, δεν πρέπει η Ελισάβετ να βρί σκει ενοχή σ’ αυτή την αγάπη. Ο σουλτάνος έπιανε το σαγόνι της μάνας της, όταν εκείνη είχε κατεβασμένο το κεφάλι στη γη από σεβασμό, το σήκωνε, έβλεπε τα ευτυχισμένα γλυκά της μάτια και της ψιθύριζε χαμογελαστός: «Σε κερίμ, γκιουζέλ* Σεκερίμ». Η Ελισάβετ παρακολουθούσε συχνά τέ τοιες τρυφερές στιγμές στο παλάτι όταν η μάνα την έπαιρνε μαζί της. Εκείνη, μικρό κοριτσάκι, έπαιζε με τις κούκλες, που της έκαναν δώρο οι γυναίκες του χαρεμιού μόλις έφταναν, μόνο και μόνο για να αφήσει τη Σεκερίμ ήσυχη να ασχοληθεί με τη δουλειά της.
IKKEPItyi
49
Η Ελισάβετ από μικρή δεν αγαπούσε καθόλου τον κόσμο του παλαιιού, όσο χαρούμενος κι αν ήταν, όσα παιχνίδια, ρούχα, γλυκά κι αν της πρόσφεραν, γιατί, σίγουρα, σε αντάλλαγμα όλων αυτών της πιαιρναν τη μητέρα. Η νόνα έλεγε κρυφά στον παππού πως τον πατέρα της Αιμίλιο τον σκότωσε το παλάτι. Όταν κρυφάκουγε αυτές τις λέξεις στενοχωριόιαν πολύ. Άνοιγε μια δίφυλλη ντουλάπα, κλειδωνόταν μέσα και μ έ να καρφί έξυνε το ξύλο εσωτερικά. Ή ταν σαν να έξυνε τα τοιχώμαια της καρδιάς της, που πονούσαν κάθε φορά που η νόνα της έλεγε «το καημένο το ορφανό!» και εννοούσε την ίδια. «Η μάνα μου τα χέρια της τα κούρασε πολύ. Όταν την έχω μα ζί μου στο χωριό θέλω να τα ξεκουράζει. Αντίθετα, αυτή ανοίγει εδ(ί> το μικρό της ατελιέ και εκπαιδεύει μικρές κοπέλες με τη φιλο δοξία και την ελπίδα κάποια από αυτές να την ακολουθήσει στην Πό λη με ζήλο για την τέχνη της, μιας κι εγώ δεν είχα ταλέντο και θέ ληση να το κάνω», συλλογίζεται η Ελισάβετ. Τα χέρια της Σεκερίμ είναι σαν πορσελάνινα. Πώς να μην είναι α(|)ού τα προσέχει τόσο πολύ; Τα φροντίζει ιδιαίτερα και τα κρατάει μακριά από κοπιαστικές δουλειές, και στο νερό τα βάζει μόνο για να ια πλύνει και να κάνει την καθημερινή της τουαλέτα. Κάθε πρωί ιιριν πιάσει τα πολύτιμα υφάσματα των αφεντάδων σουλτάνων και παλατιανών περιποιείται τα χέρια της τουλάχιστον επί μισή ώρα. Τα αλείφει με χιλιάδες πομάδες, που ο φαρμακοτρίφτης, ο κύριος Κυριάκος από την Πόλη, παρασκευάζει και στέλνει τα βάζα με τις κρέμες των χεριών πακέτα πακέτα, και σε κάθε καινούρια αποστο λή όλο και κάτι προσθέτει στις συνταγές του. Τη μια αλλάζει το χρώ μα της πομάδας, την άλλη τη μυρωδιά της, για να τις κάνει πιο ε ξευγενισμένες και πιο σύγχρονες. Η μάνα δεν αναλαμβάνει παραγγελίες απλών ανθρώπων ή πα ρακατιανού συμπατριώτη της, όσα και να την πληρώσει. Διαπι στευμένη κεντήστρα των σουλτάνων και των βεζίρηδων, δουλεύει
50
ΜΑΡΙΝΑ Β^ΜΒΑΚΑ
μαζί με τις μαθήτριες της μόνο γι’ αυτούς, με μία μόνο εξαίρεση, την ορθόδοξη εκκλησία. Οι κοπέλες στο ατελιέ ψάλλουν τροπάρια και απολυτίκια αγίων κεντώντας τα άγια ενδύματα των καθαγια σμένων λειψάνων, τα μαντίλια που σκεπάζουν το άγιο δισκοπότηρο, τα εκκλησιαστικά λάβαρα και τα άγια πετραχήλια. Όταν οι ασημέ νιες λάρνακες στολιστούν και τα σκηνώματα ντυθούν με τα κεντημένα ρούχα, εκπέμπεται ένα ευλογημένο φως, και είναι χαρά Θεού και νιώ θουν αγαλλίαση οι προσκυνητές. Οι έπαινοι και ο θαυμασμός για τη δουλειά της έδιναν κουράγιο και αυτοπεποίθηση στη μάνα, τη γέ μιζαν θέληση και της δυνάμωναν τη φλόγα που έκαιγε μέσα στην καρδιά της για δημιουργία. Οι φίλες της Σεκερίμ έλεγαν στην Ελισάβετ πως όταν τη βύζαινε τα χέρια της κεντούσαν ασταμάτητα και το στόμα της τραγουδούσε για να κατεβεί το γάλα καλύτερα στην κοιλιά του παιδιού της. Η Ελισάβετ θυμάται από βυζανιάρικο το πανέμορφο φωτεινό πρόσωπο της μάνας της και αργότερα, μικρό κοριτσάκι, παρακο λουθούσε τα αχόρταγα μάτια των αντρών που την έγδυναν με το βλέμμα τους. Θυμάται τον πατισάχ να την παίρνει στην αγκαλιά του και να κλειδώνονται σ’ ένα δωμάτιο. Εκείνη η πόρτα που έκλεινε και την άφηνε έξω έγινε ο εφιάλτης των παιδικών της ονείρων. Η μικρή έκλαιγε σπαραξικάρδια ζητώντας τη μητέρα της και σταματούσε μό νον όταν η βαλιντέ την έβγαζε στον κήπο να ταίσουν τα εξωτικά που λιά και να κάνουν με τη βάρκα μια βόλτα στη λίμνη του παλατιού. «Η μάνα μου! Και τι δεν πέρασε η μάνα μου!» έλεγε και ξανάλεγε η Ελισάβετ με πόνο. Κάθε προετοιμασία για το παλάτι ήταν μια διαρκής αγωνία: «Θα αρέσει ή όχι η παραγγελία;». Η αλήθεια είναι πως είχε μεγάλη ελευθερία και δούλευε χωρίς περιορισμούς και υ ποδείξεις. Την εμπιστεύονταν απολύτως σε όλα. Η αγωνία όμως την ταλάνιζε τις παραμονές της παράδοσης: «Πεθαίνω πριν παραδώσω την παραγγελία και ανασταίνομαι την ώρα που αντικρίζω το θαυ μασμό στα μάτια τους», επαναλάμβανε η Σεκερίμ κάθε φορά που οι
ς ε κ ε ρ ιμ
51
φίλες της τη ρωτούσαν γεμάτες περιέργεια τα καθέκαοτα σχετικά με την παράδοση των κοστουμιών στα υψηλά πρόσωπα και στους βα σιλικούς ενοίκους του Γιλντίζ σαράι3 και του Ντολμαμπαχτσέ. Στο παλάτι οι σουλτάνες την αγαπούσαν. Την υποδέχονταν με χαρμόσυνα ξεφωνητά και γέλια και εκείνη ανταποκρινόταν σ’ αυτή ιην ξεχωριστή αγάπη και πετούσε τη σκούφια της όταν την προσκαλούσαν για τσάι και σερμπέτια. Ένιωθε άνεση και χαρά να βρί σκεται μαζί τους. Για τις έγκλειστες ήταν η επαφή τους με τον έξω κόσμο της Πόλης. Βέβαια, της άρεσαν τα μεγαλεία και η συνανα στροφή με την εξέχουσα κοινωνία. Τα μάτια της γυρνούσαν γύρω γύ ρω σαν του χαμαιλέοντα παρατηρώντας ό,τι όμορφο έπεφτε στην α ντίληψή της. Δεν παρέλειπε ποτέ το εθιμοτυπικό της Αυλής. Όταν έφτανε χαιρετούσε όλες τις καντίν* και χάρις στη γλυκιά της γλώσ σα είχε καταπληκτικές σχέσεις με όλες στο χαρέμι, γιατί είχε στα χείλη πάντα μια καλή και ευλογημένη κουβέντα για την καθεμιά σουλτάνα ή ικμπάλ.* «Ήταν οι αντίζηλές της όλες αυτές στην καρ διά και στο ερωτικό παιχνίδι της με τον πατισάχ; Με βασανίζουν οι τύψεις όταν το σκέφτομαι», διερωτάται η Ελισάβετ. Οι Ρωμιές, οι Τουρκάλες και οι ξένες παλλακίδες έτρεχαν κοντά της με αγκαλιές τα μεταξωτά, τις μουσελίνες, τα μπροκάρια, τα υ φάσματα, τόπια ολόκληρα, για να τα ρίξουν επάνω τους και να πά ρουν τη γνώμη της, που μετρούσε πολύ. Ακόμα κρατούσαν και της έδειχναν τα κοσμήματα που ο σουλτάνος τούς πρόσφερε από ευ γνωμοσύνη για την ευτυχία που έπαιρνε από τον έρωτά τους. Κι η μάνα όμως δεν είχε παράπονο. Πολλές φορές γύριζε στο σπίτι φορτωμένη με βασιλικά δώρα και κοσμήματα, όμορφα πανω φόρια, μπέρτες, χαρίσματα από τη βαλιντέ σουλτάνα, που την αγα πούσε και την προστάτευε σαν δική της κόρη. Το παλάτι ήταν το 3. Το παλάτι που έχτισε για προσωπική κατοικία του ο Αμπντούλ Χαμίντ Β'. Το Ντολμαμπαχτσέ του φαινόταν αχανές και άβολο.
52
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
δεύτερο σπίτι της και περνούσε πολλά βράδια κρατώντας της παρέα ή παίζοντας τάβλι με το σουλτάνο ατο γραφείο του. Ο μεγάλος μονάρχης την έβλεπε σχεδόν καθημερινά. Η μάνα γνωρίζει πολλά μυ στικά του. Διπλωμάτισοα όπως είναι, δεν έκανε την παραμικρή νύ ξη στο σπίτι για τα πολιτικά παιχνίδια και τις ίντριγκες που δια δραματίζονταν στο Γιλντίζ. Μερικές φορές τυχαία, τα τελευταία πιο δύσκολα χρόνια για την αυτοκρατορία, όταν βρισκόταν στο παλάτι και έπαιρνε τσάι με τις γυναίκες του χαρεμιού κοιτώντας πίσω από το μουσαραμπιέ* του πρώτου ορόφου, είδε να παρελαύνουν μπρο στά από τον πατισάχ πολλοί Ελληνοοθωμανοί διπλωμάτες κάνοντας υποκλίσεις και μένοντας σ’ αυτή τη θέση κρατώντας τα κεφάλια σκυμμένα επί πολλή ώρα μην μπορώντας να αντικρίσουν το πρό σωπο του Οθωμανού αυτοκράτορα χωρίς την άδειά του. Τότε γε λούσε και έλεγε στην Ελισάβετ: «Τρέμουν να σηκώσουν το κεφάλι τους να κοιτάξουν το σουλτάνο, ενώ οι γυναίκες του χαρεμιού, α γράμματες και τιποτένιες, παίζουν και χαριεντίζονται καθημερινά μαζί του». Από αυτή τη θέση αντίκρισε για πρώτη φορά τους Νεοφαναριώτες, με τις ιδέες τους για φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις και τον αγώνα τους για τον εκσυγχρονισμό της αυτοκρατορίας. Από ε κείνο το σημείο, καθισμένη δίπλα στη βαλιντέ και με κομμένη την ανάσα, άκουσε να συνομιλούν για την επιτυχία της ιδεολογίας του πο λυεθνικού οθωμανισμού και της ισοπολιτείας. Θυμάται η Ελισάβετ τότε που ο πατισάχ μισογελώντας είπε στη μάνα της: «Σεκερίμ, από τώρα και στο εξής και χωρίς διάκριση θα υπηρετούν στο στρατό της αυτοκρατορίας και τα δικά σας παιδιά». Εκείνη με φωνή τρεμάμενη απάντησε: «Να γίνει το θέλημά του, πα τισάχ μου, αφού αυτό είναι ένα προνόμιο ακόμα που η γενναιοδω ρία του μας προσφέρει», ενώ μέσα της θρηνούσε τα παλικάρια που θα τα έριχναν στην πρώτη γραμμή του πυρός για να τα ξεκάνουν μια ώρα αρχύτερα. Ύστερα από κάτι τέτοιες αποκαλύψεις επέστρεφε στο σπίτι γεμάτη μίσος για τους Ελληνοοθωμανούς βουλευτές, που
M .kK P IM
53
|ir μανία αγωνίζονταν στο οθωμανικό Κοινοβούλιο για την εξόντω<>ΐ| του ίδιου του λαού τους. Η Ελισάβετ δεν μπορεί να συγκρατήσει το μυαλό της. Η μια σκέψη διαδέχεται την άλλη. Πόσο μεγάλη και ατέλειωτη της (ραίνε ιαι αυτή η ζωή! Μια ζωή που η αγάπη της μάνας της τη γεμίζει πέ ρα για πέρα και χωρίς την παρουσία της δε θα είχε κανένα απολύιως νόημα. «Χωρίς τις χαρές και τις λύπες της, την υπερβολική της αισιοδοξία και το ανεξάντλητο κουράγιο δε θα μπορούσα να ζήσω. 11 μάνα μου είναι η πηγή της ζωής μου. Υποφέρω που δεν την έχω κοντά μου συνεχώς». Με βήμα σκεπτικό κατευθύνεται προς το τραπέζι της σάλας. Εί ναι η εποχή που θα πληρώσουν το χαράτσι στον εφοριακό αντιπρό σωπο της Ανατολίας. Πρέπει να αντιγράψει τα περυσινά χαρτιά και να είναι έτοιμη στην εισβολή του Τούρκου χρηματοεισπράκτορα. Σηκώνει το τραπεζομάντιλο, ανοίγει το συρτάρι στο κάτω μέρος του τραπεζιού και ανακατεύει διάφορα χαρτιά. Ανάμεσα σ’ αυτά ένα πα λιό τσαλακωμένο γράμμα τραβάει την προσοχή της. Το παίρνει στα χέρια της ξεχνώντας όλα τα υπόλοιπα και κλείνει γρήγορα το συρ τάρι. Είναι ένα γράμμα του Βασίλ’ αγά της, που της έστειλε από την Κωνσταντινούπολη πριν από μερικά χρόνια. Εκείνη την εποχή ήταν πολύ ανήσυχος. Μερικοί τον περνούσαν για τρελό και άλλοι για υ περβολικό και κινδυνολόγο. Με το γράμμα αυτό την παρακινούσε να εγκαταλείψει οριστικά το χωριό της, γιατί ο κίνδυνος για τη σωμα τική τους ακεραιότητα ήταν μεγάλος και απαιτούσε να επιστρέφουν στην Κωνσταντινούπολη. Το διάβασε άπειρες φορές μόνη της, το διάβασε και με τις φίλες της, προσπαθώντας να καταλάβουν γιατί γί νονται όλα αυτά για μια μάζα προοδευτικών ανθρώπων που δεν πει ράζουν κανέναν, που μοχθούν να μεταμορφώσουν σε κήπο της Εδέμ έναν τόπο άγονο γεμάτο βουνά από πέτρες, γρανίτες και ελαφρόπετρες, απρόσιτες κοιλάδες και, το πιο περίεργο απ' όλα, για ένα κομ μάτι τόσο απομακρυσμένο από τη στρατηγική Τουρκία. Έναν τόπο
54
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
που κουβαλάει στην πλάτη του διαφορετικούς λαούς που παλεύουν για το καθημερινό τους ψωμί. Η Ελισάβετ σήμερα βλέπει κάπως διαφορετικά τα πράγματα. Σκέφτεται πως ίσως να είχε δίκιο ο άντρας της, γιατί τα γεγονότα α πό τότε δεν καλμάρισαν διόλου, αντίθετα όλο χειροτερεύουν. Όταν έλαβε το γράμμα νεύριασε πολύ, το τσαλάκωσε από το θυμό της, το ξέσκισε στα πλάγια και στις γωνιές σαν πολυδιαβασμένη παράκλη ση. Από τα δάκρυά της σβήστηκαν και ξεθώριασαν σε πολλά μέρη τα γράμματα και το μελάνι έσβησε. Όμως το γράμμα τής θυμίζει πως έφτασε ο καιρός των μεγάλων αλλαγών. Σήμερα για μια φορά ακό μα μέσα στα χέρια της Ελισάβετ μοιάζει με μπαλίτσα έτοιμη να γί νει μια μικρή φλόγα στο τζάκι. Τα χιλιάδες ερωτηματικά παιδεύουν το νου, σφίγγουν την καρδιά της και θέλει να το ξαναδιαβάσει. Τα δάχτυλα πασχίζουν να το ανοίξουν και να μαντέψουν γιατί ο άντρας της έγραφε «η ειρήνη είναι πολύ μακριά, θα αργήσει να μας συνα ντήσει». «Πόσο μελάνι ρούφηξες, καταραμένο χαρτί, για να εκφράσεις τόσο δυσάρεστα νέα;» Το ξαναδιαβάζει: Αγαπημένη και σεβαστή μου γυναίκα Ελισάβετ, Πρώτα από όλα επιθυμώ το γράμμα μου να σε βρει καλά, γεμά τη δύναμη και κουράγιο, διότι για μένα και τη μάνα σου μόνο εσύ υ πάρχεις και η δική σου χαρά είναι και δική μας. Εμείς είμαστε πο λύ καλά, μόνο που οι δουλειές μου έχουν δυσκολέψει. Τώρα οι ναυ τικοί πράκτορες έγιναν πιο εκβιαστές παρά ποτέ. Στην Πόλη εγκα ταστάθηκαν πολλοί ξένοι, που έφτασαν τελευταία. Να δεις το Πέραν, όπου μεγάλωσες, άλλαξε! Σκέτη ανθρωποθάλασσα. Πληθύναμε επι κίνδυνα, Ελισάβετ. Η γέφυρα του Γαλατά έχει κατακλυστεί από Βούλ γαρους, που κανείς δε γνωρίζει αν η εγκατάστασή τους είναι μόνιμη ή προσωρινή. Στα χοντρά κεφάλια τους φόρεσαν τουρκικά χρωμα τιστά σαρίκια και μοιάζουν με τεράστιες μπάλες. Όταν όμως τραβούν
ΕΚΕΡΙΜ
55
τα σαρίκια μεταμορφώνονται οπτικά σε δήμιους, που όταν τους βλέ πεις δεν ξέρεις που να κρυφτείς. Καμαρώνουν για τη μεγάλη χώρα τους, που οι Δυνάμεις δημιούργησαν, και είναι περήφανοι για τη νί κη τους επί των Σέρβων, οι οποίοι εξαφανίστηκαν από τα στέκια τους, από φόβο οι καημένοι. Αγαπητή μου Ελισάβετ, κάθε φορά που γίνεται μια αλλαγή στο γεωγραφικό χάρτη της αυτοκρατορίας ή κάποιο κράτος σηκώσει κε φάλι, η αλλαγή αυτή φαίνεται αμέσως εδώ στο Γαλατά. Αλληλοκοιταζόμαστε με καχυποψία, με οργή και μίσος. Με αυτές όλες τις α νασφάλειες και τους φόβους μάς τροφοδοτούν οι εχθροί του σουλ τάνου, οι πολιτικοί εγκέφαλοι και «οι συμφωνητές» των μεγάλων συν θηκών. Οι Μεγάλες Δυνάμεις μάς απειλούν με κάτι που πρέπει να μά θεις και που χειρότερο κακό δεν έχει γίνει σε κανένα σημείο του πλα νήτη. «Με ανταλλαγή πληθυσμών». Ελισάβετ μου, με την υπογραφή της Συνθήκης του Βουκουρεστίου περιμέναμε ο πόλεμος να πάρει τέλος, αφού η Σερβία ηττημένη αποδέχθηκε την ένωση της Βουλγαρίας με την Ανατολική Ρωμυλία υπό την υψηλή κυριαρχία της Τουρκίας. Ο φον Βάτεμπεργκ, Γενι κός Διοικητής, δηλαδή «γενικός δερβέναγας», κατάργησε την ελλη νική γλώσσα και έθεσε με τον τρόπο του υπό διωγμόν τον ελληνικό πληθυσμό της Βουλγαρίας. Οι άμοιροι Ελληνοβοΰλγαροι βρίσκονται στο έλεος του Θεού. Κανείς δεν τους υπερασπίζεται. Χάνουν την πα τρίδα τους, τις περιουσίες τους, τα ονόματα, τους τίτλους ευγενείας. Κατά τρόπο χυδαίο και απαράδεκτο ξεκληρίζονται χιλιάδες οικογέ νειες. Στον τόπο που θα τους υποδεχτούν εννοώ, στην Ελλάδα ή ό που άλλου, θα τα στερηθούν όλα αυτά. Τίποτα δε θα αναγνωριστεί από όσα έχασαν. Πιστεύω να τα έμαθες. Το ελληνικό κράτος θα μπο ρούσε να τους υπερασπιστεί με πολεμικές εξορμήσεις, αλλά παρα μένει απερίσκεπτο. Τόσες χαμένες ευκαιρίες! Δυστυχώς, φτωχό και αδιοργάνωτο όπως είναι, δεν έχει να δώσει τίποτα στις Δυνάμεις για να τις πάρει με το μέρος του. Μόνο με παρακάλια και μικροπλιάτσικα
56
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
ανακτά πιθαμή προς πιθαμή τα χαμένα από αιώνες εδάφη. Οι εφη μερίδες, σε ειδησεογραφία, σχόλια και αναλύσεις, δε μιλούν παρά για τον ξεπεσμό της αυτοκρατορίας και αφιερώνουν όλα τους τα άρ θρα στο ξεπούλημά μας στις Μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης, που υπόσχονται πολλά και κινούνται μόνο συμφεροντολογικά. Ακόμα και μετά την ελληνοτουρκική Συνθήκη Ειρήνης της Κωνσταντινουπόλε ως το 1897, τίποτα δεν καλυτέρευσε. Κερδισμένοι είναι πάντα οι ξέ νοι. Ελισάβετ μου, είναι καιρός να μαζευτούμε κι εμείς. Η οικογένειά μας είναι μοιρασμένη ανάμεσα στην Πόλη και στο χωριό. Τρέ μουμε με τη μάνα για καθετί που συμβαίνει στην Καππαδοκία. Η ψυχή μας και η καρδιά μας είναι μαζί σας. Δεν μπορώ να συγκε ντρωθώ στη δουλειά μου, σε σκέφτομαι συνεχώς, ενώ πρέπει να έ χω τα μάτια μου δεκατέσσερα, για να μη φάω κατά λάθος το κεφάλι μου και το δείτε μια μέρα κρεμασμένο στο Ταξίμ. Πάρε, σε παρα καλώ, επιτέλους τη μεγάλη απόφαση και επιστράτευσε όλο σου το κουράγιο και απαγκιστρώσου σιγά σιγά από ΐον τόπο που αγαπάς. Άκουσέ με και άρχισε να πουλάς τη γη, ούτως ώστε να αποσυρθείς σταδιακά από την κουραστική και επικίνδυνη δουλειά των κτημά των. Η γη δεν έχει μπέσα ούτε φιλότιμο. Στην Κωνσταντινούπολη είμαστε εταμπλί,4 είμαστε ασφαλείς και δεν πρόκειται να μας πει ράξουν. Το διαλάλησε ο Μουσταφά Κεμάλ σε λόγο του στην Ανατολία. Πρόσεχε, οι δικοί του τριγυρνάνε στα ελληνικά χωριά κοντά στα μέρη μας. Η περιουσία μας είναι μεγάλη και οι παράδες που μας φέρνει ακόμα περισσότεροι χάρις σε σένα που τη φροντίζεις. Αν δεν κάνουμε τώρα σωστές κινήσεις, τα αγαθά, που με κόπο μά ζεψες, μια μέρα θα μας τα πάρουν με το έτσι θέλω μέσα από τα χέ ρια μας και θα είμαστε εντελώς χαμένοι. Αυτό το σκέφτηκες ποτέ;
4. Εγκατεστημένοι στην Πόλη Έλληνες και ξένοι μη Οθωμανοί με ιδιαίτερα προνόμια.
JLI'.KEPIM
57
Μη με κακιώνεις που σ’ τα γράφω, είναι η πικρή πραγματικότητα. Σκέφτομαι εσένα που επαγρυπνείς ακούραστη ανάμεσα στους ληστές και τους δολοφόνους, που τόσες φορές λήστεψαν το σπίτι μας και ο Θεός φύλαξε και δε σε σκότωσαν, για να βυθιστούμε η μάνα κι εγώ στο πένθος και στην απέραντη δυστυχία. Το πολύ πολύ δώσ τα όλα τα κτήματα μισιακά σε κάποιον Τούρκο πιστικό σου και φύ γε. Διάλεξε ανάμεσα σ’ αυτούς που εργάζονται στα κτήματα τον πιο έμπιστο. Θάψε στη γη τα φακούδια* σε μέρος που θα έχεις βάλει κα λά σημάδια, και θα τα μεταφέρουμε με τον ερχομό μου στην Πόλη ή όποτε μας αξιώσει ο Θεός. Σκέφτομαι να ταξιδέψω στην Ευρώπη και να τοποθετήσω τα χρήματά μας σε ακίνητα και τράπεζες στη Μασσαλία ή σε κάποια άλλη πόλη ελεύθερης χώρας, γιατί μιλάω συ χνά με ασφαλιστικές εταιρείες της αλλοδαπής και με συμβουλεύουν να το κάνω το ταχύτερο. Και μπορούν να με βοηθήσουν να μεταφέ ρω χρήματα στο εξωτερικό. Ελισάβετ, τα ζώα πούλησέ τα όσο είναι καιρός. Επαναλαμβάνω, η θέση σου είναι δίπλα μας. Πάρε μια ορι στική απόφαση, μίλησε και με το θείο Πρόδρομο. Πάρε τον Μαχμούτ και την Αϊσέ και ελάτε στην Πόλη. Επιθυμώ να κάνουμε παι διά ή να πάρουμε ψυχοπαίδι από το ορφανοτροφείο, να μεγαλώ σουμε κανένα ορφανό, να μας γηροκομήσει αργότερα. Εδώ έχεις με χίλια πράγματα να ασχοληθείς. Υπάρχει εθελοντική εργασία στα γη ροκομεία, στα συσσίτια των φτωχών της Αγίας Τριάδας, στα νοσο κομεία του Σισλί και του Μπαλουκλί. Μπορείς ακόμα κάλλιστα να βοηθάς το Πατριαρχείο, που μας έχει ανάγκη όλους και χρειάζεται όλες τις δυνάμεις μας. Η μάνα τρέχει ακούραστη σας αγαθοεργίες και επιθυμεί να ζήσεις επιτέλους κοντά της. Σου έχει φυλαγμένα και δώρα από το παλάτι. Έμαθε ότι στο ντιβάν5 ακούστηκαν πολλές φω νές, μόνο οι βουλευτές ήταν απόντες. Γρήγορα ίσως διακοπούν και
5. Συμβούλιο των ανώτερων λειτουργών του κράτους υπό την προεδρία του σουλ τάνου.
58
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
οι ελληνοοθωμανικές διπλωματικές μας σχέσεις. Τότε η κατάσταση θα χειροτερέψει. Εύχομαι ο Θεός να μη φείδεται της ευσπλαχνίας Του προς τον ταπεινό λαό μας. Φυλάξου από τους ληστές. Πλήρωσε μισθοφόρους όσο όσο να σας φυλάνε μέρα νύχτα. Πάρε κι άλλα γερμανικά τσοπανόσκυλα και σε θερμοπαρακαλώ πάρε τη σωστή απόφαση και απομακρύνσου το γρηγορότερο από τα στόματα των λύκων. Η ειρήνη είναι πολύ μα κριά, θα αργήσει να μας συναντήσει. Αγαπητή μου γυναίκα, φιλώ τα ευλογημένα χέρια σου. Μετά βαθυτάτης αγάπης και σεβασμού ο άντρας σου Βασίλ’ αγάς
Εν Κωνσταντινουπόλει, 21 Μαρτίου 1904
Αυτό το γράμμα έπεσε στο κεφάλι της σαν κεραυνός εν αιθρία. Όσες φορές κι αν το διάβασε, το μόνο που συγκροτούσε ήταν ότι έ πρεπε να εγκαταλείψει για πάντα τον ευλογημένο τόπο της, την Καπ παδοκία. Ο άντρας της πρώτη φορά έπαιρνε τέτοια πρωτοβουλία, μια τόσο σκληρή απόφαση. Ένα τόσο μεγάλο κόστος, που ίσως τους στοιχίσει και το πληρώσουν ακριβά σε όλη τους τη ζωή. Τσως και να μην μπορέσουν ποτέ μετά από αυτό να ορθοποδήσουν. Πού, και με ποιον τρόπο μπορεί να μεταφέρει τόσο βιος σε χρήματα, σε χρυσά νομίσματα, σε οικογενειακά κειμήλια; Μόνο στη σκέψη τρελαίνε ται. Ως διά μαγείας σώθηκε επί τόσο καιρό αυτό το γράμμα. Την πρώτη φορά που το διάβασε το τσαλάκωσε και το πέταξε στο τζάκι, αλλά έπεσε στο πλάι και δεν κάηκε. Το ξαναδιάβασε και έβρασε α πό τον πυρετό του μίσους. Άρπαξε το περίστροφο αποφασισμένη να χτυπήσει τον πρώτο Τούρκο που θα έβλεπε μπροστά της. Τη συ γκράτησαν τότε οι δούλες και ο Μαχμούτ. Όταν μετά από μερικές μέρες το ξαναδιάβασε διαπίστωσε ότι οι απειλές έπαιρναν γύρω της
ΣΕΚΕΡΙΜ
59
(συγκεκριμένη μορφή, αλλά η ίδια δεν πτοήθηκε και έμεινε οτη θέ ση της ακλόνητη. Το πάτησε, το έκανε μπάλα και το πέταξε με μα νία μέσα ο ένα βάζο δίπλα στο μέρος όπου φύλαγε λίγο από το γιαιρικό των Αμερικανών, για τις ανάγκες των αρρώστων του χωριού. Έτσι το γράμμα σώθηκε. «Βασίλ’ αγά, φοβητσιάρη! Δόξα τω Θεώ, ακόμα καλά βρισκό μαστε!» ψιθυρίζει και ξαναβάζει το επιζήσαν γράμμα στη θέση του, (πο συρτάρι όπου φυλάει τα επίσημα χαρτιά, τα παραχωρητήρια, τα συμφωνητικά, τα γράμματα, τις φωτογραφίες και τις λιγοστές εοριαστικές κάρτες σαν μοναδικά της σουβενίρ. Η Σεκερίμ εδώ και μια εβδομάδα έφυγε για την Κωνσταντινού πολη. Δεν έχει νέα της και ανησυχεί.
Αρχίζει να χαράζει. Είναι ώρα να σβήσει τις σκέψεις που έβαλαν (ρωτιές στα λογικά και να κατεβεί στη μεγάλη κουζίνα. Οι εργάτες θα καταφθάσουν για την ημερήσια διατροφή και να πάρουν εντο λές. Άλλοι από αυτούς θα τρέξουν στα χωράφια, άλλοι θα βγάλουν τα ζώα στα λιβάδια και μερικοί θα βοηθήσουν στις κουραστικές δου λειές του αρχοντικού. Ένα τόσο μεγάλο σπίτι δεν το φέρνεις βόλτα εύκολα. Η ζωή στον τόπο αυτό είναι δύσκολη. Έχει μέσα της άγρια απονιά. Όταν όμως φροντίζεις τη γη, την αγαπάς και τη σέβεσαι, σου το ανταποδίδει με το παραπάνω. Ο ιδρώτας και το αίμα που χύνεις υπηρετώντας τη σαν πιστός σκλάβος γίνεται καρπός, καλή σοδειά, γρόσια και πλούτος. Όπως κάθε μέρα, στην τεράστια κουζίνα όλα είναι τακτοποιημέ να στην εντέλεια. Η Ελισάβετ βρίσκει τον Μαχμούτ, τον Τούρκο ψυ χογιό, να τα έχει όλα φροντίσει και να την περιμένει. Της φέρεται με μεγάλο σεβασμό. Όταν την αντικρίζει, χρόνια τώρα, τη χαιρετά με ευλάβεια. Υποκλίνεται σκύβοντας βαθιά έως τη γη, το δεξιό του χέρι ξε κινά από το έδαφος, φτάνει στην καρδιά και από κει στα χείλη και στο
60
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
μέτωπο για να δείξει την πίστη των αισθημάτων, τσυ λόγου και της σκέ ψης του. Χαιρετώντας τη με αυτόν τον τρόπο ζητάει καθημερινά την ανανέωση της αξιοπιστίας και της εμπιστοσύνης της κυράς του. Μετά την ευλογημένη καλημέρα επιθεωρούν μαζί και μετρούν τα μπογαλάκια με το κολατσιό, τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο πά νω στον πάγκο της κουζίνας. Θα τα πάρουν οι εργάτες μαζί τους στα χωράφια. Κάνουν γρήγορα το πρόγραμμα της μέρας και, όταν τε λειώνει ο έλεγχος, ανοίγουν διάπλατα τη δίφυλλη πόρτα για να μπουν οι πιστικοί που έχουν έρθει και περιμένουν στην εσωτερική αυλή του αρχοντικού συζητώντας ζωηρά μεταξύ τους. «Καλημέρα, μπαγιάν εφέντιμ», φωνάζει ο καθένας ξεχωριστά. «Καλημέρα σε όλους», ξεκόβει η Ελισάβετ. Υποκλίνονται και παίρνουν το μπογαλάκι με την τροφή τους ο κα θένας με το δικό του ιδιαίτερο τρόπο: οι χριστιανοί το σταυρώνουν και το φιλούν, ενώ οι Τούρκοι το ακουμπούν στο κεφάλι φιλώντας το κι αυτοί. Φορτώνουν στα ζώα τα εργαλεία που θα χρειαστούν στα χωράφια, ακούν προσεκτικά τις οδηγίες που δίνει η αφεντικίνα και ξεκινούν με την ευχή του Θεού για τα κτήματα και τα βοσκοτόπια. Περνούν τη μεγάλη θολωτή αυλόπορτα καβάλα στ’ άλογα και τα μουλάρια. Τα ζώα καλπάζουν ρυθμικά στα καλντερίμια σαν να χο ρεύουν, οι εργάτες τραγουδούν. Αρχίζουν τη μέρα τους κεφάτοι με αστεία και χωρατά. Οι ψαλμωδίες και οι χαβάδες αντιλαλούν στα γύ ρω βουνά και η ηχώ τις παίρνει για να τις ακούσουν ο Θεός για τους χριστιανούς, ο Αλλάχ για τους μουσουλμάνους. Έχουν συνθέσει το δικό τους σκοπό συνδυάζοντας αμανέδες με ευχές και προσευχές για μια καλή μέρα, για μια ευχάριστη δουλειά και πλούσια σοδειά. Ακούγονται από μακριά. Όλοι στο χωριό χαίρονται να τους βλέπουν να περνούν μπροστά από το κατώφλι τους. Το διάβα τους μπροστά α πό τις θύρες τους το θεωρούν γούρι και ευλογία. Οι άνθρωποι της Ελι σάβετ ξεκινούν τη μέρα τους, βρέχει χιονίζει, με τη χαρά στο στόμα και την ελπίδα στην καρδιά.
ΣΕΚΕΡΙΜ
61
«Γκιουλέ γκιουλέ!»* εύχεται η Ελισάβετ στο ξεπροβόδισμα και ρίχνει μια στάμνα νερό στο κατόπι τους. Έτσι ξεπλένει το κακό, την αμαρτία και την κακογλωσσιά. Και καμιά φορά, όταν έχει κάποιο κακό προαίσθημα και φοβάται, σπάζει τη στάμνα ξοπίσω τους για να πάει το κακό μαζί.
Οι μέρες κυλάνε, οι εβδομάδες τρέχουν. Η Ελισάβετ ζει στο δικό της καθημερινό ρυθμό. Θα κάνει τους λογαριασμούς της, τις πληρωμές ιης, θα επιθεωρήσει τις γαλαρίες με το κρυμμένο μάλαμα, θα τα κτοποιήσει τα κιβώτια στις αποθήκες, θα κάνει τις λίστες με τα πράγ ματα που τους λείπουν, θα γράψει γράμματα στον άντρα της με κώ δικα, για να μην παραπέσουν και αποκαλυφθούν τα μυστικά τους, και αργά τη νύχτα θα καλλωπιστεί. Όταν φτάνει η Παρασκευή, το πρόγραμμα αλλάζει, γιατί είναι η μέρα που κάνει την καθιερωμένη βεγγέρα στο σπίτι της. Μαζεύο νται οι αγαπημένες της φίλες και καίγεται το πελεκούδι. Και τι δεν κάνουν αυτό το βράδυ! Τρώνε και πίνουν του σκασμού. Παίζουν ούτι, χορεύουν το χορό της κοιλιάς, κάνουν διάφορες αποκαλύψεις και ρίχνουν τραπουλόχαρτα και ταρό. Ψάχνουν στους καφέδες να μα ντέψουν το μέλλον και κουτσομπολεύουν τα νέα που φτάνουν με κα θυστέρηση μερικών εβδομάδων από την Κωνσταντινούπολη. Ένα τέτοιο βράδυ οι φίλες της με τρόπο και όσο πιο ανώδυνα γι νόταν της έφεραν το νέο, ότι ο άντρας της διατηρεί χαρέμι σ' ένα γιαλί πάνω στο Βόσπορο με γυναίκες ξένες. Πληγωμένη, αντέδρασε τά χα αδιάφορα. Από τότε την τρώει το σαράκι και οι φίλες σπάνια συ ζητούν για το θέμα.
Ένα πρωί η Ελισάβετ σηκώνεται, δεν τη χωράει το σπίτι. Ανοίγει τα παντζούρια για να μπει στη σάλα το φως του απόβραδου και το βλέμ
62
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
μα της πέφτει οτο βενετσιάνικο μεγάλο καθρέφτη στον πέτρινο τοί χο. Τον πλησιάζει, στέκεται μπροστά του αποφευγοντας να αντικρί σει το πρόσωπό της, μα δεν το κατορθώνει. Πέφτει στον πειρασμό να το περιεργαστεί προσεκτικά, θαρρείς και το βλέπει για πρώτη φορά. Βάζει ασυναίσθητα τα δάχτυλα στα μαλλιά για να τα σιάξει. Μια μι κρή μπουκλίτσα έχει ξεφύγει και ακουμπάει το μέτωπο προσδίδοντάς της ξεχωριστή γοητεία. Χαϊδεύει το λευκό σιντεφένιο δέρμα της που πάνω του αρχίζει να κάθεται ο χρόνος. Τα μεγάλα πράσινα μά τια, που πήρε από τη μάνα της, με τα μαύρα δασιά ματόκλαδα, λά μπουν κάτω από τα τοξωτά μαύρα φρύδια. Τα δροσερά σαρκώδη χεί λη της είναι σχεδόν πάντα αγέλαστα και ανέκφραστα, για να επιβάλ λεται στους δούλους και κυρίως στους Τούρκους. Καμαρώνει με ναρ κισσισμό τα σκούρα καστανά μαλλιά της. Τα όμορφα πλούσια μαλ λιά που μάγεψαν τον Βασίλ’ αγά της όταν την πρωτοείδε. Είναι πλεγ μένα σφιχτά κοτσίδα με ένα κορδόνι περασμένο από πάνω μέχρι κά τω φλουριά, που ακουμπάνε στη γη και βροντάει το χρυσάφι τους σαν καμπανάκια στην παραμικρή κίνηση. Ακίνητοι στέκονται οι υπηρέ τες όταν την ακούν να πλησιάζει. Είναι η όμορφη κοτσίδα που την προ δίδει με το θόρυβο που κάνουν τα φλουριά. Με τους εργάτες είναι σκληρή. Είναι ο προστάτης της οικογέ νειας, ο φόβος όλων όσοι τη σφετερίζονται, αλλά και η αγέρωχη πα ρουσία που δίνει κουράγιο και σιγουριά. Είναι ψηλή γυναίκα, επι βλητική και εντυπωσιακή. Ξέρει να γράφει, να διαβάζει να λογα ριάζει, να υπογράφει. Ξέρει να ανακρίνει αυτόν που υποπτεύεται και βγάζει με μεγάλη ευκολία την αλήθεια από τα δεμένα δόντια του ψεύτη. Δεν της ξεφεύγει τίποτα. Ακόμα και τα κλειστά μάτια των τυ φλών τα βυθισμένα στο αιώνιο σκοτάδι μπορεί να διαβάσει. Έχει μπέσα, ξέρει να κρατάει το λόγο της, να ανταμείβει αλλά και να παίρνει την εκδίκησή της. Περπατά ανάμεσα στα δωμάτια και αφήνει πίσω της διάπλατα ανοιχτές τις διπλές καρυδένιες πόρτες. Προσκαλεί διαρκώς τον πο
* ; ι·:κ ε ρ ι μ
63
λυδιάστατο χρόνο και τις αναμνήσεις που τον συνοδεύουν να μπουν και να εγκατασταθούν εδώ ανάμεσα στους συνεχόμενους οντάδες, που συνδέονται μεταξύ τους με διπλές δρύινες πόρτες προκαλώντας δέος. Τα μεγάλα δωμάτια σήμερα της φαίνονται ψυχρά. Είναι έτοι μα να δώσουν τη φιλοξενία τους σε όποιον καλοπροαίρετο συγγενή ή γνωστό περάσει από το χωριό και επιθυμεί να μείνει μερικές μέ ρες μαζί τους. Μετράει τα χρόνια που ζει μακριά από τους αγαπη μένους της, μόνη με τους Τούρκους πιστικούς και παραγιούς, που ιούς νιώθει σαν οικογένειά της, αφού ο άντρας της με τη μάνα μέ νουν τον περισσότερο καιρό στην Κωνσταντινούπολη, και αναπολεί ι ις αξέχαστες στιγμές που πέρασαν φευγαλέα από τη ζωή της. Ακουμιιάει τα στήθια της σαν κάτι να θέλει να σιγουρέψει ή κάτι να κρύ ψει. Εκεί φυλάει τον ηρωισμό της. Είναι το περίστροφο που της έ φερε ο Βασίλ’ αγάς από την Πόλη. Έμαθε να το καθαρίζει, να το γε μίζει σφαίρες, να το χειρίζεται και, πάνω από όλα, να κοιμάται α γκαλιά με αυτό. Έγινε ένα μαζί του. Το κρύβει στα αφράτα φιλντι σένια στήθια της, που τα βράδια σπαράζουν νοσταλγώντας τρυφεI>ά αγγίγματα. Τακτοποιεί το πορφυρένιο χρυσοκέντητο κορσάζ χαϊ δεύοντας τα στήθια της και μια βαθιά ανάσα ηδονής ξεφεύγει από ια σπλάχνα της. «Δεν μπορώ να ζω μακριά από τον άντρα μου!» διαμαρτύρεται. «Αλλά και πάλι, είναι ντροπή να του εξομολογηθώ πως μου λείπουν ία χάδια, τα φιλιά του, ο έρωτάς του. Ό χι, όχι, δεν ταπεινώνομαι! Θα κάνω συχνά ταξίδια στην Κωνσταντινούπολη. Θα ρωτήσω τη μάνα να μου εκμυστηρευτεί όσα ξέρει για το χαρέμι που διατηρεί ο Βαοίλ’ αγάς και θα την παρακαλέσω να με βοηθήσει. Ίσως εκείνη βρει ιο κουράγιο να μιλήσει στο γαμπρό της. Αυτές οι γυναίκες είναι σο βαρό εμπόδιο. Όταν τον έχω μακριά τον ποθώ σαν ερωμένη και όιαν βρίσκομαι στο κρεβάτι του, παγώνω, μυρίζω το πατσουλί των φτηνών γυναικών που σκιάζει το άρωμα του κορμιού του». Βάζει ένα ποτήρι ρακί το πίνει και αποφασίζει προς το παρόν να
64
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
μείνει στο χωριό και να μαζέψει τη σοδειά από το «φάρμακο ίων Αμε ρικανών» που γέμισε τ’ αμπάρια της με χρυσό. «Με το μάλαμα που φυλάω στ αμπάρια μου θα εξαγοράσω τις γυναίκες που απαρτίζουν το χαρέμι του άντρα μου ή θα πληρώσω α δρά για να φυγαδευτούν στην Τραπεζούντα», σκέφτεται και ορθώ νει θυμωμένη το παράστημά της σε όλους τους εχθρούς που περ νούν από τη σκέψη της. Τοποθετεί τα χέρια να στηρίξει τη μέση της, σάμπως οι σκέψεις να βάρυναν το κορμί και λυγίζουν τα πόδια. Δύο ζήλιες φωλιάζουν στην καρδιά της: η μια ζήλια, παιδική και αθεράπευτη, για τον πανίσχυρο σουλτάνο, τον εκλεκτό της μάνας της. Ανατριχιάζει που το σκέφτεται ακόμα και σήμερα. Η δεύτερη, κρατημένη στο λαιμό, στάζει στάλα στάλα το φαρμάκι στην καρδιά της. Είναι η ζήλια για τον άντρα της. Όταν βρίσκεται στην Κων σταντινούπολη είναι αντιμέτωπη και με τις δύο. Γι’ αυτό δε θέλει να πατάει το πόδι της εκεί. Ο πόνος τη νικάει και πέφτει στον καναπέ. Το ταβάνι του οντά θολώνει στα μάτια της και ο χρόνος τη γυρνάει για λίγο πίσω, στην πρώτη νύχτα του γάμου τους, όταν φορώντας το νυφικό χόρεψε δει λά δειλά μπροστά στον άντρα της σαν ιέρεια του έρωτα. Ύστερα, τολ μηρά και με επιδέξιες κινήσεις, πέταξε το νυφικό της φόρεμα από πάνω της, μετά το μεσοφόρι και άφησε να ξεπροβάλει γυμνό το κορ μί της από τη μέση και κάτω. Τα γαλάζια μάτια του Βασίλη θόλω σαν καθώς εκείνη σκαρφάλωνε στην άκρη του κρεβατιού και στάθηκε γονατιστή κοντά του. Την έκανε δική του πολλές φορές εκείνο το ευ λογημένο βράδυ. Οι τρυφερές του κινήσεις πάνω στο κορμί της τη γέμισαν ηδονή. Ο ιδρώτας τους έβρεξε τα σεντόνια, τα μαξιλάρια, τα σκεπάσματα, και οι μυρωδιές τους πέρασαν από το ένα κορμί στο άλλο. Τα πρώτα χρόνια του γάμου συναντιόντουσαν πολύ συ χνά. Ακράτητοι από τον πόθο κλειδώνονταν στο δωμάτιό τους. Ξε χνούσαν να φάνε και να πιουν νερό. Τώρα οι συναντήσεις αραίωσαν. Βρίσκονται μία ή δύο φορές το χρόνο το πολύ.
ΣΕΚΕΡΙΜ
65
Χωρίς ποτέ να εξηγήσει στον Βασίλ’ αγά τους λόγους που αρνήΟηκε να διαδεχτεί τη Σεκερίμ και να υπηρετήσει την Υψηλή Πύλη, εργάζεται με χαρά στη γη των προγόνων της βλέποντάς τη να αλλά ζει χρώματα. Να πρασινίζει, να ξανθαίνει, να γίνεται ολόχρυση και καφετιά, ανάλογα με τις εποχές. Κανείς δε θυμάται να την είδε να ιιιάνει βελόνι στο χέρι, έστω για να ράψει ένα μικρό κουμπί. Προς μεγάλο καημό της μάνας της, έμεινε πιστή στην καππαδοκική γη και στα πανέμορφα ζωντανά, που τρέφονται στα λιβάδια της και της φέρνουν ευλογημένα επίγεια αγαθά. Τα χέρια της έγιναν ένα με το χώμα, ζυμώθηκαν με τη γη και έβγαλαν φΰτρες. Έσκαψαν παρέα με τους πιστικούς της, ξεβοτάνισαν, κλάδεψαν, φύτεψαν στους απέρα ντους λόφους οπωροφόρα δέντρα και στις πλαγιές των βουνών κω νοφόρα δάση. Όργωσαν τα χωράφια με τις κόκκινες παπαρούνες και ιι ήραν το δάκρυ τους για να γεμίσουν με παράδες πουλώντας το για γιατρικό στους Αμερικανούς. Ανάμεσα από τα δάχτυλά τους πέρα σαν τόνοι το σιτάρι, η βρώμη, το κριθάρι, το καλαμπόκι, τα όσπρια, το χώμα, η λάσπη και το χρυσάφι. Τα δάχτυλα τα ίδια ρίζωσαν στον τόπο. Πέρασαν από πάνω τους τα νερά των ποταμών και τα πότισαν, και εκείνα φούντωσαν και έδωσαν κλαδιά, άνθη και καρπούς. Τα νερά στο πέρασμά τους τα ξέπλυναν, τα εξάγνισαν και λυτρωμένα τα αποδέχεται ο Κύριος σαν καθημερινή δέηση. Μια ολόκληρη ζωή σπέρνουν ξερό σπόρο και θερίζουν πλούσια σοδειά. Η Ελισάβετ καβαλάει τα άλογά της σαν αμαζόνα και υπερα σπίζεται τα υπάρχοντά της κρατώντας στα χέρια το περίστροφο και το τσεκούρι, όταν αυτά απειλούνται από τους ληστές. Τα ζωντανά της γνωρίζουν τη σκιά της και ακούν τη φωνή της από μακριά. Όλο το χωριό τη σέβεται και την εκτιμά, κι όταν πηγαίνει στην Κωνσταντι νούπολη, οι συγγενείς και οι φίλοι την περιμένουν πάντα με μεγάλη χαρά. Είναι αλήθεια ότι τα σπίτια τους στο Πέραν και στο Ορτάκιοϊ τα αναζητά. Η Σεκερίμ τα περιποιήθηκε πολύ, τα έφτιαξε σωστά παλάτια. Εκεί προσκαλεί επώνυμους Ελληνοοθωμανούς, φιλόδοξους
66
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
ενωτικούς, φιλελεύθερους, παλατιανούς και άλλους επισήμους, κά θε φορά που διοργανώνει βεγγέρα επ’ ευκαιρία της άφιξης της κό ρης της από την Καππαδοκία. «Σας περιμένουμε στο σπίτι μας επ’ ευκαιρία της άφιξης της κό ρης μου της Καππαδόκισσας. Ελάτε να τη μυήσουμε στον κύκλο μας, μπας και μείνει κοντά μας», λέει και γελάει γλυκά. Η Ελισάβετ δεν ενοχλείται για τον τίτλο που της δίνει η μάνα της. Ξέρει το λόγο και τι επιδιώκει με αυτό. Προς το παρόν δεν πείθεται. Σε λίγο με την Αϊσέ θα πάνε για ψώνια στο μπακάλικο του Από στολου, του Απόση, που είναι και ο μουχτάρης* του χωριού. Εκεί βρίσκουν σχεδόν όλα τα απαραίτητα. Αγοράζουν πετρέλαιο, σαπούνι, στραγάλια, τζίτζιφα, κουφέτα και ζάχαρη άχνη για τα στολίσουν το δίσκο με τα κόλλυβα, που έχουν να ετοιμάσουν για το μνημόσυνο του πατέρα της, ζάχαρη γκλασέ για τα γλυκίσματα που σώθηκαν, στάμνες για το κρύο νερό που βγάζουν από το πηγάδι, γιατί με τη ζέ στη που άρχισε δεν αρκούν αυτές που έχουν. Αγοράζουν κλωστές για ράψιμο, και κάμποτο* για τις ανάγκες του νοικοκυριού. Αν δε βρουν τα πράγματα που έχουν ανάγκη, θα πάνε στο άλλο μπετεστέν.* Εκεί η Ελισάβετ παράγγειλε τις προάλλες ένα κιβώτιο σφαίρες και είναι ευκαιρία να το παραλάβει. Εδώ και μερικά χρόνια ο τουρκικός στρα τός κάνει εφόδους και χτυπάει χριστιανικά σπίτια. Πριν από οκτώ μήνες έσπασαν την πόρτα τους με χειροβομβίδες και λεηλάτησαν για μια φορά ακόμα τα πάντα. Ευτυχώς που δεν ανακάλυψαν τις υ πόγειες γαλαρίες με τις κρυψώνες. Πρέπει να είναι έτοιμοι και εξο πλισμένοι για μια νέα επίθεση. Αν όμως δε βρουν τελικά τα πράγματα που χρειάζονται θα περά σουν από το τηλεγραφείο να τα γυρέψουν με τηλεγράφημα από τον Βασίλ’ αγά, για να τους τα στείλει από την Πόλη. Είναι μια καλή ευ καιρία να του τηλεγραφήσουν μια καλή είδηση από τα Ποτάμια, μιας και τα ταχυδρομεία καθυστερούν λόγω των δύσκολων περιστάσεων.
Τα σημάδια των καιρών
Οι ΚΑΜΠΑΝΕΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ χτυπούν τρελά! Κάνουν μια μικρή παύ ση και ξαναρχίζουν πάλι. «Περίεργο! Τι να σημαίνει αυτό; Μήπως έγινε κάποιο ατύχημα; Μήπως ξέσπασε πυρκαγιά; Ή μήπως έκαναν έφοδο πάλι οι Τούρκοι κλέφτες; Πότε θα απαλλαγούμε από το μί σος τους; Ένα είναι σίγουρο, δε θα τα βρούμε ποτέ μαζί τους. Ακού στηκε πως οι Έλληνες μαζί με τους Ευρωπαίους συμμάχους, Άγγλους, Γάλλους, Ιταλούς, προελαύνουν. Είπαν μάλιστα ότι θα δώσουν στους Έλληνες την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη και την ανατολική Θρά κη. Νέα άγρια και τρομερά! Μας τα μήνυσε ο μεσιέ Αντουάν Μενιέ, ο φραγκολεβαντίνος από το Κάστρο. Λένε πως οι μισοί Τούρκοι κλαίνε και οι άλλοι μισοί ελπίζουν στην επανάσταση του Μουσταφά Κεμάλ. Θα έχει άραγε αυτή η υπόθεση καλό τέλος ή θα αποτελέσει την αρχή μιας άγριας αλλαγής στη ζωή μας;» Η Ελισάβετ σκέφτεται όλα αυτά και μονολογεί καθισμένη στο μπαλκόνι, ενώ δίπλα της η Αϊσέ κεντάει ένα όμορφο καρέ, που στο κέντρο έχει την κορόνα του ελληνικού βασιλείου και από πάνω την χρυσοκέντητη επιγραφή «Ζήτω η Ελλάς!». Οι δύο γυναίκες κοιτάζο νται κατάματα ζητώντας να εξηγήσουν γιατί χτυπούν τέτοια ώρα οι καμπάνες. «Αϊσέ, τρέξε βρες τον Μαχμούτ και αμπαρώστε τις πόρτες με δο κάρια. Αρχίστε από την αυλόπορτα». «Εφέντιμ, οι εργάτες δε γύρισαν από τα κτήματα. Τα ζωντανά μας είναι όλα έξω. Πώς θα κλείσουμε την πόρτα;»
68
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
«Θα τους ανοίξουμε μόλις γυρίσουν!» Έξω έχει ζέστη αφόρητη. Η άπνοια κάνει το απόγευμα αποπνικτικό. Μήνας Αύγουστος στην ξεχασμένη γωνιά του πλανήτη, στα Ποτάμια της Καισαρείας, χωριό ελληνόφωνο, βαθιά ριζωμένο στην αγκαλιά της Μικρός Ασίας. «Ο τόπος αυτός είναι δική μας γη», επαναλαμβάνει η Ελισάβετ. «Στα σπλάχνα της κρατάει τους θησαυρούς μας, το χρυσάφι μας, το ασήμι, το μπριλάντι μας. Είναι ποτισμένη με το αίμα μας. Τα μέρη μας είναι ιερά, τα υπερασπίστηκαν οι πατεράδες μας, τα χαμένα α δέρφια μας. Γιατί χτυπάνε οι καμπάνες; Γεγονότα χωρίς προειδο ποίηση σπάνια έχομε». Κατευθύνεται στα εικονίσματα με το θυμιατό στο χέρι για να διώ ξει τον κίνδυνο που την απειλεί, που πλανιέται γύρω της, που την ακουμπάει. Το καρβουνάκι στο θυμιατήρι σβήνει και δε βοηθάει στην προσευχή. Ύστερα από μεγάλη προσπάθεια κατορθώνει να θυμια τίσει. Να είναι άραγε ένα κακό σημάδι ή φταίνε τα χέρια της που τρέ μουν; Τελευταία πιστεύει ότι όλα είναι σημάδια σταλμένα από τους ουρανούς. Απευθύνεται στον Πανάγαθο Θεό και στις Ουράνιες Δυ νάμεις για να βρει προστασία, σκέπη και βοήθεια. Κάνει παράκλη ση να σταθούν στο πλάι της, καθώς επίσης πλάι σε εκατοντάδες χι λιάδες χριστιανούς Έλληνες, Αρμένιους αδερφούς ριζωμένους και σφιχταγκαλιασμένους σαν κλειστά ρόδια στην καρδιά της Ανατο λής, που αντιμετωπίζουν τις καθημερινές βιαιοπραγίες των Τούρ κων ληστών και διαφόρων εγκληματιών, που βρήκαν την ευκαιρία και δρουν ανενόχλητοι. Παρακαλάει και σκιάζεται για το δικό της το ασκέρι. «Κύριε ελέησον! Σώσον Κύριε τον λαόν σου και ευλόγησον την κλη ρονομιάν σου...» ψάλλει ξεψυχισμένη από την αγωνία και σταυρώνει με το θυμιατήρι για να διώξει τον Εξαποδώ. «Μέγας είσαι Κύριε και θαυμαστά τα έργα Σου!» ψιθυρίζει. Μόλις τελειώνει η προσευχή, με φωνή γλυκιά τραγουδάει σιγανά το τραγούδι του Αϊ-Γιώργη:
ΣΚΚΕΡΙΜ
69
Γεώργιον με λέγουσι an την Καππαδοκία, Θέλεις να κάμεις χάρισμα; Κάμε μιαν εκκλησία. Και βάλε και ζωγράφισε Χριστόν και Παναγία Και στην δεξήν της τη μεριά βάλ έναν καβαλάρη αρματωμένο με σπαθί και με χρυσό κοντάρι. «Τρελάθηκα!» μονολογεί. Στο τραγούδι της αφήνει να ακουστούν ια ονόματα των αγαπημένων της. Τραγουδάει με τρεμάμενη φωνή ιην αγάπη και τον πόνο. Τραγουδάει για τους ήρωες τους ακρίτες που με δύναμη στο μυαλό και στην καρδιά τιμούν το γένος των Ρωμιών. 11 ανησυχία της μεγαλώνει. Σηκώνεται και κατευθύνεται στο δωμάιιό της, παίρνει το μπλοκ και σαλιώνει το μελανί μολύβι που κρατάει στην τσέπη της και σημειώνει το γεγονός βάζοντας πάνω στην ημε ρομηνία ένα σταυρό. Κρατάει πάντοτε λεπτομερείς σημειώσεις για όσα περίεργα συμβαίνουν. Κρατάει τα ονόματα των εχθρών της φυ λαγμένα με ανεξίτηλα γράμματα σε μια γωνιά του μυαλού της. Και δεν ξεχνάει ποτέ τα χρωστούμενα της τιμής και της αξιοπρέπειας. Η σκέψη της πάει κατευθείαν στον άντρα της και στη μάνα της, γιατί ο Βασίλ’ αγάς με τη μάνα βρίσκονται στην Πόλη και όπου να ναι πρέπει να της στείλουν μήνυμα. Είναι καιρός που ο μητροπολί της Σμύρνης Χρυσόστομος δεν τους έδωσε κανένα νέο. Εκείνος δεν την αφήνει ποτέ χωρίς νέα του. «Τι έκανα, Θεέ μου, και με τιμωρείς;» αναλογίζεται η δόλια τα όσα έκανε αυτή τη μέρα για να δει πού και πότε έσφαλε και ο Ύψιστος την τιμωρεί και αρνείται την προσευχή της. «Το στόμα μου το άνοιξα μόνο για να διατάξω τους Τούρκους υπηρέτες μου, που ταΐζω τα στόματά τους για να μας δαγκώνουν, που τρώνε από τα καλούδια μας και μας λυμαίνονται το βιος. Μιχαήλ Αρχιστράτηγε, πάταξον τους εχθρούς μας. Διάσωσον, ω Ταξιάρχα, ημάς εκ παντός κινδύνου και ασφάλισον το βιος μας. Τα καλούδια μας περίσσεψέ τα. Γέμισε τα αμπάρια μας σοδειά καλή και πλού
70
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
σια και φύλαξε τις κρυψώνες με το μάλαμα και τα διαμαντικά μας. Αμήν!» Σε λίγο έρχεται λαχανιασμένος ο Μαχμούτ, ο οποίος έτρεξε στην πλατεία του χωριού για να μάθει τα καθέκαστα. «Εφέντιμ, ο μουχτάρης μού είπε να κλειδώσουμε το σπίτι και να κρατήσουμε όπλα. Τούρκοι οπλισμένοι έδειραν το γραμματέα και τον άφησαν αναίσθητο. Ευτυχώς, δεν πήραν από το στόμα του πολ λές κουβέντες. Είπε να φυλαχτούμε. Τσως οι ληστές περνώντας από το αρχοντικό μας το χτυπήσουν». «Μαχμούτ, δώσε όπλα στους άντρες και πες τους να μη βγάλουν το δάχτυλο από τη σκανδάλη». Η Ελισάβετ παίρνει στα χέρια το μαουζέρι,* ψηλαφίζει το πε ρίστροφο στον κόρφο της, κλείνει τα παντζούρια και περιμένει στη σάλα. Διαλέγει τον καναπέ και κάθεται στη θέση του αρχηγού του σπιτιού με το όπλο ακουμπισμένο στα βελούδινα μαξιλάρια. Χειρο νομεί κοιτάζοντας τις απέναντι άδειες πολυθρόνες σαν να μιλάει με φαντάσματα. Τέλος, σταυρώνει τα χέρια στο στήθος και ακουμπάει αναπαυτικά στην πλάτη του γαλλικού καναπέ περιμένοντας να αριβάρουν οι κακοποιοί. Η μεγάλη σάλα είναι το δωμάτιο όπου ο άντρας της δέχεται τους Τούρκους βεζίρηδες και την ακολουθία τους, κάθε φορά που κατά τύχη συναντιούνται στα Ποτάμια. Είναι η σάλα όπου ακούστηκαν πολλά για την πολιτική της αυτοκρατορίας, για τη γεωργική ανά πτυξη της Καισάρειας, για τους πατριώτες του χωριού της, για την αξιοποίηση της κεντρικής Τουρκίας και για το ανατολικό στρατη γείο του Μουσταφά Κεμάλ. Οι ένδοξοι άντρες που κάθισαν σ’ αυτούς τους καναπέδες έβαλαν τη σφραγίδα τους στην ιστορία της χώρας αυτής. Επίσης σ’ αυτή την όμορφη σάλα έδωσε η Σεκερίμ τη συ γκατάθεσή της όταν ο Βασίλ’ αγάς τη ζήτησε σε γάμο. Στους αρρα βώνες της η Σεκερίμ φορούσε στο κεφάλι το διάδημα του σουλτάνου. Κατά κοινή ομολογία, η μάνα ήταν πιο όμορφη από τη νύφη. Τι αί
ΣΚΚΕΡΙΜ
71
γλη είχαν οι αρραβώνες τους! Πώς καμάρωνε εκείνο το βράδυ για ιην καλή γενιά της! Για την καλή της τύχη! Καθισμένη στο χρυσό καναπέ, αφήνει το βλέμμα της να πλανη θεί στη βελούδινη μπάντα που βρίσκεται καρφωμένη στον απέναντι ιοίχο. Παριστάνει την Κωνσταντινούπολη με τους μιναρέδες, την Αγιά Σόφιά, τον Πύργο του Γαλατά, τη γέφυρα, το Βόσπορο με τα γαλαζοπράσινα νερά... Και ύστερα το μυαλό της χάνεται στα υπό γεια και στις γαλαρίες κάτω από τα πόδια της. Ποιος θα τα χαρεί ό λα όσα απέκτησαν, όταν οι κλέφτες τούς πάρουν τα κεφάλια; Και τώ ρα τι κάνει; Περιμένει τους δολοφόνους! «Θεέ μου, φοβάμαι μήπως βγει ο Βασίλ’ αγάς αληθινός! Δώσε μου σημάδια!» Το σπίτι σείεται και οι πόρτες είναι έτοιμες να πεταχτούν. Η Ελι σάβετ, η Αϊσέ, ο Μαχμούτ και τα γερμανικά τσοπανόσκυλα σκαρ φαλώνουν στον οντά του τελευταίου ορόφου και από το παράθυρο τους ρωτούν ποιοι είναι και τι επιθυμούν. Οι ληστές σιωπούν. «Αν θέλετε γρόσια, ελάτε να τα πάρετε αύριο το πρωί από τον Απόση, το μουχτάρη. Είναι βράδυ και δε σας ανοίγω». Ακούγεται φασαρία και τσιρίγματα γυναικών, ενώ οι φλόγες στα γειτονικά σπίτια κάνουν τη νύχτα μέρα. «Εφέντιμ, καίγεται η αυλή μας!» φωνάζει ο ψυχογιός της πιάνοντας το κλειδί για να βγει έξω από τον οντά-κρυψώνα. «Μην κουνηθεί κανείς! Τα σκυλιά είναι ήρεμα. Το θεωρώ καλό σημάδι». Από το παρατηρητήριό της βλέπει τους ληστές να κουβαλούν α πό τα διπλανά σπίτια καρέκλες, σιδερένια κρεβάτια, τρόφιμα, ρου χισμό και οικόσιτα ζώα, που αποτελούν την περιουσία των φτωχών γειτόνων. «Νομίζω πως για σήμερα τη γλιτώσαμε. Δε ρίξαμε ούτε μια τουφεκιά, μάλλον μικροκλέφτες είναι οι βρομιάρηδες», λέει και ξεφυσάει με ανακούφιση.
72
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
Περνούν ολόκληρη τη νύχτα στον οντά παρέα με τα σκυλιά, που όλη νύχτα μυρίζουν και γλείφουν πότε τις κάννες των όπλων και πό τε τα γυμνά πόδια του Μαχμούτ. Το ξημέρωμα φτάνουν οι εργάτες. Βάζουν τα ζώα στους στά βλους και διηγούνται τα καθέκαστα στην κυρά με κάθε λεπτομέρεια. Το μεσημέρι η Ελισάβετ παίρνει ένα μεγάλο πουγκί με χρυσά και τα παραδίδει στον Απόση, το μουχτάρη του χωριού. «Απόση, ο ευχαριστώ που μας έσωσες. Πάρε αυτά και, αν ξανάρθουν, που θα ξανάρθουν σίγουρα, πλήρωσέ τους για να φύγουν».
Οι μήνες κυλούν ήρεμα. Ευτυχισμένες μέρες. Αρχοντιλίκια και πλού τος. Εδώ ο παράς αραγμένος στις κρυψώνες ζητάει καθημερινά χώ ρο να απλωθεί, να πληθαίνει και να αναπαύεται νωχελικά. Όταν θα έρθει ο άντρας της από την Πόλη, η Ελισάβετ θα του δείξει με κα μάρι το βιος τους που αβγάτισε. Θα τον πάρει τα μεσάνυχτα από το χέρι, όταν όλοι θα κοιμούνται, και θα τον οδηγήσει στις γαλαρίες, όπου θα αντικρίσει τις καινούριες κρυψώνες. Θα χάσει τα μυαλά του όταν περάσει μέσα από τον τοίχο του δεύτερου πλυσταριού, που ο δηγεί στα φρεσκοσκαμμένα θησαυροφυλάκια βαθιά μέσα στη γη. Ο Βασίλ’ αγάς της θα χαρεί όταν στη συνέχεια διασχίσει το υπόγειο τού νελ κάτω από τους αργαλειούς και δει τους τενεκέδες με το χρυσά φι στοιβαγμένους στη σειρά σαν στρατιωτάκια. Θα διαπιστώσει και μόνος του ότι από το τελευταίο του ταξίδι μέχρι σήμερα ο θησαυρός μεγάλωσε. Στον κάθε τενεκέ είναι γραμμένος ο αριθμός των νομι σμάτων που περιέχει και η προέλευσή τους. Και τι δεν υπάρχουν μέσα εκεί! Μαλαματένια τουρκικά φλου ριά, χρυσά ναπολεόντεια του 1807, χρυσά της Σικελίας, δουκάτα της Βενετίας, αυστριακά, ιράκινά, αιγυπτιακά, που είναι εντυπωσιακά και κάνουν καλή φιγούρα περασμένα στο λαιμό. Η Ελισάβετ έχει μαζέψει αργυρά σελτζουκικά νομίσματα, μογγολικά του 1273, αρ
ΣΕΚΕΡΙΜ
73
γυρά νομίσματα του Βαγιαζίτ, που γράφουν επάνω «Βαγιαζίχ, γιος του Μουράτ». Εγγλέζικες χρυσές λίρες, μαροκανικά χρυσά του 1264, αργυρές ρουπίες που γράφουν επάνω αγγλιστί «THE RYPEE OF ΒΟΜΒΑΙΜ», και ρωσικά νομίσματα που τα έχουν μετατρέψει σε μενταγιόν, με διαμαντόπετρες γύρω γύρω. Τα ρωσικά μενταγιόν έχουν πολλές φορές στην πίσω όψη ζωγραφισμένα με πολύχρωμα σμάλτα όμορφα γυναικεία και αντρικά πορτρέτα ευγενών με ωραία ρούχα, στέμμα στο κεφάλι και παράσημα στο στήθος. Μέσα σε τενεκέδες υπάρχουν ακόμα νομίσματα παλιά χωρίς πέ ραση, όπως αρχαία ελληνικά, καστιλιάνικα, βυζαντινά, κυπριακά, ινδικά κ.ά., που η Ελισάβετ δεν ξέρει από πού προέρχονται γιατί έ χουν αλλόκοτη γραφή και σχήματα. Όλα θα τα δείξει με περηφάνια στον Βασίλ’ αγά, και κυρίως θα του αναφέρει ότι τις προάλλες έδωσε έναν τενεκέ φλουριά στο θείο της Πρόδρομο Νάκη, επιφανή συμπολίτη και δάσκαλο, για να αγο ράσει όπλα για την προστασία του χωριού από τους λογής λογής ε πιδρομείς και φονιάδες. Όλα αυτά τα καινούρια όπλα φυλάσσονται στα δικά της υπόγεια, γιατί οι αρχιληστές και οι κακοποιοί έβαλαν στόχο να ξεκάνουν το ρωμαίικο χωριό τους. Τι χαρές θα κάνει ο άντρας της μόλις δει το θησαυρό! Τα μεγά λα λαμπερά γαλάζια μάτια του θα ανοίξουν διάπλατα. Οι καιροί εί ναι δύσκολοι και γυρνώντας στην Κωνσταντινούπολη πρέπει να πά ρει ένα μέρος από το χρυσάφι μαζί του, να το τοποθετήσει σε μπάν κα για να το σιγουρέψει. Με το χρυσάφι θα πληρώσει τους πολιτι κούς αντιπάλους και θα κερδίσει ψήφο στη Δημογεροντία και μια με γάλη θέση ανάμεσα στους επιφανείς Ελληνοοθωμανούς. Θα βοη θήσει βέβαια λιγάκι και η μάνα σ' αυτό με τις μεγάλες γνωριμίες που έχει στο παλάτι. Ο Βασίλ’ αγάς, γεμάτος απορία, θα τη ρωτήσει πώς έσκαψε τόσο βαθιά στη γη και άνοιξε τόσες γαλαρίες και περάσμα τα και ποιον εμπιστεύτηκε. Εκείνη θα του διηγηθεί για τα ατέλειω τα βράδια του χειμώνα, που μαζί με τον Μαχμούτ έσκαβαν. Τη μέ-
74
ΜΑΡΙΝΑ B A M ΒA K A
ρα έβγαζαν το χώμα σακούλι σακούλι και το σκόρπιζαν στις τρια νταφυλλιές για να μην πάρει χαμπάρι κανείς και προδοθούν. «Έρχονται καλές μέρες, δόξες και χαρές, Παναγίτσα μου! Ας εί μαστε καλά και μη κακό. Όμως ποιος είναι αυτός ο Μουσταφά Κεμάλ που ταράζει συθέμελα την αυτοκρατορία; Θα κρατήσει ακόμα πολύ η δόξα του; Πόσες πυραμίδες με ανθρώπινα κεφάλια θα στη θούν προς χάρη του; Το νέο όνομα που ακούγεται εδώ και μερικά χρόνια κρύβει λαχτάρα! Από το 1908 και μετά όλο νέα δυσάρεστα ακούγονται για την τύχη των μειονοτήτων. Ο Κεμάλ επονομάζεται συν τοις άλλοις και χριστιανοφάγος. Ας κρατηθεί μακριά από μας, Παναγία μου! Χριστιανοί και μουσουλμάνοι ζούμε μια χαρά αγα πημένοι και μονιασμένοι σε διπλανά χωριά. Είναι οι γεωργοί και οι βοσκοί μας. Μπαινοβγαίνουν στα σπίτια μας και τους εμπιστευό μαστε όλα τα αγαθά μας».
ΟΙ ΕΛΛΗΝΟΟΘΩΜ ΑΝΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΟΤΟΥΡΚΟΙ (1908-1918)
Απο ΤΟ 1908 τα πράγματα στην πολιτική ζωή της χωράς έδειραν ότι θα έ παιρναν άλλη τροπή. Η επανάσταση των Νεότονρκων χαιρετήθηκε από πολλούς διακεκριμένους Ελληνοοθωμανούς. Οι Νεότονρκοι στις προκηρύξεις τους επα ναλάμβαναν την αφοσίωσή τους στην αρχή της ισότητας των εθνών, μέσα στο πλαίσιο μιας ενιαίας και πολυεθνικής οθωμανικής αυτοκρατορίας, πράγμα που εμφύσησε χαρά και αισιοδοξία στις μειονότητες και ελπίδες σε μερικούς ονειροπόλους Ρωμιούς για πιθανή αναβίωση του Βυζαντίου. Η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων στην οθωμανική αυτοκρατορία, ακό μα και έξω από αυτή, είδε θετικά την πολιτική ισότητα του νέου κράτους, πι στεύοντας ότι θα επέφερε την ίση διαχείριση της αυτοκρατορίας από Τούρκους και Έλληνες. Στέλεχος της νεοτουρκικής Βουλής,6 ο Ελληνοοθωμανός βου λευτής Γεώργιος Μπούσιος, υποστήριζε ότι μέσω του Κοινοβουλίου θα διαδί
6. Στην οθωμανική Βουλή της πρώτης περιόδου (1908-1912) την ελληνική ομάδα απαρτίζουν οι εξής: Μαμόπουλος (Αργυρόκαστρο), Γ. Μπούσιος (Σερβία), Χαρ. Βαμβακάς και Κωνστ. Δρίζας (Μακεδονία), Δημ. Δίγκας (Σέρρες), Τρ. Ναρλής (Καλλίπολη), Δημ. Ζαφειρόπουλος (Μέτρα), Κωνστ. Κωνσταντινίδης και Π. Κοσμίδης (Κωνσταντινούπολη), Αναστ. Μιχαηλίδης (Νικομήδεια). Μιχ. Στέλιος (Λήμνος), Μιχ. Βοστάνης και Μιχ. Σάλτας (Μυτιλήνη), Μιχ. Τσελεμπίδης (Χίος), Κωνστ. Σαββόπουλος (Αϊβαλί), Θεόδ. Κωνσταντινίδης (Ρόδος), Γεώργ· Κοΰρτογλου (Νίγδη), Ματθ. Κωφίδης (Τραπεζουντα), Π. Καρολίδης και Αριστείδης πασά Γεωργαντζόγλου (Σμύρνη). Όταν ο τελευταίος διορίστηκε γερουσιαστής (1911) αντικαταστάθηκε από τον Εμμ. Εμμανουηλίδη.
76
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
δονταν οι ελληνικές γνώμες και οι πολιτικές αρχές. Η οθωμανική αυτοκρατο ρία θα μεταβαλλόταν σε νέο Βυζάντιο. Το ίδιο ισχυριζόταν και ο Έλληνας πρω θυπουργός Στέφανος Δραγούμης, ότι δηλαδή χάρις στη νεοτουρκική επανά σταση θα αναβίωνε το θαύμα της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ωστόσο άγριες διαμάχες ξέσπασαν μεταξύ του σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίντ, της φιλελεύθερης παράταξης και της Επιτροπής Ένωσης και Προόδου. Μετά τη συντριπτική ήττα των Φιλελεύθερων στις εκλογές του 1912, οι παντοδύνα μοι πλέον Ενωτικοί έλαβαν σκληρά μέτρα εναντίον των κομμάτων της αντιπο λίτευσης και εναντίον κάθε στοιχείου που θεωρούσαν αποσχιστικό ή αντιοθωμανικό. Περιόρισαν την κοινωνική και πολιτιστική αυτονομία του Οικουμενι κού Πατριαρχείου και μείωσαν την ελληνική αντιπροσωπεία στο Κοινοβούλιο. Η διαμάχη ανάμεσα στους Ενωτικούς και Φιλελεύθερους συνεχίστηκε μέχρι το 1913. Η πλειοψηφία των Ελλήνων βουλευτών, μια μεγάλη μερίδα του ελλη νόφωνου Τύπου και γενικά το ελληνικό στοιχείο υποστήριζαν τη φιλελεύθερη παράταξη που υποσχόταν διοικητική αποκέντρωση και οικονομικό φιλελευθε ρισμό. Στην Κωνσταντινούπολη, με τη βοήθεια της ελληνικής πρεσβείας, ιδρύεται ο Πολιτικός Σύνδεσμος του Πέραν -ο οποίος άσκησε πολεμική στους Ελληνες βουλευτές που αντιτάχθηκαν στην προσέγγιση με τους Φιλελεύθερους- υποστηριζόμενος από τον ελληνόφωνο Τύπο και από δεκαέξι Ελληνοοθωμανούς βουλευτές. Αυτοί δημιούργησαν μια ελληνική ομάδα μέσα στη Βουλή μιλώντας άφοβα. Ψήφιζαν συστηματικά μαζί.με τα άλλα ανθενωτικά κόμματα, υπεραμυνόμενοι τα ελληνικά δικαιώματα στην αυτοκρατορία. Το ξέσπασμα των Βαλκανικών Πολέμων, οι ταπεινωτικές ήττες στα Βαλ κάνια και η απώλεια όλης της Ρούμελης, πλην της ανατολικής Θράκης, απο μόνωσαν αισθητά το τουρκικό έθνος. Π απώλεια της Θεσσαλονίκης, που είναι η πόλη από όπου ξεκίνησε η επανάσταση των Νεότουρκων, ήταν πλήγμα αβά σταχτο. Η θέση των Ελλήνων της αυτοκρατορίας χειροτέρεψε περισσότερο με την έναρξη του A ' Παγκοσμίου Πολέμου και τη συμμετοχή της Κωνσταντι νούπολης στο πλευρό της Γερμανίας. Οι Τούρκοι δυσφορούσαν με τα επεκτα τικά σχέδια της Αθήνας και ανησυχούσαν όταν η Αθήνα κήρυξε τον πόλεμο ε-
ΣΕΚΕΡΙΜ
77
ναντίον της Γερμανίας και Βουλγαρίας. Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Ελευ θέριος Βενιζέλος είχε ως όραμα «την Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών». Εννοώντας την Ευρώπη και την Ασία με πέντε θάλασσες, το Ιόνιο Πέλαγος, τη Μεσόγειο, το Αιγαίο Πέλαγος την Προποντίδα και τον Εύξεινο Πόντο. Το 1912 άρχισε ο έντονος ανταγωνισμός μεταξύ του ελληνικού και τουρ κικού εθνικισμού, που κράτησε ως το 1922. Θεωρώντας τους Ελληνοοθωμανούς όργανα της Αντάντ και της ελληνικής κυβέρνησης, οι Ενωτικοί, με τηβοήθεια των Γερμανών συμμάχων τους, έλαβαν δρακόντεια μέτρα εναντίον των Ελληνοοθωμανών. Έλληνες εκτοπίστηκαν από τις στρατηγικές περιοχές και επέβαλαν αυστηρότατο οικονομικό αποκλεισμό ε ναντίον των Ελληνοοθωμανών εμπόρων της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρ νης. Οι βουλευτές παρέμειναν θεατές στους ανθελληνικούς διωγμούς, στην κα ταπάτηση των πατριαρχικών προνομίων και στις απολύσεις ανωτέρων κυβερνη τικών υπαλλήλων χριστιανικής καταγωγής. Η ελληνοοθωμανική και πατριαρχική κοινωνία της Κωνσταντινούπολης, χρεοκοπημένη οικονομικά και κοινωνικά, άρχισε να συρρικνώνεται. Αναδιπλώ θηκε και απευθύνθηκε στα εύρωστα οικονομικά στελέχη της για να τη στηρί ξουν, ώστε να αντισταθούν στην απομόνωση και την περιθωριοποίηση των παι διών της από τις δημόσιες θέσεις. Οι Ρωμιοί δεν υπέκυψαν στους κοινωνικούς εκβιασμούς ούτε και στην καταπάτηση των περιουσιών. Κράτησαν χάρη στη συ μπαράσταση των πλούσιων συμπατριωτών τους και την οικονομική υποστήριξη των Γραικών του εξωτερικού, της Οδησσού και της Μπραΐλας.
Οι άνθρωποι της Ελισάβετ στα Ποτάμια
Η ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΤΡΙΒΕΙ τα καταπονεμένα χέρια της και θυμάται τη Σεκερίμ που θυμώνει όταν τη βλέπει να τα ταλαιπωρεί. «Κουζούμ,* προστάτεψε τα χέρια σου και στόλισέ τα με χρυσά και διαμαντικά. Θέλω να σε βλέπω στολισμένη και να χαίρομαι». «Ανετζίμ,* στα δουλεμένα χέρια δεν έχουν θέση τα στολίδια. Το μάλαμα είναι μόνο για σένα, την όμορφη μάνα μου!» της απαντά στερεότυπα η Ελισάβετ. Πόσο θα ήθελε να έχει τα όμορφα χέρια της Σεκερίμ! Γι’ αυτό τα μεσάνυχτα, όταν όλοι αποσύρονται και μένει μόνη με τις αναμνήσεις, την ώρα που παίρνει τη γυναικεία ταυτότητα, τραβάει κάτω από τα στρωσίδια, ανάμεσα στο κιλίμι και το μάλλινο στρώμα, την πομάδα για να τα περιποιηθεί. Και μετά θέλει να φορέσει το διαμαντένιο δαχτυλίδι που της χάρισε η μάνα της και διερωτάται: «Γιατί η μάνα μου χάρισε το δαχτυλίδι του αγαπημένου της πατισάχ;». Βέβαια το πρώτο δαχτυλίδι του σουλτάνου η Σεκερίμ δεν το βγάζει από το δά χτυλο. Έγινε ένα με τη σάρκα της. «Τι σημαίνουν όλα αυτά; Τι ση μαίνει αυτή η μεγάλη αγάπη, η εμπιστοσύνη, η γενναιοδωρία του;» Θυμάται όταν ο πατισάχ έστειλε τη Σεκερίμ για προσκύνημα στα Ιεροσόλυμα, με βασιλικούς αραμπάδες συνοδεία, με αγάδες και με κάλφες, έμοιαζε με βασίλισσα. Έτσι η μάνα βαφτίστηκε στον Ιορ δάνη ποταμό «Χατζήνα». Όσοι από τους χριστιανούς δεν τη φώνα ζαν Σεκερίμ τη φώναζαν Χατζή Αναστασία και ποτέ σκέτο Αναστα σία. Ή ταν κι αυτό ένα από τα πολλά δώρα που της έκανε ο πατισάχ
ΣΕΚΕΡΙΜ
79
προς ένδειξη ευγνωμοσύνης και εκείνη προσευχόταν για τη μακρο ζωία του. Στην επιστροφή έφερε στο σουλτάνο αγιασμό από τον Πα νάγιο Τάφο, φυλακτό με Τίμιο Ξύλο και ένα χειρόγραφο σε περγα μηνή από τον πατριάρχη της Αγίας Πόλης, που του απηύθυνε χαι ρετισμό, ευχές για ειρήνη, μακροημέρευση και απομάκρυνση των ξέ νων κατακτητών από τα εδάφη της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο σουλτάνος ανταπέδωσε το χαιρετισμό και τίμησε ανάλογα τον πα τριάρχη στέλνοντάς του δώρα αυτοκρατορικά. Τώρα το δαχτυλίδι που κρατάει είναι πολύ λαμπερό, πετάει σπί θες και θαμπώνουν τα μάτια της. Η διαμαντένια πέτρα μοιάζει με το λαμπερό αστέρι της Μεγάλης Άρκτου. Τις νύχτες που κάνει ξα στεριά το ψάχνει στον ουρανό ανάμεσα στα μυριάδες αστέρια και όταν το βρίσκει δεν ξεκολλάει τα μάτια από πάνω του. Τα επτά α στέρια που τη συνθέτουν λάμπουν σταθερά χωρίς να τρεμοσβήνουν, και την παίρνουν μαζί τους παρασύροντάς τη σ' ένα φανταστικό πε ρίπατο. Εκείνη μεταμορφώνεται σε λαμπερή και ανάλαφρη χρυ σαλλίδα, που γυρνάει γύρω από τη γη ελεύθερη. Περιηγείται τον έ ναστρο ουρανό και σταματάει μόνο με το φως της μέρας για να χω θεί στο κουκούλι της μέχρι το επόμενο ξάστερο βράδυ. Πόσο τρελά ονειρεύεται! Μα και πόσο τρελά σκέφτεται! Ό τι δηλαδή υπάρχουν και άλλοι πλανήτες με ζωή. Πρέπει να προσέξει να μην εξομολογη θεί σε κανέναν αυτή την αλλόκοτη σκέψη, γιατί θα την περάσουν για σαλεμένη και δε θα την παίρνουν ποτέ πια στα σοβαρά. Όμως της έχει γίνει έμμονη ιδέα ότι αυτός ο απέραντος ουρανός δεν είναι άδειος από ζωή. Το δαχτυλίδι είναι σφιχτά φυλαγμένο μέσα στη χούφτα της. Η πέ τρα του αστράφτει και η ιστορία του είναι πολύ πιο ρομαντική από αυτή των αστεριών, γιατί αποτελεί μέρος της ζωής της μάνας της. «Για σκέψου πόσα χέρια το φόρεσαν!» αναρωτιέται. Πλησιάζει την πο λύτιμη πέτρα στο μάτι της και προσπαθεί να δει τα μυστικά που κρύ βει στις διάφανες έδρες της. Προσπαθεί να μαντέψει τα μυστικά της
80
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
Σεκερίμ. Χάνεται στην ομορφιά του. Το κοιτάζει και δεν το χορταί νει. Η διαμαντόπετρα της μιλάει πετώντας εκτυφλωτικές λάμψεις και χρώματα. Παίζει λίγο με το δαχτυλίδι, το χαϊδεύει, το καμαρώ νει, το βάζει στο στόμα και το γλείφει σαν τους ακιντέδες* του Χα τζή Μπεκίρ και -γκλουκ!- παραλίγο να το καταπιεί. Έτσι και κατα πιεί το δαχτυλίδι του σουλτάνου, τι θα πει στη μάνα; Το χνοτίζει, το υγραίνει με το σάλιο της για να καθαρίσει και το γυαλίζει με το σε ντόνι. «Η διαμαντόπετρα είναι δώρο απευθείας από το χέρι του σουλ τάνου Αμπντούλ Χαμίντ!» μονολογεί και φοβάται μήπως και τη μα τιάσει έτσι που την καμαρώνει. Αφού τελειώνει την εξέταση προ σπαθεί να το φορέσει στα πρησμένα δάχτυλά της, μα δεν κατορθώ νει να το περάσει και το αφήνει στην άκρη του παράμεσου, ενώ με τη χούφτα του άλλου χεριού της το θωπεύει προστατευτικά, ώσπου τα βλέφαρα βαραίνουν και, πριν την πάρει ο ύπνος, αφήνει το νου να πετάξει σε μακρινούς κόσμους. Εκεί στην Ελλάδα, για την οποία άκουσε πολλά να λέγονται. Ό τι δηλαδή το χρήμα ρέει με τη σέσουλα και οι Έλληνες έχουν πολλά λεφτά και τρώνε από τα έτοιμα με χρυσά κουτάλια, «όπως οι σουλ τάνες στο σαράι που δε νοιάζονται για τίποτα». Ό τι οι αγρότες κα λοπερνούν και δεν τους αρέσει να καλλιεργούν τη γη τους. Ασχο λούνται με το εμπόριο και ταξιδεύουν σε Ανατολή και Δύση για να εμπορευτούν τα λογής λογής καλούδια. Τα νέα αυτά τα φέρνουν οι Ηπειρώτες και οι Θεσσαλονικείς έμποροι πραματευτάδες, που φτά νουν μέχρι την Ανατολία για να πουλήσουν την πραμάτεια τους και από κει να πάρουν άλλα αγαθά και να γυρίσουν φορτωμένοι στα μέ ρη τους. Ο Βασίλ’ αγάς τής μιλάει πολύ συχνά για καινούριους φίλους Έλληνες που ήρθαν στην Πόλη για δουλειές και εγκαταστάθηκαν μονίμως. Και από όσα της λέει φαίνονται άνθρωποι απλοί και καλο συνάτοι. Παράξενο, τελευταία ονειρεύεται συχνά την Ελλάδα. Τι πε ρίεργο! Αφού αυτόν τον τόπο δεν πρόκειται να τον γνωρίσει ποτέ! Η σκέψη την τρομάζει.
ΣΕΚΕΡΙΜ
81
«Δε βαριέσαι, κι εδώ καλά είναι! Και στην Κωνσταντινούπολη α κόμα καλύτερα!» ψιθυρίζει αναστενάζοντας πριν σφραγίσει τα μά τια της ο Μορφέας.
Η Ελισάβετ κάθε πρωί ανοίγει τα παραθυρόφυλλα του αρχοντικού και αγναντεύει τις απέναντι βουνοκορφές. Λατρεύει τη φαινομενική ακι νησία των βουνών που την περιβάλλουν. Αφήνει το βλέμμα της να τρέξει και να ενωθεί με το γαλάζιο του ορίζοντα. Εξάλλου τα βουνά, έτσι άγρια και αγέρωχα, της δίνουν ένα αίσθημα προστασίας. Τα θε ωρεί δικά της, αφού στις πλαγιές τους απλώνονται τα βοσκοτόπια και τα απέραντα χωράφια της. Στα καταπράσινα λαγκάδια τους τρέχουν τα άλογά της. Τα πρόβατά της με το μεταξένιο μαλλί μεγαλώνουν και θεριεύουν βόσκοντας στο γρασίδι τους. Δεν εκστασιάζεται μόνο με τα όσα βλέπει αλλά και με τους ήχους που εκπέμπει ολόκληρη η φύση. Τα νερά, οι πρωταγωνιστές της ζωής, την παρασύρουν στη δι κή τους ξέφρενη μελωδία. Ακούει τη βοή των χειμάρρων σαν μουσι κή φερμένη από ξένο πλανήτη. Κατακρημνίζονται από ψηλά με θό ρυβο, που άλλοτε μοιάζει με δοξολογία και άλλοτε με απειλή. Τα πορώδη βουνά φαίνονται από μακριά οαν τεράστια σουρω τήρια που από κάθε τρύπα κρέμεται και ένας μικρός καταρράκτης. Η υγρή δύναμή τους συσσωρεύεται στα ρυάκια και στα ποτάμια, που μεγαλώνουν, ποτίζουν τις πεδιάδες και κατηφορίζουν μαγνητι σμένα προς τη θάλασσα. Το δροσερό τους κελάηδημα γίνεται αιτία αγάπης. Στις όχθες τους ζευγαρώνουν άνθρωποι και πουλιά, ανταλ λάσσουν υποσχέσεις και χτίζουν τις φωλιές τους. Ο τρομερός τους θό ρυβος ξεσηκώνει τους κατοίκους και τους προειδοποιεί να επαγρυπνούν. Πράγματι, όταν αγριεύουν τα νερά, η καρδιά της Ελισάβετ σφίγγεται. Θέλει να εξηγεί θετικά τις προαισθήσεις της και να ενι σχύει το θάρρος της. Ο Βασίλ’ αγάς την τρομάζει όταν της λέει ότι πρέπει να συνηθί-
82
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
αει στην ιδέα πως κάποια μέρα μπορεί να χάσουν την πάτρίδα τους και να βρεθούν από την άλλη πλευρά της θάλασσας. Ο άντρας της εκφράζεται έτσι ψυχρά γιατί πατρίδα του είναι η Κωνσταντινούπο λη και χρόνια την παρακαλάει να τον ακολουθήσει. Της είπε μια μέρα κυνικά: «Ελίζα μου, μην παιδεύεσαι και σε πνίγει η αγωνία, θα έρθουν άλλοι από μακρινούς τόπους να εγκατασταθούν στις ι διοκτησίες μας. Το δήλωσε ο Κεμάλ και θα γίνει!». Με τέτοια λόγια η χαρά και ο πόνος στοιχειώνουν μέσα της.
Η Ελισάβετ ζεύει το λευκό άλογο και με μια μικρή συνοδεία παίρ νει το δρόμο για τα κτήματα, ανηφορίζοντας το δύσβατο βουνό. Εί ναι η μέρα που θα κάνει τον καθιερωμένο έλεγχο. Στο δρόμο συνα ντούν συγχωριανούς που κατευθύνονται στα χωράφια και χωρατεύ ουν μεταξύ τους. Μπροστά της οι χαράδρες ανοίγονται αφιλόξενες σχηματίζοντας στις παρυφές μικρές και μεγάλες τρύπες. Τις παρο μοιάζει με το γαλλικό τυρί ροκφόρ, που ο Βασίλ’ αγάς κουβαλάει α πό την Πόλη, πεσκέσι των Γάλλων ναυτικών κάθε φορά που είναι ι κανοποιημένοι από το ναύλο και την εξυπηρέτηση, που ο άντρας της προσφέρει με χαρά και επαγγελματικότητα. «Αχ, αυτά τα γαλλικά τυριά βρομάνε ποδαρίλα και δεν τρώγονται με τίποτα! Ας είχα όμως ένα κομμάτι τώρα!» σκέφτεται με νοσταλ γία. Μόνο η Σεκερίμ τα βρίσκει νοστιμότατα γιατί τα τρώει στο πα λάτι με τις χανούμισσες, και ό,τι γίνεται στο παλάτι για εκείνην εί ναι νόμος. Η Ελισάβετ συχνά πειράζει τη μάνα της γελώντας: «Τι τυρί είναι αυτό, μάνα; Τέτοια βρομότυρα τρώει ο σουλτάνος;» Εκείνη, συνοφρυωμένη από το θυμό γιατί η αγρότισσα κόρη της, έτσι χωριάτα που είναι, δε σκαμπάζει από ντελικατέσεν διατροφή, της απαντά με το ίδιο πάντα ρεφρέν:
ΣΕΚΕΡΙΜ
83
«Τι λες, κουζούμ; Αυτά τα τρώνε ο σουλτάνος και το χαρέμι! Μα κάρι να ήξερες να τρως!». «Ανετζίμ, πες πως είμαι ιδιότροπη. Με το στανιό θέλεις να φάω αυτό που τρώνε οι Γάλλοι; Ρώτησε κανείς τους κυρίους Γάλλους τι γνώμη έχουν για τα δικά μας τυριά; Τα κασέρια μας, τα κεφαλοτύ ρια μας, τη φέτα μας, τ’ ανθότυρά μας! Να δεις τι θα σου πούνε...» «Ελισάβετ, εγώ θα σου πω τι γνώμη έχει ο Γάλλος για τα τυριά μας; Όταν βρεις τον κύριο Γάλλο από τη Φράνσια δώσε του να δο κιμάσει από τα δικά μας τυριά και ρώτησέ τον αν του αρέσουν. Κά νε μου τη χάρη και φάε ένα κομμάτι ροκφόρ, να καταλάβεις γεύση, και σταμάτα να σχολιάζεις!» Και συνεχίζει: «Γιαβρί μου, πώς ο α ρέσει να με στενοχωρείς! Καλή σου ώρα!». Η Ελισάβετ γελάει με αυτές τις αναμνήσεις. «Μακάρι να ζήσουμε και άλλες μέρες τόσο ευτυχισμένες και εί μαι διατεθειμένη να φάω οκάδες από δαύτα!» σκέφτεται. Η πλαγιά που ανεβαίνει βγάζει αχνούς. Μέσα από τις πελώριες τρύπες των διάτρητων βουνών ξεπετάγονται αιώνες τώρα βραστά νε ρά από τη λάβα που κοχλάζει στα πύρινα σπλάχνα της γης. Τα λένε ιαματικά νερά γιατί θεραπεύουν όλες τις ασθένειες του δέρματος, πό νους εντερικούς, στομαχικούς. Μέχρι και τις άτεκνες γυναίκες βοη θάνε να γεννήσουν υγιέστατα παιδιά. Δεξιά και αριστερά στις τρύ πες δημιουργήθηκαν με τα χρόνια γούρνες, σαν κολυμπήθρες. Εκεί οι άνθρωποι βαφτίζονται στο όνομα της υγείας και της λύτρωσης α πό το χτικιό και το κακό που τους τρώει τα τζιγέρια και τους σκοτώνει. Το πάτημα του αλόγου, ρυθμικό και αποφασιστικό, ακούγεται με τρομακτικό αντίλαλο στα φαράγγια, θαρρείς και χιλιάδες Τσεγκισχάνηδες έχουν πάρει το κατόπι της. Σκιαγμένη κοιτάζει πίσω της! «Έλα Χριστέ και Παναγιά! μονολογεί. «Πρώτη φορά στη ζωή μου σκιάζομαι τόσο». Ο δρόμος είναι μακρύς, αφού απέραντες είναι και οι εκτάσεις που κατέχει και καλλιεργεί. Εκείνη είναι το μεγάλο αφεντικό. Επιβλέπει
84
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
τους εργάτες, προστάζει, διατάζει και επιβάλλει την απόλυτη τάξη σε όλα. Φτάνει στο απέραντο χωράφι με τις παπαρούνες, που έχουν ρ ί ξει τα φύλλα τους έτοιμες για συγκομιδή. Οι εργάτες δε διακρίνονται πουθενά, παρά μόνο ακούγεται ο θόρυβος της φαλτσέτας όταν τη βά ζουν στο τενεκεδένιο σκεύος που κρέμεται από το λαιμό τους. «Ε, παιδιά, πώς πάμε;» φωνάζει δυνατά. Αμέσως πάνω από εκα τό κεφάλια σηκώνονται και μερικοί εργάτες φωνάζουν: «Μπούγιουρουμ,* εφέντιμ. Έχομε καλή σοδειά φέτος». Η Ελισάβετ ευχαριστημένη παίρνει το δρόμο του γυρισμού τρα γουδώντας. Το αεράκι που σηκώθηκε αναταράζει τη μαντίλα στο κε φάλι της και κάνει τη φύση να χορεύει πότε ήρεμους και πότε ξέ φρενους χορούς. Χορεύει και η Ελένη της, το άλογό της, καλπάζο ντας ρυθμικά χωρίς να χάνει ούτε ένα βήμα. Μέχρι να φτάσει στα με λίσσια έχει φτιάξει για καλά το κέφι της. Μαζεύει το βασιλικό πολ τό και το μέλι, αλλάζει τις κερήθρες και επισκέπτεται ξεχωριστά μία μία τις κυψέλες και τις ακουμπάει με γυμνά χέρια, για να έχει επα φή... Κολλάει το αφτί της σε κάθε κυψέλη άφοβα και συνομιλεί ψι θυριστά με την καθεμιά βασίλισσα. Επικοινωνεί με το ευλογημένο έ ντομο. Αγαπάει πολύ τις μέλισσές της, τις καμαρώνει όταν χορεύουν κουβαλώντας στις μικρές τους κύστες το νέκταρ των λουλουδιών. Τις παρατηρεί να βγαίνουν από την κυψέλη, να προσανατολίζονται και μετά διαγράφοντας οχτάρια στον αέρα να κατευθύνονται προς τη σωστή διαδρομή. Και ύστερα πάλι να επιστρέφουν ευχαριστημένες στο μελένιο σπιτάκι τους με το φορτίο της γύρης πάνω τους. Τα φρο ντίζει μόνη, και αυτά της το ανταποδίδουν με σοδειά καλή και πρώ τη σε ποιότητα, αφού τρυγήσουν τα λουλουδιασμένα θυμάρια, τα ω ραιότερα άνθη των αγρών και των βουνών της Καππαδοκίας με τα πλούσια μεταλλεύματα και τα σπάνια πετρώματα. Μεγάλες ποσότητες μέλι στέλνει και στον πατισάχ. Προσέχει πά ντα να είναι καλό και ευπαρουσίαστο. Το βάζει σε ωραία πράσινα
ΣΕΚΕΡΙΜ
85
και κίτρινα βάζα από φυσητό γυαλί τυλιγμένα σε ολόλευκες λινές πετσέτες. Σε κάθε πετσέτα η μάνα κεντάει ευχές προς το σουλτάνο για δόξα και μακροημέρευση. Τα βάζα προσφέρονται μέσα σε χα μηλά καλάθια σκεπασμένα με μικρά μεταξωτά χαλιά χέρεκε και α πό παντού ξεχύνονται οι δαντέλες και οι μεταξωτές κορδέλες που συγκροτούν το περιεχόμενο. Όλα αυτά βέβαια τα φροντίζει η μάνα με μεγάλη ευαισθησία. Εί ναι το καλύτερο αφροδισιακό δώρο που μπορούν να προσφέρουν στον άξιο απόγονο του Οσμάν. Ο πολυχρονεμένος δέχεται με μεγά λη χαρά την προσφορά, που μάγειροι και ζαχαροπλάστες του παλα τιού αξιοποιούν ακόμα καλύτερα. Σοροπιάζουν φαγητά και λιχου διές, που γλυκαίνουν τα χείλη των τυχερών γυναικών του ξακουστού χαρεμιού του. Το μέλι χρυσοπληρώνεται από το παλάτι με πολύτιμα δώρα και αμέτρητα καλούδια, μα πάνω απ’ όλα με προνόμια στον Βασίλ’ αγά, με βαθιά κατανόηση και βοήθεια στους συμπατριώτες τους για διάφορες φοροαπαλλαγές και μεγαλύτερες ελευθερίες.
Όμως η Ελισάβετ όταν τελειώνει με τις δουλειές της περνάει ξένοια στες στιγμές με τις φιλενάδες της. Μαζεύονται στην εσωτερική αυλή του αρχοντικού και γελούν, τραγουδούν, ανταλλάσσουν αστεία κο ροϊδεύοντας πότε τον έναν και πότε τον άλλο συγχωριανό, πίνουν α πό το γλυκό μοσχάτο κρασί «εις υγείαν του Μουσταφά Κεμάλ» και χαί ρονται με την καρδιά τους. Χορεύει η Ευλαμπία με το κουλό ποδαράκι, που κλοτσάει από μόνο του και δεν υπακούει στα προστάγμα τα του καρσιλαμά. Ο Χασάν, ο έμπιστός της δούλος, δεν την αφήνει λεπτό από τα μάτια του, παραστέκει έτοιμος να επέμβει στο παρα μικρό παραπάτημά της. Οι φίλες της τραγουδούν χτυπώντας παλα μάκια, ενώ δύο μεταλλικά κουτάλια στα χέρια της κρατούν το ρυθμό. Τα παιδιά γύρισαν από το σχολείο και μαζεμένα στην αυλή παί ζουν τα δικά τους παιχνίδια. Τα κοριτσάκια παίζουν με τα κούκλο-
86
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
σπιτα που κατασκεύασε σ Μαχμούτ, ενώ τα αγοράκια τσουλάνε στο πλακόστρωτο τα γκίλια* από στεφάνια παλιών βαρελιών. Η προσο χή τους είναι βέβαια στραμμένη στα μικρά ζώα. Αγκαλιάζουν τα μι κρά κουταβάκια, που τα θηλυκά γερμανικά τσοπανόσκυλα γέννη σαν πρόσφατα, και κυνηγούν κανένα βατραχάκι που ξέ(ρυγε από τα νερά των ποταμών και χοροπηδάει στην αυλή. Τα παιδιά φωνάζουν, δεν καταλαβαίνουν ούτε από πολιτική κρίση ούτε από κρατικό ξε πούλημα. Όσο για πόλεμο; Γι’ αυτούς πόλεμος και τέλος του κόσμου είναι κάθε φορά που ορμούν οι ληστές στο δικό τους χωριό. «Πεθύμησα την Πόλη!» ξεφωνίζει μερακλωμένη η Μαριγώ. «Ε και να καθόμασταν στην παραλία στο Μπεμπέκ και να πίναμε το μυ ρωδάτο τσάι! Να σεργιανάγαμε με τα βαποράκια στα γαλανά νερά του Βοσπόρου και το βράδυ μ’ ένα λαντό να τρέχαμε κατά μήκος της ακρογιαλιάς». Και προτρέπει την καημένη την Ευλαμπία να κάνει περισσότερα σκέρτσα χορεύοντας: «Έλα, Ευλαμπία, κούνα τα στήθια σου με χάρη! Να, έτσι κάνε. Όλα εδώ θα μείνουν, Ευλαμπάκι μου! Εμείς να ’μαστέ καλά!» φωνάζει η Μαριγώ και χορεύει μαζί κά νοντας τα βυζιά της να τρέμουν. «Α, εγώ θα προτιμούσα να βρισκόμασταν στο Πέραν. Να ανα πνέαμε από τα ανοιχτά παράθυρα την κοσμοπολίτικη αύρα της Πό λης», συμπληρώνει η Σοφία. «Σοφάκι μου, λες να μας διώξουν από δω;» «Μαριγώ, για όλα πρέπει να είμαστε έτοιμοι». «Άντε καλέ, ποιος θα μας διώξει; Εκτός κι αν θέλουν οι Τούρκοι από τα διπλανά χωριά να πάρουν το βιος μας», προσθέτει αθώα η Ευλαμπία λαχανιασμένη από το χορό. Ο λόγος πετάει στον αέρα ασυμμάζευτος σαν μεταναστευτικό πουλί, που γνωρίζει εκ των προτέρων πως σε λίγο θα φύγει μακριά. Δεν απαντούν στην Ευλαμπία, δε χρειάζονται εξηγήσεις που θα μαράνουν την καρδιά της. Η παρεούλα ξέρει πως οι μέρες λιγο στεύουν.
ΣΕΚΕΡΙΜ
87
«Ελάτε», φωνάζει η Ελισάβετ. «Ελάτε να καθίσουμε στο τραπέζι και να πιούμε στην υγεία των αγαπημένων μας που βρίσκονται μακριά». Καλούν τα παιδιά να φάνε μαζί τους. Και μέσα στη χαρά και την αγάπη τσουγκρίζουν με δύναμη τα ποτήρια. Το κόκκινο κρασί πέ φτει και βάφει το λευκό λινό τραπεζομάντιλο, προικιό της Ελισάβετ κεντημένο από τα χέρια της Σεκερίμ. «Γούρι, γούρι! Κορίτσια όλα θα πάνε καλά». «Τι ωραία που περνάμε, Θεέ μου! Ας μην αλλάξει η ζωή μας!» προσεύχεται η Ελισάβετ.
Τα βράδια του χειμώνα, όταν το δριμύ κρύο κρυσταλλώνει τα πάντα και από τις στέγες κρέμονται οι σταλακτίτες ή όταν το χιόνι φτάνει δύο και τρία μέτρα ύψος και κλείνει τις εξώπορτες των αρχοντικών και των κονακιών για εβδομάδες, η μικρή παρέα των φιλενάδων μα ζεύεται για να κοιταχτεί στα μάτια και να μιλήσει στην ψυχή. Η Ελι σάβετ στέλνει τις υπηρέτριες στους οντάδες τους να ξεκουραστούν, εκτός από τον Μαχμούτ, που τον κρατά πάντα κοντά της. Μπου μπουνίζουν τις πήλινες σόμπες, ανάβουν το χάλκινο μαγκάλι με τα κάρβουνα και περιμένουν τις φίλες της. Τα μάτια της Ελισάβετ λάμπουν από χαρά. Είναι σαν το ερωτικό ραντεβού του μεσονυκτίου. Ετοιμάζει ένα σωρό φαγητά και λιχου διές. Χήνα με σύκα ξερά, αρνάκι με χυλοπίτες στο φούρνο, πιλάφι με σταφίδες και ξηρούς καρπούς, μπουρεκάκια με φέτα και κολοκύθι, χοσάφια, μπακλαβά, κανταΐφι, διπλές, σφουγγάτο με μέλι και καρύ δια, χαλβά σιμιγδαλένιο, καϊμάκι... Θα πιουν βέβαια από το καλό εμ φιαλωμένο κρασί που της στέλνει ο άντρας της από την Πόλη. Συνήθως πρώτη καταφθάνει η κουτσομπολίτσα Μαριγώ. Γλι στρώντας σαν σκιά μες στη νύχτα, μπαίνει στο σπίτι κουκουλωμένη, σωστό φάντασμα, για να μην την πάρουν χαμπάρι οι Τουρκαλάδες. Η Σοφία και η Ευλαμπία έρχονται με συνοδεία τους δούλους τους,
88
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
γιατί η πρώτη είναι φοβητσιάρα -δε βγαίνει τα βράδια μοναχή- και η δεύτερη σακάτισσα και δεν μπορεί να περπατήσει με ευκολία στο σκοτάδι. Η Μαριγώ είναι όμορφη κοπέλα, ψηλή, μελαχρινούλα, με μα τάκια μαύρα σαν ελίτσες και βλέμμα πονηρό. Τα χείλη της, μόνιμα χαμογελαστά, την κάνουν αξιαγάπητη. Αγαπάει τα ζαχαρωτά και τρώει κάθε βράδυ ένα κομμάτι σοκολάτα φτιαγμένη από τα χερά κια του άντρα της, του Χαράλαμπου, για να τον γλυκοοκέφτεται και να χοντραίνει τα πισινά της. Είναι μόλις είκοσι χρόνων και έχει ήδη δύο κοριτσάκια, κούκλες αληθινές. Η Ελισάβετ αγαπάει πολύ τη Μαριγώ γιατί είναι αυθόρμητη και πολύ χαριτωμένη. Κάθε φορά που βρίσκει ευκαιρία η αφιλότιμη ανασηκώνει ναζιάρικα τη μακριά της φούστα και αφήνει να ξεπεταχτούν ορμητικά τα παρφουμαριομένα ολόλευκα δαντελένια μεσοφόρια, μέτρα ατέλειωτα, που χαϊδεύουν α χόρταγα τους προκλητικούς μηρούς της. Το κορμί της ευωδιάζει ά ρωμα από γιασεμί, που αναδίδεται μεθυστικά όταν οι φούστες τρί βονται πάνω του. Και όταν πάλι η κίνηση και ο ρυθμός του χορού την παρασύρει στη δίνη του, ουνεπαρμένη, κρατάει αναοηκωμένη τη φούστα και μαγεύει τους αρσενικούς που παρευρίσκονται. Με δυ σκολία συγκροτούνται οι νέοι και δεν ορμούν στα πόδια της να ρουφήξουν το άρωμα από τις δαντέλες του λουλουδιασμένου μεσοφοριού της. Λικνίζεται σαν την καλαμιά στο τρυφερό χάδι του αέρα και κου νιέται σαν θεά προκαλώντας ερωτικά τους άντρες. Χτυπάει ρυθμι κά τις παλάμες δίνοντας ώθηση στο λυγερό κορμί της όταν χορεύει, που είναι πλασμένο για να ξελογιάζει, να προκαλεί και να μαγεύει νέους και γέρους, κάνοντας τις καρδιές τους να χτυπούν και να φιλ τράρεται το αίμα τους στο ρυθμό του καρσιλαμά. Και φωνάζουν με όση δύναμη τους δίνει ο πόθος όταν κατακτά το σώμα και το νου τους: «Μαριγώ, τσοκ γκιουζέλ, αφερίμ,7 Μαριγώ!». Ενώ εκείνη, μερακλω 7. Πανέμορφη, μπράβο!
ΣΕΚΕΡΙΜ
89
μένη, βιδώνεται στον αέρα από τις στροφές αγγίζοντας τα σύννεφα. Ο άντρας της Μαριγώς, ο Χαράλαμπος Ζαχαριάδης, ζει τον πε ρισσότερο καιρό στην Πόλη και εργάζεται με το θείο του Φάνη Ζαχαριάδη, γεροντοπαλίκαρο, χωρίς παιδιά, με μόνους κληρονόμους τα ανίψια του. Όποιο από αυτά θα τον γηροκομήσει θα κληρονο μήσει την τεράστια περιουσία του, τη μεγάλη βιομηχανία σοκολά τας, την περίφημη Ζαχαριάδη με τ’ όνομα. Ο θείος Φάνης, χάρις στην άριστη και ξεχωριστή ποιότητα της σοκολάτας του, είναι προμηθευτής του σουλτάνου, της κυβέρνησης, των ξένων πρεσβειών, των προξενείων, των εμπορικών πρακτόρων και της οθωμανικής επαναστατικής οργάνωσης που έχει ξεπεταχτεί από το τίποτα εδώ και μερικά χρόνια και τελευταία κερδίζει συνε χώς οπαδούς. Θείος και ανιψιός περνούν νύχτες στο εργαστήρι τους εφευρίσκοντας και δοκιμάζοντας νέες γεύσεις. Με διάφορους συν δυασμούς και αλχημείες παρασκευάζουν φοντάν με γαλλική γεύση και φινέτσα. Τεχνίτες άφταστοι ο θείος Φάνης και ο Χαράλαμπος βάζουν στη σοκολάτα τους γέμιση από φουντούκι, αμύγδαλα, τρια ντάφυλλο, κανέλα και βανίλια. Τα γαστρονομικά τους παρασκευά σματα τα ονομάζουν «πραλίνες» και απέκτησαν φανατικούς οπα δούς. Στις πραλίνες δίνουν διάφορα ονόματα, σχήματα και σχέδια. Τις κάνουν πεταλούδες και τις ονομάζουν «Μαντάμ Μπατερφλάι», δίνουν τη φόρμα λουλουδιών και τις λένε «μαργαρίτες», πλάθουν με αμυγδαλόψιχα και ζάχαρη διάφορα ζωάκια και πουλάκια και τα λένε «μασπέν». Τα καλύπτουν από πάνω με σοκολάτα και κά νουν τα παιδιά και τους μεγάλους να τρελαίνονται. Και δε σταμα τούν εκεί. Τελευταία φτιάχνουν κάτι τεράστιες πλάκες γεμιστές με αμύγδαλα και φουντούκια. Τις προάλλες ο Χαράλαμπος έστειλε μια πλάκα σοκολάτα γεμάτη φουντούκια στην Ελισάβετ, εκείνη έ κανε μήνες να τη φάει και η σοκολάτα μπαγιάτεψε και την έφαγαν τα ζωντανά. «Βαχ, Βαχ! Πήγε χαμένη η σοκολάτα!» διαμαρτυρήθηκε η Σε-
90
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
κερίμ, η οποία εξοργίζεται με τις γκάφες της αγρότισσας κόρης της. «Η σοκολάτα είναι πράμα να το πετάς και να πηγαίνει χαμένο; Αυ τό που τρώνε ο σουλτάνος και η καλή κοινωνία της Κωνσταντινού πολης;» Η Σοφία έχει διπλή συγγένεια με την Ελισάβετ. Είναι κόρη της αδερφής του Βασίλ’ αγά και ξαδέρφη της Ελισάβετ από τη μάνα της. Είναι παντρεμένη με τον Νικόλα Αποστολίδη και έχει τρία παιδιά. Ο άντρας της, άρχοντας από την Καππαδοκία, εργάζεται στην Κων σταντινούπολη. Είναι μεγαλέμπορος τροφίμων και οικοδομικών υ λικών. Έχει επίσης βιοτεχνία που κατασκευάζει άμαξες για τον πατισάχ και τους παλατιανούς. Η Σοφία είναι η πρωτότοκη μιας εύ πορης παλιάς αστικής οικογένειας, που οι ρίζες της χάνονται κά που στο 17ο αιώνα. Η ευγενική καταγωγή είναι έκδηλη στη συ μπεριφορά της: σεμνή, μετρημένη, με καλούς τρόπους. Είναι ψη λή και στρουμπουλή. Το όμορφο στόμα της είναι σε απόλυτη αρ μονία με τη στρογγυλή άρθρωση, το σωστό λόγο, τα κοσμοπολίτι κα τουρκικά, τα καλά γαλλικά και ελληνικά της. Έ χει καλή μόρ φωση - σπάνιο για γυναίκα της Καππαδοκίας. Η Σεκερίμ την παίρ νει συχνά μαζί της στο Γιλντίζ σαράι, όταν τυχαίνει να βρίσκονται και οι δύο στην Κωνσταντινούπολη. Ο σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίντ μιλάει κολακευτικά για τη Σοφία, απορώντας με την κλασική της μόρφωση. Εκφράζει το θαυμασμό του και ομολογεί γουρλώνοντας τα άπληστα για γυναίκες μάτια του ότι «η κοπέλα έχει πριγκιπικά χαρίσματα». Το μόνο μειονέκτημα της Σοφίας είναι η παραφωνία της. Ακό μα και το γέλιο της είναι παράφωνο. Αυτό διασκεδάζει πολύ την πα ρέα των γυναικών, που ξεκαρδίζονται στα γέλια κι εκείνη θυμώνει. Γι’ αυτό στις γιορτές και τις πανηγύρεις περιορίζεται στο να χτυπά ει μόνο παλαμάκια με τα αφράτα σαν κουλουράκια χέρια της κάθε φορά που οι άλλες χορεύουν και τραγουδούν. Όμως η αγαπημένη φίλη της παρέας και αχώριστη της Ελισάβετ
ΣΕΚΕΡΙΜ
91
είναι η Ευλαμπία. Την κορμοστασιά της σκιάζει το κουσουρι που έ χει στο δεξιό πόδι. Πιο κοντό από το άλλο, βαραίνει και το σέρνει σκερτσόζικα, προσπαθώντας η άμοιρη να καλύψει δήθεν το κουσούρι. Το σώμα της πηγαινοέρχεται σαν βάρκα, δεξιά, κάτω και όρ θιο και άντε πάλι τα ίδια, σαν τουλούμπα που αντλεί νερό από το πη γάδι. Τη ζημιά την έκανε η μαμή την ώρα της γέννας. Έχει μαύρα εβένινα μαλλιά, και τον κύκνειο λαιμό της τυλίγουν τρεις σειρές μαρ γαριτάρια. Δώρο του άντρα της Αβραάμ, ο οποίος εργάζεται στην Πόλη χρυσοχόος παραγιός σε αρμένικο κεντρικό κοσμηματοπωλείο. Η Ευλαμπία έχει χιούμορ. Μιλάει γελώντας και παρασύρει τους άλλους σε γέλιο ακράτητο. Όταν κουνάει το κουλό πόδι, και ακόμα περισσότερο όταν νευριάζει -συνήθως η καημένη θυμώνει καθιστή-, το πονεμένο κορμάκι της πάλλεται από το θυμό και σε λανθασμένη κίνηση προσγειώνεται στο άψε σβήσε φαρδιά πλατιά. Και, δυστυχώς, οι φιλενάδες της ξεκαρδίζονται στα γέλια, ενώ αυτή βουρκώνει πα ραπονεμένη. Πολλές φορές το ρίχνει στο αστείο. Από τότε που παντρεύτηκε τον Αβραάμ η ζωή της πήρε άλλο νόημα και δε δίνει σημασία για το τι ακούγεται σχετικά με το σακατιλίκι της. Η Ευλαμπία και η Ελισάβετ είναι αδερφικές φίλες. Δέθηκαν πε ρισσότερο όταν Τούρκοι ληστές από την ορεινή Καππαδοκία επιτέθηοαν με μαουζέρια και μαχαίρια στο αρχοντικό της Ελισάβετ για να αρπάξουν το μάλαμα. Ο πρώτος συγχωριανός που έτρεξε σε βοή θεια ήταν η Ευλαμπία. Από το παράθυρό της σκότωσε τρεις ληστές με το εγγλέζικο τουφέκι του άντρα της, ενώ τον τέταρτο τον έπιασε ο Χασάν, ο έμπιστός της, αφού τον τραυμάτισαν πρώτα χτυπώντας τον με το τουφέκι στο κεφάλι την ώρα που ο κλέφτης έσπαζε το μάνταλο του στάβλου της Ελισάβετ. Κατόπιν, όταν έφυγε το λεφούσι των ληστών, οι δύο γυναίκες, τρέμοντας οαν τα φύλλα από το φόβο, μαζί με μερικούς υπηρέτες, κρέμασαν το κορμί του ενός κλέφτη σε στύλο έξω από την εκκλησία
92
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
του Αϊ-Γιώργη, για να δείξουν όχι η βία και η τρομοκρατία πληρώ νονται με το ίδιο νόμισμα. Δυο μέρες κρεμόταν το απαγχονισμένο ψόφιο κορμί, κάνοντας το σκοινί να τρίζει από τον αέρα. Την εβδομάδα που ακολούθησε, όλοι στο χωριό, καρφωμένοι στα σπίτια, παραφυλούσαν μέσα από τα μισόκλειστα παντζούρια με το τουφέκι στη μασχάλη περιμένοντας αντίποινα. Η παγωνιά τις νύ χτες έκανε τα δάχτυλα να κρυσταλλώνουν στη σκανδάλη. Οι πιστι κοί, σκορπισμένοι πίσω από τις πόρτες στις οχυρωμένες αυλές, χω μένοι στις αποθήκες με τα σιτηρά, περίμεναν με κομμένη την ανά σα να ειδοποιηθούν και να ανοίξουν πυρ για να αμυνθούν. Άλλοι, κρυμμένοι στους στάβλους και στα μαντριά, τυλιγμένοι με γούνες λύκων και τομάρια προβάτων, ανακατεμένοι με τα ζώα, τριγύριζαν και έδιναν σινιάλο μιμούμενοι τις φωνές των ζωντανών. Μόνο οι χή νες αφέθηκαν ελεύθερες για να δώσουν μήνυμα με τις φωνές τους. Το τρίτο βράδυ το κρεμασμένο κορμί εξαφανίστηκε. Το κατέβασε ο παπάς για να το θάψει. Την τέταρτη μέρα ο παπάς μαζί με το μουχτάρη έκαναν την εμφάνισή τους στο αρχοντικό του Βασίλ’ αγά και έκαναν συστάσεις στην Ελισάβετ και στις φίλες της. Πήραν πληρω μένες απαντήσεις και, ντροπιασμένοι που έμειναν αμέτοχοι στο μα κελειό, έφυγαν ζητώντας συγγνώμη. Επί ένα ολόκληρο μήνα η Ελισάβετ και οι αγαπημένες της φίλες, μόλις έπεφτε το σούρουπο, παραφυλούσαν καρφωμένες στα κου φωτά παραθυρόφυλλα των οντάδων με τα τουφέκια παραμάσχαλα. Το θάρρος της Ευλαμπίας υπήρξε παραδειγματικό. Αλλά, παρά τη χαρά και το καλό που σκορπίζει γύρω της απλό χερα και ανοιχτόκαρδα, η Ευλαμπία έχει ακόμα έναν καημό. Δεν έ κανε δικά της παιδιά. Το εβραιόπουλο, ο Αβραάμ Τσιμπερής, που παντρεύτηκε την αγάπησε τρελά και μοιράστηκε μαζί του μια ήσυ χη ζωή, με ταξίδια πάνω κάτω στην Πόλη. Αφού η τύχη θέλησε να μην αποκτήσουν παιδιά, ένα χρόνο μετά το γάμο συμφώνησαν και υιοθέτησαν δύο ορφανά Αρμενάκια, δίδυμα κοριτσάκια. Τα αγα
ΣΕΚΕΡΙΜ
93
πουν σαν αληθινοί γονείς και τα μεγαλώνουν χριστιανικά. Ο Αβρα άμ δεν έχει καμιά ανάμειξη και αντίρρηση στο θέμα της θρησκεί ας. Εκείνη επίσης δεν ξέρει και πολλά από τα εβραϊκά έθιμα. Με τις θρησκείες δεν το πολυψάχνει. Απαντά στερεότυπα ότι ο Θεός είναι ένας και μοναδικός και ότι ο Χριστός ήταν και αυτός εβραίος και τε λειώνει η συζήτηση. Ο Αβραάμ συλλέγει έργα τέχνης και άλλα αντικείμενα αξίας α πό τους Γάλλους, τους Ιταλούς, τους Λιβανέζους και Ιρανούς περα στικούς από τα μαγαζιά των Αρμένηδων. Και όπου το μάτι του γυα λίσει πλούτο αγοράζει, διότι τον καθοδηγεί το εβραϊκό του ένστικτο. Στο σπίτι του, αντί για μεταξωτά χαλιά στους τοίχους, όπως έχουν κρεμασμένα οι πλούσιοι της περιοχής, έχει πίνακες ζωγραφικής φερ μένους από το Παρίσι, τη Ρώμη, τη Βενετιά. Στο μαγαζί του, που βρί σκεται σε κεντρικότατο σημείο της Πόλης, γίνεται το εμπορικό αλισβερίσι. Τις μεγαλύτερες δουλειές και συμφωνίες τις διαπραγμα τεύεται κεκλεισμένων των θυρών μέσα στις αποθήκες. Όταν δε πρό κειται για διαμαντικά και αγοραπωλησίες ρωσικών κοσμημάτων, μπορεί να είναι και μερόνυχτα αμπαρωμένος για να κατεβάσει τις τιμές. Με τους Ρώσους μπολσεβίκους τα βρίσκει εύκολα τώρα τε λευταία. Αυτοί κατεβαίνουν από την Κριμαία με σακούλια γεμάτα τσαρικά κοσμήματα, λεία των θυμάτων που σφάχτηκαν με λύσσα ή τρομοκρατημένων κατοίκων που έφυγαν γυμνοί προκειμένου να σω θούν. Όλο αυτόν τον πλούτο οι Ρώσοι πρόσφυγες τον πουλάνε όσο όσο. Εκεί να δεις μονόπετρα δαχτυλίδια, τιάρες, περιδέραια, μαρ γαριτάρια, αυτοκρατορικά παράσημα, βραχιόλια, διαμαντένιες καρ φίτσες και χρυσά σοτουάρ* με αλυσίδα δύο μέτρα. Στο λαμπερό αυ τό κόσμο βρίσκει τον εαυτό του και ξεχνάει λίγο τον πόνο του που δεν έχει κοντά του τους αγαπημένους του ανθρώπους. Τα πιο σπάνια αντικείμενα τέχνης τα κουβαλάει στο κονάκι του στα Ποτάμια. Θεωρεί το σπίτι του εκεί το πιο ασφαλές μέρος για τη φύλαξη των θησαυρών του.
94
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
Η Ευλαμπία τού γκρινιάζει κάθε φορά που η ελπίδα για μια ρω σική εικόνα χάνεται και, αντί γι’ αυτή, το πορτρέτο κάποιου κυρίου αγνώστου κρεμιέται στον τοίχο του σπιτιού της. Της φαίνεται άγιος και περνώντας από μπροστά σταυροκοπιέται. Δεν έχει ιδέα από πορ τρέτα, από τοπία και νεκρές φύσεις. «Βάλε, ευλογημένε Αβραάμ μου, καμιά εικόνα να προσκυνάμε και να μας προστατεύει κανένας δικός μας άγιος! Τι τα θες αυτά τα μα τωμένα πράγματα που έχει αυτή η ζωγραφική;» παραπονιέται κάθε φορά που κάθονται στον καναπέ και έχει απέναντι της τα κάδρα με τις μεγάλες ολλανδικές νεκρές φύσεις γεμάτες σφαγμένα ζώα από σκηνές κυνηγίου. «Άσ τα στον τοίχο και μην τα πειράζεις, Ευλαμπάκι. Έχουν πολ λούς παράδες αυτά που βλέπεις». «Αβραάμ, έκανες λάθος που φορτώθηκες αυτή τη βλακεία με τους νάνους που χορεύουν και ταλαιπωρούνται πάνω στους πάγους. Τι φτωχόπραγμα είναι αυτό, βρε άντρα μου; Α πα πα πα! Εγώ αυτό δεν το κρεμάω στο κονάκι. Βάλ’ το αν θες στο στάβλο, να το βλέπουν τα ζωντανά και να σκιάζονται». «Αν ήξερες αυτή τη βλακεία, όπως λες, πού τη βρήκα, θα άλλα ζες αμέσως γνώμη. Μου την έφερε ο καπετάνιος ενός ισπανικού κα ραβιού, ούτε το όνομά του δε γνωρίζω. Με ρώτησε αν θα μπορούσε να το αφήσει στο μαγαζί μέχρι να ειδοποιήσει τον Ισπανό επιτε τραμμένο να έρθει να το πάρει. Μου είπε το όνομα του ζωγράφου, το έγραψα από πίσω. Κοίτα, τον λένε Μπρέγκελ και είναι Ολλανδός. Κανείς δε φάνηκε να ζητήσει το έργο και το έφερα στο σπίτι μας να το κρατήσω μέχρι να ξεχαστεί. Ξέρω τι κάνω. Ευλαμπάκι μου! Δεν κουβαλάω σαβούρες, όπως τις ονομάζεις, και άδικα με κατηγορείς*: Αν δε σ’ αρέσει, κρέμασέ το στον οντά». Η Ευλαμπία μαθαίνει να μπαινοβγαίνει στα δωμάτια και να ζει σε σπίτι που στα ντουβάρια είναι κρεμασμένα κάδρα με «έργα τέχνης διε στραμμένων ζωγράφων», που στο μυαλό τους δεν έχουν παρά μόνο το
ΣΕΚΕΡΙΜ
95
αίμα και τους σκοτωμούς, με θύματα άλλοτε ανθρώπους και άλλοτε ζώα, τα καημένα! Εμβολιάζεται με αδιαφορία αντικρίζοντας καθη μερινά τις ανατριχιαστικές σκηνές, που ήρεμα ζώα του δάσους κατασπαράσσονται από τίγρεις και άλλα θηρία. Ώσπου με τον καιρό τα συνηθίζει και ζει μ αυτές τις εικόνες. Οι φιλενάδες ξαφνιάζονται όταν αρχίζει θαρρετά να τους τα δείχνει με περηφάνια και καμάρι. «Κοιτάξτε, κορίτσια, αυτόν το δόγη. Είναι ο άρχοντας με την κολαρίνα. Τι δαντέλες είν’ αυτές! Ελισάβετ, η μάνα σου ξεύρει να τις φτιάξει; Έτσι ντύνεται η αριστοκρατία στη Δύση. Δεν πρέπει να σκύ βουν το κεφάλι τους, γι’ αυτό τους το δένουν σφιχτά με κολαρίνες, να το κρατούν αλύγιστο. Ε ρε αρχοντιές! Μόνο που όλοι πενθούν και φορούν μαύρα ρούχα. Κανένα φονικό θα έπεσε στον τόπο τους. Μα κριά από μας!» «Αυτός δεν είναι δόγης, είναι Ισπανός ευγενής», τη διορθώνει η Σοφία. «Α! Έτσι λες, Σοφία μου; Το βάζο όμως αυτό είναι από το Πα ρίσι, ένα μέρος που βρίσκεται πολύ μακριά. Να, αυτό εδώ το μπαγιού είναι από άλλο μέρος πιο μακρινό ακόμα, τη Φράνσια». «Αχ, καημένη Ευλαμπία, η Φράνσια είναι η χώρα και το Παρίσι είναι η πρωτεύουσα. Να το μάθεις να το λες σωστά», τη διορθώνει και πάλι η Σοφία και όλες γελάνε με την αφέλεια της Ευλαμπίας. «Βρε Σοφούλα μου, δε μας φέρνεις και κανένα βιβλίο να μάθου με κι εμείς κατά πούθε πέφτουν όλες αυτές οι ονομασίες;» λέει η Ευ λαμπία ταπεινωμένη από τις αλλεπάλληλες γκάφες της. «Ωραία είναι όλα αυτά, Ευλαμπίτσα μου, και ο Αβραάμ σου εί ναι ακόμα πιο καλός νοικοκύρης. Φοβόμαστε και να τα κοιτάξουμε μην και τα σπάσουμε με το βλέμμα μας. Φτου, σκόρδα! Το μάτι σκά ει πέτρες. Τις προάλλες πέρασε από το χωριό κάποιος μάγος από το Ικόνιο. Τον θυμάστε. Διαλάλησε ο τελάλης ότι σπάζει τα κανάτια με το κοίταγμα και μαζευτήκαμε όλοι στην πλατεία να δούμε το θέα μα. Ο θαυματοποιός αράδιασε τα κανάτια στη σειρά και, αφού χό
96
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
ρεψε γύρω απ’ αυτά καμιά ώρα με το ζουρνά και τα ζάλισε, άρχισε να τα σπάει τσακ τσουκ κοιτάζοντάς τα ένα ένα. Γι’ αυτόν το λόγο κράτα τα πράγματά σου μακριά από κακό μάτι και τους μάγους», της λέει η Σοφούλα. «Από ληστή κι από ζηλιάρη φίλο να φοβάσαι», προσθέτει η Μαριγώ και ξεματιάζει σταυρώνοντας τα καλούδια του Αβραάμ, ενώ η Ευλαμπία τρέχει κούτσα κούτσα να φέρει το θυμιατό κι ένα πιάτο με νερό και λάδι για το ξεμάτιασμα. Κάτι ξέρει αυτή και φοβάται α πό το κακό μάτι! Η Ελισάβετ, πραγματικά, μυείται σ’ έναν κόσμο άγνωστο όταν βρίσκεται στη σάλα της φίλης της. Ξελογιάζεται από την ομορφιά των πινάκων που απεικονίζουν όχι μόνο τη Φράνσια και την Ιταλία αλ λά και την Κωνσταντινούπολη. Με τα μάτια γεμάτα αγάπη καθη λώνεται κοιτάζοντας τους μιναρέδες, τα σκαρφαλωμένα σπίτια στις πλαγιές των λόφων και, τι άλλο, το Βόσπορο. Τα μάτια της υγραί νονται από τη ζήλια και ο κόμπος του αναφιλητού κάθεται στο λαι μό. Σ’ ένα πολυτελές σπίτι πάνω σ’ αυτό το τουρκουάζ κύμα του Βοσπόρου ο Βασίλ’ αγάς της κοιμάται αγκαλιά με τις γυναίκες που πή ραν τη θέση της στο κρεβάτι του και τον γλυκαίνουν με τον έρωτά τους. «Πόσα κορμιά προκλητικά πέφτουν πάνω του! Θεέ μου, δεν α ντέχω!» σκέφτεται και της ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. Κάθε φορά που βρίσκεται στην ίδια θέση κλείνει τα μάτια και φέρνει μπροστά της την ίδια εικόνα. Εκείνη την εικόνα που πρωΐοαντίκρισε όταν πήγε νύφη στην Κωνσταντινούπολη. Εικόνα που κα νένας ζωγράφος δε θα μπορέσει να μεταφέρει στον καμβά, όσο με γάλος δάσκαλος κι αν είναι στην τέχνη. «Αχ, ας μπορούσαν να αλλάξουν τα πράγματα προς το καλύτερο!» μονολογεί και μένει καθηλωμένη στον καναπέ του Αβραάμ. Όμως εκτός από τις φιλενάδες της η Ελισάβετ έχει κι έναν έμπι στο υπηρέτη, τον Μαχμούτ, ο οποίος την ακολουθεί παντού σαν σκιά. Φρουρός ακοίμητος, την προστατεύει και τρέχει πάντα στο κατόπι
ΣΕΚΕΡΙΜ
97
της δυο βήματα πίσω, δείχνοντας το σεβασμό του. Είναι χαρούμε νος, πρόθυμος, δουλευτής και σέβεται πολύ τα αφεντικά του. Η Ελισάβετ, για να ξαποστάσει, κάθεται μερικές φορές στον αρ γαλειό για να υφάνει τον τάπητα που χρόνια κρέμεται ατέλειωτος σαν το κέντημα της Πηνελόπης. Ο Μαχμούτ δίπλα της παρακολουθεί και μετράει τους κόμπους που θηλιάζει. Συγκρίνει τους σταυρούς στο χαρτόνι με το σχέδιο και φωνάζει όταν διαπιστώνει λάθος: «Λάθος, εφέντιμ χανούμ, λάθος! Τρεις θηλιές κόκκινο, τέσσερις θηλιές πράσινο και δέκα μπλε». «Που να σκάσει το κακό οου, πάλι λάθος είδες;» του απαντά η Ελι σάβετ αστειευόμενη. Ενώ άλλες φορές αποκοιμιέται δίπλα στον αργαλειό νανουρι σμένος από το τακ-τουκ, τακ-τουκ. Η Ελισάβετ τον θέλει κοντά της. Έχει συνηθίσει την πολύτιμη πα ρουσία του, τον έχει ψυχοπαίδι, και όταν καθισμένος κοντά της αποκοιμιέται τον σκεπάζει στοργικά για να μην κρυώσει και του συμπεριφέρεται με μητρική αγάπη. Στην Κωνσταντινούπολη τον παίρνουν πάντα μαζί τους. Ο Μαχ μούτ γνωρίζει καλά τις κρυψώνες με το μάλαμα. Τις μέρες που οι φο βεροί ληστές του Τοπάλ Οσμάν κατέβηκαν για να ρημάξουν τα ελ ληνικά χωριά, αυτός κοιμόταν αγκαλιά με το τουφέκι και τους τρεις μαύρους λύκους έξω από την πόρτα της κυράς του μεταμορφωμένος σε κέρβερο.
Από μακριά ακούγεται αχνά η φωνή του τελάλη. Πλησιάζοντας στην πόρτα του αρχοντικού της Ελισάβετ βάζει την παλάμη του στο στό μα και φωνάζει: «Χανούμ εφέντιμ... άκουές με;» Χτυπάει την αυλόπορτα με το χοντρό μακρύ μπαστούνι και, μην παίρνοντας απάντηση, τη σπρώχνει και μπαίνει.
98
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
Ο Ριφκί, άνθρωπος ελεεινός, προδότης κάθε μυστικού και άγγε λος κακών ειδήσεων, μη βλέποντας ψυχή γύρω του, φωνάζει πιο δυ νατά με όση αντοχή τού απέμεινε ύστερα από τόσο περπάτημα. «Αύριο ο μπακιρτζής και ο γανωτής έρχονται από τη Σινασό, ε τοιμάστε τα μπακίρια σας για γάνωμα και καθάρισμα», και φτάνο ντας στην πόρτα της κουζίνας τη χτυπάει δυνατά με το ρόπαλο ε παναλαμβάνοντας το διαλάλημα πολλές φορές, μέχρι να τον ακού σουν όλοι, να τους ξεκουφάνει και να πεταχτούν έξω νευριασμένοι. Η Αϊσέ τρομάζει και πετάγεται έξω. Του κάνει νόημα να σταμα τήσει και να καθίσει στην καρέκλα κάτω από τη μουριά. «Εντάξει, Ριφκί, σ’ ακούσαμε. Μας πήρες τ’ αφτιά. Θέλεις να σου ψήσω ένα καφεδάκι; Η κυρά μου έχει δουλειά, σε λίγο θα κατέβει», λέει και τον υποδέχεται με προσποιητή ευγένεια. Σε λίγο η Ελισάβετ κατεβαίνει από τις εξωτερικές σκάλες γελώ ντας. Με αυτόν τον άνθρωπο ποτέ δεν τα βρήκε. Είναι προσεκτική, γιατί ξέρει καλά με ποιον έχει να κάνει. Τον κοιτάζει με βλέμμα ει ρωνικό προκειμένου να του κόψει τον αέρα. Αλλά ο Ριφκί δεν κα ταλαβαίνει από τέτοια. Στο αντίκρισμά της σταματάει το ρούφηγμα του καφέ, σηκώνεται όρθιος και υποκλίνεται καλημερίζοντάς την, προφέροντας ασυνάρτητες ευχές. «Καλημέρα, Ριφκί. Τι καλά νέα μάς φέρνεις; Έμαθα χθες πως στο πανηγύρι της Αγίας Μαρίνας κέρδισες ένα μανάρι και ένα ζευγάρι παπούτσια. Καιρός ήταν, καημένε Τούρκε, να βάλεις ένα ζευγάρι παπούτσια της προκοπής στα πόδια σου, που γυρνάς με ραμμένα παλιοδέρματα», του λέει κοιτάζοντας τα βρόμικα δάχτυλα των ποδιών του. Εκείνος δεν απαντά, μόνο σκύβει και κοιτάζει τα πόδια του, ε πιβεβαιώνοντας τα λεγόμενό της. «Τι έγινε, πάλι ξυπόλυτος είσαι; Μπας κι έχεις κρυμμένα στις τσέπες τα κερδισμένα παπούτσια και δεν τα φοράς για να μη φαγωθούν απ’ το δρόμο, καημένε; Άντε, και στο πανηγύρι του Αϊ-Φανούρη θέλω να σε δω, κακομοίρη, να χο ρεύεις καμαρωτός με τα καινούρια παπούτσια. Πού ξέρεις, όλο και
ΣΕΚΕΡΙΜ
99
κάτι μπορεί να φανερώσει η χάρη του και να ξαναβγείς κερδισμένος!» Η Αϊσέ τού σερβίρει ρακί και λουκούμια για να ντερλικώσει, να ευχαριστηθεί και να δώσει ευχές με την καρδιά του. Ο Ριφκί όμως, ανικανοποίητος, όπως πάντα, ζητάει και άλλες λιχουδιές. Τι να σου κάνει; Ένας Τούρκος ξελιγωμένος είναι ό,τι χειρότερο μπορείς να συναντήσεις. Θα του δώσεις την παλάμη; Θα σου πάρει το χέρι από τον ώμο. Θα του χαρίσεις λίγα γρόσια; Θα σου πάρει το βιος. «Ε, μπαγιάν εφέντιμ! Πες της δούλας σου να με τρατάρει κανένα καϊμάκι από κείνο το νόστιμο, που μόνο εσύ ξέρεις να κάνεις, και κα νένα ποτήρι νερό κρύο και κάνα ρακί ακόμα. Άναψε το στόμα μου και στέγνωσε φωνάζοντας. Εφέντιμ, ετοίμασε από σήμερα τα μπακίρια για γάνωμα. Αύριο θα σου στείλω τον Αρμένη γανωτή νωρίς το πρωί». Η Ελισάβετ κάθεται με διπλωματικότητα δίπλα στην εφημερίδα του χωριού -έτσι αποκαλούν τον τελάλη-, ενώ η Αϊσέ τρέχει να τον τρατάρει ρακί και ό,τι άλλο ζήτησε. Ο Ριφκί από τη στιγμή που πέρασε το κατώφλι της αυλής μασά ει ακατάπαυστα χωρίς να αναπνέει. Μουγκρίζει από ευχαρίστηση, σαν άγριο ζώο που κατασπαράζει τη λεία του. Ρεύεται, χαϊδεύει την κοιλάρα του, που πετάχτηκε έξω από το σαλβάρι σαν σαμπρέλα, και αποτελειώνει την πιατέλα με την τραγανιστή τροφή. Το καϊμάκι μυ ρίζει κρέμα γάλακτος και φρέσκο βούτυρο, που του ανοίγουν την ό ρεξη. Ρουφάει μερικά ποτηράκια ρακί και πίνει μια στάμνα νερό και μόλις την τυλώνει αρχίζει τις ερωτήσεις με πονηριά: «Χανούμ εφέντιμ, τι δέντρα φύτεψες στο δεκαοχτάρι;8 Όλο το χωριό μιλάει γι’ αυτό, αλλά κανείς δεν ξέρει περί τίνος πρόκειται». Η Ελισάβετ, ενοχλημένη από την περιέργειά του, απαντά σοβαρά: «Όταν θα ’ρθει η ώρα θα μάθει το χωριό τι φύτεψα». «Έλα, καλέ μπαγιάν Ελισάβετ, πες το σε μένα, ντελάλης είμαι. Όλοι με ρωτάνε κι εγώ δεν ξέρω τι ν’ απαντήσω». 8. Χωράφι 18 στρέμματα.
100
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
«Φύτεψα άσπρες μουριές, θα κάνω σηροτροφείο. Ελπίζω να τα καταφέρω, αν οι αρκούδες των Τουρκόγυφτων από τα γειτονικά χω ριά δε μου κατεβάσουν κάτω τα μούρα. Ξέρεις καλά, Ριφκί, ποιους εννοώ, τους φίλους σου τους κλέφτες, που ρημάζουν τον τόπο. Κα τάλαβες;» Ο Τούρκος ρουφιάνος, που τα τσιμπλιάρικα μισόκλειστα μάτια του είναι πλημμυρισμένα προστυχιά, πονηράδα και μίσος, ξεροκα ταπίνει και συνεχίζει τις ερωτήσεις: «Το κτίσμα που υπάρχει μέσα στο χωράφι θα το χρησιμοποιή σεις για τη σηροτροφία;» «Ναι», απαντά η Ελισάβετ κοφτά για να τελειώνει μαζί του. Εκείνος το χαβά του. Εκτοξεύει τη μια ερώτηση μετά την άλλη: «Πώς θα προλαβαίνεις, χανούμ εφέντιμ, να βγάζεις όλη τη δου λειά μόνη;» «Πώς θα είμαι μόνη; Ριφκί, χάζεψες; Θα προσλάβω εξειδικευμένο προσωπικό. Θα έρθουν και δύο γυναίκες από τα Κιουπλιά της Πρού σας με ημερομίσθιο για να κάνουμε σωστά τη δουλειά». Ο Ριφκί, που γνωρίζει καλά να κάνει το δικηγόρο του διαβόλου, κάνει μια γκριμάτσα ανησυχίας και με ιδιαίτερο θράσος και λυπη τερή φωνή λέει: «Χανούμ εφέντιμ, θα χαλάσεις πολλούς παράδες. Κι αν δεν έχεις καλή σοδειά κι ο καιρός σε πάρει σβάρνα, τι θα κάνεις με τόσες ε γκαταστάσεις;» «Σε βλέπω πολύ να χολοσκάς, Ριφκί. Υπάρχουν πάντα λύσεις. Θα φέρνω φύλλα μουριάς από την Αραβισό». «Χανούμ εφέντιμ, θα βρεις αγορά ανοιχτή για να διοχετεύσεις το εμπόρευμα;» τη ρωτάει απανωτά. «Τα κουκούλια θα τα στέλνω στη Σμύρνη. Εκεί οι φάμπρικες και οι έμποροι με παρακαλάνε από τώρα να κλείσω αποκλειστική συμ φωνία μαζί τους. Περιμένω όμως τον Βασίλ’ αγά για να πάρω τις ο ριστικές μου αποφάσεις».
ΣΕΚΕΡΙΜ
101
Ο Ριφκί επιμένει στις ερωτήσεις, τρώγοντας συγχρόνως και ε κτοξεύοντας σάλια και ολόκληρα κομμάτια μπουκιές φαγητών, μιας και του λείπουν δυο σειρές δόντια. «Ε, Ριφκί, φαφούτη, σιχαμένε», του βάζει τις φωνές η Αϊσέ, «μά ζεψε τα σάλια σου, θα μας σκοτώσεις με τη χολέρα που κουβαλάς πάνω σου, να οε πάρει και να σε σηκώσει! Ανάθεμα τη βρόμα σου!» Ο Ριφκί ξεσπάει σε χαχανητά με ορθάνοιχτο το στόμα, που βρο μάει βόθρο και ρακί. «Βρε φαφούταρε, κλείσε το στόμα σου! Θα καταπιείς καμιά μύ γα, τρομάρα σου!» του λέει η Αϊσέ με θυμό και αηδιασμένη. Μην μπορώντας να συγκροτήσει τα νεύρα της, σηκώνει την πο διά της για να κρύψει το πρόσωπό της, που έχει βραχεί από τα δά κρυα, ενώ εκείνος συνεχίζει να γελάει αδιάφορα σαν χαζός. «Γκιουζέλ Αϊσέ, πες πως σου ’δωσα ένα γλυκό φιλάκι στο μέτω πο, τόση χαρά έκανες μόλις με είδες! Για ένα τόσα δα φτυσιματάκι νεύριασες;» και ξεκαρδίζεται στα γέλια χτυπώντας τις χοντρές του πα λάμες στα γόνατα ενώ συγχρόνως τεντώνει το λαιμό προς τα πάνω και ρεύεται σαν γάιδαρος. Η Αϊσέ ξελύνει την ποδιά που φοράει στη μέση και την πετάει χαλκομανία στο κεφάλι του τελάλη για να μη βλέπει το αχώνευτο χυδαίο μούτρο του. Η Ελισάβετ θέλει να διπλωθεί στα δυο από τα γέλια, αλλά συ γκροτείται. Ο Ριφκί παραμένει με την ποδιά στο πρόσωπο ακίνητος, κεραυνοβολημένος. Δεν το περίμενε αυτό από μια Τουρκαλίτσα δου λικό σε σπίτι χριστιανής. Τραβάει την ποδιά, σκουπίζει με τα μανί κια το βρόμικο στόμα του, που έχει κουράγιο ακόμα για χωρατά, ε νώ η Αϊσέ φεύγει βρίζοντάς τον. «Χανούμ εφέντιμ, στο διπλανό χωράφι που καλλιεργείται το τζεχρί,9 δεν είναι κι αυτό δικό σας;» 9. Φυτό που χρησιμεύει για την παραγωγή πράσινης βαφής.
102
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
Η Ελισάβετ σταματάει το γέλιο και του απαντά σοβαρά: «Δικό μας είναι κι αυτό. Εσύ γιατί νοιάζεσαι;». «Χανοΰμ Ελισάβετ, καλά λεφτά παίρνετε. Το τσεχρί πουλιέται πολύ καλά». «Το καλλιεργούμε για τις ανάγκες του νοικοκυριού μας και ό,τι περισσεύει το πουλάμε στην Πόλη. Και τώρα κοίτα, ό,τι είπαμε να το μάθουν όλοι. Τρέξε διαλάλησέ το! Ριφκί, κράτα κλειστό το στό μα σου με βουλοκέρι. Μείναμε σύμφωνοι;» Τελειώνοντας σηκώνει τα αριστερό της χέρι και σφίγγει με ση μασία τον κοκαλιάρικο ώμο του, μαζί με τα γλιτσιασμένα ρούχα του, και νιώθει τη γέρικη γλοιώδη σάρκα του στα δάχτυλά της. «Συνεννοηθήκαμε, φιλαράκο;» του λέει τονίζοντας τις λέξεις. «Πρόσεξε μη με φέρεις ποτέ σε δύσκολη θέση. Κατάλαβες τι εννοώ. Φύγε τώρα, έχω δουλειά». Τα καμώματα του Ριφκί είναι γνωστά. Σε λίγο, μόλις περάσει το κατώχρλι της πέτρινης θολωτής αυλόπορτας, σαν καλός ρουφιάνος που είναι, θα διαλαλήοει σε όλο το χωριό -ακόμα και στα γύρω χω ριά από το Μαυριτοό, την Καβασό, το Νέβσεχιρ, την Ανακού, την Αραβισό, τη Δίλα, τη Μαλακοπή, μέχρι και το Καγιάμπασι- τα νέα της Ελισάβετ για να μαθευτεί το μαντάτο. Πριν φύγει κάνει νόημα στην Αϊσέ, που κάθεται στον καναπέ της κουζίνας και παίζει με το γερμανικό τσοπανόσκυλο, να του δώσει κι έναν κόκορα, να τον κάνει σούπα να χορτάσει η κοιλιά του. «Αϊσέ, κο κο κο», κάνει και βάζει το ένα χέρι στο κεφάλι και το άλλο χέρι στον πισινό του παριστάνοντας τον κόκορα με λειρί και ου ρά, ενώ ανασηκώνει τα πόδια εναλλάξ. Ο Ριφκί φεύγει ευχαριστημένος από τις πληροφορίες που πήρε κρατώντας από τη μια τη μέση του, που πονάει, κι από την άλλη τον κόκορα, που κακαρίζει δυσαρεστημένος από την μπόχα του. Κά νουν μια γονατιστή υπόκλιση αυτός, ο κόκορας και το στομάχι του μέχρι τη γη, βάζει το δεξί χέρι στο κεφάλι, στο στόμα και στην καρ-
ΣΕΚΕΡΙΜ
103
διά και εύχεται καλά νέα από την Πόλη, ζητώντας να τον συγχωρή σουν αν έκανε κανένα κακό. Η Ελισάβετ παρακολουθεί το χαμένο του βήμα και τα παραπατήματά του. Είναι γέρος κουρασμένος με γλώσσα ροδάνι και μυαλό ξυράφι. Πριν βγει στο δρόμο φωνάζει στην Ελισάβετ: «Χανουμ εφέντιμ, θα σου φέρω εφημερίδες και περιοδικά, τα έ λαβα χθες από τη Σμύρνη, είσαι γραμματισμένη και θα μας δώσεις πολλά νέα μόλις τα διαβάσεις». Βγάζει το παλιό φθαρμένο φέσι του, χαιρετάει και στρίβει τη γωνιά χτυπώντας τη βαριά ξύλινη πόρτα πίσω του, που τρίζει άγρια, σαν να θέλει να πέσει πάνω του να τον λιώσει σαν σκουλήκι. Η Αϊσέ αμέσως μετά ετοιμάζει τα άλογα για να πάνε με την κυρά της να ψωνίσουν. Τοποθετεί στις σέλες τα πολύχρωμα χράμια και ύ στερα κυρά και δούλα καλύπτουν το πρόσωπό τους, η πρώτη με το γιασμάκι και η άλλη με τη μαντίλα, καβαλάνε τα άλογα σχολιάζο ντας τα πρωινά γεγονότα και ξεκινούν για τα ψώνια στην αγορά. Η μέρα περνάει γρήγορα και ευχάριστα χωρίς απρόοπτα. Και τι δεν κουβάλησαν! Από μαστίχα και μαχλέπι για τα τοουρέκια μέχρι ροδόνερο για την περιποίηση του προσώπου, δαφνόλαδο και λάδι από δεντρολίβανο για τα μαλλιά, αιθέρια έλαια για το μασάζ, πα στουρμά, χαλβάδες ζάχαρη, μπαχαρικά, κόσκινα, λαγήνια, υφά σματα και κλωστές, σπάγκο και τενεκεδένια δοχεία για να τα κρε μάσουν οι εργάτες στο λαιμό όταν μαζεύουν το πολύτιμο δάκρυ της παπαρούνας, πετρέλαιο, σφαίρες, μπαρούτι και διάφορα άλλα μι κροπράγματα.
Ο ΚΕΜΑΛ ΞΕΠΕΡΑΣΕ ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΟΥ
όπου έχει εγκαταστήσει το στρατηγείο τον ο Μονσταψά Κεμάλ απειλεί το σουλτάνο με «ρονά ματ», κυνηγώντας τον διαρκώς πάνω στη σκιακέρα της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Στέλνει πράκτορες στις χώρες της Εγγύς Ανατολής και τηςβόρειας Αφρικής, με σκοπό τη διάδοση των ιδεών του. Δημιουργεί ανατρεπτικές οργανώσεις στις αραβικέςχώρες, κυρίως στο Ιράκ και στη Συρία. Από τον αραβικό κόσμο περιμένει υποστήριξη και σε αντάλλαγμα υπόσχε ται πολλά προνόμια και συνεργασία. Υπογράφει μυστική συμφωνία με τον ε μίρη Φεϊζάλ, στην οποία προβλέπεται γενική εξέγερση των μουσουλμανικών πληθυσμών στις περιοχές που κατέχονται από Συμμάχους. Το αποτέλεσμα δεν αργεί να φανεί. Στις Ινδίες ξεσπούν επεισόδια υπέρ της ακεραιότητας των τουρκικών εδαφών. Οι Άγγλοι αποικιοκράτες δυσφορούν. Σο βαρά επεισόδια αντιμετωπίζουν οι Γάλλοι στη Συρία. Το Παρίσι δε βλέπει τις εξεγέρσεις με καλό μάτι. Ο μουσουλμανικός κόσμος συμφιλιώνεται προκειμένου να αντιμετωπίσει τον κοινό εχθρό. Οι σφοδρές συγκρούσεις μεταξύ τους, που υποκινούσαν οι Σύμ μαχοι προκειμένου να τους κρατήσουν διαιρεμένους, σταματούν. Ο μπολσεβικισμός διεισδύει στη μουσουλμανική Ασία και οι ιδέες του ταυτίζονται απειλη τικά με το κεμαλικό κίνημα. Οι Σύμμαχοι πρέπει να αλλάξουν τακτική. Επιβάλλεται να συμφιλιωθούν με την Τουρκία και να τη χρησιμοποιήσουν σαν τείχος απροσπέλαστο σ αυτή την απειλή. Πρώτη αρχίζει η Γαλλία με σύσφιξη των διπλωματικών σχέσεων, τείνοντας
Α π ο ΤΗ ΣΕΒΑΣΤΕΙΑ,
ΣΕΚΕΡΙΜ
105
το χέρι της γενναιόδωρα για συμφιλίωση. Η Μεγάλη Βρετανία προς το τιαρόν χτίζει ανέμελη την αυτοκρατορία της, που απλώνεται από την Αίγυπτο μέχρι τον Καύκασο και τις Ινδίες. Τα φιρμάνια διαδέχονται το ένα το άλλο, ζωγραφισμένα με μεγάλες υπο γραφές, που σημαίνουν πολιτικές αλλαγές σε όλη την αυτοκρατορία. Ήδη τα σημάδια της αλλαγής αρχίζουν να διαγράφονται, και μάλιστα έντονα. Ο κόσμος συζητάει ψιθυριστά και κανείς δε θέλει να καταλάβει τι προαναγγέλλουν τα μηνύματα της εποχής. Η απώλεια των εδαφών είχε επακόλουθο την προσφυγιά. Στίφη Τούρκων συρρέουν στην Κωνσταντινούπολη. Περίπου πεντακόσιεςχιλιάδες άνθρωποι ζη τούν εργασία, στέγη, τροφή και πάνω an όλα να ενσωματωθούν με τους γηγε νείς, που δεν τους καλοδέχονται. Ο σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίντ παίρνει τη γενναία απόφαση να αλλάξει το πρόσωπο της αυτοκρατορίας και να βγάλει προς τα έξω μια Τουρκία με όσο γί νεται περισσότερο μορφωμένους πολίτες. Για το λόγο αυτό ανεβάζει σημαντικά το μορφωτικό επίπεδο της οθωμανικής κοινωνίας. Χτίζει σχολεία, από τα οποία ξεπηδησαν άντρες γοητευμένοι από τα ευρωπαϊκά φιλελεύθερα πολιτικά πρό τυπα και ιδέες, που αργότερα θέλησαν να τις εφαρμόσουν και στην αυτοκρατο ρία δημιουργώντας το κίνημα των Νεότουρκων «Ένωση και Πρόοδος». Ο μονάρχες δίνει προνόμια στις μειονότητες και αφήνει ελεύθερες τις θρη σκείες. Η ιστορία της χώρας αλλάζει μπαίνοντας σε μια καινούρια περίοδο πο λιτικής ορχήστρας με πολλούς πρωταγωνιστές, που επικράτησαν χάρις στην ε γκληματική πολιτική που ακολούθησαν. Αναρίθμητοι κλέφτες, ληστές, εκβια στές ξεπροβάλλουν και οι εκτός νόμου κυβερνούν τα σχεδόν ακυβέρνητα χαλι φάτα. Στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ των Ελλήνων είναι πολλοί που υποστηρί ζουν το σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίντ και άλλοι που αντιτάσσονται στη δεσποτεία του και κατατάσσονται σε μυστικές εταιρείες με σκοπό την ανατροπή του. Στε νά συνδεδεμένοι με τους φιλελεύθερους μεταρρυθμιστές είναι εκδότες εγκατε στημένοι στο εξωτερικό, αρθρογράφοι επαρχιακού Τύπου και μέλη της οργά νωσης «Ένωση και Πρόοδος», που προέρχονται από τη μικροαστική τάξη στην
106
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
ηλειοψηφία τους και στόχος τους είναι να δημιουργήσουν ένα σύγχρονο κράτος θεμελιωμένο στη λαϊκή ψήφο, αρπάζοντας μια για πάντα την εξουσία από τα χέρια της διεφθαρμένης αριστοκρατίας. Ο Κεμάλ, εγκατεστημένος στο στρατηγείο του στην Ανατολία, διοργανώνει τα συνέδρια των επαναστατικών ομάδων των Νεότουρκων στις ευρωπαϊκές πρω τεύουσες, αναλύει τα αποτελέσματα και κατευθύνει τις εργασίες των συναγωνι στών του εκτός και εντός της χώρας.
Μ ια νύχτα στο παλάτι
Σ τ η ν ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΛΕΥΡΑ του Βοσπόρου επικρατεί μια ατμόσφαιρα
τελείως διαφορετική από οπουδήποτε άλλου. Η αστική τάξη ζει δια σκεδάζοντας και καταναλώνοντας υλικά αγαθά. Η Σεκερίμ παρέα με τις λυγερές σουλτάνες χαίρονται την ηλιόλουστη μέρα. Κάνουν περί πατο στο δροσερό γρασίδι ή απολαμβάνουν το αεράκι του Βοσπόρου καθισμένες σε χρυσές πολυθρόνες κάτω από τέντες από γυαλιστερό μετάξι και βελούδο, που έχουν στηθεί για χάρη τους στους κήπους του παλατιού. Το ελαφρύ βοριαδάκι κάνει τα χρυσά κρόσσια να κυματί ζουν μελωδικά. Οι νεαρές καλλονές του χαρεμιού ρίχνουν τα χαρτιά, παίζουν σκάκι και συζητούν. Οι πιο ηλικιωμένες σουλτάνες, ξαπλω μένες αναπαυτικά στα περσικά κιλίμια, που έχουν απλωθεί κάτω α πό τα πυκνά φυλλώματα των δέντρων, καπνίζουν ναργιλέδες με όπιο και μυρωδάτο μήλο τραγουδώντας λυπητερά τραγούδια. Συνομιλούν με χάρη, έχοντας κρυμμένα τα πορσελάνινα πρόσωπά τους κάτω α πό πέπλα μεγάλης αξίας και απαράμιλλης ομορφιάς. Οι κοινοί θνητοί αφήνουν τη δουλειά τους και τρέχουν μήπως και μπορέσουν να αντικρίσουν από μακριά, κρεμασμένοι πίσω από τα λευκά δαντελωτά κάγκελα, τις θεές της ομορφιάς που μοιράζονται το ιερό κρεβάτι του πατισάχ. Μια ορχήστρα κρυμμένη παίζει και μαγεύει τον αέρα. Οι όμορφες παλλακίδες χορεύουν δύο δύο με χάρη και σκέρτσα. Έρχεται και η σειρά της Σεκερίμ. Χορεύει ήρεμα με κινή σεις μεθυστικές, σκεπασμένη με αραχνοΰφαντο πέπλο, λικνίζεται α γκαλιάζοντας τον άνεμο, ενώ η ματιά της κόβει σαν μαχαίρι την α
108
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
πόσταση που τη χωρίζει από το παράθυρο του αγαπημένου της. Εί ναι σίγουρη ότι το βλέμμα του τη χαϊδεύει. Χορεύει για εκείνον που αγαπάει!
Ο καιρός κυλάει όπως το νερό στο ποτάμι και δε γυρνάει πίσω. Το πνεύμα του Οσμάν περιπλανιέται από όνειρο σε όνειρο παρακινώ ντας τους πιστούς του σε επαγρύπνηση. Τη μέρα οι άνθρωποι προ χωρούν στα σοκάκια με σκυμμένα κεφάλια προσπαθώντας να δια βάσουν την τύχη τους στα χαμένα βήματά τους, και τις νύχτες σβή νουν τα φώτα στα κονάκια και στα σπίτια για να κρύβουν την ύπαρξή τους. Μόνο οι ξένες πρεσβείες, αντιπροσωπείες και κατοικίες πα ραμένουν φωταγωγημένες και λαμπερές. Μερικές φορές ο σουλτάνος κλείνει τα ντοσιέ με τα προβλήματα και αναζητά τη συντροφιά της αγαπημένης του Σεκερίμ για να ηρε μήσει ακούγοντας τη γλυκιά φωνή της. «Μίλησέ μου, Σεκερίμ, τραγοΰδησέ μου, ξεκούρασε το μυαλό μου. Πες μου για τη ζωή στα Ποτάμια. Είναι καλά η κόρη σου;» Η Σεκερίμ κρατάει στα χέρια της μια πορσελάνινη κανάτα με ροδόνερο και πλένει τα χέρια του αγαπημένου της. «Πατισάχ μου, στα Ποτάμια τρέχουν τα ευλογημένα νερά που κατεβαίνουν από τα σπλάχνα των άγριων βουνών της απέραντης χώ ρας που κυβερνάς, για να ημερέψουν τη γη και να την κάνουν να βλαστήσει, να δώσει καρπούς. Από το άγριο γεννιέται το ήμερο. Από το φόβο γεννιέται η δύναμη και το θάρρος, Από το μίσος η αγάπη», λέ ει τσαχπίνικα η Σεκερίμ, ρίχνει άφθονο ροδόνερο στα αυτοκρατορικά χέρια, τα παραδομένα στα δικά της και συνεχίζει: «Ο καιρός για μένα στο χωριό περνάει ανούσια. Ζω μακριά σου παρέα με τη μοναξιά, που παιδεύει την καρδιά μου και τρέμω από την αγωνία μή πως γυρνώνυας στην Πόλη δε βρω τη φλόγα της αγάπης σου να α νάβει για μένα».
ΣΕΚΕΡΙΜ
109
«Αχ, γκιουζέλ Σεκερίμ, ποτέ δε θα καταλάβεις τι αξίζεις για μέ να!» της απαντά με βαθΰ αναστεναγμό. «Η εξοχή χαϊδεύει κάθε άνθρωπο και τον ξεκουράζει, ξεκαθαρί ζει το μυαλό από τις έγνοιες και τον ανανεώνει. Τα ποτάμια που τρέ χουν από το χωριό μας είναι πηγή ενέργειας, ένα εργαστήρι που δουλεύει ακατάπαυστα και δίνει καταφύγιο σε εκατομμύρια απο δημητικά πουλιά». Ο πατισάχ παρατηρεί τα χέρια της που κινού νται σαν να παίζει μουσική πάνω στα δικά του και την παρακολου θεί χαμογελαστός. «Η κόρη μου και το ασκέρι της κατεβαίνουν στα ποτάμια συχνά και στα καθαρά νερά τους κάνουν τη μεγάλη λάτρα του σπιτιού. Εγώ δεν ασχολούμαι με παρόμοιες εργασίες, γιατί τα χέ ρια μου τα διατηρώ σε καλή κατάσταση για να υπηρετούν εσένα, τον αφέντη μου, τον αρχηγό της οθωμανικής αυτοκρατορίας που με τιμά με την εμπιστοσύνη, που γενιές τώρα το προνόμιο αυτό ακουμπάει στις υπερήφανες πλάτες των γυναικών της οικογένειάς μου σαν βαριά κληρονομιά». Ο σουλτάνος τής πιάνει τα χέρια και τα σφίγγει. «Αυτά τα χέρια θέλω να προλάβω να τα χρυσώσω», της λέει δακρυσμένος. «Σουλτάνιμ, δε χρειάζεται. Μου φτάνει να μ αγαπάς». «Σ’ αγαπώ ολόκληρη, σ' αγαπώ για δέκα ζωές», της απαντά και σκίζει τραβώντας βίαια τη γαλάζια δαντελένια μαντίλα που σκεπά ζει το κεφάλι της. Η Σεκερίμ, μεθυσμένη από το πάθος του έρωτα, κρύβει τα δακρυσμένα μάτια της με τα χέρια και τραγουδάει: Ποτέ να μη με βγάλεις ατιό τη σκέψη σου και κράτα με μαζί με τα όνειρά σου, μηνύματα να στέλνεις και φιλήματα τα βράδια τα σκληρά, τα άπονα, που θα μαι μακριά σου.
110
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
Το μαγικό της τραγούδι ξεκλειδώνει τον πόνο που κρύβει μέσα του ο αφέντης της και της μιλάει για τα δύσκολα χρόνια που πέρα σαν και για τα χειρότερα που έρχονται. Εκείνη, σοφή και στοργική, τον κλειδώνει στο πιο βαθύ μπαούλο της καρδιάς της και τον στοι βάζει στα σκοτεινά μπουντρούμια του παρελθόντος. Ενδιαφέρεται μόνο για τη στιγμή που ζει μαζί του. Αργότερα η χρυσή κλωστή πε ρασμένη στη βελόνα της θα διηγηθεί την παραμυθένια ζωή που έζησε στην αγκαλιά του. «Σουλτάνιμ», του ψιθυρίζει κλαίγοντας, κουλουριασμένη δίπλα του, αν ποτέ φύγεις, πάρε με μαζί σου». Ο πατισάχ αφήνει ευτυχισμένος τα μάτια του να περιπλανηθούν στο πρόσωπό της και με βαριά ανάσα την παρακαλεί: «Σεκερίμ, ζήτησέ το μου. Θέλω να το ακούσω πάλι. Το έχω ανά γκη να ξέρω ότι μ αγαπάς». «Παντοδύναμε, κράτα με κοντά σου!» του λέει και ακουμπισμέ νη στο στήθος του δέχεται τα τρυφερά του χάδια. «Αγαπημένε μου, ποιος θα προστατέψει τον καρπό της αγάπης μας; Το γιο μας;» τον ρωτάει γεμάτη αγωνία και η καρδιά της χοροπηδάει στο στήθος της. «Είναι σε χέρια ασφαλή. Το ξέρεις!» της απαντά κοφτά, χωρίς πε ριθώρια για περαιτέρω συζήτηση πάνω στο καυτό θέμα. «Είμαι η μάνα του παιδιού σου. Έχω δικαίωμα να βλέπω το μοναχογιό μου, να τον σφίγγω στην αγκαλιά μου, να μυρίζω το άρωμα του κορμιού του, να νιώθω το άγγιγμά του». «Λατρευτή μου Σεκερίμ, θα γίνει κι αυτό όταν εξασφαλιστεί ή ζωή του. Έχεις τη δική μου αγάπη. Αυτή δεν αξίζει όσο δέκα γιοι;» «Σουλτάνιμ, νομίζω πως ποτέ δεν ένιωσες το μητρικό μου πόθο v ακούσω από το στόμα του παιδιού μας τη λέξη μάνα». «Όμορφη ξελογιάστρα, μου μιλάς για μητρικό πόθο; Ο έρωτάς μου, η φλόγα της καρδιάς μου δε σου φτάνει; Ξέχασε το γιο σου. Τον προστατεύω, μείνε ήσυχη. Θα συναντηθούμε και οι τρεις όταν έρθει η κατάλληλη ώρα».
ΣΕΚΕΡΙΜ
111
«Πότε; Πότε θα έρθει η ευλογημένη στιγμή, η ευτυχισμένη μέρα;» «Δεν είναι πολύ μακριά, πλησιάζει. Έλα, γίνε ένα μαζί μου. Ευ τυχισμένη στιγμή είναι αυτή η στιγμή που βρισκόμαστε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και αγαπιόμαστε παρ’ όλες τις τρομερές διαφο ρές που μας χωρίζουν. Λύτρωσε το κορμί μου από τις μαρτυρικές σκέψεις και στείλε με ακόμα μια φορά στον παράδεισο. Τα τσακά λια έξω από το παλάτι περιμένουν να με κατασπαράξουν». Η Σεκερίμ αδυνατεί να δεχτεί την απομόνωση από το παιδί της. Εξακολουθεί να τον ρωτάει και να επιστρέφει στο θέμα που την α πασχολεί. «Ο γιος μας είναι καλά; Τον βλέπεις; Του μιλάς για μένα;» Αποτραβιέται από τα χέρια του και αρχίζει να πηγαίνει πέρα δώθε, δεν τη χωράει το δωμάτιο. «Σουλτάνε μου, ευτυχία της ζωής μου, θα τρε λαθώ! Θέλω το παιδί μου!» Ο πατισάχ σηκώνεται από το κρεβάτι και την αρπάζει με τα δυ νατά του χέρια. «Δε σου αρκεί ο σουλτάνος μόνο; Εγώ είμαι τρελός για σένα, μι κρή μου άνοιξη. Κάθε βράδυ, κάθε στιγμή, θέλω να νιώθω ότι κυ κλοφορείς και υπάρχεις στους χώρους όπου αναπνέω, ότι ακουμπάς τα ίδια αντικείμενα με μένα και μοιράζεσαι τον πόνο και τη χαρά μου», της λέει ταρακουνώντας την. Η Σεκερίμ ανατριχιάζει ακοΰγοντας τα λόγια του. Ο αγαπημένος της είναι πολύ πιο δυνατός από κάθε άλλο πρόγονό του. Με τον και ρό θα ρυθμίσει το θέμα του παιδιού της. Πρέπει πρώτα να ξεπεράσει τα εμπόδια και τα προβλήματα της χώρας του, και για τα υπό λοιπα έχει ο Θεός! «Σεκερίμ, εσυ και μόνο φτάνεις για να γεμίσεις τη ζωή μου ευτυ χία!» της λέει ενώ τη φιλάει άπληστα σε ολόκληρο το κορμί. Η Σεκερίμ περνάει τα χείλη της με τρυφερότητα και αγάπη στο γερασμένο του κορμί, που η λαχτάρα να την κάνει δική του το με ταμορφώνει σε ατίθασο ταύρο λυσσασμένο για ηδονή. Το ερωτικό
112
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
τους παιχνίδι δεν έχει τέλος. Ο τρόπος που του δίνεται μοναδικός. Του επιτίθεται με λαίμαργη ηδονή, τον ορίζει απόλυτα. Του χαϊ δεύει τα ευαίσθητα σημεία του κορμιού του διεγείροντάς τα κατ’ ε πανάληψη. Το σώμα της στα χέρια του γίνεται άλλοτε ευπλαστο ζυμαράκι και άλλοτε εύθραυστη πολύτιμη πορσελάνη, που φοβάται να την ακουμπήσει μήπως τη σπάσει. Τη λαχταράει, ρουφάει τη ζά χαρη των χειλιών της. Και μετά τον έρωτα αφήνεται στη στοργική της περιποίηση, που τον κάνει να ξεχνάει την απειλή που παραμο νεύει έξω από το σαράι. Η αγάπη περνάει από τα κορμιά, τα ηρε μεί και απαλύνει το βάρος της σκέψης. Εκείνη ζυγίζει και μετράει τις κουβέντες που ανταλλάσσουν. Αναλύει κάθε λέξη και διαπιστώ νει ότι υπάρχει το ενδεχόμενο να τον χάσει. Θα τον απομακρύνουν από το θρόνο; Θα τον κλείσουν στη φυλακή; Ό ,τι κι αν γίνει, θα πά ει μαζί του. Αποκοιμιέται στην κουρασμένη αγκαλιά του.
Την άλλη μέρα το πρωί φεύγει νωρίς από το παλάτι για να συνα ντήσει τον ξάδερφό της Πρόδρομο Νάκη. Ο γαμπρός της την πλη ροφόρησε πως ο Πρόδρομος βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη για να συνομιλήσει με τους συλλόγους και τις αδελφότητες, να πάρει ε ντολές και ντιρεκτίβες, να κάνει όσο το δυνατόν περισσότερες επα φές με πολιτικούς φιλελεύθερους και ενωτικούς, παλιούς του φίλους. Η Σεκερίμ αγαπάει τον Πρόδρομο και τον εμπιστεύεται. Εκείνος θα την πληροφορήσει για τις πολιτικές αλλαγές και τις προθέσεις τών ενωτικών. Πρώτα περνάει από το γραφείο του γαμπρού της. Τον βρίσκει α πασχολημένο να συνομιλεί με ξένους πράκτορες. Η κουβέντα φαί νεται σοβαρή και δε θέλει να τη διακόψει. Περιμένοντας στο δι πλανό δωμάτιο, βλέπει τον ξάδερφό της να διασχίζει το διάδρομο. Τρέχει κοντά του, τον φιλάει δακρυσμένη και πάνε στη διπλανή κά μαρα.
ΣΕΚΕΡΙΜ
113
«Πρόδρομε, εσένα ζητάω. Ο Βασίλ’ αγάς ώρα τώρα συζητάει με ξένους. Δεν τον είδα ακόμα. Πες μου, σε παρακαλώ, τι νέα έχομε; Πολιτικά εννοώ». «Σεκερίμ, άκουσέ με, τα πράγματα δεν πάνε καλά. Οι λαϊκές μά ζες είναι ξεσηκωμένες. Ανά πάσα στιγμή μπορεί να ξεσπάσει η ε πανάσταση που φοβόμαστε, γιατί έχει ήδη προηγηθεί στα μυαλά των ανθρώπων». «Ξάδερφε, όταν μιλάς για επανάσταση εννοείς ότι θα διώξουν το σουλτάνο;» «Από όσα είπε ο Μουσταφά Κεμάλ στην Ανατολία, θα κρατήσουν το θεσμό σαν ενωτικό στοιχείο για το έθνος. Δε διευκρίνισε όμως αν αυτός θα είναι ο Αμπντούλ Χαμίντ ή κάποιος άλλος. Είναι σίγου ρο ότι θα τον κρατήσει απομονωμένο μακριά, για να μην επισκιά σει τη δόξα του». «Πρόδρομε, είναι δυνατόν να τον αντικαταστήσουν; Εσύ συνα ντιέσαι με προσωπικότητες, έρχεσαι σε επαφή με τους Ελληνοοθωμανούς βουλευτές. Προσπάθησε να μάθεις ποια άτομα είναι πίσω α πό αυτή τη συνωμοσία. Και αν βρεθείς με τους αντιπάλους του, προ σπάθησε να τους πείσεις να στηρίξουν το σουλτάνο μου, γιατί...» Ξεσπάει σε κλάματα. «Σεκερίμ, ξέρω τι θα κάνω. Να είσαι σίγουρη ότι το κακό δε θα αρχίσει από την Κωνσταντινούπολη. Η επανάσταση ξεκίνησε κιόλας στα βόρεια και ανατολικά της χώρας και ανεξέλεγκτη κατεβαίνει στην κεντρική Ανατολία, δηλαδή στα μέρη μας. ΙΥ αυτόν το λόγο βρίσκομαι εδώ, για να πάρω εντολές πώς πρέπει να χειριστούμε το θέμα και πώς θα προστατέψουμε τις οικογένειες και τις περιουσίες μας». Ο Πρόδρομος καταλαβαίνει τις αγωνίες της ξαδέρφης του. Από χρόνια τώρα έχει πληροφορηθεί από ανθρώπους τους παλατιού για τη σχέση της με το σουλτάνο. Κρατάει το στόμα του κλειστό, για τί οε τέτοια λεπτά θέματα δεν έχει λόγο να ανακατεύεται. Βάζει το χαρτοφύλακα στο γραφείο και πιάνει τα χέρια της κοιτάζοντάς την
114
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
κατάματα. Η ομορφιά της τον καθηλώνει. «Βρε ξαδέρφη, είσαι πραγ ματική καλλονή! Ο χρόνος δε σε άγγιξε καθόλου!» της λέει σαν να διαπιστώνει μόλις την ομορφιά της. «Έλα, πάμε να δούμε μαζί το γα μπρό σου και αγαπητό μου ξάδερφο». Σηκώνονται αγκαλιασμένοι προχωρώντας προς τη διπλανή πόρτα. Ο Βασίλ’ αγάς ξαφνιάζεται που τους βλέπει μαζί. «Μάνα, συμβαίνει τίποτα που δε γνωρίζω; Πρόδρομε, καλώς ό ρισες! Με συγχωρείς που με βλέπεις ταραγμένο. Ανησυχώ για τη μά να». «Καλημέρα, ξάδερφε. Η Σεκερίμ έψαχνε εμένα και τελικά συ ναντηθήκαμε χωρίς ραντεβού και τα είπαμε λιγάκι». Ο Βασίλ’ αγάς παραγγέλνει καφέδες και σιμίτια, σφραγίζουν την πόρτα και ανταλλάσσουν απόψεις και σχέδια. Ο Πρόδρομος προτείνει στον ξάδερφό του να παραστεί το βρά δυ στις συσκέψεις με τα προεδρεία των συλλόγων. Η Σεκερίμ ξαναβρίσκει την αισιοδοξία της. Το οικείο περιβάλ λον και οι δυνατοί άντρες της οικογένειας που έχει δίπλα της της δί νουν θάρρος και η καρδιά της γίνεται πιο ανάλαφρη. Επιστρέφει στο σπίτι και δουλεύει στο ατελιέ τις παραγγελίες του παλατιού. Το μυαλό της όμως είναι αγκυλωμένο στον ξάδερφό της και στη γυναίκα του, που τόσο πολύ διαφέρουν. Ο Πρόδρομος Νάκης είναι πολύ αγαπητός συγγενής της. Μαζί του συγγενεύουν διπλά, και από τη δική της γενιά'και από του Βασίλ’ αγά. Φιλόπατρις, με διπλωματική ικανότητα, χαίρει βαθιάς ε κτίμησης και σεβασμού από όλους. Γιος εύπορης οικογένειας, φοί τησε στην ιερατική σχολή της Καππαδοκίας και με το πτυχίο του δι δασκάλου ανέπτυξε μεγάλη κοινωνική, πολιτιστική και πολιτική δρά ση. Σε νεαρά ηλικία εξελε'γη δημογέροντας και απέκτησε μεγάλη πολιτική δύναμη. Συνετέλεσε στην ίδρυση σχολείων σε ολόκληρη την περιοχή της Καππαδοκίας και με τη βοήθεια δωρητών ανέγειρε λαμπρό διδακτήριο κοντά στην ιερατική σχολή καθώς και δύο
ΣΕΚΕΡΙΜ
115
ορφανοτροφεία, ένα για αγόρια και ένα για κορίτσια. Είναι πα ντρεμένος με τη Μακρίνα. Οι δικοί της τη φωνάζουν Άμια. Είναι μια απλή καλοσυνάτη γυναίκα, κουβαρντού και ιδιαίτερα καλοφαγού. Η Άμια δεν ξέρει γράμματα. Ξέρει όμως να σωπαίνει μπροστά στο σοφό άντρα της, να εκτελεί τις διαταγές του και να προλαβαίνει τις επιθυμίες του. Ο Πρόδρομος τη λατρεύει. Την προστατεύει και δια σκεδάζει με τις αλλεπάλληλες γκάφες που κάνει καθημερινά. Απέ κτησαν τρία παιδιά, από τα οποία το μεγάλο ονομάζεται Γιώργος και εργάζεται σε κυβερνητική θέση στην Κωνσταντινούπολη. «Τελικά πρέπει να είναι τυχερός ο ξάδερφός μου που σέρνει τη γυναίκα του από τη μύτη. Τι κατάφερε ο δικός μου γαμπρός που έ χει γυναίκα δυναμική και επαναστάτρια; Το γινάτι της κόρης μου δεν περιγράφεται! Τι αγάπη είναι αυτή για το χωριό; Με τους ληστές και τους κινδύνους; Ποτέ δεν την κατάλαβα. Χμ, η Ελισάβετ μόνο έ να πράγμα αγαπάει: τους παράδες και το χρυσάφι, που κάθεται πά νω τους και τα κλωσάει. Καλή της ώρα!» Ο μουεζίνης ξεκινάει τη μεσημεριανή προσευχή. Ο Αχμέτ ξε πουπουλιάζει μια γαλοπούλα, η Εμεριέ προετοιμάζει τη γέμιση και οι άλλες δυο υπηρέτριες πλένουν τις σαλάτες και τα ζαρζαβατικά, ε νώ το γουρουνόπουλο που ψήνεται τέρπει τα ρουθούνια και ανοίγει την όρεξη. Το βράδυ ο Πρόδρομος και ο Βασίλ’ αγάς, μετά τη συ νάντηση με τους τοπικούς συλλόγους, θα φέρουν έναν Τούρκο αξιωματούχο να φάνε, να μιλήσουν για τον πολιτικό αναβρασμό και να τον συμβουλευτούν.
Το Ντολμαμτιαχισέ αλλάζει αχρέντη
Ο ΝIΚΟΛΑΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ, ο άντρας της Σοφίας, καταφθάνει πρωί πρωί λαχανιασμένος στο γραφείο του Βασίλ’ αγά. «Τι νέα, ξάδερφε;» τον ρωτάει μόλις τον βλέπει στην πόρτα. «Είμαστε αποκλεισμένοι. Τρεις φορές μου ζήτησαν την ταυτό τητά μου οι Τούρκοι στρατιώτες για να με αφήσου ν να περάσω. Έχουν κάνει μπλόκο σε όλα τα σοκάκια του Πέραν. Έξω από κάθε πρεσβεία και ξένη αντιπροσωπεία υπάρχουν δεκάδες οπλισμένοι φρουροί και δεν επιτρέπουν την είσοδο σε κανέναν. Κάτι πρόκειται να συμβεί το προσεχές εικοσιτετράωρο, δεν τη γλιτώνουμε. Τα πράγ ματα είναι κρίσιμα!» «Από χθες ακούω πυροβολισμούς και οι στρατιώτες τρέχουν σαν μανιασμένοι. Παραβιάζουν σπίτια, γραφεία, εργαστήρια, κάνοντας εξονυχιστική έρευνα σε ανθρώπους και κτίρια. Εμείς με τα παιδιά δεν το κουνήσαμε όλο το βράδυ από δω, για να μην κινήσουμε υπο ψίες», απαντά ο Βασίλης. «Νομίζω ότι οι Νεότουρκοι ετοιμάζουν να καθαιρέσουν το σουλτάνο μας». «Κρίμα! Ο Αμπντούλ Χαμίντ κατόρθωσε το ακατόρθωτο, δηλα δή να διαφυλάξει τριάντα τρία χρόνια την αυτοκρατορία από τις δυ νάμεις που ήθελαν να τη διαμελίσουν. Δε νομίζω ότι άλλος από την αυτοκρατορική οικογένεια θα μπορούσε να το πετύχει. Τους βλέπω όλους λιγόψυχους και στενόκαρδους. Αν γίνει αυτό, θα είναι μεγάλο λάθος». Ο Βασίλ' αγάς σκέφτεται τα λόγια του Νικόλα.
ΣΕΚΕΡΙΜ
117
«Κανέναν δε θα ωφελήσει αυτή η αλλαγή, παρά μόνο τις δυνά μεις που θέλουν να έχουν το νέο σουλτάνο υποχείριό τους. Ψέματα;» Ενώ οι δύο άντρες κουβεντιάζουν, η παρέα τους μεγαλώνει. Έρχο νται αλλοδαποί πράκτορες κουβαλώντας ξένες εφημερίδες, οι οποί ες γράφουν στα πρωτοσέλιδά τους με τεράστια γράμματα: «Ο σουλ τάνος παραδίδει παρά τη θέλησή του το θρόνο στον αδερφό του Ρεσάντ», «Βεζίρηδες και κυβερνητικοί υπέρμαχοιτου φιλελευθερισμού βρίσκονται υπό κράτηση στα σπίτια τους». Μια αγγλική εφημερίδα γράφει: «Μέλη του Κοινοβουλίου κατέφυγαν στην αγγλική πρεσβεία ζητώντας πολιτικό άσυλο». Μια άλλη: «Το παλάτι του Γιλντίζ περι κυκλωμένο παραδίδει τα όπλα. Ούτε ένας φρουρός δε βρίσκεται στη θέση του». «Τι είναι αυτά που γράφουν οι εφημερίδες; Ανάθεμα! Στον ύπνο ιούς έπιασαν;» διαμαρτύρεται ο Βασίλ’ αγάς. «Ξάδερφε, τίποτα δεν υπολογίζουν οι αντιπολιτευόμενοι. Χρειά ζονται μερικούς θρασείς προδότες, και αυτούς τους έχουν. Γαλουχήθηκαν δίπλα στο σουλτάνο και τώρα του αφαιρούν τη δύναμη. Μακάρι ο Μουσταφά Κεμάλ και οι έμπιστοί του να οδηγήσουν τη χώ ρα σε δόξες. Τι να πούμε!» «Στους δρόμους του Γαλατά όλο το βράδυ σφύριζαν οι οβίδες. Δεν μπορούσαμε να βγούμε στο μπαλκόνι να δούμε τι γίνεται. Ακούγαμε τα στρατιωτικά οχήματα να τρέχουν με εκκωφαντικό θόρυβο και να χάνονται στο βάθος της γέφυρας. Άγνωστο γιατί. Τα νέα που μαθαίνουμε από τις ξένες εφημερίδες λίγο πολύ τα περιμέναμε, αλ λά όχι τόσο σύντομα, δε συμφωνείτε;» λέει ο Βασίλ’ αγάς και οι υ πόλοιποι συμφωνούν μαζί του. Τους παίρνει το μεσημέρι συζητώντας με καφέ και πούρα. Ο Νικόλας πετάει μια ωραία ιδέα, να πάνε να γευματίσουν στην Αγγλική Λέσχη. Στην αρχή όλοι απορούν με την τόλμη του, μα βρίσκουν την ιιρόταση ενδιαφέρουσα και φεύγουν. Στο σπίτι του Πέραν η Σεκερίμ κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα.
118
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
Όλη μέρα βασανίζεται από την αγωνία. Πνίγεται, της λείπει ο κα θαρός αέρας. Αναπνέει το μπαρούτι από τις ατέλειωτες πρωινές κα νονιές και τα σπλάχνα της σκίζονται. Νιώθει τον κάθε χτύπο να δια περνάει την καρδιά της και να τη ματώνει. Αυτό το πρωινό της 24ης Απριλίου του 1909 είναι ιστορικό. Αργά το βράδυ μαθαίνει από το γαμπρό της πως ο Μεχμέτ Ρεσάντ, ο αδερφός του Χαμίντ, θα πάρει το θρόνο. Η Σεκερίμ κλαίει με λυγμούς. Χτυπιέται και βογκάει. Η ζωή της σταματάει εδώ. Χάνει τον άντρα που αγάπησε παράφορα, χάνει την επαφή με το γιο της. Όλα σβήνουν αυτή τη νύχτα. Άδικα ο Βασίλ’ αγάς και η Εμεριέ προσπαθούν να την παρηγορήσουν. Θέ λει να τρέξει στο παλάτι, κι ας χαθεί στο δρόμο από αδέσποτη. Ο γα μπρός της αγριεύει, κι εκείνη αποσύρεται με τη δούλα της στο δω μάτιό της να θρηνήσει. Τις μέρες που ακολουθούν το Κοινοβούλιο προετοιμάζει τη διά ταξη της παραίτησης του σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίντ και ανεβάζουν ομόφωνα στο θρόνο τον αδερφό του Μεχμέτ Ρεσάντ. Οι μάχες στην Πόλη είναι έντονες, οι νεκροί και οι τραυματίες εκατοντάδες και οι πολίτες απειλούνται σοβαρά.
Στις 28 Απριλίου 1909 στις δύο η ώρα το πρωί χτυπάει η εξώπορτα. Κανείς δεν τολμά να την ανοίξει. Ο Αχμέτ ψιθυρίζει στο αφεντικό του πως αν δεν ανοίξουν μπορεί και να τους κάψουν ζωντανούς. Ο Βα σίλ’ αγάς δεν πείθεται, ώσπου ακούν μια γυναικεία φωνή να παρακαλάει να της ανοίξουν επικαλούμενη το όνομα του Θεού. Ανοίγουν. Μια γυναίκα από το χαρέμι, αγαπημένη φίλη της Σεκερίμ, μπαίνει και σωριάζεται λιπόθυμη στο χολ. Τη βοηθούν να συνέλθει, και η Σε κερίμ με την Εμεριέ την υποβαστάζουν να ανεβεί στο σαλόνι του πρώτου ορόφου. Η Ναϊμέ είναι άυπνη, κουρασμένη και πεινασμένη. Τα δάκρυα και τα αναφιλητά εμποδίζουν τα λόγια να βγουν α πό το στόμα της.
ΣΕΚΕΡΙΜ
119
«Έφυγε, Σεκερίμ! Έφυγε με την οικογένεια του, με μερικές κάλ φες και αγάδες», της λέει η Ναϊμέ και χτυπάει το στήθος της. «Άνοι ξαν τις πόρτες του χαρεμιού και μας έδιωξαν στα σπίτια μας. Έ χο με οικογένειες; Έχομε σπίτια να πάμε; Τι θ’ απογίνω, Σεκερίμ; Πες μου, τι θα κάνω;» «Θα μείνεις μαζί μας! Να τι θα κάνεις! Αλλά που πήγε ο αγαπη μένος μου; Πες μου, πώς έγινε;» ζητάει να μάθει η Σεκερίμ. «Με μια φέτβα,* η Εθνική Συνέλευση τον κατέβασε από το θρό νο. Αντιπρόσωποι του Κοινοβουλίου τον διέταξαν να ανεβεί στην ά μαξα που τον περίμενε στην αυλή και να φύγει. Εμείς από το διιιλανό δωμάτιο ακουγαμε ότι τον εξορίζουν στη Θεσσαλονίκη. Ναι! Ί ου έδωσαν την άδεια να πάρει μαζί του την οικογένειά του. Αν ή σουν εκεί, θα σε έπαιρνε μαζί του. “Η Σεκερίμ, πού είναι η Σεκερίμ;” (|χί)ναζε. Αποχαιρετιστήκαμε με δάκρυα. Οι άμαξες κατευθύνθηκαν στο σταθμό της Αδριανούπολης κι εμείς σκορπιστήκαμε αναζητώ ντας φιλοξενία σε φιλικά σπίτια». «Ναϊμέ, πριν από πόση ώρα έγιναν όλα αυτά;» «Μερικές ώρες!» «Ναϊμέ, έχεις νέα για το παιδί μου;» τη ρωτάει κρυφά στο αφτί. «Ξέρω πως είναι καλά. Τον φυγάδευσαν σε άγνωστο μέρος με την κάλφα τη Ναντιέ. Μην ανησυχείς!» «Ναϊμέ, μείνε κοντά μου να ψάξουμε για το παιδί μου, σε παρα καλώ!» «Σεκερίμ, σε λυπάμαι, ζητάς ακατόρθωτα πράγματα. Ποιος ξέ ρει πού να έχουν κρύψει τον πρίγκιπα γιο σου; Τσως να σπουδάζει σε κάποιο κολέγιο στη Γαλλία εσώκλειστος. Όλα είναι πιθανά. Για ένα πράγμα πρέπει να είσαι σίγουρη, η Ναντιέ είναι δίπλα του και τον προστατεύει». «Ναϊμέ, μείνε μαζί μας όσο θέλεις. Έλα, σήμερα θα στρώσουμε να κοιμηθείς στον καναπέ της σάλας και αύριο θα σου ετοιμάσουμε το δωμάτιό σου».
120
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
Η Σεκερίμ κοιτάζει το γαμπρό της, που μόλις μπαίνει στο σαλό νι και δείχνει πως συμφωνεί. Η ίδια περνάει ένα βράδυ εφιαλτικό. Οι σκιές στους τοίχους παίρνουν τη φόρμα του αγαπημένου της. Πολλές φορές σηκώνεται μες στη νύχτα, τραβάει τις κουρτίνες και παρατηρεί το δρόμο. Θαρρεί πως ήρθαν να την πάρουν, να την ο δηγήσουν κοντά του. Μα δεν έχει καμιά θέση ανάμεσα στην οικογένειά του. Ο σουλτάνος αγαπάει πολύ τη νεαρή γυναίκα του Μουσφίκα. Άλλωστε ο δεσμός τους ήταν κρυφός. Σκίζει το φύλλο στο η μερολόγιο, 28 Απριλίου 1909, και το χώνει στον κόρφο της. Να μπορούσε να τρέξει στο σταθμό του Σιρκετσί! Το αποφασί ζει. Ξεσηκώνει τη Ναϊμέ και βγαίνουν στο δρόμο τρέχοντας με κα τεύθυνση το σταθμό των τρένων. Το ανοιξιάτικο βράδυ σήκωσε τσουχτερό κρύο που ξυρίζει τα πρόσωπα των γυναικών. Στο δρόμο μόνο στρατός κυκλοφορεί με ό πλα στους ώμους. Οι δύο γυναίκες, τυλιγμένες σε μάλλινα σάλια και με σκεπασμένα τα πρόσωπα, προσπαθούν να τους ξεφύγουν για να αποφύγουν τον έλεγχο. «Αχ, Σεκερίμ, πού με τραβάς! Πέρασα πολλά εμπόδια μέχρι να φτάσω στο σπίτι σας. Αλίμονο αν μας γνωρίσουν!» «Κάνε μου τη χάρη, Ναϊμέ, τρέξε να τους προλάβουμε! Θέλω να τον δω για τελευταία φορά κι ας σκοτωθώ!» Πλησιάζοντας στο σταθμό ακούν από μακριά τη μηχανή που ξεφυσάει. Περνούν κάτω από ένα φράχτη από συρματόπλεγμα και περπατούν κατά μήκος των γραμμών προς τον κεντρικό σταθμό. Μια σφυρίχτρα και στη συνέχεια ένας προβολέας τις έριξε κάτω α κίνητες. «Σεκερίμ, είμαστε χαμένες!» ψιθυρίζει η Ναϊμέ και λιποθυμάει. «Ναϊμέ, μη με εγκαταλείπεις. Κάνε κουράγιο και στηρίξου πά νω μου». Της τρίβει τους κροτάφους και τη σηκώνει όρθια. Η Ναϊμέ συ νέρχεται και την ακολουθεί μερικά μέτρα πίσω της. Παλιά βαγόνια
ΣΕΚΕΡΙΜ
121
είναι παραταγμένα το ένα πίσω από το άλλο, σταματούν και κρύβονται. Ο αέρας φέρνει στα αφτιά τους τις άγριες φωνές των στρατιωιών που διατάζουν τις σουλτάνες να επιβιβαστούν στο ειδικό βαγό νι που περιμένει στην πλατφόρμα. Η Σεκερίμ, αψηφώντας τον κίν δυνο, τρέχει προς τα κει. Ένας πυροβολισμός την αναγκάζει να στα ματήσει και να γυρίσει πίσω. Την πιάνουν τα κλάματα. «Ναϊμέ, θα τον σκοτώσουν;» Η φίλη της δε μιλάει. Αισθάνεται εξαντλημένη από τον ποδαρό δρομο και ξαπλώνει μέσα σε ένα βρόμικο βαγόνι περιμένοντας. Η μηχανή με το βαγόνι-φυλακή ξεκινάει χωρίς σφύριγμα, οδη γώντας το σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίντ και την οικογένειά του στην εξορία τους στη Θεσσαλονίκη. Ακολουθούν τα υπόλοιπα βαγόνια με ιούς αξιωματικούς και τους στρατιώτες. Η Σεκερίμ συντετριμμένη αποχαιρετά το λατρευτό της σουλτά νο. Μαζί με αυτόν αποχαιρετά τον έρωτα, όχι όμως την ελπίδα.
Ο νέος σουλτάνος, ο Ρεσάντ, είναι ευγενικός και καλλιεργημένος. Η Σεκερίμ εμφανίζεται στο παλάτι μετά από πρόσκληση της καινού ριας βαλιντέ, που έρχεται με καθυστέρηση μερικών μηνών. Οπλι σμένη με κουράγιο, περνάει και πάλι την πόρτα του χαρεμιού. Η μεγάλη τελετάρχισσα την υποδέχεται με συγκίνηση και την παρου σιάζει στη μητέρα του σουλτάνου. Η βαλιντέ σουλτάνα, γυναίκα με γάλης ηλικίας, καθισμένη στο θρόνο από ροζ μετάξι, της δείχνει με το διαμαντοστολισμένο δάχτυλο μια πολυθρόνα για να καθίσει δί πλα της. Όμορφη Κιρκασιανή, με έξυπνα μάτια, περιεργάζεται τη Σεκερίμ και της ζητάει να ασχοληθεί μαζί της. Παραγγέλνει κα φτάνια κεντητά, μαξιλάρια και ένα τραπεζομάντιλο για να καλύπτει το βικτοριανό τραπέζι της όταν γευματίζει. «Θα είσαι δική μου έμπιστη», της λέει απαιτητικά και τραβάει το πρόσωπο της Σεκερίμ κοντά για να το παρατηρήσει.
122
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
Το χαραγμένο από ρυτίδες πρόσωπο της βαλιντέ τρομάζει τη Σεκερίμ, που, σκιαγμένη από την απότομη κίνηση, είναι έτοιμη να βά λει τα κλάματα. Συγκροτείται. Η μητέρα του σουλτάνου είναι επι θετική και αδίστακτη. Φαίνεται ότι βασανίστηκε φυλακισμένη όλα αυτά τα χρόνια που περίμενε υπομονετικά να φτάσει στο ζηλευτό α ξίωμα της βαλιντέ, που το κέρδισε τελικά στα ογδόντα της. «Μη διστάσεις να με ζητήσεις αν με έχεις ανάγκη. Θα σε δεχτώ με χαρά!» της λέει και της δίνει να καταλάβει πως πρέπει να απο χωρήσει. Η Σεκερίμ τής φιλάει με σεβασμό τα γερασμένα ακροδάχτυλα και αποχωρεί. Απομακρύνεται με βήματα βαριά, όταν η σουλτάνα μετανιωμένη τη φωνάζει: «Σεκερίμ!» Γυρνάει, υποκλίνεται και περιμένει φοβισμένη να μάθει τι θέλει ακόμα να της πει. «Περίμενε στο μεγάλο σαλόνι του χαρεμιού, θα πάρουμε σε λί γο το τσάι». Η Σεκερίμ, ευχαριστημένη από την τιμή που της κάνει η μεγά λη σουλτάνα, ξεχνιέται στους διαδρόμους του παλατιού που οδηγούν στο σαλόνι. Χάνεται. Είναι σαν να τους διασχίζει για πρώτη φορά. Περιεργάζεται τα κάδρα των Γάλλων Λουδοβίκων και σιάχνεται στους αντικριστούς καθρέφτες, για να είναι όμορφη και περιποιημένη σε λίγο που θα την κοιτάζουν όλες με αυστηρότητα και μίσος. Η βαλιντέ μπαίνει πρώτη, την ακολουθούν οι καντίν και οι ικμπάλ. Κάθεται στο μεγάλο καναπέ όπου είναι σερβιρισμένο το τσάι. Ακουμπισμένη στα αφράτα μαξιλάρια τραβάει βαθιές απανωτές ρου φηξιές από το χρυσό ναργιλέ της. Σ’ αυτή τη στάση δείχνει γυναίκα κουρασμένη. Με τα μάτια κλειστά μετράει τους αγώνες της και με τον πυκνό καπνό στα πνευμόνια της απολαμβάνει τη νίκη που κέρ δισε. Η Σεκερίμ πιάνει κουβέντα με τις κοπέλες και τις συμβουλεύει για
ΣΚΚΕΡΙΜ
123
ιο καθημερινό ντύσιμο και το πρωτόκολλο, που από τις αρχές του αιώνα έγινε πολύπλοκο. Αγνοώντας τη μόδα, οι καινούριες ένοικοι ιου παλατιού εξακολουθούν να φοράνε τα παραδοσιακά καφτάνια, ια προκλητικά στενά μπούστα με τα τολμηρά ντεκολτέ και τα κε ντημένα αραχνοΰφαντα μεσοφόρια, γιατί τους δίνουν άνεση όταν ξαπλωμένες στις βελούδινες μαξιλάρες διαβάζουν ποίηση ή ακούν τη μεγάλη αφηγήτρια να διηγείται τις ένδοξες ιστορίες των Οσμάνηδων.
Η Ε Υ Ρ ΩΠ Η Τ Ω Ν Κ Ο Ι Ν ΩΝ ΙΚ ΩΝ Α Ν Α Σ Τ Α Τ ΩΣ Ε ΩΝ
η Δύση διασκεδάζει ξέφρενα. Στο Παρίσι άνθρωποι των γραμμάτων και της επιστήμης, πολιτικοί, διάσημοι καλλιτέχνες και ποιη τές συχνάζουν στις κοσμικές λέσχες και ξενυχτούν στους οίκους ανοχής. Οι πλού σιοι πληθαίνουν και γίνονται παντοδύναμοι. Οι πρωτεύουσες μεγαλώνουν, χτί ζονται κτίρια αρχιτεκτονικής art nouveau και στους δρόμους τα αυτοκίνητα πη γαινοφέρνουν τους νεόπλουτους ιδιοκτήτες τους. Στην Ελβετία οι τράπεζες ξεπετάγονται σαν μανιτάρια η μια μετά την άλλη για να εξυπηρετήσουν τις ανά γκες των εκατομμυριούχων πελατών τους. Οι κοινωνικές διαφορές μεγαλώνουν και οι λαϊκές μάζες τις αποδέχονται α διάφορα. Στη Γαλλία αρχίζουν αναρχικά κινήματα φοιτητών και διανοουμένων, που δεν οδηγούν πουθενά. Η γαλλική πρωτεύουσα γίνεται η Μέκκα της τέρης και κατακλύζεται από τους εικαστικούς συλλέκτες όλου του ελεύθερου κόσμου. Οι τσάροι αποτελούν μέρος του ευρωπαϊκούjet set, αδιαφορώντας για τη φτώ χεια και την πείνα που θερίζει τη χώρα τους. Η οικονομική κατάσταση της Ευ ρώπης είναι καλή χάρις στις διάφορες συμμαχίες των ισρρών της εποχής. Οι αποικίες πολλαπλασιάζονται και οι κατέχοντες ευημερούν. Η Αυστρία υποστη ρίζεται βιομηχανικά από τη Γερμανία, με αντάλλαγμα τη στρατιωτική στήριξη σε ώρα ανάγκης. Η Ρωσία ζητάει οικονομική βοήθεια από τη Γαλλία για τον εκσυγχρονισμό της πρωτόγονηςβιομηχανίας της. Η Γαλλία και η Αγγλία πολ λαπλασιάζουν τις αποικίες τους και φοβούνται τις κατακτητικές τάσεις της γερ μανικής υπερδύναμης, που ισρροποιείται στον ευρωπαϊκό χώρο και διεισδύει στα Βαλκάνια και στη Μέση Ανατολή. Το 1907 συνάπτεται μια Τριπλή ή Εγκάρδια Συνεννόηση (Entente Σ
την
Α Ρ Χ Η ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ
ΣΙ',ΚΕΡΙΜ
125
Cordiale) μεταξύ της Γαλλίας, της Αγγλίας και της Ρωσίας, που έμεινε γνω στή στην ιστορία και στη διπλωματία ως «Αντάντ»* Οι λαοί δεν αντιλαμβάνο νται τους λόγους αυτής της συμφωνίας, γιατί δε γνωρίζουν τους πολλαπλούς κινδύνους που μπορεί να ανατρέφουν την παγκόσμια ειρήνη. Με τη συμφωνία ιου 1907ρυθμίζονται παλιές εκκρεμότητες μεταξύ Αγγλίας και Ρωσίας και κα θορίζονται οι ζώνες επιρροής τους. Το 1912 η Ιταλία στρέφεται αποικιοκρατικά προς την ανατολική Μεσόγειο, βομβαρδίζει τα Δαρδανέλια και κλείνουν τα Στενά για τις εμπορικές συναλλαγές. Το Μάιο του ίδιου έτους καταλαμβάνει τη Ρόδο. Όλα δείρουν φαινομενικά να ισορροπούν, όταν τον Ιούνιο του 1914 στο Σεράγεβο της Σερβίας δολοφονούνται ο διάδοχος της αυστροουγγρικής αυτο κρατορίας Φραγκίσκος Φερδινάνδος και η σύζυγός του Σοφία, δούκισσα του Χόνχενμπεργκ. Το γεγονός αποτελεί τυπικά την αιτία της έναρξης του Α 'Πα γκοσμίου Πολέμου, που κοστίζει ακριβά τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση. Εκατομμύρια στρατιώτες και άμαχοι γίνονται θύματα ανθρώπινης αδικίας και παραλογισμού. Στον ευρωπαϊκόχώρο η γη ανακατανέμεται και χαράσσονται νέα σύνορα. Οι λαοί αναμειγνύονται, χάνουν την ταυτότητά τους και ανταλλάσσο νται πληθυσμοί. Η μιζέρια και η δυστυχία γίνεται καθημερινή υπόθεση στις ξε κληρισμένες οικογένειες, που χάνουν την ελευθερία και τα ανθρώπινα δικαιώματά τους.
Η γέννηση της Αναστασίας
Τ ον ΑΥΓΟΥΣΤΟ του 1917 στην Κωνσταντινούπολη, κοντά στο ανά κτορο του Ορτάκιοϊ, γεννιέται η κόρη της Ελισάβετ και του Βασίλ’ αγά. Είναι ένας μήνας πνιγμένος στα διεθνή γεγονότα. Η επανά σταση των μπολσεβίκων στη Ρωσία βρίσκεται σε εξέλιξη με καθη μερινές αιματοχυσίες και καθαιρέσεις. Ο Βασίλ’ αγάς, καλά πληροφορημένος από έγκυρες πηγές, εγκαθιστά την οικογένειά του στην Κωνσταντινούπολη. Άλλωστε η Ελισάβετ είναι «στις μέρες της», περιμένοντας με αγωνία να φέρει στον κόσμο το παιδί της. Στο ταξίδι τη συνόδεψαν ο Μαχμούτ και η Αϊσέ. Θα επιστρέφουν στην Καπ παδοκία όταν, με το καλό, γεννηθεί το παιδί της και τα πράγματα κατασταλάξουν. Η Μαρίκα, ξακουστή μαμή της Κωνσταντινούπολης, έρχεται στο αρχοντικό ένα μήνα πριν από την αναμενόμενη ημερομηνία για να δίνει καθημερινά τις χρήσιμες συμβουλές της, προκειμένου όλα να προετοιμαστούν στην εντέλεια και να φροντίσει ώστε να μη συμβεί κάτι δυσάρεστο. Ο Βασίλ’ αγάς φοβάται για τη ζωή που χτυπάει στα σπλάχνα της Ελισάβετ, διότι οι κίνδυνοι είναι μεγάλοι και τα δυσά ρεστα απρόοπτα συχνά. Η μαμή στο σπίτι του Βασίλ’ αγά καλοπερνάει. Έχει καλό χουζούρι, βασιλική περιποίηση και σεργιάνι πρωτόγνωρο. Βρίσκεται καθημερινά κολλημένη στο παράθυρο της σάλας, που για χάρη της μεταβλήθηκε σε παρατηρητήριο με οπτικό πεδίο τα ανάκτορα του Ορτάκιοϊ και με ιδιαίτερο στόχο το σεργιάνι στην πόρτα των ανα-
ίΙΚΚΕΡΙΜ
127
ιαόρων. Ο ενθουσιασμός της είναι μεγάλος και οι φωνές έκπληξης και χαράς που βγάζει όταν διακρίνει κάποιον, υποτίθεται, γνωστό της, κυβερνητικό πρόσωπο ή μέλος της οικογένειας του σουλτάνου είναι εκκωφαντικές και κάνουν την Ελισάβετ να σκιάζεται και να σκέφτειαι πως μάλλον πρόωρα το σπλάχνο της θα δει τον ήλιο. Η μαμή ό μως επιμένει. Καρφωμένη στο χρυσό θεωρείο, σκούζει με ουρλιαχτά: «Ελισάβετ, δίες, δίες, ο μέγας βεζίρης! Καλέ, πόσοι πασάδες! Όλο ιο τουρκικό ασκέρι. Καλέ, τι είναι αυτό; Ο πρίγκιπας Ερτογρουλ, η σουλτάνα Σαμπιχά, ου! Να και ο ιμάμης!» Και τα ξεφωνητά της προκαλουν αλλεπάλληλους σπασμούς στη μήτρα της Ελισάβετ, που με ι η σειρά της διαμαρτύρεται δικαιολογημένα. Η Μαρίκα βρίσκει την (tvιίδραση της γκαστρωμένης σαν τυπικό φέρσιμο γυναίκας που κρύ βει στα σπλάχνα της αρσενικό παιδί και συνεχίζει ανενόχλητη. Η χαρά του ζευγαριού είναι απέραντη και γι’ αυτό της συγχωρούν όλα ια φερσίματα και τα καπρίτσια της. Η Μαρίκα θα βοηθήσει την Ελισάβετ να φέρει στον κόσμο, «με ιο καλό, Παναγία μου!», όπως λέει η ίδια, το διάδοχο, που θα αναλάβει το εμπόριο και τις μεταφορές του Βασίλ’ αγά στο Γαλατά, τα κιήματα και όλο το βιος της Ελισάβετ στην Καππαδοκία. Θα μάθει γράμματα και θα διακριθεί κοινωνικά. Για όλες αυτές τις προσδο κίες και τα όνειρα, η Αϊσέ ζουρλαίνεται να περιποιείται τη μαμή. Μεταφέρει δίσκους με λιχουδιές στο παράθυρο μπροστά καλοπιάνοντας το Μαρικάκι. Χαφλουτίζει η μαμή με βουλιμία και αστραιιιαία ταχύτητα τα μπακλαβαδάκια, τα κανταϊφάκια, τα καϊμάκια, ια ρετσέλια, το ταβούν κιονξού, τους σβίγκους, τους λουκουμάδες και τα αμυγδαλωτά. Ο χώρος γύρω από το παρατηρητήριο γεμίζει μέλια. Κολλάει μέ λι το περβάζι του παραθύρου φτιαγμένο από γαλλικό παλίσαντρο, όπου ακουμπάει τα χέρια της η Μαρίκα. Λέκιασαν οι μεταξωτές κουρτίνες που παραμερίζει με τα δάχτυλά της για να βλέπει καλύι ερα, ενώ στο χώρο γύρω από την καρυδένια πολυθρόνα της και στα
128
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
δρύινα πατώματα του σαλονιού κολλάνε τα παπούτσια. Αλλά αυτή που υποφέρει περισσότερο είναι η σκούρα μακριά φούστα της μα μής, που δέχεται το βομβαρδισμό του σιροπιού. Τα πετιμέζια δεν προλαβαίνουν να φτάσουν στο γλυκόλογο στοματάκι της και να ευ τυχήσουν χαϊδεύοντας τη λαίμαργη παλέτα του ουρανίσκου της, για τί στάζουν στη μαύρη μακριά φούστα γαλλικού τύπου. Το θέαμα εί ναι λιγούρικο και τα επιφωνήματα της μαμής ατέλειωτα στα «πηγαινέλα» της Υψηλής Πύλης. Με τα μάτια της καρφωμένα έξω, το Μαρικάκι μαζεύει υλικό για τα κουτσομπολίστικα σαλόνια της Πόλης, που θα το υποδεχτούν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Και δώσ’ του κατεβάζει μονοκοπανιά το μο σχάτο γλυκόπιοτο κρασάκι που της τρατάρει η Σεκερίμ, κι ανασηκώνοντας το ποτήρι εύχεται στην εγκυμονούσα «καλή λευτεριά». Και αποτελειώνοντας το καφεδάκι, αναζητεί την ολόλευκη ποδιά για να βρίσκεται σε πλήρη και απόλυτη ετοιμότητα δράσης. Όσο γι’ αυτή την καθαρή ποδιά, πολύ γρήγορα έχει την ίδια τύχη με τη μαύρη φού στα, που μπουγαδιασμένη στεγνώνει στο πλυσταριό. Μόλις η πολίτισσα μαμή ανακαλύπτει τις ζαβολιές της ακούγεται το σκερτσόζι κο ξεφωνητό της να επιβεβαιώνει το αναμενόμενο καλό λέγοντας: «Γούρι! Γούρι! Πάλι σιρόπια τρέχουν! Γλυκαμένο θα είναι το παιδί σας!». Και ζητάει να δοκιμάσει τα γλυκά του κουταλιού που είδε στοιβαγμένα στα ράφια της κουζίνας. Το κερασάκι, το τριανταφυλλάκι, το κυδωνάκι κουταλιάζονται με ευδαιμονία και τα συγκρίνει με της κυρίας Ράνιογλου, που πρόσφατα έφαγε σπίτι της και ήταν πραγ ματικό αριστούργημα. Η επιθυμία της εκπληρώνεται πάραυτα. Οι γεύσεις τη συνεπαίρνουν, τα εγκρίνει και, καθώς τα βρίσκει μάλλον καλύτερα, εύχεται: «Τρώγομεν και πίομεν υπέρ υγείας και μακροθυμίας των αρχόντων του οίκου τούτου! Πάντα γλυκαμένοι». Κατό πιν επικαλείται το Θεό και παίρνει δύναμη για να ξεγεννήσει την Ελισάβετ με μεγαλύτερη ευκολία. Το ξημέρωμα του Δεκαπενταύγουστου είναι ξεχωριστό. Στο αρ-
:έ κ ε ρ ι μ
129
χοντικό του Ορτάκιοϊ ακούγεται το τραγουδιστό κλάμα του μωρού ιιου γεννιέται. Η χαρά της μαμής δεν περιγράφεται. ΓΙροσκαλεί με γλυκά λόγια την οικογένεια να αντικρίσει και να καλωσορίσει το νεο γέννητο κοριτσάκι. «Ελισάβετ, κοριτσάκι απέκτησες! Να σου ζήσει! Βασίλ’ αγά, τρέξε να δεις την κόρη οου. Σεκερίμ, καλορίζικη η εγγονή. Μπρε, τόσα μέλια πού θα πήγαιναν; Θηλυκό θα έφερναν! Το είχα καταλάβει εγ(ό με τέτοια όρεξη που μου άνοιξε στο σπίτι σας για γλυκά! Θηλυ κό θα έβγαινε!» Η Αϊσέ, που παρακολουθεί κάθε της κίνηση, ανοίγει την πόρτα και φωνάζει: «Μαχμούτ, φέρε κι άλλο καυτό νερό! Κοριτσάκι έχομε». «Είναι κορίτσι! Μάσαλλαχ! Σας τα έλεγα εγώ, όμορφο σαν κού κλα! Διέστε το, διέστε το!» Και σηκώνει η μαμή το μωρό ψηλά στα χέρια της καμαρώνο ντας που έκανε άψογα τη δουλειά της σαν καλή επαγγελματίας και χαίρεται που όλα εξελίχθηκαν χωρίς δυσάρεστα απρόοπτα. Όσο για ιο ότι έπεσε έξω στη διάγνωση του φύλου; Ε, αυτά συμβαίνουν, δεν είναι δα και μάντης! Δεν είναι αγόρι, μα είναι κορίτσι. Και εκεί που ξαποσταίνει τσιτώνοντας τη μέση της μονολογεί ξεφυσώντας: «Ουφ, Βασίλ’ αγά! Τι το θες τ’ αγόρι; Κι ο στρατός τρομερό πράγ μα είναι, Ελισάβετ γιαβρί μου, ξέρεις τι δύσκολο είναι να ’χεις αγό ρι και να σ' το φάει ο πόλεμος;» και συμφωνεί από μόνη της με τα λεγόμενό της, μια και η Ελισάβετ δεν την ακούει, γιατί ονειρεύεται κρατώντας την κορούλα της αγκαλιά. Ο Βασίλ’ αγάς γράφει σ’ ένα ημερολόγιο, που βρέθηκε ύστερα α πό χρόνια. Σήμερα, 15 Αυγούστου του 1917, γεννήθηκε η κόρη μας Αναστασία. Έχει λευκό προσωπάκι, καστανόξανθα μαλλάκια, σαν τις κερήθρες φορτωμένες μέλι. Τα δυο της χειλάκια είναι κόκκινα και σχεδιάζουν
130
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
το γλυκό στοματάκι σαν κόκκινες φραουλίτσες. Με γέλιο διακριτικό και άτολμο, απλώνει τα χεράκια καλωσορίζοντας τη ζωή, ζητώντας της μερίδιο από την ευτυχία που μοιράζει στον κόσμο. Τα δυο βε λούδινα καφέ ματάκια της είναι γλυκά και απαλά. Καθώς άνοιξαν και μας κοίταξαν την Ελισάβετ και μένα, νιώσαμε έναν καινούριο ήλιο χαράς να ανατέλλει στο σπίτι μας. Στο πρώτο αυτό αντίκρισμα αγα πήσαμε παράφορα και οι δυο το ευλογημένο κοριτσάκι μας, που ήρ θε σαν δώρο Θεού να δώσει χαρά στην οικογένειά μας. Βασίλ’ αγάς
Εν Κωνσταντινουπόλει, 15 Αυγουστου 1917
Ο Βασίλ’ αγάς, χαρούμενος και ανακουφισμένος από την αγωνία τόσων ημερών, ευχαριστεί με ένα πουγκί μάλαμα τη μαμή και τη στέλνει στο δωμάτιό της να ξεκουραστεί. Βρίσκει ευκαιρία να α γκαλιάσει την αγαπημένη του γυναίκα και της περνάει στο λαιμό έ να χρυσό σταυρό με ρουμπίνι στη μέση. Τα γαλανά του μάτια ντύ νονται με το πιο καθαρό ουράνιο χρώμα πλησιάζοντας το βλασταράκι του, που μόλις ξεφύτρωσε ανάμεσά τους για να τους χαρίζει ευτυχία. Το παίρνει στην αγκαλιά του, το ασπάζεται με ξεχωριστή τρυφερότητα στο μετωπάκι και το σηκώνει με ευλάβεια τρεις φορές ψηλά στον αέρα, ψάλλοντας τροπάρια χαράς από την ακολουθία του Οσίου Γιάννη του Ρώσου, του δικού τους αγίου και προστάτη. Η Σεκερίμ, συγκινημένη, κάνει σχέδια για τη μικρή της εγγονή. Τρελή από χαρά, ψηλαφίζει τα δυο κουκλίστικα χεράκια, ψάχνο ντας σ’ αυτά να διακρίνει τη διάδοχό της στην υπηρεσία του σουλ τάνου. Πανηγύρι! Τα χεράκια φαίνονται άξια να τη διαδεχτούν. Ο φωτογράφος θα τραβήξει φωτογραφίες του μωρού για να το δείξει στις σουλτάνες και στον πατισάχ, για να θαυμάσουν την ομορφιά που έβγαλε η μακάρια κοιλιά της θυγατέρας της. Στη βάφτιση θα πε ριμένει να ακούσει το όνομά της, «Αναστασία». Το λέει και το κάνει!
Σ Ε Κ Ε Ρ ΙΜ
131
«Μαχμούτ, Αϊσέ, πού είστε; Πάτε στο Πέραν και ειδοποιήστε τον κύριο φωτογράφο να έρθει και να βγάλει πόζες στην εγγονούλα μου και σε μένα. Θέλω να τις πάω στο παλάτι να τις δείξω στο σουλτάνο και στη βαλιντέ χανούμ. Τρέξε, Μαχμούτ, χωρίς καθυστέρηση». Στην εγγονή της θα δώσει την ψυχή της. Θα δώσει την πιο βαθιά αγάπη, γιατί θα αντιπροσωπεύει το δικό της χαμένο σπλάχνο. Το μυστικό της ζωής της καίει τα σωθικά της και η σκέψη την αρρω σταίνει καθώς ο πόνος μέσα της είναι αγιάτρευτος.
Το ταξίδι του χρόνου συνεχίζεται. Το παλάτι του Ντολμαμπαχτσέ φωιαγωγημένο δίνει απανωτές δεξιώσεις με οθωμανική αίγλη, ενώ στη Θεσσαλονίκη ο έγκλειστος σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίντ στη βίλα Λλατίνι μετράει τα χρόνια, τις μέρες, τις ώρες περιμένοντας το πειιρωμένο του. Άδικα η Σεκερίμ προσπαθεί να μάθει νέα του. Όπου κι αν ρωιάει, κανείς δεν τολμάει να μιλήσει γι’ αυτόν, να πει το παραμικρό, ακόμα κι αν γνωρίζει κάτι. Όμως ένα πρωί στο παλάτι ακούει να συζητούν ψιθυριστά οι γυ ναίκες και να λένε πως ο πρώην σουλτάνος και το ασκέρι του γύρι σαν στην Κωνσταντινούπολη. Μια καινούρια ελπίδα, μικρή σαν σπί θα, ανάβει στην καρδιά της και την ξεσηκώνει. Ο αποχαιρετισμός και η επιστροφή γίνονται ένα συνονθύλευμα συναισθημάτων. Είναι ζ(οντανός! Θα τον ξαναδεί. Θα ξαναδεί το παιδί της!
Η Μ εγάλη Ιδέα
Α π ο ΝΩΡΙΣ Τ Ο ΑΠΟΓΕΥΜΑ ο Νικόλας βρίσκεται στο γραφείο του ξα δέρφου του και περιμένει υπομονετικά να τελειώσει με τις παραγ γελίες και τις παράλογες επιθυμίες των ξένων πελατών, που είναι ό λο απαιτήσεις: «Τώρα το θέλω!», «Πρέπει να γίνει επειγόντως». Η πόρτα κλείνει πίσω από τον τελευταίο ανεπιθύμητο και ο Νικόλας ανάβει το πούρο του, έτοιμος να στρωθεί για τα καλά και να συνο μιλήσει με τον αγαπητό του ξάδερφο σχολιάζοντας τα νέα του τουρ κικού και διεθνούς Τύπου, που οι ναυτικοί φίλοι άφησαν στο τραπέζι φεύγοντας. «Βασίλ’ αγά, όλοι μιλούν για τη Μεγάλη Ιδέα. Μόνο εμείς δε λέ με να την πιστέψουμε. Μπας και είναι αλήθεια;» «Νικόλα, τι σημαίνει αυτό που λες; Μεγάλη Ιδέα για μένα και για σένα είναι η δημιουργία ενός μεγάλου, καθαρά ελληνικού κρά τους, με την Κωνσταντινούπολη ενσωματωμένη. Τώρα κοροϊδευό μαστε; Δεν είδαμε τι έκανε ο Βενιζέλος με την Κωνσταντινούπολη; Αποδέχτηκε τη δημιουργία ενός “διεθνούς κράτους” υπό την προ στασία της Κοινωνίας των Εθνών. Τι πιστεύει ο ίδιος μακροπρόθε σμα κανείς δε γνωρίζει. Βέβαια αυτό είναι δική του δουλειά, σίγου ρα όμως δικό μας κατάντημα. Αλλά εμείς οι Ελληνοοθωμανοί έχο με πνευματική και υλική υπεροχή έναντι των άλλων. Όλοι το ξέρουν και φοβούνται ότι θα επιβληθούμε στη δήθεν αναγεννώμενη αυτο κρατορία». «Βασίλ’ αγά, έχω κρυμμένες σε μπαούλο τις προκηρύξεις των
U 'K E P IM
133
Νεότουρκων. Μετά την επιτυχία τους επιμένουν να ισχυρίζονται όιτ είναι αφοσιωμένοι στην αρχή της ισότητας των εθνών της αυτο κρατορίας». «Νικόλα, χρόνια τώρα ακουμε όλα αυτά τα παραμυθία περί ίσο ι ήτας. Αν όμως κάποιος από μας σηκώσει το κεφάλι να επικαλεστεί ίσα δικαιώματα με τον πιο απλό Τούρκο γείτονά του, όλο του το σόι ()α εξαφανιστεί την επομένη. Καρντάση, θυμήσου πόσοι χριστιανοί χάνονται από τους διωγμούς των Νεότουρκων. Ο χριστιανικός πλη θυσμός έχει σημαντικά ελαττωθεί* αντίθετα, αυξάνεται ο οθωμανι κός με τους Τούρκους πρόσφυγες που έφεραν από τα Βαλκάνια, την ανατολική Θράκη και δυτική Μικρά Ασία, από το 1912 μέχρι το 1914. Εγώ δεν πιστεύω ν’ αναπτυχθεί ισχυρή ελληνική παρουσία στην περιοχή. Για όλα αυτά χρειάζεται υποστήριξη από τη μάνα Ελλάδα, και δεν υπάρχει, γιατί δεν υπάρχει το κεφάλαιο, που είναι ιο μέσον εξαγοράς». «Βρε αδερφέ, δε νομίζεις ότι ο Βενιζέλος θα τα καταφέρει; Δε λέω, έχει δυνατούς υποστηρικτές τους Άγγλους και τους Γάλλους και ο μόλος που παίζει είναι πιο σημαντικός από εκείνον που αρμόζει σε μια μικρή δύναμη. Στις συνδιασκέψεις πολεμάει για τις εδαφικές διεκδικήσεις της χώρας. Το ζητούμενο είναι να κερδίσει την Κων σταντινούπολη. Αυτό, αν αξιωθούμε να το δούμε, θα είναι το τελευ ταίο θαύμα πάνω στη γη». «Βασίλ’ αγά, μην είσαι κακόπιστος. Κάποια στιγμή τα πράγμα τα άρχισαν να γίνονται ευνοϊκότερα για μας. Nd, ο σουλτάνος δέ χτηκε σε ακρόαση το μητροπολίτη Δωρόθεο, του έδωσε υποσχέσεις για διορισμούς και αξιώματα σε Ελληνοοθωμανούς. Δε σου λέει τίιιοτα το γεγονός ότι οι σχέσεις κράτους και Πατριαρχείου άρχισαν να καλυτερεύουν με την επίσκεψη στο Φανάρι του προέδρου της Γε ρουσίας Αχμέτ Ριζά, που δεσμεύτηκε για αδελφοσύνη και ισότητα;» «Και λοιπόν; Είσαι ικανοποιημένος μ αυτές τις δεσμεύσεις που υιιόσχονται λαγούς και πετραχήλια και στο τέλος δεν κάνουν τίπο-
134
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
τα; Άντε και έβαλαν μερικούς δικούς μας αντιπροσώπους σε θέσειςκλειδιά. Μπορείς να μου πεις μέχρι σήμερα οι δικοί μας βουλευτές πόσες καταγγελίες έκαναν στο Κοινοβούλιο για τους διωγμούς και τις μαρτυρικές σφαγές των Ελλήνων και των Αρμενίων; Σιωπούν από φόβο για να μη χάσουν τα κεφάλια τους. Ουφ! Βαρεθήκαμε με όλα αυτά! Τα ίδια και τα ίδια. Αχμέτ, φέρε ρακί, τηγάνισε τα μικρά ψά ρια που είναι στο τσουβάλι με τον πάγο, κόψε σαλάτες. Και να, πά ρε δέκα γρόσια, αγόρασε μερικές εφημερίδες και τρέξε στο γωνια κό μαγειρείο, φέρε σκορδαλιά για να τρατάρουμε τον Νικόλα εφέντη». Οι ώρες περνούν γρήγορα και οι δύο ξάδερφοι ανοίγουν τις καρ διές τους και αναρωτιούνται αν μια μέρα θα πήγαιναν στην Ελλάδα ή κάπου αλλού για να γλιτώσουν από την καθημερινή απειλή του θανάτου. Όμως δε συμφωνούν. Ο Νικόλας δε δείχνει ότι θα το κου νήσει από τη γη όπου γεννήθηκε. Τον Βασίλ’ αγά τον απασχολεί και τον προβληματίζει η ιδέα της φυγής.
ΚΩΝ ΣΤΑ Ν ΤΙΝ ΟΥΠ Ο ΛΗ 1918-1919
0 ΕΞΟΡΙΣΤΟΣ στη Θεσσαλονίκη Αμπντούλ Χαμίντ, παρά την απομόνωση του, παρακολουθεί τις πολιτικές εξελίξεις και τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στα Βαλ κάνια και απορεί που οι Νεότουρκοι άχρησαν τους Έλληνες και τους Βούλγα ρους να συμμαχήσουν με τέτοιο τρόπο ώστε να απειλείται η Θεσσαλονίκη. Η κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης δεν υπάρχει περίπτωση να αφήσει τον πρώ ην σουλτάνο και το στρατηγείο τους στη Θεσσαλονίκη να πέσουν στα χέρια των εχθρών. Στις 30 Οκτωβρίου μετακομίζουν στην Κωνσταντινούπολη και την 1η Νοεμβρίου του 1912 ο εξόριστος σουλτάνος μεταφέρεται και εγκαθίσταται ο ριστικά στο κομψό παλάτι του Μπεϊλέρμπεγι, που βρίσκεται στην ασιατική ό χθη του Βοσπόρου, χτισμένο το 1865 από το σουλτάνο Αμπντούλ Αζίζ σε στιλ αναγεννησιακό και μπαρόκ γεμάτο μάρμαρο και δυτική φαντασία. Δεν αρέσει όμως καθόλου στον Αμπντούλ Χαμίντ, γιατί είναι υγρό και χωρίς θέρμανση. Τον συνοδεύουν πιστά οι δυο του γυναίκες, ο τελευταίος του γιος Μεχμέτ Αμπίντ και μερικοί παλιοί αυλικοί του. Έχει δικαίωμα να διαβάζει εφημερίδες και να ενημερώνεται. Αυτό αποτελεί τη μοναδική του χαρά. Καθημερινά υπαγορεύει οιον προσωπικό του γραμματέα τα απομνημονεύματά του απαντώντας σε όλες εις μομφές, και σπάνια δέχεται επισκέψεις. Ο Ιανουάριος του 1918 τον βρίσκει σοβαρά άρρωστο. Ο ίδιος προαισθάνε σαι το θάνατό του και στις 10 Φεβρουάριου πεθαίνει από πνευμονία. Ο αδερ φός του σουλτάνος Μεχμέτ Ρεσάντ διατάζει η κηδεία του να είναι μεγαλοπρειιής σαν εν ενεργεία σουλτάνου για να τον τιμήσει. Πλήθος κόσμου συγκεντρώνεται στο Τοπκαπί για να θρηνήσει τον πρώην μονάρχη καθώς επίσης και ένας μεγάλος αριθμός πολιτικών, υπουργών, ουλε
136
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
μάδων* και αξιωματούχων. Η διπλή σειρά των στρατιωτών %αι η προστασία των πολιτών αδυνατούν να αποτρέψουν την ορμή του πλήθους, που με δάκρυα στα μάτια σπάζει τα φράγματα για να πλησιάσει τη σορό του εκλιπόντος μονάρχη που κατευθύνεται στο μαυσωλείο του σουλτάνου Μαχμούτ Β' για να τα φεί δίπλα στη μητέρα του. Τη μέρα αυτή οι Κωνσταντινοπολίτες αποχαιρετούν με αγάπη τον Αμπντούλ Χαμίντ σπαράσσοντας από τον πόνο και συγχρόνως δείχνοντας τη δυσαρέσκειά τους για τα δέκα χρόνια διακυβέρνησης των Νεότουρκων, που είναι πνιγμένα στους πολέμους και στην αθλιότητα. Το Νοέμβριο του 1918, εννέα μήνες μετά το θάνατό του γράφεται και το τέλος της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο σουλτάνος Μεχμέτ Ε' Ρεσάντ αποτελεί τη διακοσμητική παρουσία του έθνους προς τα έξω, έχει περιορισμένες εξουσίες και η θητεία του στο θρόνο εί ναι γεμάτη συμβιβασμούς και υποχωρήσεις. Οι μέρες του δύσκολες και μετρη μένες. Πεθαίνει από ανακοπή καρδιάς στις 2 Ιουλίου 1918. Ο διάδοχός του, σουλτάνος Μεχμέτ ΣΤ'Βαχιντεντίν, γίνεται όργανο της Αντάντ. Οι κατοχικές δυνάμεις τον χρησιμοποιούν και η οθωμανική αυτοκρατορία με τη σειρά της αρ γοπεθαίνει. Μετά τη Συνθήκη του Λονδίνου τα σύνορα της οθωμανικής αυτο κρατορίας προς την Ευρώπη περιορίζονται μόλις στα εκατό χιλιόμετρα από την Κωνσταντινούπολη. Στα μέσα Δεκεμβρίου του 1918 εκτοπίζονται από τη Συρία μεγάλες μάζες Αρμενίων. Πολλοί από αυτούς εισέρχονται στην Κιλικία και ακολουθεί μαζι κός επαναπατρισμός. Μετακινούνται εκατόχιλιάδες περίπου άνθρωποι με πλοία και τρένα, οι οποίοι εγκαθίστανται όπου βρίσκουν ανοχή και προστασία. Οι Τούρκοι διαμαρτύρονται μπροστά σ αυτή τη δήθεν προσωρινή εγκατάσταση. Οι νεοφερμένοι κάνουν σχεδόν κατοχή, μπαίνοντας σε σπίτια που δείχνουν εξωτε ρικά σαν ακατοίκητα, ενώ στην ουσία οι ιδιοκτήτες εργάζονται στα κτήματά τους, που βρίσκονται πολύ μακριά. Η Κιλικία αγκομαχά, αγωνίζεται, της εί ναι αδύνατον να αφομοιώσει τόσο κόσμο με βάρβαρες συνήθειες. Στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης στο Παρίσι το 1919, ο Βενιζέλος, με δι πλωματική ευφυΐα και υποστηριζόμενος από τον Άγγλο πρωθυπουργό Λόιντ Τζορτζ, παίρνει την «έγκριση» για το μεγάλο βήμα. Στο Ανώτατο Συμβούλιο
ΣΕΚΕΡΙΜ
137
της Συνδιάσκεψης αναπτύσσει όλες τις διεκδικήσεις της Ελλάδας που αχρορούν ιη Βόρειο Ήπειρο, ολόκληρη την τουρκική Θράκη, τη δυτική Μικρά Ασία, την Κύπρο, την Ίμβρο και την Τένεδο. Επίσης τον ίδιο χρόνο ο τοποτηρητής του πατριαρχικού θρόνου μητροπολί της Προύσης Δωρόθεος, ο μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος και ο πα τριαρχικός σύμβουλος Αλέξανδρος Παππάς πηγαίνουν στο Παρίσι για να α ντιπροσωπεύσουν τα δίκαια αιτήματα του αλύτρωτου ελληνισμού. Στις 16 Μαρτίου του 1919 το Πατριαρχείο δηλώνει ότι διακόπτει τις σχέ σης του με την Υψηλή Πύλη και αναλαμβάνει πλήρη ευθύνη για την ελληνοοθωμανική κοινότητα.
Η χαρτορίχτρα
Η ΣΕΚΕΡΙΜ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΤΑΙ συχνά το παλάτι. Βρίσκει ότι η συμπερι φορά των αυλικών δεν έχει αλλάξει καθόλου. Οι γυναίκες άρχισαν να ενδιαφέρονται για τις πολιτικές εξελίξεις και συνομιλούν μεταξύ τους σχολιάζοντας τοπικές εφημερίδες, που τους προμηθεύουν κρυφά. Διαβάζουν οι μορφωμένες του χαρεμιού και οι υπόλοιπες ακούν και κάνουν έξυπνες ερωτήσεις. Η Σεκερίμ ταράζεται, ανοίγει τα αφτιά της και ακούει για να μεταφέρει τα νέα στο σπίτι. Στην επιστροφή ζητάει από τον αμαξά να την αφήσει δύο τετρά γωνα πριν από το σπίτι. Στο στενό καλντερίμι χώνεται σε μια σκοτεινή αυλή, όπου οι πόρτες έχουν κρεμασμένους μπερντέδες. Τρυπώνει μέ σα και ζητάει τη Μανιώ. Μια Τουρκάλα χοντρή εκατόν πενήντα ο κάδες την περνάει στο φτωχικό δωμάτιο και τη βάζει να καθίσει δί πλα της στο τραπέζι με το κόκκινο βελούδινο τραπεζομάντιλο. «Είμαι η Μανιώ. Τι σε φέρνει εδώ, κυρά;» τη ρωτάει με σκυμμέ νο το κεφάλι. «Δεν είσαι η χαρτορίχτρα; Θέλω να μου πεις τον καφέ και να μου ρίξεις τα χαρτιά», της λέει η Σεκερίμ κοφτά. Ο καφές σερβίρεται αστραπιαία και τα χαρτιά διαβάζονται πά νω στο τραπέζι. Το παρελθόν βγήκε ατόφιο οτο βελούδινο τραπε ζομάντιλο με τις χαρές και τις άπειρες συμφορές του. «Παραλίγο, κυρά, να γίνεις σουλτάνα», μουρμούρισε η Μανιώ κοιτάζοντάς την κατάματα. «Αλλά αυτός ο ξανθός γαλανομάτης σ’τα χάλασε όλα. Ο τρελός!»
ΣΕΚΕΡΙΜ
139
«Δεν είχα τέτοια σχέδια», της απαντά δακρυσμένη η Σεκερίμ. «Και το παιδί που έβγαλες από τα σπλάχνα σου, κυρά, είναι αγό ρι, το έχει μια ξένη γυναίκα, με διαφορετική θρησκεία από σένα». Η Σεκερίμ τραβάει τις παρανυχίδες από τα δάχτυλά της και τα ματώνει. «Μανιώ, πες μου κι άλλα για το παιδί μου. Τι βλέπεις για το μέλ λον; Θα γυρίσει κοντά μου; Θα το ξαναδώ; Το παρελθόν ξέχασέ το, έφυγε. Μήπως βλέπεις καμιά συνάντηση με κανένα υψηλό πρόσω πο; Μίλα!» «Κυρά μου, γύρω σου έχεις σουλτάνες και πολύ κόσμο που σε πε ριβάλλει, διότι κρατάς στα χέρια σου χάρισμα και στην ψυχή σου έ να τρομερό μυστικό. Τα χέρια σου ή μάλλον το ένα σου χέρι δεν το βλέπω. Προστάτεψε, αφέντισσα, το χέρι σου. Τον πύργο σου που βρίσκεται μακριά τον παίρνει ο ίδιος ξανθός άντρας, που έχει τε ράστια δύναμη, αλλά δε σου παίρνει το χρυσάφι. Ευτυχώς, κυρά!» «Πες μου γι’ αυτόν τον ξανθό άντρα λεπτομερώς. Κάν το, Μανιώ, σε διατάζω!» «Δεν μπορώ να σου πω. Δεν είναι ο άντρας που αγάπησες!» «Ο άντρας που αγάπησα πέθανε στις αρχές αυτού του χρόνου. Θα συναντήσω το γιο μου πριν πεθάνω εγώ;» «Όχι, δεν τον συναντάς! Θεός φυλάξοι! Εκείνος σε αποχαιρετά, αλλά...» «Μανιώ, πού βρίσκεται;» «Κυρά, δεν είναι στην ξενιτιά, αλλά σας χωρίζει θάλασσα». Το κατακάθι του καφέ η Μανιώ το ρίχνει σε ένα λευκό πιάτο α πό πορσελάνη και το κουνάει προς όλες τις κατευθύνσεις για να δώ σει διάφορα σχήματα. Ανάβει ένα βαρύ στριφτό τσιγάρο με χασίς και περιμένει λίγα λεπτά. «Αρχόντισσά μου, οι φονιάδες κυνηγάνε το σπίτι σας. Θα κάνε τε μακρινό ταξίδι. Ο δρόμος δε θα είναι εύκολος, θα σας προδίδουν κάθε φορά βασιλικά σύμβολα».
140
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
«Δηλαδή τι εννοείς; Δε θα φτάσουμε στον προορισμό μας;» «Θα φτάσετε, κυρά. Ο Αλλάχ είναι μεγάλος!» Με τρεμάμενα τα χέρια πετάει η Σεκερίμ επτά χρυσά φλουριά στο τραπέζι και σκεπάζει το πρόσωπό της για να βγει στο δρόμο, ό ταν ξαφνικά η Μανιώ τη ρωτάει: «Κυρά, πώς σε λένε;». «Σεκερίμ», απαντά και εξαφανίζεται τρέχοντας. Το βράδυ, επηρεασμένη από τα λεγόμενα της χαρτορίχτρας Τουρκάλας, παραμένει σκεπτική. Καθισμένη οτο σαλόνι με το γα μπρό της και την κόρη της, διαπιστώνει ότι κανένας από τους τρεις τους δε μιλάει πολύ. Κρατουν τους φόβους και τα λόγια μέσα τους. Πλησιάζει τον Βασίλ’ αγά λέγοντάς του με χαμηλή φωνή: «Παιδί μου, λέω να μην πάμε πια στα Ποτάμια. Δυσκόλεψαν πο λύ τα πράγματα και δε θα προλάβουμε να γυρίσουμε πίσω». «Μάνα, μη σε ακούσει η Ελισάβετ. Με το ζόρι την κρατάω ακό μα στην Πόλη, δεν τη χωράει ο τόπος. Έχω τους ίδιους φόβους με σένα, διότι τα τηλεγραφήματα που στέλνω στο χωριό γυρνάνε πί σω», της απαντά εκείνος χωρίς να κρύβει την ανησυχία του. «Βασίλ’ αγά, γιόκα μου, έχομε και τη μικρή. Πώς είναι δυνατόν να κάνουμε ένα τόσο μακρινό ταξίδι; Εδώ καλά δε βρισκόμαστε; Να φάμε έχομε, να πιούμε έχομε, το μόνο που πρέπει είναι να μεταφέ ρομε το μάλαμα και τα χρυσά από την Καππαδοκία. Και κοίταξε, παιδί μου, μη μιλήσεις σε κανέναν γι’ αυτό το θέμα και πάνε και μας τα ξεσηκώσουν όλα!» Την τελευταία πρόταση την προφέρει από συ νήθεια ψιθυριστά κοντά στο αφτί του. «Όχι, μάνα, δε λέω σε κανέναν τίποτα. Έπαψα να δίνω συμβου λές στην Ελισάβετ. Περιμένω μόνη της να δώσει τη λύση. Όλα τα πλούτη εκεί κάτω, μάνα, είναι δική της δούλεψη και κανείς δεν έχει δικαίωμα να τα διαχειριστεί ή ν’ αναλάβει την ευθύνη της μεταφο ράς χωρίς τη συγκατάθεσή της. Εκείνη θα αποφασίσει για το θέμα αυτό». «Μπράβο, παιδί μου! Τώρα έλα, μπας και την πείσουμε να κα
ΣΕΚΕΡΙΜ
141
θίσει στα αβγά της για να μη διακινδυνεύσουμε ένα τόσο δύσκολο ταξίδι διασχίζοντας τη μισή Τουρκία, που φλέγεται και κορώνει». Η Εμεριέ τούς σερβίρει το τσάι με μερικά κουλουράκια και τους καληνυχτίζει. Η Ελισάβετ αποσύρεται κι αυτή στο διπλανό δωμάτιο να κάνει λογαριασμούς και να ενημερώσει το ημερολόγιό της. Η μά να δεν της χτυπάει την πόρτα για να μη διακόψει τις σκέψεις της.
Η Αναστασία, κοριτσάκι ξανθό, στρουμπουλό σαν πορτρέτο που ξείίετάγεται από πίνακα του Ρούμπενς, κάνει βηματάκια κρεμασμένη από τα χέρια της Αϊσέ ή μπουσουλάει βγάζοντας χαρούμενες κραυ γές. Με αγκαλιά τις πάνινες κούκλες της με τα πορσελάνινα κεφά λια, που συναγωνίζονται την ομορφιά της, γελάει δείχνοντας τα δύο μικρούτσικα δοντάκια που στολίζουν εδώ και λίγο καιρό το στομα τάκι της. Κινείται γρήγορα κάτω από τα τραπέζια τραβώντας τα κε ντημένα τραπεζομάντιλα, σκορπίζοντας στο πάτωμα όλα τα μικρά πολύτιμα σουβενίρ της γιαγιάς Σεκερίμ. Η Αϊσέ, παρατηρώντας τη μικρή να μπουσουλάει επί ώρες, τη ρω τάει στοργικά: «Κουζούμ, πας ή έρχεσαι;» Και γυρνώντας στην Ελι σάβετ λέει: «Χανούμ εφέντιμ, η μικρή μπουσουλάει, μουσαφίρηδες θα έχουμε ή θα κάνουμε μακρινό ταξίδι». Η Ελισάβετ βρίσκει την προφητεία της Αϊσέ ανόητη, γυρνάει προς το μέρος της, την καρφώνει με το βλέμμα της αυστηρά και α παντά με τη σοβαρότητα που τη διακρίνει: «Αϊσέ, οι περιστάσεις μάς υποχρεώνουν να κάνουμε το ταξίδι στα Ποτάμια. Ο Θεός να δώσει να μην είναι το τελευταίο, διότι έξω στους δρόμους της Πόλης επικρατεί μεγάλη αναστάτωση και φοβάμαι. Σκέψου τι γίνεται στην κεντρική Τουρκία, που δεν υπάρχει κανένας νόμος!» και τραβώντας τις μεταξένιες κουρτίνες δείχνει απέναντι τα ανάκτορα. Έξω από τα ανάκτορα βρίσκονται αραδιασμένα έπιπλα και πο-
142
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
λυτελή αντικείμενα που κλέφτες και φτωχοί λεηλατούν ανενόχλητοι. Η κινητοποίηση του στρατού φτάνει με καθυστέρηση, και όλα προ δίδουν την κρίση του έθνους. Κατόπιν βηματίζει σκεπτική και παίρ νει θέση στο άλλοτε παρατηρητήριο της μαμής Μαρίκας, για κάτι παράξενο που βλέπει και δεν της αρέσει. Προσπαθεί να δώσει α νώδυνες εξηγήσεις. Απ’ τη μια το ευτυχισμένο μητρικό βλέμμα χαϊδεύει τρυφερά το κοριτσάκι παρατηρώντας το να παίζει ξένοιαστα με την κούκλα της κι από την άλλη η γυναικεία της διαίσθηση τη γεμίζει αγωνία και α νασφάλεια γι’ αυτό το παιδί που έφερε στον κόσμο και μεγαλώνει κά τω από αβέβαιες για το μέλλον του συνθήκες. Κοριτσάκι και κουκλίτσα φορούν το ίδιο μεταξωτό ροζ φόρεμα φτιαγμένα στο ατελιέ της γιαγιάς Σεκερίμ. Η κορούλα της είναι σαν αγγελάκι μέσα στο ροζ μπομπόν φορεματάκι με τις δαντελένιες γαρνιτούρες. Φοράει το ί διο χρώμα παπούτσια από νάπα ιταλική, ενώ μια ροζ μουαρέ κορ δέλα δένει τα χρυσαφένια μαλλιά στολίζοντας το κεφαλάκι. Η Ανα στασία δείχνει να ενοχλείται απ’ την πελώρια κορδέλα και με το λε πτεπίλεπτο μικρούλικο χεράκι δεν την αφήνει σε ησυχία τραβώντας τη διαρκώς για να την ξελύσει. «Αναστασία, μην τραβάς την κορδέλα, θα τη λύσεις, και ποιος ακούει τη γιαγιά σου, που την έδεσε τόσο ωραία!» φωνάζει η Αϊσέ για να σταματήσει η μικρή το τράβηγμα.
Κωνσταντινούπολη, μωσαϊκό χρνλων
Το ΚΑΦΕΝΕΙΟ «Το αριστοκρατικόν» είναι ο τόπος όπου συχνάζει η καλή κοινωνία του Πέραν. Οι απέραντοι κήποι του είναι επίγειος πα ράδεισος. Βρίσκεται σκαρφαλωμένο σ’ ένα λόφο, έχοντας στα πόδια του απλωμένο ένα όμορφο χωριό, όλη την κατάφυτη πεδιάδα με τους μενεξεδένιους μπαξέδες. Από κει πάνω οι εκλεκτοί πελάτες του αγναντεΰουν τα πλοία που χτενίζουν ήρεμα το Βόσπορο. Πάνω στα τραπέζια του καφενείου τα ασημένια τσαγερά αχνίζουν και ο χώρος ευωδιάζει Ανατολή. Η οθωμανική Βουλή είναι μαζεμένη εκεί και ρου φάει απολαυστικά τον καφέ από τα μικρά χρυσά φλιτζάνια. Πολιτι κοί και διπλωμάτες απολαμβάνουν τον παχύ ναργιλέ, καπνίζουν όπιο και έχουν καλή διάθεση. Οι ακτίνες του ήλιου λούζουν την πλαγιά και κάνουν τις αποχρώσεις του πράσινου στις φυλλωσιές των δέντρων και των θάμνων πιο απαλές. Πιο πέρα στο μεγάλο κιόσκι καμιά δε καριά Έλληνες πίνουν το ποτό τους σχολιάζοντας την άσχημη οικο νομική περίοδο που περνάει ολόκληρη η Ευρώπη. Πολλοί από αυτούς σκέφτονται να πάνε στην Τεργέστη και να κάνουν σοβαρές επαφές με τράπεζες και ατζέντηδες. Άλλοι προτείνουν ταξίδι στη Βιέννη και από κει στο Βουκουρέστι. Κάποιοι προτιμούν τη Γερμανία, γιατί οι Γερμανοί είναι καλοί σύμμαχοι και θα μπορούσαν να παρέχουν δι ευκολύνσεις στους Έλληνες επιχειρηματίες της Κωνσταντινούπολης. Ο αέρας του Βοσπόρου δε φτάνει στην Πόλη για να τη δροσίσει. Η ατμόσφαιρα, αποπνικτική, διοχετεύει την αψιά μυρωδιά του φό βου, που περνάει στις φλέβες κόβοντας την ανάσα. Στη γέφυρα του
144
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
Γαλατά αγκαλιάζονται ανάδελφοι λαοί και θρησκείες. Τα πλήθη κι νούνται σε αντίθετα ρεύματα, σμίγουν και αποχωρίζονται, σαν ένα τεράστιο ακορντεόν που ανοιγοκλείνει ασταμάτητα από το πρωί ως το βράδυ. Όλα εδώ είναι μαζεμένα σε εγκάρδιο συνωστισμό: τρά πεζες, ναυτιλιακές εταιρείες, διαμαντάδες, χρυσοχόοι, σαράφηδες, ενεχυροδανειστές, τοκογλύφοι, έμποροι, παντός είδους εστιατόρια, καπηλειά, κουρεία, πορνεία, και σε όλα αυτά μπαινοβγαίνουν Τούρ κοι, Έλληνες, Εβραίοι, Άγγλοι, Αρμένηδες, Καυκάσιοι, Φράγκοι, Ιταλοί, Αλβανοί, Βούλγαροι, Σλάβοι, γύφτοι και Ρώσοι. Οι ενδυμα σίες τους τρελαίνουν τη φαντασία των ανθρώπων. Αντικρίζεις ευρω παϊκές ρεντινγκότες με ημίψηλα καπέλα, γούνινες τόκες, καφτάνια που ανεμίζουν, σαλβάρια και βράκες που θροΐζουν, στρατιωτικές στολές, τουρμπάνια στραβοφορεμένα ή κόκκινα φέσια και χρωμα τιστά τσαρσάφ.* Πόρνες Ρωσίδες προσφυγοπούλες στέκονται μπρο στά στα ξενοδοχεία φορώντας πατοουλί, σκορπάνε προκλητικά χα μόγελα και πουλάνε φτηνό έρωτα στους περαστικούς. Μα η μυρω διά η πιο διάχυτη, που δεν επισκιάζεται από τίποτα, είναι αυτή των μπαχαρικών. Κάνει την ατμόσφαιρα μεθυστική, ώστε να γίνεται α ποδεκτό αυτό το ετερόκλητο πλήθος. Συχνά ξεπροβάλλουν άμαξες μεταφέροντας σπουδαία πρόσωπα. Πριν καλά καλά προλάβεις να διακρίνεις τον εκλεκτό που μεταφέρουν, χάνονται σηκώνοντας σύν νεφο από σκόνη. Οι αμαξάδες γνωρίζουν ποιον θα πάνε πού. Οι κα λοντυμένοι επιβάτες τους κατευθύνονται κυρίως προς τις ευρωπαϊ κές συνοικίες για να κάνουν τα ψώνια τους. Το λαμπρό και πασίγνωστο στους Ευρωπαίους ξενοδοχείο «Πέ ραν Παλλάς» δέχεται τις κομψές κυρίες με τις κόρες τους και συνε χίζει να δίνει τα απογευματινά τσάγια και τα χορευτικά σουαρέ, που εξακολουθούν να έχουν επιτυχία. Είναι το «νυφοπάζαρο της Πόλης». Εκεί συναντιούνται όλοι όσοι έρχονται από το εξωτερικό, και εκεί φαίνονται όσες αλλαγές έχουν γίνει προσφάτως στο παζλ της καλής πολίτικης κοινωνίας.
ΣΕΚΕΡΙΜ
145
Στο «Πέραν Παλλάς» συχνάζουν και Τούρκοι αξιωματικοί, που δεν απουσιάζουν ποτέ από τις κοσμικές συναντήσεις. Κάθονται και λιγουρεύονται εκ του μακρόθεν τις πανέμορφες Ελληνοπούλες, χω ρίς να μπορούν να τις πλησιάσουν. Στις αίθουσες του χορού οι ορ χήστρες παίζουν πόλκα, βιεννέζικα βαλς και αργεντίνικα ταγκό. Τα «σπαθάκια» έχουν πολλούς λόγους που δεν μπορούν να έχουν στην αγκαλιά τους, έστω και για ένα χορό, την όμορφη Ελληνοπούλα για την οποία χτυπάει η καρδιά τους. Ένας από τους λόγους είναι το χα μένο στρατιωτικό τους γόητρο μετά την τραγική ήττα του τελευταί ου πολέμου που υπέστη η αυτοκρατορία και ο άλλος λόγος είναι ο θρησκευτικός. Στέκονται μουδιασμένοι μισώντας τους πάμπλουτους εμπόρους που υποκλίνονται μπροστά στην ομορφιά των κοριτσιών. Οι καλοντυμένοι μεσήλικες κύριοι, με τα ολόχρυσα ρολόγια κρεμα σμένα στις καδένες, κρατώντας στο χέρι γάντια, πλησιάζουν τις κυ ρίες και δεσποινίδες, σκύβουν ελαφρά το κεφάλι και τις ζητούν για ένα χορό. Με αυτόν τον τρόπο κερδίζουν την παρφουμαρισμένη α γκαλιά τους. Ο χορός είναι ανάλαφρος σαν τα πουπουλένια φτερά που στολίζουν τις καλοχτενισμένες κουάφ των κυριών. Οι νεαρές α φήνονται με λιγωμένα κορμιά στο χάδι της μουσικής, παρασυρμέ νες από το φτερούγισμα της καρδιάς τους, προσπαθώντας να ξεπεράσουν στην τσαχπινιά η μια την άλλη, ενώ με ντροπαλά κοιτάγματα κορτάρουν τις μαύρες στολές και τα κόκκινα φέσια που στέκονται παράμερα και παρακολουθούν λυπημένα. Τι δε θα έδιναν και από τις δυο πλευρές να αντάμωναν τις αγκαλιές τους στις στροφές του βαλς και του ταγκό, για να νιώσουν αυτό που ζούσαν στα χαρέμια αι ώνες τώρα πανέμορφες νεαρές κοπέλες της Δύσης στην αγκαλιά των Οθωμανών σουλτάνων και αυλικών! Οι μανάδες παρακολουθούν τις κινήσεις, πιάνουν το νόημα και αγωνιούν. Η Σεκερίμ σκύβει και μουρμουρίζει στο αφτί μιας μητέρας: «Οι Τούρκοι αγαπούν φλογερά. Οι άντρες της καλής κοινωνίας ξεχωρίζουν. Είναι ανδροπρεπείς και ιδιαίτερα αξιοπρεπείς. Χρησι
146
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
μοποιούν γλυκά και κολακευτικά λόγια όταν πρόκειται να γοητέ ψουν μια γυναίκα». «Ουφ οι αναθεματισμένοι είναι κιμπάρηδες!» της απαντά η φί λη κυρία, βάζοντας αμήχανα κραγιόν στα χείλη της. Συζητούν μεταξύ τους εξαντλώντας παντελώς το θέμα και εξομολογούνται την ανη συχία τους αναφέροντας παραδείγματα από παρόμοια ζευγαρώμα τα αλλοθρήσκων και τρέμουν μην πέσουν τα κορίτσια τους και οι οικογένειές τους ίδια θύματα. «Φτου, φτου! Παναγιά μου! Μη μας τύχει κάτι τέτοιο, χαθήκα με!» μονολογούν και φτύνουν τον κόρφο τους, ενώ δε χάνουν από τα μάτια τους τις νεαρές κοπέλες που έχουν επικίνδυνα πλησιάσει τους Τούρκους αξιωματικούς φλερτάροντάς τους αδιάκριτα. Στην διπλανή σάλα του ξενοδοχείου, οι Βέλγοι έμποροι διαμαντιών παρέα με τους Αρμένηδες χρυσοχόους εξετάζουν με φακούς καρφωμένους στο μέτωπο τους διαμαντένιους θησαυρούς που έχουν απλωμένους πάνω στο μεγάλο τραπέζι. Φαίνονται συνεπαρμένοι. Άναρθρα επιφωνήματα ακούγονται πότε πότε και κάνουν τα βελγι κά λυκόσκυλα που τους περιφρουρούν να ανασηκώνουν τεντωμένα τα αφτιά μουγκρίζοντας και κοιτάζοντας ολόγυρα, έτοιμα να κατα σπαράξουν αυτόν που θα τολμήσει να πλησιάσει, έστω από περιέρ γεια και μόνο, το τραπέζι. Οι Εβραίοι και οι Αρμένηδες κλείνουν συμφωνίες μεταξύ τους και δίνουν τα χέρια. Ο χορός στη διπλανή σάλα ατονεί. Τα «σπαθάκια» θα ζητήσουν συγχώρηση από τον Αλλάχ γιατί ερωτεύτηκαν μια χριστιανοπούλα από το Πέραν και θα εξομολογηθούν στον ι μάμη την αμαρτία τους. Από το Μπλε Τζαμί, ο μουεζίνης καλεί τους πιστούς για την τελευταία προσευχή. Οι μουσουλμάνοι τρέχουν να βρουν ένα μέρος να προσευχηθούν. Από τις πόρτες του ξενοδοχείου ξεχύνεται ο παρφουμαρισμένος με γαλλικές κολόνιες αέρας των πλουσίων και κατευθύνεται προς τις τουρκογειτονιές. Εδώ ένας άλλος θεός είναι εγκατεστημένος. Πα
ΣΕΚΕΡΙΜ
147
νιού γύρω η μυρωδιά της μούχλας, τα κατουρήματα των σκύλων, κον γάτων και το νωπό χώμα. Είναι η άλλη πλευρά της Πόλης. Από ια τσατμαδένια παλιά μισογκρεμισμένα σπίτια ο αέρας φέρνει κο ν ιά τις απεγνωσμένες γυναικείες και αντρικές φωνές του φτωχομα χαλά, τις απειλές, τα χτυπήματα, το κλάμα, το θόρυβο των σπασμέ νων αντικειμένων, της.κλοτσιάς και της δυστυχίας. Πίσω από τα κα φασωτά παράθυρα περνάει κλεφτά το λιγοστό φως της λάμπας, που ιρεμοσβήνει χωρίς να ρίχνει σκιές. Δε διακρίνεται τίποτα. Μόνο η |<ουβή δυστυχία. Τα μυαλά ζητούν να πετάξουν έξω τις μνήμες. Να ιις εκτοπίσουν, να τις αδειάσουν στη λησμονιά. Η φτωχική συνοικία ζει για το σήμερα. Δε θυμάται το χθες, δεν επιθυμεί να μάθει τίποια για το αύριο. Μια μικρή παρέα από αμούστακα παιδιά, πσυ το στόμα τους μυρίζει πείνα, κάθονται στριμωγμένα δίπλα δίπλα στην εσοχή που κάνει το σοκάκι για να ζεσταθούν. Αυτή την εποχή η βραδινή υγρα σία τσακίζει τα κόκαλα. Η ομήγυρη ετοιμάζεται να ριχτεί στον πρώιο περαστικό και να του αρπάξει το πανωφόρι και ό,τι άλλο θα της ήταν χρήσιμο. Ποιος θα τους δει; Οι ζανταρμάδες δεν περνάνε πια από την περιοχή τέτοια ώρα, και σε κείνη τη γωνιά είναι καλά κα λυμμένοι. Ο μπεχτσής* παραβιάζει την ηρεμία τους, πραγματοποι εί τον τελευταίο του γύρο, αλλά ευτυχώς δεν τους αντιλαμβάνεται. Τι κι αν τους πιάσουν; Τουλάχιστον στο μπουντρούμι της φυλακής θα ζεστάνουν το κοκαλάκι τους, θα γεμίσουν το στομάχι και η κοιλιά τους θα σταματήσει να παίζει ταμπούρλο. Σηκώνουν μπαϊράκι στη ζωή οι πεινασμένοι. Ο καθένας έχει το δικό του λόγο. Συνωμοτούν μα λώνοντας. Μόλις οι φωνές υψώνονται σφυρίζουν «σιωπή» και περι μένουν το θήραμα να περάσει, να το χτυπήσουν και να σωθούν. Περιμένοντας καρτερικά κάνουν τον απολογισμό της μέρας ψιθυριστά και προγραμματίζουν τα επόμενα. Ακόμα καλά καλά δεν ξημέρωσε και από μακριά ακούγονται σαν συρτή μουσική τα άρβυλα του ζανταρμά. Τα κολλημένα κορμιά α-
148
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
ποκολλώνται και το βάζουν στα πόδια. Η φωνή του τελάλη και των μικροπωλητών δίνουν την εκκίνηση της καινούριας μέρας. 0 αέρας διαχέει τη φωνή τους, αφήνοντας τις καταλήξεις των λέξεων στα α φτιά. Τα παντζούρια των σπιτιών ανοίγουν με θόρυβο το ένα μετά το άλλο και μεμιάς κρέμονται κεφάλια ξεμαλλιασμένα κοιτάζοντας προς την κατεύθυνση της φωνής. Ρίχνουν από τα μπαλκόνια των τε τραώροφων σπιτιών τα σκοινιά με τα καλαθάκια και οι πλανόδιοι πωλητές τα γεμίζουν φρέσκα λαχανικά, ψάρια και νόστιμα φρούτα. Οι πεινασμένοι του φτωχομαχαλά το βράδυ θα αλλάξουν στέκι.
Ο Βασίλ’ αγάς διαβάζει την εφημερίδα καθισμένος στην πολυθρό να του γραφείου. Ο Αζίζ, ο Τούρκος εργάτης που είναι υπεύθυνος στις αποθήκες, μπαίνει σκυφτά και του παραδίδει ένα γράμμα, που έ φτασε πριν από λίγα λεπτά με έμπιστο άνθρωπο από τη Σμύρνη. Ο μικρός Αχμέτ τού σερβίρει τον απογευματινό αχνιστό καφέ και κά θεται κουλουριασμένος στα πόδια της πολυθρόνας του αφεντικού του, παίζοντας πεντοβολά με τα βότσαλα που μάζεψε στην παραλία της Χάλκης. Παίζει και σιγοτραγουδάει, ενώ συγχρόνως τα αφτιά του πιάνουν όλα τα μισόλογα που ξεστομίζει ο αφέντης του και οι ά κρες των ματιών του παρακολουθούν όλες τις κινήσεις του, καθώς α νοίγει το γράμμα που έλαβε σήμερα από τον Χρυσόστομο Σμύρνης. Το μήνυμα αναφέρει εκτός άλλων ότι: «Την παραμονή της Πρωτομαγιάς ο κυβερνήτης του αντιτορπιλικούΛεων πλοίαρχος κ. Μαυρουδής, που βρισκόταν στη Σμύρνη, έ λαβε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο τηλεγράφημα όπου αναφέρεται η απόφαση των Συμμάχων να γίνει στρατιωτική κατοχή της Σμύρνης και της ενδοχώρας από τον ελληνικό στρατό». Ενδιαφέρον μήνυμα! Επίτηδες του έστειλε τη χαρμόσυνη είδηση, δηλαδή την άφιξη των πολεμικών και μεταγωγικών πλοίων, για να
ΣΕΚΕΡΙΜ
149
ιου εκφράσει τον ενθουσιασμό του και να του αναγγείλει ότι ο αγώ νας τους δικαιώνεται. Ό τι το όνειρο αιώνων γίνεται πραγματικότηια. Κι αν έχουν σκοπό να επιστρέφουν στην Καππαδοκία, να το κά νουν άφοβα, γιατί τα ελληνόφωνα χωριά προστατεύονται από τον ελληνικό οτρατό, που πανίσχυρος προχωρεί προς την ενδοχώρα. Ό τι η Σμύρνη κολυμπάει στις κυανόλευκες σημαίες και εύχεται να φτά σει η ευλογημένη μέρα που θα ανυψωθεί η ελληνική σημαία και θα κυματίσει στην Κωνσταντινούπολη, στη δική του ιδιοκτησία με θέα ιη γέφυρα του Γαλατά, και ακόμα στο αρχοντικό του στα Ποτάμια ιης Καππαδοκίας αντίκρυ στα αγέρωχα βουνά και κόντρα στα τουρ κικά χωριά. Το γράμμα κλείνει με επαίνους και λόγια ηρωικά για ιούς όπου γης Έλληνες, γεμάτα νοσταλγία για Ελλάδα και λευτεριά. Γράφει ότι σύντομα θα τους επισκεφθεί στα Ποτάμια για να οργα νωθούν με τους δημογέροντες της περιοχής για την αρμονική συμ βίωση όλων των εθνικοτήτων. «Αχμέτ, φέρε ρακί να πιω. Σήμερα έχομε καλά νέα! Να πάρε λί γα γρόσια και κάν τα ό,τι θέλεις!» Ο μικρός υπηρέτης παρατάει το παιχνίδι και τρέχει χορεύοντας να φέρει το ρακί. Ο Βασίλ’ αγάς, βενιζελικός μέχρι το μεδούλι, πανηγυρίζει με το γράμμα. Ιδρώνει από τη χαρά που έρχεται μετά την ταραχή. Βγά ζει από την τσέπη το μαντίλι που έχει κομπόδεμα το μάλαμα και ιιριν προλάβει να το λύσει σκουπίζει το ιδρωμένο μέτωπο και τα δακρυομένα μάτια. Ο ιδρώτας, τα δάκρυα και το μάλαμα γίνονται έ να, και ο δεμένος κόμπος κατεβαίνει στο λαιμό και από κει στην καρδιά σαν χρυσή ελπίδα. Μετά την πρώτη συγκίνηση βγαίνει χαρούμενος στο μπαλκόνι, ιιαίρνει βαθιές αναπνοές, τεντώνεται και ανοίγει τα χέρια φωνάζοντας: «Θεέ μου και Αϊ-Γιώργη μου, σας ευχαριστώ!». Ακουμπάει στα κάγκελα του μπαλκονιού, σκύβει, κοιτάζει δεξιά αριστερά και ανα ρωτιέται: Πώς θα είναι οι δρόμοι της Κωνσταντινούπολης με τις ελ-
150
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
ληνικές σημαίες κρεμασμένες να κυματίζουν καθημερινά μπροστά του και τα βαποράκια να πηγαινοέρχονται στο Βόσπορο στολισμέ να με τη γαλανόλευκη; Σέρνει το βλέμμα του κατά μήκος της γέφυ ρας μέχρι την κορυφή του Πΰργου του Γαλατά. Εκεί είναι η θέση της, από εκεί θα την καμαρώνει καλύτερα. Πάνω στην αγαπημένη του γέφυρα του Γαλατά, τα πάντα μετα μορφώνονται, παγκοσμιοποιουνται, βρίσκονται σε ουδέτερο έδα φος. Οι ιδέες και τα όνειρα αιωρουνται πάνω από τα κύματα. Αν η γέφυρα υποχωρήσει, οι ήπειροι αποχωρίζονται η μία από την άλλη. Όλα γίνονται Μαύρη Θάλασσα και η θάλασσα κυρίαρχος της κα ταστροφής. Πρέπει το γρηγορότερο να μιλήσει με την Ελισάβέτ και τη μάνα.
ΔΥΣΚΟΛΕΣ ΜΕΡΕΣ
Απο ΤΗ ΜΕΡΑ που ανέβηκε στο θρόνο ο νέος σουλτάνος Μεχμέτ ΣΤ'Βαχιντεντίν, η Τουρκία αλλάζει πρόσωπο. Μετά τα αλψμόνψα γεγονότα των εορ τών και τη λάμψη των βεγγαλικών, που έκαναν τις νύχτες φωτεινές σαν μέρες, όλα άρχισαν να σκοτεινιάζουν και να μοιάζουν με τις αφέγγαρες νύχτες του χει μώνα. Οι αυτοκρατορικές φρεγάτες με τα πολύχρωμα πανιά και τις λογης λογης κρεμασμένες παντιέρες βγήκαν από το Βόσπορο και κλείστηκαν σε σκοτει νούς ναύσταθμους χωμένους στις κουφάλες των βράχων. Σταμάτησαν οι ιστιο πλοϊκοί αγώνες, που έδιναν μια ξεχωριστή αίγλη και αρχοντιά. Οι στολισμένες βάρκες με λουλουδένιες γιρλάντες, που γλιστρούσαν χαρούμενα και διέσχιζαν τα καταγάλανα νερά του Κεράτιου κόλπου, εκτελώντας ατέλειωτα χιλιόμετρα για τους μουσικούς περιπάτους των όμορφων κυράδων, έχασαν τα στολίδια τους. Τα παρέσυρε η Μαύρη Θάλασσα στο βυθό της. Οι ευνοούμενες, πανέμορφες κοπέλες με άστατο ψυχισμό, οι περισσότερες διεφθαρμένες και αδίστακτες τυχοδιώκτριες που αγαπήθηκαν παράφορα από αθάνατους σουλτάνους και θνη τούς γοητευτικούς παλατιανούς και ευνούχους, κοιτάζουν τα πλοία και τιςβάρ κες από τα καφασωτά των παραθύρων των πολυτελών καταλυμάτων τους και κλαίνε γοερά. Διερωτώνται τι θα απογίνουν. Γιατί ήρθαν οι δύσκολες μέρες της φτώ χειας και της κακομοιριάς; Και ποιος τις προκάλεσε; Η Πόλη βγάζει τα χρυσοκεντημένα ενδύματα των βεζίρηδων και ντύνεται με φτωχικά ρούχα, που ήταν, από παλιότερους δύσκολους καιρούς, φυλαγμένα και καταχωνιασμένα στα μπαούλα. Οι δρόμοι της πλούσιας ελληνικής συνοι κίας στο Πέραν, τα γραφικά προάστια και θέρετρα Τούρκων πριγκίπων και ξέ νων εκπροσώπων γεμίζουν ρακένδυτους διακονιάρηδες, γύφτους, Ρώσους προ-
152
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
σφνγες και χωρικούς από την Ανατολή, πον κρεμασμένοι στα λευκά δαντελω τά κάγκελα του Ντολμαμπαχτσέ και των άλλων κυβερνητικών κτιρίων ζητάνε να ακουστεί η φωνή τους, ζητάνε ψωμί και νερό. Ζητάνε βοήθεια. Το κατάντη μα το έφεραν οι διαρκείς πόλεμοι τόσων ετών και η φθορά του τουρκικού έθνους, που οδήγησαν σε πολιτική και κοινωνική χρεοκοπία. Ο ανύπαρκτος τουρκικός στρατός και η κατάληψη της Σμύρνης από τους Συμμάχους είναι και η θανα τική καταδίκη ολόκληρης της οθωμανικής αυτοκρατορίας, γεγονός που άργη σε αλλά ήρθε με μερικούς αιώνες καθυστέρηση. Το θέαμα είναι ανατριχιαστικό και συγκινητικό ακόμα και για τους μη μουσουλμάνους. Στους δρόμους σέρ νονται στρατιώτες ακρωτηριασμένοι από τον πόλεμο, και άλλοι ακόμα έχουν α νοιχτές πληγές στο κορμί που αιμορραγούν. Ακουμπούν σχεδόν κρεμασμένοι στις μάντρες των πλουσιόσπιτων και των παλατιών εκλιπαρώντας τον οίκτο. Κουβα λούν σαν βάρος τον ηρωισμό που κέρδισαν στα πεδία των μαχών. Δυστυχώς, κα νένας δεν τους συμμερίζεται. Κανένα λεξικό δεν ερμηνεύει με μιά ιδιαίτερη λέ ξη την ταπείνωση και την κατάντια των πολεμιστών. Τι θυσίασαν; Για ποιο λό γο θυσιάστηκαν; Αυτή τη δύσκολη ώρα της πείνας τους, μπορούν να πιστέψουν σε ιδανικά; Ακόμα και οι σιδεριές στις καγκελόπορτες που αγγίζουν νιώθουν το βάρος ενός «ήρωα επαίτη». Οι πολίτες φοβούνται και απομακρύνονται. Φοβού νται την αγανάκτηση και την κατάρα τους. Απομακρύνονται για να μην κολ λήσουν την αρρώστια που κουβαλούν, τη χολέρα, την κακοδαιμονία, τη δυστυ χία. Δεν αντέχουν την οσμή που αναδίδεται από τα βρόμικα κορμιά τους. Άρα γε οι περαστικοί, κι αυτοί που τάχα δείχνουν ότι τους πονάνε και ότι τους συμπαρίστανται μ ένα κάλπικο γρόσι, έχουν να τούς προσφέρουν κάποια βοήθεια πιο ουσιαστική που θα αποκαταστήσει το χαμένο εγωισμό τους; Ορισμένοι ά φραγκοι σταματούν μπροστά τους, βυθίζουν τα δυο χέρια στις τσέπες των παντελονιών τους, τάχα ψάχνοντας κάτι να βρουν. Τινάζουν τις άδειες τσέπες επι δεικτικά στον αέρα με αποδοκιμασία. Δάχτυλα και τσέπες γίνονται ένα. Ούτε αέρας δεν περνάει ανάμεσά τους! Μόνον ο δύσκολος καιρός περνάει από πα ντού, σαρώνει και κατακτά τα πάντα. Το κακό είναι ότι θα διαρκέσει πολύ. Πό σο; Κανείς δεν μπορεί να ξέρει.
Πρόσκληση της Σεκερίμ στο χαμάμ
Το Π ΡΩ Ι ΜΙΑ ΑΜΑΞΑ σταματάει μπροστά στην πόρτα της Ελισάβετ. Ένας Τούρκος με καστανοκόκκινο μουστάκι βγαίνει διορθώνοντας με κινήσεις προσεκτικές το φέσι του. Καλοντυμένος με καφέ σαλβάρι, άσπρο πουκάμισο και καφέ γιλέκο, φοράει στο στήθος μια διακρι τική κονκάρδα. Αναοηκώνει το κεφάλι, ατενίζει το αρχοντικό, με τράει με το βλέμμα τα πατώματα και με αργό βήμα ανεβαίνει τα λί γα σκαλιά χτυπώντας την πόρτα του Βασίλ’ αγά. Ανοίγει η Εμεριέ, τρέχει πίσω της η μαντάμ Ροζ, η Γαλλίδα γκουβερνάντα που ο Βα σίλ’ αγάς έφερε πρόσφατα στο σπίτι για να μεγαλώσει τη μικρή του κόρη. Γεμάτες περιέργεια παραλαμβάνουν το μήνυμα που ο παλατιανός αγγελιοφόρος τους επιδίδει. Είναι μια περγαμηνή τυλιγμένη σε ρολό για τη Σεκερίμ, από τη μητέρα του πατισάχ. Με χαρούμενες φωνές τρέχουν στο ατελιέ της Σεκερίμ και της το παραδίδουν λέγοντάς της «Σεκερίμ, τάξε μας!». Οι μαθήτριες αφή νουν τις βελόνες και τις χρυσές κλωστές από τα χέρια και μαζεύονται γύρω από τη δασκάλα τους να ακούσουν το περιεχόμενο του Υψη λού γράμματος. Εκείνη τάζει, και τι δεν τάζει! Παίρνει την περγα μηνή και γεμάτη έκπληξη και περιέργεια, διότι πίστευε πως τα χα ρούμενα χρόνια στο παλάτι πέρασαν ανεπιστρεπτί, κατεβαίνει στην κουζίνα όπου βρίσκεται η Ελισάβετ. Η Σεκερίμ στρογγυλοκάθεται στον καναπέ με απλωμένη τη φούστα, καταλαμβάνοντάς τον ολό κληρο, σαν το παγόνι που ανοίγει τις φτερούγες, περιμένοντας η γραμματιζούμενη κόρη της να διαβάσει το μήνυμα που ευωδιάζει κα
154
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒλΚΑ
λά νέα. Η Ελισάβετ ανοίγει με αργές κινήσεις το πολύτιμο χαρτί και διαβάζει προσεκτικά με δυνατή φωνή θαυμάζοντας τα φινετσάτα χρυσά διακριτικά της οθωμανικής τούγκρας, που έχουν τυπωθεί α νάγλυφα στον εκρού πάπυρο. Πρόκειται για μια ευγενική πρόσκλη ση στα ανάκτορα εκ μέρους της βαλιντέ σουλτάνας προς τη Σεκερίμ. Πρόσκληση για μια ολόκληρη μέρα, που θα αρχίσει με χαμάμ, με ανάπαυση και μετά θα ακολουθήσει επίσημο γεύμα γυναικών, γεμάτο τελετουργία, μουσική και φαντασία. «Ελισάβετ μου, την πρόσκληση να την κάνουμε κάδρο και να το κρεμάσουμε στον τοίχο. Δε συμφωνείς; Θα είναι πολύ ωραίο και θα στολίσει το σαλόνι μας». Η Ελισάβετ την κοιτάζει καλά καλά και ξεσπάει σε γέλια. Η Σεκερίμ θυμώνει. «Γιαβρί μου, τι αστείο είπα και γελάς με την καρδιά σου; Αν ζη τούσα να κρεμάσεις στον τοίχο κανένα κάδρο με τοπίο που θα ήτανε γεμάτο αγελάδες και πρόβατα που αγαπάς, σίγουρα θα ο έκανα ευτυχισμένη. Μάθε όμως ότι αυτό που κρατάς στα χέρια σου έχει πολύ μεγάλη αξία για μένα». Η Σεκερίμ χαίρεται και περηφανεύεται για την τιμή που της έ γινε. Δε δέχεται με τίποτα να της χαλάσουν αυτή την πολύ όμορφη μέρα και μέσα στο μυαλό της άρχισε κιόλας η προετοιμασία. Απα ντά καταφατικά μ* ένα τεράστιο μπουκέτο από πολύχρωμα τρια ντάφυλλα, που η Αϊσέ κόβει στο άψε σβήσε από τον κήπο τους και τα στέλνει με τον αγγελιοφόρο στη βαλιντέ. Η άμαξα που μεταφέρει την απάντηση απομακρύνεται. Μάνα και κόρη αγκαλιάζονται και εύχονται να είναι όλοι τους καλά και να απολαμβάνουν τη ζωή που η τύχη γενναιόδωρα τους χάρισε. Η Σεκερίμ αγαπάει το μεγαλείο, λέει και ξαναλέει: «Εγώ, κόρη μου, έπρεπε να ζω στο χαρέμι. Εκεί μέσα είναι η θέ ση μου! Αχ, σουλτάνε μου Αμπντούλ Χαμίντ μου, ήσουν πολύ κιμπάρης! Μεγάλε σουλτάνε, σ’ αγάπησα!».
ΣΕΚΕΡΙΜ
155
«Ανετζίμ, ποιος ήταν ο πιο ευγενικός σουλτάνος από όλους που υπηρέτησες;» ρωτάει η κόρη της για να καλμάρει τη συγκίνησή της. «Γιαβρί μου, τι με ρωτάς τώρα! Κάθε αυτοκρατορική μεγαλειό τητα είχε και κάτι το ιδιαίτερο, που έκανε την καρδιά μου να χτυ πάει. Τι να πρωτοθυμηθώ! Τρεις σουλτάνους, τρεις μεγαλειότητες. Είμαι στην υπηρεσία τους από το 1876. Το σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίντ τον αγάπησα πολύ. Δέθηκα μαζί του και τον σκέφτομαι πάντα. Ο σουλτάνος Ρεσάντ ήταν ευγενικός και ο σουλτάνος Βαχιντεντίν έ χει καλούς τρόπους και τα έχει καλά με τους Εγγλέζους. Τον Μουράτ Ε' δεν τον γνώρισα. Λέγανε ότι ήταν άρρωστος ο καημένος! Ήταν όμως πολύ όμορφος, σεμνός, μορφωμένος και πολύ διακριτικός». «Μάνα μου, μη λες ψέματα», την κόβει η Ελισάβετ. «Εγώ, γιαβρί μου, δε θα ομολογήσω τίποτα. Όλοι τους μου φέρ θηκαν καλά. Ήμουν μικρή κοπελίτσα και πολύ όμορφη όταν πήρα τη θέση της γιαγιάς σου της Χατζή Κατερίνας στο παλάτι. Τα νιάτα μου ήταν σαν τα κρυστάλλινα νερά και το κάλλος μου πολυτραγουδισμένο στο Πέραν. Ολόκληρη η Καππαδοκία μιλούσε για τα μάτια μου, που με φόβο άφηνα ακάλυπτα. Όμως, απ’ όπου κι αν πέρασα, σεβάστηκαν την ομορφιά μου, γιατί γνώριζαν ότι είχα την προστα σία του σουλτάνου μου. Όταν έμπαινα στο χαρεμλίκ, ήθελαν να με κρατήσουν δική τους. Η ισχυρή θέση του πατέρα μου εμπόδισε το κλείσιμό μου στο χαρέμι. Αν με κρατούσαν διά της βίας, θα έπινα αυτό που κρατάς φυλαγμένο στα στήθια σου, το δηλητήριο, γιατί ή θελα να είμαι ελεύθερη και όχι έγκλειστη. Αγαπούσα τα μάτια των αφενιάδων καθώς με χάιδευαν με τα αχόρταγα γλυκά τους μάτια. Όταν βρισκόμουν κοντά τους, δίπλα τους, με τρατάρανε σαμπάνια, το ξενόφερτο λευκό γαλλικό κρασί που αφρίζει. Έγλειφα με τα χεί λη μου τα αυτοκρατορικά ποτήρια και ήταν μεγάλη χαρά!» «Σεκερίμ, πίνατε σαμπάνια;» απορεί η μαντάμ Ροζ και δαγκώνει τα χείλη της. «Ναι, Ροζ, πίναμε σαμπάνια και γινόταν κέφι τρελό».
156
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
«Απορώ πώς δεν τούρκεψες με τόση αγάπη που σου έδειχναν ό λοι τους, από τη βαλιντέ μέχρι τη νεότερη κοπέλα του χαρεμιού!» «Όταν μου μιλούσαν τρυφερά φωνάζοντάς με Σεκερίμ και με καλόπιαναν με το μάλαμα στις χούφτες και τις λιχουδιές, που τρατά ριζαν μόνο στους εκλεκτούς, έμοιαζα να ήμουν δική τους, αλλά δεν ήμουν!» «Το σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίντ τον έβλεπες συχνά;» τη ρωτάει περίεργα η μαντάμ Ροζ. «Τον συναντούσα σχεδόν καθημερινά...» και διακόπτει την αφή γηση για να συγκροτήσει τα δάκρυα που φτάνουν στις κόγχες των μα τιών της. Η Ελισάβετ κάνει νεύμα στη Γαλλίδα να μη συνεχίσει. «Όταν ταξίδεψα στους Αγίους Τόπους προσευχήθηκα πρώτα για το σουλτάνο μου και μετά για την οικογένειά μου, διότι ήταν ο προ στάτης της. Την ώρα που βαφτιζόμουν από τα χέρια του πατριάρχη Ιεροσολύμων στον Ιορδάνη ποταμό, οι κάλφες κάθονταν παράμερα και παραφυλούσαν για τη σωματική μου ακεραιότητα. Με πηγαινοέφερναν σαν δοξασμένη. Όταν κατεβαίναμε στο χωριό μας στα Ποτάμια, μας συνόδευαν δέκα αραμπάδες με κάλφες και δούλους Σουδανούς και Μαυριτανούς, που έμεναν ξύπνιοι μερόνυχτα για να είμαστε ασφαλείς. Θυμάσαι, παιδί μου Ελισάβετ, που έπαιζες με τα φέσια τους;» «Θυμάμαι, μάνα. Μα περισσότερο από όλα θυμάμαι τη χαρά σου όταν ερχόσουν το βράδυ από το παλάτι. Ή ταν σαν να γύριζες από τον παράδεισο. Λέω αλήθεια;» «Ναι, κουζούμ.* Ζούσα στον παράδεισο, σαν τα πουλιά που κα θισμένα στα καρπερά κλωνάρια των δέντρων τσιμπάνε από τους καρπούς τους και κελαηδάνε ευτυχισμένα». «Εφέντιμ, όταν τους πήγαινες τα κεντημένα ρούχα, πώς σε υπο δέχονταν;» ρωτάει η Αϊσέ, που μένει πάντα εκστατική από τις διη γήσεις της μεγάλης κυράς της. «Διέκρινα τον ενθουσιασμό στα πρόσωπά τους. Οι σουλτάνες κα
ΣΕΚΕΡΙΜ
157
μάρωναν τα χρυσοποίκιλτα ρούχα τους. Ευχαριστιόντουσαν με τη δουλειά μου, διότι έβαζα επάνω τον ουρανό και τ άστρα, τα επίγεια άνθη και τα άνθη του παραδείσου. Όταν στόλιζα τα καφτάνια τους με πολύτιμα ρουμπίνια, διαμάντια και σμαράγδια, έμοιαζαν να μην τα άγγιξαν τα δικά μου απλά χέρια. Στα σαρίκια του πατισάχ διά λεγα τα πλουμισμένα φτερά των παραδείσιων πουλιών, τα φερμένα από τις Ινδίες και τα ξωτικά νησιά του Ειρηνικού και του Ινδικού Ωκεανού. Χώρες μακρινές, που δεν μπορώ ούτε καν να τις ονειρευ τώ. Ό ,τι περίσσευε το έπαιρνα μαζί μου και το χρησιμοποιούσα σαν μοντέλο για τις τρέσες που κεντούσα γύρω γύρω στις κάπες, στα γι λέκα και στα καλύμματα των κρεβατιών. Ακόμα τα καθημερινά τους φέσια, τα μικρά ρούχα του ύπνου και τις φορεσιές του περιπάτου ε γώ τα διάλεγα. Μαζί με την εσβαψί μπασί και τις ράφτρες προσέ χαμε να μην υπάρχει ένα φλόσι που να πετάει ή το παραμικρό ξέ φτι, κάθε φορά που ετοιμάζαμε τα επίσημα κοστούμια του σουλτά νου για τις επίσημες εμφανίσεις του στους καλεσμένους και στο λαό του. »Οι γυναίκες που είχε στην προσωπική του υπηρεσία ήταν τίμιες, δε με αδικούσαν καθόλου και ποτέ. Είχαν εντολές να με σέβονται, και το έκαναν με το παραπάνω. Δούλεψα μαζί με μόδιστρους φερ μένους από το Παρίσι και από τα χέρια μου πέρασαν οκάδες μικροσκοπικές πέρλες που κέντησα πάνω στα μεταξωτά, σε μπροκάρ δαμασκηνά. Οι πέρλες έρχονταν από την Κύπρο, δώρο στο σουλτά νο. Ξενυχτούσα συχνά με τις μαθήτριές μου, με το λιγοστό φως από τις λάμπες, για να τελειώσω τις μπέρτες και τα σακάκια από λιβα νέζικο βελούδο. Η βελόνα με τη χρυσή και ασημένια κλωστή δεν έ πεφτε απ’τα χέρια μου. Και τι δεν κέντησαν τα χέρια μου! Και τι δεν εφεύρισκε ο νους μου! Χμ! Ακόμα και το πολύτιμο κεφάλι τους σε δικό μου κεντημένο προσκέφαλο το ξεκουράζουν μέχρι σήμερα προς μεγάλη ζήλια των παλλακίδων». «Έλα, μάνα, καλοπέρασες στο παλάτι εκείνη την εποχή. Μην ξε
158
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
χνάς τη βαλιντέ χανούμ, τη μάνα του Αμπντούλ Χαμίντ. Ακόμα και μένα καλόπιανε για να σε έχει δική της. Συχνά σας έβλεπα να λέτε μυστικά και να κρύβεστε από τις άλλες». «Ελισάβετ, μη με φαρμακώνεις! Ξέρεις ότι θυσίαζα τα πάντα για να τους ευχαριστήσω. Τα δώρα τους ποιος δε θα τα ζήλευε;» Δείχνει το υπέροχο ντεκολτέ της που στολίζει ένα σπάνιο εγγλέζικο παντατίφ και συνεχίζει: «Κοίτα το μάλαμα, τζιγέρι μου, που στολίζει τα καρέ μας! Στα χέρια μας τρία τρία φοράμε τα δαχτυλίδια χάρις στον πολυχρονεμένο και στη γενναιοδωρία του. Όμως χάρις στην προ στασία του Θεού κρατάω γερά και δυνατά τα χέρια μου. Κουζούμ, τα παιδιά σου θα τα βρούνε μια μέρα όλα αυτά τα καλά και θα τα χαίρονται». «Ανετζίμ, δούλεψες και πληρώθηκες, δε σ’ τα χάρισαν. Σε στε ρήθηκα. Μεγάλωσα με τις δασκάλες και τις υπηρέτριες χωρίς τη μά να μου! Λίγο το έχεις;» «Και σε μένα έλειψες, παιδί μου. Κάποτε θα μάθεις για ένα με γάλο πόνο που έχω στην καρδιά, και σαν μάνα που είσαι και συ θα με καταλάβεις». «Εφέντιμ, ο Θεός σε προστατεύει και τα άγια λείψανα που κέ ντησες τα άμφιά τους!» της λέει η Εμεριέ και φιλάει τα χέρια της κυράς της. Η Σεκερίμ συγκινείται. «Έλα, μάνα, βρήκες τη στιγμή να συγκινηθείς!» λέει η Ελισάβετ και τη σφίγγει στην αγκαλιά της. «Είναι ζήτημα αν θα με θυμούνται, Ελισάβετ, τα παιδιά σου! Ωστόσο να τους μιλάς πότε πότε και για μένα», της απαντά εκείνη με παράπονο. «Ανετζίμ, πες μου τώρα, κλαις αληθινά ή είναι από το κρεμμύ δι που καθαρίζει η Αϊσέ;» αστειεύεται η Ελισάβετ για να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα και να ξαναφέρει το γέλιο στα χείλη της μητέρας της.
ΣΕΚΕΡΙΜ
159
Η μαντάμ Ροζ εμφανίζεται στην πόρτα της κουζίνας κρατώντας από το λιλιπούτειο χεράκι τη μικρή Αναστασία η οποία φωνάζει «έ λα, γκιαγκιά!» με γαλλική προφορά, και όλοι σκάνε στα γέλια. Η γιαγιά, έτοιμη να δώσει αγάπη και χαρά σε όποιον τη ζητήσει, αρπάζει στην αγκαλιά της τη μικρή δική της Αναστασία, που λου σμένη στις ξανθές μπουκλες χαμογελάει και της κάνει ναζάκια τρα βώντας το υπέροχο κόσμημα που κρέμεται στο λαιμό της και βρίσκει την ευκαιρία να παίξει με αυτό, μιας και το έχει για πρώτη φορά τό σο κοντά στα χεράκια της. Ενθουσιασμένη η Σεκερίμ της δίνει ένα ρουφηχτό φιλί, βγάζει από το λαιμό της το παντατίφ με τα παβέ δια μάντια, δώρο μεγάλης αγάπης του πατισάχ της, και το περνάει στο λαιμό της εγγονής της. Το λαμπερό κόσμημα απεικονίζει τριαντά φυλλο. Τα πέταλα και ο μίσχος είναι καλυμμένα με διαμάντια, και τα φύλλα με μικρά σμαράγδια. Το κεντρικό διαμάντι του άνθους έ χει μέγεθος φουντουκιού. Η Σεκερίμ με μάτια δακρυσμένα φέρνει το πολυαγαπημένο της εγγονάκι στο στήθος, στο μέρος της καρδιάς, εκφράζοντας την ευχή: «Τζιτζίμ,* να είσαι τριανταφυλλένια, να το φοράς και να λάμπεις όπως το τριαντάφυλλο αυτό! Οι πέτρες του και η ομορφιά του να θε ραπεύουν κάθε πόνο του σώματος και τον καημό της καρδιάς σου όταν θα πονέσει από αγάπη. Να τραβάς το βλέμμα του κόσμου πά νω σου! Να το χαίρεσαι και να το καμαρώνεις. Είναι δοσμένο από μεγάλα χέρια και ακόμα πιο μεγάλη είναι η αγάπη που το συνοδεύ ει. Από αυτή τη στιγμή είναι δικό σου!» «Ανετζίμ, μην το κάνεις αυτό! Εσύ δουλεύεις και τα κερδίζεις με τον κόπο σου. Τα χεράκια σου να ναι καλά! Θέλω να το χαρείς ε σύ πρώτα. Σε παρακαλώ άσε τους άλλους, μην τους σκέφτεσαι!» λέει η Ελισάβετ και συμπληρώνει συγκινημένη: «Ανετζίμ, η μεγα λοπρέπεια και η γενναιοδωρία σου δεν έχουν ταίρι. Είσαι μοναδι κή. Άραγε θα σου μοιάσει κάποιος άλλος στην οικογένεια; Θα έχει ιην τύχη να πάρει από τα γονίδιά σου; Να κάνει δηλαδή τον κό
160
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
σμο γύρω του ευτυχισμένο, όπως μας κάνεις καθημερινά εσύ, μά να μου;» «Έλα, Ελισάβετ, βοήθησε με να ετοιμαστώ», λέει η Σεκερίμ και βιάζεται. «Σε δύο μέρες είναι η πρόσκληση. Πρέπει να σκεφτούμε τι δώρα θα πάρω μαζί μου για να ευχαριστήσω τις σουλτάνες. Οι μι κρές πριγκίπισσες μ αγαπούν, θα τους το ανταποδώσω. Θα φτιάξω γι’ αυτές μια καινούρια ιστορία. Θα τους διηγηθώ την ιστορία του Ιη σού Χριστού μας. Θα τη λαμπρύνω με όμορφα λόγια και θα μιλήσω για τα θαύματά Του. Κρέμονται από το στόμα μου όταν τους μιλάω για τη θρησκεία μας. Θα τους παρουσιάσω όλα τα πρόσωπά Του και τη θεϊκή Του δύναμη, καθώς και τον πανάγαθο Θεό που έκρυβε στην ανθρώπινη υπόστασή Του. Ανάμεσά τους είναι και πολλές χριστιανές που ασπάστηκαν τη μουσουλμανική θρησκεία από ανάγκη. Και μετά θα κεντήσω την ιστορία μου πάνω σε βελούδινη μπάντα να την κρεμάσουν στον τοίχο και να θυμούνται τη χριστιανή κεντήστρα που πέρασε από το παλάτι. Ο Αμπντούλ Χαμίντ ζητούσε συχνά την προστασία του δικού μου Θεού για να κρατηθεί στο θρόνο». Σκουπίζει τα λιγωμένα από τη συγκίνηση μάτια της και με μελένια λόγια, που βγαίνουν σιγά σιγά από τα βελούδινα χείλη της, ζη τάει τη γνώμη της κόρης της. «Ελισάβετ μου, τι θα έλεγες να πάρω το βάζο με το μέλι, εκείνο με τα τριαντάφυλλα που ρίξαμε για μυρωδιά και χρώμα; Να έπαιρ να ακόμα και το μαντίλι, το κεντημένο με πέρλες και ζαφείρια, να το κάνω δώρο στη βαλιντέ χανούμ;» «Ανετζίμ, αυτό το μαντίλι το κρατάμε τάμα στον Αϊ-Γιώργη μας στα Ποτάμια, να σκεπάσουμε την αγία τράπεζα και είπες ότι θα κε ντούσες και το κάλυμμα για το άγιο δισκοπότηρο ασορτί μ’ αυτό! Αν θέλεις να κάνεις ένα κεντημένο δώρο, πάρε το γαλάζιο σάλι με τα χρυσά κρόσσια. Μη θυμώσουμε τον άγιο!» απαντά η κόρη της, που δεν ξεχνά τις υποσχέσεις και τα τάματα στους αγίους προστάτες τους. Η Σεκερίμ, πάντα καλόβολη, εμπιστεύεται τη σοφή Ελισάβετ και
ΣΕΚΕΡΙΜ
161
δεν αναλογεί. Αφού πρόκειται για το τάμα στον άγιο, πρέπει να την ακούσει. Ό ,τι λέει η κόρη της είναι σωστό. Σ’ αυτόν όμως που έχει ιδιαίτερη αδυναμία είναι ο γαμπρός της. Τον εμπιστεύεται και τον υπακούει με τυφλά μάτια, γιατί οι αποφάσεις του είναι ιερές. Τον α γαπάει, τον σέβεται και δεν του χαλάει χατίρι. Ακόμα και σε πράγ ματα που η κόρη της δε συμφωνεί και ούτε καν τα συζητάει, παίρ νει τη θέση εκείνου και τον υπερασπίζεται. Η Σεκερίμ έχει μια ιδιαίτερη χάρη στους τρόπους της και μια επιδεξιότητα να πείθει. Είναι γενναιόδωρη σαν την καλή τύχη, γελα στή σαν την καλή χαρά, ευτυχισμένη σαν την καλή ώρα και ακούρα στη σαν τη γη που γυρνάει γύρω από τον ήλιο. Ο γλυκός λόγος στο στόμα της αντηχεί σαν χαρμόσυνη καμπάνα. Η Ελισάβετ δεν τολμά να χαλάσει το χατίρι της μάνας. Προσπαθεί να πραγματοποιεί τις ε πιθυμίες της και να μην την κακοκαρδίζει. Η σκληρή στο χαρακτή ρα Ελισάβετ καμαρώνει τη μάνα. Τη θεωρεί το πιο σπάνιο δώρο που της χάρισε ο Θεός. Θαυμάζει την ενεργητικότητα και την καλή της διάθεση. Θεωρεί ευλογία που γεννήθηκε από αυτή τη γυναίκα. «Ανετζίμ, γλυκιά μου ανετζίμ, μη σε χάσω ποτέ!» σκέφτεται και μελαγχολεί σαν περνάει η καταραμένη σκέψη από το νου της ότι κάποτε θα χάσει τη μάνα της. «Ω Θεέ μου!» ξεφωνίζει. «Τι έπαθες, παιδί μου;» «Τίποτα, μάνα, κακή σκέψη πέρασε από το νου μου. Μη χολοσκάς. Όπως ήρθε θα φύγει!»
Η Σεκερίμ στο παλάτι θα συναντηθεί με όλο τον αγαπημένο της κα λό κόσμο. Οι σουλτάνες, μεγάλες και μικρές, πρώτες και δεύτερες τη τάξει, ακαταμάχητα περίεργες, θα την περιεργαστούν αδιάκριτα και θα τη ρωτήσουν για να μάθουν τα πάντα. Μόνο για τον έρωτά της προς τον Αμπντούλ Χαμίντ μην τη ρωτήσουν.
162
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
Την παραμονή αρχίζει την τουαλέτα της. Παίρνει το μπάνιο της με τη βοήθεια της Αϊσέ, λούζει και περνάει με χαμομήλι τα ολόξανθα μαλλιά της, τρίβει τα χέρια, τα πόδια με ελαφρόπετρα και αλείφει κρέμες σε όλο της το σώμα. Περιποιείται τα νύχια προσεκτικά. Βγά ζει από την ντουλάπα τα ευρωπαϊκά ρούχα, το όμορφο καλοφτιαγμένο μικρό ψάθινο καπελάκι με τις ταφταδένιες κορδέλες από γαλλικό μου αρέ, που δένουν φιόγκο στο πίσω μέρος, βγάζει από το κουτί τα ολοκαίνουρια ιταλικά παπούτσια αγορασμένα από τον Αλφρένιο στη Με γάλη οδό. Είναι το μαγαζί που φέρνει τα παπούτσια από το Μιλάνο και ικανοποιεί τα πιο ιδιότροπα γούστα και τα πιο ιδιόμορφα πόδια. Βγάζει από το συρτάρι ένα ζευγάρι καινούριες μεταξωτές κάλτσες, ψηλές πάνω από το γόνατο, κρεμ ολομέταξη κομπινεζόν και μεταξέ νιο εσώρουχο, που στα τελειώματά του θροΐζουν λεπτές δαντέλες. Ρα ντίζει τα εσώρουχα με κολόνια από γιασεμί και τα διπλώνει με για σεμιά ανάμεσα στις πτυχές. Τέλος, τα δένει όλα μαζί με μια λευκή σα τέν κορδέλα, έτοιμα να τοποθετηθούν στο ψάθινο καλάθι που θα πά ρει μαζί της. Τα σκεπάζει με λευκή λινή πετσέτα με κεντημένο το ό νομά της πάνω. Μόλις τα δουν όλα αυτά τα πολυτελή εσώρουχα η βαλιντέ και οι άλλες χανούμισσες, δε θα κρατήσουν κανένα γυναικείο μυ στικό, θα τα διηγηθούν όλα στον πατισάχ, που έχει καλό γούστο. Του αρέσουν τα κεντήματα που απεικονίζουν λουλούδια από γιασεμιά, μουγκέ και άνθη λεμονιάς. Του αρέσει ό,τι είναι λεπτό και τρυφερό. Είναι περίεργος και θα ζητήσει να τα μάθει όλα. «Ανετζίμ, πότε τα έραψες αυτά τα εσώρουχα; Και γιατί ραντίζεις με κολόνιες τα εσώρουχά σου; Με το σουλτάνο θα πλαγιάσεις;» λέ ει η Ελισάβετ σκάζοντας στα γέλια, μην πιστεύοντας οτα μάτια της. «Σους! Εμένα η αγάπη μου έφυγε στον άλλο κόσμο. Πήρε μαζί του τα φιλιά μου και τη σκέψη μου. Και τη ζωντανή ψυχή που άφη σε πίσω του την έχω χαμένη!» «Χάζεψε η μάνα μου! Για ποια ψυχή μιλάει;» συλλογίζεται η Ελι σάβετ και παίρνει το κοριτσάκι της και την γκουβερνάντα για να
ΣΕΚΕΡΙΜ
163
βγουν οτον κήπο και να αναπνεύσουν λίγο αέρα καθαρό, μιας και η αρωματισμένη ατμόσφαιρα του σπιτιού τους κόβει την αναπνοή. «Ελισάβετ, μη φεύγεις! Που είναι οι δαντελένιες πετσέτες; Δε βρί σκω τις βούρτσες μου από σιντέφι και ασήμι! Που είναι τ’ αρωματι κά λάδια για το τρίψιμο; Φώναξε την Αϊσέ να μου καθαρίσει τις τρί χες από τα πόδια με χαλάουα. Ξέρεις ότι οι Τουρκάλες δεν αφήνουν τρίχα πάνω τους, είναι ντροπή να πάω μαλλιαρή. Που είναι οι πέρ λες μου; Θέλω να τις φοράω στο λαιμό όσο θα με περιποιούνται οι μαύρες δούλες. Οι πέρλες μού φέρνουν γούρι!» Η Ελισάβετ κάνει νόημα στην Αϊσέ να αφήσει ό,τι δουλειά κάνει και να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη μητέρα της. Όλα τακτοποιούνται στην εντέλεια. Στέλνουν τον Μαχμούτ στο θείο Φάνη Ζαχαριάδη να ψωνίσει ένα μεγάλο κουτί σοκολάτες για τη βαλιντέ και να αγοράσει μπορντό κορδέλα σατινένια για να α μπαλάρουν τα αυτοκρατορικά δώρα. Ψάχνουν και βρίσκουν την πιο όμορφη καλάθα για τις παρφουμαρισμένες πετσέτες, τα αιθέρια λά δια και τις κρέμες για το μασάζ. Η Σεκερίμ ντύνεται για την περί σταση κομψά και περιμένει την παλατιανή άμαξα για να τη μετα φέρει στον τόπο της σωματικής χαλάρωσης και του κουτσομπολιού. Έχει να πει και να μάθει πολλά! «Αχ, να ζούσε και να την έβλεπε α πό καμιά μεριά ο Αμπντούλ Χαμίντ! Να δει πόσο καλοδιατηρημέ νη είναι παρ όλα τα χρόνια που πέρασαν σαν σίφουνας από πάνω της». «Μάνα, είσαι κούκλα! Ακόμα μια φορά θα τις βάλεις όλες κάτω!» «Μια χαρά αισθάνομαι! Και νιώθω νέα και ακμαία. Χμ! Χαράς τις μισκίνες τις χανούμισσες, αυτές που καμαρώνουν δίπλα στο σουλ τάνο! Οι περισσότερες είναι αγράμματες και ακοινώνητες. Ούτε την υπογραφή τους δεν ξέρουν να βάλουν. Τις ρωτάς δύο και δύο πόσο κάνουν και σε κοιτάζουν αποβλακωμένες οαν χαϊβάνια ξεσπώντας σε γέλια. Σαν να σου λένε: Εσένα, κυρά μου, σε αγκαλιάζει ο εφέντης όπως αγκαλιάζει εμάς; Ό χι βέβαια! Δε με αγκαλιάζει. Και γιατί να
164
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
το κάνει; Εγώ όμως του δίνω άλλη χαρά και ικανοποίηση. Ανεβάζω το γόητρό του και την οσμανική του περηφάνια, όταν αυτά τα δυο μου χέρια κεντάνε με αληθινές μαλαματένιες κλωστές τα ρούχα του. Οι υψηλοί μόδισιροι του Παρισιού που τα ράβουν τρίβουν τα μάτια τους αντικρίζοντάς τα. Πριν το κορμί του σουλτάνου φορέσει τα ρού χα, εγώ τα έχω κρατήσει στα χέρια μου και πάνω στο δικό μου κορ μί τα έχω σύρει επί ώρες κεντώντας τα. Ζει κι αναπνέει μέσα σ’ αυ τά, που τον κάνουν να ξεχωρίζει από τον καθένα μας, και κρύβουν μέσα τους τα συναισθήματά του, αγκαλιάζουν την καρδιά του και ακούν τους χτύπους της. »Στον πατισάχ αρέσει ο τρόπος που συμπεριφέρομαι, γιατί όταν με συναντάει στο παλάτι παρέα με την οικογένειά του μου μιλάει με πολύ γλυκό τρόπο. Ανάμεσα στις γυναίκες του περιβάλλοντος του εί ναι μερικές τελείως ανάγωγες και ξεδιάντροπες. Κάθονται με τα πό δια ανοιχτά, ρουφούν και ξύνουν τη μύτη τους μπροστά σε Ευρωπαίες καλεσμένες. Όταν έχει παράσταση όπερας, βαριούνται την κλασι κή μουσική, γιατί δεν την καταλαβαίνουν και κουβεντιάζουν μεταξύ τους, μη δείχνοντας σεβασμό προς τους καλλιτέχνες που παίζουν. Δεν αφήνουν το σουλτάνο να παρακολουθήσει το έργο και τους κά νει διαρκώς συστάσεις. »Εγώ έμαθα να αγαπώ την κλασική μουσική και την όπερα από τον αγαπημένο μου. Στο χρυσαφένιο θέατρο του Γιλντίζ παρακο λούθησα πολλά έργα, Βέρντι, Μότσαρτ, Τσαϊκόφσκι. Ακόυσα κον σέρτα του Μπετόβεν, του Χαίντελ, του Μπελίνι από ξένους καλλιτέ χνες που έρχονταν στην Κωνσταντινούπολη για να παίξουν στην Υψηλή Πύλη. Στις γυναίκες του χαρεμιού σήμερα η αγαπημένη μου σική είναι η ανατολίτικη. Μόλις τα όργανα αρχίσουν να βαράνε γνω στούς σκοπούς, σηκώνονται, αρπάζουν τα ντέφια, μερακλώνονται και χορεύουν όλες μαζί η μια καλύτερα από την άλλη. Βέβαια, δε λέω, είναι χάρμα οφθαλμών και διασκεδαστικό να τις βλέπεις. Κατά βά θος όμως οι κινήσεις και οι χειρονομίες τους προδίδουν γυναίκες
ΣΕΚΕΡΙΜ
165
χαμηλού επιπέδου μιας κάποιας επαρχίας της Ανατολίας. Σε ένα μό νο πράγμα χις λιμπίζομαι. Το χνότο τους ευωδιάζει και τα σώματά τους λάμπουν από καθαριότητα. Άλλωστε η καθαριότητα αποτελεί μέρος της θρησκευτικής τους υποχρέωσης. Αχ, έτσι είναι κόρη μου!»
Η άμαξα φτάνει στην ώρα της. Ο αμαξάς, ντυμένος με το παραδο σιακό κοστούμι της Ανατολής και με κόκκινο μαντίλι στο λαιμό, τρα γουδάει ψιθυριστά παραπονιάρικους σκοπούς αγάπης. Ο μαύρος υ πηρέτης που τον συνοδεύει κρατάει στα γαντοφορεμένα του χέρια ένα μικρό μπουκετάκι με βιολέτες και το προσφέρει στη Σεκερίμ. Εί ναι σταλμένο από τον πατισάχ, της εύχεται να περάσει μια αξέχα στη μέρα παρέα με την αγαπημένη του οικογένεια. Η συγκίνησή της είναι μεγάλη γιατί η βιολέτα τής θυμίζει την ηρωίδα του Βέρντι στην «Τραβιάτα», ενώ, τι σύμπτωση, ο αμαξάς με το ξεκίνημα της άμα ξας άρχισε να σφυρίζει τη μελωδία της. «Αχ! Τρυφερές στιγμές που πέρασαν και πάνε! Έφυγαν τρέχοντας σαν το νερό στο ποτάμι που ψάχνει να βρει τη θάλασσα να ανακα τευτεί με το άγριο κύμα», σκέφτεται δαγκώνοντας τα χείλη και α φήνει τη μελωδία του αμαξά να χαϊδέψει την καρδιά της. Η μαντάμ Ροζ στέκεται στην πόρτα και παρατηρεί την άμαξα που απομακρύνεται, ενώ η Ελισάβετ και η Αϊσέ εύχονται να γυρίσει ενθουσιασμένη. «Αϊσέ, εμείς έχουμε άλλες εμπειρίες, δεν είναι έτσι;» λέει η Ελι σάβετ στην ψυχοκόρη της. «Έτσι είναι, κυρά μου», λέει η Αϊσέ και προσθέτει κομπιάζοντας: «Εφέντιμ, έχω καταλάβει ότι η μητέρα σας υποφέρει που πηγαίνει στο παλάτι. Το νιώθω από τότε που αποχωρίστηκε το σουλτάνο που αγαπούσε». Η Ελισάβετ κάνει πως δεν καταλαβαίνει και, χωρίς να απαντή σει στα λόγια της ψυχοκόρης, κάθεται στην πολυθρόνα και ξανα
166
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
διαβάζει τα γράμματα που έφτασαν χθες βράδυ με αγγελιοφόρο α πό τη Σμύρνη και που μέχρι εκείνη τη στιγμή τα είχε κρυμμένα α πό τη μάνα της. Είναι τα ευλογημένα γράμματα του Χρυσόστομου. Όπως κάθε φορά, ο δεσπότης αρχίζει με ευχές και ευλογίες για τον καθένα ξεχωριστά, χωρίς να παραλείπει τους συγγενείς, τους υ πηρέτες και τους δούλους τουρκικής καταγωγής. Γράφει με πόνο ότι δεν ήταν γραφτό να απολαύσει για μεγάλο διάστημα τη χαρά της ελευθερίας. Η Ελισάβετ διαβάζει και συλλο γίζεται ότι όλα όσα διαδραματίζονται, παρασκηνιακά ή μη, αποτε λούν ολέθριο πλήγμα για τους ομογενείς, και ιδίως για το έργο ε κείνου, του μεγάλου εθνάρχη, που με τη συσπείρωση και τη βοήθεια εκκλησίας και πολιτών τρέχει για να συμπαρασταθεί ακόμα και σε Τούρκους, δίνοντας παραδείγματα ανθρωπισμού. Ο αλτρουισμός του είναι μοναδικός. Γράφει ότι αφήνει κατά μέρος τη σκληράδα του εθνάρχη και γίνεται ίσος με τους ταπεινούς λαϊκούς. Γράφει α κόμα ότι δεν αρμόζει σ’ εκείνον να κάνει κριτική και να κατηγορεί την ελληνική κυβέρνηση για τα άπειρα σφάλματά της στο θέμα της κατοχής και του πολέμου της Μικρός Ασίας. Και ότι πρέπει και πά λι να παραμένουν ξάγρυπνοι, γιατί οι σύμμαχοι Γάλλοι, Ρώσοι και Ιταλοί ξαναγυρίζουν στο πλευρό του σουλτάνου και ότι από την άλ λη μεριά το αντιστασιακό μέτωπο των Νεότουρκων θεριεύει και τρο φοδοτείται από το εξωτερικό, που είναι πολύ καλά οργανωμένο και δρα αποτελεσματικά σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και μεγαλουπόλεις της Γερμανίας. Γράφει πως είναι ανησυχητικό το γεγονός που ο Βενιζέλος θα καταψηφιστεί στις προσεχείς εκλογές και το ποιος θα πά ρει την πολιτική ευθύνη και το κόστος στα χέρια του είναι άγνωστο. Κλείνει το γράμμα του και πάλι με αγάπη και ευλογία, που μόνο ε κείνος ξέρει να δίνει τόσο πατρικά. «Δέσποτά μου, η αγιοσύνη σου να μας προστατεύει και να σε στη ρίζει η δύναμη και το κουράγιο που κρύβεις μέσα σου», μουρμουρί ζει η Ελισάβετ στενοχωρημένη καθώς ξαναδιαβάζει το πρώτο γράμ
ΣΕΚΕΡΙΜ
167
μα. Το περιεχόμενο του δευτέρου γράμματος είναι ακόμα πιο πι κρό. Κώνειο σκέτο! Είναι σαν να έχει ψυχή που βγάζει κραυγή και ουρλιαχτό μαζί. Στάζει αίμα, φόβο και απειλή. Τα χέρια της τρέμουν. Ζητάει ένα ποτήρι νερό για να συγκροτήσει την οργή. «Όλο αυτό το κακό θα πέσει στο κεφάλι μας», ψιθυρίζει προ βληματισμένη. «Δέσποτά μου, ποιος σταματάει το έργο σου; Ο μητροπολιτικός θρόνος της Σμύρνης έχει καταντήσει μαρτύριο με όσα έχεις περάσει από τους Τούρκους, αλλά και από τους δικούς μας, τους αφορισμένους, που τρώγονται σαν τα λυσσασμένα σκυλιά», μονο λογεί. «Αϊσέ, άναψε το καντήλι, να παρακαλέσουμε τον Πανάγαθο να κρατά γερό το δέσποτά μας στη Σμύρνη, για να αξιωθούμε να τον καμαρώσουμε καθισμένο καί στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνστα ντινουπόλεως». Και λέγοντας αυτά τα λόγια διερωτάται κουνώντας το κεφάλι απεγνωσμένα: «Ο μητροπολίτης μάς προσφωνεί αδέρφια του στην επιστολή. Άραγε αξίζουμε να μας ονομάζει αδέρφια; Κα λή του ώρα εκεί που βρίσκεται!». Ο Σμύρνης γράφει και για το πολιτικό παρασκήνιο των χωρών που συμμετέχουν στο χορό των «καταραμένων». Γράφει ότι οι μυ στικές συμμαχικές υπηρεσίες πληροφοριών παρακολουθούν τα γε γονότα και ότι μεταξύ των πολλών ονομάτων που ακούγονται, ο πιο ύποπτος από όλους παρουσιάζεται ο Μουσταφά Κεμάλ. Εδώ και χρόνια το όνομά του βρίσκεται στα χείλη όλων των Τούρκων και εί ναι ο πιο πολυσυζητημένος «πολίτης» της οθωμανικής Βουλής και της Ανατολίας. Ο μέχρι χθες «έμπιστος» του σουλτάνου προκαλεί, επα ναστατεί και τον ανατρέπει. «Αυτό το ξέρουμε. Το έγραψαν και οι ξένες εφημερίδες», σκέ φτεται η Ελισάβετ και συνεχίζει να διαβάζει ενώ τα χέρια της ακό μα τρέμουν. Το γράμμα αναφέρει ότι ο Κεμάλ οργώνει την περιοχή και επιβάλλει το δικό του νόμο. Οι Νεότουρκοι πείθουν το λαό και
168
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
κάνουν οπαδούς. Τελειώνει την επιστολή του με το «αγρυπνείτε και προσεύχεστε». Η Ελισάβετ χτυπώντας με αγανάκτηση τις παλάμες γέρνει το κε φάλι της στην πολυθρόνα για να σκεφτεί. Αυτό το βράδυ θα απο φασίσουν με τον Βασίλ’ αγά και τη μάνα αν θα επιστρέφουν γρήγο ρα στα Ποτάμια. «Η τύχη είναι με το μέρος μας. Η ζωή μάς αγαπάει, μας δίνει α πλόχερα τα επίγεια αγαθά της. Δε θα το βάλουμε κάτω». Οι σκέψεις στέκονται καρφιά πυρωμένα στο κεφάλι και το κα θιστούν ανίκανο να πάρει συγκεκριμένες αποφάσεις. Ένα μεγάλο μέ ρος του μυαλού της αδρανεί. Την καταλαμβάνει μανία εκδίκησης και μίσους. Μίσος γι’ αυτούς που μέχρι σήμερα το πρωί θεωρούσε αδέρφια. Το μόνο που της μένει είναι να χαλιναγωγήσει τα συναισθήματά της και να ασχοληθεί με το παιδί της. Η αισιοδοξία εκτο πίζει την απελπισία και την απόγνωση. Ο άντρας της πρέπει να την αντικρίσει όπως την ξέρει, γεμάτη κουράγιο. Καλλωπίζεται, φορά ει ένα λευκό πουκάμισο κεντημένο στο γιακά και στις μανσέτες, μια φούστα καρό πράσινη, κρεμάει το σατελέν με τη φωτογραφία του Βασίλ’ αγά στο στήθος και καλύπτει το κεφάλι με ένα χαριτωμένο μι κρό καπέλο. Ρίχνει στους ώμους μια κοντή κάπα και μαζί με την κορούλα της, την Αϊσέ και τη μαντάμ Ροζ ξεκινούν για τους κήπους του Ντολμαμπαχτσέ. Περνούν τη μέρα τους ευχάριστα μέχρι το βράδυ παρακολουθώ ντας τα βαποράκια που διασχίζουν το γαλάζιο Βόσπορο. Περπατούν ανάμεσα στις χανούμισσες με τα σαλβάρια και τα φουλάρια, που δεν εννοούν να τα αποχωριστούν. Χαζεύουν τους πλανόδιους πωλητές και τις Ρουμάνες γύφτισσες που λένε τη μοίρα στους περαστικούς. Διασκεδάζουν με τους φτωχούς τροβαδούρους που χειρίζονται επι δέξια τα μουσικά τους όργανα, αφήνοντας τα πλήθη γύρω μαγεμέ να. Θαυμάζουν την αντοχή των Ρώσων χορευτών που χοροπηδούν α σταμάτητα επί ώρες κάτω από τους ήχους της «καλίνκα». Και μόλις
ΣΕΚΕΡΙΜ
169
σταματούν ία θεάματα, οι μουσικές και τα ακροβατικά, όλοι οι καλ λιτέχνες ζητιανεύουν γρόσια και ένα κομμάτι ψωμί με απλωμένο το χέρι. Τι κατάντια! Παρ’ όλα αυτά, πάει καλά η αυτοκρατορία! Μετά κατευθύνονται προς το Μπελβεντέρε, ταΐζουν με σιμίτια και καλαμπόκια τα περιστέρια και αγοράζουν από το μαγαζί με τα παιχνίδια μια όμορφη γαλλική κούκλα που όταν την κουνάς μιλάει γαλλικά. Όταν μπαίνουν ο αυτό το κατάστημα τα παιδιά ξελογιά ζονται. Οι μεγάλοι χαζεύουν και δεν ξέρουν τι να πρωτοδιαλέξουν για το παιδί τους. Είναι ο χώρος όπου συχνάζουν οι κυρίες της υψηλής κοινωνίας. Συμπτωματικά η Ελισάβετ συναντάει κυρίες που γνώρι σε σε κάποια άλλη επίσκεψη στο παιχνιδάδικο και ανταλλάσσουν τα νέα τους, όση ώρα τα παιδιά τους διαλέγουν σκυλάκια, κουκλίτσες και τρενάκια ή κουνιούνται στα ξύλινα αλογάκια.
Η μέρα φαίνεται ατέλειωτη για την Ελισάβετ. 'Εχει ένα τρέμουλο στα πόδια και η καρδιά της σφίγγεται από αγωνία περιμένοντας την επιστροφή της μάνας της. Η Σεκερίμ καταφθάνει ενθουσιασμένη και ανυπόμονη αρχίζει να διηγείται με το γνωστό χαδιάρικο ύφος της. «Κουζούμ, κουζούμ, έλα να σ’ τα πω να χαρείς! Μόλις έφτασα στο ανάκτορο, η τελετάρχισσα με οδήγησε στη μεγάλη σουλτάνα, που έπαιρνε τον καφέ της στο μικρό κιόσκι. Με υποδέχτηκε χαρού μενη. Φιληθήκαμε, έπεσε η μια στην αγκαλιά της άλλης και με τις χούφτες δεμένες είπαμε τα καλά μας νέα. Εγώ με διακριτικότητα πρόσφερα τα δώρα μου, και τότε -ω Θεέ μου!- με τι ενθουσιασμό τα δέχτηκε! Ένιωσα ευτυχισμένη! Ελισάβετ μου, καλά και ο άκουσα. “Τι όμορφα δώρα είναι αυτά!” μου είπε. Εγώ πετούσα στα ου ράνια, παιδί μου». «Είδες, μάνα; Καλά που μ’ άκουσες». «Άκου τη συνέχεια. Κατόπιν με οδήγησαν στον πατιοάχ. Γονάτι
170
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
σα μπροστά του κι έμεινα ακίνητη μέχρι να μου επιτρέψει να ση κωθώ. Ζήτησε λεπτομερώς τα νέα όλης της οικογένειας και, αφού του τα πα, τον ευχαρίστησα για την προστασία που μας παρέχει. Και ευ χήθηκα ο Θεός να του δίνει μακροζωία και ειρήνη στη χώρα που κυ βερνάει. Εκείνος, παιδί μου, με κοιτούσε κάτω από τα μικροσκοπικά γυαλιά του και γούρλωσε τα μάτια του όταν του είπα ότι το σπί τι μας στην Καππαδοκία απειλείται από τους ληστές και τους κλέ φτες που ρημάζουν την περιοχή. Και με ρώτησε: »“Σεκερίμ, τώρα τι θα κάνετε; Ποιον αφήσατε πίσω να επιβλέπει το κονάκι, και ιδίως τα κοπάδια με τα ζωντανά, που χρειάζονται ξε χωριστή φροντίδα;” »“Μεγαλειότατε”, του απάντησα με σεβασμό και φόβο, “αφήσα με τους Τούρκους εργάτες μας και από την καινούρια σοδειά η κό ρη μου θα τους δώσει ένα μεγάλο μερίδιο. Αρκεί να τα βρούμε όλα άθικτα. Ο γαμπρός μου σκέφτεται να πάμε το γρηγορότερο στα Πο τάμια για να τακτοποιήσει τα θέματα που εκκρεμούν”. »Ελισάβετ κουζούμ, στο άκουσμα αυτής της ιστορίας ο πατισάχ άλλαξε θέση. Σκέπασε με τα χέρια του το πρόσωπο και κράτησε λέ ξεις στο στόμα του για να μην τις ξεστομίσει. Μου χτύπησε τον ώμο λέγοντάς μου να μη φοβάμαι και αν ήθελα να μας δώσει άντρες για το ταξίδι, ακόμα και να ενισχύσει τη φύλαξή μας στο αρχοντικό, να του το ζητήσω. Η βαλιντέ, για να αλλάξει την κουβέντα, καθώς κα τάλαβε ότι τα λεγάμενα προβλημάτιζαν το γιο της, διέταξε να φέρουν από το διπλανό δωμάτιο ένα δερμάτινο σεντούκι με την τούργκα της αυτοκρατορίας σκαλισμένη στο καπάκι. Όταν το άνοιξε, αντίκρισα τα πιο όμορφα υφάσματα της ζωής μου. Υπέροχα γαλλικά υφάσματα από τη Λυών της Γαλλίας, βελούδα από τη Δαμασκό και μετάξια, ό λα για κέντημα. Ο σουλτάνος, αφού πρώτα με άφησε να θαυμάσω όλο το μεταξένιο πλούτο, μου ζήτησε όσο ζω να εργάζομαι για εκεί νον. Το ορκίστηκα και υποκλίθηκα μπροστά του σε ένδειξη αγάπης και σεβασμού. Με μάτια κουρασμένα από τον πόνο, που πήρε από
ΣΕΚΕΡΙΜ
171
τα λεγόμενό μου, μου έβαλε στις χούφτες μου μέσα αυτό!» Και βγά ζει από το πανέρι της ένα μεγάλο ασημένιο κουτί, που είχε χαραγ μένα με καλλιγραφικά γράμματα τα αρχικά του σουλτάνου. «Όταν το πήρα στα χέρια μου, τα μάτια μου πέταξαν σπίθες. Ο καλός και ευγενικός πατισάχ μου πρόσφερε αυτό!» και το αφήνει στα χέρια της κόρης της. Η Ελισάβετ, κεραυνοβολημένη από την έκπληξη, δεν τολμά να το κρατήσει στα χέρια της. Η μικρή Αναστασία, με το κεφάλι α κουμπισμένο στα γόνατα της μάνας της, έχει καρφώσει το βλέμμα στο κουτί. Η αγωνία όλων κορυφώνεται και η κασετίνα ανοίγει. Εί ναι επενδυμένη με μπεζ σατέν ύφασμα, όπου ακουμπάει μια λα μπερή διαμαντένια τιάρα. Η μικρή απλώνει τολμηρά τα χεράκια να την αρπάξει, βάζοντας στην αγκαλιά της γιαγιάς της για αντάλλαγ μα την καινούρια γαλλική κούκλα. «Πρόσεξε, τζιγέρι μου! Κράτα το καλά!» «Κοιτάξτε την!» Τα μάτια της Ελισάβετ ανοίγουν διάπλατα, τα φρύδια της φτά νουν στο μέτωπο. Το κόσμημα είναι φτιαγμένο από χρυσό και ασή μι, στολισμένο με μεγάλα και μικρά διαμάντια που ακτινοβολούν και αλλάζουν χρώματα στην παραμικρή κίνηση. Η Σεκερίμ σταματάει την αφήγηση συγκινημένη για να θαυμά σει και να περιεργαστεί το καινούριο της απόκτημα. Οι γυναίκες κα ταπίνουν την ανάσα τους, ενώ η τιάρα περνάει από χέρι σε χέρι. Πρώτη τη δοκιμάζει η μαντάμ Ροζ, που ξέρει καλά τι κρατάει στα χέρια της, την παίρνει η Αϊσέ και την ακουμπάει στα ξανθά μαλά κια της Αναστασίας. Το διαμαντένιο στεφάνι κατεβαίνει μέχρι τα α φτιά της μικρής και ενοχλείται. Η Σεκερίμ ξεφωνίζει χαρούμενη: «Αχ, τι ωραία της πάει! Ορίστε! Να η πριγκιποπούλα μας! Για να σε δούμε, Αναστασία! Σήκωσε λίγο πιο ψηλά το κεφαλάκι σου, για βρί μου, να σε δούμε καλύτερα!»
172
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
Το δώρο του σουλτάνου έκανε τις πέντε γυναίκες να αλληλοκοιτάζονται με θαυμασμό. Όταν το κόσμημα επιτέλους ξαναβρίσκεται στα χέρια της Σεκερίμ, γιατί προηγουμένως έμπλεξε στις μπουκλίτσες της μικρής και έγινε ένας μικρός χαμός μέχρι να το ξεμπλέ ξουν, ξανακλειδώνεται στο κουτί παρασΰροντας μερικές τριχουλες ξανθές. Εκείνη παρατηρώντας τες σκέφτεται τον ξανθό γιο της και τον νοσταλγεί. «Τι έγινε μετά;» ρωτάει με αγωνία η μαντάμ Ροζ. «Άπλωσε τα χέρια του και με κράτησε από τους ώμους με σημα σία. Να έτσι!» και κάνει μια ρομαντική κίνηση. «Εγώ συνέχιζα να τον ευχαριστώ και να του δίνω χριστιανικές ευχές, που τις δεχόταν με α γάπη. Με χαιρέτησε, μου ευχήθηκε να περάσω καλά την υπόλοιπη μέρα με την οικογένειά του και μπήκε στο γραφείο του. Τον είδα να κλείνει την πόρτα πίσω του πολύ ανήσυχος, μόνος και γερασμένος. Το κλείδωμα της πόρτας μου θύμισε τον αγαπημένο μου σουλτάνο...» «Γιατί, Σεκερίμ, σου φάνηκε μόνος;» ρωτάει η μαντάμ Ροζ, που παρακολουθεί με ανοιχτό το στόμα. «Γιατί κανείς γύρω του δε συμμετέχει στα δρώμενα της αυτο κρατορίας. Το κατάλαβα την ώρα που μιλούσα. Με κοίταζε με βλέμ μα μοναδικό, βυθισμένο στα χείλη μου, περιμένοντας με ανυπομο νησία την επόμενη λέξη». Βγάζει το μαντιλάκι της, που ήταν ήδη λε ρωμένο, φαίνεται πως είχε κλάψει μπροστά στον πατισάχ, και κα θαρίζει τη μύτη της. «Πώς το κατάλαβες, μάνα, ότι δεν έχει τη συμπαράσταση της οικογένειάς του;» «Παιδί μου, οι σουλτάνες έτρωγαν και χωράτευαν. Με τον τρό πο που εκδηλώνονται, καταλαβαίνεις αμέσως ότι έχεις να κάνεις με γυναίκες που μόνο την καλοπέρασή τους σκέφτονται, τίποτε άλλο». Η Ελισάβετ αγκαλιάζει τη μάνα της και παρακαλάει την Άίσέ να της φέρει ένα ποτήρι σουμάδα. Φαίνεται τόσο λυπημένη, που δεν μπορεί να χαρεί με την καρδιά της το βασιλικό δώρο του σουλτάνου.
ΣΕΚΕΡΙΜ
173
Δεν έχει τη δύναμη να της προσθέσει κι άλλο πόνο, αποκαλύπτοντας τα γράμματα του μητροπολίτη Χρυσόστομου που έλαβε το πρωί. Καλύτερα να μη χαλάσει τη μαγεία που η πολύτιμη κασετίνα δημι ούργησε. Την αφήνει να συνεχίσει την περιγραφή της. «Μετά την αποχώρηση του σουλτάνου, η κάλφα, με έναν υπηρέ τη και δύο ευνούχους πήραν το καλάθι μου με τα εσώρουχα και τα μυρωδικά και με οδήγησαν στο μεγάλο χαμάμ, όπου συγκεντρώνο νται όλες μαζί όταν έχουν ξένες καλεσμένες. Βρέθηκα μόνη μου σ’ ένα ξεχωριστό δωμάτιο. Τα χρώματα που επικρατούσαν ήταν το ροζ και το πράσινο, που αγαπώ και με κάνουν να χαλαρώνω. Οι τοίχοι ήταν ζωγραφισμένοι με αραβουργήματα. Τα έπιπλα παλιά και οι πορσελάνες κινέζικες. Γδύθηκα και περίμενα. Στάθηκα για δευτε ρόλεπτα ολόγυμνη σαν χαζή δίπλα σε δύο κινέζικα βάζα μεγαλύτε ρα από το μπόι μου περιμένοντας την κάλφα που θα μου έφερνε τα ρούχα μου. Κρύφτηκα πίσω από τα βάζα γιατί ντρεπόμουν για τη γύ μνια μου. Πριν από χρόνια μέσα στο ίδιο παλάτι, στο προσωπικό χα μάμ της βαλιντέ, οι ώρες σταματούσαν για να ζήσουν μαζί μου την ευτυχία μου... Ουφ! Άδικη είναι η ζωή! Τελικά ήρθε η κάλφα, άφη σε τα πράγματά μου σε μια κασέλα και με τύλιξε με μια κατακόκκινη βελούδινη ρόμπα. Αισθανόμουν γελοία, γιατί η ρόμπα είχε πε ρίεργα κινέζικα σχήματα και χρώματα. Τότε κατάλαβα ότι βρισκό μουν στο κινέζικο δωμάτιο». «Καλά, μάνα μου, τα φρόντισες όλα, μια ρόμπα δεν μπορούσες να πάρεις από το σπίτι; Τόσες μεταξένιες ρόμπες κρέμονται στις ντουλάπες σου!» «Άσ’ τα, παιδί μου, ντράπηκα γι’ αυτή μου την παράλειψη. Κα τόπιν με ανέλαβε ένας ευνούχος και με οδήγησε στο σαλόνι απένα ντι από τα λουτρά. Περπατούσε λίγα βήματα μπροστά έχοντας στο ξυρισμένο κεφάλι του την καλάθα μου με τις πετσέτες, τα αιθέρια έ λαια και τα αρωματικά μπουκαλάκια. Πάνω στους αλαβάστρινους λουτήρες ήταν σκαλισμένα κλωνάρια με λουλούδια και πουλιά. Η με
174
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
γάλη μπανιέρα ήταν φτιαγμένη από το ίδιο μάρμαρο, που ήταν σκα λισμένο επίσης με παραστάσεις, που απεικόνιζαν καλάθια γεμάτα φρούτα, άνθη, και με μοτίβα όπου το ένα έδενε με το άλλο και το τε λειοποιούσε σε φόρμα. Κόρη μου, πολυτέλεια να δουν τα μάτια σου! Η βαλιντέ χανούμ μου είπε ότι για τις υδραυλικές εγκαταστάσεις κλήθηκαν οι πιο επιδέξιοι τεχνίτες. Οι σωληνώσεις που τοποθετή θηκαν έχουν χιλιόμετρα μήκος και οι τεχνικοί δε φεύγουν από το παλάτι, κοιμούνται μέσα, για να επέμβουν σε ώρα ανάγκης. »Η μπανιέρα ήταν γεμάτη με γαλάζιο νερό και μύριζε θαλασσι νά φύκια. Ο τοίχος του χαμάμ ήταν ντυμένος με ζωγραφισμένα κε ραμικά του Ιζμίτ, που παρίσταναν μπουκέτα από γαλάζια γαρίφα λα σε καφέ μίσχους γεωμετρικού σχήματος και έμπνευσης. Το φως περνούσε μέσα από ένα πολύχρωμο βιτρό, τοποθετημένο στο ταβά νι για να φιλτράρονται οι ακτίνες του ήλιου και να δίνουν την αί σθηση του ουράνιου τόξου. »Στην αίθουσα λοιπόν αυτή με τα καυτά νερά και τους υδρα τμούς μάς περίμενε μια δούλα Αβησσυνέζα. Με κάθισε σε ένα σκα μπό και έτριβε δυνατά, με καυτό νερό και ευωδιαστά σαπούνια, το σώμα μου, τόσο που πονούσα. Στην αρχή την παρεξήγησα. Τι στο λύκο είπα, για καμιά άπλυτη με περνάει η μαύρη; Εν τω μεταξύ μας έφερναν νερό, σερμπέτια και βυσσινάδες, που πίναμε υποχρεωτικά για να μην αφυδατωθούμε. Μετά με παρέλαβε μια άλλη μαυρούλα, περισσότερο νόστιμη από την πρώτη, που με σακάτεψε στο τρίψι μο. Η δεύτερη άρχισε τις επαλείψεις με αιθέρια έλαια και κρέμες, μου έκανε απολέπιση και, αφού με ξέβγαλε με ζεστό και κρύο νε ρό εναλλάξ, άντε πάλι με πασάλειψε με καινούρια λάδια και κρέ μες άσπρες σαν τον ασβέστη. Μου είπε ότι ήρθε η ώρα να ξεκου ραστώ και, έτσι βουτυρωμένη και πασαλειμμένη στις κρέμες, με σκέπασαν με υγρές ζεστές πετσέτες. Να σας πω την αλήθεια, τον πή ρα τον υπνάκο μου μισή ωρίτσα. Α, αυτός ο ύπνος ήταν χάρμα! Όταν χαλάρωσα, η δούλα μού αφαίρεσε το περίσσευμα της κρέ
ΣΕΚΕΡΙΜ
175
μας από το κορμί και μου έκαναν μασάζ, αυτή τη φορά με απαλές κινήσεις. Με όλα τα αιθέρια έλαια, τα χαλαρωτικά χάδια και το α τέλειωτο τρίψιμο επί ώρες, ένιωσα ξεκούραση, χαλάρωση και ιδι αίτερη ευχαρίστηση». Τελειώνοντας τη φράση κρύβει το πρόσωπο με τα χέρια και κλαί ει. Περνούν μπροστά από τα μάτια της οι σκηνές του τρελού έρωτα στην αγκαλιά του αγαπημένου της μέσα στο χαμάμ του Γιλντίζ. Τό τε η αρωματισμένη σαπουνάδα και το χλιαρό νερό χάιδευαν απαλά τα κορμιά τους που τρίβονταν με μανία το ένα μέσα στο άλλο, χω ρίς να έχουν τη δύναμη να απελευθερωθούν από το μαρτύριο του πό θου τους. Θέλει να διώξει τις θύμησες. Τις φοβάται! Η Ελισάβετ γνωρίζει πια τις αντιδράσεις της μάνας της. Την α φήνει να ξεσπάσει. «Η μάνα μου ήταν μια από τις ευνοούμενες ερωμένες του Αμπντούλ Χαμίντ. Είναι σχεδόν σίγουρο», σκέφτεται συνοφρυωμένη. Οι γυναίκες, συνεπαρμένες, παρακολουθούν σαν να ζουν μία α πό τις χίλιες και μία νύχτες των παραμυθιών. Χαλαρωμένες στους α ναπαυτικούς σοφάδες, ξέχασαν τις δουλειές του σπιτιού, ξέχασαν α κόμα και το μικρό κοριτσάκι τους, που κοιμάται στο πάτωμα πάνω στο χαλί. Η Σεκερίμ σκουπίζει τα τελευταία δάκρυα. «Σε ζηλεύω, Σεκερίμ. Μη σταματάς, πες τα μας όλα λεπτομερώς. Είναι σαν να τα ζούμε μαζί σου», λέει η μαντάμ Ροζ και χασμουριέ ται χαλαρωμένη. Η Σεκερίμ βρέχει τα χείλη της με σερμπέτι και συνεχίζει: «Άκου, Ροζ μου, οι σκλάβες πηγαινοέρχονταν μεταφέροντας στα κεφάλια τα λινά υφάσματα και τις πετσέτες, γιατί γινόταν μεγάλη κα τανάλωση. Άλλες δούλες έβαφαν τα μαλλιά των γυναικών με χένα, κα θάριζαν τα απόκρυφά τους μέρη από τις τρίχες και ζωγράφιζαν με κόκκινη μπογιά το κάτω μέρος της κοιλιάς, τα πόδια και τα χέρια. Η χένα προστατεύει επίσης από τη βασκανία. Γύρω από τα μάτια μας μας αλείψανε ασπράδι αβγών για να φύγουν οι ρυτίδες. Αχ, κόρες
176
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
μου, οι ρυτίδες που έρχονται και αυλακώνουν το πρόσωπο με τα χρό νια και τα βάσανα, πώς είναι δυνατόν να εξαφανιστούν σε δευτερό λεπτα! Ελισάβετ, να το κάνουμε αυτό συχνά! Εσύ, κουζούμ, ούτε κρέ μα προσώπου δε φοράς. Πρέπει να πούμε στο φαρμακοτρίφτη τον κύριο Κυριάκο να μας παρασκευάσει κρέμες από πικραμύγδαλο και γιασεμί, που λευκαίνουν το δέρμα». Σταματάει και δακρύζει, γιατί ο νους κυριεύτηκε από την ανάμνηση του ανοιξιάτικου πρωινού που ο αγαπημένος της σουλτάνος την έκανε δική του. Στο χαμάμ της βαλιντέ Περεστού οι δούλες εκείνο το πρωί την προετοίμασαν για να δεχτεί κατάσαρκα το ιερό κορμί του Οθωμανού μονάρχη. Αναστα τώνεται. «Σεκερίμ, σε παρακαλώ θέλω κι εγώ κρέμα, μη με ξεχάσεις! Μπας και πέσει κανένας άντρας στην αγκαλιά μας!» λέει χαδιάρικα η γκουβερνάντα και διακόπτει το όνειρο. «Ροζούλα, σου ζητώ συγγνώμη, δε θυμάμαι τι σας έλεγα. Με πή ραν πίσω οι αναμνήσεις. Δεν είναι εύκολο να αποκοπείς από αυτές». «Σε καλό σου, Σεκερίμ. Μια ολόκληρη μέρα έζησες τόσο συ γκλονιστικές στιγμές! Τώρα σου ρθε να μελαγχολήσεις;» «Έχεις δίκιο, Ροζ. Τα λες αυτά γιατί δεν ξέρεις τι αγάπη έζησα! Συνεχίζω λοιπόν. Οι επιδέξιες κινήσεις των χεριών της σκλάβας στο πρόσωπό μου με ξανάνιωσαν. Ή μουν ακίνητη στο έλεος των θαυ ματουργών χεριών της. Η ζέστη και η αποχαύνωση έκαναν τον ι δρώτα να τρέχει ποτάμι στο πρόσωπό μου. Μέχρι που με τα τριψί ματα αποκοιμήθηκα και όταν ξύπνησα ήμουν σκεπασμένη με μια κα θαρή λινή κουβέρτα. Ξέχασα να σας πω ότι μέσα στο χαμάμ κυλού σαν στο πάτωμα ζεστά νερά. Μου έδωσαν να περπατήσω πάνω σε ξυλοπάπουτσα για να μην τσουρουφλιστούν οι πατούσες μου στα καυτά μάρμαρα. Ή ταν αδύνατον να ισορροπήσω και γλιστρούσα σαν βάρκα στο γιαλό. Έβλεπα τις νεότερες να περπατάνε με άνεση φορώντας τα και τις θαύμαζα για την ισορροπία που κρατούσαν. Τα ξυλοπάπουτσα της βαλιντέ χανούμ ήταν μαγεία οφθαλμών. Ή ταν
ΣΕΚΕΡΙΜ
177
ζωγραφισμένα και στολισμένα με κοράλλια και τουρκουάζ πέτρες. Και παρά την ηλικία της περπατούσε μια χαρά πάνω ο αυτά!» «Τελικά, ανετζίμ, περπάτησες με ξυλοπάπουτσα; Πώς προστά τεψες, μάνα μου, τα δικά σου πόδια; Τι φόρεσες; Δεν πιστεύω να έπαθες κανένα έγκαυμα και να πληρώσεις ακριβά την πρόσκληση που σου έκαναν στο χαμάμ; Φόρεσες τουλάχιστον τη μεταξωτή κο μπινεζόν για να μην είσαι ολόγυμνη μπροστά τους μετά την περι ποίηση; Εμείς οι χριστιανός ούτε μπροστά στα παιδιά μας δε γδυ νόμαστε». «Τέκνο μου, στο χαμάμ είναι παράδοση να κυκλοφορείς τσίτσι δη. Τι να σας πω, όλες ήταν χάρμα! Τα λυγερά κορμιά τους μου θύ μισαν τα νιάτα μου». «Ολόγυμνες;» ψιθυρίζει η Εμεριέ και βάζει τα χέρια για να κρύ ψει το στόμα της. «Τις κοίταζα καταγοητευμένη, Εμεριέ παιδί μου. Η ροδαλή ε πιδερμίδα των κορμιών τους γυάλιζε σαν το σιντέφι. Μια Σουδανή τεχνίτρια άλειβε τα κορμιά τους με ρουσμά* και ύστερα τα έτριβε για να φύγουν οι τρίχες. Άκουγες βογκητά από ευχαρίστηση. Εγώ, ό πως σας είπα και προηγουμένως, πονούσα. Δεν άντεχα τόσο δυνατό μασάζ. Είχα την εντύπωση πως με χτυπούσαν με πέτρες ή ότι με έ στυβαν και έβγαζαν το ζουμί μου». «Βρε μάνα, στο χαμάμ του παλατιού οι γυναίκες περνάνε μαρ τύρια! Να τη βράσω αυτή την ταλαίπωρη φροντίδα! Μη μου πεις ό τι βασανίστηκες τόσο!» «Όχι, παιδί μου! Όπως σας είπα, ήτανε πολύ ευχάριστα και διασκεδαστικά. Τσως δε σας είπα ότι στο χαμάμ, εκτός από τα σερ μπέτια, σερβιριζόμασταν νερά από ιαματικές πηγές, που έπρεπε να είχαν προηγουμένως βράσει ένα βότανο, διότι μόλις το έπινες ζαλι ζόσουν και ο έπαιρνε ο ύπνος. Όσες παραμέναμε ξύπνιες τρώγαμε ξηρούς καρπούς και φρούτα από ασημένιες πιατέλες, για να ανα πληρώσουμε τα άλατα που χάθηκαν από τον οργανισμό μας».
178
M AP I N A B A M B A K A
Η Σεκερίμ πίνει λίγο νερό και καμώνεται ότι όντως έπαθε αφυ δάτωση. «Μάνα μου, το βότανο που σας έδωσαν να πιείτε ήταν για να σας ναρκώνει το κορμί και να μην πονάτε!» «Ναι, ίσως... Από παντού αναδίδονταν υπέροχες μυρωδιές, που με ηρεμούσαν και με νάρκωναν. Η ατμόσφαιρα γινόταν μεθυστική, γιατί οι μυρωδιές των γαρίφαλων και των μπαχαρικών αναμειγνύο νταν με τον ατμό του χαμάμ και με μεθούσαν. Τυλιχτήκαμε με ζε στά ρούχα, κυρίως μεταξωτά και βελούδινα, και περάσαμε στη δι πλανή αίθουσα να ντυθούμε. Ή ταν ήδη μεσημέρι. Μου έφεραν την καλάθα με τα εσώρουχά μου, κι εγώ την άνοιξα και τραβούσα προ κλητικά ένα ένα τα μεταξωτά μου για να τα επιδείξω και να δουν οι παλατιανές πόσο περιποιημένη είμαι. Πραγματικά οι σουλτάνες που ήταν κοντά άρχισαν να τα περιεργάζονται και να με ρωτάνε ποιος γαλλικός οίκος τα έραψε». «Τι τους είπες, Σεκερίμ;» ρωτάει πονηρά η μαντάμ Ροζ. «Ρόζα μου, τους είπα πως η Φραντσέζα δασκάλα μάς τα έφερε από το Παρίσι». Όλες γέλασαν με το όμορφο αστείο και ήπιαν σερ μπέτι στην υγεία της Σεκερίμ. «Οι ώρες περνούσαν και δεν ήθελα να φύγω. Πόσες αναμνήσεις έχω μέσα εκεί! Αχ, δε βαριέσαι!» λέει και αναστενάζει. Ακόμα και αυτή τη στιγμή δεν εκμυστηρεύεται το μυ στικό της. Δεν ήρθε η ώρα. Κουνάει το κεφάλι δεξιά και αριστερά σαν να αποδέχεται το πεπρωμένο και συνεχίζει να διηγείται την τε λευταία της εμπειρία, που απέχει πολύ από αυτή των νεανικών της χρόνων: «Οι κάλφες άναψαν τους ναργιλέδες και οι σουλτάνες απο λάμβαναν τον παχύ ζεστό καπνό. Οι μαύρες δούλες βοηθούσαν τα νεαρά κορίτσια να πλέξουν κοτσίδες τα μαλλιά τους και μέσα στην πλεξίδα περνούσαν κορδόνια με φλουριά και μαργαριτάρια, όπως ακριβώς πλέκεις εσύ τα μαλλιά σου, Ελισάβετ, όταν είμαστε στα Πο τάμια. Άλλες κεντούσαν σε τελάρα το μονόγραμμά τους πάνω σε λι νές πετσέτες του καφέ και με ρωτούσαν αν το κάνουν σωστά».
ΣΕΚΕΡΙΜ
179
«Ανετζίμ, και τις ώρες της διασκέδασής σου έδινες μαθήματα κε ντήματος;» «Κουζούμ, ήταν πολύ ευχάριστο αυτό που έκανα. Το κέντημα εί ναι η ζωή μου. Ή ταν το κλειδί που μου άνοιξε την πόρτα της ευτυ χίας μου». «Μακάρι να είχαμε κι εμείς ένα παρόμοιο κλειδί!» συμπληρώνει αναστενάζοντας η μαντάμ Ροζ. «Θέλετε να συνεχίσω ή βαρεθήκατε;» ρωτάει η Σεκερίμ τη μικρή παρεούλα που παρακολουθεί ονειροπόλα. «Ναι!» φωνάζουν όλες, και η πιστή της Εμεριέ που την αγαπάει τη χαϊδεύει στο κεφάλι και τη φιλάει. «Ντυθήκαμε και περάσαμε στους εσωτερικούς ατέλειωτους δια δρόμους του χαρεμιού πατώντας σε χαλιά. Στους τοίχους υπάρχουν γαλλικά μπαγιού με πολύχρωμη μαρκετερί, που πλαισιώνονται από πίνακες με έργα Ρώσων και Ευρωπαίων ζωγράφων. Επίσης υπάρχουν καρυδένιες ή μαρμάρινες κολόνες, ύψους ενός μέτρου, που πάνω τους ακουμπάνε πορσελάνες του Γιλντίζ, της Λιμόζ, της Μάιοεν, της Σεβρ, καθώς επίσης τεράστια κινέζικα και γιαπωνέζικα βάζα Ιμαρί. Τα ταβάνια των διαδρόμων έχουν χιαστί νεογοτθικά χωρίσματα και στο κέντρο είναι ζωγραφισμένα. Ο κάθε διάδρομος σταματάει σε έ να μεγάλο καθρέφτη. Πριν στρίψουμε δεξιά ή αριστερά τον έχουμε απέναντι μας και σιαχνόμασιε. Εκεί μπροστά στον καθρέφτη οι νεα ρές κοπέλες του χαρεμιού σταμάτησαν και άρχισαν να διασκεδά ζουν κάνοντας χορευτικές κινήσεις, σπρώχνοντας η μια την άλλη για να βρεθεί πιο κοντά στο είδωλό της. Άλλες έκαναν γκριμάτσες γουρ λώνοντας τα μάτια και τραβώντας τα προς τα κάτω, έβγαζαν τη γλώσ σα και στρίγκλιζαν σαν σκύλα ή γάτα. Και ενώ εμείς απομακρυνόμασταν ακούγαμε τα γέλια τους. Η βαλιντέ χανούμ, που περπατού σαμε δίπλα δίπλα, μου είπε γελώντας: “Σεκερίμ, τι δε θα έδινα να γι νόμουν και πάλι κορίτσι δεκαπέντε χρόνων. Αχ! Ο χρόνος δεν έχει φρένο να το πατήσεις και να σταματήσει!”»
180
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
«Ανετζίμ, έλα πες μας τώρα την αλήθεια, εσύ όταν περνούσες α πό τους καθρέφτες των διαδρόμων τι έκανες; Μη μας πεις πως δε σιάχτηκες λιγάκι;» τη ρωτάει η κόρη της κοιτάζοντάς τη στα μάτια. «Γιαβρί μου, να σου πω την αλήθεια, αν δεν ήμουν παρέα και προστατευόμενη της βαλιντέ χανούμ, που σέβομαι και φοβούμαι, θα έκανα ό,τι έκαναν οι νεαρές κοπέλες. Αυτοί οι καθρέφτες, έτσι ό πως είναι στημένοι στο τέλος των διαδρόμων, σε προκαλούν να σενιαριστείς και να επιβεβαιωθείς ότι όλα είναι όμορφα τακτοποιη μένα πάνω σου. Ποιος ξέρει; Όλο και κάποιον γνωστό θα μπορού σες να συναντήσεις ανά πάσα στιγμή μέσα ο ένα τόσο μεγάλο πα λάτι». Η παρέα των γυναικών χαρούμενη χειροκροτεί τη θεατρίνα Σεκερίμ, γιατί με τον αυθορμητισμό της νιώθουν ξένοιαστα, και ολό κληρη η αφήγηση τη στιγμή εκείνη μοιάζει με θεατρική παράστα ση, που η μια και μοναδική ερμηνεύτρια παίζει άψογα όλους τους ρόλους, της πρωταγωνίστριας και των υπολοίπων, καθηλώνοντας τους θεατές της. «Στον προθάλαμο του σαλονιού ένα καταπληκτικό σιντριβάνι να νούριζε την είσοδο. Εμένα, κουζούμ, μόλις δούνε τα μάτια μου σι ντριβάνι ξελογιάζονται τα μυαλά μου. Ο ήχος του νερού με συγκινεί. Στέκομαι δίπλα και χαζεύω το νερό να χορεύει, ακούω τις μαγικές λέξεις που ψιθυρίζει, όταν περνάει και κυλάει πάνω στα γυαλιστερά πράσινα και γαλάζια πλακάκια ή όταν γλείφει τις παρυφές τους λαί μαργα για να πέσει και να κολυμπήσει στο μαρμάρινο κρεβατάκι του. Είναι τόσο όμορφο να το βλέπεις, όσο και να το ακούς! Αχ, Αϊσέ μου, μια και μιλάω για νερά, μου φέρνεις λίγο σερμπέτι ακόμα με λίγο κρύο νεράκι να δροσιστώ και να συνεχίσω;» Κάνουν ένα μικρό διάλειμμα, οι κοπέλες αλλάζουν θέση, ψήνουν γρήγορα κι ένα καφεδάκι να συνοδέψει την όμορφη κουβέντα και ξαναθρονιάζονται ορεξάτες στο σοφά, που παραμένει ζεστός από τα κορμιά τους.
ΣΕΚΕΡΙΜ
181
«Η βαλιντέ χανούμ με πέρασε στα διαμερίσματα της. Ο Κιζλάρ αγάς άνοιξε την πόρτα και μπήκαμε στο προσωπικό της σαλόνι. Η βαλιντέ με ξενάγησε στο διαμέρισμά της και μου άνοιξε τις καρυ δένιες ντουλάπες με τα χρυσά ελικοειδή σκαλίσματα. Από τις κρυ στάλλινες πόρτες διέκρινα το περιεχόμενο. Εκεί μέσα έκρυβαν τα οικογενειακά πολύτιμα ρούχα, που η μάνα, η νόνα και οι προμάμ μες μου κέντησαν και στόλισαν με πετράδια. Προσποιήθηκα ότι δεν τα γνώριζα, ότι τα αντίκριζα για πρώτη φορά». Σταματάει την αφή γηση και θυμάται... Θυμάται τον αγαπημένο της σουλτάνο που γνώ ρισε τον έρωτα στην αγκαλιά του. Σπάραζε από τον πόθο και τον έ νιωθε να πάλλεται στο κορμί της σαν ψάρι που το βγάζεις από το νε ρό. Στο δωμάτιο αυτό έγινε γυναίκα! «Έλα, μάνα, μας κρατάς σε αγωνία, γιατί σταμάτησες; Γιατί βούρ κωσαν τα μάτια σου πάλι;» διαμαρτύρεται η Ελισάβετ καθώς η Σεκερίμ αγωνίζεται να κρύψει την αλήθεια. «Ελίζα μου, με το που αντίκρισα το δωμάτιο πήγα πολλά χρόνια πίσω. Συγκινήθηκα όταν ξανάπιασα στα χέρια μου τα χειροτεχνή ματα των προγόνων μου. Η δική μου εργασία φάνηκε λίγη μπροστά στη δική τους δεξιοτεχνία. Βέβαια οι εποχές έχουν αλλάξει και τα ρούχα στολίζονται λιγότερο, αλλά, γιαβρί μου, τα έχασα!» Κουνάει επιδεικτικά τα χέρια, δροσίζει τα χείλη της και συνεχίζει: «Το πο λυτελέστατο δωμάτιο έλαμπε από τον κρυστάλλινο πολυέλαιο που κρεμόταν από το ζωγραφισμένο ταβάνι. Οι ασορτί απλίκες στους τοίχους αντανακλούσαν το φως στον τρίπτυχο καθρέφτη. Το οβάλ μαρμάρινο τραπέζι με τις χρυσές καρέκλες ντυμένες με μεταξωτές στόφες κόκκινου και χρυσού χρώματος μου θύμισαν τα γεύματα με τη βαλιντέ μου. Ο καναπές με τις βαθιές αναπαυτικές πολυθρόνες στεκόταν παραπονεμένος χωρίς την παρουσία εκείνου. Άγγιξα για τε λευταία φορά τα πορσελάνινα βάζα του Γιλντίζ που τα επιδέξια χέ ρια του κατασκεύασαν. Είδα το πατροπαράδοτο χρυσό κρεβάτι με το μπαλτακέν από κρεμ μεταξωτό ύφασμα και δαντέλες, που κρα
182
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
τιόταν κρεμασμένο από το ταβάνι και είχε χρυσοκέντητο το σύμβο λο της οθωμανικής αυτοκρατορίας ψηλά στην κουρμπα της μπρο στινής πλευράς. Το μικρό χρυσό σκαμπό που βρισκόταν μπροστά το ανέβηκα πολλές φορές...» σταματάει γιατί μπροστά της έρχονται οι εικόνες και οι στιγμές που γέννησε το παιδί της, το γιο του σουλτά νου. Ή ταν πάνω ο εκείνο το μοιραίο κρεβάτι. «Στα πουπουλένια σκεπάσματα με τα χρυσά κεντημένα κοινές θνητές γέννησαν τα παι διά των σουλτάνων και με σύμμαχο την καλή τους τύχη έγιναν καντίν και βαλιντέ. »Η βαλιντέ μάντεψε τις σκέψεις μου, με αγκάλιασε και με φίλη σε τέσσερις φορές. Βγήκαμε από το δωμάτιο πιασμένες χέρι χέρι και περάσαμε στο μεγάλο σαλόνι, όπου οι γυναίκες του χαρεμιού έ παιζαν χαρτιά, κεντούσαν στα τελάρα τους ή έπαιζαν μουσικά όρ γανα συγκεντρωμένες σε μικρές παρέες. Κάποια στιγμή ανησύχησα διότι είδα τις σκλάβες να τρέχουν και να κρύβονται πίσω από τις πόρτες και τις γυναίκες του χαρεμιού να μαζεύουν τα τελάρα και να σηκώνονται, εκτός από τη βαλιντέ χανούμ. Ή ταν η εμφάνιση του σουλτάνου που προκάλεσε αυτόν τον πανικό, ο οποίος ήρθε για να πάρει το απεριτίφ του μαζί με τις αγαπημένες του, να μιλήσει με τη μάνα του και να ξεχάοει για λίγο τα αιώνια προβλήματα του έθνους του». «Σεκερίμ, εσύ τι έκανες μόλις είδες το σουλτάνο;» ρωτάει η μα ντάμ Ροζ. «Ομολογώ ότι έζησα στιγμές αμηχανίας. Δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Σηκώθηκα με κατεβασμένο το κεφάλι προς ένδειξη σεβασμού για τη μεγαλειότητά του και απομακρύνθηκα διακριτικά προς τα πί σω. Η βαλιντέ χανούμ με έψαξε με τα μάτια, διότι το σαλόνι είναι μεγάλο και μπορείς εύκολα να κρυφτείς. Βρισκόμασταν στο πεμπέ σάλον. Ολόγυρα υπήρχαν χρυσές πολυθρόνες, καρέκλες και κανα πέδες με μετάξια και ατλάζια ριγέ, χρυσά και κόκκινα. Στο κέντρο του ταβανιού, και από μια οκταγωνική γύψινη ροζέτα, κρεμόταν ο
ΣΕΚΕΡΙΜ
183
μεγάλος πολυέλαιος. Από τα μπακαρά κρύσταλλα ξεχύνονταν ολό γυρα πολύχρωμες λάμψεις σε αποχρώσεις παστέλ. Το ταβάνι είχε ζω γραφισμένες παραστάσεις με λουλούδια και στο πάτωμα τα χέρεκε χαλιά είχαν ακριβώς τα ίδια μοτίβα και χρώματα. Πιάστηκε το κε φάλι μου να κοιτάζω ψηλά. Η αρμονία του χώρου με μάγευε. Σ’ αυ τό το σαλόνι περπάτησα άπειρες φορές, κι όμως ήταν σαν να το α ντίκριζα για πρώτη φορά. »Είχα βρει λοιπόν πού να στυλώσω τα μάτια μου, ίσως γιατί ντρε πόμουν και απέφευγα τα βλέμματα των γυναικών. Προσπαθούσα να καταλάβω πώς μπόρεσαν οι καλλιτέχνες και οι τεχνίτες να δημι ουργήσουν αυτό το αριστούργημα τέχνης τόσο ψηλά. Στους τοίχους του σαλονιού περισσότεροι από δέκα σκαλιστοί μαλαματένιοι κα θρέφτες πολλαπλασίαζαν το φως. Από πάνω τους κρέμονταν χρυσά λαμπρεκέν στο ίδιο ύφασμα με τη στόφα του σαλονιού και με στη ρίγματα επίσης χρυσοσκάλιστα. Τέσσερα καντηλέρια ίσαμε τρία μέ τρα, κατάφορτα από κρύσταλλα που έλαμπαν σαν πολύχρωμα δια μάντια, έκαναν το χώρο ακόμα πιο επιβλητικό. Δεν προλάβαινες να θαυμάσεις τους μπουφέδες, διότι το μάτι σου έπεφτε στις πορσελά νες, στους αμφορείς από κρύσταλλο και από τουρκικό αλάβαστρο. Οι ολλανδέζικες βιτρίνες, γεμάτες δώρα βασιλιάδων και αυτοκρατόρων, έμοιαζαν να λυγίζουν από το βάρος του χρυσού και του αση μιού. Στα μπαγιού ήταν τοποθετημένες πορσελάνινες συνθέσεις φυ τών και πτηνών. Στους τοίχους πίνακες με προσωπογραφίες Ευρω παίων βασιλιάδων, που πρώτη φορά τούς έβλεπα. “Σεκερίμ”, μου λέει η βαλιντέ, “αυτός είναι ένας ένδοξος βασιλιάς της Φράνσιας, ο Λουδοβίκος ΙΔ'”. Εγώ απάντησα με σεβασμό: “Τα σέβη μου στη μεγαλειότητά του”. Η βαλιντέ έσκασε στα γέλια κι εγώ δαγκώθηκα». «Μάνα, είπες τα σέβη μου στο πορτρέτο; Άντε, βρε μάνα, και σε είχα για εξυπνούλα!» Γίνεται χαμός στο δωμάτιο. Η Σεκερίμ κοκκινίζει και σηκώνεται όρθια.
184
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
«Ελίζα, πες μου τι κακό έκανα; Και για να μάθεις τη συνέχεια, στο πορτρέτο του άλλου βασιλιά που ακολούθησε είπα: “Χαίρω πολύ!” γιατί μου φάνηκε πιο οικείος. Σε καλό σου, παιδί μου!» «Αχ, μάνα, ρεζίλι έγινες! Τι τα ήθελες τα χαίρω πολύ;» «Και τι να ’λεγα;» «Τίποτε απολύτως». «Και ν άφηνα τη βαλιντέ χανούμ να μιλάει μόνη της;» «Ανετζίμ, τα έκανες θάλασσα! Έλα, συνέχισε. Συγγνώμη που σε διέκοψα, αλλά άλλη φορά μη λες στο κάδρο χαίρω πολύ!» Και πάλι γελάνε τρελά όλες μαζί. «Λοιπόν. Σε παρακαλώ να μη με διακόπτεις διότι χάνω τον ειρ μό των σκέψεών μου. Στους πανύψηλους τοίχους είχε και τοπία με δάση και άγρια ζώα, σαν και αυτά που έφερε ο Αβραάμ στο σπίτι του στα Ποτάμια και λέει ότι είναι έργα μεγάλων Φλαμανδών ζωγρά φων. Το ίδιο μου είπε και η σουλτάνα πριν ρωτήσω οτιδήποτε». «Σεκερίμ, δεν πιστεύω να είπες ότι ο Αβραάμ έχει Φλαμανδούς ζωγράφους; Κάτι τέτοιο θα μας κατέστρεφε!» «Όχι, Ελίζα μου, δεν έβγαλα τσιμουδιά!» Στην απάντησή της η κόρη της αναστέναξε με ανακούφιση. «Σε καλό σου! Και σε παρακαλώ πάψε να με κοροϊδεύεις. Ουφ! Θα σταματήσω, κουράστηκα να με κρίνεις, κόρη μου, διαρκώς». Η παρέα διαμαρτύρεται και παρακαλάνε την κυρά τους να μην κάνει άλλη παρέμβαση. «Μέσα στο πεμπέ σάλον οι μαξιλάρες με τα πο λύχρωμα κρόσσια και τα μπομπόνια ήταν σκορπισμένες εδώ και κέι σαν να μας καλούσαν να αναπαύσουμε τα ταλαιπωρημένα κορμά κια μας. Έγειρα, έκλεισα τα μάτια και γύρισα χρόνια πίσω. Ξανά ζησα νοερά τις παλιές ευτυχισμένες μου στιγμές. Οι κοπέλες ρίχτη καν στους ναργιλέδες και στο κουβεντολόι. Μιλούσαν χαμηλόφωνα για την ευρωπαϊκή μόδα, για τα λουξ καταστήματα που οι ξακουστοί παριζιάνικοι οίκοι άνοιξαν στην Πόλη. Ανέφεραν τα ονόματα επω νύμων κυριών που προμηθεύονται τα ρούχα τους από τους γαλλι-
ΣΕΚΕΡΙΜ
185
κοΰς αντιπροσώπους. Άνοιξα ία μάτια όταν ακόυσαν να μιλούν για τα παραδοσιακά μας ρούχα. »Όλες συμφωνήσαμε με μεγάλη λύπη ότι το αγαπημένο μας σαλ βάρι έγινε το κοστούμι που θα φοράμε μόνο στις εθνικές εορτές και παρελάσεις, και αργότερα στα μασκαρέματα της αποκριάς, που γιορτάζουμε εμείς οι χριστιανοί. Κουζούμ, φαντάζεσαι να φοράμε το σαλβάρι στα καρναβάλια! Πού θα καταντήσουμε, Χριστέ μου! Συ ζητούσαμε για τους πανέμορφους κήπους του Γιλντίζ και γελούσα με με τα πειράγματα που μου έκαναν. Μιλήσαμε για τους καλούς χρυσοχόους της Πόλης, που ανάμεσά τους αναφέρθηκε το όνομα του Αρμένη που δουλεύει ο Αβραάμ. Άλλο θέμα στις συζητήσεις μας ή ταν τα ερωτικά σκάνδαλα των μελών της κυβέρνησης και της κο σμικής κοινωνίας. Όταν η κουβέντα ζεστάθηκε πολύ, η βαλιντέ χανούμ σηκώθηκε θυμωμένη κι όλες σώπασαν. Έλεγαν πολλά για τον Μουσταφά Κεμάλ, μιλούσαν μεταξύ τους ψιθυριστά, φαίνεται να α ρέσει στις νεαρές κοκόνες και γελούσαν κακαριστά. Έλεγαν ακόμα και άλλα πολλά γι’ αυτόν που δεν τ’ άκόυγα». «Σεκερίμ, ο σουλτάνος έμεινε με τις γυναίκες ή αποχώρησε;» «Ο σουλτάνος πήρε το ποτό του με τη βαλιντέ απολαμβάνοντας τη μικρή γυναικεία ορχήστρα που έπαιζε ανατολίτικη μουσική κι έ κανε τις νεαρές χανούμισσες να χορεύουν με κέφι. Τη στιγμή που ά νοιξαν την τραπεζαρία και ο Κιζλάρ αγάς κάλεσε τη βαλιντέ να πε ράσει πρώτη, εγώ βρήκα ευκαιρία και φόρεσα το διαμαντένιο περι δέραιο που μου χάρισε ο Αμπντούλ Χαμίντ. Όλες το κοιτούσαν με περιέργεια και ζήλια. Το καμάρωνα και κρατούσα τις άκρες της με ταξένιας μου μαντίλας μακριά, για να μην το κρύβουν». Η Ελισάβετ έσκασε στα γέλια. Η μάνα της, ίδια όπως πάντα, πλη θωρική, αθεράπευτα ωραιοπαθής, ευπαρουσίαστη, στολισμένη πά ντα. Η ομορφιά της ήταν σκοπός της ζωής της. «Ανετζίμ, πού φάγατε;» τη ρωτάει. «Πρώτη φορά αντίκριζα τόσο όμορφα τραπέζια. Στολισμένα με
186
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
βελούδινα τραπεζομάντιλα, κεντημένα με ασημένιες κλωστές, έλα μπαν σαν τη σελήνη. Σύμφωνα με την παλιά παράδοση, η βαλιντέ χανούμ μού πρόφερε λόγια γλυκά: »“Σεκερίμ, αφιγιέτ σεκέρ ολσούμ”. “Καλή όρεξη, να είναι γλυκό αυτό που θα φάμε”». «“Μαντάμ, τεζεκίρ εντερίμ, σιζεντέ αφιγιέτ”. “Κυρία, σ’ ευχαρι στώ, εύχομαι και σε σας καλή όρεξη”, της απάντησα και με πήρε δί πλα της. Σερβιρίστηκα δεύτερη αμέσως μετά από εκείνη τα φαντα στικά εδέσματα, που μόνο στον παράδεισο θα μπορούσα να τα φάω σερβιρισμένα με αυτόν τον τρόπο». «Αχ! Τυχερές γυναίκες με τα χρυσά λαρύγγια!» λέει η μαντάμ Ροζ αναστενάζοντας. Γελάνε ακράτητα και παίρνουν τα ποτήρια στα χέρια για να μιμηθούν τις οδαλίσκες στους καλούς τρόπους και η πλάκα συνεχίζεται. «Σεκερίμ εφέντιμ, δείξε μας πώς πίνουν οι χανούμισσες στα πα λάτια τη σουμάδα, έτσι;» ρωτάει η Αϊσέ και καταβροχθίζει μια κα νάτα σουμάδα, μέχρι να μάθει πώς να ακουμπάει τα δάχτυλά της στο ποτήρι. «Αϊσέ καλή μου, ευτυχώς που δεν πίνεις κρασί! Ώσπου να μάθουν τα χέρια σου να κρατάνε τα κρυστάλλινα ποτήρια, θα είχες πέσει τά βλα στο μεθύσι!» της λέει η Σεκερίμ γελώντας με την καρδιά της. «Αϊσέ, σκάσε και κατέβασε κάτω τα κουλά σου! Άφησέ μας ν’ α κούσουμε τι λέει η Σεκερίμ!» λέει η μαντάμ Ροζ νευριασμένη. «Ησυχία! Συνεχίζω!» φωνάζει η Σεκερίμ, που το διασκεδάζει και υψώνει τη φωνή για να σταματήσουν τα σχόλια. «Ακούστε με προσεκτικά. Πάνω στο τραπέζι βρίσκονταν κηρο πήγια φτιαγμένα από ασήμι και σμάλτο με καρφωμένες πέτρες α πό τουρκουάζ, κοράλλια, σμαράγδια και διαμάντια, που γυάλιζαν και δεν ξεκολλούσα τα μάτια μου από πάνω τους. Τα βάζα ήταν γε μάτα κόκκινα τριαντάφυλλα, που ανέδιδαν ένα άρωμα σαν τις τρια νταφυλλιές μας στα Ποτάμια. Σερβιριστήκαμε σε ασημένια πιάτα ζε-
ΣΕΚΕΡΙΜ
187
ατό φαγητό μαγειρεμένο από τον προσωπικό μάγειρα του πατισάχ». «Τι φαγητά τρώει ο σουλτάνος;» ρωτάει η Εμεριέ, που δεν έχει ανοίξει το στόμα της. «Και τι δεν είχε!» απαντά η Σεκερίμ και συνεχίζει: «Καθισμένη (πην παλατιανή τραπεζαρία, να έτσι!» Και δείχνει με τα χέρια. «Εί χα απέναντι στους τοίχους τα χρυσά ψηφιδωτά, τα οθωμανικά μοτίφ και τα γράμματα από το Κοράνι. Ο νους μου πήγε στα τραπέζια και στις γιορτές του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή. Τις ιστορίες και τα κατορθώματά του τ’ ακούγαμε στο παλάτι από το στόμα της αφηγήτριας όταν όλες μαζεμένες γύρω της ρουφούσαμε τις αφηγήσεις της σαν το νέκταρ». Πίνει και η ίδια λίγο από τη σουμάδα που έχει δίπλα της και συνεχίζει: «Μας έλεγε λοιπόν πως ο Σουλεϊμάν, ο με γάλος σουλτάνος, άντρας πολυμαθέστατος και πολυμήχανος, όταν δειπνούσε περιστοιχιζόταν από τους σοφούς του, τις πανέμορφες γυ ναίκες του χαρεμιού του και από υπηκόους, τέτοιους σαν και μένα, αυτούς δηλαδή που ασχολούνταν με τις προσωπικές του υποθέσεις και δούλευαν κάτω από τις διαταγές του, χωρίς την παρέμβαση του μεγάλου βεζίρη, και ζούσαν εκτός παλατιού. Οι έμπιστοι λοιπόν αυ τοί άντρες και γυναίκες είχαν την τύχη και την τιμή να κάθονται στο τραπέζι δίπλα του. Το φαντάζεστε;» «Χανούμ, το έκανε γιατί ήταν απλός άνθρωπος ή γιατί κατά τη διάρκεια του δείπνου επωφελούνταν της παρουσίας τους και τους έ δινε συμβουλές;» «Μπράβο, Εμεριέ μου! Το κεφάλι σου κόβει, αλλά δεν ξέρω να σου απαντήσω. Τσως και τα δύο». «Σεκερίμ, πόσες φορές στη ζωή σου έφαγες στο παλάτι;» ρωτάει η μαντάμ Ροζ. «Η αλήθεια είναι ότι έφαγα πολλές φορές στο παλάτι στα ιδιαί τερα διαμερίσματα της βαλιντέ, με ανάλογο πολυτελές σερβίρισμα, όταν με προσκαλούσε προσωπικά να την επισκεφθώ. Στα δωμάτια των καντίν τρώγαμε στους σοφάδες καθισμένες αναπαυτικά σε μα-
188
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
ξιλάρες. Στη μεγάλη τραπεζαρία του παλατιού δεν είχα ξαναφάει. Σή μερα ήταν η μοναδική φορά». «Ανετζίμ, οτο σαράι μαγειρεύουν καλύτερα από το σπίτι μας; Ίσως να έχουν κάνει παραλλαγές στην πολίτικη κουζίνα και να την έχουν προσαρμόσει στον οθωμανικό τρόπο ζωής και στις θρησκευτικές τους συνήθειες. Μην ξεχνάς πως εμείς τους προμηθεύουμε μέλι και κερήθρες, μαρμελάδες από τριαντάφυλλα και βιολέτες, ανθότυρα και τόσα άλλα προϊόντα που στέλνομε από το χωριό. Θυμήσου τον αγα πημένο σου Αμπντούλ Χαμίντ με τι χαρά δεχότανε όλα αυτά!» «Κουζούμ, μη βιάζεσαι και άκουσε με προσοχή τα εδέσματα. Φάγαμε μαύρο ρωσικό χαβιάρι με βούτυρο, γαλλικά τυριά, που δε ο α ρέσουν, Ελισάβετ. Σαλάτες με λαδόξιδο ή με κρέμα γάλακτος και φρέσκο βασιλικό. Το αλάτι ήταν σε χρυσές αλατιέρες στολισμένες με πολύτιμους λίθους. Εγώ, να σας πω, όλο αλάτι έβαζα για να τις πιάνω στα χέρια μου. Αν χρειαζόμασταν λεμόνι, το είχαμε σε χυμό μέσα σε κρυστάλλινη κανάτα. Το νερό, το κόκκινο κρασί και τη σερβόζα* τα σερβιριζόμασταν από κρυστάλλινες κανάτες μπακαρά. Με ρώτησαν αν πίνω κρασί και το πέρασαν μπροστά μου. Τα ζεστά φα γητά ήρθαν σε ασημένιους δίσκους. Πριν σερβιριστεί ο σουλτάνος, ήρθε ο δοκιμαστής με ρούχα λευκά σαν το χιόνι καθαρά, με φέσι ε πίσης λευκό και, κρατώντας οτα γαντοφορεμένα χέρια του ένα πιά το με μερικά κουτάλια, δοκίμασε στα γρήγορα το περιεχόμενο από όλες τις πιατέλες». «Ανετζίμ, φοβάται ο σουλτάνος μήπως τον δηλητηριάσουν;» «Βέβαια, γιαβρί μου! Ο δοκιμαστής υποκλίνεται μπροστά στο σουλτάνο και περιμένει. Ο μεγαλειότατος υποδεικνύει στο δοκιμα στή το μέρος από την κάθε πιατέλα που επιθυμεί να δοκιμάσει. Όλες περιμέναμε άφωνες, διότι, από όσα λέγονται, πολλές φορές ο δοκι μαστής έπεσε ξερός βγάζοντας αφρούς από το στόμα. Εγώ, να σας πω την αμαρτία μου, ήμουν με κομμένη την ανάσα. Έκανα την προ σευχή μου για να μη συμβεί κακό στο παλικάρι. Όταν επιτέλους ο
ΣΕΚΕΡΙΜ
189
σουλτάνος έβαλε στο στόμα την πρώτη μπουκιά και μας ευχήθηκε καλή όρεξη, αρχίσαμε να τρώμε και οι υπόλοιπες. Όλοι τους, εκτός από εμένα, έτρωγαν με το δεξί χέρι. Εγώ, να σας πω, δυσκολεύτηκα λίγο στην αρχή, μα τα κατάφερα μια χαρά! Τους είπα ότι είμαι αριστερόχειρας και με κοίταξαν καλά καλά, σαν να τους είπα ότι εί μαι πίθηκος και με περιεργάζονταν. Αυτό δε μου άρεσε καθόλου και προς στιγμήν τις μίσησα. Αλλά σκέφτηκα ότι είναι χαϊβάνια και τι περιμένεις από γυναίκες χαϊβάνια; Μόνο να καλλωπιστούν και να γεμίσουν την κοιλιά τους ξέρουν. Έλα, Χριστέ και Παναγιά!» «Μάνα, πες μας επιτέλους τι φαγητά είχε το παλατιανό τραπέζι; Μόνο χαβιάρι φόγατε;» «Ελισάβετ μου, θα σας τα πω όλα, μη βιάζεσαι. Δε βιάζομαι εγώ, που ξεράθηκε το λαρύγγι μου να μιλάω και να σας τα αφηγούμαι με το νι και με το σίγμα! Ακούστε με προσεκτικά και ανοίξτε τ’ αφτιά σας και τα μάτια σας για να μάθετε πώς τρέφονται στο παλάτι». «Αϊσέ παιδί μου, φέρε μου ένα ποτήρι γλυκό άσπρο κρασί! Και, κοίτα, το θέλω σε κρυστάλλινο ποτήρι, ακούς;» Η υπηρέτρια φέρνει το ποτήρι στα γρήγορα, για να μη χάσει λέ ξη από την αφήγηση, και κάθεται κουλουριασμένη δίπλα στη Σεκερίμ κοιτάζοντάς την κατάματα. «Τα φαγητά, κόρες μου, τα κουβαλούσαν στην τραπεζαρία ο Κιζλάρ αγάς και ακολουθούσαν οι άλλοι ευνούχοι ο ένας πίσω από ιον άλλο τελετουργικά. Από μακριά η μυρωδιά σού έσπαζε τα ρου θούνια. Μακάρι να μη γέμιζε το στομάχι μου και να έτρωγα όλη τη μέρα! Ελισάβετ, δώσε προσοχή! Φάγαμε μύδια σαλμασί, ρυζότο με μύδια ψημένα με το κέλυφος, αμύγδαλα, λαχανικά και ρεβίθια. Τουψαχιγιέ, μπούτι από αρνί βρασμένο σε σιρόπι από χουρμάδες και μή λα, πασπαλισμένο με καβουρδισμένα αμύγδαλα. Η σάλτσα που πε ριχύσαμε από πάνω ήταν φτιαγμένη από κρέμα και ροδόνερο. Συ νοδευόταν από πατάτες γεμιστές με αρνίσιο κιμά, σταφίδες και σουμάκ. Το μπουρανί με μελιτζάνες ήταν τρόπον τινά η γαρνιτούρα της
190
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
πιατέλας. Μας σερβίρισαν ακόμα κομμάτια αρνί με κρεμμύδια τσι γαρισμένα, κύμινο, κόλιαντρο, μαστίχα και κανέλα. Ακόμα υπήρχε μια πιατέλα με άφθονο περσικό πιλάφι στοιβαγμένο στη μέση σαν ένας μεγάλος λόφος με μια κρούστα σκληρή από μέλι και κερήθρα. »0 Κιζλάρ αγάς, ο αρχιευνούχος, την περιέφερε γύρω από το τραπέζι διότι είδε ότι άρεσε πολύ σε όλες μας. Η άλλη υπέροχη γεύ ση που δε θα φύγει από το λαρύγγι μου μέχρι να την ξαναφάω είναι το μαχμουντιγιέ. Είναι κοτόπουλο με μέλι, με σταφίδες, ξερά βερί κοκα και αμύγδαλα, σκεπασμένα με φιδέ τηγανισμένο με βούτυρο, και από πάνω πασπαλισμένο με λίγη ζάχαρη άχνη. Τι να σας διηγηθώ και τι να σας αφήσω! Να γλείφεις τα δάχτυλά σου! Μετά ήρ θαν τα σενμπουζέ, τρίγωνα γεμισμένα με αμύγδαλα. Ο χελβά με μέ λι και το μουχαλεμπί. Καθώς και φρούτα εξωτικά σε τεράστιες κρυ στάλλινες πιατέλες». Η Σεκερίμ γλείφει τα χείλη της. Αναστενάζει γιατί όλα γύρω της μιλάνε για ανατροπή του καθεστώτος και αλλαγή που θα διώξει ο ριστικά την παλιά και τη νυν καλή εποχή που ζει και χαίρεται. Μα ζί με όλα τα καλά θα φύγουν και οι γλυκές γεύσεις. Τι εφιάλτης! Μιλάει για τη μοναδική εμπειρία που έζησε σήμερα. Μιλάει με θυσμένη από το μεγαλείο που ακούμπησε και τη ζεστασιά που βρή κε και πάλι στην οικογένεια του καινούριου πατισάχ. «Τυχερή μάνα! Έχεις το κουράγιο και ξεχνάς. Ξέχασες τις δύ σκολες στιγμές που περάσαμε!» σκέφτεται η Ελισάβετ και παίρνει με σεβασμό τα ευλογημένα χέρια στα δικά της. Δεν της λέει τίποτα γιατί δε θέλει να τη βγάλει από το όνειρο που έζησε στο παλάτι. Η Σεκερίμ διαβάζει τη σκέψη της. Καμώνεται πως δεν καταλα βαίνει και με μάτια κλειστά ανασαίνει βαθιά στην αναπαυτική πο λυθρόνα. Θέλει να ανοίξει την καρδιά της και να βγάλει από μέσα το μυστικό της. Δεν έχει τη δύναμη και το αναβάλλει. Αρκείται να προφέρει με χαμηλή φωνή: «Κουζούμ, περασμένα ξεχασμένα! Άσ’τα να τα πάρει η λησμονιά».
ΣΙ'ΚΚΡΙΜ
191
«Καλά, μάνα μου. Εύχομαι να είσαι πάντα γερή, να δημιουργείς αριστουργήματα και η Υψηλή Πύλη να σε τιμά όπως σήμερα», της λέει και κάνει νόημα στην Αϊσέ να τακτοποιήσουν το σαλόνι. Η διπλανή πόρτα, που είναι και το ατελιέ του κεντήματος, πα ραμένει κλειστή. Ανοίγουν και βάζουν μέσα τα ασήκωτα από το βά ρος μπαούλα με τα πολύτιμα υφάσματα που ήρθαν μαζί με τη Σεκκμίμ από το παλάτι. Από αύριο θα αρχίσει να δουλεύει την και νούρια παραγγελία του πατισάχ. Θα απλωθούν τα χαρτιά, τα μολύ βια για τα σχέδια, τα μεταξωτά της Λυών και τα βελούδα. Οι βελό νες με τις χρυσές και τις ασημένιες κλωστές θα χορεύουν στον αέρα κενιώντας τις πέρλες και τις πολύτιμες πέτρες. Η κεντήστρα θα βά λει το μεράκι, το συναίσθημα και το πάθος. Αύριο θα φωνάξει τον Αβραάμ για να συνεργαστεί μαζί του. Να κάνει παραγγελία όσες χρυσές θήκες θα χρειαστούν για τις πολύτιμες πέτρες που θα καρφαιθούν πάνω στα ρούχα του πολυχρονεμένου.
Αποφασίζουν να πάνε για λίγο στα Ποτάμια
Ο ΒΑΣΙΛ’ ΑΓΑΣ διαβάζει προσεκτικά πολλές φορές τα γράμματα του
Χρυσόστομου Σμύρνης. Η μαρτυρία κρύβει πολλά. Φοβούνται να αποκαλύψουν την αλήθεια και τα σκληρά συμβάντα στη μάνα και α ποφασίζουν να φύγουν το γρηγορότερο για την Καππαδοκία για να τακτοποιήσουν τα υπάρχοντά τους και κυρίως να φέρουν στην Πό λη ένα σημαντικό μέρος από το μάλαμα που έχουν συσσωρευμένο στις γαλαρίες. Το συζητάει με τη Σεκερίμ, κοιτάζονται οτα μάτια και χωρίς να ανταλλάξουν πολλές λέξεις συμφωνούν. Οι προετοιμασίες της αναχώρησης αρχίζουν αμέσως. Το αρχο ντικό στο Ορτάκιοϊ αλλάζει όψη. Τα έπιπλα σκεπάζονται, τα επι χρυσωμένα μπακίρια και ασημικά τυλίγονται σε πανιά και κρύβο νται. Μαζεύονται στις αποθήκες οι πανάκριβες πορσελάνες της Σέβρης και της Λιμόζ, που η Σεκερίμ μαζεύει με πάθος χρόνια τώρα, ακολουθώντας τις συμβουλές του αγαπημένου της σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίντ. Όταν βρισκόταν στο εργαστήρι της πορσελάνης του Γιλντίζ τον έβλεπε να καθοδηγεί τους εργάτες με μεγάλη ακρί βεια. Βουτούσε τα χέρια στο γαλακτώδες πηχτό μείγμα της πορσε λάνης προκειμένου να επιτύχει ένα ακριβές αντίγραφο από τις δη μιουργίες των διάσημων Ευρωπαίων καλλιτεχνών. Απαιτούσε τα έρ γα του να εναρμονίζονται με τον εξωτισμό και την πολυτέλεια της ε σωτερικής διακόσμησης που χαρακτήριζε το οθωμανικό στιλ. Διδά χτηκε πολλά κοντά του και απέκτησε γνώσεις και εμπειρία. Διπλώ νονται και στοιβάζονται στο γιούκο τα μεταξωτά χαλιά χέρεκε, οι
ΣΕΚΕΡΙΜ
193
αψάδες και τα χαλιά Καισαρείας. Μόνο οι άγιες εικόνες παραμένουν στη θέση τους, προστάτες και φυλακές των αγαθών που αφήνουν πί σω τους. Γεμίζουν τις άμαξες και ξεκινούν για την ευρωπαϊκή συνοικία. Το ιετραώροφο σπίτι του Πέραν χρειάζεται αρκετή δουλειά και χρόνο να συμμαζευτεί. Τώρα που οι δυσκολίες και τα γεγονότα υποχρεώ νουν την Ελισάβετ να εγκαταλείφει την Καππαδοκία και να εγκαιασιαθεί μονίμως στην Κωνσταντινούπολη, πρέπει το σπίτι να ανα καινιστεί. Φτάνοντας νωρίς το πρωί στο Πέραν, βρίσκουν τους τεχνίτες και ιούς εργάτες να τους περιμένουν στην πόρτα. Κουβαλούν τα πράγ ματα μέσα και ρίχνονται στο βάψιμο των τοίχων με χρώματα δια λεγμένα με γούστο. Επισκευάζουν όλα τα κουφώματα και δοκιμάζουν αν ασφαλίζουν τα παράθυρα και οι μπαλκονόπορτες. Αντικαθιστούν τα μικρά μαρμάρινα κομμάτια που γκρεμίστηκαν από τα μπαλκό νια, θύματα του χρόνου κι αυτά, και επισκευάζουν τα υδραυλικά. Κρεμούν τα φωτιστικά και τους πολυελαίους, αντικαθιστούν τις πα λιές μαντεμένιες σόμπες με καινούριες βιεννέζικες από πορσελάνη, ιιου αποτελούν πραγματικό στολίδι γιατί είναι ζωγραφισμένες ανά λογα με το χρώμα του δωματίου. Τρίβουν τα πατώματα, τα αλείφουν με κερί, οι γυψαδόροι αλλάζουν τα φθαρμένα γύψινα στα ταβάνια και επιχρυσώνουν τα μενταγιόν στις γωνίες τους. Στα σαλόνια αναπαλαιώνονται τα ζωγραφισμένα ταβάνια και αναδεικνύονται οι πα λιές τοιχογραφίες. Οι καλυμματούδες ράβουν καινούριες κουρτίνες και καλύμματα στα έπιπλα και στολίζουν με πασμαντερί τα μεταξωτά μαξιλάρια. Αλλάζουν τη θέση των επίπλων και το σπίτι παίρνει παλαιιανή σφραγίδα. Ο μικρός κήπος μεταμορφώνει το πίσω μέρος του οιιιτιού σε παράδεισο, που πολύ γρήγορα δίνει στέγη και καταφύ γιο στα χιλιάδες πουλιά της γειτονιάς. Η Ελισάβετ δεν πιστεύει στα μάτια της. Το ταλέντο της μάνας της είναι αυθεντικό. Την αγκαλιάζει και της εκφράζει το θαυμασμό της.
194
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
«Ανετζίμ, το σπίτι μας δεν το αναγνωρίζω. Τι όμορφο που το έ κανες! Ο Θεός να σ' έχει καλά στα χέρια και στα μυαλά. Κυρίως τα χρυσά σου χέρια! Σερμπετένια μου ανετζίμ!» Και ο Βασίλ’ αγάς δεν πάει πίσω, της δείχνει με χίλιους δυο τρό πους την αγάπη, το σεβασμό και το θαυμασμό του. Της αγοράζει να φάει πανάκριβο περσικό χαβιάρι, που της αρέσει πολύ, τρέχει μαζί με τους πιστικούς του αναζητώντας τα μικρά κουμ κουάτ, για να δια κοσμήσει τα τραπέζια της, και ακόμα ψάχνει για το άρωμα που κά ποιος γαλλικός οίκος λανσάρισε και ακούστηκε η μυρωδιά του μέ χρι το Πέραν. Η Σεκερίμ όλα τα μαθαίνει από το μεγάλο σχολείο της καλής κοινωνίας, το παλάτι. Τρέχει ο γαμπρός της, το τζιγέρι της, κάθε τόσο, να της φέρει το νερό της ομορφιάς για να κρατηθεί νέα και όμορφη.
Ο Νικόλας εμφανίζεται αργά το απόγευμα στο γραφείο του Βασίλ’ αγά. Πίνουν ρακί και συζητούν ανήσυχοι. Καταβροχθίζουν με τα μά τια μεγάλους τίτλους των ευρωπαϊκών εφημερίδων που ο αντιπλοίαρχος του ιταλικού φορτηγού Ορτένσια καπιτάνο Τζιάνι έφερε χθες το βράδυ λέγοντάς του: «Κάρο αμίκο, αγαπημένε μου φίλε, πάρε τα μέτρα σου και α ποφάσισε τι θα κάνεις. Αυτά που γράφουν οι ιταλικές εφημερίδες σάς αφορούν σοβαρά. Βασίλ’ αγά, οι Μεγάλες Δυνάμεις σάς θυσιάζουν στο βωμό των οικονομικών τους συμφερόντων. Αν δεν έχεις πού να πας, ιδού η διεύθυνσή μου στο Μπάρι. Θα σε βοηθήσω όσο μπορώ. Δεν είναι σίγουρο, αλλά μπορεί να κάνουμε καμιά δουλειά μαζί, για τί σκέφτομαι να αφήσω το μπάρκο και τη θάλασσα. Γνωριζόμαστε πολλά χρόνια, μη νομίζεις πως σε κοροϊδεύω. Θα σε υποστηρίξω με όλη μου την καρδιά, γιατί αυτό θα είναι για το συμφέρον και των δυο μας». «Αλήθεια είναι, καρντάση μου, ο καπετάνιος έχει δίκιο», λέει ο Νι-
Μ Κ.ΚΚΡΙΜ
195
κόλας. «Από παντού γίνονται κακές προβλέψεις. Ο στρατηγός Φρανσέ νΓ Εσπερέ και ο ναύαρχος Κάλθροπ πρόβλεψαν ότι, αν τα ελλη νικά στρατεύματα κάνουν απόβαση στη Σμύρνη, θα γίνουν μεγάλες εμπλοκές και θα χυθεί πολύ αίμα. Όσο για τους Γάλλους και τους Αγγλους, είναι ο κοινός εχθρός των μουσουλμάνων, δεδομένου ότι έ χουν και οι δύο κτήσεις στις Ινδίες, στο Αφγανιστάν, στην Αίγυπτο, ιΐ|ν Τυνησία, στο Αλγέρι, το Μαρόκο, και ήδη αντιμετωπίζουν ά πειρα προβλήματα με τις κατακτημένες περιοχές. Εκεί οι μουσουλ μάνοι είναι σχεδόν ξεσηκωμένοι εναντίον τους». «Νικόλα, δε νομίζεις ότι από τη μέρα που έφτασε αυτός ο απρό βλεπτος αρχιστράτηγος Φρανσέ ντ’ Εσπερέ, όλο τέτοια απροσδόκιμα νέα έχουμε;» «Οχι, Βασίλ’ αγά, η κατάσταση χειροτερεύει, διότι εμείς οι Ρω μιοί περιμέναμε πιο ευνοϊκό αποτέλεσμα. Οι Δυνάμεις εκδήλωναν συμπάθεια και ενδιαφέρον και έδειχναν ότι είχαν καλές προθέσεις και μας ενθάρρυναν. Όσο για το στρατηγό, αρκετοί τον αποκαλούν ο( ι ) ΐ ήρα, γιατί τάχα σκορπάει απλόχερα τη λευτεριά. Αντίθετα, μια μεγάλη μερίδα τον αποκαλεί προδότη που σέρνει το μίσος. Και αυιοί, πίστεψέ με, είναι οι περισσότεροι. Στους τουρκικούς αριστο κρατικούς κύκλους ο αρχιστράτηγος σίγουρα δεν εμπνέει ιδιαίτερη εμπιστοσύνη». «Νικόλα, ακούσαμε κι αν δεν ακούσαμε παραμύθια τότε! Οι μειο νότητες ονειρεύονταν, έκαναν σχέδια και προγραμματισμούς. Θυ μάσαι, δεν πάει πολύς καιρός, που γελούσαμε όταν ο Αρμένης σα ράφης Αρκανιάν μας έλεγε πως η Κωνσταντινούπολη θα γίνει πρω ί εύουσα ίδια με το Παρίσι και ότι θα το συναγωνιζόταν στα γράμ ματα, στις τέχνες και στα θεάματα. Μη χειρότερα, Παναγία μου! Εμείς ονειρευόμασταν, ενώ το καράβι της ζωής μάς πάει από το κα κά (no χειρότερο, για να μην πω ότι μας βουλιάζει στα βαθιά!» «Βρε Βασίλ’ αγά, πώς δεν τα θυμάμαι! Ο Αρκανιάν ο Αρμένης περίμενε το στρατηγό στο τέλος του μεγάλου δρόμου, μαζί με όλη την
196
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
αρμένική παροικία, να του επιδώσουν το φιρμάνι διεκδικώντας την ικανοποίηση των αιτημάτων τους, που ήταν μέχρι τότε κλεισμένα στο χρονοντούλαπο των Τουρκαλάδων. Οι Αρμένηδες πίστευαν πως είχε έρθει η πολυπόθητη στιγμή της διεκδίκησης. Τι ιστορική υπο δοχή κάνανε του πεζεβέγκη! Ποτέ δεν ξαναείδαμε το Πέραν τόσο ό μορφα στολισμένο με τις γαλανόλευκες σημαίες. Όλοι μας κλαίγαμε, δεν πιστεύαμε στα μάτια μας. Ξεχνιούνται αυτά, βρε Βασίλη;» «Το είχε ευχηθεί σ' ένα από τα γράμματά του ο Σμύρνης, να δού με κάποια μέρα στο Γαλατά την ελληνική σημαία απ’ άκρη σ’ ά κρη. Ο Ντ Εσπερέ μου θύμισε την ηρωική είσοδο του Βοναπάρτη στο Παρίσι. Οι γκραβούρες που μαζεύω του μοιάζουν πολύ», λέει ο Βασίλ’ αγάς και κάνει τον Νικόλα να ξεραθεί στο γέλιο. «Να σαι καλά, ρε καρντάση, μ έκανες και γέλασα!» «Νικόλα, μη γελάς! Δεν κάνω πλάκα! Να, άνοιξε εκεί κάτω το ντουλάπι και θα βρεις μαζεμένες όλες της γκραβούρες του Ναπολέοντα και θα με δικαιώσεις. Αλήθεια, δεν κοροϊδεύω καθόλου! Κοί τα που δε με πιστεύει!» Ο Νικόλας γελάει ασταμάτητα και του πετάει ένα «πάψε, μπρε Βασίλ’ αγά». Παρ’ όλα αυτά, γονατίζει και με αρκετή προσπάθεια ανοίγει το πορτάκι της ντουλάπας, όπου κρύβεται η συλλογή του ξα δέρφου του. Τραβάει το κουτί με τις γαλλικές γκραβούρες και τα χά νει κυριολεκτικά. «Αδερφέ, εγώ το πέρασα για καλαμπούρι. Τι είναι αυτό που βλέ πουν τα μάτια μου;» ψελλίζει και τα μάτια του πετούν σπίθες. «Για τί τα κρατάς εδώ; Δε φοβάσαι μην τα κλέψουν;» «Αν τις πάρω σπίτι, δε θα ξέρω πού να κρυφτούμε εγώ και οι γκραβούρες μου από τη γυναίκα μου και την πεθερά μου. Αυτές μό νο μάλαμα και πετράδια μαζεύουν. Όλα τα άλλα λένε πως είναι πε ταμένα λεφτά, αφού δεν μπορούμε να τα πάρουμε μαζί μας. Και άλ λωστε, τι να πρωτοπάρουμε μαζί μας φεύγοντας; Κάπου έχουν δίκιο οι γυναίκες...»
iiK.KKPIM
197
«Εδώ εσύ έχεις κάνει πολύ καλή δουλειά, βρε Βασίλη! Ποπό, οι νίκες του Ναπολέοντα σε γκραβούρες! Οι μάχες του! Οι στρατηγοί ιου! Οι γυναίκες του, η στέψη, η οικογένειά του σε απαρτία! Πόσες φορές έχεις την οικογένεια, βρε Βασίλη αγά; Αυτά ξεπερνούν τα ε κατόν πενήντα κομμάτια!» ψιθυρίζει κατάπληκτος ο Νικόλας ξεδιιιλιόνοντας το θησαυρό. «Είναι περισσότερα. Νομίζω ότι έχω και πολλές διπλές. Αλλά μιας και τα έπιασες στα χέρια σου, άντε, διάλεξε και πάρε κάνα δυο». «Θα πάρω! Γιατί εγώ, όπως ξέρεις, έχω αδυναμία στον Ναπολέ οντα και θαυμάζω το έργο του. Η Σοφούλα μου θα ενθουσιαστεί. Έχει διαβάσει πολλά βιβλία γύρω από τη ζωή του. Ξέρει τη γαλλι κή ιστορία καλύτερα και από τους διδασκάλους και καθηγητές της Μεγάλης του Γένους Σχολής. Στην ξαδέρφη σου τις χαρίζεις, όχι οε μένα!» Ο Νικόλας δεν περιμένει δεύτερη κουβέντα και τραβάει πέντε έ ξι από τις καλύτερες γκραβούρες. Έτσι απλά για να θυμάται τον ειιιβλητικό στρατηγό Ντ Εσπερέ, που παρήλασε πάνω στο κανελί ά λογό του στο κέντρο της Κωνσταντινούπολης, στις 8 Φεβρουάριου του 1919, με τουπέ κατακτητή, και που θύμιζε στον καρντάση του τον Βοναπάρτη. Πάνω στην ώρα καταφθάνει και ο Χαράλαμπος Ζαχαριάδης, ο άντρας της Μαριγώς, λαχανιασμένος. Χαιρετά μ ένα ξερό «καλη σπέρα» και κλείνει καλά πίσω του την πόρτα. «Τι νέα έχεις, Χαράλαμπε; Τι σου συμβαίνει; Γιατί τρέχεις και εί σαι τόσο λαχανιασμένος;» ρωτούν οι δύο άντρες ανήσυχοι όταν τον βλέπουν σε κακά χάλια. «Νομίζω ότι με πήραν στο κατόπι. Με παρακολουθούν, θα με καθαρίσουν». «Τι λες, βρε Χαράλαμπε; Ποιοι σε παρακολουθούν;» «Δεν είδα γιατί έτρεχα. Φοβήθηκα να γυρίσω το κεφάλι». «Να βγούμε στο μπαλκόνι να δούμε», λέει ο Νικόλας και παίρ
198
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
νει την καραμπίνα του Βασίλ’ αγά, που γνωρίζει την κρυψώνα της. Οι τρεις άντρες κοιτάζουν από ξεχωριστά παράθυρα ο καθένας, βγαίνουν στα μπαλκόνια και βλέπουν ότι στην πόρτα του απέναντι κτιρίου κάποιος παρακολουθεί τον όροφό τους. Φοβούνται και κρύ βονται σε ενδιάμεσο δωμάτιο. «Καρντάσηδες, τι θα κάνουμε;» ρωτάει ο Χαράλαμπος. «Τίποτε απολύτως! Θα περιμένουμε εδώ και θα δούμε. Για κά ποιον άλλο θα σε πέρασαν, Χαράλαμπε. Έτσι μεγάλη μύτη που έ χεις και με το καπέλο που φοράς, μοιάζεις με Εβραίο, Πέρση ή Βέλ γο διαμαντά. Να σε πάρει η ευχή!» «Εγώ είμαι ζαχαροπλάστης σοκολατοποιός. Μυρίζω ολόκληρος σοκολάτα. Εμένα βρήκαν να κυνηγήσουν;» λέει και μυρίζει τα μανί κια του, που ευωδιάζουν καμένη ζάχαρη. «Εμένα μόνο μύγες θα μπο ρούσαν να με πάρουν στο κατόπι, όχι άνθρωποι». «Μιας και είπες για σοκολάτες, δε μας έφερες καμιά να γλυκα θούμε; Σήμερα όλο το απόγευμα για την άφιξη του Γάλλου αρχι στράτηγου συζητάμε και σχολιάζουμε την υποδοχή. Είδες την πα ρέλαση; Ή ταν φοβερή!» Ο Βασίλ’ αγάς διπλώνει τις γκραβούρες και τις ξαναβάζει στη θέση τους, ενώ ο Νικόλας κρύβει καλά τις δικές του ανάμεσα στις ε φημερίδες και τις τακτοποιεί δίπλα του. «Τι παρέλαση και κουροφέξαλα μου λέτε τώρα! Ο θείος Φάνης με το ζόρι με άφησε να ξεμυτίσω και να δω τους τσολιάδες και τις ελληνικές σημαίες. Προετοιμάζαμε τα γλυκά για τη γαλλική πρε σβεία, διότι την επομένη το βράδυ έδιναν μεγάλη δεξίωση προς τι μήν του αρχιστράτηγου και είχαν καλεσμένες όλες τις ξένες αντι προσωπείες. Εμείς πήξαμε στη δουλειά. Καταλαβαίνετε νεύρα ο θεί ος μέχρι να βγάλουμε πέρα την παραγγελία!» λέει ο Χαράλαμπος και κουνάει το κεφάλι. Ο Βασίλ’ αγάς ξανακοιτάζει από το παράθυρο. Πράγματι υ-
ΣΚΚΕΡΙΜ
199
ιιάρχει κάποιος που στέκεται απέναντι και παρακολουθεί το κτίριο, ιον Χαράλαμπο ή κάποιον άλλο ύποπτο. «Έφυγε; Δεν έκανα κακό σε κανέναν. Δεν είμαι πουθενά μπλεγ μένος. Τι ζητάει αυτός από μένα;» Ο Νικόλας τούς κάνει νόημα ότι ο άνθρωπος περιμένει ακόμα κάιω και αποφασίζουν να στείλουν τον Αχμέτ να ειδοποιήσουν τα σπίιια τους να μην τους περιμένουν, διότι είναι επικίνδυνο να μετακι νηθούν. Και ότι για λόγους ασφαλείας θα παραμείνουν τη νύχτα στο γραφείο του Βασίλ’ αγά και θα βολευτούν όπως όπως. Μόνο οι γυ ναίκες τους να δώσουν φαγητό και μερικά καρβέλια ψωμί στον Αχμέτ για να περάσουν τη βραδιά. Ο Αχμέτ φεύγει τρέχοντας για να εκτελέαει την αποστολή. Οι τρεις άντρες παρακολουθούν από το παρά θυρο τη συμπεριφορά του Τούρκου, που για άγνωστους λόγους δεν ιο κουνάει από τον απέναντι τοίχο. Προς μεγάλη τους έκπληξη βλέιιουν ότι, βγαίνοντας ο Αχμέτ από την πόρτα, ο άγνωστος του κάνει νόημα να του μιλήσει και τον πλησιάζει. Ο Αχμέτ στην αρχή διστά ζει, κατόπιν παίρνει θάρρος και διατακτικά με αργά βήματα βρί σκεται κοντά του. Συνομιλούν και δείχνουν συγχρόνως το παράθυ ρο. Ο Βασίλ’ αγάς, θυμωμένος παρά ποτέ, ορκίζεται να τιμωρήσει ιον υπηρέτη του. «Θα τον κανονίσω εγώ τον μπάσταρδο! Παραγιός είναι αυτός; Τζαναμπέτη, γύρνα πίσω και τα λέμε!» φωνάζει απειλητικά. Σε κάνα δυο ώρες καταφθάνει ο Αχμέτ λαχανιασμένος με τα χέ ρια γεμάτα και με συνοδεία τον Μαχμούτ, που τον ακολούθησε καιά ιιροσταγή της κυράς του. Χτυπούν συνθηματικά την πόρτα και οι ιρεις άντρες ξεκλειδώνουν έτοιμοι να κατσαδιάσουν τον Αχμέτ που δέχτηκε να συνομιλήσει με τον άγνωστο κακοποιό. Εκείνος με γρή γορες κινήσεις αφήνει τα ζεστά φαγητά πάνω στο τραπέζι και τους ιιληροφορεί ότι ο άνθρωπος που παρακολουθεί τον εφέντη Χαράλαμιιο είναι Τούρκος και θέλει να του μιλήσει το γρηγορότερο δυνατόν για κάτι πολύ σοβαρό που δεν μπορεί να περιμένει την επαύριο.
200
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
«Τι με θέλει ο Τούρκος; Δεν τον ξαναείδα άλλη φορά στη ζωή μου!» διαμαρτύρεται ο Χαράλαμπος και δεν ξέρει τι να βάλει με το μυαλό του. Ξεθαρρεμένος πλησιάζει το παράθυρο. Ο άγνωστος είναι κάτω και τώρα του κουνάει τα χέρια κάνοντάς του φιλικά νοήματα. Φέρ νει τα χέρια στο στόμα ότι θέλει να του πει κάτι. Τελικά αποφασί ζουν να τον ανεβάσουν στο γραφείο. Ο Νικόλας κρύβεται με την καραμπίνα στο διπλανό δωμάτιο. Κατεβαίνει ο Αχμέτ και τον παραλαμβάνει. Όταν ανοίγει η πόρτα όλοι νομίζουν ότι κάπου έχουν ξανασυναντηθεί με τον Τούρκο. Κανείς όμως δε θυμάται πού. Ο άγνωστος μπαίνει με τα χέρια σηκωμένα ψηλά, γονατίζει με βαθιά υπόκλιση, ακουμπάει το δεξί χέρι στο πάτωμα, στην καρδιά, οτο στόμα και στο κεφάλι και γυρνώντας προς τον Χαράλαμπο μιλάει γρήγορα: «Χαράλαμπε εφέντιμ, ζητώ χίλιες φορές συγγνώμη που σας έ κανα να τρομάξετε. Έχω όμως ένα νέο να σας πω για να προλάβε τε μια μεγάλη καταστροφή που σας περιμένει. Αύριο προγραμμα τίζουν να κάψουν τα ελληνικά μαγαζιά. Θα αρχίσουν πρώτα από τη σοκολατοποιία Ζαχαριάδη. Την έχουν βάλει στο μάτι. Θέλουν πρώ τα να κάνουν πλιάτσικο και μετά να βάλουν φωτιά για να μην αφήσουν ίχνη». Ο Χαράλαμπος τα έχει χαμένα. Ο Βασίλ’ αγάς τον ρωτάει γιατί ήρθε να καταδώσει τους συμπατριώτες του. Τι όφελος έχει που το κάνει αυτό και πόσα γρόσια ζητάει, αν αυτό που καταγγέλλει είναι αλήθεια. «Εφέντιμ, εγώ κάποτε ευεργετήθηκα από τον αφέντη Ζαχαριάδη και πήρα όρκο στη ζωή μου αν κινδυνέψει ποτέ να τον βοηθήσω αν μπορώ. Αυτό κάνω τώρα! Με προστάζει η συνείδησή μου για την υ ποχρέωση που του χρωστώ». Ο Νικόλας, που ακούει από την κρυψώνα του, βγαίνει με κατεβασμένο το όπλο και παίρνει το λόγο.
ΣΚΚΕΡΙΜ
201
«Άνθρωπε, πώς σε λένε;» «Με λένε Χαλίτ, είμαι ο αδερφός του Ορχάν που εργάζεται σια κτήματα της χανούμ Ελισάβετ στα Ποτάμια». Ο Αχμέτ φέρνει συρτά μια καρέκλα από δίπλα και κλειδώνει την ιιόρτα του γραφείου από μέσα, ενώ οι φίλοι κοιτάζονται στα μάτια με ανακούφιση αλλά και δυσπιστία. Τι στο καλό είναι πάλι αυτό! «Κάθισε κάτω», του λέει ο Νικόλας, «και πες μας που ξέρεις τον Φάνη. Εντάξει, ο αδερφός σου δουλεύει στην υπηρεσία της χανουμ Ελισάβετ. Θα μπορούσες να έρθεις εδώ απευθείας να ειδοποιήσεις τον Βασίλ’ αγά ή να πας να το πεις στον αφέντη Φάνη. Γιατί ψά χνεις τον Χαράλαμπο; Μυστήρια δεν είναι αυτά που μας λες;» Ο Χαλίτ κάθεται με μεγάλη προσοχή θαρρείς και η καρέκλα έ χει καρφιά και τον τσιμπάνε. Ακουμπάει τα χέρια στα γόνατα, ρου φάει τη μύτη, ξεροβήχει δυο φορές για να καθαρίσει ο λαιμός του και αρχίζει να διηγείται: «Εφέντιμ, πάνε τρία χρόνια που ήμουν αχθοφόρος στο λιμάνι. Τη χρονιά που γνωρίστηκα με τον αφέντη Φάνη ο χειμώνας ήτανε τόσο βαρύς που το χιόνι είχε φτάσει ένα μέτρο. Για μια ολόκληρη ε βδομάδα χιόνιζε καθημερινά. Το πρωί που ο αφέντης Ζαχαριάδης έφτασε στο λιμάνι για να παραλάβει ένα φορτίο με είδε από μακριά και με φώναξε να το κατεβάσω από το εμπορικό πλοίο. Το έκανα με μεγάλη δυσκολία, διότι το φορτίο ήταν μεγάλο και ασήκωτο. Προ σπάθησα να το σηκώσω στις πλάτες μου, για να πάρω τα γρόσια που είχα τόση ανάγκη. Παρόλο που ήμουν άρρωστος από πνευμονία, έιιρεπε να δουλεύω μέρα νύχτα. Έχω γυναίκα τυφλή και έξι μικρά παι διά, που το μεγαλύτερο είναι δώδεκα χρόνων. Το φορτίο όμως ήταν ιιολύ βαρύ και γλίστρησα. Με πήρε από κάτω. Ο αφέντης Ζαχαριά δης, τρομαγμένος, φώναξε να ρθει κάποιος να με βοηθήσει, αλλά δε γύρισε άνθρωπος να με κοιτάξει. Στάθηκε δίπλα μου και, αφού με βοήθησε να ελευθερωθώ από το βάρος που πίεζε το στήθος μου, ανέβηκε στο πλοίο για να φέρει δυνατούς άντρες. Πονούσα πολύ,
202
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
είχα σπάσει τα πλευρά μου και πέφτοντας στο κρύο χιόνι έχασα τις αισθήσεις μου». Πίνει ένα ρακί που του προσφέρει ο Αχμέτ και συ νεχίζει: «Ο αφέντης Φάνης με μετέφερε με άμαξα στο σπίτι μου. Εκεί αντίκρισε το κακό μας χάλι και τη φτώχεια μας. Έφερε Έλλη να γιατρό, που μου έδωσε βότανα για να μην πονάω, και περνούσε μια φορά την εβδομάδα από το σπίτι αφήνοντας στα χέρια της γυ ναίκας μου ένα μάτσο χαρτονομίσματα, ώσπου να ξεπεράσουμε τη συμφορά μας». «Καλά, βρε άνθρωπε, δεν έκανε κάτι που δε θα το έκανε ένας άλ λος στη θέση του ή ένας Τούρκος φίλος σου, παραδείγματος χάρη!» λέει ο Βασίλ’ αγάς απορημένος. «Εφέντιμ, όχι, δε θα το έκανε άλλος, αφού μέχρι εκείνη τη στιγ μή ούτε το σόι μου δεν είχε νοιαστεί για την οικογένειά μου. Και δεν είναι μόνο αυτό. Τα δύο παιδιά μου είχαν φυματίωση κι αυτός ερ χόταν και καθόταν δίπλα στο κρεβάτι τους και τους πρόσφερε σοκολάτες, κανταΐφια, κρέμες και λουκουμάδες, Τα παιδιά μου πρώ τη φορά δοκίμαζαν τα καλούδια των πλουσίων και τον περίμεναν με χαρά. Όταν έγινα καλά, ήρθε και με βρήκε και μου πρότεινε να δου λέψω κοντά του και να φύγω από τη δύσκολη δουλειά του λιμανιού. Την πρώτη μέρα που πήγα να δουλέψω...» «Κι έλεγα πού σε ξέρω! Και δε θυμόμουν πού!» πετάγεται ο Χα ράλαμπος. «Μπρε, εσύ δεν είσαι που ξάφρισες τα ταμεία και έφυγες πριν καλά καλά σε γνωρίσουμε;» Όλοι κοιτάζονται μεταξύ τους και ο Βασίλ’ αγάς κάνει νόημα στον Μαχμούτ να του φέρει την καραμπίνα. «Εφέντιμ Χαράλαμπε, όταν είδα το χρήμα να ρέει οαν ποταμός με έπιασε κάτι σαν τρέλα. Άνοιξα τα συρτάρια, πήρα όλα τα λεφτά που βρήκα κι έφυγα». «Τι τα έκανες τόσα λεφτά, μπρε άνθρωπε; Εσύ δεν ξέρεις να χω ρίσεις ούτε δυο γαϊδάρων άχυρα!» του λέει ο Χαράλαμπος περί-
vi'.KEPIM
203
ψρονητικά. Και γυρνώντας προς τους άλλους εξηγεί: «Τότε ο θείος Φάνης τα έβαλε μ εμένα. Ό τι εγώ ήμουν ο απρόσεχτος και άφησα ιην περιουσία του απροστάτευτη. Καταλαβαίνετε τι κεφάλι κουβα λάει ο θείος μου; Περιπέτεια κι αυτή!» Κουνάει πέρα δώθε το κεφάλι και παροτρύνει τον Τούρκο να συνεχίσει. «Ντράπηκα τόσο πολύ γι’ αυτή μου την πράξη! Το μετάνιωσα. ' Υστερα από λίγες μέρες πήγα κρυφά και τον βρήκα με σκοπό να του επιστρέφω τα κλεμμένα. Δεν τα δέχτηκε. Μου είπε να τα κρατήσω και με αυτά να αγοράσω ένα άλογο και ένα κάρο για να βγάζω το ψω μί των παιδιών μου, αλλά να μη με ξαναδεί στα μάτια του. Γι’ αυτό κι εγώ μόλις άκουσα με τ’ αφτιά μου πως αύριο θα τον χτυπήσουνε ιρέχω πίσω από τον αφέντη Χαράλαμπο να τον πληροφορήσω να πά ρει τα μέτρα του. Κάντε ό,τι σας φωτίσει ο Αλλάχ. Τώρα αφήστε με να φύγω. Καλό ξημέρωμα». Κάνει βαθιά υπόκλιση, κλείνει πίσω του ιην πόρτα αθόρυβα και εξαφανίζεται. «Τι νέο κι αυτό! Είμαστε εταμπλί, δεν έχουν δικαίωμα να μας χτυπήσουν. Μας προστατεύουν οι συνθήκες που υπογράφτηκαν πα ρουσία των Μεγάλων Δυνάμεων... Σκέφτηκα όμως τι θα κάνουμε», λέει ο Νικόλας. Πριν τελειώσει τη φράση του ακούγονται έξω στο δρόμο δύο πυ ροβολισμοί και τρέχουν στο παράθυρο. Ο Χαλίτ είναι νεκρός πε σμένος στη μέση του έρημου δρόμου. Σβήνουν τα φώτα. Δεν μπορούν να αρθρώσουν λέξη. Είναι ταραγμένοι. Ο Νικόλας, ο πιο ψύχραιμος, διατυπώνει την πρότασή του: «Αύριο να αλλάξουμε ταμπέλες στα μαγαζιά. Να κρεμάσουμε άλ λες με τουρκικά ονόματα. Στην ανάγκη να τις αφήσουμε μόνιμα. Και να ανεβάζουμε κάθε βράδυ ελληνικά ονόματα σε τουρκικά κομέρτσια για να καίνε των αδερφών τους. Έτσι, για να δούνε τη γλύ κα! Είμαι σίγουρος πως οι κακοποιοί δεν είναι από την πρωτεύου σα. Είναι φανατικοί ληστές και δολοφόνοι από την Ανατολή. Βάζουν σημάδια τις ελληνικές ταμπέλες και τις χτυπάνε. Ξεκουραστείτε τώ
204
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
ρα, είναι τέσσερις το πρωί και μας περιμένει δουλειά αύριο στου Ζαχαριάδη και στα δικά μας μαγαζιά».
Πέρασαν είκοσι τέσσερις ώρες από το άκουσμα του νέου. Η δολο φονική επέμβαση μόνο τη ζωή ενός αθώου Τούρκου μπόρεσε να αφαιρέσει αφήνοντάς τον άψυχο στα καλντερίμια του Γαλατά. Στην απέναντι πλευρά του Βοσπόρου άλλα τρία κορμιά Τούρκων αξιωματουχων βρίσκονται νεκρά στις ακτές ανάμεσα σε ξυλά που ξέρα σε η θάλασσα. Οι μειονότητες συσπειρώνονται και κατόπιν μυστι κής συνεννόησης κρύβονται και οργανώνονται. Τα Στενά κλείνουν, τα πλοία σβήνουν τις μηχανές και πετούν τα σαπισμένα εμπορεύματα στη θάλασσα, όπως έριχναν τα σκοτωμένα κορμιά των ευνοούμενων γυναικών που έπεφταν σε δυσμένεια την εποχή του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή. Οι ελληνικές πινακίδες των καταστημάτων και των βιοτεχνιών κατέβηκαν και Τούρκοι συντηρητικοί δέχονται να γίνουν συνέταιροι και να ανεβάσουν στις μαρκίζες επιγραφές με τουρκικές επωνυμίες. Λίγες μέρες μετά ξεσπούν πυρκαγιές σε διάφορα καίρια σημεία της Πόλης. Η προγραμματισμένη φωτιά για την οποία έκανε λόγο ο Χαλίτ πραγματοποιήθηκε. Η σοκολατοποιία του θείου Φάνη γίνεται παρανάλωμα του πυρός κατά το ήμισυ. Η πυροσβεστική κατ’ εντο λήν του σουλτάνου κάνει τα πάντα. Ενώ η κυβέρνηση στη συντρι πτική πλειοψηφία της εκτελεί περιοδείες στην Ανατολία και οργα νώνει τις τρομοκρατικές δυνάμεις προς εκφοβισμό. Οι τρομοκράτες δρουν αθόρυβα το βράδια και γίνονται ένα με το συνένοχο σκοτάδι. Ο κόσμος κρύβεται στα σπίτια του. Τις νύχτες οι οικογένειες συγκε ντρώνονται πολλές μαζί και περιμένουν το φως της μέρας για να πά νε στις δουλειές τους. Όντως την άνοιξη του 1919 ο κόσμος πια ξέρει ότι η πολιτική κα τάσταση εντείνεται και τα γεγονότα ξεπερνούν τις προβλέψεις. Κά-
^Ι.Κ Κ Ρ ΙΜ
205
Or μέρα δύο έως τρία ελληνικά μαγαζιά, σπίτια ή παραθαλάσσια γιαλιά καίγονται. Το κόλπο του Νικόλα δουλεύει. Οι αναρτημένες φίρμες με τα τουρκικά ονόματα παραπλανούν τους εμπρηστές. Με ιον τρόπο αυτό προστατεύονται πολλές ελληνικές ιδιοκτησίες και οι εμπρηστικές επιχειρήσεις σταματούν προσωρινά με την τυπική πα ρέμβαση της κυβέρνησης. Για λίγο όμως, γιατί πότε εδώ και πότε ε κεί μικρές εστίες φωτιάς δεν αφήνουν τον κόσμο να ξεχάσει τα τε λευταία γεγονότα και να ζήσει ξένοιαστος. Οι μητέρες και οι γκουβερνάντες τρέχουν από δρόμο σε δρόμσ σαν παλαβές να μαζέψουν ια ιιαιδιά τους και τρελαίνονται από την αγωνία όταν αργοπορούν να γυρίσουν από το σχολείο. Στην Πόλη για πολλούς μήνες κυριαρ χεί ο φόβος. Οι ξένοι των Συμμαχικών Δυνάμεων συμπεριφέρονται σκληρά και απάνθρωπα, αποδίδοντας την ανατροπή της ηρεμίας τους στις μειονότητες. Στους δυστυχείς Αρμενίους και Έλληνες κυρίως. Οι Τούρκοι αριστοκράτες προσπαθούν να κρατήσουν τις συνήθειές ιούς. Διοργανώνουν πάρτι απρέ μιντί και σουαρέ ντε γκαλά, προοκαλώντας Ελληνοοθωμανούς, φίλους αλλοδαπούς και εκπροσώιιους κρατών. Τα ανάκτορα του Ντολμαμπαχτσέ ξαναφωτίζονται για να ακουστεί η μουσική του Γιόχαν Στράους, του Λούντβιχ βαν Μπε ι όβεν και του Φραντς Σούμπερτ και να δοθούν εκ νέου οι μεγαλοιιρεπείς δεξιώσεις. Οι βασιλικές άμαξες, ξεσκονισμένες και καλογυαλισμένες, κα ιαφθάνουν αποβιβάζοντας κόσμο, που διψάει για κοσμικότητα και νοσταλγεί το παλιό καθεστώς και τις παλατιανές συνήθειες. Στις χρυ σές πόρτες των ανακτόρων οι μαύροι υπηρέτες ξαναφόρεσαν τις ειιίσημες λιβρέες και τα λευκά γάντια. Τρέχουν να ανοίξουν τις πόριες κον λίγων αμαξών που έρχονται στα ανάκτορα, διότι, δυστυχώς, οι περισσότερες αντικαταστάθηκαν από τα πολυτελή αμερικανικά αυ ιοκίνητα μάρκας Σεβρολέτ και Φορντ. Στο κάθε άνοιγμα της πόριας ξεπροβάλλει το γοβάκι της κομψής κυρίας, χρυσό ή ασημένιο,
206
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
για να ακολουθήσει το καλοχιενισμένο όμορφο κεφάλι στολισμένο με φτερά στρουθοκαμήλου και παγονιού και με λαμπερά κοσμήμα τα καρφωμένα στα μαλλιά. Οι εμφανίσεις των κυριών κόβουν την ανάσα με τις μοναδικές ευρωπαϊκές τουαλέτες, που για την περίσταση αντικατέστησαν τα μεταξωτά σαλβάρια. Οι πριγκιπικές τιάρες δίνουν και παίρνουν. Το πατσουλί έδωσε τη θέση του στα γαλλικά αρώματα. Ο πρεσβευτής της Γαλλίας παίρνει βαθιές εισπνοές σε κάθε χειροφίλημα κυρίας και αναπολεί τη γαλλική απαράμιλλη αριστοκρατία του Παλέ νΤ Ελιζέ και της Φομπούρ Σεντ Ονορέ. Τουρκάλες και Ευρωπαίες φοράνε τις ίδιες δαντέλες, τους γυα λιστερούς ταφτάδες μουαρέ, τα ίδια κοσμήματα· κρατούν τις βε ντάλιες από ελεφαντόδοντο και προκαλούν με τα βαθιά θελκτικά ντεκολτέ τους. Λεπτές, με πρόσωπα που σκορπίζουν ανατολίτικη μα γεία, εξαιρετικά λυγερές, μοιάζουν με φιγουρίνια μόδας κάτω από τα τεράστια διαφανή καπέλα που τις κάνουν πιο μυστηριώδεις. Οι περισσότερες φορούν τα καλοφτιαγμένα κοσμήματα που ο Αρμένης αφέντης του Αβραάμ κατασκεύασε για την περίπτωση στο χρυσο χοείο του, που είναι πανομοιότυπα αντίγραφα του Φαμπερζέ κι α κόμα καλύτερα. Τα μάτια της μιας γυναίκας πέφτουν ερευνητικά στο ντεκολτέ της άλλης ψάχνοντας ποια από τις δύο φοράει καλύτερα κοσμήμα τα. Και πότε το μίσος και πότε η ικανοποίηση διαγράφεται στα παι χνιδιάρικα μουτράκια που παραπέμπουν στις Βάκχες. Με το ποτήρι της σαμπάνιας στο χέρι, λογαριάζουν να επιστρέ φουν το ταχύτερο στο χρυσοχόο για το καινούριο τους απόκτημα. Χαρά ο Αβραάμ! Δε θα σηκώσει κεφάλι από τον πάγκο. Θα δημι ουργήσει κομμάτια ανάλογα του γαλλικού οίκου Καρτιέ. Έχει δει τις δημιουργίες του Γάλλου μετρ φορεμένες από τη βαλιντέ χανούμ στην εθνική εορτή της οθωμανικής αυτοκρατορίας και θα τον αντιγράψει. Από τότε δε σκέφτεται τίποτε άλλο παρά μόνο το κέρδος που θα βγά-
U .K K P IM
207
\n και θα γεμίσει με χρήμα τα αχόρταγα θωρακισμένα χρηματοκι βώτιά του που παρέλαβε τις προάλλες από την Ιταλία. Θα πετουν τα μάτια του αστράκια ανοίγοντάς τα και μετρώντας την ευλογία των κοπών του. Ο Θεός να τον συγχωρήσει, τα διαμαντικά και οι χρυσές λίρες εί ναι τα μόνα πράγματα που λατρεύει. Είναι το πάθος του. Κι έχει ιοουβάλια από δαυτα.
Πρόσκληση στο Πέραν
Η ΣΕΚΕΡΙΜ και η Ελισάβετ, λίγες εβδομάδες πριν ξεκινήσουν για το προγραμματισμένο μεγάλο ταξίδι τους στα Ποτάμια, αποφασίζουν να δώσουν μια ξεχωριστή βεγγέρα για να αποχαιρετήσουν τους φί λους και συγγενείς. Προετοιμάζονται πυρετωδώς. Η πρόσκληση που στέλνουν γράφει: «Σας προσκαλούμε στη γιορτή του τριαντάφυλλου». Προσκεκλημένοι είναι Έλληνες και ξένοι φίλοι της οικογένειας, μέλη της καλής κοινωνίας της Πόλης, διπλωμάτες, η μεγάλη σουλτάνα -η αγαπημένη της Σεκερίμ- καθώς και συνεργάτες του Βασίλ’ αγά. Η εβδομάδα περνάει πνιγμένη στις ετοιμασίες. Διαλέγουν και νούρια βραδινά φορέματα από γαλλικά φιγουρίνια, και δύο μοδί στρες εγκαθίστανται στο σπίτι ράβοντας μέρα νύχτα. Οι γυναίκες καλλωπίζονται. Αλείφονται με κρέμες και πομάδες, καθώς και με άλλα φυσικά καλλυντικά που παρασκευάζουν μόνες τους. Βάζουν κομπρέσες από εκχυλίσματα φρέσκων φρούτων και λαχανικών στα μάτια, στο πρόσωπο και στο μπούστο, κάνουν μπάνιο με γάλα και τρέχουν στο χαμάμ για απολέπιση. Η Αϊσέ χτυπάει ασταμάτητα στο γουδί φύλλα από μαρούλια, αγγουράκια, μελιτζάνες, ντομάτες, φέ τες από μήλα, πορτοκάλια, και όλα αυτά, ανακατεμένα με το α σπράδι των αβγών, τα πασαλείβει στα πρόσωπα των κυράδων της, μεταμορφώνοντάς τες σε φαντάσματα περιφερόμενα στο σπίτι. Σκάνε στα γέλια αντικρίζοντας η μια τη φάτσα της άλλης. Η Ελισάβετ υπακούει στη μάνα της και ζει ένα μαρτύριο, γιατί δεν της αρέσουν όλα αυτά τα μασκαρέματα.
LI.KKPIM
209
«Πώς με κατάντησες έτσι, μάνα;» παραπονιέται διαρκώς. «Γιαβρί μου, μου τα λες για να μη σ’ τα πω! Μην αφήσεις ποτέ ιον εαυτό σου να γεράσει. Κουρά ομορφιάς δε θα κάνεις μόνο στις γιορτές αλλά κάθε φορά που θα βλέπεις τον εαυτό σου στον καθρέ φτη κουρασμένο και λυπημένο. Ο καλλωπισμός στη γυναίκα δίνει χα ρά και διώχνει τις στενοχώριες». «Ανετζίμ, δε με λυπάσαι να με βλέπεις ο αυτά τα χάλια; Εμένα ι ΐ|ν κόρη σου, μια σοβαρή γυναίκα! Θα γελάνε οι υπηρέτες μου!» «Να μην ασχολείσαι με το τι θα πούνε οι δούλοι σου. Να φρον ιιζεις τον εαυτό σου, γιατί μόνο εσύ μπορείς να τον περιποιηθείς. Και αν τον αγαπάς, απόδειξέ το! Όταν σηκώνεσαι από το τραπέζι, ια φρούτα που περίσσεψαν κοπάνησέ τα στο γουδί και με τον πολιό σκέπασε το πρόσωπό σου. Άκουσέ με και δε θα χάσεις. Στο κάτω κάτω δεν είναι αμαρτία να είσαι όμορφη». Η ομορφιά απαιτεί και πολυήμερη φρουτοφαγία. Μόλις το γου δοχέρι παύει να χτυπάει και το σπίτι καθαρίζει από το θόρυβο του ν ιάκα ντούκα, κάθονται γύρω από το τραπέζι σε γεύματα ομορφιάς και αποτοξίνωσης, σαν σε μυστικό δείπνο που απαρτίζεται μόνο αιιό γυναίκες, κατασπαράζοντας πελώριες γαβάθες με φρουτοσαλάες, διότι αποτελούν μέρος της κούρας ομορφιάς. Στο τέλος, πριν αιιό τη βεγγέρα, πασαλείβονται με μέλι και γιαούρτι, βάφουν τα βλέ φαρα με πράσινη κολ διάρκειας, και η Σεκερίμ λούζει με χαμομήλι ια μαλλιά της για να γίνουν πιο ξανθά. Τη μέρα της γιορτής το σπίτι λάμπει από καθαριότητα. Στην κουζίνα τα φρεσκομαγειρεμένα εδέσματα τοποθετούνται στις πιαιέλες. Το μόνο που απομένει είναι η διακόσμηση. Είναι η φροντί δα της τελευταίας στιγμής, που έχει αναλάβει η Σεκερίμ. Όλοι υιιακούουν στις διαταγές της. Η Σεκερίμ διατάζει και ο Βασίλ’ αγάς ι κ ιελεί, κάνοντας τους Τούρκους να τρέχουν, που κι αυτοί σκίζονται να ικανοποιήσουν τα καπρίτσια και τις ιδιοτροπίες της με φανατι σμό και ζήλο. 1
210
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
Οι καλεσμένοι φτάνουν στην ώρα τους. Τους υποδέχεται η Σεκερίμ με επιφωνήματα χαράς. Συγγενείς, φίλοι και γνωστοί υποκλίνονται και ασπάζονται το χέρι της με ευγένεια και σεβασμό. Τα φιλιά και οι εναγκαλισμοί πέφτουν βροχή, όλοι δείχνουν ξέ νοιαστοι και χαρούμενοι, έτοιμοι να περάσουν μια υπέροχη βραδιά. Ανάμεοά τους είναι και ο Νικόλας με τη Σοφία, η οποία ήρθε πρόσφατα από τα Ποτάμια. Επίσης παρευρίσκονται ο Χαράλαμπος με το θείο Φάνη Ζαχαριάδη, που από το πρωί έστειλαν το δώρο τους, τις ξακουστές σοκολάτες, τις τούρτες και άλλες ζαχαρένιες λιχου διές, που αυτόν τον καιρό τις τρώνε περισσότερο για να κατεβάσουν τα φαρμάκια, που οι ξένοι προσφέρουν σαν επιδόρπιο στο σουλτά νο και στο λαό, βυθίζοντας την αυτοκρατορία σε μαρασμό, την Τουρ κία σε πτώχευση και το έθνος σε εξαφάνιση. Η Σεκερίμ υποδέχεται με ιδιαίτερη χαρά τη βαλιντέ χανούμ, που μαζί με τρεις σουλτάνες ανιψιές της ήρθε για να τιμήσει την πιστή της κεντήστρα και φίλη. Η Ελισάβετ και ο άντρας της μένουν κατά πληκτοι από την Υψηλή παρουσία, ενώ οι υπόλοιπες κυρίες τα χά νουν και αλλάζουν συμπεριφορά. Σήμερα σε αυτό το σπίτι ο χρόνος γύρισε πίσω. Όλα παρουσιά ζονται σε ένα παραμυθένιο σκηνικό, όπως τον παλιό καλό καιρό, που με το πρώτο χτύπημα της πόρτας έπεφτε η αυλαία και άρχιζε η παράσταση. Τα μάτια των προσκεκλημένων σταματούν στο κύριο στοιχείο της διακόσμησης του σπιτιού, που είναι τα τριαντάφυλλα. Μεγάλα μπουκέτα από τριαντάφυλλα είναι τοποθετημένα παντού μέσα σε βάζα και πάνω σε ανθοστήλες σε τραπέζια. Έχουν στολιστεί οι ε σωτερικές σκάλες, από τον πρώτο όροφο έως τον τέταρτο, με γιρ λάντες από κισσό και τριαντάφυλλα, και το σπίτι μοιάζει με ανθι σμένο κήπο. Επίσης τριανταφυλλένιες γιρλάντες κρέμονται από τις αλυσίδες των φωτιστικών, στα κουρτινόξυλα των παραθύρων, στα ί δια χρώματα με τα βιτρό. Ρόδα και ροδοπέταλα στολίζουν τους δί
ΣΕΚΕΡΙΜ
211
σκους με τα εδέσματα, που οι άφταστες νοικοκυρές του σπιτιού προ ετοίμασαν με αγάπη και χαρά. «Σεκερίμ, αν ο μάγειρας του παλατιού έβλεπε τη διακόσμηση στα τραπέζια και στις πιατέλες σου, σίγουρα θα έσκαγε από τη ζή λια», της ψιθυρίζει στο αφτί η σουλτάνα. «Σουλτάνα μου, είναι η αγάπη σου για μένα που σε κάνει να τα βλέπεις όλα όμορφα και μοναδικά. Ευχαριστώ το μελένιο σου στό μα. Την ευτυχία που μου δίνεις θα σ’ την ανταποδώσω διπλή», της απαντά η Σεκερίμ με μάτια λαμπερά. Στην κουζίνα ένα μεγάλο καζάνι με ροδοπέταλα βράζει όλο το α πόγευμα για να σκορπίζει την ευωδιά του ρόδου στο σπίτι. Το άρω μα σκαρφαλώνει στα πατώματα αρωματίζοντας την ατμόσφαιρα και χαϊδεύει τα ρουθούνια των προσκεκλημένων. Στο ένα σαλόνι συγκεντρώνονται οι άντρες και στο άλλο οι γυ ναίκες. Ξεχωρίζουν, διότι ανάμεσά τους είναι η μεγάλη σουλτάνα και η ακολουθία της. Άλλωστε και τα θέματα που θα συζητηθούν στις παρέες διαφέρουν ριζικά. Οι γυναίκες συζητούν έντονα για την επανάσταση του ευρωπαϊ κού ντυσίματος. Η ευρωπαϊκή μόδα κατακτά όλο το γυναικόκοσμο της Κωνσταντινούπολης, από τη στιγμή που καταργήθηκε με νόμο ο φερετζές και κάνει τα όμορφα πρόσωπα του ασθενούς φύλου να λάμπουν και να εκπέμπουν γοητεία. Μιλούν ακόμα για την ανατρο φή των παιδιών και για τις ξένες δασκάλες, κυρίως Ρωσίδες και Γαλλίδες, που καταφθάνουν κατά ορδές από το Βορρά και την Ευρώπη ξετρελαμένες από τη γοητεία και το μυστήριο της Ανατολής. Από το Βακούμ τελευταία ήρθε και η δεσποινίς Σβετλάνα, νεαρή δασκάλα, ιιου θα αναλάβει σε λίγες μέρες τη μικρή Αναστασία. Φαίνεται σε μνή και με καλούς τρόπους. Η κυρία Λούση, φίλη της Σεκερίμ, ρωτάει τη βαλιντέ σουλτάνα: «Μεγαλειοτάτη, στο χαρέμι οι κοπέλες έβγαλαν τους φερετζέδες και τα πέπλα;»
212
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
Ψίθυροι έκπληξης διατρέχουν το σαλόνι. «Όχι. Ο νόμος είναι ενάντια στην παράδοση. Στο παλάτι το χαρεμλίκ έχει το δικό του νόμο, το νόμο του μυστηρίου, και το τυπικό του είναι πολύ αυστηρό», της απαντά η σουλτάνα κάπως ενοχλημέ νη από την ερώτηση. «Τόσο όμορφες γυναίκες και να κρατούνται κλεισμένες σε μια χρυσή φυλακή, χωρίς να επικοινωνούν με τον έξω κόσμο;» επιμένει η κυρία Λουση. «Στη χώρα σου οι παραδόσεις είναι διαφορετικές. Μην ξεχνάς ό τι στην ιστορία των Οσμάνηδων πολλές ευνοούμενες ήρθαν από το εξωτερικό, σκλάβες πουλημένες στα παζάρια. Ο πασάς διοικητής της Αίγυπτου, για να καλοπιάνει το σουλτάνο, του έστελνε συχνά πε σκέσι ξένες γυναίκες. Ή ταν πανέμορφες, μορφωμένες και από αρι στοκρατικές οικογένειες της Ευρώπης και της Βενετίας. Οι περισ σότερες αγαπήθηκαν από σουλτάνους και έγιναν οι πιο ένδοξες και πολύτιμες βαλιντέ και καντίν. Στις μέρες μας οι κοπέλες παρακαλάνε να συμπεριληφθούν ανάμεσα στις ευνοούμενες, για να ανέβουν κοινωνικά, να μορφωθούν και να ζήσουν τη χλιδή του παλατιού». «Σουλτάνα, αυτές αρπάχτηκαν από πειρατές και δέχτηκαν ΐη μοί ρα τους, αφού δεν μπορούσαν να δραπετεύσουν. Τις ρώτησε κανείς αν ήθελαν να μείνουν μακριά από τα αγαπημένα τους πρόσωπα έ γκλειστες στα οθωμανικά παλάτια;» «Απ’ όσα έχω ακούσει, ναι! Παρέμεναν με τη θέλησή τους». Η κυρία Λούση καταλαβαίνει πως η κουβέντα για το χαρέμι ε νοχλεί τη σουλτάνα και αλλάζει ευγενικά θέμα. Αρχίζει να επαινεί τα εδέσματα και την ακολουθούν και οι υπόλοιπες καλεσμένες: «Ποπό, τι ωραίο κεμπάπ είναι αυτό! Τι εύγευστο! Σεκερίμ, πάλι μας κατέπληξες με την κουζίνα σου. Εμεριέ, φέρε μια πιατέλα και άφησέ την εδώ μπροστά μας. Καλέ, τι γεύσεις είναι αυτές! Πρώτη φορά τις δοκιμάζω». Και τα επιφωνήματα δίνουν και παίρνουν με μπουκωμένα τα κατακόκκινα από το ρουζ καλλίγραμμα στόματά-
ΣΕΚΕΡΙΜ
213
κια τους, που κουνιούνται ρυθμικά μασουλώντας προκλητικά τις γευ στικές μπουκίτοες. «Να σας πω το μυστικό;» λέει η Σεκερίμ. «Όλα αυτά τα μαγεί ρεψαν η Ελισάβετ με το γαμπρό μου, τον Βασίλ’ αγά, και τις κοπέ λες. Ο γαμπρός μου είναι ο καταπληκτικότερος μάγειρας του Πέραν, γι’ αυτό σας παρακαλώ να τον φωνάξουμε από το σαλόνι των άντρων και να πιούμε ένα ποτό στην υγεία του». Οι οικοδέσποινες καμαρώνουν τον «αρχιμάγειρα» του σπιτιού τους με περηφάνια και πίνουν «εις υγείαν του» τσουγκρίζοντας τα πο τήρια τους μαζί του. Ο Βασίλ’ αγάς απευθύνει τα σέβη του προς τις σουλτάνες και προσωπικές ευχές σε κάθε φίλη ή συγγενή για ευτυ χία, ειρηνικές μέρες και χαρούμενη ζωή. Οι κυρίες μιλούν με γλυκύτητα, που δείχνει την αρχοντιά τους. Είναι η κοινωνία του Πέραν, της μελένιας γλώσσας και της ευγένειας. Στη συνέχεια ο Βασίλ’ αγάς επιστρέφει στο σαλόνι των αντρών. Οι κύριοι, καθισμένοι αναπαυτικά, τρώνε, πίνουν, καπνίζουν και ανταλ λάσσουν απόψεις. Η πολιτική συζήτηση έχει ανάψει για τα καλά. Ο Βασίλ’ αγάς σερβίρει σκεπτικός το κρασί. Είναι ήρεμος και δεν αγα πά τις κινδυνολογίες. Και ποιος δε γνωρίζει τις τραγωδίες και τη δύ σκολη κατάσταση που ζούνε καθημερινά με τα γεγονότα που τρέχουν; Ο Νικόλας παίρνει το λόγο: «Αδερφοί μου, οι Τούρκοι ξεσκονίζουν τα όπλα που τους απέμειναν για να επιτεθούν στους προς δυσμάς γείτονές μας. Θα ζήσουμε απρόβλεπτες καταστάσεις. Οι Σύμμαχοι έχουν βλέψεις επί ιων εδαφών και κινούνται ανάλογα με τα συμφέροντά τους. Όπου δηλαδή τους πάει ο άνεμος του συμφέροντος. Η Μεγάλη Βρετανία (ρλερτάρει τη Μεσοποταμία και την Παλαιστίνη. Η Ιταλία διεκδικεί εδάφη στα παράλια της Μεσογείου, δηλαδή τις δυτικές ακτές μας. I I Γαλλία έχει βλέψεις στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, στο Λίβανο, στη Συρία και την Κιλικία προς το παρόν. Θα διαμελιστούν τα ιμάτια της οθοψανικής αυτοκρατορίας».
214
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
«Την ώρα της μοιρασιάς τα πράγματα δε θα είναι καθόλου εύ κολα», συμπληρώνει ο Χαράλαμπος. «Ναι. Ξέρεις γιατί; Οι Έλληνες και οι Αρμένιοι διεκδικούν την κα τοχή του Πόντου και οι σχέσεις ανάμεσά τους οξύνονται διαρκώς με συμπλοκές σε περιοχές όπου η μεγαλύτερη μειονότητα είναι μου σουλμάνοι. Είδατε τι γίνεται στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας;» Ο Νικόλας σταματάει και δένει την πετσέτα γύρω από το λαιμό του για να μη λερώσει το μεταξένιο παπιγιόν, παίρνει το πιάτο και κάνει νόημα στον Μαχμούτ να φωνάξει την κυρά του Σεκερίμ να τη συγχαρεί για το υπέροχο δείπνο. Εκείνη εμφανίζεται και χαμογελά ει με σκέρτσο σε όλους τους κυρίους προσκεκλημένους της κοιτάζοντάς τους ξεχωριστά έναν έναν βαθιά στα μάτια. «Σεκερίμ, πάλι μας κατέπληξες με την πρωτοτυπία σου. Συγχα ρητήρια! Όλα είναι εξαίσια!» Της φιλάει τα χέρια, που είναι στολι σμένα στα διαμάντια. «Ποπό, θησαυρό που κουβαλάς πάνω στο δι κό σου θησαυρό, που είναι τα πολύτιμα χέρια σου! Να μη σε βασκάνουμε! Δε μου λες, και αυτά δώρα του Αμπντούλ Χαμίντ είναι;» Την πειράζει και τη σφίγγει στην αγκαλιά του τρυφερά ο Νικόλας. Στο άκουσμα του αγαπημένου ονόματος, οι θύμησες τη χτυπούν αλύπητα. Νιώθει τη φλόγα να διαπερνά το στήθος, το στομάχι και να καταλήγουν σ’ εκείνα τα ιριδίζοντα διαμάντια που εκπέμπουν α κτίνες ακατανίκητων πόθων. Σηκώνει το ποτήρι της και εύχεται σε όλους τους κυρίους να περάσουν αξέχαστη βραδιά. «Σας ευχαριστώ που ανταποκριθήκατε στην πρόσκλησή μας. Σας εύχομαι να περάσετε μια εξαιρετική βραδιά και να κρατήσετε μια όμορφη ανάμνηση μέχρι να συναντηθούμε και πάλι. Πίνω στην υγειά σας!» Τα λόγια της είναι τόσο χαριτωμένα, που οι άντρες σηκώνονται όρθιοι και φωνάζουν «εις υγείαν της Σεκερίμ». Επιοτρέφοντας στο σαλόνι των γυναικών κοντοστέκεται στο εν διάμεσο χολ, πιάνει τις πέρλες που κρέμονται στο κορσάζ της και κά
ΣΕΚΕΡΙΜ
215
τι σαν τύψεις περνούν από το μυαλό της, σταυροκοπιέται και ψιθυ ρίζει: «Αν η αγάπη είναι αμαρτία, ο Θεός να συγχωρήσει τα αμαρ τήματα μου».
Μεταξύ των καλεσμένων κάποιος κύριος εβραϊκής καταγωγής, ονόματι Αμίρ, που άκουσε με ιδιαίτερη προσοχή τον Νικόλα να ομιλεί περί διαμελισμού, σχολιάζει: «Κύριοι, να μου επιτρέψετε να προσθέσω κάτι στο θέμα που α ναφέρθηκε πριν από λίγα λεπτά ο κύριος Νικόλας. Οι συμπλοκές έ χουν επεκταθεί πολύ και πήραν αρμενομουσουλμανικές διαστάσεις. Είναι αλήθεια ότι οι υποσχέσεις που δόθηκαν από την πλευρά των Συμμάχων άνοιξαν αγιάτρευτες πληγές. Οι Εβραίοι απαιτούν εδάφη, οι Άραβες, οι Κούρδοι, οι Αοσυροχαλδαίοι επίσης. Και όλες αυτές οι μειονότητες έχουν ήδη καθορίσει τα όρια των εδαφών που απαι τούν. Οι Εβραίοι περιμένουν να μιλήσουν τελευταίοι. Δεν πρέπει να τους υποτιμάμε* αντίθετα, πρέπει να τους θαυμάζουμε για τη μεθοδικότητά τους. Τώρα βγάζουν από τα ντουλάπια τη δύναμή τους και την ξεσκονίζουν, για να μας περιποιηθούν καταλλήλως εις το μέλλον». Όλοι κοιτάζονται ερωτηματικά. Τι υπονοεί ο Εβραίος; Κάτι θα ξέρει για να μιλάει έτσι. Ο εκπρόσωπος της ελληνικής κυβέρνησης, πρέσβης Ευθύμιος Κανελλόπουλος, συγκρατημένος και καθόλου αισιόδοξος, παίρνει το λόγο ζητώντας εκ των προτέρων να μην τον διακόψουν. «Στην Τουρκία η αντίσταση οργανώνεται κλιμακωτά. Μην ξε χνάμε ότι οι Τούρκοι πολεμούν περισσότερα από είκοσι χρόνια. Έχομε στις αρχές του αιώνα τις εκστρατείες του Νεζντ και της Υε μένης. Κατόπιν τον ιταλοτουρκικό πόλεμο του 1911, ακολουθούν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι του 1912-1913. Έχω προσωπική εμπειρία, διό τι κατά τη διάρκεια των Μακεδονικών Αγώνων υπηρετούσα στη Θεσ σαλονίκη στο προξενείο. Το έθνος, πριν προλάβει να ανασάνει, βρέ
216
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
θηκε στο δράμα και στην εξαθλίωση του 1914. Βλέπουμε την κού ραση και την αγωνία στα λαϊκά στρώματα. Αντικρίζουμε με οδύνη τα δεκάδες χιλιάδες χαμένα παλικάρια, και κυρίως των μειονοτή των. Τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα των Τούρκων πλήττονται και αυτά. Και ο κάθε πιστός ή άπιστος επιθυμεί να γυρίσει στο σπίτι του, στην απασχόλησή του, στην ξενοιασιά του». «Κύριε πρέσβη, με συγχωρείτε που σας διακόπτω», παίρνει το λόγο ο Βασίλ’ αγάς. «Ο σουλτάνος Μεχμέτ ΣΤ' Βαχιντεντίν βρίσκε ται μπροστά σε πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό αδιέξοδο. Δεν έ χει τη δύναμη να το ελέγξει. Είναι αναγκασμένος να κάνει πολλές υ ποχωρήσεις. Η κυβέρνηση βλέπει ότι είναι στρατιωτικά, πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά χρεοκοπημένη και περιμένει τη βοήθεια της Ρωσίας, την κηδεμονία της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, α κόμα και των ΗΠΑ. Η αντίσταση θα δώσει καρπούς στο μέλλον, ό μως το σήμερα είναι αβέβαιο. Καταλαβαίνετε τι εννοώ». Ο πρέσβης πίνει μονορούφι το κρασί του, παίρνει βαθιά ανάσα και απαντά σαν να απολογείται: «Ακούστε με, κύριε. Το Νοέμβριο δημιουργήθηκε ο “Σύνδεσμος για την Υπεράσπιση των Αρχών του Γουίλσον”, που συμπεριλαμβά νει στους κόλπους του πολλούς Τούρκους διανοούμενους “φιλοαμερικανούς”, ανθρώπους των γραμμάτων και της τέχνης. Για να γίνω πιο σαφής, τα μέλη του συνδέσμου είναι η πνευματική ελίτ της χώ ρας: ηθοποιοί, συγγραφείς, δημοσιογράφοι και ιστορικοί, που χύνουν πολύ μελάνι προκειμένου να ξεσηκώσουν το λαό με το μέρος τους». «Αντιστέκονται όλοι αυτοί σε ό,τι έχει σχέση με το παλιό καθε στώς», παίρνει το λόγο ο Εβραίος, «παρόλο που τους κάνουν πόλεμο οι παράνομες οργανώσεις της αντιπολίτευσης και τα νεοσύστατα πο λιτικά κόμματα που ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια. Τα περισσότερα απ’ αυτά είναι παλιά, μόνο που τώρα δραστηριοποιούνται ανοιχτά και άφοβα. Οι Τούρκοι, μορφωμένοι ή μη, εγκαταλείπουν τις παλιές νοο τροπίες και προσπαθούν να γίνουν πάση θυσία Ευρωπαίοι».
ΣΕΚΕΡΙΜ
217
Γίνεται μικρή διακοπή για να σερβιριστούν και να ανανεώσουν τα ποτά τους, σηκώνονται, αλλάζουν θέση, σχηματίζονται νέες παρέες, δίνοντας ευκαιρία στο μυαλό να γεμίσει με πιο αισιόδοξες σκέψεις, και συνεχίζουν την κουβέντα προσθέτοντας λίγο χιούμορ. Άλλοι ανά βουν μυρωδάτο πούρο Αβάνας και άλλοι προτιμούν να απολαύσουν ένα ζεστό πυκνό καπνό στο ναργιλέ - δώρο του σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίντ προς την οικογένεια. Όσοι δεν είχαν την ευκαιρία να ξαναδούν αυτό το γεμάτο πολύτιμους λίθους έργο τέχνης ασχολούνται μα ζί του διαπιστώνοντας ότι πρόκειται για πραγματικό κομψοτέχνημα με ιδιαίτερη αξία και φινέτσα. Το περιεργάζονται ακουμπώντας τις παλάμες στις καμπύλες πλευρές του χαϊδεύοντάς το, τρίβουν τα πε τράδια που το στολίζουν, σαν να θέλουν να τα γυαλίσουν περισσότε ρο. Σαν να θέλουν να πάρουν κάτι από τη μαγεία της διαφάνειάς του. Σαν να είναι κρυστάλλινη σφαίρα που προβλέπει το μέλλον. Σερβίρονται τα γλυκόπιοτα, τα ημίγλυκα κρασιά, το κονιάκ και τα λικέρ, που καταφθάνουν με τις σοκολατένιες τούρτες, τους μπα κλαβάδες, τα κανταΐφια και τις πραλίνες του Χαράλαμπου και του θείου Φάνη, που βρίσκονται εκεί και ακούν τους επαίνους, τα απο λαυστικά επιφωνήματα, ιδίως των γυναικών, που ξέρουν από γεύ σεις και χαλούν τον κόσμο. Θείος και ανιψιός καμαρώνουν και αφηγούνται τα δεινά και την ταλαιπωρία τους κάθε φορά που τα Στενά κλείνουν και τα εμπορι κά δεν περνούν το Βόσπορο, οπότε ξεμένουν από κακάο, που απο τελεί και την πρώτη ύλη της δουλειάς τους. Ο μοναδικός τρόπος ει σόδου του πολύτιμου αγαθού είναι το μπαξίσι. Τα γαλλικά πληρώ ματα το λένε πουρμπουάρ, και αρχίζεις να γλυκαίνεις από τον κα πετάνιο μέχρι τον τελευταίο λοστρόμο και καμαρότο, που, ευτυχώς, πάλι καλά, οι μικροί βολεύονται με μια κούτα λουκούμια φιστικιού από του Χατζή Μπεκίρ. Αν δεν τα σκάσεις στους κυβερνήτες των πλοίων σε χρυσές λίρες Αγγλίας, σε γαλλικά φράγκα και σε ρωσικά ρούβλια, κακάο δεν πρόκειται να δουν τα μάτια σου. Και όταν οι
218
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
καπετάνιοι είναι δύσκολοι, τους κρατάς πεσκέσι ανατολίτικο, δηλα δή κάνα δυο διαμαντόπετρες ή κάποιο άλλο αντικείμενο αξίας. Με τις πρώτες ρουφηξιές του μοσχάτου κρασιού, του γαλλικού σοτέρν και των ευωδιαστών λικέρ από σπιτική παραγωγή, οι άντρες μιλούν και πάλι για το πρόσωπο που προκαλεί σάλο διεθνώς, τον Μουσταφά Κεμάλ πασά. Ο καθένας έχει τη δική του γνώμη. Σε ένα μόνο συμφωνουν, στο ότι είναι επικίνδυνος άνθρωπος. Ο Νικήτας Φωτιάδης, έμπορος από τη Σαμψούντα, που βρί σκεται για λίγες μέρες στην Πόλη, συνεργάτης και αδερφικός φίλος του Βασίλ’ αγά, γνωρίζει πολλά γι’ αυτόν. Παρά το γεγονός ότι είναι εχθρός του Κεμάλ, μιλάει με θαυμασμό γι’ αυτόν και διηγείται όσα γνωρίζει από προσωπική εμπειρία και από έγκυρες πηγές: «Είναι απόγονος τουρκικής οικογένειας και γεννήθηκε στη Θεσ σαλονίκη. Τον συνάντησα για πρώτη φορά όταν αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα. Το παρουσιαστικό του με συνεπήρε. Είναι ψηλός, εύ σωμος, αρρενωπός. Με μάτια γαλανά και φρύδια δασιά, συνο φρυωμένα, βρίσκεται συγχρόνως σε επίθεση και άμυνα. Στα διαπε ραστικά του μάτια διακρίνεις την ευφυΐα και το πάθος του για εκδί κηση. Νιώθεις όμως πως ο άνθρωπος αυτός έχει στόχο. Οι κινήσεις του είναι προσεκτικές με μια χροιά μεγαλοπρέπειας. Το βλέμμα του καθηλώνει τους πάντες γύρω του. Εξοχότατε κύριε πρέσβη, αγαπη τοί κύριοι, σας διαβεβαιώνω ότι τα μάτια του προδίδουν άνθρωπο με άκρατη φιλοδοξία και αχαλίνωτο εγωισμό. Είμαι σίγουρος ότι θα οδηγήσει ακάθεκτος την Τουρκία σε απρόβλεπτες καταστάσεις». Στη συνέχεια παίρνει το λόγο ο στρατιωτικός ακόλουθος ονόματι Ζηνιάκης, που γνωρίζει τη στρατιωτική σταδιοδρομία και δράση του Μουσταφά Κεμάλ: «Κύριε Νικήτα, αν μου επιτρέπετε να προσθέσω κάτι. Πρόκειται για αξιωματικό με ικανότητα και ζήλο. Όπως ο κύριος πρέσβης μί λησε για τα δεινά και τις απώλειες του τουρκικού στρατού χρονολο γικά, θα αναφερθώ και εγώ με βάση τις χρονολογίες για να σας δώ-
ΣΕΚΕΡΙΜ
219
(jg) την εικόνα της αλματώδους καριέρας του Μουσταφά Κεμάλ. Αγα
πητοί μου, το 1911 οτον ιταλοτουρκικό πόλεμο στην Τρίπολη έλα βε το βαθμό του ταγματάρχη. Το 1912 κατά τη διάρκεια των Βαλ κανικών Πολέμων πολέμησε στην Καλλίπολη. Στις αρχές του Πρώιου Παγκοσμίου Πολέμου προηχθη στο βαθμό του αντισυνταγμαιάρχη για την αντίστασή του στα Δαρδανέλια έναντι των στρατευ μάτων της Αντάντε. Στον Καύκασο πολέμησε τους Ρώσους, όπου και έγινε ταξίαρχος. Κέρδισε πολλές νίκες και περίλαμπρα παράσημα. Οταν τον έστειλαν στη Συρία και την Παλαιστίνη, αγωνίστηκε για να αποφευχθεί η γενική πτώση της Τουρκίας. Μόνο γι’ αυτό του χρω(πούν πολλά οι συμπατριώτες του. Κερδίζει στα πεδία των μαχών και ενθαρρύνει με το ανεξάντλητο κουράγιο του. Τώρα, ιδιοφυής και λαοπλάνος, με την ίδια ευστροφία και τέχνη κερδίζει τους οπα δούς του. Είναι πειστικός, επιβάλλεται και εμπνέει σεβασμό. Τι λέιε για όλα αυτά; Δε σας αρκούν να καταλάβετε ότι ο Μουσταφά Κε μάλ πασάς δεν είναι τυχαίο πρόσωπο και θα γίνει ίσως η πιο σημα ντική προσωπικότητα της Τουρκίας στο μέλλον;» Ο Νικόλας αντιδρά, γίνεται έξαλλος: «Θα μας κάψει ο Θεός! Μη στρώνετε το χαλί να περάσει από πάν(ο ο Μουσταφά Κεμάλ! Θα μας ξεκάνει όλους. Έβαλε στόχο να διώ ξει το σουλτάνο, θα το δείτε! Έβαλε στοίχημα και θα το κερδίσει! Και σιη συνέχεια; Περιμένουμε τη σειρά μας. Καλή ή κακή, η μοναρχία εμάς τους Ρωμιούς μας προστάτεψε». Και ενώ ψιθυρίζει τις τελευταίες λέξεις σηκώνεται και κοιτάζει ιιμος την πόρτα του σαλονιού των γυναικών, μήπως ακούσει τα λε γόμενό του η Σεκερίμ. Βεβαιώνεται πως μπορεί να μιλήσει ελεύθε ρα και επιστρέφει στη θέση του για να συνεχίσει: «Ο Μουσταφά Κεμάλ, θα το δείτε, θα θάψει στα ερείπια της βυ ζαντινής αυτοκρατορίας την Κωνσταντινούπολη. Θέλει να εκδικηθεί. Χει με μοναδικό σκοπό την εξόντωσή μας. Μην ακούτε που λένε πως είναι εξευρωπαϊσμένος με φινέτσα και ευγένεια. Μόλις τελειώσουν
220
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
οι διπλωματικές συναλλαγές, θα πετάξει τη μάσκα και τα λευκά γά ντια που φορεί, για να υπογράψει τα καταδικαστικά φιρμάνια για τους κυβερνητικούς και ύστερα θα πάρει το σπαθί και το χαντζάρι για τους Έλληνες και τις άλλες μειονότητες. Τα παλικάρια μας σφά ζονται στα στρατεύματα εργασίας. Δουλεύουν και αφήνουν την τε λευταία τους πνοή στους έρημους λόφους στα ανατολικά σύνορα της Τουρκίας. Πεθαίνουν κατασκευάζοντας δρόμους και σιδηροδρομι κές γραμμές. Μόνο οι λιποτάκτες γυρίζουν πίσω και κρύβονται με τον τρόμο στην καρδιά. Και τις νύχτες, μεταμφιεσμένοι σε γυναίκες και παπάδες, βγαίνουν από τις κρυψώνες τους για να πάρουν αέρα και να δούνε ένα δικό τους άνθρωπο. Μη λάχει και τους πιάσουν όμως! Τότε, αλίμονο, τους κρεμάνε στην άκρη του χωριού προς παρα δειγματισμό. Τα ελληνικά χωριά ξεκληρίζονται. Οι ελληνικές πόρ τες σφραγίζονται η μία μετά την άλλη». Και γυρνώντας προς τον Βασίλ’ αγά τον ρωτάει: «Τι θα κάνεις με την Καππαδοκία, Βασίλη; Εγώ και η Σοφία δε θα πάμε πίσω για δύο χρόνια. Τα αφήσαμε όλα μι σιακά στους ντόπιους εργάτες μας. Έτσι οι Τούρκοι υπηρέτες θα έ χουν ένα υψηλό εισόδημα και μεγάλο ενδιαφέρον. Θα παίρνουν τους μισούς παράδες μας και θα νιώθουν αφεντικά. Βασίλη, ό,τι έχεις να κάνεις κάν το χωρίς καθυστέρηση». Ο Βασίλ’ αγάς συμφωνεί και του εξηγεί πως πρέπει πρώτα να πείσει την Ελισάβετ, που επιμένει να αρνείται την πρόταση που της κάνει χρόνια τώρα. Στη σκέψη αυτού του ταξιδιού αναστατώνεται. Ξαναβρίσκει την ηρεμία του και σαν καλός οικοδεσπότης προσπα θεί να ρίξει την ένταση της συζήτησης. Η κουβέντα συνεχίζεται για τον Μουοταφά Κεμάλ και τους Νεότουρκους, για τον Χρυσόστομο Σμύρνης, για τον Ελευθέριο Βενιζέλο και για το ρόλο των Μεγάλων Δυνάμεων. «Και η Δύση; Τι κάνουν οι Σύμμαχοι;» ρωτάει κάποια στιγμή ο θείος Φάνης, που γι’ αυτόν όλα είναι κέρδος, οικονομία και ανοιχτά Στενά για τις εμπορικές συναλλαγές.
ΣΕΚΕΡΙΜ
221
«Η Δύση», απαντά ο Νικήτας Φωτιάδης, «ασχολείται με την ε ξέλιξη των γεγονότων, τα τροφοδοτεί ανάβοντας φωτιές και ανησυ χεί κάθε φορά που παίρνουν απρόβλεπτη τροπή. Υπάρχει το ενδε χόμενο ο Μουσταφά Κεμάλ να δώσει στην επανάσταση μπολσεβίκι κο χαρακτήρα, κατά το ρωσικό πρόσφατο πρότυπο. Μπορεί όμως, και πιο επικίνδυνο, να δώσει το σήμα ενός ιερού πολέμου, μιας και οι μουσουλμάνοι της Μεσογείου είναι καταπιεσμένοι σε μεγάλο βαθμό». «Η κατάσταση είναι από μόνη της σοβαρή», παρεμβαίνει ο Βασίλ’ αγάς. «Ο Μουσταφά Κεμάλ είναι πολύ ευφυής για να κάνει μπολ σεβίκικη επανάσταση, και οι Τούρκοι είναι πολιτισμένοι. Δε θα α κολουθήσουν τα χνάρια των μουζίκων». Όσοι δεν τον ξέρουν καλά θα υπέθεταν ότι φοβάται να εκδη λωθεί, μα όσοι τον γνωρίζουν πολύ καλά ξέρουν ότι είναι λογικός άν θρωπος, σοβαρός και λέει κουβέντες μετρημένες, όπως μετρημένες είναι και οι πράξεις του. Πάνω από όλα βάζει την αγαθοεργία. Δεν αγαπά ούτε επιδιώκει την επίδειξη, γι’ αυτό και το όνομά του δεν προποστατεί στις λίστες των δωρητών και των φιλανθρώπων. Στα μη νύματα ανθρωπιστικής βοήθειας, που έρχονται απανωτά στο γρα φείο, ειδικά τον τελευταίο καιρό, απαντά αγόγγυστα στέλνοντας ο τιδήποτε του ζητηθεί. Αλλά και τους Τούρκους φίλους του τους βοη θάει πολύ. Συχνά τον ακούν να λέει: «Βοηθήστε, βοηθήστε τον κό σμο, Έλληνες και Τούρκοι το ίδιο είμαστε! Στο ίδιο καζάνι βρά ζουμε». Ο Μαχμούτ περνάει την κανάτα με το κρύο νερό, που είναι φερ μένο από τις δροσερές ιαματικές πηγές της Γιάλοβα. Πίνει και ο ί διος και κάθεται δίπλα στον Νικόλα, που τον θαυμάζει όταν μιλάει για πολιτική, ενώ εκείνος ο καημένος δεν καταλαβαίνει τίποτα. Στέ κεται φοβισμένος, ανίκανος να οκεφτεί. Γυρνάει τα μάτια και κοι τάζει ερευνητικά τον Βασίλ’ αγά. Μόνο μέσα από τα γαλανά μάτια ιου αφέντη του θα μπορέσει να σιγουρέψει την αλήθεια και να διώ ξει το φόβο. Οι συζητήσεις αυτές κάνουν την καρδιά του να σκιρτά
222
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
ει από ανασφάλεια και να χτυπάει από αγωνία. Προτιμά να πεθάνει παρά να χάσει τα αγαπημένα του αφεντικά.
Από το σαλόνι των γυναικών τα πράγματα ακούγονται λιγότερο σο βαρά. Το ανεξάντλητο κέφι της Σεκερίμ γεμίζει το δωμάτιο, το σπί τι, τη γειτονιά, βγαίνει στον αέρα και πετάει στα όνειρα. Γελάει δυ νατά μέχρι να την ακούσει ο Θεός. Η γιορτή είναι λαμπρή. Η Ελισάβετ καμαρώνει και φοβάται συγ χρόνως. Τρέμει στη σκέψη ότι μια μέρα το κουράγιο και η χαρά για ζωή της μάνας της θα λιγοστέψουν και θα ατονήσουν. Τι θα κάνει χω ρίς αυτήν; Πώς θα τα βγάλει πέρα χωρίς τη δύναμη που αντλεί από τη δική της χαρούμενη παρουσία; Ποιον θα εμπιστεύεται, αφού ο άντρας της περνάει τον περισσότερο χρόνο μακριά της; Ποιος θα στολίζει το σπίτι της, που χάρις στο ταλέντο και στην αισθητική ευαισθησία της μάνας της όλα λάμπουν σαν τον ήλιο, όλα ξεχωρίζουν και παίρνουν άλλη διάσταση; Η σκέψη αυτή την αρρωσταίνει, μα δυστυχώς τον τε λευταίο καιρό, μαζί με όλα τα συμβάντα που κάνουν το χρόνο να με τράει αντίστροφα, έχει φωλιάσει στο μυαλό της αυτός ο άμοιρος φό βος που της ραμφίζει τα σωθικά ανελέητα. Αυτό το μαγικό βράδυ χαίρεται τη μάνα της, την ακούει να μι λάει με στόμφο, να αφηγείται, να τραγουδάει και να γελάει με γέ λιο κρυστάλλινο, όπως το αποκαλούσε ο αγαπημένος της Αμπντούλ Χαμίντ. Αχ! Και τι δε λέει το ακούραστο στοματάκι της! Με χιού μορ απαράμιλλο κάνει τα πάντα για να διασκεδάσει τις φίλες της. Σήμερα που είναι η χαρά στο σπίτι της θα τα δώσει όλα. Παίρνει το μαντολίνο, παίζει και τραγουδάει με την κελαρυστή φωνή της. Η Ελισάβετ παίρνει το ούτι και βγάζει με τα δάχτυλά της βραχνές μεσαιωνικές νότες, συνοδεύοντας το νοσταλγικό τραγούδι της μά νας.
ΣΕΚΕΡΙΜ
223
Γκελ, γκελ ναζετμέ. Έλα, έλα γλνκιά μου, τα μάτια σου με θάμπωσαν πονάει η καρδιά μου. Κλεισμένος μες στη φυλακή ζωμε τη θύμησή σου, τα χάδια σου, τον έρωτα που έζησα μαζί σου. Η μουσική και οι γυναικείες φωνές δημιουργούν μια ατμόσφαι ρα που σε μεταφέρει στην Ανατολή και σε ποτίζει με το νερό της ληομονιάς. Τα λόγια των τραγουδιών, πότε λυπημένα και πότε λιγωμένα για αγάπη και έρωτα, συγκινουν τις κυρίες. Τα κορμιά τους, αφημένα νωχελικά στους καναπέδες, σκιρτούν. Τραγουδουν όλες μαζί και τα δάκρυα χύνονται στα όμορφα μάτια τους. Παρασύρουν τη ροζ πού δρα στο πρόσωπο και διακρίνονται οι ρυτίδες, που είναι οι πίκρες και οι φόβοι της γυναίκας και της μάνας. Μετά το τραγούδι η Σεκερίμ φωνάζει τη Μανιώ, τη χαρτορίχτρα, ιιου περιμένει στην κουζίνα. Ανεβαίνει κάνοντας μεγάλη υπόκλιση στη βαλιντέ και στις σουλτάνες και ξεσκεπάζει το πρόσωπό της. «Έλα, Μανιώ, πάρε θέση και βγάλε την τράπουλα», της λέει η Σε κερίμ και ρίχνει ένα διερευνητικό βλέμμα στις σουλτάνες και στις κυ ρίες που γουρλώνουν τα μάτια από την έκπληξη. Η Μανιώ περιμένει το πρώτο χέρι που θα αγγίξει τα χαρτιά. Η μικρή σουλτάνα ζητάει χαριτωμένα άδεια από τη βαλιντέ και τρα βάει με θάρρος τα μισά χαρτιά και τα ακουμπάει δίπλα. Η Μανιώ ια πιάνει στα επιδέξια χέρια της, τα ανακατεύει και αρχίζει να τοιιοθετεί τις φιγούρες των ταρό. Τα είκοσι δύο χαρτιά βρίσκονται αιιλίομένα στο τραπέζι και αρχίζουν να μιλούν. Οι κυρίες σκύβουν και ια παρατηρούν ανυπόμονες να ακούσουν. Η χαρτορίχτρα βουλώνει ιο (πόμα της με τη δεξιά παλάμη και μένει βουβή.
224
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
«Μίλα, Μανιώ, εξήγησε τι βλέπεις!» «Βλέπω ξεσηκωμό, κυρά. Η Υψηλή Πΰλη κλείνει. Ο σουλτάνος φεύγει από τη θάλασσα. Οι πριγκίπισσες σκορπίζονται στα πέρατα της γης. Ένα ισχυρό χέρι τις εκτοπίζει. Ο θάνατος χορεύει πάνω στα βουνά. Σουλτάνα μου, τρέξε να κρυφτείς από το κακό που σε περι μένει γιατί εγκαταλείπεσαι στο έλεος του Θεού. Και είσαι κοριτσά κι ακόμα!» Η νεαρή σουλτάνα κατακόκκινη αρχίζει να κλαίει, ενώ τα μάτια της μεγάλης σουλτάνας βγάζουν φωτιές. «Συγχώρα με, σουλτάνα μου», λέει η Μανιώ, «μη μου κάνεις κα κό, έχω να θρέψω οικογένεια». Μαζεύει γρήγορα τα χαρτιά και είναι έτοιμη να τα βάλει στην τσέ πη, αλλά τα χέρια των γυναικών απλώνονται στο τραπέζι κρατώντας γρόσια για να συνεχίσει. Τα χαρτιά κόβονται γρήγορα από την κυρία Λούση. «Μανιώ, πες μου ό,τι βλέπεις!» «Εφέντιμ χανούμ, οε βλέπω μόνη στην καταιγίδα, χαμένη μέσα σε πολύ κόσμο και ένας τρελός σε κυνηγάει». «Τρελός; Τι τρελός καλέ; Για όνομα του Θεού! Για κοίταξε κα λύτερα!» «Εφέντιμ χανούμ, όταν λέω τρελός εννοώ ότι ο άντρας αυτός εί ναι τρελός από αγάπη για σένα, θέλει να σε βοηθήσει και σε παίρ νει μαζί του μακριά σε ξένη χώρα. Θα μείνεις εκεί και θα καλοπεράσεις, κυρά». Η Μανιώ βλέπει πολλά, αλλά κρατάει λόγια. «Είναι Τούρκος;» «Όχι, κυρά, είναι ξένος και μπροστά του ανοίγεται ένας δρόμος μακρύς». Η κυρία Λούοη τής βάζει μερικά γρόσια ακόμα στο χέρι και ο μολογεί ότι δεν καταλαβαίνει τίποτα από την προφητεία. Τα πολύχρωμα χαρτιά βγάζουν πολλές αλήθειες πάνω στο τρα πέζι. Η Τουρκάλα χαρτορίχτρα προσπαθεί να είναι πολύ προσεκτι-
ΣΕΚΕΡΙΜ
225
κή σε όσα λέει, για να μη χαλάσει το κέφι των κυριών. Φεύγει με την τσέπη γεμάτη παράδες, σίγουρη ότι οι φίλες της Σεκερίμ θα την επισκεφθούν ιδιαιτέρως για να μάθουν με λεπτομέρειες αυτό που τους επιφυλάσσει το μέλλον. Η Αϊσέ και η Εμεριέ προσφέρουν σερμπέτια και οι γυναίκες α ναφέρουν τις διάφορες εμπειρίες που έχουν από τις μαγίστρες, τις καφετζούδες και τις χαρτορίχτρες, που λένε ό,τι θέλουν για να σε ε ντυπωσιάσουν. Η σουλτάνα ρωτάει τη Σεκερίμ που βρήκε την περιβόητη Τουρ κάλα. «Εφέντιζιμ,* επέστρεφα από το παλάτι με την άμαξα, όταν στην πόρτα ενός εγκαταλελειμμένου σπιτιού είδα γραμμένο το όνομά της. Γην άλλη μέρα πήγα και προς μεγάλη μου έκπληξη άκουσα να μου μιλάει για τη ζωή μου με λεπτομέρειες. Τι μου είπε για το μέλλον; Αφήστε τα καλύτερα, δε θέλω να τα πιστεύω. Σήμερα θέλησα να σας κάνω μια έκπληξη, που ούτε η κόρη μου δε γνώριζε. Την κάλεσα να μας πει την τύχη μας!» Η όμορφη Σεκερίμ, ντυμένη στο μαύρο δαμάσκο φόρεμά της, με τα ανάγλυφα τριανταφυλλένια σχέδια, που δίνουν μια αέναη γυα λάδα σε κάθε κίνησή της, μοιάζει με μια άλλη μάνα. Ο μεγάλος τα(ρταδένιος φιόγκος, δεμένος πίσω χαμηλά στη μέση, την κάνει κομ ψή και πολύ νεότερη, ενώ οι χαριτωμένες κινήσεις της καθηλώνουν τους παρευρισκομένους. Την παρακολουθούν με την άκρη των μα τιών τους προσπαθώντας να μην τους ξεφύγει ούτε μία λέξη της, μία κίνησή της και τη χάσουν. Τα πυρρόξανθα μαλλιά της, στολισμένα πια με γκρίζες ανταύγειες, νικημένα από το χρόνο, τα κρατάει ψη λά με κτενάκια από χρυσό και ταρταρούγα. Στο λαιμό περασμένες δεκαεννιά σειρές μαργαριτάρια κατεβαίνουν ως τη μέση χαϊδεύοντάς τη. Στα αφτιά της κρέμονται ρωσικά διαμαντένια σκουλαρίκια παντατίφ, κειμήλιο της μάνας της, της Χατζή Κατερίνας, αγορασμένα γύρω στο 1860 από Ρώσο κοσμηματοπώλη, προμηθευτή της τσαρι-
226
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
κής Αυλής και του σουλτάνου Αμπντοΰλ Μετζίτ Α'. Ο Ρώσος χρυσοχόος είχε φιλοξενηθεί στο σπίτι τους στην Κωνσταντινούπολη αρκε τές φορές, αφού η Χατζή Κατερίνα ήταν μία από τις καλύτερες πε λάτισσες και η φίλη του στην Πόλη. Στα χέρια της τα δαχτυλίδια λαμπυρίζουν. Ακριβά δώρα μιας α γάπης που δεν έσβησε ποτέ. Ακόμα και κάτω από το φως των κεριών μαγεύουν, και οι πολύχρωμες λάμψεις που σκορπίζουν τυφλώνουν το μάτι όταν πέσει πάνω τους. Ενώ τα λεπτεπίλεπτα δαχτυλάκια, σαν παίζουν το ούτι και το μαντολίνο, μοιάζουν με χέρια νεράιδας που ξορκίζει το κακό. Παίζει ουτι, τραγουδάει, χαίρεται. Τίποτα δεν μπορεί να συ γκροτήσει τις νότες που φεύγουν από μέσα της και γεμίζουν τον αέ ρα νοσταλγία. Η Σεκερίμ βάζει πλώρη για χαρά και ταξιδεύει στη ζωή. Αυτό είναι το μεγάλο της ταλέντο. Αεικίνητη όπως είναι προ λαβαίνει τις επιθυμίες όλων. Προσφέρει γλυκά, τρατάρει ποτά, περ νάει τους δίσκους με τα εξωτικά φρούτα και τους ξηρούς καρπούς και κρατάει την Αϊσέ και τις άλλες υπηρέτριες σε ετοιμότητα για να μη μείνει κανείς προσκεκλημένος απεριποίητος και κακολογήσει. Στο αρχοντικό της ο φιλοξενούμενος είναι βασιλιάς. Το βράδυ αυτό θα μείνει αξέχαστο για όλους. Όταν η άμαξα με τον τελευταίο προσκεκλημένο φεύγει, η Ελι σάβετ φιλάει τα χέρια της μάνας της για να την ευχαριστήσει και πά λι για την ευτυχία που σκόρπισε γύρω της. «Ανετζίμ, να ζήσεις και να μας κάνεις και άλλες γιορτές καλύτε ρες από τη σημερινή!» λέει με σεβασμό. «Εγώ σ’ ευχαριστώ, τέκνο μου. Να έχεις την ευχή μου!» της απα ντά η Σεκερίμ και ανεβαίνει στο δωμάτιό της βαθιά ικανοποιημένη από την επιτυχία της βεγγέρας.
Η Σεκερίμ ζητάει την προστασία τον σουλτάνου
Ο ΒΑΣΙΛ’ ΑΓΑΣ και η οικογένεια του αποφασίζουν να φύγουν για τα Ποτάμια. Είναι χειμώνας. Δεν είναι η καλύτερη περίοδος, μιας και το κρύο και τα χιόνια θα δυσχεράνουν το ταξίδι τους. Στο χωριό τα χωράφια θα έχουν σπαρθεί και οι εργάτες θα φροντίζουν τα κτήμα τα και τα ζώα. Πρέπει να τα δώσουν μισιακά στους πιο παλιούς και πιο πιστούς από τους Τούρκους εργάτες τους. Δε θέλουν να πιστέ ψουν στις δραματικές πληροφορίες που φτάνουν από την Ανατολία και τους βυθίζουν σε απόγνωση. Η Σεκερίμ παρακαλάει να δει τον πατισάχ και δεν το κατορθώ νει. Βρίσκει τις πόρτες κλειστές και τους φρουρούς κουφούς. Επι μένει. Και τελικά ο αγάς του σουλτάνου έρχεται και της φέρνει τη χαρμόσυνη είδηση. Ο σουλτάνος την περιμένει αύριο το απόγευμα (πις πέντε και μισή ακριβώς. Η καρδιά της σκιρτά από χαρά. Την επόμενη μέρα φοράει ένα μακρύ καρό ταφταδένιο φόρεμα σε μπλε και μοβ αποχρώσεις με ελαφριά ουρά, γαρνιρισμένο με μαύ ρο μεταξωτό βελούδο, τη μαύρη βελούδινη ζακέτα, παρφουμαρίζειαι, στολίζεται, βάζει τα διαμαντένια δώρα, που οι πρόγονοι του σουλτάνου της χάρισαν, παίρνει και τα δικά της δώρα που θα προ σφέρει στις σουλτάνες και ξεκινάει με τη συνοδεία του αγά που ήρ θε να τη μεταφέρει στο παλάτι. Στα υπέροχα πυρρόξανθα μαλλιά της, ιιου τα έχει δεμένα χαμηλά σε σινιόν, φοράει ένα μικρό ασορτί κα σελάκι με μακρύ βέλο, από το οποίο ξεμυτίζουν μερικές χρυσαφέ νιες μπουκλίτσες.
228
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
Στα ανάκτορα επικρατεί ηρεμία. Μια επικίνδυνη ηρεμία, που έρχεται μετά από μια μεγάλη φουρτούνα και κρατάει στα σπλάχνα της τη φουσκοθαλασσιά. Οδηγείται από τον αγά στο σαλόνι αναμο νής. Πολλά πράγματα εκεί μέσα φαίνονται αλλαγμένα. Σε λίγο θα παρουσιαστεί στον πατισάχ και θα αντικρίσει τα αγαπημένα και οι κεία έμπιστα πρόσωπα της οικογένειάς του, που τόσα πολλά τη συν δέουν μαζί τους. Στη σκέψη αυτή παραλύει, μα παίρνει κουράγιο. Πόσο ξένη αισθάνεται αυτή τη στιγμή που περιμένει γεμάτη α γωνία μέσα ο ένα τεράστιο παλάτι έξω από μια μεγάλη κλειστή πόρ τα! Πόσο ασήμαντη νιώθει για να ζητήσει την προστασία του μεγά λου σουλτάνου! Το μόνο που επιθυμεί είναι να σηκωθεί και να φύ γει τρέχοντας. Ή να κλάψει από τον τρόμο. Όταν η πόρτα ανοίγει, ο αγάς τής κάνει νόημα να περάσει. Τα γοβάκια της φρενάρουν στο πάτωμα κοκαλώνοντας τα πόδια της. Το δάπεδο, σκεπασμένο με τα ομορφότερα χαλιά του κόσμου, φαίνεται σπαρμένο καρφιά και α δυνατεί να προχωρήσει. Στο βάθος του σαλονιού οι χανούμισσες πίνουν τον καφέ τους κα θισμένες στους πράσινους καναπέδες. Όταν την παίρνουν είδηση τρέχουν να την υποδεχτούν με ανοιχτές αγκαλιές. Η Σεκερίμ, κε ραυνοβολημένη, μοιάζει να ξυπνάει από έναν κακό εφιάλτη. Σαν να προαισθάνονται όλες τους ότι η επίσκεψη της αγαπημένης τους φί λης κρύβει ένα μικρό αποχαιρετισμό. Τα μάτια των γυναικών που έ χει μπροστά της σε τίποτα δε μοιάζουν με τα ολόγλυκα μάτια των γυ ναικών του χαρεμιού που γνώριζε. Δεν είναι τα τρυφερά, τα χορτασμένα από καλοπέραση και ξενοιασιά μάτια, αλλά μάτια κλαμένα, με σκοτεινούς κύκλους, που θα έλεγες ότι κάποια κακή ώρα και α ναπάντεχη συμφορά τις βρήκε. Τα βλέμματά τους την ακολουθούν παρακλητικά και φοβισμένα σε κάθε ανάλαφρη κίνησή της. Ακόμα και αυτή η βαλιντέ χανούμ τής πιάνει τρυφερά τα χέρια και της τα φιλάει λέγοντας: «Σεκερίμ, περιμένω τη βελούδινη γαλάζια κάπα με τα χρυσά κε
ΣΕΚΕΡΙΜ
229
ντήματα από πέρλες, σμαράγδια και αμέθυστους, για να τη φορέσω στις γιορτές του ραμαζανιού. Θα την έχεις έτοιμη; Θα δουλέψουν τα χρυσαφένια χέρια σου για μένα ακόμα μια φορά;» Η Σεκερίμ σαστίζει με τη χειρονομία και, επειδή αγαπάει πολύ τη βαλιντέ σουλτάνα, της ανταποδίδει το χειροφίλημα με αγάπη πε ρισσή. «Αγαπημένη μου σουλτάνα, θα ετοιμάσω το γρηγορότερο την πιο λαμπρή μπέρτα που φόρεσε ποτέ άνθρωπος πάνω στη γη. Η ομορ φιά και η καλοσύνη της ψυχής σου με κάνουν να σε τοποθετώ μεταξύ των ξεχωριστών ανθρώπων που γνώρισα στη μικρή σύντομη ζωή μου, και ευχαριστώ το Θεό που με αξίωσε να έχω την εύνοια και την εμπιστοσύνη σου». Οι δύο γυναίκες αγκαλιάζονται ξανά, ενώ υγραίνονται τα μά γουλά τους από τα δάκρυα. Τα δάκρυα της βαλιντέ σουλτάνας, της πρώτης κυρίας της αυτοκρατορίας, σμίγουν με τα δάκρυα της Σε κερίμ, της κεντήστρας, που αγάπησε ξεχωριστά, και γενιές τώρα η φαμίλια της είναι στην υπηρεσία των σουλτάνων και του παλατιού. Τα δάκρυα των δύο γυναικών έχουν την ίδια πίκρα, την ίδια νο σταλγία. Δε λένε τίποτε άλλο. Οι λέξεις δεν έχουν θέση. Τα ευγενικά πρόσωπα όλων είναι σφιγμένα, συναισθηματικά φορτισμένα, με βλέμματα απλανή, σαν να εκλιπαρούν κάτι. Είναι στιγμές χωρίς λόγια, μικρές στιγμές ατέλειωτου χρόνου. Στο βάθος του χρόνου ακούγεται η τραγική μουσική μιας όπερας, της «Τραβιάτας» του Βέρντι: «ντάμι τον φόρτσα, ο σιέλο!», «ω ουρανέ, δώσε μου από τη δύναμή σου!». Ο ήχος τής θυμίζει γεγονότα και στιγμές από ιη ζωή της δίπλα στον αγαπημένο της Αμπντούλ Χαμίντ, όταν, κα θισμένος στην αυτοκρατορική πολυθρόνα στο μικρό θέατρο του Γιλντίζ, το λουσμένο στα μπλε και τα χρυσά, άκουγε τη λατρευτή του ό περα. Οι σκέψεις συνθέτουν μια μυθική μαγεία. Γιατί να μη βρί σκεται τώρα εδώ μπροστά της; Εκείνος που της έδωσε το γλυκό ό νομα «Σεκερίμ» και το πρόφερε με αγάπη πραγματική! Τα λόγια
230
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
της όπερας τρυποΰν τα μηνίγγια της. Η στιγμή του αποχωρισμού εί ναι σκληρή, ακόμα κι όταν πρόκειται για προσωρινό αποχαιρετι σμό ανθρώπων που αγαπιούνται. Η αυγή φωτίζει τον ουρανό και πρέπει να φύγουμε, σας ευχαριστούμε, ευγενική κυρία, για την καταπληκτική γιορτή που μας προσφέρατε. Όλη η πόλη είναι σ ευθυμία γιατί είναι η εποχή των διασκεδάσεων. Τώρα πρέπει να κοιμηθούμε να πάρουμε δύναμη για άλλες νυχτερινές γιορτές. Η Σεκερίμ στέκεται για λίγο σαστισμένη, ώσπου η κόκκινη μπορ ντό βελούδινη κουρτίνα αναταράζεται από το έντονο ψυχρό βορια δάκι και κάνει την ατμόσφαιρα του σαλονιού πιο κρύα, κι έτσι φεύ γει από το μυαλό της το παλιό σκηνικό. Την ίδια στιγμή η βαριά πόρτα του αυτοκρατορικού γραφείου ανοίγει και εμφανίζεται σο βαρός ο σουλτάνος Βαχιντεντίν. Τότε η Σεκερίμ, με ξένοιαστο αγέ ρωχο βάδισμα, με αεράτες κινήσεις γεμάτες θηλυκότητα, πλησιάζει τον πατισάχ και με βαθιά υπόκλιση γεμάτη σεβασμό, γοητεία και κομψότητα περιμένει να ακούσει τη φωνή του, που θα της δώσει την άδεια να σηκώσει το κεφάλι και να τον κοιτάξει κατάματα. «Σεκερίμ, τι καλά νέα μάς φέρνεις; Κάθε φορά που σε βλέπουμε νιώθουμε ότι έρχονται μαζί σου η καλή τύχη, η χαρά και η ευτυχία. Η παρουσία σου στο παλάτι μεταβάλλει το κακό σε καλό, την κατάρα σε ευχή, την ατυχία σε επιτυχία, και στο άγγιγμά σου θαρρείς και θε ραπεύονται αρρώστιες του σώματος και της ψυχής. Έλα, δώσε μου τα χέρια σου!» Στα κολακευτικά αυτά λόγια από το στόμα του σουλτάνου, η Σε κερίμ αναθαρρεύει και απλώνει τα χέρια προς το μέρος του. Το μυα-
LKKKPIM
231
λ() της όμως τρέχει και πάλι πίσω στο χρόνο, τον διπλώνει στο άπει ρο και τον κάνει παρόν, όταν σε ηλικία δεκατεσσάρων χρόνων υπο κλινόταν για πρώτη φορά μπροστά στο σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίντ, τότε που παραλάμβανε τη σκυτάλη και τον τίτλο της κεντήστρας του ιιατισάχ από τη μάνα της. Τότε υποσχόταν στον ένδοξο απόγονο του Μωάμεθ και στη σκιά του πάνω στη γη ότι θα παράβγαινε σε τέχνη την ξακουστή μάνα της. Έτρεμε σαν το φύλλο, έκλαιγε από ντροπή και από το φόβο της μούσκεψε το εσώρουχό της. Σήμερα, με όπλο την εμπιστοσύνη του Βαχιντεντίν, με σύμμαχο την ομορφιά της, με σιγουριά τα χρυσά της χέρια, που δεν την πρόδωσαν ποτέ, με ε μπειρία και γνώση ο αυτό που με δεξιοτεχνία προσφέρει στους υ ψηλούς προστάτες της, βρίσκει κατάλληλες λέξεις να εκλιπαρήσει τη βοήθειά του: «Σουλτάνιμ, τα λόγια που προφέρονται από το αυτοκρατορικό στόμα δίνουν μεγάλη τιμή στη μετριότητά μου. Υπηρετώ και θα υ πηρετήσω μέχρι το τέλος της ταπεινής μου ζωής την υμετέρα μεγα λειότητα. Ή ρθα για να παρακαλέσω το μεγάλο σουλτάνο να προ στατέψει την οικογένειά μου, διότι πρέπει να μεταβούμε στην Καπ παδοκία. Θα κάνουμε ό,τι η μεγαλειότητά του διατάξει προκειμένου να είναι η οικογένειά μου ασφαλής». Με απλό τρόπο, γεμάτο χάρη και ειλικρίνεια, ζητάει ακόμα μια φορά την προστασία του στη δύσκολη αυτή στιγμή. Εκείνος φαίνεται ήρεμος και ευπροσήγορος. «Καλή μου Σεκερίμ, οι εχθροί του παλατιού σπέρνουν παντού την τρομοκρατία. Μην απομακρυνθείτε από την Πόλη. Κρατηθείτε για λίγο καιρό μακριά από πολυσύχναστα κέντρα και διαδηλώσεις. Η αυτοκρατορία έχασε την ηρεμία της και απειλείται η ακεραιότη τά της από ξένες δυνάμεις μπολσεβίκικου τύπου, που συνδράμουν τους επαναστάτες και εχθρούς του θρόνου και της δυναστείας». «Σουλτάνιμ, ταπεινά παρακαλώ ακόμα μια φορά τη μεγαλειότη τα του πατισάχ μου να μας βοηθήσει να μεταβούμε στην Καππαδο
232
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
κία ασφαλείς. Μας μήνυσαν όχι το βιος μας κινδύνεψε και ότι ληστές και κακοποιοί κατέβηκαν από τα γύρω βουνά και μπήκαν στα σπί τια και άρπαξαν τα πάντα. Οι δέκα περίπου άντρες και γυναίκες που αφήσαμε πίσω μας δεν είναι επαρκείς ούτε για τη διεκπεραίωση των εργασιών στα κτήματα μα ούτε ακόμα και για την προστασία των υ παρχόντων σε περίπτωση νέας επίθεσης από ληστρικές δυνάμεις και σεσημασμένους κακοποιούς». Ο πατισάχ κάθεται βαθιά στην ολόχρυση πολυθρόνα του, βάζει στη μαλαματένια πίπα του, τη στολισμένη με διαμάντια, ένα στρι φτό τσιγάρο με αρωματικό καπνό, την ανάβει, γεμίζει τα σπλάχνα του με μια βαθιά ρουφηξιά, βγάζει τα μικρά γυαλιά του και κρατάει τα μάτια του κλειστά για αρκετή ώρα. Όταν τα ανοίγει, με το α ριστερό του χέρι και με κινήσεις πολύ αργές σιάζει το τσιγκελωτό του μουστάκι και με φωνή που μόλις ακούγεται, σαν να ενοχλείται από κάτι αόρατο, απαντά στη Σεκερίμ ανακτώντας και πάλι τον τρυφε ρό πατρικό του τόνο: «Σεκερίμ, δε θα πάτε με το σιδηρόδρομο. Θα φύγετε με πέντε ά μαξες, που θα επανδρώνουν οκτώ άντρες δικοί μας οπλισμένοι. Θα πάρετε μαζί σας και τρόφιμα, που θα φροντίσει ο Μεχμέτ αγάς», ε νώ συγχρόνως γυρίζει προς τον αγά και του κάνει νόημα με το κε φάλι. «Σεκερίμ, θα μου υποσχεθείς ότι θα γυρίσετε το γρηγορότερο, γιατί εδώ στην Κωνσταντινούπολη είστε πιο ασφαλείς. Η Ανατολία αυτή τη στιγμή δεν είναι και τόσο φιλόξενος χώρος. Σεκερίμ, κατα λαβαίνεις τι εννοώ!» Τονίζοντας ιδιαίτερα λέξη προς λέξη την τελευταία φράση, ση κώνεται, τη χαιρετάει ευγενικά, μπαίνει στο γραφείο για να στεγά σει την αβεβαιότητα, το φόβο, τις άπειρες αγωνίες του και συγχρό νως να προστατευτεί. Για αρκετή ώρα η Σεκερίμ μένει άφωνη σε στάση υπόκλισης, με λυγισμένα τα γόνατα, γερμένη προς τα εμπρός και το κεφάλι σκυμ μένο, σαν να περιμένει την γκιλοτίνα να πέσει στο λαιμό και να της
ill'K E P IM
233
κόψει το κεφάλι. Ακούει το τρίξιμο και το κλείδωμα της διπλής πόριας του ενδοξότερου γραφείου της τουρκικής αυτοκρατορίας, εκεί ό που βρίσκονται κλειδωμένα και σφραγισμένα τα προσωπικά της μυ(πικά. Και μόνο το άγγιγμα ενός χεριού στον ώμο την κάνει να αλλάξει θέση και να ουμπεριφερθεί γλυκά, όπως η περίσταση το απαιτεί, και να πάει κόντρα στην πλημμυρισμένη με πόνο και αγανάκτηση ψυχή της. Είναι το απαλό χέρι της βαλιντέ χανούμ, που την παίρνει στο διπλανό σαλόνι για να πιουν τσάι με υπέροχα γλυκά και ζαχα ρωτά, για να ανταλλάξουν λόγια γλυκά σαν το πετιμέζι. «Έλα, Σεκερίμ, έλα να θυμηθούμε λίγο τα παλιά, που ήταν πολύ πιο ευχάριστα από τα σημερινά». Και πίνουν γουλιά γουλιά το τσάι, όπως το έπιναν τότε με τη βαλιντέ χανουμ, την προστάτιδά της, μητέρα του Αμπντουλ Χαμίντ. Η μία χριστιανή, απλή γυναίκα με κουράγιο και δύναμη, ακούραστη για δημιουργία, με πνεύμα και φαντασία καλλιτεχνική και με απέ ραντη αγάπη για τη ζωή. Με ταλέντα που καθήλωναν τα μάτια και γέμιζαν τους ανθρώπους επιθυμίες για χρυσοποίκιλτα αποκτήματα. Η άλλη μουσουλμάνο, μάνα του αγαπητικού της. Η πρώτη γυναίκα της αυτοκρατορίας με ταπεινή καταγωγή που χάρις στην ομορφιά και την εξυπνάδα της έγινε η μάνα του σουλτάνου. Δυνατή και αποφασιστική μάνα, κατάφερε να επιζήσει το πριγκιπόπουλό της και να ανεβεί στο θρόνο του Πορθητή. Φυλακισμένη χρόνια στο Καφάς, είχε δεχτεί πολλές ταπεινώσεις. Μόλις ο γιος της έγινε σουλτάνος τον ακολούθησε στο Ντολμαμπαχτσέ και στο Γιλντίζ σαράι, σκλάβα της χλιδής και της μεγαλοπρέπειας. Με θέ ληση και χαρακτήρα, επιβλητική και άγρια σαν τιμωρός, παρακο λουθούσε βήμα βήμα τις σκιές που κυκλοφορούσαν στο παλάτι και τις εξόντωνε. Κι ένα βράδυ σκοτεινό η βαλιντέ φυγάδεψε το νεογέν νητο γιο της Σεκερίμ με την έμπιστη κάλφα, και από τότε η Σεκερίμ έχασε τα ίχνη του παιδιού της. Άδικα την παρακαλούσε να της πει
234
ΜΑΡΙΝΑ B A M ΒA K A
πού βρισκόταν. Δεν έπαιρνε απάντηση. Το έκανε δήθεν για να προ στατέψει τη ζωή του πρίγκιπα εγγονού της. Όλα μοιάζουν με φωτογραφία, ακίνητα και όμορφα, που μόνο οι μυρωδιές των γαλλικών αρωμάτων που αναδίδουν τα γυναικεία κορμιά, το αρωματικό τσάι και ο ήχος των κρυστάλλων στους πο λυελαίους από τα ρεύματα των διαδρόμων επαναφέρουν τη Σεκερίμ στην πραγματικότητα. «Σεκερίμ, θα μας λείψεις πολύ!» της λέει η βαλιντέ και τη χαϊδεύει με στοργή. «Θα κρατήσω την ωραιότερη ανάμνηση της ζωής μου, που είναι αυτή η υπέροχη στιγμή, και θα γυρίσω πίσω το γρηγορότερο, για να την ξαναζήσω πιο όμορφα», της απαντά η Σεκερίμ και της φιλάει με σεβασμό τα κουρασμένα ακροδάχτυλα.
Αναχώρηση για τα Ποτάμια
Η
ολημερίς τον τοίχο για να φτιάξει ασφαλείς κρυψώνες για το μάλαμα, τα οικογενειακά κειμήλια και τα τιμαλφή αντικείμενα. Κρεμάει τα ευρωπαϊκά ρούχα στις ντουλάπες με μπό λικη αποξηραμένη λεβάντα και βάζει στα μπαούλα μερικές από τις όμορφες ενδυμασίες της Καππαδοκίας που θα μεταφέρουν μαζί τους. Άλλος κόσμος εκεί. Πρέπει να εφοδιαστούν με τις τοπικές ενδυ μασίες για να μην παρεξηγηθούν. Αλλάζουν οι συνήθειες, αλλάζουν τα κοστούμια και αρχίζει καινούριο σενάριο. Αύριο το πρωί ξεκι νούν με το καλό για τα Ποτάμια. Ο Μεχμέτ αγάς, κατ’ εντολήν του πατισάχ, έκανε προμήθειες σε όλα. Παρ’ όλα αυτά, η Σεκερίμ, προφασιζόμενη τη μικρή εγγονούλα της και τις ανάγκες του ταξιδιού, κουβαλάει μαζί της και του που λιού το γάλα! Πριν φύγουν περνούν από την Αγία Τριάδα στο Πέραν, ανάβουν κεριά στο μεγαλοπρεπή ναό, για να έχουν τη χάρη της, ασπάζονται ια εικονίσματα, πίνουν αγιασμό και κάνουν ευχέλαιο για να πάει κα λά το ταξίδι. Ποτίζουν με αγιασμό τους Τούρκους αγάδες, τους αμαξάδες και ια δυνατά άλογα, βολεύεται ο καθένας σε αναπαυτική θέση και παίρ νουν το δρόμο του προορισμού, αφήνοντας πίσω τους το Πέραν και ιο αγαπημένο τους Ταξίμ. Τα Ποτάμια της Καππαδοκίας είναι μακριά και στη σκέψη α ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΣΚΑΒΕΙ
236
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
κόμα. Για να φτάσουν θα κάνουν το οδοιπορικό του Οδυσοέα. Θα περάσουν δηλαδή από τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη. Σε ευρύχωρα από μπλε βελούδο καπιτονέ καθίσματα, η τετρα θέσια δεύτερη άμαξα της συνοδείας φιλοξενεί στην αγκαλιά της τη Σεκερίμ με την πιστή της δούλα Αϊσέ και την πανέμορφη εγγονή της. Με τα κεφάλια κολλημένα στα τζάμια της άμαξας, αποχαιρετούν τους κοσμοπολίτικους δρόμους του Πέραν. «Κουζούμ, σεκέρ* κουζούμ!» ψιθυρίζει η Σεκερίμ και παίρνει την εγγονούλα της στην αγκαλιά της. Τα βουλεβάρτα της Κωνσταντινούπολης διαδέχονται το ένα το άλ λο και τα καταστήματα με τις πολυτελείς βιτρίνες ανοιγοκλείνουν τις πόρτες τους για να υποδεχτούν την καθημερινή πελατεία, που την αποτελούν οι Ευρωπαίοι και η εύπορη τάξη των Ελλήνων, των Εβραίων και των ξένων εμπόρων. Ο αέρας μοσχοβολάει μπαχαρι κά, ζεστό ψωμί, τσουρέκια, κουλούρια, καρυδόπιτα, μπουγάτσα. Τα ανθοπωλεία έχουν βγάλει στο πεζοδρόμιο τα πολύχρωμα άνθη. Τα τριαντάφυλλα, τα κρίνα, τα ζουμπούλια, οι μενεξέδες, οι κατιφέδες μοσχοβολάνε. Οι ανθοπώλες τα τακτοποιούν κατά χρώματα. «Τι ω ραία ιδέα!» σκέφτεται η Σεκερίμ. Έξω από τα κομμωτήρια οι πρώτες άμαξες περιμένουν στη σει ρά η μία πίσω από την άλλη. Οι γαντοφορεμένοι αμαξάδες αναμέ νουν υπομονετικά τις κυρίες για να τις επιστρέφουν πιο όμορφες α πό πριν στα σπίτια τους. Οι εφημεριδοπώλες κρέμασαν μεγάλους τίτ λους έξω από τα κιόσκια. Ο κόσμος συνωστισμένος διαβάζει και συ νομιλεί. Οι μαχλεπιτζήδες πουλάνε μαχλέπι και οι κουλουρτζήδες τα σιμίτια τους σε αρμαθιές περασμένες στα μπράτσα ή σε τεράστια κα λάθια από ψάθα που κουβαλάνε στο κεφάλι. «Μακάρι να γυρίσουμε με το καλό και ορκίζομαι να αλλάξω συ νήθειες! Θα βγαίνω έξω κάθε πρωί, για να απολαμβάνω αυτή τη ζω ντάνια, που δεν είχα γνωρίσει μέχρι τώρα!» λέει με παράπονο η Σε κερίμ στη δούλα της.
ilKKEPIM
237
«Εφέντιμ, θα με παίρνεις κι εμένα μαζί σου;» ρωτάει η άλλη περιμένοντας θετική απάντηση. «Αϊσέ μου, δε θυμάσαι; Όταν παντρεύτηκε η Ελισάβετ και ήρθε στην Κωνσταντινούπολη νύφη, σεργιανούσαμε την Πόλη όλες μαζί». «Χανούμ εφέντιμ, ήτανε καλά χρόνια εκείνα!» «Ναι, κόρη μου, γιατί και οι δυο μας ήμασταν νέες και είχαμε θάρρος και δύναμη μέσα μας». «Χανούμ εφέντιμ, είσαι πολύ όμορφη. Το άκουσα στη γιορτή που κάναμε, το έλεγαν οι κύριοι μεταξύ τους. Ο ένας από αυτούς είπε μυσιικά στον άλλο ότι η ομορφιά σου έκανε το σουλτάνο τρελό και πα λαβό από αγάπη και ύστερα έσκυψε στο αφτί του, δεν ξέρω τι άλλο ιου μουρμούρισε». «Ο μισκίνης! Ποιος ήταν αυτός, Αϊσέ, τον θυμάσαι;» «Ήτανε ο ξένος κύριος με τη φαλάκρα, που μιλούσε με τον α(ρέντη Νικόλα», απαντά η κοπέλα με δισταγμό, φοβούμενη μήπως έκανε γκάφα και στενοχώρησε την κυρά της. Περνούν τη γέφυρα του Γαλατά και πετούν κέρματα στα Στενά για να ξαναγυρίσουν το γρηγορότερο πίσω. Συναντιούνται με τους λι μενεργάτες, οι οποίοι διαβαίνουν τη γέφυρα πεζοί βήχοντας και φτύ νοντας εδώ και κει, και με τους αχθοφόρους, που τρέχουν ξυπόλυ τοι με σακιά στην πλάτη χωρίς να δίνουν σημασία στις άμαξες με τα καμαρωτά άλογα. Το τσουχτερό κρύο μαζεύει τα κορμιά τους στα φτωχικά ρούχα. Οι δύο Αναστασίες, σκεπασμένες με χοντρές κου βέρτες, τραγουδούν γαλλικά τραγουδάκια, χνοτίζοντας τα τζάμια και ιιαίζοντας τρυφερά μεταξύ τους. Γιαγιά και εγγονή, σφιχταγκαλια σμένες, γίνονται ένα, εκδηλώνοντας την αγάπη τους με ρουφηχτά φιλιά και γλυκά λογάκια. Μόλις διασχίζουν τα τείχη, το τοπίο αλλάζει σχήματα και χρώ ματα. Οι ζωντανές εικόνες και τα σύμβολα του πλούτου χάνονται. Τα χροψατα σβήνουν για να επικρατήσει σταθερά το γήινο χρώμα της φτώχειας που εκπέμπουν οι τουρκογειτονιές. Τα παιδιά στους δρό-
238
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
μους τρέχουν πίσω από τις άμαξες ζητώντας ψωμί, γρόσια και με τζίτια. Συχνά φτάνει στα αφτιά τους και τους ακολουθεί ο λυπητερός συρτός αμανές μιας γυναίκας, που το τραγούδι της μιλάει για παλι κάρια που δε γύρισαν από τον πόλεμο, μοιρολογεί για τα παιδιά που έσβησαν στην ορφάνια, για αγαπητικούς που δεν έσμιξαν στο κρε βάτι του έρωτα με τις αγαπητικιές, για κατορθώματα ληστών και λα θρεμπόρων. Με νότες βουτηγμένες στον πόνο, βγαλμένες από το ξε ραμένο λαρύγγι κάποιας τρελής που κρατάει ακόμα και τραγουδάει. Μπροστά στα χαμόσπιτα αντικρίζουν κορμιά ανάπηρα να στε γνώνουν πληγωμένα στο φθινοπωρινό ήλιο. Οι άντρες αυτοί, εγκαταλελειμμένοι, στα γόνατα, ανάσκελα, μπρούμυτα ή καθισμένοι σταυ ροπόδι, είναι έτοιμοι να αφήσουν την ψυχή τους να πετάξει στον ου ρανό αποχαιρετώντας τη ζωή. Τουρκάλες με σαλβάρια, ξεχτένιστες, καθισμένες στα χαγιάτια των χαμόσπιτων, παραμένουν απαθείς χω ρίς έλεος και συμπόνια για τον ανθρώπινο πόνο. Καθαρίζουν φα σολάκια, κουκιά, μπιζέλια, προετοιμάζουν το μεσημεριανό φαγητό, πετώντας κάνα δυο ωμά στο στόμα και μερικά στις καρακάξες που κρώζουν κάνοντας κύκλους γύρω από τα ετοιμοθάνατα κορμιά. Όλα δείχνουν πως ο Θεός έχασε το παιχνίδι και δηλώνει προ σωρινή παραίτηση. Αποτραβήχτηκε στους παράδεισους των αγίων ή, απογοητευμένος και κουρασμένος από την τροπή των γεγονότων, κρύφτηκε στο μυστικό του κρησφύγετο κρατώντας στο χέρι την πα λάντζα της τιμής και της δικαιοσύνης. Προς το παρόν τη θέση του παίρνει το πεπρωμένο.
Το διπλό όνειρο
Τα άλογα δεν ξαποσταίνουν, συνεχίζουν καλπάζοντας. Ο ρυθμός που ία οκτώ συγχρονισμένα πόδια δίνουν είναι ρομαντικός, ικανός να τους κάνει να ξεχάσουν το τρέμουλο της καρ διάς και να αφεθουν στην αγκαλιά του ΰπνου. Ένας ύπνος γεμάτος εικόνες, μηνύματα και σημάδια. Η μικρούλα αλλάζει αγκαλιά. Νανουρίζεται με τη ζεστή στορ γική ανάσα της Αϊσέ και αποκοιμιέται για να κάνει γλυκά όνειρα και να πλέξει το παραμύθι της ζωής της. Να το αναπτύξει, να το (ρτάσει στο Αιγαίο. Με εντολή της μοίρας θα το μπαρκάρει σε χρυ σό καράβι με ασημένια πανιά, με κατεύθυνση προς τη δύση, στην πορεία που εκτελεί καθημερινά ο ήλιος. Σε ευθεία γραμμή στο ά πειρο, όπως πετούν τα πουλιά. Στο καλό και στην ευχή. Το δικό της ιο καράβι θα είναι καλοτάξιδο, θα πηγαίνει παρέα με τις γοργό νες και τα δελφίνια, που θα τα ξεπερνάει σε αντοχή, δύναμη και γρηγοράδα. Τα βράδια στο κατάστρωμα θα μετράει ρομαντικά τα άστρα, ένα, δύο τρία... μέχρι να φτάσει στο καινούριο αστέρι που λάμπει φωτίζοντας τον ουρανό. Τσως είναι το αστέρι της καινού ριας της ζωής. Το καράβι της θα το βρουν φουρτούνες, ανεμο θύελλες, καταιγίδες. Θα χρειαστεί να παλέψει με μεγάλα κύματα για να μη βυθιστεί. Θα αναγκαστεί πολλές φορές να αλλάξει πο ρεία, αλλά γρήγορα θα πρέπει να βρει το σωστό δρόμο που οδη γεί στην ευτυχία. Λύνονται τα δεμένα δάχτυλα που την κρατούν σφιχτά, φεύγει, πετάει, πιο μακριά από το πέλαγος, προς τη φωνή Η
ΑΜΑΞΑ Τ Ρ ΕΧ Ε Ι.
240
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
που την καλεί επίμονα. Είναι η φωνή του γραμμένου της. Κοιμά ται και ακούει: «Αναστασία! Αναστασία! Έλα κοντά μας, μικρούλα, έλα εδώ, εί ναι η γωνιά σου και ο τόπος σου. Σε περιμένουμε», ακούει τις φωνές της μοίρας καλώντας τη σε μια περιπέτεια γεμάτη μαγεία, ενώ ο θό ρυβος που κάνουν οι τροχοί της άμαξας συνθέτουν το μαγικό ύμνο του ταξιδιού. «Σεκερίμ! Σεκερίμ! Δε με ακούς;» ηχεί η φωνή του σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίντ. Η Σεκερίμ, ανάλαφρη σαν φτερό κύκνου, σηκώνεται και βλέπει μέσα σ’ ένα διάχυτο φως τον Αμπντούλ Χαμίντ να λάμπει σαν ήλιος ντυμένος με το καφέ καφτάνι και το κόκκινο φέσι, που η μαύρη φού ντα του κρέμεται σαν πένθιμο σκουλαρίκι. Με το γνωστό γλυκόπικρο χαμόγελο στα χείλη, παίζει το διαμαντένιο κομπολόι ανάμεσα στα παχουλά του δάχτυλα. Πίσω του ψηλά, πάνω από το γοητευτικό κε φάλι του, καμαρώνει περήφανη η χρυσοκεντημένη αυτοκρατορική τούγκρα κεντημένη από τα χέρια της μάνας της. Στα χέρια του κρατάει ένα φιρμάνι τυλιγμένο και σφραγισμένο με βουλοκέρι και ο θωμανική σφραγίδα, που δεν είναι της δικής του βασιλείας. Τι πε ρίεργο! Εκείνη, νέο κοριτσόπουλο, είναι δεν είναι δεκαέξι χρόνων, φοβισμένη με κολλημένα τα γόνατα στη γη, ζητάει την παρέμβαση και τη βοήθειά του, όπως έκανε πάντα όταν τον είχε ανάγκη και τον παρακαλούσε να επέμβει και να προστατέψει τους δικούς της ή τους συγχωριανούς της που έπεφταν θύματα των Μπασιμπουζούκων, των Ζεϊμπέκων και των Γιουρούκων, που επιδίδονταν σε καταστροφικές ληστείες. «Εφέντισιμ σουλτάνιμ!» ξεφωνίζει. Σηκώνει τα χέρια να πετάξει στον ουρανό, να τον φτάσει, να τον αγκαλιάσει. Και τον εκλιπαρεί: «Πολυχρονεμένε, γιατί έφυγες; Πού βρίσκεσαι; Στην Πόλη λένε πολ λά και μας απειλούν! Φοβάμαι. Δεν ξέρω πώς να προστατέψω τα παιδιά μου και τη μικρή μου εγγονή! Όλος ο κόσμος γνωρίζει ότι θα
>; κ κ ε ρ ι η
241
με κληρονομήσει, θα πάρει τη θέση μου στην υπηρεσία του ενδο ξότατου πατισάχ μου. Σουλτάνιμ, ας μας προστατέψει η μεγαλοψυ χία σου! Τα βράδια σκιές με κάνουν και τρέμω. Το κελάηδημα των πουλιών το ακούω μοιρολόι. Τα κυπαρίσσια δεν προσκυνούν πια τα Αγια Θεοφάνια, και τα ζώα μουγκρίζουν. Λένε πως βγήκαν τα φίδια απ’ τη γης, τρύπωσαν στις σπηλιές και τρώνε τις σοδειές μας. Πατι σάχ μου, στην Καισάρεια, στα Ποτάμια, στο Προκόπιο και σε ολό κληρη την Καππαδοκία στρατιώτες βιάζουν τα κορίτσια και τις γυ ναίκες μας, οι καιροί αγρίεψαν. Οι άνομοι άνοιξαν τους τάφους των νεκρών μας ψάχνοντας για κρυμμένους θησαυρούς». Το όνειρο είναι μεγάλο, γεμάτο συμβολισμούς. Ο σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίντ εμφανίζεται σαν μια τεράστια λευκή οπτασία μπροστά της, σέρνοντας πίσω του χιλιάδες μικρά φέρετρα από νε κρούς στρατιώτες. Μιλάει με φωνή που έρχεται από το χάος. Μετα κινείται στους αιθέρες με ανοιγμένα τα χέρια και παρασύρει ό,τι υ πάρχει γύρω. Τη μια παρουσιάζεται σαν γίγαντας εμπρός της πα νέμορφος, καθαρός, στολισμένος και λαμπερός, και την άλλη μι κρούλης, γέρος με κέρατα στο μέτωπο και πύρινη γλώσσα, αγριε μένος, με χέρια και πόδια αρπακτικού πτηνού. Σαν να ανεβοκατεβαίνει από τον παράδεισο στην κόλαση. Σαν να πρόκειται για τη στιγμή της ουράνιας κρίσης ή τη στιγμή της κάθαρσης, πριν περά σει στην αιωνιότητα. Ο ανεμοστρόβιλος που δημιουργείται αρπάζει τη Σεκερίμ και την πετάει μακριά. «Σουλτάνιμ, χάνομαι!» φωνάζει. «Δεν πατάω στη γη!» και στρι(ρογυρίζει στους αιθέρες. «Σεκερίμ, μόλις πάρεις την είδηση που θα βρεις γραμμένη στο φιρμάνι, θα εκτελέσεις αμέσως την εντολή!» της (|Ηι)νάζει και η φωνή του σβήνει. Η Σεκερίμ προσπαθεί να τον φτά σει, δεν το κατορθώνει. Κάνει να τρέξει, δεν μπορεί. Μπροστά της περπατούν σαπισμένα πτώματα κρατώντας φονικά όπλα, άλλα την προσπερνούν και μερικά της επιτίθενται. «Εφέντιμ, βοήθησέ με! Με σκοτώνουν!» Κλαίει, λαχανιάζει αγκομαχάει, πέφτει σε ανοιχτά μνή
242
ΜΑΡΙΝΑ βΑΜΒΑΚΑ
ματα, ουρλιάζει. «Σουλτάνιμ, έλεος!» Ξαφνικά βρίσκετάι στην άκρη ενός γκρεμού και κρατιέται στις μύτες των ποδιών της για να μην γκρεμιστεί, όταν ξαναεμφανίζεται ο σουλτάνος αιωρούμενος κρα τώντας το φιρμάνι. Εκείνη ρίχνεται πάνω του να τον αγκαλιάσει, να τον αγγίξει, να πάρει τα φιλιά του, να νιώσει την προστασία του. Αλλά η αγκαλιά της γεμίζει καυτό αίμα και γκρεμίζεται. «Εφέντισιμ! Εφέντισιμ, μη μ αφήνεις!» Ξυπνάει ταραγμένη, καταϊδρωμένη, και κάνει το σταυρό της. «Ο Θεός ας μας λυπηθεί! Καταραμένο όνειρο, στα όρη, στα βου νά!» Η Αϊσέ την καθησυχάζει: «Χανούμ εφέντιμ, ονειρεύεσαι πολλή ώρα και δεν ήθελα να σε ξυ πνήσω. Είπα κακό όνειρο είναι και θα περάσει». Κλαίει και η μικρή Αναστασία και απλώνει τα χέρια, ζητώντας καταφύγιο στην αγκαλιά της μάμμης της, για να προφυλαχτεί και ε κείνη από το δικό της κακό όνειρο. Η Αϊσέ φοβάται. Τα όνειρα της μεγάλης κυράς βγαίνουν πάντα αληθινά. Μακάρι αυτή τη φορά να βγει ψεύτρα η ίδια. Ρίχνει μια μα τιά έξω από το παράθυρο. Τα απογυμνωμένα δέντρα χορεύουν ξέ φρενα στο πέρασμά τους. Τα μετράει, ένα, δύο, τρία... είκοσι. Το πο ταμάκι τούς ακολουθεί σε όλη τη διαδρομή. Τώρα τρέχει ορμητικά στο ρυθμό των αμαξών και τους συνοδεύει παρηγορητικά. Σε λίγη ώρα τα πάντα θα σκεπαστούν από τη μάνα Νύχτα, που θα αφήσει τα παιδιά της, την Απάτη, τις Μοίρες, τη Νέμεση, την Έριδα και τον Θάνατο να πάρουν τη χαρά των ανθρώπων και να τυλίξουν τις καρδιές τους στο μαύρο μαντίλι του πένθους. Οι άμαξες ανάβουν τα φανάρια της πορείας. «Το όνειρό μου είναι σημαδιακό, Αϊσέ», ομολογεί με κομμένη την ανάσα, ενώ ξανακοιτάζει διατακτικά και γεμάτη φόβο το αυλά κι που κυλάει ασυγκράτητο στο πλάι του δρόμου. Ευτυχώς το νερό δεν είναι κόκκινο! Οι σταγόνες της βροχής δεν είναι αίμα! Το νερό
ΣΕΚΕΡΙΜ
243
(no παγούρι είναι καθαρό, μόνο τα δικά της μάτια στάζουν δάκρυα καυτά σαν αίμα, καθώς και τα μαγουλάκια της εγγονούλας της, που βγάζουν φλόγες. Τι να κρύβεται στο παιδικό κεφαλάκι; Μπας και έκανε και εκείνη το ίδιο τυραννικό όνειρο με τη Σεκερίμ; «Κόρη μου Αϊσέ, κάνε σινιάλο στον Μεχμέτ αγά να σταματήσει να του μιλήσω για το σημαδιακό μου όνειρο. Κινδυνεύουμε. Να το πούμε και στον κύριό σου για να λάβουμε τα μέτρα μας, την προ στασία μας. Είχε δίκιο ο σουλτάνος, δεν έπρεπε να κάνουμε αυτό το ιαξίδι. Χτύπα, χτύπα δυνατά το τζάμι της άμαξας να μας ακούσει ο αμαξάς». Άδικα προσπαθεί η Αϊσέ να την ηρεμήσει. Μάταια προσπαθεί να την πείσει πως είναι μόνο ένας κακός εφιάλτης και τίποτα πε ρισσότερο. Τσως να είναι η κούραση και η λύπη που άφηνε την Κων(παντινούπολη, το παλάτι, τις φίλες της, τις μαθήτριές της και όλα τα καλά της. Την κοσμική ζωή που αγαπούσε, τα αρχοντικά της σπί τια, τα όμορφα καταστήματα, τα υπέροχα ρούχα και τα κοσμήμα τα, για μια ζωή απλή στη χαμένη επαρχία της Ανατολίας. Έστω και για λίγους μήνες, σημαίνει μεγάλη αλλαγή. «Σεκερίμ εφέντιμ, έχουμε τόσες δουλειές να κάνουμε στο χωριό. (Μ )α μαζέψουμε τις σοδειές μας, τόσα χρυσά γρόσια μάς περιμένουν. 1Ιρέπει να τα μαζέψουμε και με το καλό να γυρίσουμε πίσω», της λέ ει η Αϊσέ και χαϊδεύει τα κρυσταλλωμένα χέρια της κυράς της, που δε λένε να ξεσφίξουν το παιδικό κορμάκι, που, τυλιγμένο στη μάλ λινη κουβερτούλα, τρέμει από το κρύο και το φόβο. Εντούτοις τα δά κρυα στα μάτια της Σεκερίμ δε λένε να στερέψουν. Με τα χείλη κολ λημένα στο κεφαλάκι της μικρής Αναστασίας, κλαίει τραγουδώντας νοσταλγικά αυτοσχέδιους στίχους, καλώντας τη χαρά και την τύχη στο πλευρό τους. «Αϊσέ, αν με δεις να γλαρώνω, ξύπνησέ με. Μη μ αφήσεις να κοι μηθώ, σκιάζομαι, κόρη μου». Στην πρώτη άμαξα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Ο Βασίλ’ α
244
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
γάς με τους δύο αγάδες, καθηλωμένοι με μάτια ορθάνοιχτα, ψά χνουν ίχνη πολιτείας παρακολουθώντας τα γνωστά σημάδια που προ σπερνούν. Πρέπει να βρουν κατάλυμα να διανυκτερεύσουν. Ο Βασίλ’ αγάς ετοιμάζει ένα τηλεγράφημα που θα στείλει στην Αυλή αναφέροντας ότι «μέχρι στιγμής όλα πάνε καλά». Η νύχτα μεγαλώνει τους θορύβους. Ο φόβος για τους ληστές, τις αρκούδες, τα άγρια ζώα και, το χειρότερο, τα άτακτα μπουλούκια των φανατισμένων Νεότουρκων, που λεηλατούν ό,τι βρεθεί μπροστά τους, αυξάνεται. Τα δάχτυλα όλων είναι περασμένα στη σκανδάλη και περιμένουν. Μόνον ο Βασίλ’ αγάς δεν μπορεί να πιάσει φονικό όπλο στο χέρι. «Ο ζανταρμάς του σπιτιού μας είναι η γυναίκα μου», λέει χαριεντιζόμενος. Αυτός κρατάει αντί για όπλο ένα μικρό αση μένια σταυρό και προσεύχεται. Έ χει ξεχάσει όλες τις προσευχές α πό το φόβο του. Το στόμα του είναι στεγνό από σάλιο, τα λόγια του χάνονται. Ο Μεχμέτ αγάς, ο επικεφαλής της αποστολής, υψώνει το χέρι και δείχνει κάτι με το δάχτυλο που διακρίνεται αχνά στο σκο τεινιασμένο ορίζοντα και όλοι μεμιάς χαλαρώνουν στα καθίσματά τους με ανακούφιση.
Με τις ρόδες βαριές από τη λάσπη οι άμαξες μπαίνουν με ήρεμο ρυθμό σιο Ισμίτ (Νικομήδεια). Δεν πρέπει η άφιξή τους να προκαλέσει την περιέργεια κανενός. Για το λόγο αυτό αφήνουν μεγάλη α πόσταση μεταξύ τους. Τα λιγοστά λυχνάρια μόλις που φωτίζουν τους δρόμους. Οι άμαξες περνούν τα ρωμαϊκά τείχη, το αρχαίο υδραγωγείο, το αρχαίο θέατρο, την αρχαία αγορά, αφήνουν δεξιά τη Νικομήδεια Σχολή και φτάνουν στο λιμάνι για να διανυκτερεύσουν στο χάνι του Θοδωρή αφέντη, που είναι το μοναδικό στην περιοχή με κλειστή αυλή και στάβλους για την προστασία, την ξεκούραση και την πε ριποίηση των ζώων.
11ΚΚΚΡΙΜ
245
Στο χάνι ο Θοδωρής και οι υπηρέτες του έχουν ειδοποιηθεί και ιικριμένουν ξάγρυπνοι. Μόλις οι άμαξες σταματούν μπροστά στην ιιόρτα, ο παραγιός του τους μπάζει γρήγορα στην αυλή και αμπαμιόνει. Κατακουρασμένοι και ταλαιπωρημένοι, κατευθύνονται στα καθαρά δωμάτια, όπου τους περιμένει ζεστό νερό για να φρεσκάρι σα >ύν, τζάκι αναμμένο για να ζεστάνουν τα ξυλιασμένα τους πόδια και καλό φαΐ για να αλλάξει η διάθεσή τους. Το μεγάλο μακρόστε νο παλιό ξύλινο τραπέζι, ίσως ιπποτικής εποχής, τους περιμένει για ένα ευχάριστο δείπνο. Είναι σκεπασμένο με κρεμ υφαντό τραπεζο μάντιλο κεντημένο στις τέσσερις γωνιές με παραδείσια πουλιά και χμοψατιστά κρόσσια. Στη μέση του τραπεζιού ένα μπλε πήλινο βά ζο με χρυσάνθεμα. Πέφτουν όλοι με τα μούτρα στο ζεστό φαΐ. Αχνιστή σούπα κότας, ζεστό κυνήγι με κυδώνια και σάλτσα από άγρια μούρα, πιλάφι με μπαχαρικά, συκώτι χήνας με μήλα, και για επιδόρπιο ζεστή μηλό πιτα και μπακλαβάς. Στο αντίκρισμα της μηλόπιτας η Σεκερίμ βγάζει ένα βαθύ ανα< εναγμό. Θυμάται ότι ήταν το αγαπημένο επιδόρπιο του σουλτάνου ιι |ς Αμπντούλ Χαμίντ και σκουντάει με τον αγκώνα την κόρη της για να ουμμετάσχει στη λύπη της. «Κάθε φορά που τον σκέφτομαι θλίβομαι. Και οτιδήποτε μου τον θυμίζει με κάνει και πονάω». «Ναι, μάνα; Ε, φάε δύο κομμάτια. Ένα για σένα και ένα για ε κείνον», της απαντά αστειευόμενη η Ελισάβετ. Η Σεκερίμ χαμογελάει ευχαριστημένη με το αστείο της κόρης ι ης, αλλά δε λέει τίποτα. Το κόκκινο κρασί είναι σκέτο νέκταρ. Οι κανάτες αδειάζουν και γεμίζουν στο δευτερόλεπτο, και τα ποτήρια τσουγκρίζονται πάντα με ι ΐ|ν ευχή για ειρήνη στην περιοχή. "Οταν τελειώνει το δείπνο και οι γυναίκες με τη μικρή Αναστα σία και τις κάλφες πάνε να κοιμηθούν, ο Βασίλ’ αγάς με τους άντρες 11
246
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
κάθονται οτη σάλα γύρω από το μεγάλο μαγκάλι για να καπνίσουν έναν πυκνό καλοφτιαγμένο ναργιλέ, να κάνουν το πρόγραμμα της ε πόμενης μέρας και να ακούσουν τα νέα των ντόπιων. «Βασίλ’ αγά, είχατε εύκολο δρόμο; Η νύχτα έπεφτε και είχαμε με γάλη ανησυχία. Το απόγευμα πέρασε από εδώ ο Γκιουλ, ο πιστικός του φίλου σου ατζέντη και σε γύρεψε. Ή ξερε πως θα διανυκτερεύσεις εδώ και θέλει να σε δει το αφεντικό του. Είπε ότι αξιωματούχος του ελληνικού στρατού κατοχής δεν επιτρέπει τον απόπλου κανενός εμπορικού ελληνικού ή ξένου φορτηγού και ζητάει τη βοήθειά σου», του λέει ο Θοδωρής. «Τι μπορώ να κάνω εγώ;» «Μου είπε ότι εσύ γνωρίζεις βουλευτές και μπορούν να επέμβουν». Ο Βασίλ’ αγάς, μάλλον ανήσυχος παρά τρομαγμένος, φυσάει τον καπνό από το στόμα του. «Πώς το σκέφτηκε αυτό; Πώς μπορείς να τους πλησιάσεις; Το ε μπόδιο το επινοούν οι τοπικές Αρχές για να εκβιάζουν και να εξοι κονομούν παράδες. Όλοι γνωρίζουμε ότι το εμπόριο διά θαλάσσης θα πεθάνει τελευταίο, μετά τον άνθρωπο. Ανταλλάσσουμε κάθε μέ ρα πολλά τηλεγραφήματα με όλα τα ναυτιλιακά γραφεία που βρί σκονται στα κύρια λιμάνια της Μεσογείου, Μασσαλία, Γένοβα, Τερ γέστη, Θεσσαλονίκη, μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα, Οδησσό και ψηλά στο Δούναβη. Το εμπόριο είναι ανταγωνιστικό και το ναύλωμα των πλοίων επίσης. Προς το παρόν τίποτα δεν είναι ακινητοποιημένο. Οι ασφαλιστικές εταιρείες έστειλαν τελεσίγραφα στην κυβέρνηση να μην αγγίξει τα ναυλωμένα πλοία. Υπάρχουν δυσκολίες, δε λέω, οι και ροί είναι ύποπτοι και πονηροί. Δε φτάσαμε όμως σ’ αυτό το σημείο. Είναι θέμα τοπικής αυτοδιοίκησης. Λες, φίλε μου, οι Έλληνες να αρχίσουν να μας κάνουν τα ίδια τερτίπια με τους Τούρκους;» «Τι να σου πω, Βασίλ’ αγά; Δεν ξέρω». «Καλά θα κάνουν οι Έλληνες αξιωματούχοι να μη μας φέρνουν
ill·: ΚΕΡΙ Μ
247
εμιιόδια και να κοιτάζουν τη δουλειά τους. Εμείς μέχρι πρότινος τα βρίσκαμε με όλους, με τους δικούς μας, με τους Ρώσους και τους Εγγλέζους ακόμα, που παραφυλάνε στα Στενά σαν τα σκυλιά». Ο Θοδωρής κουνάει το κεφάλι και ζητάει την άδεια να μιλήσει. «Στη Σμύρνη την περασμένη εβδομάδα, και ενώ όλα έδειχναν ικος η κατάσταση θα άλλαζε σημαντικά υπέρ ημών, ορισμένοι Έλλη νες με ακράτητο φανατισμό ξεκίνησαν βιαιοπραγίες εναντίον των Τούρκων πολιτών. Επανέλαβαν δηλαδή τα ίδια αίσχη. Αμέσως μειά κάποιοι Νεότουρκοι έκαψαν τις αποθήκες σιτηρών και άλλων ε δωδίμων προϊόντων πλουσίων χριστιανών και εβραίων. Οι απώλει ες είναι τεράστιες και κανείς δεν ξέρει ποιος θα πληρώσει τις ζη μιές. Οι ξένες ασφαλιστικές εταιρείες δε δέχονται να πληρώσουν διότι λένε ότι είναι επαναστατική επίθεση, δηλαδή υπόθεση τρομο κρατίας. Οι ιδιοκτήτες τραβούσαν τα μαλλιά τους στο λιμάνι, και ι ις επόμενες μέρες Τούρκοι ληστές κατέβηκαν από τα κοντινά χω ριά και λεηλάτησαν ελληνικά σπίτια, βίασαν γυναίκες, έσφαξαν ό λα τα ζωντανά που βρέθηκαν μπροστά τους, ακόμα και σκυλιά και γάτες!» Αδειάζει το ποτήρι με το ρακί και συνεχίζει: «Βασίλ’ αγά, τι Οα κάνεις τώρα στα Ποτάμια; Φοβάμαι ότι θα αντιμετωπίσεις προ βλήματα. Στην Πόλη είστε ακόμα ήσυχοι. Δεν είναι έτσι;» «Θοδωρή, την ίδια ερώτηση μου την έχουν κάνει πολλοί φίλοι και γνωστοί. Δυστυχώς, τα πράγματα έσφιξαν παντού. Λένε πως ειιειδή είμαστε εταμπλί, κανείς δε θα μας πειράξει. Δε βαριέσαι! Όταν ξεσηκωθεί ο Τούρκος, δεν είναι για το καλό κανενός, και δεν υπάρ χει διάκριση. Δεν κοιτάζουν ούτε πού κατοικείς ούτε ποιος είσαι. Κάθε φορά που οι ελληνοτουρκικές σχέσεις παίρνουν κακή έκβαση, ι ην πληρώνουμε εμείς τη νύφη, οι Έλληνες. Μακάρι να βγω ψεύτης! 11 κατάσταση ξέφυγε από τα χέρια της κυβέρνησης ή μάλλον, για να ακριβολογούμε, οι κυβερνώντες ανήκουν στην ομάδα του Μουστα(|)ά Κεμάλ. Νομίζω ότι θα έχομε άγρια αλλαγή επ’ ωφελεία των Νεόιουρκων, που φαίνονται να είναι άκρως εθνικιστές με μπολσεβίκικη
248
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
ιδεολογία. Θα μας γδύσουν. Μόνο για το τι θα αρπάξουν ενδιαφέρονται. Φαντάζονται τους εαυτούς τους οωτήρες του έθνους. Δε βλέ πουν ότι βρισκόμαστε στο χείλος της αβύσσου και το έθνος ξεπου λιέται καθημερινά κομμάτι κομμάτι στις Δυνάμεις! Πιστεύουν δε ό τι έσφαλαν με τη μεγαθυμία τους. Αδέιασαν τα θησαυροφυλάκια του έθνους. Υποχρέωσαν τον Αμπντουλ Χαμίντ σε εξορία και επικαλού μενοι τον πατριωτισμό του απαίτησαν να τους παραχωρήσει την πε ριουσία του και τις καταθέσεις του στις τράπεζες. Επέμεναν ότι θα χρησιμοποιούσαν τα χρήματα για τις δαπάνες του στρατού. Ο σουλ τάνος αντάλλαξε την προσωπική του περιουσία θέτοντας ορισμένες προϋποθέσεις. Δηλαδή εγγύηση για τη ζωή του, της οικογένειάς του και των συνοδών του, ψευτοανέσεις στη βίλα Αλατίνι, όπου ήταν φυ λακισμένοι, και κυρίως την επιστροφή των παιδιών του στην Κων σταντινούπολη για σπουδές, γάμο και κοινωνική αποκατάσταση». «Δε μου λες, Βασίλ’ αγά, είχε σε πολλές τράπεζες χρήματα ο Αμπντούλ Χαμίντ; Φαντάζομαι τι περιουσία θα βρήκαν στην κατο χή του!» ρωτάει με περιέργεια ο Θοδωρής. «Πες μας, βρε Βασίλ’ α γά, αν ξέρεις, ψοφάω από αγωνία να μάθω». «Τι να το κάνεις; Διάβασα ξένες εφημερίδες και έμαθα ότι τον ξε γύμνωσαν οικονομικά». «Τι λες, βρε αδερφέ; Τον κακομοίρη! Τίποτα δεν του άφησαν; Τα περισσότερα τα έφαγε η οθωμανική κυβέρνηση, σ’ το λέω εγώ που είμαι ένας απλός πολίτης, αλλά, θα δεις, θα το γράψει η Ιστορία», λέει ο Θοδωρής. «Το πρόβλημα των Νεότουρκων είμαστε εμείς, οι χριστιανοί! Δεν μπορούν να χωνέψουν ότι ηττήθηκαν από χριστιανικούς λαούς με οικονομική ανάπτυξη, με μόρφωση και υπεροχή. Ζούμε ανάμεσά τους επί αιώνες και δεν τόλμησαν να μας εξοντώσουν όταν είχαν τη δύναμη και τους παράδες. Τώρα απορροφούμε όλες τις οικονο μικές δυνάμεις της χώρας και καθιστούμε την Τουρκία υποχείριό μας, οικονομικώς εννοώ, και προετοιμαζόμαστε και για πολιτική
Ll.KKFIM
249
κυριαρχία αποπάνω. Τουλάχιστον όπως πιστεύουν οι επαναστάτες». «Θυμάστε τα φυλλάδια του 1913 που μοιράζονταν κάθε μέρα με σκοπό να ανάψουν το τουρκικό μίσος κατά των Ελλήνων; Οι Νέο ιουρκοι διαδίδουν ότι, όσο θα παραμένουμε στη χώρα εμείς οι Έλλη νες χριστιανοί, οι Τούρκοι κινδυνεύουν. Είναι σίγουρο πως θα έ χουμε ανατροπές». Ο χρόνος τρέχει. Οι άντρες συνεχίζουν την κουβέντα τους πίνονι ας ρακί και καπνίζοντας αρωματισμένο ναργιλέ. Έλληνες και Iόύρκοι ξέρουν πως ανάμεσά τους κάποιος ίσως να είναι προδότης. Iήν επόμενη στιγμή μπορεί κάποιος από αυτούς να πληρώσει με το βιος του, τα παιδιά του και με το ίδιο του το κεφάλι. Έξω σταμάτησε η βροχή. Λαλούν τα πρώτα κοκόρια και στην αυλή ακούγονται οι πρώτοι θόρυβοι. Οι κότες αφήνουν τα αχνάρια ιούς στο λασπωμένο χώμα. Η έντονη μυρωδιά της ψημένης λαγάνας και του μαχλεπένιου τσουρεκιού φτάνει από το μαγειρείο. Οι γυ ναίκες στην κουζίνα δουλεύουν ασταμάτητα όλη τη νύχτα. Οι πιο νε αρές έφυγαν πριν ξημερώσει για τα χωράφια, άλλες ασχολούνται με ια ζωντανά και οι γηραιότερες μαγειρεύουν. Το χάνι φιλοξενεί ξένους, που διαμένουν σχεδόν μονίμως στο Ισμίτ: ναυτικούς, ατζέντηδες, έμπορους, σαράφηδες και κυρίως τους Γερμανούς αρχαιολόγους, που έχουν εγκατασταθεί εδώ και μήνες και δε λένε να το κουνήσουν. Οι ξένοι αρχαιολόγοι, ευγενικοί και μορφωμένοι, σκάβουν τη γη, ξεθάβουν σπασμένες πέτρες, τόνους παλιά νομίσματα, ακέφαλα α γάλματα χωρίς χέρια και πόδια, μαρμάρινα κομμάτια και κεραμί δια, χρυσά και ασημένια κοσμήματα μαυρισμένα και διαλυμένα, καθώς και άλλα αντικείμενα θαμμένα επί αιώνες. Τα αραδιάζουν με προσοχή πάνω στα καθαρά τραπέζια και συζητούν ακατάπαυστα για τα ευρήματα. Με μολύβια στα χέρια ζωγραφίζουν κάθε και νούριο εύρημα πάνω σε λευκές κόλλες και σε οποιοδήποτε χαρτί βρουν μπροστά τους. Το συγκρίνουν με τα παλιότερα, σμίγουν τα
250
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
κομμάτια μεταξύ τους, τα ξεχωρίζουν, μετράνε με μεζούρες τις δια στάσεις, ξεφυλλίζουν βιβλία και πολύ συχνά δε συμφωνούν και δια πληκτίζονται μεταξύ τους. Αραδιάζουν στη σειρά τα σχέδια και περνούν ατέλειωτες ώρες με τα κεφάλια σκυμμένα. Πιάνουν με τα χέρια ανθρώπινα οστά χωρίς να σιχαίνονται. Τα μεταλλικά ευρήματα τα καθαρίζουν με διάφορα οξέα που αφρίζουν και βγάζουν καπνό. Κάνουν τη δουλειά τους και καρφί δεν τους καίγεται για την πολιτική κατάσταση της Τουρκίας. Έχουν τις πλάτες της πανίσχυρης Γερμανίας και χαχανίζουν γεμί ζοντας τις κοιλάρες τους με σιροπιαστά κανταΐφια. Οι οντάδες τους είναι γεμάτοι βιβλία, χαρτιά με ζωγραφικές και κλεμμένα αντικεί μενα. Τα βάζουν σε ξεχωριστά σακουλάκια κατά εποχές και το βρά δυ αποκοιμιούνται χαϊδεύοντάς τα. Είναι όλα δικά τους. «Η Γερμα νία υπεράνω όλων». Ο γηραιότερος από την ομάδα φοράει μονόκλ και το έχει καρ φωμένο μονίμως πάνω στη μύτη του. Οι υπόλοιποι κρατάνε στρογ γυλούς φακούς, χώνουν το μάτι και κοιτάζουν επί ώρες. Μανία με τα σχέδια! Δεν έχουν αφήσει χαρτοσακούλα του μπακάλη που να μην έχουν σχεδιάσει επάνω. Είναι ο καθημερινός καβγάς με τις Τουρ κάλες υπηρέτριες, που με τις ζωγραφισμένες σακούλες των αρχαιο λόγων ανάβουν το φούρνο. «Πού πετάξατε τα σχέδιά μας;» ξεφωνί ζουν οι ξανθοί άντρες και εννοούν τις χαρτοσακούλες. Και όταν δεν τις βρίσκουν γίνεται χαμός. Βαρέθηκαν ο Θοδωρής και οι δικοί του να ακούν καθημερινά τα ουρλιαχτά τους. Τους ανέχονται μόνο και μόνο γιατί πληρώνουν κα λά. Όταν κάνει καλό καιρό, φοράνε κοντά παντελονάκια και καπέ λα μπεζ σαν μεγάλα καθικάκια με ραφές εξωτερικές. Οι Τουρκάλες της Νικομήδειας, κρυμμένες στους διαφανείς χρωματιστούς φερε τζέδες, παρακολουθούν τις κινήσεις τους κρεμασμένες στα ανοιχτά παράθυρα και τους προκαλούν με γέλια. Οι μορφονιές, σαν τα κρύα τα νερά, και οι μάνες χανούμισσες, με τα χρυσά δόντια και τα χρυ
ΣΕΚΕΡΙΜ
251
σά βραχιόλια περασμένα μέχρι τις μασχάλες, ψάχνουν μήπως τσι μπήσουν κανένα γαμπρό Γερμανό. Γιατί όχι; Τόσοι Τούρκοι πηγαί νουν στη Γερμανία να δουλέψουν ή να σπουδάσουν και γυρίζουν πί σω με Γερμανίδες ξανθόψειρες, που ούτε τα φρύδια τους καλά κα λά δεν ξεχωρίζεις! Οι Γερμανοί στη Νικομήδεια το διασκεδάζουν για τα καλά. Περ νούν αξέχαστες βραδιές παρέα με τις χαδιάρες Τουρκαλίτσες. Τα παιδιά μαζεμένα παρακαλάνε για κανένα γρόσι. Οι ζαρωμένες γριές γύφτισσες Τουρκάλες, με τα ελεφάντινα πόδια που τα κινούν σαν δοκάρια, κάθονται κούκου και με βλέμμα αετίσιο που σκαλώνει στα χρυσά ευρήματα εφευρίσκουν τρόπο να τα κλέψουν και πολλές φο ρές τα καταφέρνουν. Έμαθαν τώρα κι αυτές και ανοίγουν γούρνες στις αυλές τους ψάχνοντας για αρχαία και μόλις τα βρίσκουν τα που λούν στους ξένους. Τι επάγγελμα είναι αυτό άραγε να ψάχνουν τα χα λάσματα και τα σπλάχνα της γης; Οι εραστές της κεμαλικής ομάδας, φανατικοί εθνικιστές, κάνουν συχνά έντονη την παρουσία τους. Όταν τους έρχεται ρίχνουν μερι κές αδέσποτες βολές. Αλλά οι ξένοι δε δείχνουν να σκιάζονται. Αρπά ζουν και αυτοί τα δικά τους όπλα και όποιον πάρει ο χάρος. Ο Θοδωρής ξεκαρδίζεται στα γέλια με την τρέλα των ξανθών Ευ ρωπαίων, γιατί δε γνωρίζει την αξία των αρχαίων ευρημάτων και δεν μπορεί να νιώσει τη γοητεία που τους προκαλεί ο αρχαίος ελ ληνικός και ρωμαϊκός πολιτισμός της περιοχής.
Ο Βασίλ’ αγάς βγάζει από την τσέπη του το χρυσό ρολόι, κοιτάζει την ώρα και σηκώνεται πρώτος. «Άντε, παιδιά, είναι ώρα να το διαλύσουμε», τους λέει. Τον ακο λουθούν και οι άλλοι. Με αγάπη χτυπάει φιλικά τις πλάτες των αγά δων. «Ελάτε, αγάδες μου, Θοδωρή, Μαχμούτ, πάμε στο χαμάμ να ξε κουραστούμε. Είναι το μόνο πράγμα που θα μας δώσει ηρεμία. Και
252
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
μετά την προσευχή μας να πάρουμε ένα φρέσκο πρωινό καφέ. Θα ξεκινήσουμε προτού σηκωθεί ο ήλιος. Ο Θεός μας και ο Αλλάχ σας είναι μεγάλοι και φιλεύσπλαχνοι. Μη λιγοψυχάμε. Άλλωστε θα γίνει ό,τι γράφει το κισμέτ σας και ό,τι θέλει ο Θεός μας!» Κλείνουν πίσω τους την πόρτα με το μάνταλο και μπαίνουν στο διάδρομο που οδηγεί στο χαμάμ. Χαιρετούν τον Τούρκο που κάθε ται στο μέσα μέρος της πόρτας και ρουφάει τον καφέ του. Μόλις βλέπει τους άντρες σηκώνεται όρθιος με σεβασμό και κάνει την κα θιερωμένη βαθιά υπόκλιση χαϊδεύοντας το ψηφιδωτό στο δάπεδο και ανακάθεται νυσταγμένα στην ψάθινη παλιά καρέκλα με τα σιντε φένια σκαλίσματα. Τρίβει τα χέρια χαρούμενος με την πελατεία που κατέφθασε, γιατί θα πάρει καλό μπαξίσι, χασμουριέται και τεντώ νεται τεμπέλικα. Με τα χέρια δεμένα πίσω από το κεφάλι κρατώντας το χαλαρά, αρχίζει να τραγουδάει σιγανά ένα τσερκέζικο ουρτό τρα γούδι. Η μπάσα ψευδή φωνή σκορπάει μελαγχολία. Κανείς δεν ξε χωρίζει τα λόγια που προφέρει το γέρικο στόμα του. Ο αράπης μασέρ τρέχει κοντά τους. Τους υποδέχεται με πετσέ τες καθαρές, σαπούνια και αρωματικά έλαια. Ειδοποιεί τον μπαρμπέρη να είναι έτοιμος, για να μην αργοπορήσουν οι ξένοι, και τους οδηγεί στους λουτήρες. Η σάλα είναι βυζαντινή και η στέρνα αυτοκρατορική γεμάτη ζε στό νερό. Στον πυθμένα ένα υπέροχο ψηφιδωτό κολυμπάει επί αιώ νες οτα αχνιστά νερά. Οι γυαλιστερές πετρούλες τρεμοπαίζουν και δείχνουν καθαρά τις φιγούρες των αρχαίων ολύμπιων θεών, που α πεικονίζονται λουόμενοι παρέα με τις Νηρηίδες. Ο Ποσειδώνας λού ζεται στην αγκαλιά της Γαλήνης, ενώ η Πρωτώ, η Ευκράντη, η Σαώ και η Αμφιτρίτη παρακολουθούν το τρελό ζευγάρωμα της αδερφής τους με το θαλάσσιο θεό. Ο ζεστός αχνός των λουτρών, ο ήχος του τραγουδιού του Τσερκέζη με τους λυπητερούς αμανέδες, το γάργα ρο νερό με τα πανέμορφα θεϊκά πρόσωπα που τρεμουλιαστά ανα δύονται, τα μυρωδάτα σαπούνια και τα λάδια, που οι υπηρέτες χρη
ΣΕΚΕΡΙΜ
253
σιμοποιούν για το τρίψιμο των δυνατών κορμιών, φέρνουν τον Βασίλ’ αγά νοσταλγικά πίσω, στην παλιά καλή εποχή που όλα ήταν ξέ νοιαστα και παραμυθένια. Μήπως τότε ήταν πιο ευτυχισμένος; Την ώρα που ο αράπης τον τυλίγει στη λινή πεντακάθαρη πετσέτα, γοη τευμένος από το ήχο που φτάνει στ αφτιά του, φωνάζει στον Τσερκέζη πορτιέρη: «Δεν έχεις, βρε Τσερκέζη, φωνή μέσα σου; Τραγούδα δυνατά με την ψυχή σου! Τραγούδα με το νου και την καρδιά σφιχταγκαλια σμένα! Δεν ξέρεις αύριο τι έρχεται. Τραγούδα!» του λέει και του πετάει μια χούφτα γρόσια. Βγαίνοντας από τα λουτρά κατευθύνεται στην κάμαρα, όπου τον περιμένουν οι γυναίκες. Η μικρή του Αναστασία τρέχει και πέφτει στην αγκαλιά του. Η πόρτα της κάμαρας χτυπάει και αναγγέλλουν την επίσκεψη του ατζέντη. Ο Βασίλ’ αγάς δίνει εντολή να τον περιμένει στη σάλα. Με την Αγία Σύνοψη στα χέρια κάνει την καθιερωμένη πρωινή προ σευχή του. Μόλις τελειώνει πηγαίνει στη σάλα όπου τον περιμένει ανυπό μονος ο ατζέντης. Ο φίλος του ονομάζεται Δαβίδ και τον υποδέχε ται θερμά. Έρχονται και οι υπόλοιποι της συνοδείας και κάθονται στο μεγάλο τραπέζι με πλούσιο πρόγευμα. Τα φρεσκοκομμένα λουλούδια του κήπου, απαραίτητο στολίδι στο ανατολίτικο τραπέζι, μοσχοβολάνε. Παντού υπάρχουν ανθοδο χεία με κίτρινα χρυσάνθεμα, κόκκινα τριαντάφυλλα και κλωνάρια δάφνης. Είναι τόσο ωραία όλα τακτοποιημένα, που δε θα έλεγε κα νείς πως το χάνι του Θοδωρή υστερεί από ένα αρχοντικό σπίτι της Πόλης. Η Σεκερίμ ενθουσιάζεται από την καλλιτεχνική σύνθεση. Ζητά ει από το γαμπρό της να πάρει μια φωτογραφία με το καινούριο μη χάνημα που της χάρισε ο σουλτάνος. «Σεκερίμ», της είπε όταν της το χάριζε γελώντας, «με αυτή τη μη
254
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
χανή δε θα βγάζεις μόνο φωτογραφίες τους αγαπημένους σου αλλά και τις ομορφιές της φύσης, τα τοπία, τα άνθη, τα πουλιά, και θα εμπνέεσαι για να κεντάς τα χρυσοποίκιλτα ρούχα μου. Το μηχάνημα αυτό το λένε φωτογραφική μηχανή. Δεν το έχει πολύς κόσμος στην Πόλη, μόνο ένας φωτογράφος στο Πέραν κι ένας άλλος στο Σκου τάρι, και μερικοί πασάδες και αξιωματούχοι που τους τη χάρισα για την ασφάλειά μου». «Ελάτε όλοι κοντά για να βγούμε μια αναμνηστική φωτογραφία», προτείνει η Σεκερίμ και τους βάζει σε ευθεία γραμμή. Όλοι χειροκροτούν με τα λεγόμενό της, οι άντρες διορθώνουν με σάλιο τα μουστάκια τους, οι γυναίκες βγάζουν τις ποδιές και στέκο νται με περηφάνια ακίνητοι μπροστά στη μηχανή σαν κολόνες. Και μετά το τσαφ, που τους τρομάζει, ρίχνονται με χαρά στις λιχουδιές. Πίνουν γάλα αγελαδινό αχνισιό. Στο τραπέζι φέρνουν γιαούρτι πρόβιο, βρασμένα κόλλυβα με αρωματικά και ξηρούς καρπούς. Ξαφνιασμένη η Σεκερίμ φωνάζει: «Τα κόλλυβα τι τα θέλετε; Μνημόσυνο έχομε; Ντε και καλά να μας κόψετε την όρεξη το πάτε; Φέρτε μας καμιά μαρμελάδα να γλυ καθούμε, να πάνε τα φαρμάκια κάτω, και πάρτε τα κόλλυβα από δω». Και καταφθάνουν οι μαρμελάδες από κίτρο και κεράσι, το ταχί νι με το μέλι, τα βούτυρα, το ρυζόγαλο, οι τηγανητές λαγάνες και το αχνιστό λαδόψωμο γεμισμένο με τυρί. Όλα της ώρας. Επίσης γάλα κατσικίσιο για τη μικρή Αναστασία, που πίνοντάς το βγάζει λευκά μουστάκια κάτω από τη μύτη και ευχαριστημένη γλείφει τα δροσε ρά χειλάκια της κουνώντας την κόκκινη γλωσσίτσα. Η γατούλα δί πλα της παίρνει στο πήλινο σκεύος το δικό της πρωινό. «Κοριτσάκι μου γλυκό, έτσι όπως είσαι, μου θυμίζεις τον Παμούκ, το λευκό γάτο του Αμπντούλ Χαμίντ. Στο Γιλντίζ σαράι το εί χε στην αγκαλιά του ο σουλτάνος, όταν έμπαινα με μύριζε από μα κριά, σήκωνε τα μουστάκια του, ερχόταν τρέχοντας κοντά μου και τριβόταν πάνω μου», αναπολεί και πάλι η Σεκερίμ.
ΣΕΚΕΡΙΜ
255
Όλοι γελάνε. Ο ατζέντης μιλάει χαμηλόφωνα με τον Βασίλ’ αγά. Βγάζει από το σακούλι του ένα μεγάλο πακέτο καλά τυλιγμένο και του το δίνει. Ο Βασίλ’ αγάς κάνει νόημα στην Ελισάβετ να πλησιά σει και της το εμπιστεύεται. Τρώνε βιαστικά. Δεν πρέπει να τους βρει ο ήλιος πριν από το ξε κίνημα. Χαιρετιούνται εγκάρδια, παίρνουν νερό και μερικές προμήθει ες ακόμα για το ταξίδι και επιβιβάζονται στις άμαξες. «Γκιουλέ γκιουλέ», φωνάζουν οι Τουρκάλες στο κατόπι τους τρέχοντας πίσω από την τελευταία άμαξα. «Η Παναγιά μαζί σας!» ξεφωνίζει ο Θοδωρής με όλη τη δύναμη της ψυχής του για να τον ακούσει η Παναγία.
Στο δρόμο για το χωριό
Ο ΧΩΜΑΤΟΔΡΟΜΟΣ που παίρνουν είναι δύσκολος και το κρύο τσου χτερό. Οι γυναίκες κοιτούν από τα θολά παράθυρα, ενώ ο Βασίλ’ α γάς, οι αγάδες και οι συνοδοί που κάθονται δίπλα στους αμαξάδες πα ρατηρούν τριγύρω. Προορισμός τους το Εσκί Σεχίρ. Ατέλειωτες ώρες ταξιδιού. Πρώτα ο Θεός, θα κάνουν μερικές στάσεις στα ενδιάμεσα. Σε καμιά πενηνταριά χιλιόμετρα από την πόλη, συναντούν τους πρώτους Έλληνες στρατιώτες ξυλιασμένους. Προχωρούν στην άκρη του δρόμου με προορισμό το πουθενά. Ανύποπτοι, τους σταματούν, ρωτούν για το δρόμο, ζητάνε τροφή, νερό και μεταφορά. Χαίρονται και αγαλλιάζουν όταν βλέπουν Ρωμιούς, τους προτείνουν τη μετα φορά τους, αλλά γρήγορα αλλάζουν διάθεση και σχέδια κάτω από το βλοσυρό βλέμμα των αγάδων. Η Σεκερίμ τούς προτρέπει να μπουν στην άμαξά της στριμωχτά και να συνεχίσουν το ταξίδι μαζί τους χωρίς φόβο. Οι στρατιώτες αρνιούνται. Δέχονται τα τρόφιμα και συνιστούν μεγάλη προσοχή στο δρόμο και κυρίως στο πέρασμα των περιοχών με βράχη. Εκεί κρύ βονται οι αντιστασιακοί πυρήνες της επαρχίας και των οργανώσεων που υποκινούν την εξέγερση του έθνους. Ένας αξιωματικός λέει με κουράγιο αστειευόμενος στον Αχμέι αγά: «Κάπου εδώ βρίσκεται κι ο Μουσταφά Κεμάλ. Αν τον συναντή σετε πρώτοι, πείτε του να μας περιμένει στην πλατεία του χωριού. Θα χαρούμε πολύ να τον γνωρίσουμε προσωπικά». Και χαριεντιζό μενος, χτυπώντας τις πλάτες του Μεχμέτ αγά, προσθέτει:
ΣΕΚΕΡΙΜ
257
«Άντε, καλό ταξίδι και καλή λευτεριά, Τούρκε!». Ο αξιωματικός σπρώχνει με τα χέρια την πρώτη άμαξα σαν να θέλει να βοηθήσει στο ξεκίνημά της και με στομάχι γεμάτο ξεχνά ει για λίγο την κούραση ξεβγαίνοντας τρεχάλα σαν μικρό παιδί στο κατόπι τους τραγουδώντας ένα παλιό βυζαντινό τραγούδι που υμνεί τα κατορθώματα του Παλαιολόγου. Οι στρατιώτες τούς αποχαιρε τούν κουνώντας τα δίκοχα και οι σιλουέτες τους σβήνουν στον ορί ζοντα. Η Ελισάβετ αφήνει δάκρυα να κυλήσουν από τα σμαραγδένια μάτια της. «Οι άντρες αυτοί είναι Έλληνες, είναι οι απελευθερωτές μας». Ο σουλτάνος Μεχμέτ ΣΤ' Βαχιντεντίν ζήτησε από τους αγάδες να του στέλνουν τηλεγραφήματα και να περιγράφουν τα σημαντικά γε γονότα. Ήθελε να ξέρει πώς συμπεριφέρονται οι χωρικοί στις απο μακρυσμένες περιοχές χωρίς ενημέρωση και έχοντας παντελή ά γνοια της πολιτικής κατάστασης της χώρας. Οι Νεότουρκοι παρέ συραν τους χωρικούς υποσχόμενοι τα πάντα. Οι άντρες του σουλτά νου με τις περιγραφές τους θα του δώσουν καθαρή εικόνα και αλη θινή μαρτυρία, αφού θα προέρχεται από ανθρώπους της απολύτου εμπιστοσύνης του. Η Σεκερίμ προτείνει να βγάλουν φωτογραφίες αν δουν κάτι ύ ποπτο ή κάποιο σημάδι αλλαγής που θα βοηθούσε τον πατισάχ. Τα μικρά χωριά διαδέχονται το ένα το άλλο χωρίς να παρου σιάζουν κάποιο ενδιαφέρον. Οι άνθρωποι σκάβουν τα χωράφια τους σκυθρωποί και κουρασμένοι, ξεβοτανίζουν, καθαρίζουν τις κυψέ λες, ποτίζουν τους κήπους από τα γάργαρα κρυσταλλένια νερά του ποταμού Σαγγάριου. Έχει μπει σχεδόν ο χειμώνας και τα βαμβάκια δε μαζεύτηκαν ακόμα. Φαίνεται από μακριά η καλή σοδειά. Φου ντωτές κορφές με λευκούς καρπούς, οι βαμβακοφυτείες κυματίζουν τα κουρασμένα φύλλα τους με το φύσημα του αέρα. Οι πέντε μαύ ρες άμαξες περνούν μπροστά από τους καρτερικούς εργάτες της γης.
258
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
Οι Οθωμανοί συο άκουσμα των ποδοβολητών ξαφνιάζονται και ξα πλώνουν στο χώμα από φόβο και υποταγή. Ανάμεσά τους μερικοί χριστιανοί σταυροκοπιούνται εκδηλώνοντας φόβο και απορία σιγο ψιθυρίζοντας: «Μη κακό μας, Θεέ μου». Πάνε χρόνια που οι κυ βερνητικοί δεν επισκέπτονται τα μέρη αυτά και οι επίσημες εμφα νίσεις ξαφνιάζουν. Σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής τα άλογα, οδηγοί της πρώτης άμαξας, τρέχουν ορμητικά κουνώντας τα κεφάλια και σηκώνοντας ψηλά τα μπροστινά πόδια, τραβώντας την άμαξα με ορμή. Οι υπό λοιπες ακολουθούν με τον ίδιο ρυθμό και καλπασμό. Οι ρόδες γρατσουνάνε τους χωμάτινους επαρχιακούς δρόμους, βιάζοντας την η ρεμία του τοπίου μέσα στη μηδενική κίνηση του χρόνου. Τα ζωντα νά βόσκουν ανέμελα, παντού στην ίδια θέση, απολαμβάνοντας το δροσερό χορτάρι. Τα πουλιά κελαηδούν στα κλαδιά και αλλάζουν θέ ση στα δέντρα μόνο για ζευγάρωμα. Οι χιλιάδες αποχρώσεις του φθινοπώρου εναλλάσσονται. Το τοπίο γρήγορα γίνεται ξερό και α φιλόξενο. Τα μονοπάτια είναι στενά και δύσβατα. Θάμνοι, πέτρες, κυπαρίσσια και βουνά. Πότε πότε ξεπροβάλλει ένα μονοπάτι που γεννά την υποψία ότι κάπου εκεί κοντά θα υπάρχει ένα μικρό χωριό. Πράγματι, υπάρχουν χειμαδιά τσοπάνηδων και καταυλισμοί γύφτων, που τους χαιρετάνε με τις μαντίλες. Τα μικρά κορίτσια χορεύουν κουνώντας πρόστυχα την κοιλιά τους. Ο ορίζοντας και ο ουρανός έ χουν γίνει ένα. Το μπλε του ουρανού και το μαβί των ατέλειωτων ο ροσειρών ενώνονται. Η Ελισάβετ συλλογίζεται: «Τι να έχουν γίνει άραγε οι σοδειές, τα λιβάδια;». Αναλογίζεται τη δουλειά που την περιμένει ύστερα από τη μακριά παραμονή της στην όμορφη Κωνσταντινούπολη και δυσα νασχετεί. Από μακριά διακρίνουν μια ελληνική σημαία. Κυματίζει σ’ ένα φρούριο στην πλαγιά του βουνού. Φαίνεται ότι υπάρχουν πολλοί στρατιώτες εγκατεστημένοι εκεί, το προδίδουν τα απλωμένα ρούχα.
ΣΕΚΕΡΙΜ
259
Πιο ψηλά το βουνό πρασινίζει από δάση με έλατα. Από κει ξεκινούν οι πηγές με τα γάργαρα νερά, που κατεβαίνουν ακούραστα στις χα μηλότερες περιοχές, χύνονται στο ποτάμι και κρατούν ζωντανές τις ψυχές τριγύρω. Όσο το απόγευμα προχωρεί, η δροσιά γίνεται πα γωνιά, περνάει μέσα από τα γένια και τα κρυσταλλώνει. Πριν σκεφτούν καλά καλά ότι η νύχτα πλησιάζει, πέφτουν σε έ να ξαφνικό σκοτάδι και τα πάντα σκεπάζονται με μια μαυρίλα. Ένα μαύρο πέπλο αγκαλιάζει τη γη και μεμιάς το μονοπάτι χάνεται από τα μάτια τους. Εδώ η μέρα με τη νύχτα εναλλάσσονται χωρίς χαιρε τισμό. Βαρβαρική κατοχή και έρεβος. Στο σημείο αυτό κλέφτες και ληστές ρημάζουν τους ντόπιους, και σίγουρα με μεγάλη ευκολία τους περαστικούς αν τους συναντήσουν. Οι αγάδες ανάβουν τις λάμπες των αμαξών και κρατούν στο χέ ρι όπλα και μαουζέρια. Ο Βασίλ’ αγάς ετοιμάζει ένα πουγκί με χρυ σά φλουριά και το κρατάει δίπλα του, για να δωροδοκήσει το ληστή και να εξαγοράσει τις ζωές τους. Τα άλογα δεν μπορούν να τρέξουν, διστάζουν και σκαλώνουν στο σκοτάδι σαν τυφλά. «Αϊ-Γιώργη! Άγιε Δημήτρη, Άγιοι Καβαλάρηδες, βοηθήστε τα ά λογά μας!» φωνάζει και σταυροκοπιέται η Σεκερίμ, που ως τώρα κοι μόταν. Νιώθει σαν τυφλή. Το πυκνό σκοτάδι είναι παχύ, το κόβεις με το μαχαίρι. Κλείνει τα κουρτινάκια της άμαξας, κουκουλώνει τη μι κρούλα και ακουμπάει την παιδική καρδούλα πάνω της. Βάζει σκέ ψεις στο μυαλό και λόγια προσευχής στο στόμα. Εντείνει την προ σοχή της, παρακολουθεί τις κινήσεις της άμαξας και αισθάνεται την παραμικρή πέτρα. Σκέφτεται ότι μπορεί να βρίσκονται στην άκρη μιας χαράδρας και να τους παραμονεύει η κακοτοπιά και το γκρέ μισμα. Φοβάται μη βγει αληθινό το όνειρο. «Οχ, Θεέ μου, καλύτερα να τραγουδάω!» λέει στην Αϊσέ και διώ χνει το κακό. Στο φόβο της επάνω μπερδεύει τα λόγια του τράγου-
200
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
διού και ξαναρχίζει. Οι κάλφες ροχαλίζουν αμέριμνες. «Τι στο κα λό! Κακό χρόνο να ’χετε! Πεθαμένες είστε;» Τις σκουντάει για να ξυπνήσουν επιτέλους. «Οχ, οχ!» ακουγεται δυνατά και οι καρδιές όλων τραβούν την ά γουσα προς τον παράδεισο. Τ ’ αμάξια κοκαλώνουν στο φρενάρισμα και τα άλογα χτυπουν τα πόδια στο χώμα και στις πέτρες. Ο Μεχμέτ αγάς πηδάει από την πρώτη άμαξα μαζί με τον οδη γό κρατώντας λάμπες πετρελαίου, τρυπώνουν στα δέντρα και χάνο νται. Τρέχει πίσω τους ο Αχμέτ αγάς. Ο Βασίλ’ αγάς επωφελείται για να επιθεωρήσει τις άμαξες με τις γυναίκες και τις συνοδούς. «Ελισάβετ, είσαι καλά;» ρωτάει όταν φτάνει στην τρίτη άμαξα. «Τι έγινε, Βασίλ’ αγά μου, χάσαμε το δρόμο; Έσπασε καμιά ρό δα;» ρωτάει ανήσυχη. «Ελισάβετ, ο Μεχμέτ αγάς ξέρει ένα μικρό μοναστήρι. Ελπίζου με να μας παραχωρήσουν ένα μέρος για να περάσουμε με σιγουριά τη νύχτα και να φάμε κάτι ζεστό. Πάω να το πω στη μάνα και στις κάλφες. Κράτα το όπλο στο χέρι για κάθε ενδεχόμενο», της λέει και της αφήνει ένα όπλο. Η Ελισάβετ τού δείχνει καθησυχαστικά το δικό της όπλο. Ο Βα σίλ’ αγάς σκύβει και φιλάει τα θαρραλέα χέρια της γυναίκας του, σφα λίζει σίγουρα την πόρτα της άμαξας και κατευθύνεται προς την επό μενη άμαξα, της πεθεράς του, που κρατάει την αγαπημένη του κόρη. «Μάνα, μη φοβάσαι, δε συμβαίνει τίποτα το κακό. Θα σταματή σουμε εδώ, γιατί υπάρχει κάποιο μοναστήρι που μάλλον θα μας φι λοξενήσει. Θα περάσουμε κάπως πιο ξεκούραστα τη νύχτα και θα ζεσταθούμε». Η Σεκερίμ δεν μπορεί να αρθρώσει λέξη από το φόβο και στη θέ'ση της απαντά η αγουροξυπνημένη κάλφα, που δεν πήρε χαμπάρι ούτε από διαδρομή ούτε από κίνδυνο. Το μόνο που κάνει είναι να χασμουριέται σαν ιπποπόταμος και να τεντώνεται σαν ελέφαντας.
ΣΕΚΕΡΙΜ
261
«Βασίλ’ αγά παιδί μου, καλά θα ήταν να αναπαύσουμε σωστά το κορμί μας και να γεμίσουμε κομματάκι την κοιλιά μας που διαμαρ τύρεται», του απαντά. Τη στιγμή εκείνη τρυπώνει στην άμαξα η Αϊσέ και αρπάζει την Αναστασία. Την αγκαλιάζει, της δίνει ένα κουλουράκι, που το στο ματάκι της το υποδέχεται με μεγάλη χαρά. Η μικρή πεινάει, αφού δυστυχώς δε σταμάτησαν πουθενά για φαγητό λόγω της δύσκολης διαδρομής. Ο Βασίλ’ αγάς επιθεωρεί όλες τις άμαξες, καθησυχάζει τους υ πόλοιπους της συνοδείας και χτυπώντας τρυφερά τα καπούλια των αλόγων τα ενθαρρύνει μιλώντας τους εγκάρδια. Τα ζωντανά κατα λαβαίνουν την οικεία φωνή και δε σκιάζονται ούτε προγκίζουν στο σκοτάδι. Αρκετός χρόνος πέρασε. Ο Μεχμέτ αγάς, ο Αχμέτ αγάς και ο Αλή δε φαίνονται. Καυτός ιδρώτας μουσκεύει τη σάρκα του Βασίλ’ αγά. «Πού πήγαν μέσα στον παγωμένο αγριότοπο;» Κατεβαίνει από την άμαξα και προχωρεί με βήματα δειλά προς ίο μέρος όπου τους είδε να χάνονται. Ο τόπος άγνωστος και γεμά τος γκρεμούς. Ξαφνικά κάτω από τα πόδια του το χώμα και οι πέ τρες υποχωρούν, γλιστράει και γκρεμίζεται μαζί τους. Πέφτει στο κε νό. Κατρακυλάει μερικά μέτρα χτυπώντας στο κεφάλι και στα πόδια. Λιποθυμάει. "Υστερα από ώρα ένα χέρι δυνατό τον αρπάζει από το σβέρκο και το γιακά. «Εφέντιμ, μη φοβάσαι», του λέει, «είμαι ο Αλή. Ευτυχώς έχεις το Θεό μαζί σου και σ’ έσωσε από το τρομερό κακό». Ο Βασίλ’ αγάς, πληγωμένος, αλλά περισσότερο φοβισμένος, τρέμει. «Εφέντιμ, εδώ πιο κάτω είναι το μικρό μοναστήρι των Παμμεγίστων Ταξιαρχών, και οι λίγοι καλόγεροι δέχονται πρόθυμα να μας φιλοξενήσουν. "Ηρθαν μαζί μας να παραλάβουν τις γυναίκες και το παιδί. Ο Αχμέτ αγάς, ε γώ και τρεις καλόγεροι θα φυλάξουμε τις άμαξες ως το πρωί, για να
262
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
μη μας βρει κανένα απρόοπτο. Έλα να σε βοηθήσουμε να μετακι νηθείς μέχρι εκεί και κοίτα να αναπαυτείς. Εμείς θα περάσουμε στο βιβλίο το συμβάν και μόλις βρούμε το πρώτο τηλεγραφείο θα στείλουμε μήνυμα στον πατισάχ». Φτάνουν στο μοναστήρι με τη βοήθεια των ηλικιωμένων μοναχών, που τα χοντρά τους ράσα μυρίζουν προβατίλα αντί για λιβάνι. Το μό νο που επιθυμούν είναι να ξεκουραστούν. Μεταφέρουν και το τε λευταίο μπαούλο με τα πολύτιμα πράγματα. «Προσοχή τη φωτογραφική μου μηχανή!» φωνάζει η Σεκερίμ τη στιγμή που κλείνουν τη βαριά ξύλινη πόρτα πίσω τους. Μαζεύονται όλοι σ’ ένα μεγάλο αδειανό χώρο, που μοιάζει με ναό, με μοναδικό στόλισμα παλιές κατεστραμμένες αγιογραφίες στους τοίχους. Μόλις καταλαβαίνουν ότι το μέρος είναι ασφαλές και δεν κινδυνεύουν, κατεβάζουν τα χράμια και τα κιλίμια από τις πλά τες και τα κεφάλια τους και συγκεντρώνονται γύρω από ένα ζεστό μα γκάλι. Κάθονται ο ένας κοντά στον άλλο για να ζεσταθούν και σκε πάζονται με τις βρόμικες προβιές του μοναστηριού. Περιποιούνται τα τραύματα του Βασίλ’ αγά με βότανα και επιδέσμους από κουρέ λια και ετοιμάζουν μια χορτόσουπα, που μερικοί τη ρουφάνε απο λαυστικά, ενώ άλλοι σιχαίνονται, δεν τη βάζουν στο στόμα και αποκοιμιούνται νηστικοί καθιστοί, για να βρίσκονται σε ετοιμότητα. Οι καλόγεροι ξημερώνονται κοντά τους για να μάθουν από την Κωνσταντινούπολη και να αφηγηθούν τα δικά τους που μοιάζουν με παραμύθι. Όλοι έχουν υπερένταση και κρατούν τα μάτια ανοιχτά. Η Σεκερίμ παρατηρεί τις σκιές των κεριών, που γίνονται γιγαντιαίες και διαγράφονται μέχρι το πανύψηλο θολωτό σμίγοντας με τις αγιογραφίες. Ο Χριστός απεικονίζεται καθισμένος σταυροπόδι να ευλογεί. Οι Ταξιάρχες αιωρούνται στο θολωτό ταβάνι με ανοιχτά ΐα καλοσχηματισμένα φτερά τους, σε θέση απόλυτης ισορροπίας σαν να πετάνε, κρατώντας ο καθένας στο δεξί χέρι μια λεπτή ράβδο και στο αριστερό μια γυάλινη σφαίρα. Το βλέμμα της Σεκερίμ στα
ΣΕΚΕΡΙΜ
263
ματάει για πολλή ώρα στις ασώματες ουράνιες δυνάμεις των Αρχάγ γελων, που κολλημένες στο θόλο δημιουργούν ομπρέλα προστασίας και αποκαθιστοΰν την ηρεμία στην καρδιά της. Με το χέρι ακου μπισμένο στο κεφάλι και τα μάτια στυλωμένα στη θεία φιγούρα, ζη τάει συγχώρηση από το Θεό για τα αμαρτήματά της. Παρακαλάει να είναι σώος ο γιος της Ομέρ Χαλίλ και να της τον φέρει ο Τ α ξιάρχης γρήγορα κοντά της προτού πάρει την ψυχή της. Πέρασαν δέκα χρόνια από την τελευταία φορά που τον έσφιξε στη μητρική α γκαλιά της. Ο νους της γυρνάει στα περασμένα. Η θύμηση των ό μορφων χρόνων που έζησε στο παλάτι, η δυνατή σχέση με τον αγα πημένο της σουλτάνο και οι αξέχαστες στιγμές στην αγκαλιά του την κάνουν να ζει και να αναπολεί τα νιάτα της. Για τίποτα δε μετανιώ νει. Παρακαλάει το Θεό να μη φύγει από τη ζωή κατατρεγμένη και ντροπιασμένη αλλά με αξιοπρέπεια. Μετά από λίγο κλείνει τα κου ρασμένα και συγκινημένα βλέφαρά της. Η Ελισάβετ ξεκουράζεται λίγο πιο πέρα χωρίς να κλείνει μάτι. Ση κώνεται και πλησιάζει σιγά τη Σεκερίμ για να δει αν κοιμάται. Δια πιστώνει ότι είναι ανήσυχη και τη ρωτάει. «Ανετζίμ, δεν κοιμάσαι, τι σου συμβαίνει; Εδώ είμαστε ασφαλείς, μας προστατεύουν οι Ταξιάρχες!» «Σκέφτομαι, κουζούμ, θυμάμαι τη ζωή μου. Το κεφάλι μου είναι μπερδεμένο και γεμάτο σκέψεις. Εκεί μέσα τα πράγματα δύσκολα θ’ αλλάξουν. Κουζούμ, άλλο πράγμα η λογική και άλλο το συναί σθημα. Έξω από την πόρτα του μοναστηριού ίσως μας παραφυλά νε οι επαναστάτες. Είμαστε στα χέρια τους. Αν βάλουν σκοπό να κά ψουν το μοναστήρι, είναι εύκολο να μας κάνουν κάρβουνο». «Ανετζίμ, μην κάνεις τέτοιες σκέψεις. Ησύχασε. Μόνο τα καλά να σκέφτεσαι. Άντε, κοιμήσου τώρα. Ξεκουράσου. Αύριο έχομε δρό μο», λέει η Ελισάβετ στη μάνα της, της φιλάει τα χέρια και πάει να ξαπλώσει. Το πρωί όλα είναι έτοιμα για την αναχώρηση. Το φτωχό μονά-
264
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
στήρι των Ταξιαρχών δεν έχει να τους προσφέρει λουκούλλειο πρω ινό, πάρα μόνο ένα ποτήρι ζεστό γάλα, μια φρυγανιά και τη λει τουργία του όρθρου.
Τα μονοπάτια που περνούν είναι δύσβατα και ερημικά. Άνθρωπο δε σταυρώνουν όλη τη μέρα. Τα εκατομμύρια των Οθωμανών εξα φανίστηκαν μονομιάς. Κρύφτηκαν στις καλύβες σαν κυνηγημένα ζώα. Κάθε φορά που οι ταξιδιώτες διακρίνουν από μακριά πράσινη πεδιάδα έχουν την ανυπομονησία να φτάσουν γρήγορα, να κατεβούν από τις άμαξες και να αναπαυτούν, να φάνε κάτι και ιδίως να ξε κουράσουν τα άλογα. Μόλις πέφτει το πρώτο σκοτάδι και δε βρί σκουν στο δρόμο τους κατάλυμα, η αγωνία ταλανίζει τα μυαλά. Συμ φωνούν στο πρώτο οίκημα που θα συναντήσουν, είτε είναι χάνι, μο ναστήρι ή εκκλησιά, να σταματήσουν για διανυκτέρευση. Από μακριά βλέπουν τους ατμούς των ζεστών ιαματικών νερών να θαμπώνουν τον ορίζοντα και να γεμίζουν με υδρατμούς την α τμόσφαιρα. Πλησιάζουν στο Εσκί Σεχίρ. Τα φρούρια με τις γαλα νόλευκες πληθαίνουν και νιώθουν ένα ρίγος περηφάνιας. Από την άμαξα με τις δύο γυναίκες φτάνουν κραυγές χαράς: «Η βυζαντινή πόλη φάνηκε», λέει η Σεκερίμ στην Αϊσέ. «Να, γύ ρω από αυτές τις πηγές βρέθηκαν τα αρχαία σπίτια. Ύστερα ήρθαν οι Σελτζούκοι και έσφαξαν όλους τους κατοίκους. Όταν ήμουνα μι κρή πέρασα με τους γονείς μου πηγαίνοντας με τον αραμπά στην Κωνσταντινούπολη και είδα με τα μάτια μου μέσα στις σπηλιές ε κατοντάδες κρανία». «Χανούν εφέντιμ, λένε ότι αυτά τα μέρη ήταν πάντα τουρκικά». «Αϊσέ, μου φαίνεται ότι χάζεψες», απαντά κάπως αγριεμένη η αρχόντισσα. «Αυτός ο τόπος είναι βυζαντινός. Τι λέμε τόσα χρόνια; Μη λες βλακείες και πρόσεξε να ακούσεις τη συνέχεια. Οι Σταυρο φόροι περικύκλωσαν ασφυχτικά την πόλη και νίκησαν τους Σελ-
ΣΕΚΕΡΙΜ
265
τζούκους. Το Εοκί Σεχίρ ξαναπέρασε σε χριστιανικά χέρια, μέχρι το τέλος του δέκατου τρίτου αιώνα, που πέρασε και πάλι στην κυριαρ χία των Οθωμανών». «Ποιος είναι ο ποταμός που έχουμε δίπλα μας και μοιάζει με το ποτάμι του δικού μας χωρίου;» ρωτάει γεμάτη περιέργεια η Αϊσέ. «Είναι ο ποταμός Σαγγάριος, που ποτίζει τις εύφορες πεδιάδες με τα πολύτιμα σιτηρά. Κοίτα πώς φυλάσσονται τα χωράφια με σκιάχτρα από αχυρένια ανθρωπάκια; Κοίτα πόσο άγρια στέκονται; Ακό μα και άνθρωπο σκιάζουν. Παναγία μου!» Σε κάποιο σημείο το τοπίο ανοίγεται μπροστά τους και το θέαμα είναι μαγευτικό. Το μονοπάτι γίνεται δρόμος φαρδύς σαν βουλεβάρ το. Έχουν την εντύπωση ότι βγήκαν από ένα στενό τούνελ σε ξέφωτο, έτοιμοι να αγγίξουν τον ορίζοντα. Δεξιά φαίνονται τα ίχνη κάποιου ορ μητικού χειμάρρου, που τα νερά του βρήκαν διέξοδο και λίμνασαν πιο κάτω. Είναι ιδανικός χώρος να σταθμεύσουν και να ξεκουραστούν. Η Αϊσέ και οι κάλφες, που έχουν ψοφήσει από την πείνα, ανοί γουν τα κοφίνια με τα τυριά, τα αλλαντικά και τον παστουρμά. Ο Μαχμούτ και ο Αλή τρέχουν να γεμίσουν τις στάμνες δροσερό νερό από την πηγή, που κυλάει πιο πέρα, και οι υπόλοιποι ετοιμάζουν έ να πρόχειρο τραπέζι για να δειπνήσουν στην ερημιά. Μετά το δείπνο συνεχίζουν το δρόμο τους προς το Εσκί Σεχίρ.
Σταματούν στο χάνι του Χασάν. Είναι το πρώτο που συναντούν μπαί νοντας στην πόλη. Οι αμαξάδες περνούν από έναν τεράστιο λαχα νόκηπο που το περιβάλλει, διασχίζουν την εσωτερική αυλή και στα ματούν. Από τις δεκαπέντε πόρτες που υπάρχουν κυκλικά στην αυ λή ξεφυτρώνουν καμιά δεκαριά γυναίκες, μερικοί άντρες και πολλά παιδιά. Στην αρχή τούς κοιτούν διατακτικά και μετά τρέχοντας πε ρικυκλώνουν τις άμαξες προσπαθώντας να ανοίξουν τις πόρτες και με κινήσεις γρήγορες στα χέρια ανασηκώνουν τα καλύμματα να δουν
266
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
τι κρύβεται μέσα. Οι ταξιδιώτες πρόβαλαν τα τουφέκια τους, κι έτσι υποχρεώθηκαν να απομακρυνθούν οι βρόμικοι Τούρκοι, οι παχύ σαρκες γυναίκες τους με τα αχτένιστα μαλλιά και τα τσιμπλιάρικα παιδιά, που έπαιζαν χαϊδεύοντας το ένα το άλλο στα πρόσωπα με πούπουλα από χήνες, μπήγοντάς τα στα μάτια, στα ρουθούνια και στ’ αφτιά αστειευόμενα. Το πλήθος τελικά απομακρύνεται μερικά μέτρα φοβισμένο και οι χοντροκώλες στέκονται με σταυρωμένα τα χέρια στα βαρβάτα στήθια τους. Τα παιδιά αρχίζουν να ουρλιάζουν αναστατωμένα από τον ερχομό των ξένων. «Σκάστεεε!» ουρλιάζουν οι χοντρές σαν βαρέλια του ενός τόνου Τουρκάλες μαμάδες και οι καρπαζιές στα κεφάλια, στα μάγουλα, στο σβέρκο και στην πλάτη δίνουν και παίρνουν. Ο Βασίλ’ αγάς και ο Αχμέτ αγάς σαστίζουν. Μόλις σταματάει το ξύλο, βάζουν τα γέλια και στέλνουν την κουστωδία των πιτσιρικάδων να φωνάξει τον Χασάν. Σε λίγα δευτερόλεπτα βγαίνει από μια μικρή πόρτα σαν τρύπα μια στραβοπόδαρη μπάλα ντυμένη με φαρδιές βράκες και με ένα σαρί κι τεράστιο στην κορυφή. Είναι ο Χασάν. Η απρόσμενη φιγούρα του σοκάρει τους πάντες. Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι η μάζα που πλησιάζει είναι άνθρωπος. Οι βράκες του ακουμπούν στο χώμα, και με το συρτό του περπάτημα, σαν επάνω σε καρούλια, μοιά ζει με τον Εξαποδώ ανθρωποποιημένο. «Αν είσαι ο Χασάν, καλησπέρα. Έχεις μέρος να κοιμηθούμε και να ασφαλίσουμε τα υπάρχοντά μας για τη νύχτα; Είμαστε όλοι πο λύ κουρασμένοι και πρέπει να ξαποστάσουμε. Έχουμε μαζί μας και μικρό παιδί», λέει ο Βασίλ’ αγάς δείχνοντας τις άμαξες και κυρίως τη μικρή του κόρη~που κοιμάται στην αγκαλιά της Αϊσέ. «Εφέντιμ, καλώς όρισες! Να μείνεις ήσυχος! Όλα θα γίνουν όπως διατάξεις. Αγάδες, είστε καλοδεχούμενοι στο χάνι μας». Κάνει βαθιά υπόκλιση μέχρι το χώμα κρατώντας το σαρίκι με τα
ΣΕΚΕΡΙΜ
267
δυο χέρια για να μην του πέσει. Σκύβοντας παρατηρεί τα όμορφα γοβάκια στα πόδια των ξένων κυριών και γυρνώντας προς τις γυναίκες του κουνάει το χέρι με σημασία και στη στιγμή γυναίκες και τσούρ μο καταφθάνουν μ ένα μεγάλο χαλί και το στρώνουν στα πόδια του Βασίλ’ αγά, που μένει αποσβολωμένος. Ενώ οι υπόλοιπες κυράδες φέρνουν μια κουρελού περίτεχνα υφασμένη και την ξετυλίγουν από την είσοδο του χανιού μέχρι τις άμαξες δημιουργώντας διάδρομο για να μην πατήσουν οι ταξιδιώτισσες στη βρόμικη αυλή και λερώ σουν τα γοβάκια τους. Ο Χασάν, που φαίνεται ότι κόβει το μάτι του, αναγνωρίζει τα αυτοκρατορικά διακριτικά στις άμαξες και αποδίδει τις ανάλογες τιμές. «Χασάν, πάρε αυτό το μπαξίσι για τη σωστή φύλαξη των πραγ μάτων μας και αύριο θα τα πούμε πάλι. Σύμφωνοι;» του λέει ο Βα σίλ’ αγάς παίρνοντάς τον παράμερα και βάζοντας στην παλάμη του καμιά δεκαριά χρυσά νομίσματα. Οι άντρες, Τουρκαλάδες με γερά μπράτσα, κάνουν τη μετακόμιση και όλα τα αγαθά μεταφέρονται στο άψε σβήσε στην αίθουσα όπου θα κοιμηθούν οι αγάδες. Όλως παραδόξως, το χάνι στο εσωτερικό φαίνεται καθαρό. Οι γυναίκες ανάβουν τα μεγάλα καζάνια, ζεσταίνουν ιαματικά νε ρά και μέσα στις πέτρινες δεξαμενές πλένονται όλοι και καθαρίζονται. Τα τραπέζια στρώνονται με καθαρά τραπεζομάντιλα και οι τουρ κικές παλιές κανάτες από φυσητό γυαλί γεμίζουν με μυρωδάτο κόκ κινο κρασί. Την ώρα του φαγητού ο Χασάν εμφανίζεται ανανεωμένος με γκρίζα μάλλινη βράκα, καθαρή πουκαμίσα κι ένα κόκκινο της φω τιάς γιλέκο κεντημένο. Φοράει καθαρό σαρίκι, ασπρόμαυρο ριγέ, που σφίγγει καλά το κεφάλι του και τσιτώνει τα μάτια προς τα πά νω κάνοντάς τον να μοιάζει με Μογγόλο. Φοράει φανταχτερά κόκ κινα μποτάκια και κάνει μικρά γρήγορα βηματάκια κρατώντας τα πόδια ανοιχτά σαν συγκαμένος και τους πλησιάζει περιχαρής.
268
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
«Κοιτάξτε τι σας έφερα;» τους λέει και δείχνει δυο νεαρούς άντρες που βηματίζουν δίπλα του κρατώντας μουσικά όργανα. Οι οργανοπαίκτες χαιρετούν κατά το έθιμο και κάθονται στους απέναντι καναπέδες και χωρίς άλλη κουβέντα αρχίζουν να παίζουν επιδέξια το ούτι και το βιολί, σαν να βγάζουν ανθρώπινη φωνή. Οι γυναίκες και τα παιδιά αποσύρονται πίσω από το καφασωτό και δε βγάζουν τσιμουδιά. Μόλις συγκεντρώνονται όλοι στο τραπέζι και βάζουν την πρώ τη μπουκιά στο στόμα, μια ψηλή λεπτή γυναίκα ξεπροβάλλει από μια πόρτα και, αγνοώντας το τσούρμο πίσω από το καφασωτό, έρ χεται θαρραλέα κοντά και στέκεται μπροστά τους σαν άγαλμα, σαν να περιμένει κάτι. Φοράει άσπρο μακρύ φόρεμα και διάφα νη μαντίλα με τελείωμα κίτρινη μπιμπίλα στο βελονάκι. Κρατάει τα μάτια κατεβασμένα. Θα έλεγε κανείς ότι τα έχει στραμμένα μάλλον προς τους μουσικούς. Τα σκούρα κατσαρά της μαλλιά εί ναι πιασμένα σε κότσο, που διακρίνεται κάτω από τη λευκή μα ντίλα που σκεπάζει το αινιγματικό κεφάλι μέχρι τη μέση. Τα χα ρακτηριστικά της είναι απολύτως συμμετρικά, τα προσέχεις μόνο όταν την πλησιάζεις. Βαθιές ρυτίδες αυλακώνουν το τσαλακωμέ νο πρόσωπο, που ξεκινούν ανάμεσα από τα φρύδια και το χωρί ζουν στα δυο γιατί κατεβαίνουν έντονα κάτω από τη μύτη, χαρά ζουν τα χείλη σε μικρές ραβδώσεις και συνεχίζουν στο σαγόνι και στο λαιμό. Γύρω από τα μάτια έντονες ρυτίδες αγκαλιάζουν ακό μα και τη μύτη. Η Ελισάβετ την πλησιάζει και τη ρωτάει: «Πώς σε λένε;». Δεν παίρνει καμιά απάντηση. Η Ελισάβετ πιάνει το σαγόνι της και κοιτάζει τα καστανά μάτια που κολυμπάνε στα δάκρυα. Πώς εί ναι δυνατόν να κλαίει στα καλά καθούμενα μπροστά τους παρου σία του Χασάν! «Κοπέλα, ποιο είναι το όνομά σου;» επαναλαμβάνει. Η γυναίκα αφήνει ένα σπαραξικάρδιο κλάμα και τα δάκρυα βρέχουν τη μαντίλα και το στήθος της.
ΣΕΚΕΡΙΜ
269
Όλοι κοιτάζονται και ο Βασίλ’ αγάς παρακαλάει τη γυναίκα του να μην επιμείνει στην ερώτησή της προς την ξένη κοπέλα, αφού βλέ πει ότι αρνείται να της απαντήσει. «Έλα, Χριστέ και Παναγιά! Κι εγώ βλέποντας τους μουσικούς νόμιζα πως θα περάσουμε καλά!» λέει η Σεκερίμ και κάνει νόημα με τα μάτια στον Μεχμέτ αγά να δώσει εντολή να αρχίσει η μουσική. Πριν εκτελεστεί η επιθυμία της, η κοπέλα αρχίζει ένα δυνατό τραγούδι με φωνή μελωδική και κρυστάλλινη, που φορτίζει με με γαλύτερο μυστήριο την ατμόσφαιρα. Τραγουδάει ένα πολύ παλιό χριστιανικό τραγούδι σαν ψαλμό, που κανένας δεν καταλαβαίνει λέ ξη. Όλοι τους συγκλονίζονται από την ένταση και τον τόνο. Ο Χασάν πλησιάζει την Ελισάβετ. «Χανούμ εφέντιμ, η κοπέλα είναι κουφή και σχεδόν μουγκή. Τη λένε Χατιτζέ. Ή ταν χριστιανοπούλα. Έφτασε στα μέρη μας μικρό κορίτσι μοναχό και αγριεμένο περπατώντας επί μήνες. Σχεδόν μι σοπεθαμένη, την αναστήσαμε και την κρατήσαμε μαζί μας. Ένα κομμάτι ψωμί μάς περίσσευε για ένα ορφανό. Το δώσαμε. Έτσι βγαίνει και τραγουδάει πότε πότε και μαζεύει κανένα γρόσι για να αγοράσει τα ρούχα της από το παζάρι. Είναι ήσυχη και δουλευταρού. Τι να γίνει, αρχόντισσά μου; Βλέπεις εμείς οι Τούρκοι έχουμε καλή καρδιά άμα λάχει». «Χασάν, ρώτησέ την από ποιο μέρος ήρθε και αν θυμάται κανέ ναν από τους δικούς της», επεμβαίνει η πονόψυχη Σεκερίμ. «Α, πού να συνεννοηθείς μαζί της! Χατιτζέ, φύγε τώρα. Εξαφα νίσου!» της λέει ο Χασάν και τη σπρώχνει δυνατά. Η κοπέλα παραπατάει, αλλά στέκεται όρθια στα πόδια της. Η συ γκίνησή της πέρασε. Τώρα είναι έτοιμη να δώσει μάχη. Η Ελισάβετ σηκώνεται από το τραπέζι, τραβάει το σκαμνί όπου ξεκούραζε τα πόδια της η μάνα της και το προσφέρει στη Χατιτζέ, αλλά η κοπέλα διστάζει να καθίσει. «Χατιτζέ, πού γεννήθηκες, ξέρεις να μας πεις;»
270
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
Εκείνη τους κοιτάζει έξυπνα, αλλά δεν απαντάει. Κάνει όμως με ρικές προσπάθειες προφέροντας κάτι σαν «χρ.,.νή», «Αποσ...» και σταματάει. «Έλα να δοκιμάσουμε μαζί, μήπως και βγάλουμε άκρη», απαντά ο άνθρωπος-μπάλα και αλλάζει κάθισμα από τη νευρικότητα που τον κατέχει. Πλησιάζει την κουφή κοπέλα και τραβώντας την από το μανίκι τη βάζει να καθίσει στο τραπέζι κοντά στην Ελισάβετ, η οποία επι μένει να μάθει όσο γίνεται περισσότερες λεπτομέρειες. Η ταλαιπω ρημένη γυναίκα ζητάει χαρτί και μολυβί να γράψει, ενώ ο Χασάν δια μαρτύρεται αγριεμένος βρίζοντάς την. Η παρέα τον καλμάρει και τον καλοπιάνει λέγοντάς του πως το κάνουν δήθεν για να περάσει η ώ ρα και να διασκεδάσουν. Δυο Τουρκάλες τρέχουν να φέρουν ένα κομμάτι χαρτί. Επιστρέφουν μ ένα κιτρινισμένο παλιό βιβλίο, σκί ζουν μια σελίδα και τη δίνουν στη Χατιτζέ. Όλοι περιμένουν με κομμένη την ανάσα. Η Ελισάβετ παίρνει το βιβλίο στα χέρια, που είναι γεμάτο λα διές και μουντζούρες. Είναι ελληνικό του 1820 και έχει εκδοθεί στην Οδησσό. Το ξεφυλλίζει και δεν ενοχλείται πια από τη βρόμα του χαρτιού. Μέλημα όλων είναι να μάθουν ποια είναι η γυναίκα που έ χουν μπροστά τους. Σίγουρα είναι κάποιο από τα χιλιάδες θύματα που επέζησαν από τα μαρτύρια και τους βιασμούς που οι μειονότη τες υπέοτησαν στην Ανατολή. «Τι ξέρει; Ξεράδια ξέρει! Το χαϊβάνι, πού έμαθε τα γράμματα; Δώδεκα χρονώ κουφή βρέθηκε στην πόρτα μας», λέει υστερικά ο Χασάν και προσθέτει: «Χανούμ εφέντιμ, σας είπα, τη λένε Χατιτζέ. Αβάφτιστη ήρθε», και σπρώχνοντάς την της λέει απειλητικά: «Ας φύ γουν και τα λέμε εμείς οι δυο!». «Χασάν, πες την αλήθεια!» ζητάει ο Μεχμέτ αγάς με άγριο ύφος. Το μολύβι μπαινοβγαίνει στο στόμα της Χατιτζέ ψάχνοντας την υγρασία του σάλιου της για να γράψει το όνομά της βάφοντας τα χεί
ΣΕΚΕΡΙΜ
271
λη της μελανά. Τη λένε Αποστολιά. Γράφει και συλλαβίζει συγχρό νως το πραγματικό της όνομα. Για πρώτη και μοναδική φορά χαμο γελάει. Όλοι μένουν άφωνοι. Μόνο πίσω από το καφασωτό οι γυναί κες και τα παιδιά που παρακολουθούν τη σκηνή γελάνε ασταμάτη τα. Δεν καταλαβαίνουν τίποτα, γι’ αυτοΰς όλα είναι αστεία. «Κανείς ως τώρα δεν ασχολήθηκε με καμιά από τις γυναίκες του Χασάν, και ιδίως με την κουφή. Όλες σίγουρα έχουν και κάτι μεγά λο να ομολογήσουν. Ποιος θα ασχοληθεί με δαυτες!» σιγοψιθυρίζει η Ελισάβετ στον Μεχμέτ αγά, που κάθεται απέναντι της και την κοι τάζει συλλογισμένος. Η Χατιτζέ απαντά με καθαρές λέξεις στα λιγοστά νοήματα που της απευθύνει ο Χασάν. Και ίσως μιλήσει περισσότερο αν βρεθεί έ ξω από το χάνι. Η Ελισάβετ ζητάει να μάθει την ιστορία της. Η κο πέλα στην αρχή αρνείται, βγάζει άναρθρες φωνές, μιοά τουρκικά μισά ελληνικά, ανακατεύει και λέξεις ακατανόητες. Η Ελισάβετ επιμένει: «Δε θα φύγουμε από δω αν δε μάθουμε από πού ήρθες!» της λέ ει απειλητικά. Ο Βασίλ’ αγάς βάζει στα χέρια του Χασάν πέντε γρόσια ακόμα. Εκείνος σκύβει και φιλάει το χέρι του κουβαρντά φιλοξενούμενου και προτείνει να συνεχίσει ο ίδιος την ιστορία που πριν από λίγο προσπάθησε η κουφή να διηγηθεί. Η Ελισάβετ επιμένει να μιλήσει η κοπέλα. Το προσπαθεί τρα βώντας το χέρι της και κλείνοντάς το μέσα στις χούφτες της με τρυ φερότητα. Το κουρασμένο χέρι ανταποκρίνεται, σφίγγει το δικό της και η Ελισάβετ διαπιστώνει ότι το σχήμα αυτού του χεριού δεν είναι από ταπεινή γενιά. Κρατώντας τη βάζει το δείκτη της πάνω στα χεί λη της και με χτυπηματάκια την προτρέπει να μιλήσει. «Μίλα μας, μίλα μας, Αποστολιά!» Η Αποστολιά-Χατιτζέ παίρνει θάρρος και μιλάει με μεγάλη δυ σκολία. Στην αρχή δυσκολεύεται να αρθρώσει λέξεις. Σιγά σιγά ε
272
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
νώνει τις λέξεις δυο δύο και μετά από κοπιαστική προσπάθεια δίνει μικρά νοήματα. Ο Χασάν αντιτίθεται, γουρλώνει τα μάτια και συνεχίζει τις βρι σιές περνώντας την κοπέλα γενεές δεκατέσσερις. «Αποστολιά, αφού μπορείς και μιλάς, γιατί ζήτησες χαρτί και μο λύβι να μας τα γράψεις;» τη ρωτάει η Σεκερίμ απορημένη. «Μάνα, άφησέ την να εκφράσει αυτό που αισθάνεται, θα έχει το λόγο της που το έκανε», τη σταματάει η Ελισάβετ. Η Σεκερίμ, που δεν καταλαβαίνει τι γίνεται και τι ζητάει η κόρη της, σωπαίνει κουνώντας το κεφάλι επιδοκιμαστικά. Το στόμα της Αποστολιάς είναι στεγνό από σάλιο. Το μελάνι στράγγιζε την υγρασία των χειλιών της. Η γλώσσα κολλάει στον ου ρανίσκο και δεν μπορεί να κάνει λεκτικό περίπατο πάνω στα μαρ γαριταρένια δόντια της. «Ζω στάβλο με ζώα. Χρόνια δε μιλώ, μόνο τραγούδι λέω». Της δίνουν να πιει νερό και διατάζουν τον Χασάν να μην επεμ βαίνει. «Χασάν είναι διαταγή του σουλτάνου. Σκάσε, μη μιλάς!» του λέ ει ο Αχμέτ αγάς σοβαρά. Στο άκουσμα του ονόματος του σουλτάνου η μπάλα ζαρώνει, ξε φουσκώνει και πέφτει στο σοφά. Η Αποστολιά παίρνει θάρρος και μισά τουρκικά μισά ελληνικά ομολογεί: «Ο Χασάν με έφερε εδώ. Ο Χασάν ήταν ένας από τους ευνουχι σμένους δούλους στο παλιό σαράι και υπηρετούσε τη μάνα μου. Εί μαι ένα από τα πολλά παιδιά που γεννήθηκαν από μάνες φυλακι σμένες μέσα σ’ αυτό και γλίτωσαν. Η μάνα μου ήταν Ελληνοπούλα από την Ήπειρο. Μόλις γεννήθηκα, βρέφος δύο ημερών, άντρες πλη ρωμένοι μπήκαν στον οντά της μάνας μου και με χτύπησαν τόσο πο λύ, που με άφησαν αναίσθητη στο πάτωμα πνιγμένη στα αίματα. Από τα χτυπήματα στο κεφάλι έμεινα κουφή. Το ένα μάτι μου τυφλώθη-
ΣΚΚΚΡΙΜ
273
κκ και είχα αιμορραγία από το στόμα. Η μάνα μου με τον Χασάν ιιρόλαβαν και με έθαψαν στο πίσω μέρος της μεγάλης αυλής, στο μι κρό νεκροταφείο, αφού προηγουμένως έβαλαν στο στόμα μου ένα ιόπι από καθαρές γάζες και με μικροσκοπικά ξυλαράκια κράτησαν ια ρουθούνια μου ανοιχτά. Παρόλο που δεν ανέπνεα όταν με έθαβαν, ΐ| μάνα μου πίστευε ότι δεν είχα πεθάνει. «Συμφώνησαν με τον Χασάν να με ξεθάψουν τα μεσάνυχτα. Όλη εκείνη τη μέρα έβρεχε ασταμάτητα και πλημμύρισαν τα πάντα στο ιιαλιό σαράι. Οι βροντές και τα αστροπελέκια έπεφταν απανωτά και ξεσήκωσαν τους φρουρούς. Η λάσπη έφτανε ως το γόνατο και κανείς δεν τολμούσε να ξεμυτίσει από τη φυλακή. Όλοι ήταν στο πό δι και με μεγάλους τενεκέδες μάζευαν τα λασπόνερα που έτρεχαν. '()ταν μπόρεσαν να ξεφύγουν από τον επικεφαλής ευνούχο και τους φύλακες, γύρισαν στο σημείο όπου με είχαν θάψει και πέρασαν ώ ρες ψάχνοντάς με. Τα κλαδιά που είχαν βάλει σαν σημάδια τα είχε ιιάρει η βροχή, που είχε ισοπεδώσει τα πάντα. Είχε ρίξει κάτω με γάλες ταφόπετρες, ενώ άλλες μικρότερες δε φαίνονταν από τα σκουιι ίδια που τις είχαν σκεπάσει. »Επί ώρες έσκαβαν με τα δάχτυλα. Η παγωνιά της νύχτας και η βροχή, που εξελίχθηκε σε χιόνι, έφαγαν τα δάχτυλά τους πάνω στην ιιροσπάθειά τους ν’ ανοίξουν τρύπες στη λάσπη. Μέσα στο σκοτά δι ξέθαβαν κορμιά σαπισμένα, σκελετωμένα, διαμελισμένα. Επιτέ λους με βρήκαν πιο μακριά έξω από τα χώματα, γιατί με παρέσυρε η βροχή. Επί ώρες πάλευαν να με ζεστάνουν και να με επανα φέρουν στη ζωή. Στάθηκε αδύνατον. Τότε η μάνα μου, κοκαλωμένΐ] όπως ήμουν, με έβαλε κατάσαρκα πάνω στην κοιλιά της, στο μέ ρος όπου με κρατούσε επί εννέα μήνες, και μοιρολογούσε μαζί με ιον Χασάν. »Τα ξημεροψατα βρήκαν τη μάνα μου νεκρή και εμένα με μια μικρή πονεμένη αναπνοή. Μόλις που γύρισα από τον άλλο κόσμο, δεμένη και καμουφλαρισμένη στα ζωνάρια του Χασάν, δραπέτευα
274
ΜΑΡΙΝΑ J B A M B A K A
μαζί του πάνω σε τρένο για την Ανατολία». Βήχει, σκουπίζει τη μύ τη της και συνεχίζει: «Από τότε είμαστε μαζί. Είναι ο πατέρας μου, του χρωστάω τη ζωή μου. Στην Ανατολή με πήγε σε γιάτρισσες. Άγνωστοι με περιποιήθηκαν, χωρίς να ρωτήσουν τι και πώς. Γύρι σαν το στραβό κεφάλι μου οτη θέση του. Με διάφορα βότανα και μαγγανείες θεράπευσαν τις πληγές μου. Η φροντίδα τους μου έδω σε πίσω τη ζωή. Η αγάπη του Χασάν είναι πατρική. Μην του κάνε τε κακό!» Με τα λόγια αυτά σηκώνεται και προχωρεί κλαίγοντας προς την εσωτερική πόρτα, όπου σταματάει και τους κοιτάζει με ύφος πλη γωμένου ζώου. Στη γωνιά ο Χασάν κλαίει βουβά και με κόπο ανασαίνει. Φυσά ει τη μύξα του στα μανίκια της άσπρης πουκαμίσας. Η Σεκερίμ α φήνει τα δάκρυά της να κυλήσουν. Κλαίει γιατί κι εκείνη είναι θύμα ενός παρόμοιου έρωτα. Το αγγελικό πρόσωπο του αγοριού που βγή κε από την κοιλιά της είναι η κρυσταλλωμένη εικόνα που δε σβήνει από τη μνήμη της. Τα σμαραγδένια μάτια του την ακολουθούν μέ ρα νύχτα και την αναζητούν. Το διαισθάνεται. «Χασάν, έλα κοντά, μην αποτραβιέσαι. Γιατί δεν ήθελες να μά θουμε εξαρχής την αλήθεια; Σου αξίζει μεγάλος έπαινος. Αλλά πες μου, γιατί η Χατιτζέ ζει στους στάβλους με τα ζώα και δεν κοιμάται με όλες τις υπόλοιπες γυναίκες και τα παιδιά;» ρωτάει ο Βασίλ’ α γάς σπάζοντας τη σιωπή, ενώ σκουπίζει κι αυτός τα δάκρυά του α πό τη συγκίνηση. «Εφέντιμ, με έφεραν δούλο από την Αίγυπτο οτο σαράι. Σε ηλι κία δεκατεσσάρων χρονώ με ευνούχισαν. Ή μουν δυνατός και επέζησα. Στο παλάτι με φώναζαν Βασιλικό και όλες τρελαίνονταν για μένα, αν και δεν ήμουν καθόλου όμορφος. Ή μουν πιστός δούλος και υπηρέτης κάθε σουλτάνας, και με όπλο την ασχήμια μου κανέ νας δε με υποπτευόταν. Καθώς μεγάλωνα, ένιωθα να ξυπνούν οι χαμένες μου αισθήσεις. Κράτησα δικό μου το μεγάλο μου μυστικό
ΣΚΚΕΡΙΜ
275
κ(χι δεν το αποκάλυψα σε κανέναν. Άρχισα να έχω ερωτικές σχέσεις με μια δούλα από την Αιθιοπία, που με παρακαλοΰσε να την πα ντρευτώ και να φύγουμε από το σαράι. Μαζί της τα γεννητικά μου όργανα αναπλάστηκαν, και με το πρώτο παιδί που γέννησε η δού λα πείστηκα ότι δεν ήμουν ανίκανος. Η ερωμένη μου δραπέτευσε μια νύχτα με το παιδί μας χωρίς να πει τίποτα σε κανέναν. Δεν τους ξαναείδα ποτέ από τη μέρα εκείνη. »Όταν έφτασα στο Εσκί Σεχίρ και εγκαταστάθηκα στο χάνι με την Αποστολιά νεογέννητο ημερών, το πρώτο που έκανα ήταν να βρω πολλές γυναίκες και να κάνω μια μεγάλη οικογένεια. Οι γυ ναίκες αυτές ποτέ δε δέχτηκαν να μεγαλώσουν μαζί με τα δικά τους ιιαιδιά την Αποστολιά. Την κουβαλούσα στην πλάτη μου στο μο ναστήρι του Σωτήρα, όπου την άφηνα για μεγάλα χρονικά διαστή ματα στους καλόγερους του μοναστηριού και τη φρόντιζαν σαν παι δί τους. Τη βάφτισαν χριστιανή και με υπομονή τής έμαθαν λίγα γράμματα και ψαλμωδίες. Όταν έκαψαν το μοναστήρι οι γύφτοι, ο καρντάσης Εμμανουήλ, έτσι ονομαζόταν ο μοναδικός καλόγερος ιιου σώθηκε, έφερε την Αποστολιά πίσω στο χάνι. Ή ταν τότε ολό κληρο κορίτσι. Μένει μακριά από τις άλλες γυναίκες μου γιατί ε κείνη το διάλεξε. Δεν ανέχεται να την περιπαίζουν και να την πε ριγελούν. Τη φωνάζουν κουφή και μπάσταρδο». «Φτάνει, Χασάν», τον διακόπτει ο Αχμέτ αγάς. «Συνέχισε να την ιιροστατεύεις. Άλλωστε εσύ πριν από λίγο μας είπες ότι είναι αληθι νή σου κόρη. Δεν είναι έτσι; Μήπως φοβάσαι τις άλλες γυναίκες που σε ακούν και δεν το ομολογείς μπροστά τους;» «Αχμέτ αγά, ναι! Τις φοβάμαι, γιατί με απειλούν ότι θα με προδίόσουν στους Νεότουρκους. Λένε ότι όλοι όσοι υπηρέτησαν στο σα ράι πρέπει να πεθάνουν». Ο Βασίλ’ αγάς και οι άλλοι άντρες κοιτάζονται στα μάτια με ση μασία και σηκώνουν το βλέμμα τους στο καφασωτό, όπου δεκάδες γυ ναικεία και παιδικά ζευγάρια μάτια τούς παρακολουθούν ορθάνοιχτα.
276
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
«Βγείτε έξω και σταθείτε μπροστά μου!» διατάζει στα γυναικό παιδα ο Μεχμέτ αγάς. Άλλα πλησιάζουν, άλλα φεύγουν τρέχοντας. Το ίδιο κάνουν και οι γυναίκες-σαμπρέλες. Η Ελισάβετ παίρνει θέση δίπλα στον αγά, περιμένοντας να ακούσει τι θα τους πει. «Ο σουλτάνος μάς διέταξε να έρθουμε στο χάνι του Χασάν και να σας τιμωρήσουμε. Διαταγή εί ναι να υπακούτε τον Χασάν. Προσέξτε μην ανοίξετε το στόμα σας και μιλήσετε οε ξένους για τον αφέντη σας», τις απειλεί προς εκφο βισμό. Οι Τουρκάλες τον διακόπτουν με θόρυβο και η καθεμία ρί χνει το φταίξιμο στην άλλη δείχνοντάς τη με το δάχτυλο. «Αύριο το πρωί θα μας πείτε ποια από σας θα καθαρίσουμε πρώτη. Και, προ σέξτε, ζητάμε την αλήθεια. Πάτε τώρα όλες για ύπνο και να μην α κουστεί τσιμουδιά!» Και πριν προλάβει να τελειώσει έχουν όλες τους εξαφανιστεί ως διά μαγείας αθόρυβα, κατουρημένες από το φόβο. Οι άντρες και ο Χασάν γελάνε και βρίσκουν έξυπνο το κόλπο του Μεχμέτ αγά. Θα περάσουν μια ήσυχη νύχτα επιτέλους. Η Σεκερίμ, πονόψυχη όπως είναι, ψιθυρίζει στην κόρη της: «Ελισάβετ, αν θέλει η Αποστολιά, να την πάρουμε να ζήσει μαζί μας; Τι γυρεύει μια χριστιανοπούλα ανάμεσα στους άπιστους;» «Όχι, μάνα», απαντά η Ελισάβετ. «Εδώ είναι το σπίτι της. Μαζί μας θα αισθάνεται πάντα ξένη, όση αγάπη κι αν της δώσουμε. Ύστε ρα, σκέψου και λίγο τον Χασάν. Η κοπέλα αυτή αποτελεί ένα κομ μάτι από τη ζωή του. Δεν έχομε το δικαίωμα να την απομακρύνου με από το θετό της πατέρα. Ούτε να σκοτώσουμε τον Χασάν από τη λύπη». Η κοπέλα κάνει νοήματα από μακριά και φωνάζει μισόλογα. Δεί χνει ότι επιθυμεί να τους ακολουθήσει. Τα μάτια της -αχ, αυτά τα υγρά από τα δάκρυα μάτια που διαπερνούν τις κόρες της Ελισάβετ!μιλάνε χωρίς να βγάζουν λέξεις. Ο Βασίλ’ αγάς, ο Μεχμέτ αγάς, ο Αχμέτ αγάς, ο Αλή και η μαντάμ Ροζ συμφωνούν με την Ελισάβετ. Παίρνουν δίπλα τους τον Χασάν,
>J k K I M Μ
277
ik >u κόρα τον βλέπουν γίγαντα τρισδιάστατο, τον αγκαλιάζουν και αρχίζουν να τραγουδούν παρέα με τους οργανοπαίκτες, που ως εκείνη ι η στιγμή είχαν παραλύσει από τον τρόμο. I I Αποστολιά φεύγει με κλάματα και ουρλιαχτά. Όλοι λυπούνται, αλλά ξέρουν καλά πως γρήγορα θα της περάσει και καθησυχάζουν ιον Χασάν, που δείχνει αναστατωμένος. Η Σεκερίμ παίρνει το ούτι, παίζει και τραγουδάει. Από το κα φασωτό ξεπροβάλλουν οι γηραιότερες γυναίκες με τα άσπρα μαντί λια σαν φαντάσματα και χορεύουν με την καρδιά τους λαϊκούς χο ρούς και καρσιλαμάδες. I I νύχτα έχει προχωρήσει. Δεν έμεινε και πολλή ώρα για ύπνο. Αχ, αυτή η Ανατολή με τη ζωή της νύχτας! Χτίζει παλάτια και στε γάζει χιλιάδες όνειρα, μέχρι να έρθει το ξημέρωμα και το πρώτο λάλημα του πετεινού να τα γκρεμίσει μονομιάς. Το πρωινό είναι βαρύ και οι άντρες αποφασίζουν να παραμείνουν μια μέρα ακόμα για να ξαποστάσουν λίγο τα κορμιά τους από το αι έλειωτο ταξίδι. Η Αποστολιά καταλαβαίνει ότι πρέπει να μείνει εκεί που μεγάλ(·>σε και έγινε γυναίκα. Όλη τη μέρα δε φεύγει από κοντά τους. Πε ριποιείται τα άλογα μαζί τους και δείχνει να χαίρεται με την πα ρουσία τους στο χάνι. Γην αποχαιρετούν αφήνοντάς τη με την ελπίδα ότι θα την ξαναδούν γρήγορα.
Έχουν πολύ δρόμο ακόμα μπροστά τους ώσπου να φτάσουν στο α γαπημένο τους χωριό. Να δουν τα βουνά που το προστατεύουν από ιούς δυνατούς ανέμους και γλυκαίνουν το κλίμα τους σκληρούς χειμώνες. Να ξαναντικρίσουν τα πέτρινα όμορφα σπίτια, τα κονάκια με ιις σκαλιστές προσόψεις, τις θολωτές γιρλάντες πάνω από τα ορθογιόνια παράθυρα. Ροζ βαμμένος ο τοίχος του ενός σπιτιού, άσπρος ο
278
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
άλλος, τερακότα ο πιο κάτω. Ο χωμάτινος πλατύς δρόμος οδηγεί μπρο στά σε κάθε πόρτα. Τα ίχνη που αφήνουν εδώ άνθρωποι και ζωντανά δε σβήνουν με τον άνεμο. Σε καθοδηγούν με μαγικό τρόπο, αρκεί να προφέρεις, έστω και σιγανά, το όνομα του σπιτιού που θέλεις να επισκεφθείς. Τα παιδιά τρέχουν μπροστά να προαναγγείλουν τον ερχο μό σου. Τα χάνεις από τα μάτια σου, τα ξαναβρίσκεις πίσω σου, και σε μια γωνιά όλα μαζί σε περιμένουν για να σε οδηγήσουν στην αυ λόπορτα που σε αναμένει ορθάνοιχτη. Και όταν μπεις, θα εξαφανι στούν για να συνεχίσουν το παιχνίδι τους, κι εσύ τη ζωή σου. Καμιά φορά ένας τεράστιος τοίχος ορθώνεται και σταματάει την αναζήτησή σου. Ποτέ δεν μπορείς να φανταστείς τι βρίσκεται πίσω από τις θύρες. Είναι σκαλισμένες με ελισσόμενη άμπελο στο υπέρθυρο και φτιαγ μένες με καλαισθησία από ροζ πωρόλιθο, που δίνουν μεγαλοπρέπεια τόση, που το χέρι διστάζει να κρούσει το ρόπτρο. Τώρα, καθώς οι άμαξες σκαρφαλώνουν στα βουνά της Ανατολίας, παρακαλούν όλοι, ο καθένας με τον τρόπο του, να φτάσουν κα λά και να έχουν καλή επάνοδο, γιατί όλοι τους έχουν επίγνωση των κινδύνων που καιροφυλακτούν σε κάθε στροφή του δρόμου. Τα ά λογα τρέχουν στους ευθείς χωματόδρομους, που ξεδιπλώνονται σαν ατέλειωτοι τάπητες αγγίζοντας τον ουρανό. Μετά από πολλές ώρες ταξιδιού έχουν μπροστά τους άλλους τό πους πιο ανάγλυφους. Πλησιάζουν στην Άγκυρα, όπου βρίσκεται το στρατηγείο του επαναστάτη Τούρκου. «Αυτή η επανάσταση μοιάζει με παραμύθι που αλλάζει κάθε μέ ρα τη ζωή μας. Ποιος το περίμενε!» σκέφτεται ο Βασίλ’ αγάς. Ο νους του γυρνάει στα περασμένα, τα συσχετίζει με τα τωρινά και χάνεται σ’ έναν καταιγισμό αμφιβολιών. Θυμάται. Ή ταν παγωμένος χειμώνας στην Πόλη. Το κύμα, ακινητοποιημένο κάτω από την κρυσταλλωμένη παραλία, άφηνε ξερή την αποβάθρα του Γαλατά. Το υγρό τρυφερό χάδι της Μαύρης Θά λασσας δεν άφηνε να ακουστεί ο ήχος που βγαίνει από το σμίξιμο
^Ι.ΚΚΡΙΜ
279
ι<>υ νερού με το ξύλο γλείφοντας το παιχνιδιάρικα. Οι φτωχοί και νη σί ικοί επιβάτες πηδούσαν βιαστικά από τα βαποράκια που έφταναν φορκομένα από την απέναντι όχθη. Στα χοντρά παγωμένα ξύλα της γέφυρας του Γαλατά οι μπότες ιων περαστικών άφηναν αντίλαλο στα πιο χαμηλά πολυκαιρισμένα καδρόνια κάνοντάς τα να τρίζουν ανατριχιαστικά στο πέρασμά τους. Κουκουλωμένοι ως τ’ αφτιά, οι καθημερινοί διερχόμενοι άφηναν πί σω τους άρρωστο βήχα. θυμάμαι τότε που ανακηρύχτηκε το νέο Σύνταγμα που προστάιευε την ατομική ελευθερία. Παραχωρούσε πλήρη ισότητα μεταξύ ιων Οθωμανών ανεξαρτήτως θρησκεύματος και φυλής. Ό πως επί σης καθιέρωνε την ισότητα όλων των υπηκόων απέναντι στους νό μους. Ή ταν έκδηλο ότι τα πράγματα θα άλλαζαν αισθητά. Θεσπίοι ηκε αιρετή Βουλή, Γερουσία διορισμένη από το σουλτάνο και κυ βέρνηση υπεύθυνη έναντι του Κοινοβουλίου. Φυσούσε άνεμος αισιοδοξίας και επηρέαζε τους πάντες. () πρωταγωνιστής αυτής της αλλαγής, ο βεζίρης Μιντχάτ πασάς πιισκέφτηκε τους θρησκευτικούς αρχηγούς: τον οικουμενικό παιμιάρχη Ιωακείμ Β', τον πατριάρχη των Αρμενίων και το μέγα ραβίνο ιων εβραίων. Στην εθιμοτυπική αυτή επίσκεψη ανάγγειλε σε ό λους με περηφάνια την «ιστορική αλλαγή». Πράγματι, ήταν η πρώη φορά στην ιστορία της οθωμανικής αυτοκρατορίας που αρχηγός ιης οθωμανικής κυβέρνησης επισκεπτόταν επίσημα τον οικουμενι κά πατριάρχη στο Φανάρι. Ο Βασίλ’ αγάς θυμάται σαν σήμερα. Το Φανάρι έλαμπε στολι σμένο και στα πρόσωπα όλων ακτινοβολούσε η χαρά της αναστά σιμος του οιονεί ενωμένου έθνους. Οι πόρτες των εκκλησιών άνοι ξαν διάπλατα για να υποδεχτούν το λαό. Οι πολυέλαιοι άναψαν, τα μπρούντζινα μανουάλια τρίφτηκαν, καθαρίστηκαν τα πατώματα. ( )λα έλαμπαν και αντανακλούσαν το φως σαν καθρέφτες. Πραγ ματοποιήθηκαν γιορτές και λιτανείες. Το αγίασμα στο Μπαλουκλί 1
280
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
ξαναείδε τα μισοτηγανισμένα ψάρια να πηγαινοέρχονται στο νερό κολυμπώντας σαν τρελά. Ο πατριάρχης, ο πρωτοσύγκελος του Πα τριαρχείου, οι δεσποτάδες των γύρω ηγεμονιών φόρεσαν τις περί λαμπρες ενδυμασίες που χρόνια φύλαγαν κρυμμένα στα μπαούλα. Στόλισαν τα κεφάλια τους με τις χρυσές δεσποτικές μίτρες και πά νω στην αγία τράπεζα ξανάναψε το Ακοίμητο Φως. Στολίστηκαν με λουλουδένιες γιρλάντες τα άγια εικονίσματα. Άνοιξαν τα νεκροτα φεία. Τα συλημένα μνήματα επισκευάστηκαν, καθαρίστηκαν, γέ μισαν με άνθη. Οι παπάδες διάβαζαν τρισάγια για τις ψυχές των κεκοιμημένων συγγενών ψάλλοντας άφοβα: Εν τόηωχΧοερώ, εν τόηω α ναπαύσεις, καθώς τα δάκρυα ελεύθερα κι αυτά ζέσταιναν τα μάγου λα των πονεμένων. «Οχ, Παναγία μου, τι θύμησες!» Τα μάτια του Βασίλ’ αγά βουρ κώνουν. Ο δρόμος λιγοστεύει. Η οικογένεια θέλει να ξεκαθαρίσει με το βιος τους στα Ποτάμια και να ξαναγυρίσει το γρηγορότερο στην Πό λη. Ή ρθε η ώρα να νιώσουν ξένοι στο χωριό και να μπει καλά στο μυαλό τους, ιδίως της Ελισάβετ, πως η δική τους γωνιά είναι η αγα πημένη τους Κωνσταντινούπολη. Το σπίτι τους στο Πέραν τους πε ριμένει να ξαναρχίσουν τις γιορτές. Με μια βόλτα στη Μεγάλη οδό το κέφι αποκαθίσταται. Κι αν θέλουν κοσμικές επαφές και μεγα λεία, το ξενοδοχείο «Πέραν Παλλάς» τους δίνει την ευκαιρία για ε παφές και καινούριες γνωριμίες. Άλλωστε εκεί συχνάζουν όλες οι προσωπικότητες του κινηματογράφου και της πολιτικής, ενώ διά σημοι συγγραφείς εγκαθίστανται για μήνες προκειμένου να γρά ψουν. Στην καρδιά του Βασίλ’ αγά η πατρίδα του πιάνει μεγάλο χώρο. Το μεγάλο όνειρο για μονιασμένη διαβίωση στη Μικρά Ασία έσβη σε με την αποβίβαση του ελληνικού στρατού κατοχής. Τα παλιά μί ση αναβίωσαν. Οι Τούρκοι και οι Έλληνες άλλαξαν συμπεριφορά. Άρχισαν καινούριοι ξυλοδαρμοί και σκοτωμοί. Καθημερινά λει-
Μ
Κ Κ 1*1Μ
281
ιουργούν έκτακτα στρατοδικεία που εκτελούν τις αποφάσεις ταχύκπα. Με θύματα πάντα τους Έλληνες. ( )ι παλιές σκέψεις, βάρος στο κεφάλι του Βασίλ’ αγά, τον κου ράζουν, τις κουβαλάει μαζί του και βρομάνε μπαγιατίλα σε όλο το μ«ξίδι. Πριν προλάβουν να ξεχαστούν, στα μάτια έρχονται ίδιες και αικφάλλαχτες εικόνες, τ’ αφτιά έχουν τα ίδια ακούσματα και τους ί διους θρήνους, η μύτη τη μυρωδιά του μπαρουτιού. Αυτή όμως που ιιλΐ||)(ί)νει το πιο βαρύ κόστος σε όλο αυτό το αιώνιο πανηγύρι είναι ΐ| καρδιά. Η λύπη που συσσωρεύεται στην καρδιά αποθηκεύεται και καιακάθεται. Γίνεται ασήκωτη. «Κ, οδηγέ! Αυτοί όλοι οι χωρικοί δεξιά και αριστερά είναι Τούρ κοι; Είναι Έλληνες οαν και μένα; Είναι Εβραίοι, Αρμένηδες, είναι Κύριοι σαν και σένα; Πρώην πολιτικοί κατάδικοι ή μελλοθάνατοι; I Ιες μου για να έρθουν τα μυαλά μου στη θέση τους!» ρωτάει ο Βαοίλ’ αγάς τον αμαξά που κρατάει τα ηνία. «Αγά εφέντιμ, αφού ζητάς την ταπεινή μου γνώμη, θα σου απαν ι ήσω. Όλοι βράζουμε στο ίδιο καζάνι. Όλοι είμαστε το ίδιο. Κα νένας από μας δεν ξέρει τι μας ξημερώνει αύριο. Αγά, οε λάθος ειιοχή και σε λάθος χώρα γεννηθήκαμε. Έπρεπε να γεννηθούμε εκεί ιιου η μέρα ξημερώνει τρεις ώρες αργότερα από μας». «Συριανέ, πού τα έμαθες όλα αυτά και μιλάς σαν να είσαι γραμ ματιζούμενος και κοσμογυρισμένος;» «Αγά μου, στο λιμάνι του Καράκιοϊ συναντιόμαστε πολλοί Συ ριανοί και αναπολούμε τη χαμένη μας πατρίδα. Λέμε τα δικά μας και καμιά φορά ψαρεύουμε και καμιά παλαμίδα. Στα γύρω γιαλιά κατοικούν πασάδες, αγάδες, αντιπρόσωποι ευρωπαϊκών εταιρειών, τραπεζίτες και πολλοί ξένοι διπλωμάτες. Μας πλησιάζουν και μας ιιιάνουν κουβέντα για διάφορα θέματα. Έτσι, τους πουλάμε τις πα λαμίδες που πιάνουμε και μαθαίνουμε ό,τι συμβαίνει μακριά από μας, ένας κόσμος διαφορετικός από το δικό μας, όπου η ζωή είναι ένας παράδεισος».
282
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
«Παράδεισος! Συριανέ, πιστεύεις ότι στη γη επάνω υπάρχει πα ράδεισος;» «Υπάρχει, εφέντιμ. Όταν ζεις καλά, ζεις στον παράδεισο! Εδώ που βρισκόμαστε εσύ υποπτεύεσαι εμένα κι εγώ εσένα, που λέει ο λόγος!» Ο Βασίλ’ αγάς σφίγγει τα χείλη. Δεν απαντά. Κάτω από το δρόμο ο παραπόταμος του Σαγγάριου τους συ ντροφεύει πιστά. Και μόνον ο θόρυβος των κρυσταλλένιων νερών τους δροοίζει.
Επί δύο μέρες βρίσκονται στο δρόμο χωρίς καμιά στάση. Αποφασί ζουν να μη σταματήσουν σε τουρκικό χάνι ή άλλο κατάλυμα, αλλά σε κοντινό μοναστήρι ή αν βρουν καμιά προστατευμένη εκκλησία μέ σα σε δάσος. Η περιοχή αυτή της κεντρικής Ανατολίας που διασχί ζουν είναι το στρατηγείο του «ξανθού άντρα», που έχει ξεσηκώσει τους Τούρκους ενάντια σε κάθε κυβερνητική ή ξένη αρχή. Τα εμ βλήματα στις άμαξες, αν και καλυμμένα με πανιά, θα μπορούσε κά ποιο μάτι να τα δει και το ταξίδι να καταλήξει σε τραγωδία για ό λους. Ο άνεμος φυσάει άγριος και ανασηκώνει τα καμουφλαρίσματα των αμαξών παίζοντας άρπα με τα σκοινιά. Παίζει μουσική με τρί ξιμο και σφυρίγματα, που το απόβραδο του χειμώνα την παίρνει η ηχώ και την αντιλαλεί στους κρυσταλλωμένους βράχους. Η Ελισάβετ ανοίγει το παράθυρο της άμαξας και με όση δύνα μη έχει στα σπλάχνα της βρίζει ουρλιάζοντας, βγάζοντας το φθόνο που σφίγγει το λαιμό της. «Να πάτε στο διάβολο εσείς και η επανάστασή σας!» Και το επαναλαμβάνει πολλές φορές. «Τι γίνεται εδώ;» ξεφωνίζει ο Μεχμέτ αγάς. «Σταματήστε!» διατάζει ο Βασίλ’ αγάς. Οι άμαξες σταματούν και οι αγάδες βγαίνουν έξω για να εξηγή-
U K ΚΕΡΙ Μ
283
πουν στην Ελισάβετ ότι με αυτή τη συμπεριφορά κατορθώνει το α ντίθετο. Ο άντρας της είναι πανικοβλημένος και τρέχει δίπλα της. «Ελισάβετ μου, τι σου συμβαίνει; Ο κίνδυνος που διατρέχουμε είναι μεγάλος. Δεν πρέπει να επαναληφθούν τέτοια λάθη. Έλα, η ρέμησε», της λέει τρυφερά και αυστηρά μαζί και τη σφίγγει στην α γκαλιά του. «Βασίλη μου, άσπρισαν τα μαλλιά σου. Όταν ξεκινήσαμε, δεν είχες ούτε μία άσπρη τρίχα», διαπιστώνει η Ελισάβετ απορημένη και αφήνει δυο δάκρυα. Και σαν να ξυπνάει από λήθαργο πετάγεται από την άμαξα και ιρέχει προς την άμαξα που κουβαλάει το παιδί και τη μάνα της. Η Σεκερίμ, επηρεασμένη από την κόρη της, είναι τρομοκρατη μένη. Η Αϊσέ την κρατάει αγκαλιά δίνοντάς της κουράγιο. «Λνετζίμ, είσαι καλά; Γιατί τα μάτια σου είναι θλιμμένα; Όλοι εί μαστε κουρασμένοι, και με τη βοήθεια του Θεού θα βρούμε μια στέγΐ| να περάσουμε ακόμα μια νύχτα μακριά από το σπίτι μας. Ο δρό μος λιγόστεψε. Πιο κάτω είναι η Άγκυρα και για λόγους προστασίας Οα κάνουμε παράκαμψη. Οι αγάδες λένε ότι είναι καλύτερα να μην μιιούμε στην πόλη, κι αν βρούμε το μοναστήρι του Θεολόγου να διανυκιερεύσουμε. Ο Θεός είναι μεγάλος». Ο Μεχμέτ αγάς καθησυχάζει τη Σεκερίμ και διατάζει τη νεαρή κάλ(|>α που ταξιδεύει μαζί του να αλλάξει άμαξα και να της κρατή σει παρέα. 11 δούλα τής προσφέρει νερό, γλυκίσματα και ξηρούς καρπούς και μιλάνε για τη ζωή τους στο χαρέμι. Η μικρή Αναστασία περνά ει από τη μια αγκαλιά στην άλλη και γεμίζουν τα μαγουλάκια της φι λιά και κανακέματα. Πλένουν το προοωπάκι της, χτενίζουν τα μαλλάκια της και της δίνουν στα χέρια το μικρό τζουτζέ* να τον κρατά ει (κριχτά στην αγκαλιά της, γιατί φοβόταν και αυτός την ερημιά και ιούς ληστές, όπως η ίδια ισχυριζόταν με επιμονή. Τα αγνά της μα
284
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
τάκια βυθίζονται στα μάτια της νόνας της. Αν και μικρή, καταλα βαίνει ότι πρέπει να εμπιστευτεί τους μεγάλους, που τη φροντίζουν με αγάπη. «Έλα, τζιτζίμ,* μείνε με τη νόνα και σε λίγο που θα φτάσουμε στο αρχοντικό μας θα σε νανουρίσω με τα πιο όμορφα τραγούδια», ψι θυρίζει η Ελισάβετ στο αφτάκι της κόρης της. Οι αμαξάδες τραβάνε τα γκέμια και τα άλογα ξεχύνονται μπρο στά. Καθώς πέφτει ο ήλιος και αρχίζει να σουρουπώνει, οι πιθανό τητες να βρουν χριστιανικό κατάλυμα λιγοστεύουν. Στα λιβάδια με ρικές αγελάδες μοιάζουν ξεχασμένες. Οι χωριάτες ξέχασαν να τις μαζέψουν ή φοβούνται να ξεμυτίζουν το βράδυ. Το χωριό που πλη σιάζουν είναι έρημο. Οι άνθρωποι από τις τέσσερις το απόγευμα φαίνεται ότι βρίσκονται κιόλας στα κρεβάτια τους και παίζουν με το θεό έρωτα ή παραδίδονται στο θεό του ονείρου και της ξεκού ρασης, τον Μορφέα. Ένα σώμα μαύρου καπνού σκοτεινιάζει τον ουρανό και τον πνίγει. Κάτι καίγεται μακριά. Πού όμως; Μακάρι να μην είναι στο δρόμο τους. Σκοτάδι. Ξαφνικά ένας ήχος οικείος ακούγεται, σαν χαρμόσυνη είδηση. Ο ήχος σβήνει προσωρινά και σε λίγο τον ακούν όλοι και πά λι καθαρά. Είναι το σήμαντρο ενός μοναστηριού. Ο Βασίλ’ αγάς βγά ζει από την τσέπη του τό χρυσό ρολόι και κοιτάζει την ώρα. Είναι έ ξι ακριβώς και αρχίζει ο εσπερινός.
Η ψυχή ξεκουράζεται με την προσευχή στη μονή του Θεολόγου και το σώμα αναζωογονείται με το ζεστό θειούχο νερό που αναβλύζει α νεξάντλητα από τα σπλάχνα της γης. Γρήγορα διαπιστώνουν πως δεν είναι μόνοι. Στο διπλανό οντά έ να γκρουπ από πλανόδιους Ρώσους χορευτές και θεατρίνους ψάλλει σιγανά ύμνους στα ρωσικά. Είναι μια συγχρωτισμένη μελωδία, σχε δόν αγγελική. Η Αναστασία σπρώχνει την πόρτα και τους βλέπει κα
ΣΕΚΕΡΙΜ
285
θισμένους γύρω από το τζάκι, όπου τσιτσιρίζουν τα νωπά ξύλα. Η α δάμαστη φωτιά πετάει σπίθες προκαλώντας ευφορία. Οι Ρώσοι χο ρωδοί υποδέχονται τη μικρή επισκέπτρια με ενθουσιασμό. Το χρυ σό της κεφαλάκι με τις πεντακάθαρες μπούκλες που μόλις έχουν πλυθεί και αρωματιστεί γυαλίζει σαν τα ώριμα στάχυα στους εύφο ρους κάμπους της Καππαδοκίας. Εκείνη τρέχει από αγκαλιά σε α γκαλιά και κάνει φιλίες με ανθρώπους που δεν καταλαβαίνει τη γλώσ σα τους. «Χαρασιό, χαρασιό»,* της λένε και της κρεμάνε ένα σταυ ρό στο παιδικό λαιμουδάκι της, δένουν μια πράσινη μεταξωτή κορ δέλα στα μαλλιά της και περνάνε στα χεράκια της ένα χρυσό δαχτυλιδάκι με το γράμμα Ν, Νατάσα. Στη χειρονομία αυτή η Ελισά βετ διαμαρτύρεται και απαιτεί από τη μικρή να το επιστρέφει. Μια νεαρή γυναίκα, προφανώς μπαλαρίνα, από το καλλίγραμμο σώμα της, εξηγεί πως ανήκε στην κορούλα της που σκοτώθηκε στην επα νάσταση των μπολσεβίκων. «Μαντάμ, είχα κι εγώ μια Αναστασία όμορφη σαν τη δική σου κό ρη. Το παιδί μου δεν είχε χρόνια γραμμένα πάνω του». «Καλή μου, τι δυστυχία σε βρήκε!» λέει με αμέτρητο πόνο η Ελι σάβετ στην ξένη γυναίκα. «Μαντάμ, αυτό που έζησα με κυνηγάει σαν εφιάλτης. Η πόλη που γεννήθηκα έχει πλούσιους κατοίκους. Οι μπολσεβίκοι την έβα λαν στο μάτι και έκαναν έφοδο. Τρέχαμε να γλιτώσουμε το μαχαί ρι τους, που ξεχυμένοι στους δρόμους σκότωναν τους ανθρώπους, έ σπαζαν τις πόρτες των σπιτιών λεηλατώντας ό,τι έβρισκαν όρθιο. Αν δεν κρατούσες όπλο και χαντζάρι δεν ήσουν δικός τους. Έπρεπε να πεθάνεις! Όταν έσπασαν την εξώπορτα του σπιτιού του πατέρα μου, σι γονείς μου έτρεξαν να τους εμποδίσουν για να μου δώσουν χρόνο να φύγω με το παιδί μου. Μόλις βγήκαμε στο δρόμο αντικρίσαμε χι λιάδες πτώματα, που εμπόδιζαν τη γρήγορη φυγή μας. Οι επανα στάτες έτρεχαν δίπλα μας καβάλα στα άλογα, άρπαξαν τη Νατάσα μου και την έσφαξαν με το σπαθί τους μπροστά στα μάτια μου. Το
286
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
είδα! Και μετά πέταξαν στο δρόμο το άψυχο κορμάκι της, που το πο δοπάτησαν δεκάδες άλογα. Το βλέπω κάθε μέρα, κάθε στιγμή. Έχω μπροστά μου την εικόνα την ώρα που χορεύω. Χορεύω πάντα για ε κείνη. Χορεύω για να μοιρολογώ το θάνατό της. Η στιγμή του θα νάτου της διαρκεί μια ολόκληρη ζωή. Οι γονείς μου σφάχτηκαν σιο κατώφλι του σπιτιού τους, έγιναν θύματα της δικής μου φυγής. »Μην μπορώντας να αντέξω το χαμό τους, μπήκα σ’ ένα μεγάλο καράβι που έφευγε από το Βατούμ, δίχως ένα γρόσι, δίχως δεύτερη αλλαξιά, μα πάνω απ’ όλα δίχως αγάπη. Βλέπεις, δεν είχα άντρα, και η Νατάσα μου δε γνώρισε ποτέ πατέρα. Το πλοίο ήταν γαλλικό. Άφη σε το λιμάνι του Βατούμ μ ένα τεράστιο φορτίο. Κουβαλούσε Ρώσους πρόσφυγες προστατευμένους από τη γαλλική κυβέρνηση. Θα μας πήγαινε στη Μασσαλία, ένα μεγάλο ωραίο λιμάνι στη Γαλλία, όπου θα βρίσκαμε δουλειές και σπίτια. Αλλά μόλις χάσαμε από τα μάτια μας τις ρωσικές ακτές και ανοιχτήκαμε στη θάλασσα, καθισμένοι στο κατάστρωμα κλαίγοντας ο καθένας για το δικό του λόγο, το κα ράβι άρχισε να βουλιάζει. Άλλοι φώναζαν ότι ήταν κάμωμα των μπολ σεβίκων, άλλοι άδειαζαν τα κοφίνια με τα λιγοστά τρόφιμα και τα έδεναν στα χέρια τους, για να μη βουλιάξουν όταν θα έπεφταν στο νερό. Άλλοι προσπαθούσαν να ξηλώσουν κανένα καδρόνι να πεταχτούν μ αυτό στη θάλασσα. »Έπεσα στο νερό μαζί με πολλούς άντρες. Όταν βρέθηκα στο νερό, με κράτησε κάποιος από τον ώμο και με έσερνε μαζί του. Κο λυμπούσα με μουδιασμένα τα μέλη του σώματός μου από το κρύο. Πρέπει να μείναμε αρκετές ώρες αναίσθητοι στην επιφάνεια της θά λασσας με δεμένα τα κοκαλωμένα χέρια μας. Όταν ξαναβρήκα τις αισθήσεις μου, όλα γυρνούσαν γύρω μου, και το δάπεδο όπου βρι σκόμουν ξαπλωμένη με θερμοφόρες στα πόδια κουνιόταν. Άργησα να καταλάβω πως βρισκόμασταν και πάλι πάνω σε πλοίο, αυτή τη φορά σε αγγλικό, και με έπιασε πανικός και υστερία. Τσίτωσα κα λά τα μάτια και είδα συνοφρυωμένους σοβαρούς άντρες με μπλε
ΣΚΚΕΡΙΜ
287
οτολές γεμάτες παράσημα και με λευκά καπέλα με χρυσά κορδό νια. Μιλούσαν εγγλέζικα μεταξύ τους. Νοσοκόμοι με άσπρες μπλού ζες και κόκκινους σταυρούς έτρεχαν στους διασωθέντες και τους βοη θούσαν να ανακουφιστούν, κυρίως από τον υψηλό πυρετό. Ή ταν ο Κρυθρός Σταυρός. Το πρώτο πράγμα που θυμάμαι είναι πως ρού(ρηξα λαίμαργα μια σούπα καυτερή και κάηκε το στόμα μου. Για με ρικές μέρες ήταν αδύνατον να καταπιώ και τρεφόμουν με κρέμα και κρύο γάλα. Ανάμεσα στους επιζήσαντες βρεθήκαμε αρκετοί καλλι τέχνες. Να, όσοι βλέπετε εδώ. Και ξεκινήσαμε το ταξίδι της ζο>ής μας ψάχνοντας να βρούμε τη Μασσαλία χέρι χέρι». «Είναι ευχάριστο ν’ ανοίγεις την καρδιά σου και να μιλάς σε αν θρώπους που σε ακούν με αγάπη. Αν το χειμώνα βρεθείς στην Πό λη, έλα να μας βρεις μαζί με τους φίλους σου. Θα μας δώσετε μεγά λη χαρά. Ο φόβος σήμερα ενώνει τις τύχες μας». Λέγοντας αυτά η Ελισάβετ, η Αναστασία, φορώντας το δαχτυλιδάκι στο μικρούτσικο ροζ δαχτυλάκι της, χώνεται στην αγκαλιά της ξένης και ψελλίζει: «Ευχαριστώ, κυρία». Η Σεκερίμ, πολύ συγκινημένη, πλησιάζει την κόρη της ψιθυρί ζοντας στο αφτί το γνωστό ρεφρέν: «Ελισάβετ, να την πάρουμε μαζί μας στο χωριό και μετά στην Πό λη. Καλή κοπέλα είναι. Θα μείνει στο δωμάτιο με τη μαντάμ Ροζ και την καινούρια Ρωσίδα δασκάλα, τη Σβετλάνα. Θα κάνουν καλή πα ρέα οι δυο τους. Θα προσέχει την εγγονή μου, θα της μάθει ρωσικά και χορό. Εξάλλου χρειαζόμαστε κι άλλη βοήθεια, δεν είναι έτσι;» «Ανετζίμ, δεν είναι πρέπον να την πάρουμε από την παρέα της. Η κοπέλα είναι μπαλαρίνα, δεν είναι δασκάλα. Όποτε θελήσει να ρθει να μας βρει, θα είναι πάντα ευπρόσδεκτη. Κι αν ως τότε δεν έ χει βρει άλλο σπίτι και θελήσει να μείνει μαζί μας, το σκεφτόμαστε. Βλέπουμε και κάνουμε. Ας της το προτείνουμε τότε. Τι να σου πω, μά να μου! Μη με φέρνεις σε δύσκολη θέση να αρνούμαι συνεχώς τις προτάσεις σου;»
288
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
«Κουζούμ, μπορεί να βρεθεί και κάποιος καλός νέος και να την παντρέψουμε. Τι να σου πω, η ψυχή μου πονάει, σκέψου το καλύ τερα», λέει η Σεκερίμ ενοχλημένη και φεύγει στο κελί της να ξεκου ραστεί. Η Ελισάβετ βρίσκει τον Βασίλ’ αγά να κοιμάται ροχαλίζοντας. Στο βασίλειο του σκότους τα όνειρα οργιάζουν. Παίρνουν ξεχω ριστές μορφές και αποκτούν υπεράνθρωπες δυνάμεις. Οι αναμνήσεις έριξαν άγκυρες στα μυαλά και το καράβι της ζωής δύσκολα ανοίγει πανιά για καινούρια πορεία και νέες εμπειρίες. «Ας φτάσουμε με το καλό, Θεέ μου, στον προορισμό μας! Άγιε Ιω άννη Θεολόγε μου, στάσου στο δρόμο μας οδηγός και προστάτης, κι εγώ θα σου φέρω λαμπάδα ίσαμε το μπόι μου, Αμήν». Προσεύχεται και γέρνει η Ελισάβετ προς τη μεριά του τοίχου. Αντίκρυ στα μάτια της έχει την εικόνα του Θεολόγου, τις τοιχογραφικές αναπαραστάσεις από τη ζωή και το χριστιανικό του έργο, που την κρατούν ξάγρυπνη. Διαβάζει στο ανοιχτό βιβλίο, που τα άγια χέ ρια του κρατούν: Έν άρχτ\ ήν ό Λόγος καί ό Λόγος ήν πρός τον Θεόν καί Θεός ήν ό Λόγος οντος ήν. Έν άρχrj πρός τόν Θεόν πάντα δ ι’ αντοϋ έγένβτο καί χωρίς αντοϋ έγένβτο ουδέ εν δ γέγονβν. Και με το λόγο του Θεού αποκοιμιέται ειρηνικά. Το πρωινό σήμαντρο δεν τα καταφέρνει να τους ξυπνήσει. Η κούραση του ταξιδιού σφράγισε για καλά τα μάτια τους. Τον όρθρο το παρακολούθησε μόνον ο Βασίλ’ αγάς. Οι καλόγεροι ετοιμάζουν πλούσιο πρωινό και τους καλοδέχο νται. Διψούν για νέα από την Κωνσταντινούπολη. Ρωτούν για την κατάσταση στο Πατριαρχείο και ποια είναι η πολιτική που ακο λουθούν οι τοποτηρητές, ο Δωρόθεος Προύσης και ο Νικόλαος
ΣΕΚΕΡΙΜ
289
Καισαρείας. Και τι προβλέπεται για τα απομακρυσμένα μικρά μο ναστήρια. Τους αποκαλύπτουν πως οι τρωγλοδύτες μοναχοί της Καππαδοκίας παλεύουν με τις δυνάμεις του κακού. Είναι ζήτημα αν μπορούν ακόμα να βαστάξουν. Ο επικεφαλής γέροντας δε φοβάται το θάνατο ούτε και το μαρ τύριο σε περίπτωση που ο Θεολόγος πέσει στα χέρια των επανα στατικών δυνάμεων. Αλλά θα υπεραμυνθεί τη βεβήλωση και την κα ταστροφή των ιερών κειμηλίων και θαυματουργών εικονισμάτων. Μιλάει και οι Τούρκοι αγάδες τον ακούν προσεκτικά: «Πριν από τρία χρόνια μπήκαν στο Θεολόγο αλλόθρησκοι και συ μπεριφέρθηκαν σε μας και στα θεία με ασέβεια. Κρέμασαν τους μο ναχούς γυμνούς και μαγάρισαν τα θεία, ακόμα και το αγίασμα. Κα τακρεούργησαν τις αγιογραφίες ξύνοντας τα μάτια των αγίων μας και χαράσσοντας τα πρόσωπά τους με σουγιάδες και μαχαίρια. Γελού σαν και βλασφημούσαν τα θεία και ιερά. Η ντροπή μας ήταν απε ρίγραπτη. Η λύπη μας ακόμα είναι ριζωμένη στις καρδιές όσων επιζήσαμε. Και ορκιστήκαμε ότι, αν θα ξανάρθουν, θα τους ξεκά νουμε όλους έναν προς^έναν κι ας φοράμε ράσα». «Γέροντα, γιατί δ^ί σκάβετε κρυψώνες; Εκεί θα κρύψετε όλα τα άγια και τα όπλα σας\ Εμείς φεύγοντας θα σας αφήσουμε κάνα δυο μαουζέρια, που θα τα κρατάτε δίπλα στην πόρτα για γρήγορη αντι μετώπιση», απαντάει ο Βασίλ’ αγάς. «Τι είναι αυτά που λες, παιδί μου;» λέει η Σεκερίμ. «Είναι ποτέ δυνατόν άνθρωπος της εκκλησίας, που φοράει ράσο, να σκοτώσει άν θρωπο;» «Μάνα, οι ληστές δε σέβονται τίποτα. Καλύτερα είναι να πέσουν στα χέρια τους τα άγια των αγίων;» της λέει η Ελισάβετ που γνωρί ζει ποια είναι η πραγματικότητα. «Εν πάση περιπτώσει τα πράγματα δείχνουν πως πάμε από το κα κό στο χειρότερο, και δεν περιμένουμε ευτυχισμένες μέρες. ΓΓ αυ τό πάρτε κάθε μέτρο προφύλαξης. Μακάρι να βγω ψεύτης!» συ
290
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
μπληρώνει ο Βασίλ’ αγάς και αποτελειώνει το πρωινό του κάνοντας το σημείο του σταυρού. Ο Αχμέτ αγάς παρακολουθεί τη συνομιλία, που είναι γεμάτη παύ σεις και κουβέντες μετρημένες. «Δεν είναι μόνο οι χριστιανοί που απειλούνται. Οι φιλελεύθεροι Οθωμανοί νιώθουν τα ίδια μαχαίρια να κρέμονται πάνω από τα κε φάλια τους, και ντρέπομαι γΓ αυτό που σας ομολογώ», συμπληρώ νει διστακτικά. «Είσαι Τούρκος, παιδάκι μου, και σου εξομολογούμαστε όλα τα μυστικά μας. Μη μας κακιώνεις και συγχώρησέ μας. Είμαι σίγουρος όμως ότι μας καταλαβαίνεις και δε θα μας προδώσεις. Το μοναστήρι είναι ανοιχτό για όλους. Αν ζήσουμε, θέλουμε να μας ξανάρθεις σαν φίλος όπως και σήμερα», λέει ο καλόγερος στον Αχμέτ αγά και τον ευλογεί βάζοντας το χέρι στο κεφάλι του. «Θυμάσαι, Μεχμέτ αγά, όταν ερχόμασταν στο χωριό μας, στα Ποτάμια, την εποχή του αγαπημένου σουλτάνου μας Αμπντούλ Χαμίντ, τι ταξίδι ήταν αυτό; Εσύ ήσουν νέο παλικάρι κι εγώ νέα κι ό μορφη. Τι τιμές μάς επιφύλασσαν στο δρόμο οι χωρικοί; Από τα χω ριά που περνούσαμε, οι μουχτάρηδες μάς καλωσόριζαν με λουλού δια και γλυκίσματα, με ανοιχτές αγκαλιές και μουσικές. Σε κάθε χω ριό καθόμασταν μέρες, δε μας άφηναν να φύγουμε. Γέροντα, πώς να τα ξεχάσει ο νους αυτά; Τώρα περνάμε από τα ίδια μέρη και κρυ βόμαστε σαν κυνηγημένοι», λέει η Σεκερίμ και πιάνει το χέρι του γέ ροντα. «Χανούμ εφέντιμ, θυμάμαι κάθε φορά που πηγαίναμε στα Ιερο σόλυμα. Εκεί στα χριστιανικά ιερά προσκυνήματα έκανα το δικό μου προσκύνημα, σαν να βρισκόμουν στη Μέκκα. Έμαθα από εσέ να, Χατζή Αναστασία, να αγαπώ και να προσεύχομαι στους χρι στιανούς αγίους, να δέχομαι τα φυλαχτά που μου πρόσφερες και να τα κουβαλάω πάνω μου. Δες, τα φυλάω σαν τα μάτια μου. Είμαι ε νάντιος στα βέβηλα χέρια. Το θέαμα που παρουσιάζεται μπροστά
ΣΕΚΕΡΙΜ
291
μου κάθε φορά που μπαίνω στις εκκλησίες σας για να προσκυνήσω με εξαγριώνει. Όλα αυτά που ομολογώ σήμερα παρουσία του γέρο ντα ξεχάστε τα. Είμαι Οθωμανός και, αν ακουστεί κάτι σχετικό, κιν δυνεύω από τους ίδιους εχθρούς που απειλούν εσάς. Καταντήσαμε να έχουμε τον ίδιο αντίπαλο. Ας με συγχωρήσει σ Αλλάχ». Οι ώρες περνούν γρήγορα. Οι λιγοστοί καλόγεροι και τα πουλε ρικά του μοναστηριού τρέχουν με μικρά γρήγορα βηματάκια. Από τα χαράματα περιφέρονται ασταμάτητα με σκυμμένα τα κεφάλια. Οι μοναχοί παρακαλούν το Θεό για προστασία και συγχώρηση, τα πουλερικά ευχαριστούν το Θεό με τα κακαρίσματά τους όταν τύχει και βρουν στην αυλή κάποιο σκουληκάκι να καταβροχθίσουν. Τα άλλα ζώα, νωχελικά και αδιάφορα, βόσκουν στη δροσερή φθινοπω ρινή λιακάδα μασουλώντας ακατάπαυστα χωρίς να διαθέτουν δευ τερόλεπτο για ευχαριστίες. Ο σκύλος της μονής κάνει σιέστα. Είναι αραγμένος τεμπέλικα στη μέση της αυλής και κοιμάται θαρρείς και πήρε τηλεγράφημα από τις ληστρικές δυνάμεις πως η μέρα θα εί ναι ήσυχη και ειρηνική. Οι Ρώσοι ζητούν να τους μεταφέρουν στο επόμενο χωριό. Αλλά έχουν διαφορετική κατεύθυνάη. Αποχαιρετίζονται και δίνουν ρα ντεβού σε τρεις μήνες στην Κωνσταντινούπολη. Βγαίνει και η τελευταία άμαξα. Οι βαριές πόρτες του Θεολόγου κλείνουν. Στις καρδιές όλων επικρατεί συγκρατημένη αισιοδοξία. Τα μεγάλα φαράγγια και τα άγρια ηφαιστειογενή βράχια δεξιά και αριστερά δεν τους τρομάζουν.
«Κοίτα, κοίτα κει, πίσω από τα βράχο, Αϊσέ!» φωνάζει η Σεκερίμ δεί χνοντας με το δάχτυλο μερικούς εργάτες κακομοίρηδες σκυμμένους πάνω στους βράχους με σκαρπέλα να βγάζουν μεγάλα κομμάτια μάρμαρο. Αμέσως μετά ξανασηκώνει το δάχτυλο και της δείχνει κάποιους
292
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
άλλους που με αξίνες σκάβουν στα αρχαία ερείπια. Τα πλούσια με ταλλεύματα και οι μεγάλες ποσότητες χρυσού που περιέχονται στα σπλάχνα της περιοχής από τους παλιούς χρόνους έκαναν τους κα τοίκους χρυσοχόους, τεχνίτες του χαλκού και της αγγειοπλαστικής. Όταν οργώνουν τα χωράφια ή όταν σκάβουν λάκκους για να φυτέ ψουν τα αμπέλια, πέφτουν στα χέρια τους χρυσά απομεινάρια. «Τι τα θέλουν και μαζεύουν παλιά σκουπίδια και σπασμένα αγ γεία; Α πα πα πα!» λέει η Σεκερίμ και κουνάει το κεφάλι με αηδία. «Χανούμ εφέντιμ, θα βρίσκουν πολύ χρυσάφι κι εμείς νομίζουμε πως είναι σπασμένα κομμάτια από γυαλί», απαντά η Αϊσέ έχοντας το κεφάλι κρεμασμένο έξω από το παράθυρο με μάτια ορθάνοιχτα, παρατηρώντας άλλους πιο κάτω να σκάβουν με μανία και μια άλλη ομάδα που ξεδιαλέγει τα ευρήματα. «Αϊσέ παιδί μου, αυτό είναι γρουσουζιά. Είναι πρέπον; Πώς το βλέ πεις εσύ ν’ ανοίγουν τάφους, έστω και αρχαίους, και να παίρνουν τα θαμμένα και να φεύγουν; Τότε το πνεύμα του πεθαμένου τούς ακο λουθεί. Για να ζητήσει εκείνος να θαφτεί μαζί με τα πράγματά του ση μαίνει ότι δεν πρέπει να τα αποχωριστεί. Δεν έχω δίκιο, παιδάκι μου;» «Αν είναι έτσι, χανούμ εφέντιμ, ο σουλτάνος πριν πεθάνει πρέπει να αδειάσει ολόκληρο το παλάτι και να θάβουν επί μέρες μαζί του τα πράγματα που αγαπάει. Πόσο μεγάλο τάφο λοιπόν πρέπει να έ χει ο σουλτάνος για τα καλούδια του;» παρατηρεί έξυπνα η νέα κο πέλα και γελούν και οι δυο τους, ενώ συγχρόνως χτυπούν ξύλο. «Κούφια η ώρα που τ’ ακούει! Μη συμβεί τέτοιο κακό στον πατισάχ!» «Μη φοβάσαι. Αν πεθάνει ένας σουλτάνος, τον διαδέχεται από την προηγουμένη ο διάδοχός του, κι έτσι τα αυτοκρατορικά τους μεγα λεία και τα αξιώματα δε χάνονται ποτέ. Μπρε κουζούμ, πόση ώρα έχομε στο δρόμο αυτό; Τούτοι εδώ ακόμα τάφους ανοίγουν; Κακό γιαρά* να τους βρει και να μην τους αφήσει! Μπρε καταραμένα σκυ λιά, αφήστε ήσυχους τους συχωρεμένους!»
ΣΕΚΕΡΙΜ
293
«Καλέ χανούμ εφέντιμ, αυτοί έχουν πεθάνει εδώ και χιλιάδες χρό νια, είναι η παρέα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και ακόμα πιο παλιά. Δε θυμάσαι που την άλλη φορά που περνούσαμε μας τα έλεγε ο Βασίλ’ αγάς;» «Δεν ξέρω τι λες εσύ, εγώ ξέρω ότι πρέπει να τους αφήσουν να κοι μηθούν εν ειρήνη. Τόσος χώρος υπάρχει ολόγυρα, τους τάφους ήρ θαν να ανοίξουν; Πιο κάτω αρχαία χώματα είναι και αυτά. Έλα τ<ί>ρα, βγάλε κανένα ακιντέ να γλυκάνουμε το στόμα μας και βάλε κι έ να στο στόμα του παιδιού. Μόνο παρακολούθα τη μικρή να μην πνι γεί με το τράνταγμα της άμαξας». Το τοπίο δίνει τα γνωρίσματα της αρχαίας πόλης. Κολόνες σκα λιστές όρθιες και πεσμένες στη γη, θύματα των ανθρώπινων επι δρομών και του αδηφάγου χρόνου, μαρτυρούν τον πολιτισμό που ά φησαν πίσω τους οι Έλληνες. «Αϊσέ, αυτές οι κολόνες δεν είναι σαν ιμ αυτές που έχομε στα Πο τάμια δίπλα στο πηγάδι; Λες να είμαστέ^ι εμείς απόγονοι αυτών των καημένων που ξεθάβουν τα φανατισμένα σκυλιά;» «Χανούμ εφέντιμ, νομίζω πως αριστερά είναι το χωριό Γόρδιο. Καινούριο δρόμο πήραν οι αμαξάδες, δεν ξαναπεράσαμε από τέτοια μέρη άλλη φορά. Πάρε έναν υπνάκο, θα σε νανουρίσουμε παίζο ντας με την Αναστασία και τον τζουτζέ της». Η περιοχή είναι γεμάτη αμπέλια και η μυρωδιά του ξινού στα φυλιού είναι διάχυτη στον αέρα. Ξυπνούν την κυρά που κοιμήθηκε τον ύπνο του δικαίου, αφού προηγουμένως πιπίλησε μισή οκά ακιντέδες, που ευωδίαζαν καραμέλα και σουσάμι. Με το που ανοίγει τα μάτια ζητάει το επιθυμητό: «Αϊσέ μου, τον πήρα τον υπνάκο μου λιγάκι. Πεθύμησα ένα πο τήρι κρασί. Χμ, τι ωραία μυρίζουν έξω τ’ αμπέλια!» λέει μισονυσιαγμένη η Σεκερίμ και διορθώνει τα μαξιλάρια που την αγκαλιάζουν. «Χανούμ εφέντιμ, έκανες καλό ύπνο;» τη ρωτάει με αγάπη πε ρισσή η Αϊσέ.
294
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
«Αμάν, αμάν! Αϊσέ μου, και τι δεν ονειρεύτηκα! Πνεύματα αρ χαίων Φρύγων, στοιχειά κουκουλωμένα με μαύρες κάπες, φαντά σματα μεγάλα σαν τρία μπόγια άντρα, μάγισσες και χαρτορίχτρες. Η Παναγιά μαζί μας! Ή ταν και οι ακιντέδες που έφαγα και με βά ρυναν. Τώρα σε λίγο θα κάνουμε μια καλή στάση να φάμε το μεση μεριανό μας, να πιούμε λίγο νερό και να ξεμουδιάσουμε. Χτύπα στον αμαξά να δώσει σήμα στον Βασίλ’ αγά να σταματήσουμε. Κουρά στηκα, κόρη μου». «Νόνα, πες μου ένα αληθινό παραμύθι!» ζητάει η μικρή εγγονή χτυπώντας τις παλάμες των χεριών της. Οι οπλές των αλόγων χτυπούν ζωηρά στο χώμα και αφήνουν έ ντονα ίχνη πίσω τους. Η γλυκομίλητη νόνα βολεύεται στο κάθισμα της άμαξας, στοιβάζει καλά τα μαξιλάρια γύρω στη μέση και στην πλάτη της, παίρνει στις χούφτες της τα τοσοδούλικα στρουμπουλά χεράκια της εγγονούλας της και αρχίζει: «Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας σουλτάνος και είχε πέντε γυ ναίκες. Τη Ναζικεντά, την Μπεντριφελέκ, τη Νουρεφσούν, την Μπιντάρ και τη Μουσφίκα. Είχε και πολλές κόρες και γιους. Το σουλτά νο τον μεγάλωσε μια πολύ όμορφη και νέα παραμάνα που την έλεγαν Περεστού χανούμ, η οποία αργότερα απέκτησε και τον τίτλο της βαλιντέ σουλτάνας, θέση εξέχουσα, που κατέχει η μητέρα του πατισάχ ανάμεσα σε όλες τις γυναίκες του. Το χαρέμι του το αποτελούσαν πα νέμορφες κοπέλες, που τα μαλλιά τους και το δέρμα τους είχαν δια φορετικό χρώμα, αφού ήταν αγορασμένες στα σκλαβοπάζαρα της Αιγύπτου και της Βηρυτού. Ήτανε άσπρες, σταράτες, μελαψές και μαύρες αραπίνες. Ο σουλτάνος είχε στις διαταγές του βεζίρηδες, πα σάδες, αγάδες, κάλφες, γιατρούς και πολλούς υπηκόους». «Νόνα, λάθος άρχισες το παραμύθι σου. Η Αϊσέ το αρχίζει δια φορετικά: Μπιρ βαρμίς, μπιρ γιοκμούς».10 10. Μια φορά κι έναν καιρό.
ΣΕΚΕΡΙΜ
295
Η Αϊσέ ξεσπάει σε τρανταχτά γέλια και δικαιολογείται πως τα πα ραμυθία της Χαλιμάς αρχίζουν όλα με αυτές τις λέξεις, που έχουν τη δύναμη να μας μεταφέρουν σε άλλη εποχή, οε άλλους κόσμους. «Αχ, Αϊσέ, τι μας κάνεις!» μουρμουρίζει η Σεκερίμ και με κάπως νυσταγμένη φωνή συνεχίζει: «Μπιρ βαρμίς, μπιρ γιοκμους, ο σουλτάνος φόρεσε τα χρυσοποί κιλτα ρούχα με τα πολλά γιορντάνια* τα φλουριά και κάθισε στο θρό νο να καμαρώσει την αυτοκρατορία του, που ήταν τόσο μεγάλη όσο το βασίλειο του δικού μας σουλτάνου. Όλος ο κόσμος κι ο ντουνιάς χώραγε μέσα και περίσσευε. Από μπροστά του περνούσαν οι στρα τηγοί και του έδιναν τα νέα από την Αίγυπτο, τη Συρία, τη Βουλγα ρία, τη Μακεδονία, την Ανατολική Ρωμυλία και άφηναν στα πόδια του χρυσάφι, πεσκέσι. Τα πλουτη της χώρας ήταν αμέτρητα. Οι εργάτες έβγαζαν από τη γη τα ορυκτά και τις πολύτιμες πέτρες. Οι γεωργοί όργωναν και θέριζαν το σιτάρι. Οι βοσκοί έτρεφαν τα ζωντανά και με το γάλα τους έφτιαχναν τα τυριά κι έπαιρναν το κρέας \ους. »Οι υπήκοοι προσκυνούσαν το θρόνο του σουλτάνου χωρίς να ση κώνουν το κεφάλι να τον κοιτάξουν, γιατί αν το σήκωναν την άλλη μέ ρα θα βρισκόταν κομμένο και πεταμένο στα τσακάλια. Οι Ρώσοι έ μποροι άφηναν στα πόδια του πολύτιμες πέτρες, μπριλάντια και ζα φείρια, κι αυτός φώναζε την έμπιστή του κεντήστρα και τη διέταζε να κεντήσει τον ουρανό με τ’ άστρα και πιο πολύ από όλα τα αστέρια να λάμπει η σελήνη φτιαγμένη με διαμάντια, μέσα σε κατακόκκινο ου ρανό από ρουμπίνια. Καλούσε ακόμα το χρυσοχόο του παλατιού και τον διέταζε να κατασκευάσει τα ομορφότερα κοσμήματα για τη θετή του μάνα, που τον μεγάλωσε με αγάπη, και για τις γυναίκες του και τις άλλες χανούμισσες του χαρεμιού, γιατί διασκέδαζε και περνούσε ευ χάριστα μαζί τους. Και όταν οι γυναίκες του ντύνονταν και στολίζονταν, ήταν σαν να είχε μπροστά του νεράιδες και να ζούσε σε όνειρο. »Στις γιορτές και τις τελετές το Ντολμαμπαχτσέ σαράι, έτσι λέ γανε το παλάτι του, έλαμπε. Και όπως ήταν φωτισμένο, ακόμα και
296
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
το φεγγάρι το ζήλευε κοιτώντας το από ψηλά και έκλαιγε. Μια μέ ρα θέλησε να το εκδικηθεί. Έστειλε δίπλα στον πατισάχ ένα βεζίρη, που στο μυαλό του είχε πάντα την μπαγαποντιά και την προδοσία. Ο πολυχρονεμένος δεν τα έβλεπε αυτά, γιατί μοναδικός σκοπός του ήταν να εκσυγχρονίσει την αυτοκρατορία με σχολεία, πανεπιστή μια, δρόμους, σιδηρόδρομους, να μάθει τους χωρικούς καινούριους τρόπους, να σπέρνουν, να θερίζουν και να αλωνίζουν, για να είναι ό λοι τους πλούσιοι, χαρούμενοι και ευτυχισμένοι με τις σοδειές τους. Και όσο το δυνατόν να μη γίνονται πόλεμοι με στόχο το βασίλειό του. Το συμβούλιο του κράτους, που λέγεται Βουλή, δεν αγαπούσε το σουλτάνο. Το μόνο που επιδίωκε ήταν να τον διώξει από το θρό νο και να κάνει κακό στους πιστούς υπηκόους του. »Τότε ένας στρατηγός του σουλτάνου, που είχε κεφάλι αγγέλου και μυαλό δαίμονα, άρχισε να γυρίζει από χωριό σε χωριό και να ξε σηκώνει τον κοσμάκη εναντίον του πατισάχ. Όσο ξέρουν οι άνθρω ποι του παλατιού από γεωργία, άλλο τόσο γνωρίζουν οι χωρικοί α πό τα ζητήματα του κράτους. Και μια και δυο πίστεψαν τον επανα στάτη στρατηγό που τον λέγανε Κεμάλ». Και οπ, πέφτει το κεφάλι της Σεκερίμ στην αγκαλιά του ύπνου. «Αϊσέ, η νόνα μου κοιμήθηκε. Έλα, Αϊσέ, συνέχισε εσύ το όμορ φο παραμύθι της γιαγιάς μου!» διαμαρτύρεται η Αναστασία. «Εγώ δεν ξέρω τόσο ωραία παραμύθια σαν κι αυτά που λέει η για γιά», της απαντά εκείνη. «Θα την περιμένουμε να ξυπνήσει να μας τελειώσει το παραμύθι, γιατί θέλω να τ’ ακούσω από το στόμα της, να το μάθω κι εγώ».
Αφήνουν αριστερά την Άγκυρα και στο δρόμο προς το Κιρσεχίρ συ ναντούν το περίφημο καραβάν σεράι11των σελτζούκηδων σουλτάνων. 11. Οι σελτζούκηδες σουλτάνοι κατάλαβαν πολύ γρήγορα τη σπουδαιότητα του
ΣΕΚΕΡΙΜ
297
Χτίστηκε το δέκατο τρίτο αιώνα και είναι το πιο παλιό στην περιο χή της Καππαδοκίας. Για πολλούς αιώνες το χάνι αυτό φιλοξένησε μεγάλους εμπόρους και εξερευνητές, διότι βρίσκεται πάνω στο Δρό μο του Μεταξιού που διασχίζει την Ανατολή. Δε μένουν παρά δύο μέρες το πολύ για να φτάσουν στον προο ρισμό τους. Ο Βασίλ’ αγάς κοιμάται και δεν αντιλαμβάνεται πως η απόστα ση που τους χωρίζει από το χωριό τους έχει μικρύνει σημαντικά. «Βασίλ’ αγά, θα σταματήσουμε σιο χάνι ή θα το προσπεράσουμε;» ρωτάει διατακτικά ο Σύριος αμαξάς ξυπνώντας τον, παρόλο που γνωρίζει καλά την ταλαιπωρία του από το ατύχημα. Ο αφέντης του έχει να κοιμηθεί νύχτες ολόκληρες και από το πέσιμο το στραμπουληγμένο του πόδι έχει πρηστεί. «Να σταματήσουμε! Δεν κατάλαβα για πότε περάσαμε την Άγκυ ρα. Κάνε νόημα στους πίσω ότι θα διανυκτερεύσουμε εδώ και για μια φορά επιτέλους θα ξεκουραστούμε σαν άνθρωποι». Το καραβάν σεράι περιβάλλεται από ένα οχυρωμένο μεσαιωνι κό τείχος χτισμένο από πέτρα ροζ πελεκητή, που το στολίζει μια γιγαντιαία πόρτα. Οδηγεί οε μια τεράστια αυλή, μέσα στην οποία οι ντεβεντζήδες* φορτώνουν και ξεφορτώνουν τα εμπορεύματα κάτω α πό μια πανύψηλη θολωτή σάλα. Ολόγυρα στην αυλή υπάρχουν ευ ρύχωρα δωμάτια. Είναι οι τραπεζαρίες, η τράπεζα, το λογιστήριο, το επιδιορθωτήριο των αμαξών, οι αποθήκες, το χαμάμ και οι τουα λέτες. Για πρώτη φορά χαίρονται πραγματικά αυτή τη ζεστή ατμό σφαιρα και μεθούν από τις εξωτικές μυρωδιές των μπαχαρικών, της βανίλιας, των αιθέριων αρωμάτων και του καβουρδισμένου ξανθού καφέ, που τόσο τους έλειψαν. εμπορίου για την ευημερία της αυτοκρατορίας τους. Εγκατέστησαν στάσεις για τα καραβάνια σε απόσταση μιας ημέρας ταξίδι (15-30 χιλ.) για να διευκολύνουν τις εμπορικές δοσοληψίες. Η αυτοκρατορία για να κατασκευάσει αυτά τα χά νια επέβαλε ένα φόρο στις μεγάλες συναλλαγές.
298
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
Πάντως αυτό που κυρίως επιθυμούν είναι να απλώσουν την α ρίδα τους μέσα σε καθαρά σεντόνια χωρίς απρόοπτα και συγκινή σεις. Μόλις οι άμαξες σταματούν, ανοίγουν οι πόρτες και προτού α κόμα πατήσουν το γοβάκι τους στο χώμα καταφθάνουν τρεχάλα οι υπηρέτες, υποκλίνονται, λένε το όνομά τους και αρπάζουν τα πράγ ματα για να τα μεταφέρουν στα υπνοδωμάτια. Η Σεκερίμ είναι ενθουσιασμένη. Τρέχει προς το θολωτό, όπου οι ντεβεντζήδες μικροπωλητές έχουν απλώσει την πολύχρωμη πραμά τεια τους, για να απολαύσει τα αγαθά τους και να επισημάνει τα μέλ λοντα προς αγορά αντικείμενα. «Για την ευχαρίστηση των ματιών μου», λέει συχνά γελώντας. Σίγουρα θα βρει κάτι να αγοράσει από τα χιλιάδες πράγματα που ζαλίζουν τα μάτια της κόρης της, η οποία δε θέλει ούτε να τα πλησιάσει και δεν ανταποκρίνεται στα καλέ σματα της μάνας της να τα σεργιανίσουν παρεούλα. Έξω από κάθε αντρικό οντά υπάρχει ένας υπηρέτης στη διάθε σή τους, με όμορφη τοπική στολή, και έξω από την πόρτα των γυ ναικών μια νεαρή υπηρέτρια με φορεσιά από το Κιρσεχίρ. Στο ά νοιγμα της πόρτας εκτελούν ταχύτατα και σωστά τις εντολές των αφεντάδων. Η επιθυμία όλων είναι να απολαύσουν ένα χαμάμ. Το αντρικό χα μάμ είναι πράγματι τόπος ευχάριστος. Οι άντρες είναι όλοι Τούρ κοι και μιλούν με βαριά προφορά για την επιτυχία ενός συνεδρίου. «Αχμέτ αγά, δώσε προσοχή στη συνομιλία των διπλανών μας. Φαίνεται ότι είναι στελέχη του λαϊκού κινήματος και έλαβαν μέρος στο συνέδριο του ανυπότακτου Κεμάλ που συγκλήθηκε στη Σεβά στεια», λέει ο Βασίλ’ αγάς και τεντώνει τα αφτιά του για να πιάσει κουβέντες. Οι υδρατμοί εμποδίζουν να διακρίνουν τα πρόσωπά τους. Πλη σιάζουν σιγά και ακούν: «Οι Έλληνες είναι το μεγάλο πρόβλημα. Αν δε λάβουμε γρήγορα τη βοήθεια των Ρώσων, θα προχωρούν σχεδόν ανενόχλητοι προς την
ΣΕΚΕΡΙΜ
299
ενδοχώρα. Δυστυχώς αναμένουν δυνάμεις από τους Συμμάχους. Όμως δε θα πάρουν εύκολα τα κεφάλια μας. Με δουλειά και επιδεξιότητα κερδίσαμε την εμπιστοσύνη της Ανατολίας. Οργανώσαμε το πα τριωτικό δίκτυο και διαθέτουμε σημαντικές στρατιωτικές δυνάμεις στις περιοχές της Ανατολής. Οι κρατικές υπηρεσίες είναι εξ ολοκλή ρου στα χέρια μας. Ελέγχουμε τα πάντα. Τίποτα δεν μπορεί να ανα χαιτίσει την επανάστασή μας. Είμαι πεπεισμένος ότι θα νικήσουμε». «Κι εγώ έχω την ίδια ακριβώς γνώμη. Σε λίγο θα έχομε την κυ βέρνηση στα χέρια μας με εκλογές. Και μετά θα πετάξουμε τους Συμμάχους στη θάλασσα, για να τους αποδείξουμε ότι οι Νεότουρκοι δεν αστειεύονται», λέει ένας άντρας με πυκνό μαύρο μουστάκι και μια βούλα στο σαγόνι. Σταματούν για λίγο την κουβέντα και χτυπούν το καμπανάκι, που βρίσκεται στο μάρμαρο, για να ρθει ο μαύρος να τους τρίψει το σώ μα. Μετά το τρίψιμο ο δούλος δέχεται μια κλοτσιά, που σημαίνει «χάσου από μπροστά μας». «Πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί στην εκλογική εκστρατεία. Ο πρόεδρος θα κατεβεί νοτίως της Άγκυρας και εμείς θα τραβήξου με προς το βορρά. Θα διανείμουμε φυλλάδια και θα πείθουμε όλους τους κατοίκους της επαρχίας χτυπώντας τις πόρτες μία μία να γί νουν δικοί μας. Η Ανατολία θα μας δώσει την οριστική νίκη». Και με κινήσεις βάρβαρες βουτάει την πετσέτα, σκουπίζεται και την πετάει στο πρόσωπο του συνομιλητή του, για να σκουπιστεί κι εκείνος. «Δεν έχουμε περιθώρια ήττας», λέει το θύμα της πετσέτας τρα βώντας την από τα μούτρα του και πετώντας τη στο τρεχούμενο νε ρό. «Ήρθε η ώρα να αποδείξουμε πως είμαστε οι εκλεκτοί του λαού. Το μέλλον του κινήματος και του καθενός μας ξεχωριστά εξαρτάται από αυτό που θα βγάλει η κάλπη, μιας και όλοι είμαστε υποψήφιοι». «Ο πρόεδρος κουράζεται πολύ και αδυνάτισε», συμπληρώνει ο.συνομιλητής του. «Πίνει πολύ κι ένα βράδυ στη Σεβάστεια τον άκουσα
300
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
να ξερνάει όλη νύχτα. Την άλλη μέρα το πρωί ήταν όρθιος, σαν να μη συνέβη τίποτα, και αστειευόταν με προεκλογικά συνθήματα. Έλε γε, ίσως είναι λίγο υπερβολικό, ότι υπάρχει κίνδυνος μετά τη νίκη μας να μεταβοΰμε στην Κωνσταντινούπολη για να κηρύξουμε την έναρ ξη των εργασιών του Κοινοβουλίου, διότι υπάρχει το ενδεχόμενο να συλληφθούμε από την αστυνομία του σουλτάνου. Η πρωτεύουσα ε λέγχεται από τις δυνάμεις κατοχής και κάνει σκέψεις να μεταφερ θεί η Βουλή προσωρινά στην Ανατολή για λόγους ασφαλείας». «Νομίζω ότι το πάει για ανοιχτή σύγκρουση με την Πύλη. Δεν το βλέπεις; Κατ’ εμέ δεν πρέπει να το επιχειρήσει. Δε θα με βρει σύμ φωνο», λέει ο άντρας που έχει γυρισμένη την πλάτη προς τον Βασίλ’ αγά και, τελειώνοντας τη φράση του, κοιτάζει γύρω για να βεβαιω θεί ότι δεν υπάρχουν κοντά του ύποπτα πρόσωπα. Βεβαιώνεται ότι η παρέα δεξιά τους είναι γνωστοί, αλλά οι πίσω λουόμενοι προκαλούν την περιέργειά του. Πλησιάζει για γνωριμία, παρασύροντας και το συνομιλητή του. Ο Μεχμέτ αγάς και οι άλλοι έχουν καταπιεί τη γλώσσα τους. Το ζήτημα είναι να τη γλιτώσουν τώρα και μετά θα κλειστούν στα δω μάτιά τους και θα φύγουν πριν δύσει το φεγγάρι. Οι υπηρέτες βλέπουν να σηκώνονται οι δύο άντρες και νομίζουν ότι τελείωσαν το πλύσιμο και πριν δεχτούν κι άλλη κλοτσιά σπεύδουν με λινές πετσέτες και τους περιτυλίγουν σαν μούμιες και μετά τους αρ πάζουν από τα χέρια και σχεδόν σπρώχνοντάς τους τους ξαπλώνουν στους μαρμάρινους πάγκους για τις εντριβές με τα αιθέρια έλαια. Ο Βασίλ’ αγάς και οι δικοί του βρίσκουν την ευκαιρία και σκορ πίζονται μέσα στα λουτρά, όπου οι ατμοί τούς κάνουν αόρατους, και μετά ένας ένας βγαίνουν στην αυλή κακήν κακώς. Βεβαιώνονται ό τι οι άμαξες είναι κρυμμένες σε απόμερες γωνιές μέσα στο αμαξο στάσιο και μετά πάνε στα δωμάτιά τους. Ξεραίνονται στα γέλια και γεμίζουν τις χούφτες των δούλων, που τους περιμένουν μπροστά στην πόρτα, με χρυσά γρόσια λέγοντας:
ΣΕΚΕΡΙΜ
301
«Δε μας είδατε. Δε μας ξέρετε. Να καταπιείτε τη γλώσσα σας σε όποιον σας ρωτήσει οτιδήποτε». «Αγά εφέντιμ, είμαστε τυφλοί, μουγκοί και κουφοί». Υποκλίνονται βαθιά και μένουν με το κεφάλι στο χώμα μέχρι να τους διατάξει ο Βασίλ’ αγάς να σηκωθούν. «Φροντίστε τις γυναίκες. Να στείλετε στα δωμάτια φαγητά και σερμπέτια». Η Σεκερίμ με την Ελισάβετ και τη συνοδεία τους έχουν εγκατα σταθεί στην απέναντι μεριά του πρώτου πατώματος μακριά από τους άντρες. Επικοινωνούν με μηνύματα, που επιδίδονται από τους προ σωπικούς δούλους. Ο Βασίλ* αγάς στέλνει γραπτό μήνυμα στη γυναίκα του: «Μα ζευτείτε όλες, φάτε και κρατήστε μέσα στο δωμάτιο κλειδωμένες ό λες τις δούλες. Αντιλήφθηκαν την παρουσία μας. Υπάρχει μεγάλος κίνδυνος από φιλοξενούμενους στο χάνι». Η Ελισάβετ μόλις διαβάζει το μήνυμα βάζει μέσα όλες τις υπη ρέτριες με εξυπνάδα και μαεστρία. Η Σεκερίμ διαμαρτύρεται και τραβάει προς την πόρτα να βγει έξω. «Με τις δούλες θα κοιμηθούμε; Τι στο καλό το θέλαμε το καραβάν σεράι; Αφήστε με ήσυχη, θα πάω όπου θέλω!» «Μάνα, ησύχασε! Μην κάνεις έτσι, θα ο τα πω όλα!» Την αγκαλιάζει και της διαβάζει τις γραπτές συστάσεις του ά ντρα της. Οι δύο γυναίκες πλησιάζουν το καφασωτό παράθυρο και ξεχνιούνται χαζεύοντας την κίνηση στην αυλή, που δεν έχει κοπάσει παρά την προχωρημένη ώρα και το κρύο. Οι δούλες σερβίρουν το φαγητό στις γυναίκες επάνω σε τεράστια σινιά,* μαζεύουν τα αποφάγια με μάτια κατεβασμένα και αμίλητες, γονατίζουν δίπλα στον τοίχο και περιμένουν εντολές. Ένα χτύπημα στην πόρτα τις ξυπνάει. Η Ελισάβετ κάτω από τη ζακέτα της έχει κρυμμένο το όπλο. Το παίρνει, πλησιάζει την πόρ τα και ρωτάει πριν ανοίξει.
302
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
Είναι ο Αχμέτ αγάς με το δούλο του. «Κάντε γρήγορα, φεύγουμε! Ο Βασίλ’ αγάς και οι άλλοι ζεύουν τα άλογα. Καλύψτε κάπως τα πρόσωπά σας πριν βγείτε έξω και σκε παστείτε γιατί ρίχνει ψιλό χιόνι». «Αυτό μας έλειπε!» μουρμουρίζουν ψιθυριστά και κουκουλώνουν τη μικρή Αναστασία, που ευτυχώς δεν κλαίει.
Σε μερικά χιλιόμετρα μακριά από το χάνι οι άμαξες σταματούν και ο Βασίλ’ αγάς επιβιβάζεται στην άμαξα της πεθεράς του για να της διηγηθεί τα καθέκαστα. «Πρέπει να βρεθεί ο κατάλληλος τρόπος και ένα ασφαλές μέ σον να στείλουμε μήνυμα στο σουλτάνο και να αναφέρουμε το γε γονός. Από εκείνη τη στιγμή σπάμε τα κεφάλια μας με τους αγά δες πώς να στείλουμε ένα τηλεγράφημα. Οι επαναστάτες ελέγχουν όλες τις κρατικές υπηρεσίες και κρατάνε τα ταχυδρομεία στα χέ ρια τους». «Βασίλ’ αγά, στείλτε γράμμα με το σιδηρόδρομο. Καλοπληρώστε έναν από τους Γάλλους υπαλλήλους και ζητήστε να το παραδώσει στο σουλτάνο. Τάξε του είκοσι χρυσά ή και περισσότερα. Δώσ του τα μι σό και τα άλλα μισά θα τα πάρει από τον πατισάχ μόλις παραδώσει το μήνυμα. Τι λες, καλή ιδέα δεν είναι αυτή;» Κατενθουσιασμένος ο Βασίλ’ αγάς αρπάζει και φιλάει τα χέρια της πεθεράς του και τα γα λάζια του μάτια αστράφτουν από χαρά. Πραγματικά, η ιδέα είναι κα ταπληκτική. Η Σεκερίμ συνεχίζει: «Προσοχή όμως, τέκνο μου, δί δοντας το σημείωμα στο μεταφορέα να του πείτε να το φυλάξει πά νω του σε ασφαλές μέρος, στο σώβρακό του ή στο τσουράπι του ή να το ράψει σε καμιά φόδρα της στολής του. Αν προδοθεί και κιν δυνεύει, να το φάει χωρίς δεύτερη σκέψη, διότι αλλιώς θα χάσει το κεφάλι του. Μην του δώσεις όμως κανένα φιρμάνι, ένα χαρτάκι με νόημα δώσ’ του. Να τα εξηγήσεις όλα λεπτομερώς, τζιγέρι μου, ε
ΣΕΚΕΡΙΜ
303
ντάξει; Τώρα κοιμήσου γιατί είσαι σκοτωμένος στην κούραση». Κρατάει το χέρι του με μητρική ζεστασιά σαν αληθινή μάνα. Αυ τή είναι η Σεκερίμ, γυναίκα εύστροφη, αποτελεσματική. Δίνει με α στραπιαία ταχύτητα τη γνώμη της και η εμπειρία της σε βοηθάει να βρίσκεις λύσεις. Ο γαμπρός της, ικανοποιημένος από την πρότασή της, παιδεύει το σχέδιο στο μυαλό του μέχρι που τον παίρνει ο ύπνος και αρχίζει ένα πανηγυρικό ροχαλητό. Ονειρεύεται ότι είναι Πάσχα και βρίσκονται όλοι τους στην αυ λή του αρχοντικού τους στα Ποτάμια. Ψήνουν αρνιά με διεθνείς προ σωπικότητες και Τούρκους κυβερνώντες. Ο ναύαρχος Κάλθροπ κα θοδηγεί πώς να ψηθεί καλά το μανάρι με τραγανή πέτσα. Ο υπουρ γός των Εξωτερικών Κόρζον τους συμβουλεύει να αρχίσουν να τσι μπάνε μόλις ξεροψήνονται οι πέτσες, γιατί είναι νόστιμες μόνον ό ταν το αρνί γυρνάει στη σούβλα και τσιτσιρίζονται τα παχιά. Ζητά νε από την Ελισάβετ να τους μαγειρέψει φακές και όλοι τους χο ρεύουν και χαίρονται και τρώνε και φουσκώνουν, χοντραίνουν σαν μπαλόνια και στο τέλος σκάνε, και τα κομμάτια τους πετάγονται γύ ρω στις γλάστρες με το βασιλικό... Σκύβει μέσα στον ύπνο του ο Βασίλ’ αγάς να μαζέψει τα πούρα που πετάχτηκαν από τα εξοχότατα στόματα των ξένων Ευρωπαίων μουσαφίρηδων. Η φλόγα των πούρων όμως βάζει φωτιά στα ξερά και στα χλωρά χόρτα της αυλής και κάνει κάρβουνα τις γλάστρες με τους βασιλικούς. Μέσα στο σπίτι οι Νεότουρκοι, με πρώτο μουσαφίρη τον Μουσταφά Κεμάλ, ντυμένοι αρχαιολόγοι, σκάβουν τα πατώμα τα με πελώριες αξίνες. Ξηλώνουν τα πάντα αναζητώντας αρχαία και πέφτουν πάνω στις γαλαρίες με το θησαυρό. Τον κουβαλάνε πανη γυρίζοντας στην καμένη αυλή και τον φορτώνουν στα κοκαλιάρικα μουλάρια τους. Τους κυνηγάει κλαίγοντας η Ελισάβετ και χάνεται μα ζί τους. «Το βιος μου!» φωνάζει και ξυπνάει εξοργισμένος ο Βασίλ’ αγάς. Επηρεασμένος από το όνειρο, φοβάται και το κρατάει δικό του. Σκουπίζει με το μαντίλι τον ιδρώτα και κοιτάζει έξω από το
304
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
παράθυρο της άμαξας. Διαπιστώνει ότι έπεσαν σε χιονοθύελλα. Σε λίγες ώρες τα πάντα έγιναν κατάλευκα. Οι άμαξες κρατάνε α νοιχτούς τους δρόμους, τα άλογα φαίνονται δυνατά και μόνο η πα γωνιά κάνει τα κορμιά των ταξιδιωτών να τρέμουν. Κάθε ώρα περί που οι οδηγοί αλλάζουν για να ζεσταθούν. Η Ελισάβετ παίρνει τα ηνία της πρώτης άμαξας. Ξυλιασμένη καρφώνει τα μάτια στους κορμούς των δέντρων, όπου είναι γραμ μένες λέξεις με μαύρα γράμματα, αλλά δεν μπορεί να ξεχωρίσει. Πράγματι, πλησιάζοντας διαβάζει στα τουρκικά και στα ελληνικά: «Θάνατος στους γκιαούρηδες». Ο πρώτος άνθρωπος που βρέθηκε στο δρόμο τους, ένας καταρα μένος χωριάτης που συνόδευε δύο ταύρους, αντί να σκύψει το κεφά λι, όπως έκαναν όλοι όσους συνάντησαν ως τώρα, σηκώνει την αξίνα απειλητικά. Φαίνεται γνώρισε τις πολυτελείς άμαξες και ξύπνησαν τα αιμοβόρα ένστικτά του. Θυμωμένος ο Βασίλ’ αγάς ζητάει να συμφωνήσουν όλοι, κατα νοώντας τον κίνδυνο, να μην κάνουν καμιά στάση για ξεκούραση. Να τραβήξουν κατευθείαν για το χωριό τους, να κοιμηθούν ήρεμα στα κρεβάτια τους, πρώτα ο Θεός! Συμφωνούν και μοιράζονται όσα τρόφιμα έχουν απομείνει.
Αφήνουν το κάτασπρο Νεφσεχίρ και συνεχίζουν την πορεία τους μέσα στη νύχτα. Ο Βασίλ’ αγάς βγάζει από την τσέπη του γιλέκου του το χρυσό ρολόι. Είναι τρεισήμισι το πρωί. Οι άμαξες και οι αρα μπάδες δεν άναψαν τα φανάρια, το χιόνι φωτίζει το δρόμο και τα ά λογα τρέχουν με σκυμμένα τα κεφάλια. «Φτάνουμε!» σκέφτεται ο καθένας χωριστά. Η Ελισάβετ οδηγεί την πρώτη άμαξα. Έβαλε στοίχημα να την πά ει μέχρι την αυλή της, και θα το κερδίσει! Δύο χωριά τούς χωρίζουν ακόμα και νομίζει ότι περνάει ανάμεσα από τα λιβάδια της. Έτσι κά-
ΣΕΚΕΡΙΜ
305
τασπρα, σκεπασμένα με ίο χιόνι, δεν χα αναγνωρίζει, όμως μυρίζει τον αέρα, που έχει τη γεύση της δικιάς της γης. Ένα μπλόκο τούς σταματάει απότομα. Η Ελισάβετ, οδηγός του κομβόι, σηκώνει το φανάρι και αντικρίζει ένα τσούρμο άντρες. Έχουν φάτσες κακοποιών. Τρέμει. Προσπαθεί να κρατήσει τα δόντια της να μη σπάσουν από το φόβο και επιστρατεύει όλο το κουράγιο και το μίσος που έχει μέσα της για να πάρει δύναμη. Ένας από αυτούς, μεσήλικας, προλαβαίνει να σκαρφαλώσει δί πλα της και τη ρωτάει σε άσχημα τουρκικά: «Εφέντιμ, τα φέρατε; Τα φέρατε τα όπλα; Σε ποια άμαξα τα έ χετε;» Η Ελισάβετ καταλαβαίνει ότι οι Τούρκοι κάνουν λάθος. «Κουβαλάμε τραυματίες. Αυτά που ζητάτε μας ακολουθούν. Πε ριμένετε. Σε μισή ώρα τα όπλα θα τα έχετε στα χέρια σας. Η απο στολή καθυστέρησε στο καραβάν σεράι λόγω της κακοκαιρίας. Δεν έχομε καιρό για χάσιμο». Και δίνει με όλη της τη δύναμη μια καμτσικιά στα άλογα, που ξε κινούν σαν τρελά. Μόλις που προλαβαίνει να πηδήσει ο Τούρκος, που στο πήδημα σκίζει το σαλβάρι του. Το κομμένο πανί σκαλώνει στην άμαξα και ανεμίζει σαν σημαία. Το βλέπει η Ελισάβετ και γελάει. «Ευτυχώς που δεν κατεβήκατε από τις άμαξες! Ευτυχώς που δεν κουνηθήκατε!» παραμιλάει. Πραγματικά κάποιο χέρι θεϊκό συγκρότησε τους άντρες και δεν πήδησαν από τις άμαξες για να πάρουν το λόγο.
Η άφιξη στα Ποτάμια
«ΝατόΧΩΡΙΟ μας! Επιτέλους φτάσαμε!» φωνάζει με ανακούφιση η Ελισάβετ. «Κουράγιο, αλογάκια μου! Τρέξτε! Σε λίγο θα ασχοληθώ μαζί σας. Τρέξτε, γοργοπόδαρα αλογάκια μου!» Τα άλογα υπακούουν και με ασυγκράτητη δύναμη η μια άμαξα μετά την άλλη μπαίνουν στο χωριό. Οι καμπάνες της εκκλησίας του Αϊ-Γιώργη χτυπάνε χαρμόσυνα καλωσορίζοντάς τους. Οι συγχωρια νοί βγαίνουν από τις πόρτες τους κρατώντας πεσκέσια. Τρέχουν πί σω από τις άμαξες μαζί με τα σκυλιά, τις γάτες και τις κότες, που ξέφυγαν από την αυλή τους και σαστισμένες ακολουθούν το μπουλού κι που τρέχει με τσιριχτές φωνές και καλωσορίσματα. «Καλά δεξίματα, καλώς ορίσατε!» Ενώ συγχρόνως αναγγέλλουν: «Η Ελισάβετ του ΒασιΤ αγά ήρθε από την Πόλη με επισήμους». Από το ανοιχτό παράθυρο της άμαξας η Σεκερίμ χαιρετάει τους συγχωριανούς της, που καλά καλά δεν τους αναγνωρίζει. Τους βρί σκει ταλαιπωρημένους και πολύ αλλαγμένους. Διστάζει να προφέρει ακόμα και αγαπημένα ονόματα φίλων της γιατί φοβάται μήπως πέ σει έξω και παρεξηγηθεί. Ο ΒασιΤ αγάς παρατηρεί σοκαρισμένος τα καμένα σπίτια και δεν πιστεύει στα μάτια του. Μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα έγιναν τόσα πολλά! Η Ελισάβετ είναι ευτυχισμέ νη. Όλα είναι υπέροχα γύρω της. Εδώ σ’ αυτόν τον τόπο θέλει να ζήσει, να τον υπερασπιστεί. Περνάει την πόρτα της αυλής του σπιτιού της όπως περνάει ο χριστιανός την πόρτα του παραδείσου.
ΣΕΚΕΡΙΜ
307
Οι υπηρέτες οτο αρχοντικό έζησαν τις τελευταίες εβδομάδες σε μεγάλη αγωνία. Από το προηγούμενο βράδυ, όταν είδαν άσπρο τον ουρανό, κατάλαβαν ότι παραμόνευε το χιόνι. Πριν φέξει καθάρισαν το δρόμο μέχρι κάτω μακριά, τάισαν και περιποιήθηκαν τα ζωντα νά και με τα μάτια καρφωμένα στο δρόμο περίμεναν. Τα τζάκια και οι πορσελάνινες σόμπες στη σάλα και στα δωμά τια μπουμπουνίζουν και οι φωτιές κατασπαράζουν τους κορμούς των δέντρων. Η Ελισάβετ μπαίνει και επιθεωρεί την κουζίνα. Οι χύτρες βράζουν και ευωδιάζει σπιτικό φαγητό. «Σπίτι μου σπιτάκι μου!» μουρμουρίζει. Ανεβαίνει στις κρεβατοκάμαρες, μπαίνει στα δωμά τια των δούλων, επισκέπτεται τους στάβλους με τα άλογα, τα πρό βατα, τα γίδια. Στα κοτέτσια και δίπλα στην καλύβα με τις χήνες τα πράγματα είναι ανακατεμένα. Γιατί; «Τι έγινε εδώ;» φωνάζει. Η κούρασή της είναι μεγάλη και με δυσκολία δαμάζει τα νεύρα της. Ο Μαχμούτ είναι πάντα κοντά της και την παρακαλεί να ηρε μήσει λέγοντάς της στωικά ότι πρέπει πρώτα να ξεκουραστεί και με τά να ασχοληθούν με όλα τα στραβά. Τον ακούει σαν μικρό κορίτσι γιατί αγαπάει τον Τούρκο ψυχογιό, που μεγάλωσε κοντά τους. Η σάλα γεμίζει κόσμο. Όλο το χωριό έρχεται να μάθει νέα από τους αγαπημένους τους στην Κωνσταντινούπολη, να παραλάβουν τα πράγματα που τους στέλνουν οι δικοί τους και ιδίως τα γράμματα με τα νέα και τις συμβουλές. Έχουν βαρεθεί,να ζούνε με το φόβο της τρομοκρατίας, που μέρα νύχτα τούς κρατάει τσιτωμένους. Δεν μπο ρούν να κοιμηθούν, να δουλέψουν και να ζήσουν μια κανονική ζωή. Καταφθάνει η Μαριγώ με τις δύο κόρες της, που είναι όμορφες σαν τη μάνα τους. Ζητούν επίμονα να μάθουν για τον Χαράλαμπο και το θείο Φάνη. Η Ευλαμπία με τα κορίτσια της αγωνιούν για τον Αβρα άμ. Ο Πρόδρομος Νάκης με την Άμια Μακρίνα ρωτούν για το γιο τους, την περιουσία τους στην Κωνσταντινούπολη και τις πολιτικές ε ξελίξεις. Ο πρόεδρος του χωριού τούς κάνει χίλιες δυο ερωτήσεις.
308
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
Τελευταίος έρχεται ο παπα-Γρηγόρης, φέρνοντας μαζί του λείψανο του αγίου για να ευλογήσει το αρχοντικό του Βασίλ’ αγά. Μετά τον αγιασμό ο παπα-Γρηγόρης φωνάζει στην Αϊσέ: «Έλα δω, Αϊσέ, άνοιξέ μου μία μία όλες τις πόρτες να ραντίσω με αγιασμό, να μπει μέσα η ευλογία του αγίου για να διώξει το κα κό και να στεριώσει η ώρα η καλή που φτάσατε στον προορισμό σας». Τρέχει η Αϊσέ και γονατίζει για να αγιαστεί κι εκείνη. Ανεβοκατεβαίνουν η Ελισάβετ με τον παπα-Γρηγόρη τις σκάλες ραντίζοντας με μπόλικο αγιασμό. «Τι πολλά και ωραία πράγματα έχει το σπίτι σου, Ελισάβετ!» της λέει με απορία μόλις τελειώνει τον αγιασμό. «Για αγιασμό ήρθες, παπα-Γρηγόρη, ή για επιθεώρηση; Αν τα δικά σου μάτια παίζουν έτσι στα σπίτια που μπαίνεις, τι περιμένου με από τους ξένους που έρχονται; Να κοιτάζουν ντροπαλά τα πατώματά μας;» του απαντά εκείνη θυμωμένη, μα από σεβασμό προς τα άγια λείψανα σταματάει. «Τέκνο μου, να σε προστατέψω θέλω. Όλα αυτά τα ωραία πράγ ματα που έχετε, και να σας αξιώσει ο Θεός να τα χαρούν και τα τρισέγγονά σου, πρέπει να τα φυλάξεις μακριά από τα μάτια αυτών που τα επιβουλεύονται. Μόνο έτσι μπορείς να τα διπλασιάσεις, να τα τρι πλασιάσεις και να μείνουν γενεές δεκατέσσερις Η βασκανία είναι κακό πράγμα, κόρη μου, μπορεί να ραγίσει και πέτρα ακόμα». «Εσύ, πάτερ, μπορείς να κατεβάσεις τις εικόνες, τα ασημένια κα ντήλια και το χρυσό Ευαγγέλιο από την αγία τράπεζα; Η εκκλησία του Αϊ-Γιώργη περιέχει τόσο μάλαμα από τα τάματα των πιστών που λάμπει ολόκληρη. Μπορείς να κρύψεις το μεγαλύτερο θησαυρό που περιέχει ο ναός, το σκήνωμα του αγίου; Και ποιος χώρος είναι κα τάλληλος να το δεχτεί; Οι κακοποιοί πρώτα θα χτυπήσουν το σπίτι του Θεού για να κλονίσουν την πίστη των χριστιανών και μετά θα έρ θουν σε μας».
ΣΕΚΕΡΙΜ
309
«Ελισάβετ, το σπίτι σας είναι ο μεγάλος στόχος. Όταν έρχονται στο χωριό οι ξένοι ή όταν περνούν τα καραβάνια ρωτούν για σας». «Α ναι; Τώρα που αγρίεψαν οι Τούρκοι θα κάνω αυτό που με συμβουλεύεις, παπα-Γρηγόρη. Έλα, κόπιασε να πάρεις ένα τσάι μα ζί μας, πάμε στη σάλα», του λέει και σκύβει να ασπαστεί τον Τίμιο Σταυρό. Το αρχοντικό υποδέχεται απροετοίμαστο όλους τους συγχωρια νούς. Ο Ριφκί, ο τελάλης, έκανε το γύρο του χωριού ανακοινώνοντας την άφιξή τους. Κι έτσι η επιστροφή της Σεκερίμ και της Ελισάβετ ακούστηκε μέχρι την Καβασό, το Μαυριτσό και στα περίχωρα. Όλοι χαίρονται που γύρισε η Σεκερίμ. Κοντά της περνάνε όμορφες στιγ μές γιατί τους φέρνει νέα από το παλάτι και τους διηγείται ρομαντικές ιστορίες, που ούτε στα παραμύθια δεν τις έχουν ακούσει. Περισσό τερο χαίρονται οι νεαρές κοπέλες που θέλουν να μαθητεύσουν και να γίνουν μια μέρα όπως κι εκείνη: αγαπημένες ενός κάποιου σουλ τάνου. Καταφθάνουν οι βιολιτζήδες και στρογγυλοκάθονται τραγουδώ ντας τον πόνο που φέρνει η ξενιτιά στην καρδιά και στην αγάπη. «Ελισάβετ, σήμερα δεν έχει δουλειά. Σήμερα έχει γλέντι. Φτά σατε σώοι από τόσο δύσκολο ταξίδι. Να τιμήσεις τη μέρα αυτή», φωνάζουν οι φίλοι και συγχωριανοί βλέποντάς την έτοιμη να πάρει τα άλογα και να τραβήξει προς τα κτήματα. Η Σεκερίμ, όρθια μπροστά στο τραπέζι με τους μεζέδες και τις λιχουδιές που έφεραν συγγένείς και φίλοι, διηγείται τις περιπέτειες του ταξιδιού τσιμπολογώντας. Το μαργαριταρένιο στοματάκι της μι λάει ακούραστα. Πότε πότε σταματάει για να χαιρετήσει και να α γκαλιάσει κάποιον που πρωτοβλέπει και της είναι πολύ αγαπητός. Οι άντρες στο διπλανό δωμάτιο πίνουν κρασί, τρώνε και καπνί ζουν ναργιλέ, μιλούν για τις προσεχείς εκλογές και διασκεδάζουν κατά το έθιμο.
310
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
Την επομένη περνούν από το χωριό νωρίς το πρωί μερικοί Τούρκοι οτρατιώτες χωρίς να ενοχλήσουν κανέναν. Ο δάσκαλος Πρόδρομος Νάκης πηγαίνει στο αρχοντικό να δει τον Βασίλ’ αγά και τους αγά δες, να μιλήσει μαζί τους για θέματα που αφορούν την τύχη της πε ριοχής τους. Η Σεκερίμ δεν μπορεί να μείνει με σταυρωμένα χέρια. Έφερε τις παραγγελίες της βαλιντέ χανούμ μαζί της και πρέπει να ανοίξει το εγκαταλελειμμένο ατελιέ για να τις εκτελέσει. Οι νεαρές χωριατοπούλες ζητούν να γίνουν μαθήτριές της και καθημερινά καταφθάνουν παρακαλώντας τη να τις κρατήσει κοντά της. Το ζαχαρένιο στόμα της Σεκερίμ εξηγεί λεπτομερώς τα πάντα σχετικά με τα βασιλικά υφάσματα, τις πολύτιμες κλωστές και πέ τρες, για το συνδυασμό των χρωμάτων και την επινόηση των διαφό ρων υλικών. Αλλά οι καινούριες μαθήτριες, άξεστες χωριατοπούλες, δεν καταλαβαίνουν πολλά πολλά. Στο πρώτο μάθημα η δασκάλα επιμένει στην τακτική περιποίη ση των χεριών: «Το μυστικό μιας καλής κεντήστρας είναι να κρατάει πάντα τα χέρια της μακριά από τα νερά και την κούραση. Είστε έτοιμες να απαρνηθείτε το νοικοκυριό; Να μην τρέχετε στα χωράφια και να μην ασχολείστε με τα ζωντανά; Να μην ξαναπιάσετε τους αργαλειούς της μάνας σας; Τότε μόνο θα δεχτώ να μαθητεύσετε δίπλα μου όσο θα βρίσκομαι στο χωριό. Εγώ θα σας διδάξω πράγματα που δεν μπο ρείτε καν να φανταστείτε. Μαζί μου θα μάθετε εκτός από το κέντη μα καλούς τρόπους και άριστη συμπεριφορά. Θα σας μάθω να ντύ νεστε καλαίσθητα και όχι σαν χωριάτισσες, όπως παρουσιάζεστε τώ ρα μπροστά μου. Θα μάθετε να χαιρετάτε, να κάθεστε, να μιλάτε κιμπάρικα και να σας λιμπίζονται οι άντρες και όλοι γύρω σας. Αν ό μως δεν μπορείτε να κάνετε αυτές τις θυσίες, ξεχάστε το!» Ζητάει από την Αϊσέ να της φέρει ένα σερμπέτι να πιει, γιατί ξε ράθηκε το λαρύγγι της από την ομιλία και συνεχίζει:
ΣΕΚΕΡΙΜ
311
«Λοιπόν, να με ακοΰτε προσεκτικά, γιατί μια από σας θα με δια δεχτεί και θα πάρει τη θέση μου στην Αυλή, και μαζί με την εσβαψί μπασί θα ασχολείται με τις ενδυμασίες του σουλτάνου, των γυναικών του και όλης της Υψηλής Πύλης. Ας λένε πως στο χαρέμι καταργήθηκαν οι κλασικές οθωμανικές ενδυμασίες, μην το πιστεύετε. Σε ε πίσημες εορτές και δεξιώσεις κρατάνε όλοι την παράδοση. Φοράνε τα πατροπαράδοτα κοστούμια και γίνονται επιβλητικοί. Οι γυναίκες είναι θελκτικές, ποθητές και παραμυθένιες μέσα στα χρυσά τους κε ντημένα ενδύματα που αναδεικνύουν τη θηλυκότητά τους. Σε τέτοιες στιγμές όλο το παλάτι του Ντολμαμπαχτσέ ξαναζεί την παλιά του αί γλη, που ξεπερνά κάθε φαντασία. Εμείς όλες που δουλεύουμε γι’ αυ τή την επιτυχία κλαίμε από λύπη πίσω από τα καφασωτά διότι ξέ ρουμε καλά ότι μια μέρα η δοξασμένη εποχή θα φύγει για πάντα». Δάκρυα κυλούν από τα καταπράσινα μάτια της, τα σκουπίζει με το δαντελένιο μαντιλάκι, μαζεύει με το σιντεφένιο κτενάκι τη μικρή κοκκινόξανθη μπούκλα που έπεσε στο κρόταφό, της και συνεχίζει: «Κορίτσια, στις τελευταίες κοσμικές συγκεντρώσεις στην Πόλη εί δα ότι τα ευρωπαϊκά ρούχα δε στερούνται κεντημάτων και είναι στο λισμένα με πετράδια και παγιέτες, που εισάγουν οι μεγάλοι μόδι στροι από το Παρίσι. Δε γνωρίζω το όνομά τους, ούτε τα δούλεψα στα χέρια μου. Το κεντημένο ένδυμα ήταν, είναι και θα είναι για πάντα το πολυτελές ρούχο που θα βλέπουμε να το φοράνε οι άρχο ντες και οι πλούσιοι της γης. Μην ξεχνάτε ότι τα λείψανα των αγίων μας είναι σκεπασμένα με χρυσοκεντημένα υφάσματα, οι άγιες τρά πεζες στις εκκλησιές και στα μοναστήρια καθώς και τα άμφια των πατέρων της εκκλησίας μας. Εσείς δυστυχώς δεν έχετε δει τον πα τριάρχη, τους δεσποτάδες και γενικά τους ιερείς της Κωνσταντινού πολης με τι αστραφτερά και χρυσά ρούχα βγαίνουν στην ωραία πύ λη και ευλογάνε. Η λάμψη που δίνουν τα ρούχα τους στα όμορφα ή ρεμα πρόσωπά τους και η αγγελική ψαλμωδία κάνουν τη λειτουργία αληθινό μυστήριο, που σε μυεί στο θεϊκό. Για όλους αυτούς τους λό
312
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
γους πρέπει να πάρετε σωστή απόφαση για το αν θα ακολουθήσετε την τέχνη της κεντήστρας ή όχι». Τα κορίτσια δε μιλάνε. Ακουν τα λόγια της Σεκερίμ και κοιτάζουν μαγεμένα τα πολύχρωμα βελούδινα και μεταξωτά υφάσματα που εί ναι απλωμένα στο τεράστιο τραπέζι του εργαστηρίου. Έχουν κατα πιεί τη λαλιά τους. Δεν ακούγεται κιχ. «Προσέξτε, μην αγγίζετε τα υφάσματα! Μόνο το βλέμμα σας θα τα αγγίζει! Εντάξει;» Και ζητάει να επιθεωρήσει τα χέρια μίας μίας νεαρής ξεχωριστά. «Κοπέλες, βάλτε τα χέρια στα γόνατά σας και θα περάσω να δω ποια από σας τα προσέχει και ποια τα ταλαιπωρεί». Οι μικρές κοπέλες δυσφοροΰν, σκύβει η μια πάνω στην άλλη συ νομιλώντας ψιθυριστά. «Έχεις βρόμικα χέρια!» λέει μία στη διπλανή της. Μερικές τα φτυνουν για να τα καθαρίσουν με σάλιο. «Τι μαύρα νύχια είναι αυτά!» λέει η Λενιώ στην παρακαθήμενή της. «Να μη σε νοιάζει εσένα», της απαντά εκείνη εριστικά. Είναι και ορισμένες που χώνουν τα χέρια στις τσέπες και δεν τα βγάζουν έξω με τίποτα. «Α πα πα! Δε μ’ αρέσεις. Εσυ είσαι βοσκοποΰλα, κοπέλα μου, κε ντήστρα φιλοδοξείς να γίνεις;» «Χανουμ εφέντιμ, θέλω να γίνω η κεντήστρα του σουλτάνου», ο μολογεί η θιγμένη κλαίγοντας. «Λενιώ, τι χέρια είναι αυτά; Χήνες καθάρισες και είναι έτσι κόκ κινα και ματωμένα;» Η Λενιώ τα χώνει στις μασχάλες της για να μην τα δουν οι υπό λοιπες. «Όχι, Σεκερίμ εφέντιμ. Η μαμά μου με βάζει να τρίβω τα καζά νια που μαγειρεύομε». «Μαρικάκι, βγάλε τα χέρια από τις τσέπες να τα δούμε και πες μας τι δουλειές έκανες σήμερα». Το Μαρικάκι, ντροπιασμένο με το κεφάλι σκυμμένο στο πάτω
ΣΕΚΕΡΙΜ
313
μα, σηκώνεται όρθιο, υποκλίνεται και περιγράφει τη μέρα του: «Χανούμ εφέντιμ, στις τέσσερις το πρωί έπιασα προζύμι και ζύ μωσα περί τα είκοσι καρβέλια για τους εργάτες. Καθάρισα τα κοτέ τσια και έσφαξα δυο κότες. Τις ζεμάτισα και τις ξεπουπούλιασα για να κάνει η νόνα μου πιλάφι. "Υστερα πήρα το μουλάρι, βγήκα έξω από το χωριό και μάζεψα ξυλά για τη φωτιά. Μετά έπλυνα τα α σπρόρουχα της μάνας μου...» «Φτάνει! Τι ακούω, εσύ έσφαξες τα πτηνά; Δολοφόνος έγινες, παιδάκι μου; Δε θέλω ν’ ακούσω τίποτε άλλο. Μαρικάκι, θα μιλήσω στη μάνα σου. Αν θέλεις να γίνεις αυτό που επιθυμείς, θα σταματή σεις κάθε άλλη δουλειά και θα εξασκείσαι καθημερινά στο κέντημα με τη βελόνα στο χέρι». «Χανούμ εφέντιμ, πώς θα τα βγάλει πέρα η μάνα μου;» «Μαρικάκι, έχεις αδερφές, έτσι δεν είναι; Θα καταφέρουν να κά νουν το νοικοκυριό μόνες τους!» «Μάλιστα, χανούμ», απαντά το Μαρικάκι με κατεβασμένο κε φάλι και μάτια βουρκωμένα έτοιμο να λιποθυμήσει από την ντροπή της. «Λενιώ, εσύ θα μπορέσεις; Η μητέρα σου είναι κομματάκι άρ ρωστη. "Εχετε κόσμο στο κονάκι για τη λάτρα οας;» «Μάλιστα, χανούμ εφέντιμ! Εγώ βάζω μόνο βεντούζες στη μάνα μου γιατί πονάει η πλάτη της». Στα λόγια αυτά η ευαίσθητη ψυχή της Σεκερίμ κομματιάζεται α πό πόνο και τη φωνάζει κοντά της. «Κουζούμ, μη στενοχωριέσαι, θα γίνει καλά η μάνα σου. Να την περιποιείσαι και να της βάζεις βεντούζες κι εγώ όταν προοδεύσεις θα σε πάρω μαζί μου στην Πόλη». Τη χαϊδεύει, τη φιλάει στα μαλλιά και συνεχίζει το μάθημα κρα τώντας τις χουφτίτσες της μέσα στις δικές της. Το κοριτσάκι είναι μό λις δέκα χρόνων. Το κατάχλομο μουτράκι του φαίνεται ανήσυχο και βασανισμένο και με τα μαύρα λυπημένα ματάκια ρωτάει τη Σεκερίμ:
314
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
«Χανούμ εφέντιμ, ξέρεις αν θα πεθάνει η μάνα μου;» «Χριοτός και Παναγιά! Τι είναι αυτά που λες, Λενιώ μου; Επι τρέπεται να συζητάς τέτοιο πράγμα για τη μανούλα σου; Θα γίνει κα λά και θα ξαναπάει γρήγορα στα χωράφια». «Χανούμ εφέντιμ, η μάνα μου λέει συνέχεια “Λενιώ, θα πεθάνω”. Γι’ αυτό σε ρωτάω. Εσύ, που είσαι από την Πόλη, ξέρεις αν θα πεθάνει η ανετζίμ μου». Η Σεκερίμ κουνάει αρνητικά το κεφάλι και συνεχίζει: «Κορίτσια, προσέξτε. Θα μου υποσχεθείτε ότι από αυτή τη στιγ μή θα προστατεύετε τα χέρια σας και θα τα θεωρείτε σαν το πολυ τιμότερο μέλος του σώματός σας. Θα σας πω το μεγάλο μυστικό για να τα διατηρείτε ωραία. Λοιπόν, κάθε βράδυ τα τρίβουμε με λεμό νι και ροδόνερο. Δηλαδή μέσα σ’ ένα μπουκάλι βάζουμε ροδόνερο και μερικές σταγόνες λεμόνι. Αν πάλι δούμε ότι εμφανίζεται στα χέ ρια καμιά σκιά σκούρα ή ότι χάνουν τη λάμψη τους, τα τρίβουμε συ χνά με μια λεμονόκουπα. Πριν φύγετε θα σας δώσω πομάδες για τα τσιμπήματα των εντόμων και κρέμες λευκαντικές. Το χειμώνα φο ράμε πάντα μάλλινα γάντια για να μην τα ξεραίνει η παγωνιά και το κρύο, και το καλοκαίρι τα προστατεύουμε από τον ήλιο για να μη μαυρίζουν. Χέρια κατσιασμένα, κουρασμένα, μαυριδερά και ρο ζιασμένα, όπως αρχίζουν και γίνονται τα δικά σας, σε τέτοια τρυ φερή ηλικία είναι απαράδεκτα. Τα ρούχα των υψηλών προσώπων μόνο από χέρια αφράτα και ροδαλά σαν τριαντάφυλλα πρέπει ν’ αγγίζονται». «Χανούμ εφέντιμ, το βράδυ στον ύπνο θα φοράμε γάντια; Γιατί εμένα τα χέρια μου όταν κοιμάμαι κρυώνουν πολύ και κοκαλώνουν», λέει η κόρη της Μαριγώς, που το όνειρό της είναι να γίνει σαν τη Σε κερίμ. «Αμέ! Γιατί όχι; Πρώτα θα τα πασαλείβεις με τις πομάδες και τις κρέμες που θα σας δώσω και ύστερα θα φοράς τα γαντάκια για να μην κρυώνουν τα χεράκια σου. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα με
ΣΕΚΕΡΙΜ
315
ξυλιασμένα χέρια. Ούτε τις αγελάδες δεν μπορούμε να αρμέξουμε. Δε λέω αλήθεια, Λενιώ;» ρωτάει τη Λενιώ, που τα ματάκια της στά ζουν ακόμα δάκρυα από τον πόνο της μάνας της. Τότε ξεκαρδίζονται όλες μαζί στα γέλια και τα χειλάκια της πι κραμένης μικρής χαλαρώνουν και χαμογελάνε. «Θέλετε να ρωτήσετε τίποτα;» «Χανούμ εφέντιμ, οι σουλτάνοι αυτά τα ρούχα φοράνε;» και δεί χνει τον πάγκο με τα υφάσματα. «Ναι, Μαρικάκι μου. Και οι σουλτάνες, τα παιδιά τους και οι άν θρωποι που εργάζονται μέσα στο παλάτι». «Είναι άνθρωποι όπως κι εμείς, εφέντιμ;» «Και βέβαια είναι άνθρωποι όπως κι εμείς, με καρδιά και αι σθήματα! Ελάτε τώρα, τελειώσαμε. Προσέξτε μη βάλετε την κρέμα στο στόμα. Μόνο στα καθαρά χεράκια. Συνεννοηθήκαμε;» «Χανούμ εφέντιμ, εγώ θέλω να δω στον ύπνο μου το σουλτάνο, να δω το παλάτι του, αλλά δεν τα καταφέρνω. Σε παρακαλώ μπορείς να μας το περιγράφεις; Έχω μεγάλη αγωνία να μάθω για το σουλτάνο, που εδώ στο χωριό λένε όλοι πως εσένα σε αγάπησε με όλη τη δύ ναμη της καρδιάς του», λέει η Λενιώ με μάτια αθώα, ορθάνοιχτα και γεμάτα περιέργεια. Η Σεκερίμ παγώνει ακούγοντας το δεύτερο μέρος της φράσης της μικρής μαθήτριάς της, αλλά δεν τα χάνει. Αντίθετα, χαμογελάει πικρά, ρίχνει ένα σάλι πάνω της, ζητάει από την πιστή της Εμεριέ να ρίξει ξύλα στη σόμπα και κάθεται στην κόκκινη βελούδινη πολυ θρόνα σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος αναποφάσιστη. «Θέλετε αλήθεια να μάθετε για τον αγαπημένο μου σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίντ;» ρωτάει τις μικρές χωριατοπούλες, που κάθονται μπροστά της στο χαλί ακουμπώντας η μια την άλλη, παίρνοντας στά σεις αναπαυτικές όπως ακριβώς οι όμορφες παλλακίδες στο σαράι. Τι ομοιότης! Και εκείνες ήταν νέες, δροσερές, εύθραυστες και άμαθες όταν πρωτόμπαιναν στο χαρέμι. Τις παραλάμβαναν η επι
316
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
κεφαλής τελετάρχισσα, οι δασκάλες, οι παλιές κάλφες και τις μετα μόρφωναν σε σειρήνες. «Λοιπόν, δε μου απαντήσατε. Θέλετε να σας μιλήσω για το σουλ τάνο μου;» «Μάλιστα, χανούμ!» φωνάζουν τα κοριτσάκια όλα μαζί με λα μπερά προσωπάκια. «Ο μεγάλος μας σουλτάνος Αμπντουλ Χαμίντ ήταν ένας πραγ ματικός αυτοκράτορας, που μέσα στην καρδιά του έκρυβε δυο ξε χωριστές αγάπες. Η μια ήταν η αγάπη για το έθνος που κυβερνού σε και η άλλη για τους πιστούς του συνεργάτες και την Αυλή που τον περιέβαλλε. Ή ξερε να μιλάει όμορφα και ανταπέδιδε με λεπτότη τα τα κομπλιμέντα που του γίνονταν από τους βασιλιάδες και τους αρχηγούς των ξένων κρατών. Είχε την τέχνη να τουμπάρει με τα λό για τους δύστροπους αντιπάλους του. Μόλις ανέβηκε στο θρόνο, το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να εγκαταλείψει το τεράστιο Ντολμαμπαχτσέ σαράι, που έχτισε ο πατέρας του, και να διαλέξει ένα μέ ρος ήσυχο και ασφαλές προστατευμένο από τα κακά μάτια. Το πα λάτι του ήθελε να έχει ανθρώπινες διαστάσεις, να μην είναι ευάλω το από τις ναυτικές επιθέσεις. Βρήκε λοιπόν ένα μικρό καλοκαιρι νό ανάκτορο μεταξύ του Μπεσίκτας και του Ορτάκιοϊ, πολύ κοντά στο παλάτι του Σιραγκάν, και το έκανε αυτοκρατορική κατοικία και κυβερνείο». «Εφέντιμ, ο σουλτάνος έμενε σε μικρό παλάτι; Τότε τι σουλτάνος ήταν!» ξαναρωτάει η Λενιώ με μια μικρή ανησυχία. «Όχι, Λενιώ μου. Το Γιλντίζ σαράι, όπως ονομάζεται, έγινε τε λικά ένα υπέροχο παλάτι. Αποτελείται από πολλά μικρά και μεγά λα κτίρια, το Μάμπεϊν, το τζαμί, τα γραφεία, τους αυτοκρατορικούς ξενώνες, το φαρμακείο, τη βιβλιοθήκη, το μουσείο, το οπλοστάσιο, το θησαυροφυλάκιο, το ατελιέ επισκευών, τους στάβλους και τα α μαξοστάσια, το ωραίο θέατρο, τα ρομαντικά κιόσκια και πολλά άλ λα κτίρια. Κι όλες αυτές τις θαυμάσιες κτιριακές εγκαταστάσεις τις
ΣΕΚΕΡΙΜ
317
αγκαλιάζει ένα τεράστιο πάρκο σε αγγλικό στιλ, φτιαγμένο με τη με γαλύτερη λεπτομέρεια από τους πιο διάσημους αρχιτέκτονες, δι κούς μας και ξένους. Με μεράκι και φαντασία κατασκεύασαν μια τεχνητή λίμνη που στη μέση της βρίσκεται ένα νησάκι επίσης τε χνητό. Στη λίμνη πλέουν χρυσές βαρκούλες που κινούνται ανάμεσα στα νούφαρα και τα άλλα υδρόβια φυτά. Υπάρχουν σπηλιές με α γάλματα, πηγές με γάργαρα νερά και μικροί καταρράκτες που χύ νουν τα νερά τους σε ένα τεχνητό ποτάμι, που πανέμορφες γέφυρες εδώ κι εκεί ενώνουν τις όχθες του. Οι ανθοστόλιστες αλέες οδηγούν στα διάφορα κιόσκια και σε σέρες με παραδείσια φυτά και πουλιά ξωτικά. Στο νότιο μέρος του κήπου υπάρχει ένα πανόραμα, που ε πέτρεπε στον Αμπντούλ Χαμίντ να απολαμβάνει τη θέα του Βο(ϊπόρου και να αγναντεύει την ασιατική ακτή. Τριακόσιοι και πάνω κηπουροί δούλευαν τότε για τη συντήρηση του μαγευτικού κήπου. »Όλος αυτός ο παράδεισος απλώνεται σε καταπράσινους λό φους, που περιβάλλονται από υπερυψωμένα τείχη. Στο παλάτι υ πήρχαν εργαστήρια πορσελάνης και επιπλοποιίας, γιατί ο πατισάχ μου αγαπούσε πολύ τις πορσελάνες καθώς επίσης ήτανε και άριστος επιπλοποιός. Το Γιλντίζ σαράι, με τους πλακόστρωτους δρό μους, τις λόζιες,* τις ταράτσες, τις κρυφές γαλαρίες, τις φωτισμένες με λαμπαντέρ, έμοιαζε με μια μικρή πόλη, που ο σουλτάνος πολύ σπάνια εγκατέλειπε για να επισκεφθεί την Κωνσταντινούπολη ή κο ντινά χωριά στη γύρω περιοχή. Από το γραφείο του παρατηρούσε τα πλοία που περνούσαν και με τα κιάλια του έβλεπε καθαρά τις α πέναντι όχθες και τα γιαλιά. Στο παλάτι δεχόταν τους υψηλούς προ σκεκλημένους, τους αρχηγούς των κρατών και τους βεζίρηδες. Το Γιλντίζ έγινε η καρδιά της αυτοκρατορίας και το σύμβολο της βα σιλείας του. »Μου έλεγε συχνά: “Σεκερίμ, εδώ σ’ αυτή τη θαυμάσια γωνιά της γης έχω φως λαμπερό, αέρα καθαρό, ήλιο χρυσό και ομορφιά”. Θυ μάμαι τα λόγια του σαν να είναι σήμερα. Ακούσε επίσης και τις συμ
318
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
βουλές του Έλληνα γιατρού του, του Μαυρογένη μπέη, που τον συμ βούλεψε να εγκατασταθεί σε έναν τόπο όπου ο αέρας να είναι υ γιής, ελαφρύς και δροσερός το καλοκαίρι. “Το παλάτι μου είναι το αστέρι μου”,12 μου έλεγε περήφανος και το καμάρωνε κάθε φορά που το μεγάλωνε προσθέτοντας ένα καινούριο κτίριο». Το Μαρικάκι σηκώνει το χέρι και ανεβοκατεβάζει δειλά το δά χτυλο. Θέλει να ρωτήσει κάτι, αλλά φοβάται. «Τι θέλεις, Μαρικάκι;» «Χανούμ εφέντιμ, πού ήτανε το χαρέμι;» «Αχ, Μαρικάκι μου, απ' ό,τι κατάλαβα, λαχταράς να γίνεις κι ε σύ μια τυχερή κοπέλα. Έχεις δίκιο! Το χαρέμι βρίσκεται κατά μή κος του μεγάλου κήπου που σας αφηγήθηκα προηγουμένως και προ στατεύεται από ένα ψηλό τείχος, που δεν επέτρεπε στις γυναίκες να έρθουν σε επαφή με κάποιον επισκέπτη. Εγώ έμπαινα από την ξε-. χωριστή δίφυλλη πόρτα, τη χαρέμ καπισί, την κεντρική πόρτα του χαρεμιού, που είναι διπλά αμπαρωμένη για να μην περνάει ούτε γά τος αρσενικός. Μόνο τα πουλιά μπορούσαν να επισκεφθούν το χώ ρο και να ξεκουράσουν τα φτερά τους στην αγκαλιά των γυναικών και αυτές να τα χαϊδέψουν με τα λεπτεπίλεπτα χεράκια τους. Για να καταλάβετε, κορίτσια, το παλάτι ήταν διαιρεμένο σε τμήματα που επικοινωνούσαν με μεγαλοπρεπείς πόρτες μεταξύ τους. Κάτω από το λόφο, κοντά στο παλάτι του Σιραγκάν και δίπλα στο τζαμί, ήταν η πόρτα μετσιντιέ καπισί. Ανεβαίνοντας τα τείχη βρίσκεται η πόρτα της σουλτάνας μάνας, η βαλιντέ σουλτάν καπισί, η οποία βλέπει στη με γάλη αυλή. Κατόπιν είναι η πόρτα του σουλτανάτου, η σαλτανάτ κα πισί. Από την πόρτα αυτή περνάει μόνον ο σουλτάνος μας, κανείς άλ λος. Πιο νότια υπάρχει η πόρτα της υπηρεσίας, η κολτούκ καπισί. Από δω είναι η είσοδος των επισκεπτών, των υπαλλήλων, των πασά δων και αυτών που ζητούν ακρόαση από το σουλτάνο, δηλαδή η πόρ 12. Γιλντιζ σημαίνει αστέρι.
ΣΕΚΕΡΙΜ
319
τα του λαού. Βορειότερα μια δεύτερη μικρότερη πόρτα υπηρεσίας οδηγεί στο χαρέμι. Στο εσωτερικό της μεγάλης αυλής υπάρχει η πόρ τα του χαρεμιού που σας είπα, με τα δαντελωτά σκαλίσματα, που ε πιτρέπει την είσοδο στη μικρή αυλή». «Χανούμ εφέντιμ, με τόσο πολλές πόρτες, στο παλάτι του σουλ τάνου χάνεσαι!» λέει η Μάρω, που δεν είχε μιλήσει ως τώρα. «Μάρω μου, εγώ θα σε ρωτήσω κάτι και να μου απαντήσεις. Ξέ ρεις να με πας στα χωράφια σας; Γνωρίζεις από πού αρχίζουν και πού τελειώνουν;» «Μάλιστα, χανούμ εφέντιμ. Όποτε θέλεις να πάμε να σ’τα δείξω». «Δε θέλω να με πας στα κτήματά σας. Με αυτό το παράδειγμα θέλ(ο μόνο να σου πω ότι για μας τους ανθρώπους της πρωτεύουσας ό λα τα χωράφια της γης είναι ίδια. Εγώ προσωπικά απορώ πώς τα ξε χωρίζετε μέσα στους απέραντους κάμπους. Έτσι λοιπόν και οι άν θρωποι του παλατιού γνωρίζουν τις πόρτες του και τα μυστικά που εί ναι σφαλισμένα πίσω από αυτές. Οι πόρτες του σουλτάνου μου έ κλειναν για να προστατεύουν την τρυφερή του καρδιά και να τον α φήνουν ήσυχο να παίρνει τις πολιτικές του αποφάσεις. Λένε ότι στο I ιλντίζ την καλή εποχή υπήρχαν γύρω στις τρεις χιλιάδες κοπέλες. Για να πω την αλήθεια, μάλλον είναι υπερβολή, αλλά βέβαια υπήρχε πο λύς κόσμος που υπηρετούσε τη μεγαλειότητά του. Τι γιορτές, τι πανηγύρεις! »Όταν γύρισε ο αιώνας, άνοιξαν τα σαλόνια του παλατιού και οι δεξιώσεις έφεραν μέσα την μπουρζουαζία του Πέραν. Οι μεγάλοι μό διστροι, οι κοσμηματοπώλες, οι δάσκαλοι της μουσικής και οι γιατροί δρασκέλισαν τη χαρέμ καπισί και οι έγκλειστες ήρθαν σε επαφή με τον έξω κόσμο. Όταν ο καιρός καλυτέρευε μαζευόμασταν στο μεγά λο κιόσκι και χαιρόμασταν τις ηλιόλουστες μέρες. Κυνηγούσαμε τα ιιαγόνια και τους φασιανούς, μιλούσαμε με τους χρωματιστούς πα παγάλους και χορεύαμε με τη μουσική που έπαιζε μια από τις πολ λές ορχήστρες του παλατιού για να μας διασκεδάζει. Η ζωή που κά
320
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
ναμε ήταν καθ’ όλα ευρωπαϊκή, γιατί ο σουλτάνος μου την είχε πρό τυπο και προσπαθούσε να την καθιερώσει στην πρωτεύουσα του». «Χανούμ εφέντιμ, ποια είναι η ευρωπαϊκή ζωή; Είναι να φοράς φουστάνια με φραμπαλάδες και μεγάλα καπέλα, όπως βλέπουμε στις φωτογραφίες;» «Η ζωή της Δύσης, κουζούμ, είναι οι τέχνες, το θέατρο, η μουσι κή, οι καλοί τρόποι των ανθρώπων και γενικά η συμπεριφορά τους. Αλλά το πιο βασικό είναι ο τρόπος που σκέφτονται. Πολλά από αυ τά θα σας τα μάθω τις μέρες που έρχονται και θα προσπαθήσω να σας διδάξω όχι μόνο το κέντημα αλλά πώς να έχετε ανοιχτές καρ διές στη χαρά». Ανάμεσα στα κοριτσόπουλα η Σεκερίμ νιώθει τόσο νέα! Από αυ τές τις ψυχές παίρνει ζωή. Ας μην ήταν αυτός ο φόβος που καιροφυλακτεί έξω από τις πόρτες, και θα έβλεπαν όλοι τι θαύματα θα έ>κάνε! Το μάθημα τελειώνει και η δασκάλα προσφέρει σε κάθε μαθητευόμενη ένα γυάλινο βαζάκι με μια γαλάζια κρέμα που μοσχοβο λάει ροδόνερο. Τα κοριτσόπουλα πετάγονται στο σοκάκι χαρούμενα, γιατί τους δίνεται η ευκαιρία να πετάξουν από πάνω τους το ζυγό της σκληρής δουλειάς. «Μια μέρα θα γίνω η κεντήστρα του σουλτάνου!» ξεφωνίζουν τρέχοντας προς τα σπίτια τους δείχνοντας την κρέμα που κρατούν σφι χτά στα χέρια.
Η Ελισάβετ στην κουζίνα κάθεται και κάνει λογαριασμούς. Σκυμμένη στο τραπέζι, με ανοιχτά τα τεφτέρια, γράφει βουτώντας νευρικά τον κονδυλοφόρο στο μελανοδοχείο και λογαριάζει ψιθυρίζοντας ακαταλαβίστικες λέξεις. Οι υπηρέτες και τα ψυχοπαίδια της βρίσκονται δίπλα της, ενώ απέναντι της, κολλημένοι στον τοίχο, στέκονται όρ-
ΣΕΚΕΡΙΜ
321
θιοι οι Τούρκοι γεωργοί από το Μαυριτσό, που τους εμπιστεύτηκε τα χωράφια για να τα καλλιεργήσουν στο διάστημα της απουσίας τους στην Κωνσταντινούπολη. Εκείνη σημειώνει στο μεγάλο βιβλίο την αναφορά που της δίνουν για τη σπορά, για την τροφή των ζώων, για τις απώλειες που είχαν από τους λύκους και τους κλέφτες ντό πιους και ξένους. Κατηγορούν ο ένας τον άλλο και στο τέλος καβγαδίζουν. Η Ελισάβετ θυμώνει: «Σταματήστε! Τι νομίζετε, ότι αν μαλώσετε μπροστά μου θα σας πιστέψω και θα σας συγχωρήσω; Εγώ πριν φύγω σας εμπιστεύτηκα περισσότερο κι από συγγενείς και σας πληρώνω με το παραπάνω. Σας παρέχω τα πάντα πλουσιοπάροχα για σας και τις οικογένειές σας. Τσιμουδιά να μην ακούσω στο εξής. Κι αν κάτι γίνει μεταξύ σας, ε γώ θα είμαι εκείνη που θα δώσει λύση σε οποιοδήποτε θέμα ή πρό βλημα που θα αφορά τα δικά μου συμφέροντα». Οι εργάτες βάζουν τα λεφτά στις τσέπες, υποκλίνονται και μουρ μουρίζουν βρισιές κλείνοντας τη βαριά πόρτα πίσω τους.
Ο Κεμάλ στα Ποτάμια
Ο ΐ ΕΚΛΟΓΕΣ ΤΟΥ ΔΕΚΕΜ ΒΡΙΟΥ του 1919 θέλουν τον Κεμάλ νικητή. Αηοψασίζει να εγκαταστήσει το στρατηγείο τον μακριά από τη σονλτανοκρατούμενη Κωνσταντινούπολη, την οποία θεωρεί επικίνδυνη και ανασφαλή για τους βου λευτές της νεοεκλεγμένης παράταξής του. Έδρα της νέας κυβέρνησης γίνεται η Άγκυρα. Όταν ο Μουσταχρά Κεμάλ φτάνει θριαμβευτικά εκεί, τον υποδέχονται οι δερβίσηδες του τζαμιού Χασί Μπαϊράμ, οι παραστρατιωτικές οργανώσεις, οι συντεχνίες, ενώ η μπάντα του δή μου τον τιμά κρούοντας ηρωικά εμβατήρια. Ο λαός στους δρόμους ξεσηκωμέ νος πανηγυρίζει με πατριωτικά τραγούδια την άφιξή του. Πραγματοποιούνται συγκεντρώσεις και προσευχές και το πορτρέτο του αρχίζει να αναρτάται στα δη μόσια κτίρια, τα σχολεία, τα τζαμιά, τους τεκέδες και τα καφενεία. Η Άγκυρα, που μέχρι τώρα είναι ένα ασήμαντο χωριό, χωρίς καμιά ξεχωριστή ομορφιά, μέ σα στις στέπες και στους αγριότοπους, σκέτο χειμαδιό πνιγμένο στη λάσπη, στο εξής θα γίνει πόλη, θα αλλάξει όψη. Ο νικητής των εκλογών την επιλέγει για στρατηγείο, και στην Κωνσταντινούπολη θα προφέρουν συχνά το όνομά της. Ο Κεμάλ αδιαφορεί για τους χωματόδρομους. Κύριο μέλημά του είναι να εκτελεστούν οι αποφάσεις που πάρθηκαν στο Συνέδριο του Ερζερούμ και Σίβα, κα θώς επίσης να βρίσκεται μακριά από τα στόματα των λύκων που φυλάνε το κο πάδι του σουλτάνου. Έχοντας ορμητήριο την Άγκυρα, πραγματοποιεί κοντινές και μακρινές περιοδείες στη γύρω περιοχή της κεντρικής Ανατολίας, ενθαρρύνοντας τουςχωρικούς και δίνοντάς τους δικαιώματα επιβολής. An αυτόν το χρό νο στην Καππαδοκία οι συμφορές γίνονται καθημερινή υπόθεση.
ΣΕΚΕΡΙΜ
323
Η μέρα από το πρωί δείχνει πως δε διαφέρει καθόλου από τις άλλες που πέρασαν. Παρόλο που ακοΰγονται πολλά από τους άρχοντες ιου χωρίου και τους δημογέροντες των γύρω περιοχών, οι κάτοικοι δεν επηρεάζονται από τις διαδόσεις και συνεχίζουν κανονικά τη ζωή τους. Έξω από το σπίτι του Βασίλ’ αγά ο δρόμος δεν είναι και πολύ ή συχος. Ακοΰγονται ποδοβολητά αλόγων που πηγαινοέρχονται. Αυτό κρατάει αρκετή ώρα και η Ελισάβετ διατάζει τους πιστικούς να σφρα γίσουν τις εξώπορτες και να παραμείνουν όλοι στο σπίτι μαζί της. Ο Βασίλ’ αγάς δεν πήγε την καθημερινή πρωινή του βόλτα στον καφενέ για να συνομιλήσει με το δάσκαλο και το μουχτάρη για να φέρει νέα. Κάθεται στη σάλα ξαναδιαβάζοντας παλιές εφημερίδες, αναλύοντας τα γεγονότα που πέρασαν και βγάζει τα συμπεράσματά του ανάλο γα με τις εκτιμήσεις που είχε κάνει τότε. Απλώνει τα χαρτιά και τα τεφτέρια του, ελέγχει τις πληρωμές και προγραμματίζει την αναχώ ρησή τους από τα Ποτάμια, χωρίς να προκαλέσουν την περιέργεια των φίλων Τούρκων των γειτονικών χωριών. Χτυπήματα στην παλιά δρύινη εξώπορτα σταματούν τους συλ λογισμούς του και κρατάει την αναπνοή του για να πειστεί ότι δεν κάνει λάθος. Τα χτυπήματα δυναμώνουν. Κατεβαίνει γρήγορα και διαπιστώνει πως η Ελισάβετ είναι στην αυλή και δεν αφήνει τον Μαχμούτ να πλησιάσει την αυλόπορτα, που σείεται έτοιμη να σπάσει. «Άσε, Μαχμούτ. Θα βαρεθούν να χτυπάνε και θα φύγουν. Δε θα τους ανοίξουμε. Νομίζω ότι πάλι μας κύκλωσαν ληστές». Έξω από το αρχοντικό είναι μαζεμένοι καμιά εικοσαριά άντρες αξιωματικοί καβάλα στα άλογα, μερικοί είναι καλοντυμένοι με ευ ρωπαϊκά πολιτικά ρούχα, ενώ οι περισσότεροι είναι στρατιώτες με φθαρμένες στολές. Μεταξύ τους ξεχωρίζει ένας άντρας με όμορφα χαρακτηριστικά και επιβλητικό παράστημα, ο οποίος μάλιστα στέ κεται απόμακρα, περιμένοντας να ανοίξει η πόρτα ή επιτέλους τα πρωτοπαλίκαρά του να τη σπάσουν για να περάσει μέσα.
324
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
Ο Βασίλ’ αγάς φτάνει σιγανά στο πίσω μέρος και κοιτάζει από μια μικρή τρύπα μήπως και αναγνωρίσει κάποιον από τους επισκέ πτες. Ταραγμένος ξεχωρίζει αμέσως τον Μουσταφά Κεμάλ. «Έβετ, εφέντιμ!»13φωνάζει και βγάζει ολοταχώς το ξύλινο δοκά ρι που την κρατάει από μέσα σφραγισμένη. Μετά όλες οι πόρτες του αρχοντικού ανοίγουν διάπλατα για να περάσει ο Μουσταφά Κεμάλ. Κανείς δε βγάζει μιλιά. Ο Κεμάλ περνάει πρώτος στην αυλή θριαμβευτικά παρατηρώντας ερευνητικά τα πάντα γύρω του. Η Ελι σάβετ εξαφανίζεται σε δευτερόλεπτα, πριν προλάβει η κουστωδία να βάλει το πόδι της στο σπίτι, και κλειδώνεται στο υπόγειο. Η Σεκερίμ ειδοποιείται γρήγορα από την Εμεριέ να διώξει τις μαθήτριες α πό την πίσω κρυφή πόρτα και μαζεύουν γρήγορα σε σεντούκια τα καλλιτεχνήματα του ατελιέ της. Ο Μαχμούτ βγάζει καρέκλες για να βολευτούν οι ξένοι στο τραπέζι της κουζίνας. Η Αϊσέ φέρνει κανά τες με ρακί, κουβαλάει ψωμιά, ελιές, τυριά, παστουρμάδες, αλλα ντικά, λουκάνικα και σαλάμια. Η μαντάμ Ροζ τρέχει στον κήπο και ξεριζώνει φρέσκα μαρούλια, κρεμμυδάκια, άνηθο, αρχίζοντας μια τρελή ετοιμασία για να περιποιηθούν τους σωτήρες του έθνους. Κι ενώ όλοι πέφτουν στο φαγητό σαν πεινασμένοι, ο Βασίλ’ αγάς βρίσκει λίγο χρόνο να ψάξει τη γυναίκα του, που αρνείται να εμφα νιστεί μπροστά στους καταλήψιες. Η Σεκερίμ μαθαίνει επιτέλους ό τι ο άνθρωπος που μπήκε στο αρχοντικό με το έτσι θέλω είναι ο Μου σταφά Κεμάλ και την προειδοποιούν να μην αρχίσει να μιλάει για το σουλτάνο. Και αν της ξεφύγει κάτι για τη δουλειά της, να πει πως είναι κεντήστρα και κεντάει παντιέρες, άμφια, ταπισερί για τους τοί χους, παραδοσιακά κοστούμια και άλλα παρεμφερή. Η Σεκερίμ χαί ρεται που θα γνωρίσει το μεγάλο άντρα και την παρέα του και στο λίζεται για να κατεβεί στην αυλή να τον χαιρετήσει με όλους τους τρό13. Μάλιστα, κύριε.
ΣΚΚ ΕΡ Ι Μ
325
ιιούς της καλής συμπεριφοράς και να του αποδώσει το σεβασμό που ιου αξίζει. «Ανετζίμ, μη βιάζεσαι, διότι, απ ό,τι προαισθάνομαι, θα μείνουν ως το βράδυ. Και πολύ φοβάμαι μήπως εγκαταστήσουν το στρατη γείο τους εδώ και μας βγάλουν από τον προγραμματισμό μας, ακό μα και έξω από το σπίτι μας». «Αυτό, κουζούμ, είναι μεγάλη τιμή για το αρχοντικό μας. Εγώ θα κάνω το παν προκειμένου ο ένδοξος Κεμάλ να περάσει τις μέρες του κοντά μας μέσα σε ατμόσφαιρα φιλίας και φιλοξενίας. Ελισάβετ μου, δεν έχουμε τίποτα να χωρίσουμε. Ο Μουσταφά Κεμάλ θα σε βαστεί τους Ρωμιούς. Είμαι σίγουρη, δε θα πειράξει τις μειονότητες. Εγώ τον συμπαθώ, παιδί μου!» «Μάνα μου, από to στόμα σου και στου Θεού τ αφτί!» απαντά ξε ρά η κόρη της χωρίς να το πιστεύει καθόλου. Πράγματι, οι επίσημοι επισκέπτες επιτάσσουν το αρχοντικό και κάνουν ό,τι θέλουν αλωνίζοντας το σπίτι μέσα, έξω, πάνω, κάτω. Ο Κεμάλ, κλεισμένος στο σαλόνι, μελετάει τα χαρτιά του και ειιί μέρες δε βγαίνει έξω. Οι άντρες του σφάζουν και καταβροχθίζουν όσα ζωντανά επιθυμούν, γίνονται αφεντικά και διατάζουν τους πι στικούς. Οι ανώτεροι αξιωματικοί ρίχνονται στις Τουρκάλες πιστικές, τις βιάζουν και τα βράδια κοιμούνται μαζί τους. Ο Βασίλ’ αγάς γίνεται ο προσωπικός τους μάγειρας και ο δοκιμαστής των φαγητών ιούς. Η Γαλλίδα γκουβερνάντα γίνεται σερβιτόρα και ο Μαχμούτ σέρνει τα πόδια του από την κούραση. Τα λυκόσκυλα μετακομίζουν μέσα στο σπίτι και εγκαθίστανται έξω από την πόρτα του Μουστα φά, που καταναλώνει ημερησίως νταμιτζάνες το ρακί και το κόκκι νο κρασί. Ο μουχτάρης μεταφέρει από το μεγάλο μπακάλικο με τα μουλάρια βαρέλια αλκοόλ, πεσκέσι για τις ανάγκες της κυβέρνησης, η οποία αρχίζει να γίνεται επικίνδυνη. Η Σεκερίμ είναι καταγοητευμένη με τον Κεμάλ. Εκείνος την κα τακτά με την ευγένεια και την επιτηδευμένη συμπεριφορά του. Ο
326
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιεί το λόγο και τα άψογα τουρκικά του την αφήνουν άναυδη. Τον εμπιστεύεται και τον θαυμάζει. Συ χνά τον αποκαλεί «Σωτήρα του έθνους μας», το λέει και το πιστεύ ει, κάνοντας την κόρη της να νευριάζει. Όμως η ζωή στο αρχοντικό γρήγορα γίνεται αφόρητη. Η Ελι σάβετ αρνείται να περιποιηθεί και να υποκύψει στα προστάγματα του οποιουδήποτε αξιωματικού. Ούτε ένα ποτήρι νερό δεν προ σφέρει με τα χέρια της. Κατόπιν αυτού, οι δύο γυναίκες με τη μικρή Αναστασία αποφασίζουν να εγκατασταθούν προσωρινά στο σπίτι της αγαπημένης φίλης Μαριγώς, η οποία παραχωρεί στη Σεκερίμ το μεγάλο σαλόνι για να το κάνει ατελιέ. Αναχωρούν πρώτες η Σε κερίμ με την εγγονούλα της, ενώ η Ελισάβετ καθυστερεί μερικές μέ ρες για να τακτοποιήσει ορισμένες δουλειές. Ένα πρωί ο Μουσταφά Κεμάλ βγαίνει από το δωμάτιό του ά πλυτος, αχτένιστος, αξύριστος και ζητάει την Ελισάβετ. Ο Βασίλ’ α γάς τον πληροφορεί ότι λείπει στα κτήματα. «Να τη φέρετε αμέσως εδώ!» του λέει επιτακτικά και κλείνει την πόρτα στο πρόσωπό του. Σε μία ώρα η Ελισάβετ χτυπάει την πόρτα του και μπαίνει. «Με ζητήσατε, Μουσταφά Κεμάλ πασά;» του λέει κοιτάζοντάς τον κατάματα. Η Ελισάβετ παρατηρεί πως είναι βρόμικος και ατημέλητος, με τα μαλλιά ανακατεμένα και με κατάμαυρους κύκλους στα μάτια. Κα μιά δεκαριά άδεια μπουκάλια από ρακί της μιας οκάς είναι σκορ πισμένα εδώ και κει στο δωμάτιο, που μοιάζει με αχούρι. «Μουσταφά Κεμάλ πασά, δουλεύετε πολύ και δεν ξεκουράζεστε. Θα στείλω τις κοπέλες να καθαρίσουν και να βάλουν σε τάξη το δω μάτιό σας». «Πήγαινε και φέρε νερό να πλυθώ. Και πρόσεξε μην το φέρουν οι υπηρέτριες. Επιθυμώ να με περιποιηθείς εσύ!» Η Ελισάβετ τα χάνει. Γρήγορα ανακτά την ψυχραιμία της και
ΕΚ ΚΕΡ Ι Μ
327
ξαναγυρνάει οτο δωμάτιο με μια πορσελάνινη λεκάνη, μια κανάτα νερό και καθαρές λευκές κεντημένες πετσέτες. «Βοήθησέ με να πλυθώ!» τη διατάζει. Είναι σίγουρο πως θέλει να την ξεφτιλίσει, να την ταπεινώσει. «Θα πλυθείτε μόνος σας, Μουσταφά Κεμάλ πασά». «Λούσε το κεφάλι μου, είναι διαταγή. Πλύνε το πρόσωπό μου!» «Εδώ δεν είναι στρατώνας να διατάζετε, εδώ είναι το σπίτι μου, ιο οποίο επιτάξατε. Το μόνο που ζητώ από εσάς και τους άντρες σας είναι να μας σέβεστε όλους ανεξαιρέτως, όπως σας σεβόμαστε εμείς, ακόμα και τους υπηρέτες μας». Ο άντρας δεν της απαντά, μόνο σηκώνει το χέρι και δείχνει την πόρτα. Η Ελισάβετ απομακρύνεται προσβεβλημένη με σκυμμένο το κεφάλι, διασχίζει το διάδρομο και προχωρώντας προς τη σκάλα συ ναντάει έναν από τους συντρόφους του αρχηγού που ανέβαινε στο δαψάτιό του. Αυτός βλέπει την Ελισάβετ συγχυσμένη και σκεφτική και τη ρωτάει: «Τι κάνεις εδώ, γκιαούρισσα, κρυφακούς;» «Όχι, άφησέ με ήσυχη. Με ρωτάς τι κάνω μέσα στο ίδιο μου το σπίτι;» «Έλα μέσα!» της λέει και την αρπάζει και τη σπρώχνει στο δω μάτιο. «Λοιπόν;» τον ρωτάει και τον κοιτάζει κατάματα. Αντί απάντησης ο άντρας σηκώνει το χέρι και της δίνει ένα δυ νατό χαστούκι. Εκείνη τα χάνει, αιφνιδιάζεται, δεν ξέρει τι να κάνει. «Γιατί με χτυπάς; Ε, γιατί; Τι σου ’κανα;» «Μη μιλάς! Σκάσε! Σκύψε και βγάλε μου τις μπότες!» Εκείνη δεν υπακούει. «Σου είπα βγάλε τις μπότες μου». Και αμέσως μετά της δίνει μια κλοτσιά και η Ελισάβετ σωριά ζεται στο πάτωμα. Πέφτει πάνω της και προσπαθεί να τη φιλήσει. Η Ελισάβετ παλεύει με μανία να ξεφύγει.
328
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
«Κιοπόγλου κιοπέκ! Γιε σκΰλου! Αυτό που κάνεις θα το μετανιώσεις! Είμαι μάνα! Έχω παιδί. Γιατί με ταπεινώνεις; Αλλαχτάν μπουλατζάκσιν! Από το Θεό να το βρεις! Ουτανμάζ χιτς σαϊγκίν γιοκ μου; Δεν έχεις καθόλου σεβασμό;» Κλαίει γοερά. «Στη θέση σου άλλη γυναίκα θα ήταν περήφανη ν’ ακουμπάω τα χέρια μου πάνω της, να την αγγίζω, να τη φιλάω!» της λέει βυθίζο ντας τα αιμοβόρικα μαύρα μάτια του στα δικά της. Τυφλός από πάθος σκίζει τα ρούχα της. Η Ελισάβετ ανθίσταται, καθώς ο άντρας προσπαθεί να ανοίξει τους μηρούς της και να τη βιάσει. Παλεύει με όλες της τις δυνάμεις. Η φωνή της μόλις που βγαίνει από το στόμα αγκομαχώντας. «Ντομούζ! Γουρούνι! Ναμουζσούς, γκεμπέρ! Άτιμε, ψόφα!» Χώνει τα νύχια της βαθιά στο λαιμό του και νιώθει το αίμα του στη σάρκα της. Ο στρατιώτης τη χτυπάει με γροθιά στο κεφάλι και εκείνη τον κλοτσάει στο στήθος. Τον ρίχνει στο πάτωμα και παίρνει θάρρος. «Τζαναβάρ! Κτήνος! Αλλάχ καχρετσίν γιερντέν καλκάμιασιν! Νά μη σώσεις να σηκωθείς!» Βρίζοντάς τον τρέχει προς την πόρ τα. Εκείνος την προλαβαίνει, τη βουτάει από το πόδι και τη ρίχνει μπρούμυτα στο πάτωμα. Της δίνει μια κλοτσιά στη μέση και την κα θηλώνει. Η Ελισάβετ μέσα σε αβάσταχτους πόνους τού δίνει μια α νάποδη και του σκίζει τα χείλη. Ο στρατιώτης μουγκρίζει από πόνο και της τραβάει με δύναμη τα μαλλιά. «Πατλά γκιαβούρ! Σκάσε γκιαούρισσα!» ουρλιάζει και φτύνει το αίμα από το στόμα του πάνω της. «Σενί μπετζερντικτέν σόνρα γκεμπερτετζέιμ! Πρώτα θα σε κα νονίσω και μετά θα σε σκοτώσω! Πις καχπέ! Βρόμα!» μουγκρίζει και της ξεσκίζει όσα ρούχα τής έχουν απομείνει. «Καχρολάσεν σεϊτάν! Διάβολε, μη! Ιστεντιίν καντάρ κουρούζ βερετζέγιμ μπενί ραχάτ μπιράκ! Θα σου δώσω όσα γρόσια μού ζητή σεις να με αφήσεις ήσυχη!» του προτείνει με κόπο και του σπάζει το χέρι χτυπώντας το με όλη τη δύναμή της.
ΣΚΚΕΡΙΜ
329
Εκείνος επιμένει, προσπαθεί με μανία να τη δαμάσει για να χω θεί στο κορμί της, όταν η πόρτα ανοίγει με θόρυβο διάπλατα και μπαίνει ο Μουσταφά Κεμάλ με το περίστροφο στο χέρι ουρλιάζο ντας: «Παλιοτόμαρο, ντρόπιασες το κίνημα! Δεν είμαστε ληστές και δολοφόνοι. Είμαστε οι απελευθερωτές του έθνους! Είμαστε αγωνι στές! Και τελειώνοντας τη φράση του, αδειάζει το περίστροφο στο κεφάλι του βιαστή. Η Ελισάβετ αιμόφυρτη, με τα μάτια γουρλωμένα από τον τρόμο, κουλουριάζεται σε μια γωνιά και κλαίει από τους πόνους και την ντροπή της. Ο Μουσταφά Κεμάλ την πλησιάζει, της χαϊδεύει στοργικά το κε φάλι, τραβάει το κάλυμμα του κρεβατιού που σέρνεται στο πάτωμα, ιη σκεπάζει και της ψιθυρίζει στα ελληνικά: «Το πτώμα θα το αναλάβουν οι άντρες μου. Εσύ προσπάθησε να ξεχάσεις το συμβάν. Λυπάμαι πολύ!» Τελειώνοντας τη φράση μπαίνει στη σάλα για να συνεχίσει την εργασία του αφήνοντας την πόρτα ορθάνοιχτη για να παρακολουθεί ι ην κίνηση. Αστραπιαία δυο στρατιώτες μαζεύουν το νεκρό κορμί και ιο εξαφανίζουν. Η ησυχία αποκαθίσταται φαινομενικά στο σπίτι και η Ελισάβετ την ίδια μέρα φεύγει για το σπίτι της Μαριγώς, όπου έ χει εγκατασταθεί ήδη και η μάνα της. Από εκείνη τη στιγμή έχει και εκείνη ένα μεγάλο μυστικό από τον Βασίλ’ αγά. Ο Μουσταφά Κεμάλ ιη χάιδεψε, κι εκείνη ένιωσε κάτι. Κι ένας άντρας προσπάθησε να ι η βιάσει. Θα το κρατήσει μυστικό σαν εκδίκηση για τις γυναίκες που αγκαλιάζει στο κρεβάτι του και παίζει μαζί τους τα φεγγαρόλουστα βράδια στις όχθες του Βοσπόρου. Από το νέο στρατηγείο στο σπίτι της Μαριγώς συναντά τους ερ γάτες της κάθε πρωί και φεύγει μαζί τους για τα κτήματα. Δουλεύει ασταμάτητα ως το βράδυ, όσο ποτέ άλλοτε. Τώρα πια καταλαβαίνει οιι η κατάρα της Ανατολής έφτασε στα Ποτάμια και χτύπησε το σπί
330
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
τι της για μια φορά ακόμα κατακέφαλα. Ο νους της στιγμή δε φεύ γει από τον Μουσταφά Κεμάλ. Νιώθει τα βελούδινα χέρια του να αγγίζουν τα μαλλιά της. Θέλει να γυρίσει σπίτι της να του εκφράσει την ευγνωμοσύνη της, να φιλήσει τρυφερά τα δυνατά του χέρια, να τον ευχαριστήσει. Μα δεν το τολμά. Η Σεκερίμ βρίσκει ότι η συ μπεριφορά της κόρης της έχει αλλάξει και τη ρωτάει συνεχώς τι εί ναι αυτό που την απασχολεί. «Κουζούμ, τι σου συνέβη; Είσαι τραυματισμένη! Παναγία μου! Έχεις μώλωπες και περπατάς με δυσκολία! Τι έγινε; Πες μου την α λήθεια, είναι καλά ο γαμπρός μου; Τα κορίτσια μας, ο Μαχμούτ;» «Ναι, μάνα μου, καλά είναι όλοι τους», της απαντά και σκύβει το κεφάλι σαν να μη θέλει να βγάλει άλλη κουβέντα από το στόμα. «Ο αγαπητός μου Μουσταφά Κεμάλ είναι καλά; Γιατί δε μου φέρνεις νέα του;» τη ρωτάει επίμονα η μάνα της το πρώτο βράδυ της άφιξής της, που τη βλέπει πονεμένη και σκεφτική. «Είναι καλά, μάνα, και σε χαιρετάει. Γιατί να μην είναι καλά; Η ακολουθία του αλωνίζει το σπίτι μας. Τα έχουν όλα δικά τους, μάνα μου!» «Έλα, κουζούμ, μην κλαις! Πόσο θα καθίσουν στο σπίτι μας; Ο Μουσταφά Κεμάλ έχει να κυβερνήσει ένα έθνος, από το χωριό θα το κουμαντάρει; Έλα, φιλοσόφησε λίγο τη ζωή. Σε καλό σου, τέκνο μου!» Η Ελισάβετ δε θέλει να πει τίποτα. Μόνο σκέφτεται. Σκέφτεται την ευγενική μορφή του Μουσταφά Κεμάλ και διερωτάται πώς μπο ρεί να είναι αλήθεια όλα όσα έχει ακούσει για τους Νεότουρκους ό ταν ο ηγέτης τους είναι τόσο σωστός, τόσο αξιοπρεπής! Τα γαλανά μάτια του χορεύουν μπροστά της και την παιδεύουν. Είναι η ελπίδα του διαμελισμένου κράτους; Είναι ο σωτήρας της Τουρκίας; Πάντως είναι σίγουρα ο δικός της σωτήρας! Ο Βασίλ’ αγάς δε συναντιέται με την οικογένειά του αυτό το διά στημα. Ανταλλάσσουν σημειώματα, που τα κρύβουν μέσα σε καρ πούζια, σε πεπόνια και σε μικρές κυψέλες γεμάτες μέλισσες φτιαγ
Μ . ΚΚ Ρ Ι Μ
331
μένες από λάσπη και κοπριά. Μέσα σ' αυτό το γλυκό δηλητήριο, μό νο ΐ] Ελισάβετ μπορεί να βάλει το χέρι της και να πάρει το μήνυμα αιιό τον άντρα της, χωρίς να κεντριστεί, γιατί είναι εξοικειωμένη με ία γλυκά έντομα. Οι πρώτες δέκα μέρες περνούν δύσκολα. Ο Βασίλ’ αγάς και ο Μαχμούτ κοιμούνται στην κουζίνα. Διάλεξαν αυτόν το χώρο γιατί εί ναι το πέρασμα προς τα υπόγεια και μπορούν να τα ελέγχουν. Η καρ διά τους χορεύει τρελά κάθε φορά που κάποιος από την κουστωδία κατεβαίνει να ψάξει κάτι. Φοβούνται μήπως ανακαλύψουν το μάλα μα και τα όπλα. Το δωδέκατο βράδυ της επίταξης ένας μεθυσμένος στρατιώτης πέφτει τύφλα στο μεθύσι πάνω τους με το μαχαίρι στο χέρι ζητώντας τα κρυμμένα γρόσια. Ο Βασίλ’ αγάς αρχίζει τα αστεία και τα χωρα τά προσπαθώντας να τον παραπλανήσει και να ξεχάσει τον αρχικό σκοπό, όμως στέκεται αδύνατον. Για μια στιγμή τον βλέπουν να καιευθύνεται παραπατώντας προς την καμουφλαρισμένη πόρτα, που την είχαν χτισμένη γύρω γύρω με λάσπη και ασβεστωμένη για να μη (ραίνεται. Ο στρατιώτης ψάχνει δεξιά και αριστερά και αισθάνεται ένα ρεύμα αέρα να βγαίνει από κάπου. «Εδώ κάτι έχετε κρυμμένο», λέει, αλλά μπερδεύεται, πέφτει στο πέτρινο δάπεδο και χτυπάει το κεφάλι σε μια μυτερή πέτρα, χάνοντας τις αισθήσεις του για ώρα. Οι δύο άντρες τον μεταφέρουν σε έναν οντά στην απέναντι πλευ ρά του σπιτιού και με το αίμα που τρέχει από την πληγή βάφουν το πάτωμα και την πόρτα του οντά, ενώ καθαρίζουν καλά τα αποτυπώ ματα στο χώρο του ατυχήματος. Ξενυχτούν δίπλα του μέχρι που συ νέρχεται. Του λένε ότι έπεσε και χτύπησε εκεί μέσα στον οντά και του δείχνουν το ματωμένο πάτωμα. Το μεσημέρι ο Μουσταφά Κεμάλ τους καλεί και ζητάει να μάθει ικος τραυματίστηκε ο ακόλουθός του. Βεβαίως ουδόλως πιστεύει πως ο στρατιώτης έπεσε κάτω μεθυσμένος και χτύπησε και λέει κυνικά στον Βασίλ’ αγά:
332
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
«Βασίλ’ αγά, η χώρα έχει ανάγκη από όπλα. Ζητάμε όλες σου τις οικονομίες γι’ αυτόν το σκοπό. Αύριο θα μου φέρεις όσα περισσότερα χρήματα μπορείς. Θα τ’ αφήσεις σ’ αυτό το δωμάτιο και θα φύ γεις. Νομίζω ότι έγινα αντιληπτός». «Εξοχότατε, τα χρυσά που ζητάτε βρίσκονται κάτω από τις πλά κες που πατούν τα πόδια σας. Αρκεί να βάλετε τους άντρες σας να σκάψουν και θα τα βρουν όλα. Όσο για μένα και το ψυχοπαίδι μου, θα στεκόμαστε να σας κοιτάμε. Θα μας τ’ αρπάξετε! Εμείς δε θα σας τα δώσουμε με τα χέρια μας. Θα ληστέψετε το σπίτι που επιτά ξατε! Αν θέλετε και σας κάνει κέφι, μας σκοτώνετε κιόλας, στο χέρι σας είναι. Άλλωστε γεννιόμαστε και μεγαλώνουμε κάτω από την α πειλή του θανάτου σ’ αυτόν τον τόπο!» «Φύγε!» διατάζει θυμωμένος ο Κεμάλ. Ο Βασίλ’ αγάς στέλνει είδηση στη γυναίκα του και γράφει για το συμβάν: Αγαπημένη μου Ελισάβετ, Χθες μου ζήτησαν να τους δώσω χρήματα. Θα μπορούσαν να τα ζητήσουν από την πρώτη μέρα να τελειώνουμε. Είμαι πολύ στριμωγμένος. Ξέρω καλά ότι δε θα τη γλιτώσουμε, παρόλο που τα ψυ χοπαίδια μας, οι πιστικοί μας κι εγώ προσωπικά σκοτωνόμαστε να τους περιποιηθούμε. Πιστεύω να το αναγνωρίσουν. Η επιθυμία μου είναι ο Μουσταφά Κεμάλ πασάς να μην ξεχάσει ποτέ τη φιλοξενία μας. Θα κάνουμε υπομονή. Σας σκέφτομαι συνεχώς. Πρόσεχε πολύ την αγαπημένη μας μάνα. Με σεβασμό ο Βασίλ’ αγάς σου
Ο Βασίλ’ αγάς περιποιείται τον Κεμάλ, του στέλνει στο σαλόνι πο τά και ξηρούς καρπούς, μια γαλλική κολόνια με άρωμα λεμονιού για να ευωδιάσει ο χώρος και άφθονα φρούτα. Μέχρι το βράδυ της ίδιας μέρας δε γίνεται τίποτα.
^Ι.ΚΕΡΙΜ
333
Γην επομένη ζητούν τριάντα καθαρόαιμα άλογα, τρόφιμα και μερικά μουλάρια για να τα φορτώσουν. Τα έλαβαν και είναι σχεδόν έιοιμοι να εγκαταλείψουν το επιταγμένο αρχοντικό. Τελευταίος πά νω στο άλογο περνάει το κατώφλι της αυλόπορτας ο Κεμάλ και με ια χαρακτηριστικά του προσώπου του ήρεμα και χαμογελαστά λέει σιγανά στον Βασίλ’ αγά κοιτώντας τον στα μάτια με σημασία: «Αποφάσισα να καθαρίσω τον τόπο μου». Και εξαφανίζεται καλπάζοντας αφήνοντας πίσω του ένα σύννε φο σκόνης. Το συμβάν μαθεύτηκε στα ρωμαίικα χωριά. Είναι η εποχή που ολόκληρος ο χριστιανικός κόσμος αισθάνεται στο άκουσμα «Τούρ κος» φόβο και απέχθεια. Οι δημοσιογράφοι περιγράφουν γεγονότα φρικιαστικά. Ό λα τα εγκλήματα και τις σφαγές που διέπραξαν στη Βουλγαρία τα επαναλαμβάνουν επιτυχώς και στα ρωμαίικα χωριά. Οι άξεστοι χωριάτες της Ανατολίας το παραδέχονται και καμαρώ νουν λέγοντας «θα φάμε τα κεφάλια των άπιστων». Οι εβδομάδες που ακολουθούν είναι σκληρές. Η Σεκερίμ σκέ φτεται συχνά τον Κεμάλ και φέρνει στα μάτια της το ακατανίκητο βλέμμα του. Είναι σίγουρη πως τη δύναμή του την οφείλει στην ελκυστικότητά του, που ενισχύεται από τη φιλαρέσκεια και την κοκε ταρία του. Αντίθετα, οι άντρες που τον περιβάλλουν είναι χωριάτες χιορίς φινέτσα και δημιουργούν κλίμα αντιπάθειας και αποστροφής. Επιθυμεί να τον ξανασυναντήσει. Ο Βασίλ' αγάς επιστρέφει στην Κωνσταντινούπολη, γιατί τον ει δοποίησαν ότι στα ναυτιλιακά ναύλα έχει πέσει μεγάλη κρίση και οι δουλειές στο γραφείο αρχίζουν να μην πηγαίνουν καλά. Η Ελισάβετ τον αποχαιρετά και τον καθησυχάζει ότι το προσε χές ταξίδι στην Πόλη θα είναι το ταξίδι της οριστικής επιστροφής ι ης κοντά του. Αρχίζει μάλιστα να το προετοιμάζει συνειδητά.
Οι κλέψτες
ΕίΝΑΙ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΒΡΑΔΥ, οι μαθήτριες της Σεκεριμ φεΰγουν χα
ρούμενες για τα σπίτια τους και η Ελισάβετ σερβίρει το τσάι στο σα λόνι του αρχοντικού περιμενοντας τη μητέρα της να κατεβεί από το ατελιέ για να απολαύσουν το υπέροχο κινέζικο τσάι από γιασεμί που τα καραβάνια τούς προμηθεύουν. Η Σεκεριμ είναι πολύ χαρούμενη γιατί οι μαθητευόμενες χωριατοπούλες έχουν έφεση για μάθηση και το πιο σπουδαίο είναι ότι έχουν ταλέντο και εκτελούν θαυμάσια την εργασία που τους αναθέτει. Τα βράδια είναι ήσυχα και η οικογένεια άθελά της ξαναρχίζει να κάνει όνειρα για το μέλλον, όταν η μεγάλη πόρτα της εισόδου του αρχοντικού δέχεται ένα ηχηρό χτύπημα σαν να έπεσε κάποιο όχημα πάνω της. «Μαχμούτ, κοίταξε από το παράθυρο κι εγώ τρέχω να πάρω τα τουφέκια», φωνάζει έντρομη στον ψυχογιό η Ελισάβετ. Πρώτα από όλα αφήνει τα σκυλιά που κρατάει για ασφάλεια κά θε νύχτα μέσα στο δωμάτιο να σκορπιστούν στους ορόφους γαβγί ζοντας και ορμώντας προς την πόρτα όπου ακούστηκε ο θόρυβος. Δί νει ένα λυκόσκυλο στα χέρια της μάνας της και τρέχει στο υπόγειο να πάρει τα όπλα. Μια χειροβομβίδα πέφτει στην αυλή και κάνει τα πάντα συντρίμμια. Σπάζουν τα εξωτερικά και πολλά από τα εσωτε ρικά τζάμια του σπιτιού, ένα κομμάτι γυαλί περνάει ξυστά από το κε φάλι του Μαχμούτ και τον τραυματίζει στο αφτί. Η Ελισάβετ με τα όπλα στο χέρι αρπάζει τη μάνα της, τη μικρή Αναστασία, τη μαντάμ Ροζ και τις κλειδώνει στον οντά του πάνω ορόφου. Το δωμάτιο αυ-
Π-'.ΚΚΡΙΜ
335
ιο είναι το πιο ασφαλές, δεν έχει παράθυρο ούτε πόρτα προς τα έ ξω. Δίνει από ένα τουφέκι στον Μαχμούτ, την Αϊσέ και την Εμεριέ και εκείνη ανοίγει ένα παράθυρο προς το δρόμο προσπαθώντας να δει από πού έρχονται τα χτυπήματα, ενώ συγχρόνως πετάει ένα λευ κά σεντόνι. Για λίγη ώρα όλα ησυχάζουν και ακούγεται μια άγρια φω νή που διατάζει ν’ ανοίξουν όλες οι πόρτες του αρχοντικού. «Ποιος είσαι;» «Άνοιξε, σκύλα, είναι διαταγή!» «Εγώ δεν παίρνω διαταγές από κανέναν. Ποιος είσαι και τι θέ λεις;» «Είμαι αυτός που θα δώσεις όλους τους παράδες σου. Και αν δεν ιο κάνεις, θα σας σφάξω όλους και θα τους πάρω ανενόχλητος». X)λοι κοιτάζονται σιωπηλά. «Γκιαούρισσα, άνοιξε, μην καθυστερείς!» «Να φύγεις γρήγορα! Ο Μουσταφά Κεμάλ πασάς μάς σεβάστη κε», του απαντά η Ελισάβετ. «Γκιαούρισσα, να, πάρε ένα ρεγάλο!» λέει ο ληστής και σε τρία δευτερόλεπτα αρχίζουν να πυροβολούν ασταμάτητα με τα μαουζέρια. Από τα παράθυρα έρχονται οι σφαίρες βροχή. Αναποδογυρίζουν ια τραπέζια για να προστατευτούν από τις αδέσποτες και καταφεύ γουν στα ενδιάμεσα δωμάτια. Όταν σταματούν οι πυροβολισμοί, ακούν πάλι την ίδια αντρική φωνή να προστάζει: «Γκιαούρισσα, θα σε γδάρω ζωντανή! Δώσε μου τα λεφτά, άνοιξέ μου τις πόρτες. Πού κρύβεσαι;» «Σκύλε, πετάω τα κλειδιά από το παράθυρο, πάρ’ τα και πήγαι νε στο διάβολο». Η Ελισάβετ πετάει τα κλειδιά από το παράθυρο και τρέχουν οι ιρεις τους να προστατευτούν στο δώμα. Η Ελισάβετ κοιτάζοντας από την κλειδαρότρυπα αναγνωρίζει όιι είναι ένας Τούρκος στρατιώτης από την ακολουθία του Κεμάλ.
336
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
Ανέβηκε ως τον οντά να της αναγγείλει θριαμβευτικά ότι πήραν όλα τα λεφτά τους και φεύγουν. «Καταραμένη γκιαούρισσα, πόσα χρόνια τα μάζευες αυτά; Θα ξαναγυρίσω να πάρω το κεφάλι σου!» της λέει κλοτσώντας τη σφραγι σμένη πόρτα. «Να μη σώσεις να διαβείς το κατώφλι μου και να γίνουν όλα τα κλεμμένα σκόνη και κουρνιαχτός στα αιματοβαμμένα χέρια σου, χα σάπη!» φωνάζει η Ελισάβετ βλέποντάς τον να κατεβαίνει τις σκάλες. Την επόμενη μέρα οι γείτονες μπαίνουν στο αρχοντικό και ψά χνουν κλαίγοντας όλα τα δωμάτια. Ανεβοκατεβαίνουν τους ορόφους, κι όταν φτάνουν έξω από την κρυψώνα, η Ελισάβετ αναγνωρίζει τη φωνή της Μαριγώς να λέει: «Τους πήραν μαζί τους κι έφυγαν! Τρέξτε στο τηλεγραφείο, ει δοποιήστε τον Βασίλ’ αγά για το κακό που μας βρήκε!» Τα μοιρολόγια επιβεβαιώνουν ότι οι φωνές που ακούει είναι αγαπημένες και ανοίγει την πόρτα. «Ελισάβετ μου!» ουρλιάζει η Μαριγώ και πέφτει πάνω της κλαί γοντας. Η Ευλαμπία έχει μπει στον οντά και προσπαθεί να ηρεμήσει τις υπόλοιπες γυναίκες. «Ελισάβετ, μη στενοχωριέσαι, όλα θα τα διορθώσουμε. Αρκεί που ζείτε, που αναπνέετε! Τι τρομάρα πήραμε όλοι στο χωριό!» «Έφυγαν!» ρωτάει η Ελισάβετ και κατεβαίνει τις σκάλες με όρ θιο το κορμί. Οι ζημιές του σπιτιού είναι πολλές. Όλο το πέτρινο πάτωμα της μεγάλης σάλας είναι ξηλωμένο και οι θαμμένοι τενεκέδες με το μά λαμα κλεμμένοι. Κάνα δυο χρυσά νομίσματα εδώ κι εκεί σκορπι σμένα ξέφυγαν και σώθηκαν τη στιγμή της αρπαγής. Τα τζάμια σπα σμένα στο πάτωμα, τα παραθυρόφυλλα, διάτρητα από σφαίρες, α φήνουν μερικές ακτίνες ήλιου να δώσουν λίγη αισιοδοξία. Οι χρυ σοί βελούδινοι καναπέδες, αναποδογυρισμένοι, δίνουν το μέτρο της
>1 K Kl>lM
337
βίας. Τα χαλιά πεταμένα σε μια γωνιά αγκαλιάζουν τους βενετσιάνικους καθρέφτες, που σπασμένοι τα συνθλίβουν με το βάρος τους. ( )ι ιιορτες βγαλμένες από τη θέση τους ακουμπουν στους τοίχους. Σιην κουζίνα το μαγειρείο, το τραπέζι, ο καναπές είναι μαγαρισμέ να, (πις κατσαρόλες οι κλέφτες άφησαν τις ακαθαρσίες τους. Τα ει κονίσματα, χτυπημένα άγρια με μαχαίρι στα μάτια των αγίων, δεί χνουν το μίσος των επιδρομέων. 11 Ελισάβετ κάθεται σε μια καρέκλα για να μη λιποθυμήσει από ι ην τρομάρα και την απόγνωση. Η Σεκερίμ από τη στιγμή που βγή κε έξω από τον οντά κλαίει ασταμάτητα με αναφιλητά. I [ μαντάμ Ροζ επαναλαμβάνει το γνωστό τροπάριο: «Είμαι Γαλλίδα υπήκοος και με προστατεύει το γαλλικό προξε νείο. Θέλω να φύγω!» ( )ι υπόλοιποι του σπιτιού κοιτάζουν την Ελισάβετ στα μάτια, η ο ιιοία δείχνει ψύχραιμη. Η γλώσσα της λύνεται. «Να μη φοβάται κανένας σας. Ό ,τι κακό ήταν να μας κάνουν το έκαναν. Ξέρω ποιος είναι ο άνθρωπος που μας επιτέθηκε. Από αύ ριο θα ξαναφτιάξουμε το σπίτι μας. Ροζ, αν θέλεις να φύγεις να το κάνεις το γρηγορότερο, δε σε κρατάω». «Καλά, χανούμ Ελισάβετ, σωπαίνω! Θα μείνω, από φόβο το είιια». «Κουζούμ, να τηλεγραφήσουμε στον Βασίλ’ αγά», λέει η Σεκερίμ». «Όχι, μάνα, δεν πρέπει να ανησυχήσει. Θα του το πω όταν βρω ι ην κατάλληλη στιγμή», της απαντά κοφτά. Το βράδυ μένουν παρέα πολλοί φίλοι και διανυκτερεύουν μαζί ιούς. Η Ελισάβετ με έκπληξη διαπιστώνει ότι οι ληστές δεν ανακά λυψαν την υπόγεια πόρτα που οδηγεί στο θησαυρό και η ευτυχία της δεν περιγράφεται. Το λέει στη Σεκερίμ και χορεύουν αγκαλιασμέ νες από τη χαρά τους. Την άλλη μέρα κιόλας αρχίζουν τις επιδιορθώσεις. Όλο το χω
338
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
ριό βοηθάει στην αναστήλωση των ερειπίων. Οι επισκευές παίρνουν πολύ χρόνο και χρειάζονται ειδικούς. Το χτίσιμο της πελεκητής πέ τρας γίνεται από τεχνίτες, που έρχονται με τους βοηθούς τους από το Προκόπι. Οι χτίστες αντικαθιστούν όλες τις σπασμένες πέτρες α πό τους τοίχους της πρόσοψης. Χτίζουν και καταργούν τα παράθυ ρα και τα ανοίγματα του πρώτου ορόφου, για να μην υπάρχει εύκο λη πρόσβαση από εισβολείς, και αντικαθιστούν με μάρμαρα τα σκαμ μένα πέτρινα πατώματα της σάλας. Οι μαραγκοί αλλάζουν τις σπα σμένες πόρτες, τα παντζούρια, τα βάφουν και τα ασφαλίζουν από έ ξω με σιδεριές. Η αυλή αλλάζει τελείως όψη και δομή. Κατασκευά ζονται πολεμίστρες και οχυρό για άμυνα. Αλλάζει θέση το κοτέτσι. Τα πουλερικά τρελαίνονται και δεν ξέρουν πού να γεννήσουν τα α βγά τους. Οι εξωτερικές σκάλες που οδηγούν στη σάλα χτίζονται με μοντέρνο τρόπο από την αρχή με ροζ πέτρα από τους ξακουστούς χτίστες του Σιβριχισάρ και το αρχοντικό παίρνει νέα μορφή. «Τώρα που τα διορθώσαμε όλα, είναι κρίμα να τα αφήσουμε και να φύγουμε», λέει η Ελισάβετ στους Τούρκους πιστικούς, που κλαίνε και οδύρονται για τα βάσανα που βρήκαν τα αφεντικά τους.
Η εμπειρία των τελευταίων ημερών έκανε τη Σεκερίμ να ξαναγυρίσει πίσω στα παλιά. Ή ταν μια παρόμοια νύχτα όταν κλέφτες έσπα σαν τις πόρτες του σπιτιού τους στο Ορτάκιοϊ σκοτώνοντας όσους υ πηρέτες αντιστάθηκαν και λεηλατώντας το βιος τους. Εκείνη μόλις που πρόλαβε να αρπάξει το παιδί της και να τρέξει σε γειτονική πόρ τα για να σωθούν. Η πόρτα του νου της ανοίγει και μπαίνει το πα ρελθόν. Το επαναφέρουν οι τρομακτικοί εφιάλτες της νύχτας. Στο χωριό οι νύχτες μοιάζουν ατέλειωτες. Οι μνήμες ανάβουν φωτιές μέσα της και βγαίνουν στο φως εικόνες θαμπές περνώντας α νάμεσα από φαντάσματα για να την τυραννήσουν. Η ζωή της στο παλάτι ήταν ονειρεμένη. Η μεγάλη λαχτάρα να
Μ .ΚΚΙΜ Μ
339
ι υχαριστεί διαρκώς το σουλτάνο και ολόκληρο το χαρέμι έδινε και δίνει ακόμα σκοπό στη ζωή της. Ο μεγάλος εχθρός και σύμμαχος ijiuv η ομορφιά της, την οποία έκρυβε διαρκώς από τα μάτια των πνι μών, που την κοίταζαν σαν πεινασμένα θεριά έτοιμα να την καιασιιαράξουν. Η απαράμιλλη ομορφιά της επίσης της έδωσε το ει(m ijpio για τη μοναδική ευτυχία που έζησε στην αγκαλιά του σουλιάνου της. Ο χρόνος δίπλα του είχε σταματήσει. Η ζωή έμοιαζε με ι ΐ|ν άνοιξη, που τα λουλούδια της αλλάζουν καθημερινά χρώματα και αρώματα, κι ο αέρας που ανέπνεε ευωδίαζε πόθο, αγάπη και Μμοσιασία. '() ιαν μια μέρα όλα άλλαξαν και ήρθε ξαφνικά η καταιγίδα και ιΐ| χτύπησε. Ο Αμπντούλ Χαμίντ εξορίστηκε και μετά από πολλά χρόνια εξορίας πέθανε. Έπεσαν πάνω της τα αστροπελέκια και έ καψαν τα φτερά της. Ο άγριος κεραυνός διέλυσε τη ζωή της. Η ει κόνα του απροσδιόριστη περνάει από μπροστά της και τη βασανί ζει. «Σεκερίμ», ακούει τη φωνή του και η ψυχή της λιγώνεται. Τώρα εκείνος για όλους έγινε παρελθόν. Για εκείνην όμως ζει μέσα στην καρδιά της, κυριαρχεί στη σκέψη της και βρίσκεται δίπλα της. Μακάρι να έβρισκε το παιδί τους! Αν η τύχη δεν την εγκατέλειψε, πρέπει να τον βρει, να ακουμπήσει πάνω του και να του μιλή σει για τον ένδοξο πατέρα του. Πόσο θα κλαίει ακόμα γΓ αυτό; Πό σες στιγμές τής έχουν απομείνει; Σκέφτεται και κρύβει το πρόσωιιό της με τα χέρια της, τα στολισμένα με τεράστιες διαμαντόπετρες, ιιου λαμποκοπάνε αγέραστες και αμετάβλητες στο χρόνο. Τα όμομιρα μάτια της υγραίνονται, ξεχειλίζουν καυτά δάκρυα που γλεί ψουν τα μάγουλα και στάζουν στο ατλαζένιο κορσάζ. Ο πόνος γλισι ράει στα πνευμόνια, τα γεμίζει λύπη, κατεβαίνει στην καρδιά και ιΐ|ν μπουκώνει κατακτώντας τα τζιγέρια της. Για πρώτη φορά η φωνή της απόγνωσης την προστάζει να δει διαφορετικά τη ζωή, να αντικρίσει την πραγματικότητα. Ο πόνος που αναβλύζει από τα μύ χια της ψυχής της είναι αβάσταχτος. Μοιάζει με ηφαίστειο που πε-
340
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
τιέται τυφλό έξω για να τσουρουφλίσει τα αισθήματα της από τη φύ τρα τους. Ό λα τα έχει υποστεί. Όμως δε θα αφήσει να ξεραθεί μέ σα της η προσδοκία. Έχει ακόμα λόγους σοβαρούς να ζει και να προσμένει. Ρίχνει ένα σάλι στις πλάτες της, βάζει μερικά χρυσά γρόσια στο λευκό μαντίλι και χωρίς συνοδεία, χωρίς να την πάρει είδηση κανείς, ανοίγει την αυλόπορτα και χάνεται στο χωματένιο δρόμο χωρίς να κοιτάξει δεξιά και αριστερά. Τρέχει στον Αϊ-Γιώργη να του εξομο λογηθεί τα μυστικά της. Στο μεγάλο οντά, μαζεμένες όλες οι μαθήτριες της Σεκερίμ, πε ριμένουν τη δασκάλα για να δώσει εντολές για το πρόγραμμα της μέ ρας. Σκούπισαν τα τραπέζια από τις κλωστές και τα χνούδια, καθά ρισαν τους πάγκους να είναι έτοιμοι για τα καινούρια σχέδια, άνοι ξαν τα μπαούλα με τα βελούδινα και τα δαμασκηνά, τα μεταξωτά και τα χρυσά που έφερε η δασκάλα από την Πόλη και τα άπλωσαν στο μεγάλο πάγκο εργασίας. Υφάσματα για κέντημα, που ο πατιοάχ, με ρικοί βεζίρηδες, πασάδες και αγάδες εξακολουθούν να παραγγέλ νουν, μην μπορώντας να αποχωριστούν τις ρίζες τους και τη ρομα ντική παράδοση. Οι μαθήτριες επωφελούνται της απουσίας της δα σκάλας και ρίχνουν τα υφάσματα πάνω τους παίζοντας τις σουλτά νες και τις ευνοούμενες. Στολίζουν τα μαλλιά τους με τα χρυσά σι ρίτια και κρεμάνε τις μεταξωτές φούντες στα αφτιά για σκουλαρίκια. Η μικρή Λενιώ παίρνει το ούτι, παίζει και τραγουδάει κάνοντας τις άλλες να χορεύουν και να ξεκαρδίζονται στα γέλια. Η Ελισάβετ ακούει τη μουσική και ανεβαίνει στο ατελιέ, αλλά εκπλήσσεται όταν διαπιστώνει ότι η μάνα της απουσιάζει. Αναστα τώνει ολόκληρο το αρχοντικό και τη στιγμή που είναι έτοιμη να στεί λει τον Μαχμούτ να την αναζητήσει σας φίλες της βλέπει τη Σεκε ρίμ να μπαίνει από την αυλόπορτα. «Ανετζίμ, πού είσαι; Τρελάθηκα από το φόβο μου. Ήμουν έτοιμη να πάω στο μουχτάρη και στο ζανταρμά να ζητήσω τη βοήθειά τους».
341
Μ ΚΚΙΜΜ
«Κουζούμ, οτον Αϊ-Γιώργη πήγα. Πόνεσε η ψυχή μου και άναψα ι να κεράκι για να την ηρεμήσω». «Λνετζίμ, σε παρακαλώ μην ξαναφύγεις απροειδοποίητα». «Οχι, τζιγέρι μου, ο το υπόσχομαι». «Λνετζίμ, σε βλέπω κλαμένη. Τι σου συμβαίνει;» «Οχι, γιαβρί μου. Ε, πώς να διώξεις τη νοσταλγία από την καρ διά και τους καταραμένους εφιάλτες της νύχτας, παιδί μου; Φοβά μαι ια όνειρα που βλέπω τελευταία... Ας είναι για το καλό όλων μας. Τ,λα, ιιάμε πάνω, σήμερα θα προσπαθήσω η μέρα να κυλήσει χα ρούμενα». Στο μεγάλο ατελιέ το ούτι σκορπά τους νοσταλγικούς ήχους του, ο ιαμπουράς και το λαούτο χαϊδεύουν τα αφτιά των κοριτσιών, που μαζί με τη δασκάλα τους ράβουν και κεντούν τραγουδώντας. 11 Σεκερίμ κάλεσε τους οργανοπαίκτες για να ξεχάσει τις ανα μνήσεις της περασμένης νύχτας. Οι περαστικοί ακούγοντας τη μου σική και τις γλυκιές φωνές ακουμπούν γοητευμένοι στον πέτρινο τοί χο ιου αρχοντικού και μένουν ώρες μαγεμένοι από τους ήχους. Το μελωδικό άκουσμα γαληνεύει την ψυχή τους. Ξεχνούν τις δουλειές ιούς κι αφήνουν τη ραχοκοκαλιά τους να γλιστρήσει στο πέτρινο νιουβάρι, συνοδεύοντας με το τραγούδι τους το λαουτιέρη, που οιραγγίζει την καρδιά του τραγουδώντας με πάθος: Έβγα να σε δω μόνο μια στιγμή, μη γυρίσεις πίσω, αχ, μη γυρίσεις, μη. Στον πρώτο όροφο το όμορφο ασκέρι των νεαρών κοριτσιών τρα γουδάει, γελάει, εργάζεται υπό την αυστηρή επίβλεψη της Σεκερίμ, ιιου η ελπίδα και η αισιοδοξία αποκαταστάθηκαν και πάλι στην καρ διά της. Η παρέα των όμορφων κοριτσιών, οχυρωμένη στο πέτρινο εργαστήρι, δεν έχει επίγνωση των γεγονότων. Γεμάτη ζωή, δείχνει
342
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
πως δε φοβάται το θάνατο. Οι φωνές τους ξεπερνούν σε γλυκύτητα τις φωνές των αηδονιών, ενώ το γέλιο τους είναι πιο κρυοτάλλινο α πό το τρεχούμενο νερό της πηγής, που γιατρεύει τις αρρώστιες του κορμιού και της ψυχής. Ο πόνος της Σεκερίμ, ο κρυμμένος στα φύλ λα της καρδιάς, μεμιάς μίσεψε και την ξαλάφρωοε, έγινε πούπου λο, που το παίρνει το αεράκι και το στριφογυρίζει, κάνοντάς το να αιωρείται μελωδικά. Με την ανατολίτικη μουσική γεννιούνται στα τρυφερά σώματα καινούριοι πόθοι για έρωτες και αγάπες με σουλ τάνους και πρίγκιπες. Τα όνειρα για ευτυχία και ελπίδα δίνουν στο σάλιο τη γεύση του σερμπετιού και της ηδονής. Αντιλαλεί ο δρόμος μπροστά στον Αϊ-Γιώργη από τα γέλια, τα τραγούδια και τις χαρές και ξεπερνούν το θόρυβο των καταρρακτών, που χύνονται πιο κάτω και πλημμυρίζουν τα ποτάμια με δροσιά και ζωή. Το χωριό γίνεται προμαχώνας χαράς. Το ούτι ζεσταίνει τις καρδιές και διώχνει το φό βο, ο ταμπουράς και το ντέφι δίνουν αισιοδοξία και ξεσηκώνουν τα κορμιά για χορό. Οι συγχωριανοί ορμούν στην αυλή και ρωτούν με περιέργεια: «Έχομε καμιά χαρά σήμερα;». «Ναι! Γιορτάζουμε τη χαρά! Χορέψτε, αδειάστε τα βαρέλια το κρασί! Κάθε μέρα που περνάει την κερδί ζουμε από τη ζωή που φεύγει και μας αφήνει!» φωνάζει η Σεκερίμ και σέρνει πρώτη το χορό. Οι Τούρκοι υπηρέτες κατεβάζουν τους δίσκους με τα μεζεδάκια της στιγμής: λουκάνικα, ντολμαδάκια, σουτζουκάκια, κεφτέδες, παι δάκια ψητά από καραμάνικα πρόβατα, φρέσκα ψωμιά και λαγάνες. Όλη τη μαγεία της γιορτής και της φιλοξενίας τη δημιουργεί η πα ρουσία μίας και μόνο γυναίκας, της Σεκερίμ, η οποία κάνει την κα θημερινότητα γιορτινή με τη δίψα για ζωή, που πηγάζει ανεξάντλη τα από μέσα της και τη διοχετεύει περίτεχνα στους δικούς της και στους συγχωριανούς.
II γιορτή στο αρχοντικό τον Χαράλαμπον και της Μ αριγύς
1 1 μαριγω , μία από τις αγαπημένες φίλες της Ελισάβετ, καμαρώνει
ια βλαστάρια της, δύο κόρες σαν τα κρύα νερά, που λικνίζονται μέ(ΐα στα μεταξωτά ρούχα που ο Χαράλαμπος έφερε από την Κών οι αντινούπολη. Τα ατλαζένια κορσάζ τους αφήνουν να διαγράφονται (>ι ιιρώτες γυναικείες καμπύλες. Τα παιδικά τους κορμάκια δείχνουν να εγκαταλείπουν την τρυφερή ηλικία και να παίρνουν τη γυναικεία φόρμα. Κληρονόμησαν τη θηλυκότητα της μάνας τους και όπως (ραί νε ιαι τη συναγωνίζονται στο χορό. Στα πανηγύρια χορεύουν οι τρεις ιούς. Και ποια να πρωτοκαμαρώσεις! Τη θεϊκή Μαριγω ή τις κόρες ιΐ|ς, που έμαθαν να κανακεύονται δίπλα της σαν μαϊμουδίτσες και να ιη μιμούνται; Με το χαμόγελο μέχρι τ’ αφτιά και γλυκές σαν άγ γελοι γοητεύουν τα πλήθη. Σήμερα δέχονται τους συγγενείς και φίλους στο αρχοντικό τους. 11ροετοιμάζουν μια μεγάλη γιορτή. Ανεβοκατεβαίνουν τα πατώμα ι α και τη σάλα σαν αερικά. Στρώνουν το μεγάλο τραπέζι με τα κα λύτερα τραπεζομάντιλα και σερβίτσια, ρωτούν και ξαναρωτούν τη μιμέρα τους πώς θα κάνουν το ένα πράγμα, πώς θα κάνουν το άλλο και πηγαινοέρχονται με χέρια γεμάτα αντικείμενα, από τα κρυμμέ να και καταχωνιασμένα, για να στολίσουν όμορφα το σπίτι. Ο Χαράλαμπος παρακολουθεί αυτή την ξέφρενη προετοιμασία και τα έχει χαμένα. Οι κόρες μεγάλωσαν χωρίς καν να το καταλά βει. Οι προξενήτρες σε λίγο θα γυρεύουν γρόσια και χρυσά ναπολεό ντεια για να φέρουν παλικάρια όμορφα και από φαμίλια. Θυμάται
344
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
και τι δε θυμάται! Το πρώτο μαγευτικό βράδυ που πέρασε με αυτή την ξεμυαλίστρα αγαπημένη του γυναίκα όταν μετά τα στέφανα έτρεξε στο γαμήλιο δωμάτιο για να τη συναντήσει και να της πει πό σο πολύ τη λαχταράει. Την αγάπησε τη Μαριγώ περισσότερο κι α πό τη ζωή του ο Χαράλαμπος. Την πίστευε πιο πολύ κι από την ευ λογία που τους έδωσε ο παπα-Θωμάς, ο κουλοχέρης. Ναι, η χαντζάρα του Τουρκόγυφτου, του Μουσταφά μπέη του αγύρτη, από το Μαυριτσό, το διπλανό τουρκικό χωριό, πήρε το χέρι του παππούλη από τον ώμο. Όταν σε μια γιορτή ο Τούρκος βλαστήμησε τα άγια των αγίων, ο παπα-Θωμάς σήκωσε το χέρι για να του κλείσει το στό μα λέγοντάς του «να σκάσεις και να πλαντάξεις». Ο Τούρκος δε δί στασε, έβγαλε τη χαντζάρα και κατέβασε μια στον ώμο του παπά και πέταξε το χέρι κάτω μπροστά στην ωραία πύλη. Ο παπα-Θωμάς έμεινε κουλός και ποτέ δεν οργίστηκε, παρόλο που μέχρι το θάνατό του τον φώναζαν κουλοχέρη, παρά μόνο μία φορά, όταν τελώντας τη θεία λειτουργία τού έπεσε το πρόσφορο από τα χέρια. Γονατιστός μπροστά στο ιερό του Αϊ-Γιώργη έκλαψε ξεφωνίζοντας προς τον ου ρανό: «Γιατί δεν κοβότανε καλύτερα το χέρι του άπιστου που τόλμησε να μαγαρίσει τα άγια;». Αλλά αμέσως μετά μετάνιωσε πικρά και ζή τησε συγγνώμη από το εκκλησίασμα, που φώναζε συγκινημένο «ά ξιος, άξιος». «Αυτός ο άξιος παπάς ευλόγησε το γάμο μας και ο Θεός μού χά ρισε δύο μάτια για να βλέπω μόνο τα μελένια μάτια της γυναίκας μου», σκέφτεται ο Χαράλαμπος καθισμένος στη βεράντα αγναντεύοντας τα λιβάδια και τα βουνά που περιβάλλουν το χωριό. «Γλυκιά μου Μαριγώ, πώς να μαζέψω όλα τα πουλιά του παρα δείσου να σε ξυπνάνε με τα τραγούδια τους κάθε πρωί; Πώς να μα ζέψω όλους τους ξακουστούς οργανοπαίκτες και να κάνουν το ούτι, το λαούτο, το μαντολίνο, το φλάουτο και όλα τα μουσικά όργανα του κόσμου να μιλάνε για την αγάπη μου για σένα; Μην πάψεις, γκιουζέλ μου, να είσαι αυτή που πάντα με πηγαίνεις βόλτα στον παράδεισο.
LK.KEHfM
345
Mi] με κατεβάσεις από τον ουρανό, κράτησε με ψηλά, ν’ αγγίζω το φεγγάρι με την αγάπη σου. Αχ, Μαριγώ, ο καιρός περνάει και τα α γρίμια μάς ζώνουν!» Η Μαριγώ κάθεται δίπλα του, τον χαϊδεύει και του δίνει τσαχπίνικα φιλάκια στις μικρές βουλίτσες που σχηματίζουν τα μάγουλά ιου. «Η ζωή είναι μπροστά μας, Χαράλαμπέ μου. Έλα τώρα να βοη θήσεις τις κόρες σου που στολίζουν το σπίτι και τσακώνονται γιατί δε συμφωνουν. Βλέπεις, κοντά στη Σεκερίμ έμαθαν πολλά πράγμαια και η καθεμιά θέλει να επιβάλει τη δική της γνώμη για καλύτε ρη». Του σκουπίζει τα δάκρυα με μια παιδική αφέλεια και τον α γκαλιάζει. Το σπίτι ευωδιάζει σοκολάτα. Είναι η ερωμένη του θείου Φάνη, ιιου κρατώντας την ανάμεσα στα δάχτυλά του μπορεί να περάσει ώ ρες χαϊδεύοντάς την! Ο θείος Φάνης εγκαταστάθηκε από τα χαράμαια στην κουζίνα. Με βοηθούς τους Τούρκους πιστικούς καθαρί ζουν αμύγδαλα, κοπανάνε καρύδια, κάνουν κρέμες από το καϊμάκι ιου γάλακτος και λιώνουν σοκολάτα για τα φοντάν. Φουρνίζουν το ιιανιεσπάνι για την τούρτα, ίδια με αυτή που ετοιμάζει στην Πόλη για τους Γάλλους πελάτες του. Στοιβάζουν τα μελομακάρονα στις μιιακιρένιες πιατέλες σε κυκλική διάταξη, τους κουραμπιέδες, τους μιιακλαβάδες, τα κανταΐφια, τις τσίπες* από το καϊμάκι και τα ρεισέλια* που στάζουν πετιμέζι. Είναι δώρο της Ελισάβετ για τη γιορiij και τα έφερε πρωί πρωί ο Μαχμούτ. Τα φαγητά προετοιμάζο μ α ι στο διπλανό δωμάτιο, που μετατράπηκε σε κουζίνα, γιατί ο θεί ος Φάνης είναι ιδιότροπος και δεν ανέχεται σκόρδα και κρεμμύδια ο ιο χώρο όπου δημιουργεί τερψιλαρύγγιες λιχουδιές με την εκλεκτή ιου σοκολάτα. Είναι όλο φωνές και παρατηρήσεις δυσκολεύοντας ι η ζωή όλων: «Μην ακουμπάς εδώ τα ταψιά, θα σε πετάξω έξω από την κουζί να! Ό χι αυτό το γουδί, μυρίζει σκόρδο, θα σου κόψω τα χέρια! Χτύ-
346
ΜΑΡΙΝΑ B A t y f e A K A
πα τ’ αβγά με την ψυχή σου! Τι με κοιτάς σαν βλάκας; βράσε τα κόκκινα φρούτα, αλλιώς θα σε βράσω να πιούμε το ζουμί σου! Το μυαλό σου πού το έχεις; Θα κρεμάσω το κεφάλι σου από το παρά θυρο να πάρει αέρα και να συνελθεί!» Η μεγαλύτερη λαχτάρα είναι όταν πλάθουν τα κουλουράκια και τα μπισκοτάκια που θα μοιραστούν στα παιδιά. Τα κουλουράκια πρέπει να έχουν το ίδιο μέγεθος και το ίδιο σουλούπι. Πρέπει να τα πλάσουν γρήγορα να μην αρρωστήσει το ζυμάρι. Η Μαριγώ σπρώχνει την πόρτα του μαγειρείου και μπαίνει να ζιάρικα, δίνει ένα πεταχτό φιλάκι στο θείο Φάνη και τον επαινεί με τέτοιο τρόπο σαν να είναι έτοιμη να τον παρασημοφορήσει. Τα κο ρίτσια παίρνουν θάρρος και αρχίζουν το τραγούδι. Η Μαριγώ το ρί χνει στο τσιφτετέλι και ο Φάνης αφήνει τις κουτάλες να πέσουν από τα χέρια του, τα σάλια του να τρέξουν στο μαύρο γιλέκο και τα μου στάκια του να ανασηκώνονται από την κολακεία, όταν ακούει ΐην Μαριγώ να φωνάζει όλο σκέρτσο: «Θείε Φάνη, κοίταξέ με χορεύω για σένα!». Για δες την! Η πιο τσαχπίνα Καππαδόκισοα χορεύει για εκείνον που γέρασε και γυναίκα δεν μπόρεσε να κρατήσει δίπλα του από την τσιγκουνιά του. Η μόνη που χάιδεψε τα χείλη του, άγγιξε το σά λιο του και μοσχομύρισε τα τριχωτά του ρουθούνια είναι η σοκολά τα. Αυτή τον μάγεψε! Μπήκε βαθιά στις αισθήσεις του και ρίζωσε για πάντα. Οι γυναίκες που ξάπλωσαν στο κρεβάτι του και του έδωσαν μια περαστική χαρά και αγαλλίαση στο κορμί και στην καρδιά ήταν οι ξένες πόρνες, που βρομούσαν πατσουλί στο σώμα και φτηνό κρα σί στο χνότο. Κάποτε μια Ρωσίδα πόρνη έσκισε ένα κομμάτι από το πανωφόρι του και προσπάθησε να του κάνει μάγια. Τα μάγια έπιασαν. Ο θείος Φάνης άρχισε να αδυνατίζει, να μην μπορεί να δουλέψει, να έχει πο νοκεφάλους. Οι καλύτεροι γιατροί άρχισαν να μπαινοβγαίνουν στο σπίτι χωρίς να δίνουν διάγνωση μα ούτε και γιατρειά στο πονεμένο
Μ· ΚΚΡΙΜ
347
κορμί του, που έχανε καθημερινά βάρος. Ακόμα και ο γιατρός του σουλτάνου κλήθηκε για να διαγνώσει την κακιά αρρώστια που τον βρήκε και να τον θεραπεύσει. Δυστυχώς κι αυτός δεν έφερε κανένα αιιοιέλεσμα. Τότε ο Χαράλαμπος μια Κυριακή πρωί πήγε να συμ βουλευτεί τον ιερέα στην εκκλησία της Αγίας Τριάδας, και για καλή ι ύχη του θείου Φάνη στη λειτουργία χοροστατούσε ο πατριάρχης Ιω ακείμ Γ, ο οποίος ενδιαφέρθηκε για την υγεία της οικογένειας και κυ ρίως του θείου γιατί τον προμήθευε με νοστιμότατα σοκολατάκια. Ο ικπ (κάρχης μόλις έμαθε το νέο ταράχτηκε και διέταξε, συγχρόνως με ι ΐ|ν ιατρική παρακολούθηση, προσευχή. Συμβούλεψε να τάξουν τον άρρωστο σ’ έναν άγιο. Τον έταξαν στον Όσιο Γιάννη το Ρώσο, το θαυματουργό, που τον πιστεύουν ακόμα και οι Τούρκοι. Το θαύμα έγινε. Ο άρρωστος έγινε καλά και πήγε γονυπετής και προσκύνησε ιο σκήνωμα του αγίου στο Προκόπιο της Καππαδοκίας. Το απογευματάκι οι προετοιμασίες πήραν τέλος. Οι οργανοπαίκιες στην αυλή παίζουν όρθιοι. Άλλοι με τα κεφάλια σκυμμένα στα έγχορδα χαϊδεύουν τις τεντωμένες χορδές και άλλοι με τα στόματα να βλέπουν στον ουρανό ξεφυσούν τα πνευστά τους. Οι βράκες ποΑύχρίομες ανεμίζουν σαν σημαίες στα κοντάρια. Τα πόδια τους κολ λημένα στο χώμα κάνουν να δονείται το κορμί σαν σε σούστα λυγί ζοντας πάνω κάτω τα γόνατα στο ρυθμό της μουσικής. Οι καλεσμένοι φτάνουν από νωρίς, ο καθένας με ένα ξεχωριστό δώρο. Ναργιλές με κόκκινες βελούδινες φούντες και κεχριμπαρένιο ι ιιιστόμιο, σινιά μεγάλα και μικρά, κανάτα νερού, νταμιτζάνες με κρασί, γλυκά του κουταλιού, μαντίλες με σχέδια, σάκοι και ταγάρια αιιό τον Καύκασο, δύο επιτραπέζιες λάμπες από οπαλίνα ζωγραφι σμένες και μια μπρούντζινη κορνίζα με τη φωτογραφία του Μού σι αφά Κεμάλ. Ο Απόσης, ο κοινοτάρχης, είναι ο εμπνευστής αυτού ιου ιιολύτιμου δώρου, που εντυπωσιάζει τους οικοδεσπότες και βά ζει σε υπόνοιες τους υπόλοιπους προσκεκλημένους. Όταν η Μαριγώ σκύβει και φιλάει το χέρι του την ώρα που παραλαμβάνει το πα
348
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
ράξενο δώρο, εκείνος της ψιθύριζε στο αφτί δύο λόγια που δεν έ πρεπε να ξεχαστούν. «Μαριγώ κουζούμ, βάλε αυτή τη φωτογραφία επάνω στη σερβά ντα και μην τη βγάλεις ποτέ. Θα σε βοηθήσει στους δύσκολους και ρούς που περνάμε και στους δυσκολότερους που έρχονται. Έλα, κου ζούμ, άκουσέ με, αφερίμ!» και τη φιλάει στο κεφάλι. «Με φοβίζεις, θείο», τολμά να ψιθυρίσει. «Μη φοβάσαι, κουζούμ. Ο Μουσταφά Κεμάλ είναι μεγάλος πο λιτικός και πολύ καλός άνθρωπος. Θα με θυμηθείς!» της απαντά και τη χτυπάει με την παλάμη του στοργικά στον ώμο. Μπαίνει στη σάλα, καλησπερίζει τους συγχωριανούς του ανασηκώνοντας το φέσι και σκύβει το κεφάλι σε ένδειξη χαιρετισμού προς τους παρευρισκομένους. Ευθύς όλοι οι χωριανοί σηκώνονται και τον πλησιάζουν φιλώ ντας του το χέρι ένας ένας με σεβασμό. Εκείνος με πατρική αγάπη χαϊδεύει τα κεφάλια όλων σαν να είναι παιδιά του. Στην αυλή ακούγεται θόρυβος και πατήματα ζώων. Ο παπάς του χωριού καταφθάνει με το γάιδαρο του φορτωμένο με άγια δώρα. «Τι έφερες, παπα-Γρηγόρη;» τον ρωτάει ο Χαράλαμπος ενώ τον βοηθάει να ξεφορτώσει το φορτίο. «Θα δεις, μην είσαι ανυπόμονος! Στην κοιλιά της μάνας σου περίμενες εννιά μήνες και για πέντε λεπτά κάνεις έτσι;» «Δεν αντιλέγω, παπα-Γρηγόρη, έκανες κόπο για όλα αυτά τα ά για καλά που μας φέρνεις, και τα στερήθηκες κιόλας. Κάθισε, θα τα ξεφορτώσω εγώ». «Να ξεδιπλώσεις με ευλάβεια αυτό το πλατύ πράγμα που έχω σκεπασμένο με κουβέρτα. Πρόσεχε και κάνε ό,τι σου λέγω. Φώνα ξε και την κυρά σου. Θέλω να το ανεβάσετε μαζί επάνω», υποδεικνύει αυστηρά ο παπα-Γρηγόρης και καμώνεται τον αδιάφορο. Στην ου σία έχει μεγαλύτερη αγωνία από όση ο Χαράλαμπος περιέργεια. Άραγε τι έκπληξη θα κάνει το δικό του δώρο, που δεν είναι ούτε
ΜνΚΚΡΙΜ
349
ιοουμπλέκι* ούτε φαγώσιμο αγαθό; Σε λίγο θα μιλήσουν τα μάτια ό λων. Και πριν προλάβει να τελειώσει τις σκέψεις του ο ιερέας, εμ φανίζεται στο πλατύσκαλο ο θείος Φάνης με τις δυο μικρανεψιές, που βλέιιοντάς τον ξαναμπαίνουν στη σάλα φωνάζοντας δυνατά: «Ο παπα-Γρηγόρης, ο παπα-Γρηγόρης! Μαμά, βγες γρήγορα έ ξω να τον υποδεχτείς». 11 Μαριγώ αφήνει κάτω τα τραταρίσματα και πετάγεται βολίδα σας σκάλες, όπου συναντάει τον Χαράλαμπο κρατώντας στα χέρια ένα πελώριο πράγμα τυλιγμένο με μια κουβέρτα, ενώ ο παπάς ακο λουθεί. «Καλώς τον παπα-Γρηγόρη μας! Καλώς τον προστάτη του χωριού μας!» λέει ζωηρά η Μαριγώ. Σκεπάζει γρήγορα το βαθύ ντεκολτέ της για να κρύψει τη γραμ|iij που ενώνει τα υπέροχα λαχταριστά της στήθη, σκύβει, φιλάει το γεμάτο μαύρες μακριές τρίχες χέρι του παπά και του δείχνει με το χέρι το δρόμο προς τις σκάλες. «Μαριγώ, στάσου μπροστά από τον Χαράλαμπο και βοήθα τον να βγάλει την εικόνα από την κουβέρτα v ανεβείτε μαζί», διατάζει ο ιερέας δείχνοντας το πλατύσκαλο όπου περιμένει υπομονετικά ο ψ<>[)κομένος γάιδαρος. Τα μάτια όλων ανοίγουν διάπλατα όταν πέφτει η αυλαία και μια πανέμορφη εικόνα του Αγίου Κωνσταντίνου και της Αγίας Ελένης που κρατούν το Σταυρό εμφανίζεται και φωτίζει τα πρόσωπά τους. ( )ι καλεσμένοι ένας ένας με τη σειρά περνούν μπροστά από το ει κόνισμα και σταυροκοπιούνται προσκυνώντας. Δίπλα στην εικόνα ο παπάς ραντίζει με αγιασμό τα κεφάλια των παρισταμένων με το πε λώριο κλωνάρι του πλατύφυλλου βασιλικού που έφερε μαζί του δί νην ιας ευχές. \ I Μαριγώ κάνει το σταυρό της και τοποθετεί στη σερβάντα την άγια εικόνα των ισαποστόλων και πιο κάτω τη φωτογραφία του Μουσια(|)ά Κεμάλ στραμμένη προς τον τοίχο καθ’ υπόδειξη του Απόση.
350
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
Ο Μαχμούτ έφερε μαζί του τη φωτογραφική μηχανή της Σεκερίμ και τους στήνει όλους κατά ανάστημα για να βγάλει μια ανα μνηστική φωτογραφία. Επί πολλή ώρα τούς κρατάει ακίνητους και δυσκολεύεται. Δεν τα καταφέρνει. Διαμαρτύρονται γιατί έχουν μου διάσει τα χέρια και τα πόδια τους από την κρατημένη αναπνοή, μέ χρι που ο παπα-Γρηγόρης ξεσπάει σε φωνές: «Πειρασμός! Έργον διαβόλου!». Αλλά δεν αλλάζει θέση, περιμένει. "Υστερα από πολλές προσπάθειες ακούγεται ένα τσαφ, βγαίνει λάμψη και καπνός. Πολ λοί πείθονται για το διαβολικό της υπόθεσης και ξεσπάνε σε φωνές, ενώ αυτοί που ζουν στην Κωνσταντινούπολη ξεκαρδίζονται στα γέ λια διότι είναι μυημένοι στον εκσυγχρονισμό. Οι οργανοπαίκτες αφήνουν την αυλή γιατί το κρύο τούς κρυ στάλλωσε τα δάχτυλα και τα χείλη. Ανεβαίνουν στη σάλα και παίζουν γνωστούς σκοπούς που ξεσηκώνουν την καρδιά. Όλοι τρέχουν και παίρνουν θέση γύρω από το μεγάλο τραπέζι. Οι γυναίκες θαυμάζουν τις φρουτιέρες από γερμανική πορσελάνη, τις πορσελάνινες γλυκιέρες γεμάτες πραλίνες και φοντάν, τις ατλαζένιες κουρτίνες που κρέ μονται βαριές και αγκαλιάζουν τα παράθυρα χιαστί και τα πανέ μορφα τραπεζομάντιλα. Τα πιάτα γεμίζουν και αδειάζουν πολύ γρήγορα με ψητά γου ρουνόπουλα στο φούρνο, αρνιά γεμισμένα με ρύζι και ξηρούς καρ πούς, κοτόπουλα με μαγιονέζα και ατζέμ πιλάφι, σαλάτες φρεσκο κομμένες από τον μπαξέ, κρεμμυδάκια, ραπανάκια κρατσανιστά, μαρούλια, σαλιγκάρια με σάλτσα σκόρδου, πατάτες με ανθότυρο. Και ένα κρασί του Ορτακισάρ από την καλύτερη σοδειά, με χρώμα ρουμπινί βαθύ και διάφανο σαν το κρύσταλλο. Τα γέλια και τα αστεία βρήκαν θέση στο τραπέζι. Οι συνδαιτυ μόνες ξέχασαν για λίγο τις αγωνίες και τις απειλές των καιρών. Τρώ νε και πίνουν όσο πιο ανέμελα γίνεται. Μεθάνε από το υπέροχο κρα σί και δίνουν ο ένας στον άλλο ευχές γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι είναι πολύ δύσκολο να πραγματοποιηθούν.
^ΚΚΕΡΙΜ
351
Στην αυλή γίνεται χαμός από τις παιδικές φωνές. Ανάμεσα τους βρίσκονται μερικά Τουρκάκια από το Μαυριτσό και δυο Αρμενάκια ιιου παίζουν ξεβράκωτα και ξυπόλυτα με αχτένιστα μαλλιά. Αγνω σία σε όλους μα καλοδεχούμενα. Οι χουφτίτσες τους έχουν την τιμή να φιλοξενούν τα κουλουράκια του διάσημου θείου Φάνη και κάτω αιιό τις μυτούλες τους ένα τεράστιο μουστάκι έχει ζωγραφιστεί από ι ψ καφέ μουντζούρα που αφήνει η σοκολάτα. Οι κόκκινες γλωσσίισες, μονίμως έξω από τα στοματάκια, περιφέρονται γλείφοντας τη σοκολάτα ανακατωμένη με τις ξινόγλυκες μυξούλες που τρέχουν αιιό τα παγωμένα ρουθουνάκια. Όλα μαζί φωνάζουν: «Θέλουμε κι άλλο τσοκολάτο, θέλουμε κι άλλο τσοκολάτο». Η Αϊσέ γελώντας κουβαλάει τα πιάτα με τα χοντροκομμένα κομ μάτια σοκολάτας, την οποία τα παιδιά εξαφανίζουν στο δευτερόλειπο. Τα προσωπάκια τους είναι παραμορφωμένα από τα μπουκω μένα στοματάκια. Η μικρή Αναστασία, με αναμαλλιασμένες τις ξανθές μπουκλίισες, κρατάει γερά το χεράκι της γαλλικής κούκλας της, που το ποροκλάνινο κεφαλάκι ομορφαίνει ακόμα περισσότερο από το μισά νοιχτο στοματάκι που αφήνει να φανούν τέσσερα λευκά δοντάκια. Ξειρεύγει από την παρέα των μικρών και σκαρφαλώνει μπουσουλών ιας τις σκάλες για να βρεθεί στην παρέα των μεγάλων στη σάλα. Εκεί νιώθει περισσότερη σιγουριά. Η ζεστή αγκαλιά της Εμεριέ την υιιοδέχεται στοργικά και αποκοιμιέται ακουμπώντας το μυρωδάτο κεφαλάκι πάνω στο στήθος της Τουρκάλας ψυχοκόρης. Ο ύπνος κρυσταλλώνει το χαμόγελο της ευτυχίας στα χειλάκια, που είναι ο λόιδια με τα χείλη της κούκλας της. Η χαρά και η ένταση της παι δικής γιορτής δεν πρόλαβε ακόμα να σβήσει από το προσωπάκι που κοιμάται χαμογελαστό. Η νυχτερινή ψύχρα κάνει τα παιδιά να κάνουν αυτό που πριν αιιό λίγη ώρα έκαναν οι οργανοπαίκτες, να ανεβούν δηλαδή στη σά λα και να κατευθυνθούν στο τραπέζι με τα εδέσματα. Γεμίζουν τα πιά
352
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
τα και βρίσκει το καθένα μια γωνιά για να απολαύσει τη νοστιμιά των φαγητών. Πολλά παιδιά μαζεύονται κάτω από το τραπέζι. Με τα πιάτα ακουμπισμένα στο πάτωμα τρώνε χωρίς να βγάζουν άχνα. Πό τε πότε ένα όμορφο μικρό κεφαλάκι ξεπροβάλλει ανασηκώνοντας το τραπεζομάντιλο για να κοιτάξει κατάματα τον ομιλητή, σαν να κα ταλαβαίνει τη σοβαρότητα της κατάστασης, και μόνον όταν βλέπει τους μεγάλους να στέκονται χαμογελαστοί και να απολαμβάνουν τις υπέροχες γεύσεις της ξακουστής ανατολίτικης κουζίνας, να πίνουν κρασί και να χορεύουν, ηρεμεί και με χαρά ξαναβρίσκει την κρυ ψώνα του, που του εξασφαλίζει την προστασία. Μόλις σταματούν τα όργανα, ο Απόσης, ο κοινοτάρχης, θείος της Μαριγώς και του Χαράλαμπου, νηφάλιος και με καθαρό μυαλό, ζη τάει την προσοχή όλων. Σηκώνεται κρατώντας τα μικρά στρογγυλά γυαλιά του, ξεροβήχει και αρχίζει να μιλάει σιγανά κοιτάζοντας το ταβάνι σαν να φοβάται να κοιτάξει κατάματα τους συγγενείς του: «Αδέρφια μου συγχωριανοί, αγαπημένοι μου συγγενείς και φί λοι. Ξέρω ότι δεν είναι ώρα να μιλήσω για καταστάσεις που μόνο με πίκρα και δάκρυα εκφράζονται κατά τη διάρκεια μιας τόσο όμορ φης και πλούσιας γιορτής, μπροστά ο ένα τραπέζι με πλουσιοπάροχα εδέσματα με μια τόσο εγκάρδια φιλοξενία, που οι συγγενείς μας Χα ράλαμπος και Μαριγώ μαζί με τον αγαπητό μου φίλο και ξάδερφο Φάνη μάς επιφύλαξαν. Τέτοια περιποίηση μόνο στο παλάτι του σουλ τάνου θα μπορούσαμε να είχαμε. Δεν είναι αλήθεια, Σεκερίμ; Μπο ρείς να το επιβεβαιώσεις εσύ που έζησες στα παλάτια», λέει κοιτάζοντάς την και συνεχίζει: «Επωφελούμαι όμως της ευκαιρίας που σας έχω κοντά μου, καθώς επίσης και της παρουσίας του αξιοσέβαστου δασκάλου και συμβουλάτορά μου Πρόδρομου Νάκη, να σας μιλή σω. Αγαπητοί μου, μη λιγοψυχήσετε ούτε στιγμή. Περιμένουμε επι θέσεις και καταστροφές. Θα έχομε υψηλό το ηθικό μας και θα αντισταθούμε, μιας και το έθνος μας μας άφησε στο έλεος του Θεού. Εμείς θα συνεχίσουμε τις χαρές μας και την καλή ζωή, χωρίς να προ-
ς ε κ ε ρ ιμ
353
καλούμε τη ζήλια και το μίσος των Τούρκων αδερφών μας. Συγχωρέστε με που ρίχνω λίγο φαρμάκι στη διασκέδασή σας, αλλά δεν ιιρέπει ούτε στιγμή να ξεχνάμε ότι οι μέρες που έρχονται θα είναι δυσκολότερες. Ευχαριστούμε τα ξαδέρφια που μας χαρίζουν αυτή την όμορφη βραδιά και εύχομαι καλή γιορτή». Ο μουχτάρης μιλάει για τα γεγονότα, τους παρακαλεί να σκε(|>τούν διπλά και τριπλά πριν φύγουν για την Κωνσταντινούπολη, διόιι το χωριό δεν πρέπει να πέσει στα χέρια των Τούρκων. Εκεί είναι ΐ| ιδιαίτερη πατρίδα τους και πατρίδα έχεις μόνο μία. Όπου κι αν ιιας, είσαι ξένος και προσωρινός, ακόμα κι αν μείνεις εκεί ολόκλη ρη ζωή. Ο τόπος ο ξένος σε φιλοξενεί, δε γίνεται πατρίδα σου. «Αξιολύπητη ψυχή μου! Τη μια με γεμίζεις μαρτύρια και την άλ λη μου δίνεις παρηγοριά!» σκέφτεται η Σεκερίμ κουνώντας το κεφάλι ιης δεξιά αριστερά και βγάζει από το μικρό σατέν τσαντάκι το κε ντημένο μαντιλάκι της για να σκουπίσει τα βουρκωμένα μάτια. Τα λόγια του κοινοτάρχη και η συγκίνησή του ηλεκτρίζουν την ατμόσφαιρα. Ο Πρόδρομος Νάκης σηκώνεται από τον κόκκινο βε λούδινο καναπέ και προχωρεί προς το τραπέζι, όπου οι παλέΐες στα στόματα όλων παίζουν τρελό παιχνίδι με τις γεύσεις. Πλησιάζει τα γυναικόπαιδα, ακουμπάει το χέρι στους ώμους της γυναίκας του Μακρίνας και με σοβαρό ύφος παίρνει το λόγο: «Τώρα τελευταία τα γεγονότα παίρνουν άγριες διαστάσεις και πληθαίνουν σαν τα άγρια ζιζάνια στο καλά οργωμένο αμπέλι. Τον Ιούνιο οι τσέτες του Τοπάλ Οσμάν χτύπησαν το ρωμαίικο χωριό Χατζήμπεϊ. Μάζεψαν όλους τους άντρες στην κοίτη του ποταμού και τους έσφαξαν. Δε λυπήθηκαν κανέναν. Έστησαν τα κεφάλια σε πα λούκια και τα σώματα τα έριξαν στον ποταμό. Τα ορμητικά νερά ξέ ρασαν τα κορμιά δυο χωριά πιο πέρα. Ρωμαίικα κι αυτά. Οι άνθρω ποι τα έχασαν μόλις τα είδαν μπροστά τους. Σε ποιον να διαμαρτυρηθούν; Ήξεραν ότι ήταν επίθεση του Τοπάλ Οσμάν. Στο ακυβέρ νητο κράτος που ζούμε αυτός είναι ο νόμος, αυτός και το κράτος».
354
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
Βγάζει το ολοκαίνουριο κόκκινο φέσι που στολίζει το κεφάλι με τα καστανά κατσαρά του μαλλιά και με ένα λινό λευκό μαντίλι σκου πίζει τον ιδρώτα. Δίπλα του ο θείος Φάνης ακουμπάει στη σιφονιέ ρα, σαν να τον βαραίνουν τα λόγια που ξεστομίζει ο Πρόδρομος. Η Μαριγώ τρέχει να προσφέρει μια καρέκλα στο θείο να καθίσει. Ο Φά νης πίνει λίγο νερό και σκουπίζει το πρόσωπό του με μια βρεγμένη πετσέτα για να συνέλθει, ενώ γύρω οι γυναικείες φωνές, σβησμένες από αντοχή, παρακαλουν το Θεό μην τΰχει και συμβεί κάτι τέτοιο και ο αυτούς. Ο Πρόδρομος Νάκης προσθέτει: «Το κακό είναι πως κάτι πάει να αλλάξει στην πατρίδα μας. Κρατάμε την ψυχραιμία μας. Μέσα σ’ όλη αυτή την αναρχία ένας είναι ο σκοπός τους, να μας ανταλλάξουν με τους Τούρκους της Ελλάδας». Η Ελισάβετ ρωτάει με τρεμάμενη φωνή: «Θείε, τι εννοείς; Το ξανάκουσα και δεν το πήρα στα σοβαρά. Εδώ και χρόνια παλεύει ο Βασίλ’ αγάς να με πείσει να γυρίσουμε το γρη γορότερο στην Πόλη και νομίζω πως είναι αδύνατον να φύγουμε έ τσι από τη μια μέρα στην άλλη. Είναι τραγική η κατάστασή μας. Ο άντρας μου λέει ότι στην Κωνσταντινούπολη δεν μπορούν να μας κάνουν κακό. Όμως, θείε, λίγα αντίποινα γίνονται κάθε μέρα στην Κωνσταντινούπολη με θύματα ανθρώπους αθώους; Εδώ είναι το βιος μας! Πού θα τ’ αφήσουμε; Τι να πρωτοπάρουμε μαζί μας και τι ν’ αφήσουμε πίσω; Πόσο καιρό νομίζεις πως θα κρατήσει αυτό το μα κελειό; Οι κλέφτες χτύπησαν και το δικό μου σπίτι!» «Όλα αυτά και άλλα πολλά, που δε γνωρίζετε, είναι σημάδια των εποχών», λέει ο κοινοτάρχης. Φυλαχτείτε! Πρέπει να φυγαδεύσουμε τα παιδιά στην Κωνσταντινούπολη με κάθε θυσία. Τούρκοι ε γκληματίες μπήκαν στο Νταζλού, στο Ουργκιούπ, στο Ορτά Ουργκιούπ και στο Ορτάχισαρ, έγδυσαν τους άντρες, τις γυναίκες και τα κορίτσια, τους κακοποίησαν, άρπαξαν τα ρούχα τους και ζητούσαν λεφτά. Όταν κατάλαβαν ότι δεν είχαν να τους δώσουν τα ποσά που
ΣΕΚΕΡΙΜ
355
ζητούσαν, χτύπησαν τους άντρες. Όσοι έμειναν ζωντανοί έφυγαν. Άφησαν τα σπίτια και το βιος τους πίσω, πήραν μαζί τους μερικά ζω ντανά και ανέβηκαν στα βουνά. Έμαθαν να ζουν βουνίσια. Οι Τσερκέζοι πηγαίνουν και τους πουλάνε όπλα, σφαίρες και τρόφιμα. Κρυμ μένοι στις σπηλιές παραφυλάνε τα περάσματα των δολοφόνων που οργώνουν την περιοχή. Φτάνουν στο σημείο να πνίγουν τα βρέφη ιούς με τα ίδια τους τα χέρια μήπως και προδοθούν από το αθώο κλά μα τους. Ο Θεός να μας βοηθήσει!» Και γυρίζοντας στην Ελισάβετ λέει: «Ελισάβετ γιαβρί μου, από την πρώτη ληστεία που έγινε στο χω ριό, στο σπίτι σου, έφερα φύλακες και τους πλήρωνα σχεδόν το δι πλάσιο απ' ό,τι μου ζήτησαν. Κράτησα όσο μπορούσα μακριά το κακό από την περιοχή μας, παρόλο που λαμβάνω κάθε μέρα τηλε γραφήματα από ρωμαίικες πόλεις γεμάτες γρίφους και μισόλογα. Ο Ριφκί ο τελάλης μού φέρνει πότε πότε εφημερίδες. Ευτυχώς που η αλεπού δεν ξέρει να διαβάζει, αλλιώς θα μας ξέκανε. Το νου του όλο οτις περιουσίες μας τον έχει». Πίνει ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και συνεχίζει: «Εσείς γυναίκες και κορίτσια, μη βάζετε γυρολόγους ξένους πωλητές στα σπίτια σας για να αγοράσετε τις πραμάτειες τους ή για να τους πουλήσετε τα κιλίμια και τους τάπητες που κα τασκευάζετε. Και κυρίως μην ανταλλάσσετε τα χαλιά σας με χρυ σαφικά από τους περαστικούς γυρολόγους. Αυτά τα κοσμήματα εί ναι καταραμένα. Είναι κλεμμένα και βγαλμένα από ρωμαίικα δά χτυλα. Οι γυρολόγοι γυρίζουν τα χωριά και σταμπάρουν τον πλούτο μας, βλέπουν τα καλά μας και μας προδίδουν στους κακοποιούς, που συνεργάζονται μαζί τους για να πάρουν μερίδιο από τις κλοπές που γίνονται εις βάρος μας». Ο Χαράλαμπος παρακολουθεί με σεβασμό τα λεγόμενα, ζητάει την άδεια από τους γηραιότερους να πάρει το λόγο. «Θείε, εμείς στην Πόλη ζητήσαμε από το σύλλογο να μας ενη μερώνει για την κατάσταση στην Καππαδοκία. Πήραμε απόφαση να στείλουμε καλοπληρωμένες ενισχύσεις που θα προστατεύουν τις οι-
356
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
κογένειές μας με την υποχρέωση να μας ειδοποιούν σε ώρα ανά γκης. Ο πρόεδρος του συλλόγου μάς καθησυχάζει λέγοντας πως ό λη η κατάσταση ελέγχεται και ότι οι πληγείσες περιοχές παραμέ νουν προς το παρόν οι βόρειες περιοχές της Σαμψούντας, της Τραπεζούντας και των περιχώρων. Εκεί δέχτηκαν μεγάλο κύμα προ σφύγων Ρώσων και αλληλοσπαράζονται. Επενέβη λοιπόν ο τουρκι κός στρατός, μάζεψε όλους αυτούς και τους πέρασε νοτιότερα σε στρατόπεδα στα ορεινά της χώρας. Στο ανεξέλεγκτο ανθρωπομά ζωμα άρπαξαν Ρωμιόπουλα, χώρισαν οικογένειες, σκότωσαν αθώ ους». «Το κράτος παραμένει εδώ και χρόνια ακυβέρνητο. Τσως δε θέ λουμε να το πιστέψουμε», λέει ο Πρόδρομος Νάκης με ύφος λυπη μένο. «Πρόδρομέ μου, εδώ είμαστε όλοι συγγενείς, μη θυμώνεις με τ’ αδέρφια σου. Έλα, καλέ μου άντρα, εσύ ξέρεις να βγάζεις το χωριό από τις δύσκολες καταστάσεις», παίρνει το λόγο η Άμια. «Καλή μου Μακρίνα, εσύ να μην ανακατεύεσαι. Θέλω μόνο να μ εμπιστεύεσαι και ν’ ασχολείσαι με τα παιδιά μας, με τον άντρα σου και το κονάκι μας». Με τον αυταρχικό του τρόπο την αποστομώνει. Το μετανιώνει ό μως στο δευτερόλεπτο και με το δεξί του χέρι χαϊδεύει τα μαλλιά της, σαν να της ζητάει συγγνώμη. Η Άμια τον κοιτάζει με θαυμα σμό, έχει το κόλπο να τον ηρεμεί πάντα με τον καλό της τρόπο, κι ας τ’ ακούει. Η Σεκερίμ από το βάθος του δωματίου παρακολουθεί τη συζή τηση με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Τα παλιά και τα καινούρια τρέχουν μπροστά της γρήγορα, όμως υποκρίνεται ότι όλα είναι καλά. Κατά βάθος δεν παραδέχεται καμιά κατάσταση. Συνομιλεί με τη Σοφία, τη μαντάμ Ροζ και την Εμεριέ για τα σχολεία και τα παρθεναγωγεία της Καππαδοκίας και της Κωνσταντινούπολης. Τα συγκρίνουν με τα καθολικά κολέγια του Βατούμ και διαφωνούν σε ποιο από αυτά
ΣΕΚΕΡΙΜ
357
οι εσώκλειστες δεσποινίδες καλών οικογενειών διδάσκονται τους κα νόνες της ευγένειας, της ευπρέπειας και γενικά τρόπους καλής συμιιεριφοράς. Ονειρεύεται την ώρα που η εγγονούλα της θα βρεθεί μια μέρα οικότροφη σε ένα καλό γαλλικό κολέγιο της Πόλης, αφού άρχισε από τώρα να μαθαίνει τις γαλλικές λεξούλες από τη μαντάμ Ροζ και έχει καλή προφορά. Θέλει να τη δει να φοράει την μπλε πο διά με το δαντελένιο λευκό κολλαρισμένο γιακαδάκι, τις κάλτσες με ια κόκκινα πομπόνια, τα λουστρινένια μποτάκια ως τον αστράγαλο ψηλά και το μπλε μπερεδάκι με την κόκκινη φουντίτσα, ίδιο με τα μπερεδάκια που φορούν οι άντρες του γαλλικού ναυτικού. Θα πη γαίνει ανελλιπώς στο επισκεπτήριο κάθε εβδομάδα με ένα όμορφο καλάθι στολισμένο με λινή ασημοκέντητη πετσέτα γεμάτο λιχουδιές από το θείο Φάνη, φρούτα και μπουρεκάκια από τα χέρια της Ελι σάβετ και της Αϊσέ και ό,τι άλλο θα της ζητάει με λαχτάρα η νεανι κή καρδιά της. Η Σοφία τα θεωρεί όλα αυτά αστεία και γελάει με τις υπερβολές ιης Σεκερίμ. Μιλάει για τον Τούρκο δάσκαλό της Μεχμέτ μπέη, την αυστηρή της δασκάλα των ελληνικών κυρία Βασιλική, τη μαντάμ Φρανσουάζ, που ήξερε απέξω ολόκληρη τη γαλλική ιστορία και υ ποστηρίζει ότι μόνο με τα ιδιαίτερα μαθήματα μαθαίνουν τα παιδιά να εργάζονται μεθοδικά και να αφομοιώνουν τη μάθηση. Η μαντάμ Ροζ διηγείται περιστατικά από τη ζωή την στο Βατούμ, τα καλοκαι ρινά ταξίδια της τσαρικής οικογένειας, την οποία γνώρισε πολύ κα λά, αφού η μικρή πριγκίπισσα Μαρίνα ήταν μαθήτριά της και ως δα σκάλα μπαινόβγαινε στα θερινά παλάτια. Διηγείται όμορφες στιγμές από τους απογευματινούς περιπάτους όταν συνόδευαν μαζί με τις γκουβερνάντες τους μικρούς γαλαζοαίματους, που καμάρωναν επά νω στα σπάνια πόνι. Θυμάται τη βασιλική οικογένεια να περπατάει ξένοιαστη απολαμβάνοντας τη φύση και την τσαρική φρουρά να α κολουθεί μερικά μέτρα πίσω τους για την απόλυτη προστασία των εστεμμένων. Περιγράφει τα εκρού μεταξωτά φορέματα της βασί
358
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
λισσας Αλεξάνδρας, τις δαντέλες και τις μουσελίνες, που η μόδα της μπελ επόκ επέβαλε. Με χειρονομίες δίνει το μέγεθος των θεόρατων καπέλων που φορούσε η μεγαλειότητα της για να κρύβει το λυπημένο πρόσωπό της, το πάντα μελαγχολικό. Δείχνει με τα χέρια μέχρι που έφτανε το μακρύ διάφανο βέλο που έριχνε στο πρόσωπο η τσαρίνα για να την προστατεύει από τα βλέμματα των ακολούθων, διότι από τα μάτια της συχνά έτρεχαν δάκρυα. Η Σεκερίμ βουρκώνει, γιατί και εκείνη έζησε όμορφα μέσα σε πα λάτια. Ξυπνούν μέσα της οι αναμνήσεις μιας ολόκληρης ζωής και κρύβονται στο ντουλαπάκι του νου για να παλέψουν με το κάλπικο σήμερα, που ορθώνεται ανήμερο θεριό μπροστά της, και το αόριστο αύριο, που δεν υπόσχεται τίποτα το θετικό. Αντιστέκεται και προ σπαθεί να διώξει τις κακές σκέψεις. Πιστεύει στη γλυκιά συμφωνία που έκαναν οι καλές της μοίρες με την τύχη της όταν γεννήθηκε, για να ζήσει ακόμα πολλές ευτυχισμένες μέρες. Η μάνα της Χατζή Κα τερίνα τής έδωσε τα εφόδια και το φιρμάνι στο χέρι, που άνοιξαν τις πόρτες των παλατιών του Ντολμαμπαχτσέ και του Γιλντίζ. Με τη χά ρη της κέρδισε την καρδιά του σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίντ, που την έκανε να ζήσει το όνειρο, που, αλίμονο, δε διήρκεσε αιώνια. Ορκίστηκε να τον υπηρετήσει πιστά και το έπραξε. "Ισως στο μέλ λον να της ζητηθεί από τον καινούριο ηγέτη της χώρας, τον Κεμάλ, να τον υπηρετήσει και αυτόν. Είναι σίγουρο ότι θα το κάνει με την καρδιά της. Τον συμπαθεί πολύ τον Μουσταφά Κεμάλ, παρόλο που το ασκέρι του λήστεψε το σπίτι τους. "Ισως ο ίδιος ο Κεμάλ να μην το γνώριζε. Τον δικαιολογεί. Οι τρεις γυναίκες στην άκρη του σαλονιού δείχνουν χαρούμε νες, μιλάνε και γελάνε, αδιαφορώντας για όσα ακούγονται από τους γύρω. Τα παιδιά, μπαϊλντισμένα από τις τρέλες και την κούραση της μέρας, κοιμούνται κάτω από το τραπέζι, χωρίς να ακούγεται το πα ραμικρό ρουθούνισμα. Οι μεγάλοι, ενοχλημένοι από έναν εξωτερι κό θόρυβο, που δηλώνει κάποια ύποπτη νυχτερινή παρουσία, τρέ
ΣΚΚΕΡΙΜ
359
χουν προς τα παράθυρα της σάλας και κοιτάζουν να δουν τι συμ βαίνει. Ένα καραβάνι με καμήλες έχει αράξει στη μέση της πλατείας. ( )ι καμηλιέρηδες προσπαθούν μέσα στην παγωνιά να ανοίξουν τα ισαντίρια τους, να κατεβάσουν στρώματα και κιλίμια για να ξαποσιάσουν. Ποιος ξέρει από τι μακρινούς τόπους έρχονται; Ο Χαράλαμπος, ο Πρόδρομος και ο κοινοτάρχης παρακολου θούν τις κινήσεις τους. Προσπαθούν να ξεχωρίσουν τον επικεφαλής γιατί μόνο τότε θα σιγουρευτούν ότι το καραβάνι είναι φιλικό και ό χι κοντραμπατζίδικο. Φαίνεται ότι έρχονται από το Χαλέπι και εί ναι καργαρισμένοι με εμπορεύματα, μπαχαρικά και τενεκέδες πειρέλαιο. Ο κοινοτάρχης δεν ανησυχεί, τρίβει χαρούμενος τα χέρια, γιατί αύριο θα τους δώσει ένα καλό κατάλυμα και θα βγάλει πολλά λεφτά. Τα καραβάνια ενισχύουν σημαντικά την κοινότητα. Μεταφέρον ιας τα εμπορεύματα σε μακρινές περιοχές, όπου οι αποστάσεις εί ναι πραγματικά ασύλληπτες στους απλούς ανθρώπους, περνούν συ χνά από τα ίδια μέρη, γίνονται φίλοι και είναι πάντα καλοδεχούμε νοι. Τα καραβάνια διασχίζουν τη χώρα από βορρά προς νότο και αιιό την ανατολή προς τις ακτές της Σμύρνης. Τα χωριά που βρίσκο νται πάνω στο δρόμο τους ευημερούν, διότι έχουν ένα επιπλέον ει σόδημα από τα έξοδά που κάνουν στο κάθε χωριό οι άνθρωποι των καραβανιών. Επίσης φέρνουν πολλά νέα από μακρινές χώρες, επι κοινωνούν εγκάρδια με τους κατοίκους καί η φιλοξενία που τους πα ρέχεται είναι περισσότερο από φιλική. Ο Απόσης, ο κοινοτάρχης, σίγουρος ότι θα αντικρίσει φίλους αιιοφασίζει να βγει. Παίρνει μαζί του τον παπα-Γρηγόρη, σταυροκοπιούνται και βγαίνουν, αφήνοντας τον Πρόδρομο και τους άλλους ά ντρες με τα γυναικόπαιδα. Οι καμηλιέρηδες κοιμούνται, ενώ οι φύ λακες, που προστατεύουν τα εμπορεύματα και τα ζ(ί>α, τους βλέπουν από μακριά και τους πλησιάζουν.
360
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
«Καλώς ορίσατε, καρντάσηδες. Τι γίνεται, πώς πάει; Το καραβάνι φαίνεται ταλαιπωρημένο, οι ντεβεντζήδες έπεσαν ξεροί στον ύπνο. Ποιος είναι ο σαβράμπασης;»* ρωτάει ο Απόσης με αβρότητα. «Καλημέρα, μουχτάρ εφέντιμ, περάσαμε πολύ μεγάλη περιπέ τεια μέχρι να φέρομε το εμπόρευμα ως εδώ σώο και αβλαβές. Τούρ κοι από τα βουνά μάς έφραξαν το δρόμο. Νομίζαμε ότι ήταν ληστές, αλλά όχι, ήτανε αντάρτικος στρατός, που σκοπό έχει να κλέβει Τούρκους και να σκοτώνει Ρωμιούς, Αρμένηδες και Εβραίους. Μουχτάρ εφέντιμ, άκου καλά ένα λόγο που θα σου πω και μην τον ξεχάσεις. Πληρώστε Τούρκους να φυλάνε το βιος σας. Καλοπληρώ στε τους, γιατί κινδυνεύετε. Διαφορετικά, σηκωθείτε και φύγετε για να σωθείτε εσείς και τα παιδιά σας. Το σαβράμπαση τον λένε Ταχσίν». «Ο Ταχσίν είναι φίλος μου», λέει ο κοινοτάρχης. «Πες του να έρ θει αύριο να με βρει στο μαγαζί μου. Να του πεις ότι τον περιμένει ο Απόσης, ο μουχτάρης. Αύριο θα σας δώσω καταλύματα για να μεί νετε σαν άνθρωποι. Εντάξει;». Και μετά μαζί με τον παπά μπαίνουν στο σπίτι του Χαράλαμπου για να καθησυχάσουν τους συγχωριανούς τους. Λίγο μετά φεύγουν όλοι και πάνε ήσυχοι στα σπίτια τους.
Την επομένη αργά το απόγευμα μια πελώρια σκιά τυλιγμένη με προ βιά διαγράφεται στην πόρτα και μια αγριοφωνάρα ακούγεται να καλεί τον κοινοτάρχη. «Απόσ εφέντιμ!» «Καλώς τον Ταχσίν! Μπες, μπρε, να σε δω, που στέκεσαι στην πότρα σαν φάντασμα!» απαντά από το βάθος του μαγαζιού ο μουχτάρ ψ
·
Ο Ταχσίν, ο επικεφαλής του καραβανιού, μπαίνει συνοδευόμενος από τους καμηλιέρηδες.
ΣΚΚΕΡΙΜ
361
«Γκελ μπουρντά,14 καρντάση. Νε γιαπίορσουμ;»15 Αγκαλιάζονται και φιλιούνται τέσσερις φορές. Ο μουχτάρης καλεί αμέσως ένα από τα παιδιά του μαγαζιού να φέρουν και να τρατάρουν ζεστή λαγάνα με τυριά και σουτζούκια, ισάι, καφέ, βουτήματα και μια πιατέλα φρούτα καθαρισμένα. «Βλάσιε ογλούμ,* φέρε ρακί», προστάζει ο μουχτάρης το γαμπρό ιου και κάθονται γύρω από το μεγάλο ξύλινο πάγκο, όπου πριν από λίγο ήταν απλωμένα τα τόπια με τα υφάσματα. «Τι καλή πραμάτεια κουβαλάς, Ταχσίν; Βγάλε τον κατάλογο να ρίξω μια ματιά. Πρώτα όμως βγάλε το πανωφόρι και κάθισε κοντά οι η σόμπα να ζεσταθείς». Θέλει να διαπιστώσει ότι κάτω από τις προβιές ο άσπονδος φί λος του δεν κρύβει κανένα κουμπούρι... Ο Ταχσίν υπακούει και στρογγυλοκάθεται απλώνοντας τα πόδια σαν γάιδαρος τεζαρισμένος, για να διευκολύνει τα χέρια του να χωρέσουν μέσα στις τσέπες, που είναι τσιτωμένες από τους παράδες, έτοιμες να σκιστούν στην πα ραμικρή προσπάθεια. Βγάζει ένα τσαλακωμένο χαρτί γεμάτο μου ντζούρες, λαδιές και βρομιές. Ο Απόσης αφήνει το χαρτί στο τραπέζι και φωνάζει το γαμπρό του να το κοιτάξει με την ησυχία του. «Βλάσιε ογλούμ, ρίξε μια ματιά στον κατάλογο των εμπορευμά των και σημείωσε σε ένα καθαρό χαρτί όσα από αυτά έχομε ανάγκη να προμηθευτούμε από τους καρντάσηδες και, κοίτα, φέρε κι άλλο ρακί». Στην αρχή όλοι τους πίνουν μάλλον σιωπηλά, Τρώνε και δεν κά νουν κανένα σχόλιο ούτε καν αστειεύονται μεταξύ τους, όπως συνή θιζαν παλιά. Η γλώσσα είναι στεγνή από κουβέντες. Είναι ολοφάνε ρο πως η συμπεριφορά τους είναι αλλαγμένη. Ο Ταχσίν τα κοπανάει γερά. Ρεύεται δυνατά, ξαναρεύεται, ενώ 14. Έλα εδώ, πλησίασε. 15. Τι νέα μάς φέρνεις;
362
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
οι άλλοι εύχονται στην υγεία του και τσουγκρίζουν τα ποτηράκια με το ρακί. Χάρη στις οκάδες το ρακί τα χείλη των άπιστων σκάζουν τα πρώτα χαμόγελα, τα στόματα ανοίγουν και λύνονται οι γλώσσες για τα καλά. «Μουχτάρ εφέντιμ, δεν ξέρω τι είδους συμφωνίες κάνουν οι δι κοί σας βουλευτές με την Ελλάδα και θέλουν να μαζέψουν τους Ρω μιούς για μια όπως τη λένε ανταλλαγή, αλλά το καλό που σας θέλω είναι να μη φύγετε από τον τόπο σας, θα χαθείτε στο ξένο μέρος. Αλλά κι εδώ να μείνετε, πάλι κινδυνεύετε. Τα μάτια μου είδαν πολλά και τα αφτιά μας άκουσαν ακόμα περισσότερα στις πόλεις και στα χω ριά που διαβαίνουμε». «Μίλα καθαρά, Ταχσίν, πες ό,τι έχεις να πεις, πες το να σ’ ακού σουμε. Στο χωριό μας δεν είσαι άγνωστος, ήρθες πολλές φορές και ξέρεις με ποιους έχεις να κάνεις. Έφαγες από το φαί μας, ξεδίψα σες από το καθαρό νερό μας, αφήσαμε τους παράδες μας στα χέρια σου αγοράζοντας την πραμάτεια σου, έγινες φίλος και καρντάσης. Μίλα μας με τη γλώσσα της φιλίας. Ξέχνα σήμερα ότι είσαι Τούρ κος και γω Ρωμιός». «Απόσ’ εφέντιμ, βρεθήκαμε πολλές φορές σε αιματοκυλισμένα ρωμαίικα χωριά, που πριν φτάσουμε είχε γίνει μακελειό. Στην πλα τεία του χωριού αντικρίζαμε σώματα ακέφαλα και πιο κάτω ένα λό φο με τα κεφάλια των σφαγμένων. Τα γυναικόπαιδα και οι γέροι κρατημένοι απόμακρα έτρεμαν σαν να βρίσκονταν στην κόλαση και παρακαλούσαν το θάνατο να τους πάρει μια ώρα αρχύτερα. Ολόγυ μνοι προσπαθούσαν να κρύψουν την ντροπή τους με τα χέρια. Άλλο τε τους βρίσκαμε κλεισμένους στην εκκλησία σε κακό χάλι, όπως έ γινε σ’ ένα χωριό. Τους είχαν βιάσει, τους είχαν βγάλει τα δόντια, τα νύχια, τους είχαν κόψει τα δάχτυλα για να μην μπορούν να κάνουν το σταυρό τους. Και στο θεοσκόταδο που ζσύσαν κόντεψαν να χά σουν το φως τους όταν ανοίξαμε τις πόρτες για να τους ελευθερώ σουμε. Το φως του ήλιου τούς τύφλωσε, έπεσαν κάτω με τις παλά
ΣΕΚΕΡΙΜ
363
μες στα μάτια. Τους ντύσαμε, τους δώσαμε φαΐ και όσους μπορέσαμε ιούς μεταφέραμε με αραμπάδες στην πιο κοντινή μεγαλούπολη για να τους παραστεί μεγαλύτερη βοήθεια από γιατρούς». «Ο τουρκικός στρατός και οι ζανταρμάδες μάς προστατεύουν, Ταχσίν. Δεν είμαστε οτο έλεος του Θεού. Είναι οι Μεγάλες Δυνάμεις σύμμαχοί μας». «Απόσ εφέντιμ, όχι, δε σας προστατεύει κανένας! Προ ολίγων μηνών περάσαμε από ένα άλλο ρωμαίικο χωριό, όπου έχομε φίλους και τους προμηθεύουμε εμπορεύματα και ζώα, όπως εσάς. Εκεί τι έ γινε, ξέρεις; Οι αντάρτες, αφού τους λεηλάτησαν και πήραν τα πά ντα, τους χτύπησαν με ρόπαλα στα κεφάλια μέχρι θανάτου. Τα πρό σωπά τους έγιναν αλλόκοτα. Οι άνθρωποι αυτοί έκλαιγαν από τους ιιόνους και γελούσαν συγχρόνως, γιατί, έτσι παραμορφωμένοι όπως είχαν καταντήσει, αλληλοκοιτάζονταν και δεν αναγνωρίζονταν με ταξύ τους. Τι να σου πω, κακό χάλι. Αφού τους τουλούμιασαν στο ξύ λο και τους έσπασαν τα κόκαλα κάθισαν να κολατσίσουν τα φαγητά που άρπαξαν από τα τσουμπλέκια των νοικοκυράδων. »Την ώρα που έτρωγαν έφτασαν μερικοί αξιωματικοί καβάλα στα άλογα και με φωνή αυστηρή τους διέταξαν να πετάξουν κάτω τα ρόπαλα και να εξαφανιστούν. Η τακτική του στρατού είναι να ε πεμβαίνει με λίγες ώρες καθυστέρηση, αφού πρώτα οι τσέτες έχουν τσακίσει στο ξύλο τον κόσμο. Θαρρείς και έρχονται για να μοιρά σουν τα λάφυρα. Οι περισσότεροι από τα θύματά τους δεν αντέχουν και πεθαίνουν. Επιζούν οι νέοι και οι πιο ανθεκτικοί. Το μόνο καλό στη συγκεκριμένη δολοφονική επίθεση ήταν ότι χάρις στη δική μας επέμβαση αρκετοί Ρωμιοί γλίτωσαν από το σκοτωμό και το χωριό α πό το κάψιμο. Οι τραγικές αυτές σκηνές θα μας ακολουθούν σε όλη μας τη ζωή. Τα βογκητά των πληγωμένων σταματούσαν ξαφνικά ό ταν έχαναν τον αγώνα με τη ζωή. Σκορπιστήκαμε και φέραμε ξύλα ν’ ανάψουμε φωτιά για να ζεσταθούν οι άμοιροι. Δε θέλανε να πάνε στα σπίτια τους. Φοβόντουσαν το χειρότερο. Κάψαμε όλα τα ρόπα
S64
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
λα και οι δικοί μου ορκίστηκαν αν συναντήσουν τους δράστες να τους σκοτώσουν επί τόπου». «Ταχσίν», του απαντά ο μουχτάρης, «ίσως ήρθε η ώρα να πλη ρώσουμε για τα χορτασμένα στομάχια μας, για τα πλούτη μας, για τις πρωτιές μας. Ίσως έφτασε η ώρα να πληρώσουμε με εξευτελισμό και βασανιστήρια. Να πληρώσουμε γιατί είμαστε οι καλύτεροι, οι πιο ευκατάστατοι και η φτώχεια δεν αγγίζει τα δικά μας χωριά. Μέχρι τώρα οι Τούρκοι από το Μαυριτσό και την Καβασό είναι δούλοι μας, καλλιεργούν τα χωράφια μας, βόσκουν τα ζώα μας, οι γυναίκες τους βάζουν τις μπουγάδες μας, ζυμώνουν τα ψωμιά μας και φεύγοντας το βράδυ στέκονται στις πόρτες με απλωμένα τα χέρια ζητώντας την ελεημοσύνη μας. Με τα δυο ζεστά καρβέλια ψωμί θα ταΐσουν τις φα μίλιες τους και θα μας το χρωστάνε υποχρέωση. Είμαστε τα αφεντι κά τους. Πρέπει να πληρώσουμε σκληρό τίμημα γι’ αυτό». Άρχισε να νυχτώνει. Το κρύο έξω είναι τσουχτερό. Τρώνε, πίνουν και συζητούν. Στο τέλος ο κοινοτάρχης προτείνει στον Ταχσίν, όσες μέρες παραμείνει το καραβάνι εκεί, οι καμηλιέρηδες να προστα τεύουν το χωριό και αυτός αναλαμβάνει την υποχρέωση να τους φι λοξενεί. Ο σαβράμπασης συμφωνεί με την πρόταση του Απόση και συ νεχίζει να του εξιστορεί μέχρι το ξημέρωμα φρικτά περιστατικά που είδε με τα μάτια του. Το πρωί πρώτος εμφανίζεται στο μαγαζί ο Πρόδρομος Νάκης. Ανήσυχος, τους βρίσκει να πίνουν το πρωινό ρόφημα, γάλα φρεσκοαρμεγμένο, τσάι, αχνιστό ψωμί, τυριά, ομελέτες. Τους κοιτάζει καλά καλά και κουνάει το κεφάλι απορημένος λέγοντας: «Απόση, πού χάθηκες; Τι έγινες; Έμαθες κανένα νεότερο; Οι συγχωριανοί πέρασαν ανήσυχη νύχτα εξαιτίας των ξένων. Φοβού νται την παρουσία τους. Χθες το βράδυ έκαναν πολύ θόρυβο τα ζώα τους. Μήπως έχουν σκοπό να την αράξουν για πολλές εβδομάδες κο ντά μας;»
ΣΕΚΕΡΙΜ
365
«Πρόδρομε, μην ανησυχείς. Κράτησα τον Ταχσίν όλη τη νύχτα για να μη δράσουν οι άντρες του καραβανιού. Όσο χρονικό διά στημα μείνουν εδώ, συμφωνήσαμε να μας προστατεύουν από κάθε επίθεση και εισβολή ξένων προς το χωριό μας. Εμείς αναλαμβά νουμε την υποχρέωση να τους ταΐζουμε, να τους ποτίζουμε και να κρατάμε ζεστά τα καταλύματά τους», απαντά ο μουχτάρης σχεδόν ακουμπώντας το αφτί του Πρόδρομου, υπερήφανος για τη διπλω ματική του ικανότητα και σχεδόν σίγουρος για την καλή συμφωνία που έκλεισε με τον Ταχσίν. Και υψώνοντας τη φωνή του τον προσκαλεί να πάρει το πρωινό μαζί τους. «Ένα λεπτό, Απόση», λέει ο Πρόδρομος σοβαρός. «Προηγουμέ νως στείλε να αναγγείλεις το νέο στους συγχωριανούς. Να πάνε χω ρίς φόβο στα χωράφια και να δουλέψουν κανονικά. Πες στον παπαΓρηγόρη να σημάνει την καμπάνα και ο Ριφκί ο τελάλης να διαλαλήσει στο χωριό πως οι ντεβεντζήδες έχουν αναλάβει από σήμερα το πρωί και για όσο καιρό παραμείνουν στο χωριό τη φύλαξή μας. Όσο βρίσκονται εδώ, να μη φοβούνται τίποτα. Να διαλαλήσει να βγούνε να ψωνίσουν στα παζάρια τους, και όσοι έχουν προγραμματίσει να αγοράσουν ζώα να το κάνουν άφοβα. Βλάση, φέρε και σε μένα έναν καφέ και φρέσκο ψωμί με βούτυρο και μέλι, διότι έφυγα νωρίς και δεν πρόλαβε η Άμια Μακρίνα να με περιποιηθεί». Πριν προλάβει να τελειώσει τα λόγια του ο Πρόδρομος, ο Απόσης έστειλε ειδοποίηση στον τελάλη και ο χαρούμενος ήχος της κα μπάνας του Αϊ-Γιώργη ακούγεται κιόλας να χτυπάει χαρμόσυνα.
Η Άμια Μακρίνα γέρνει πολιτικά νέα
Π
ρ ιν
ΑΠΟ ΜΕΡΕΣ έφυγαν για την Κωνσταντινούπολη η Σεκερίμ και
ο Βασίλ’ αγάς, μαζί με τη μαντάμ Ροζ και την Εμεριέ, που την ακο λουθεί παντού σαν σκιά. Η Σεκερίμ δεν αντέχει και πολύ το χωριό. Νοσταλγεί την Πόλη και βρίσκει δικαιολογίες να βρίσκεται εκεί. Άλλωστε ο γαμπρός της την έχει ανάγκη, και αυτό ηρεμεί κάπως την αγωνία της Ελισάβετ. Το μάνταλο της αυλόπορτας χτυπάει πολλές φορές. Η Ελισάβετ είναι στον αργαλειό παρέα με τη μικρή Αναστασία, που όσο μεγα λώνει δείχνει ότι θα γίνει ομορφότερη και από τη γιαγιά της. «Μαχμούτ, Αϊσέ, πού είστε; Κοιτάξτε ποιος χτυπάει την αυλό πορτα», φωνάζει η Ελισάβετ. Ο Μαχμούτ αναγγέλλει στην κυρά του πως ήρθε η Άμια Μακρί να. Παχιά και δυσκίνητη, η Άμια ακουμπάει κατάκοπη στον τοίχο και μετά κάθεται λαχανιασμένη στην πρώτη καρέκλα που βρίσκει μπροστά της. Ο ιδρώτας τρέχει ποτάμι στο πρόσωπό της. Σκουπί ζεται με το δαντελένιο μαντιλάκι της και αρπάζει ένα χαρτόνι από το τραπέζι για να κάνει αέρα. Η Ελισάβετ σηκώνεται, της φιλάει το χέρι με σεβασμό και αγάπη, η ψυχοκόρη τής προσφέρει νερό, ζα χαρωτά και τσουρέκι αχνιστό, που είναι η αδυναμία της. Η Αναστασία τρέχει φωνάζοντας «Άμια, Άμια» και απλώνει τα αφράτα χεράκια της σκαρφαλώνοντας πάνω της. Αφού πάρει θέση στην πληθωρική αγκαλιά, κρύβει το μουτράκι της από ντροπή ή για να απολαύσει την υπέροχη μυρωδιά βανίλιας που αναδίδεται από
ΣΕΚΕΡΙΜ
367
ια πεντακάθαρα εσώρουχα της θείας; Η Άμια τη σφίγγει στην α γκαλιά της και ψάχνει στις τσέπες της για να βγάλει μια χούφτα πο λίτικους ακιντέδες και να γεμίσει τα λεπτά μικρούλικα χεράκια με ζάχαρη. Αμέσως μετά η μικρή εγκαταλείπει την αφράτη αγκαλιά και κάθεται στο μικρό ξύλινο αλογάκι της για να απολαύσει τον μποναμά. «Έλα, Άμια Μακρίνα, πιες ζεστό καφέ. Τι κάνεις; Τι καλά νέα μάς φέρνεις;» ρωτάει η Ελισάβετ ακούγοντας το απολαυστικό ρούφηγμα του καφέ, καθώς τα σαρκώδη χείλη της Άμιας χώνονται στο φλιτζα νάκι. «Κουζούμ, θα σου πω όσα άκουσα από τον Πρόδρομο χθες το βράδυ. Μόνο άσε να κατεβεί το καφεδάκι στα σπλάχνα μου. Αϊσέ, φέρε ακόμα μερικές φέτες τσουρέκι και κανένα κουλουράκι* τα αφορισμένα είναι πολύ νόστιμα και δε με χορταίνουν. Και κοίτα, με τά ετοίμασε και κανένα σουτζουκάκι ψητό, από αυτά που στέλνει το αφεντικό σου από την Πόλη, να πάνε τα φαρμάκια κάτω». Ξαναρουφάει με πάθος και συνεχίζει: «Τι νέα έχεις από τη Σεκερίμ και τον Βασίλ’ αγά;» «Έχω μέρες να πάρω νέα τους. Ελπίζω να είναι καλά. Τι να σου πω;» «Αμάν! Καμιά φορά λέω καλά θα κάναμε να φύγουμε, να ησυ χάσουμε!» «Άμια, τι λόγια κρατάς μέσα στα δόντια πρωί πρωί και τα μασάς, χρονιάρα μέρα;» τη ρωτάει η Ελισάβετ κατατρομαγμένη. Η υπηρέτρια κατεβαίνει τρέχοντας τις σκάλες για να μη χάσει κουβέντα. Η Άμια είναι πολύ ομιλητική, και κάθε φορά που έρχεται τους φέρνει πολλά και καυτά νέα. Η Ελισάβετ κάνει υπομονή. Περιμένει σε αναμμένα κάρβουνα. Πρώτα θα βολευτεί η Άμια, θα ευχαριστηθεί τον καφέ της, θα φυοήξει τη μύτη της, θα βήξει και μετά θα σκάσει το νέο σαν βόμβα. Η Ελισάβετ γνωρίζει καλά τα καμώματά της. Το ότι τρώει ακατάπαυστα σημαίνει κακό νέο. Ας ξεθυμάνει πρώτα στο φαί και στη συ
368
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
νέχεια υπάρχει καιρός για δράματα. Καμώνεται την ανέμελη και ξε χωρίζει προσεκτικά τα κουβάρια στον αργαλειό. Η Άμια κάνει μια παύση, βγάζει δυο φουρκέτες, που κρατάνε τα σγουρά καστανά μαλλιά της σε κότσο, ξύνει το αφτί, βήχει, βάζει τις φουρκέτες στο στόμα για να τακτοποιήσει τις μικρές τουφίτσες που ξέφυγαν και γαργαλάνε το χοντρό άσπρο λαιμό της, ξαναδένει τη σινιόν με τις φουρκέτες και αρχίζει: «Ελισάβετ κουζούμ, ο θείος σου Πρόδρομος έφυγε πριν από λί γο για την Κωνσταντινούπολη. Τον ξεπροβόδισα και έτρεξα να έρ θω εδώ, για να μη στενοχωρηθώ μόνη στο κονάκι». «Άμια μου, καλά έκανες και ήρθες! Να μείνεις μαζί μας όσο είσαι μόνη, κι όταν γυρίσει ο θείος, ξαναπάς στο κονάκι σου. Να στείλω τον Μαχμούτ να ειδοποιήσει τους πιστικούς σου ότι θα περάσεις την ε βδομάδα μαζί μας και να φέρει και λίγες αλλαξιές. Θα κάνουμε καλή παρέα. Πες μου τι σ’ έπιασε και άρχισες έτσι απαισιόδοξα σήμερα;» «Ελισάβετ κουζούμ, ξέρεις πως ο αγαπώ περισσότερο κι από τα παιδιά μου. Σ’ έχω πιο πολύ από αδερφή μου, μόνο μ’ εσένα ο Πρό δρομος με αφήνει να μιλάω ανοιχτά και ξάστερα γιατί είσαι λογική και κουμαντάρεις το βιος σας καλύτερα από άντρας. Πώς να ο το πω... Εσύ, όπως λέει και ο θείος σου, μπορείς και αποφασίζεις γρή γορα και σωστά και στην κρίση σου ξεπερνάς ακόμα και τους ά ντρες. Άσε δε το θάρρος που έχεις! Ακόμα και με τον ανίκητο τον Κεμάλ τα έβαλες τότε!» Η Ελισάβετ αλλάζει θέση, ξεροβήχει και της απαντά: «Άμια, η συνοδεία του Κεμάλ μας κανόνισαν όλους όπως εκείνοι ήθελαν. Τα σημάδια από τις πληγές έμειναν στην καρδιά μου, πά νω στο κορμί μου, στα ντουβάρια του σπιτιού μου. Χαράχτηκαν στο νου μου με ξυράφι οι στιγμές που πέρασα μαζί τους». «Τι είναι αυτά που μου λες, Ελισάβετ μου; Πρώτη φορά τα α κούω. Μπα σε καλό σου, με στενοχώρησες!» της λέει χωρίς να έχει καταλάβει τα υπονοούμενα της ανιψιός της.
ΣΕΚΕΡΙΜ
369
«Άμια, μην κάνεις λόγο σε κανέναν, ξέχασέ τα». Η Άμια αγανακτισμένη βρίζει και καταριέται «αφορισμένο» τον Κεμάλ, αλλά όχι με κακία. Ίσως για να συμμεριστεί τον πόνο της Ελισάβετ και να δώσει έμφαση σ’ αυτό που θέλει να πει παρακά τω. Ό λοι ξέρουν ότι η Άμια είναι το φερέφωνο του Πρόδρομου Νάκη. Το πρόσταγμα στο σπίτι, τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο τον έχει ο άντρας της. Ο δάσκαλος έχει πολλές και υψηλές αρμο διότητες και υπεύθυνη πολιτική θέση. Είναι πρόεδρος πολλα)ν ι δρυμάτων της Καππαδοκίας και συχνά ανεβαίνει στην Πόλη για να πάρει μέρος στις συσκέψεις της Μεγάλης του Γένους Σχολής, να συ νομιλήσει με τον πατριάρχη ή τους τοποτηρητές και με τους Ρω μιούς βουλευτές. Ο λόγος του υπολογίζεται και μετράει στην τοπι κή διοίκηση. Εξαιτίας των γεγονότων που βρίσκονται σε εξέλιξη, έφυγε για το κέντρο των αποφάσεων, την Κωνσταντινούπολη, για συνομιλίες με εξέχοντες χριστιανούς και επιφανείς Καππαδόκες, παρόλο που τα τελευταία χρόνια πολύ λίγα αποφασίζονται εκεί, διότι το κράτος διοικείται ουσιαστικά από την Άγκυρα. Η επανα στατική κυβέρνηση, τσιγγάνα κι αυτή, ακολουθεί τον αρχηγό της, που με το διαβολικό του σχέδιο εξοντώνει για να επικρατήσει. Οι αντίθετοι συντηρητικοί τον ανέχονται και τον υπακούουν. Γίνονται προδότες, καταδότες και εγκληματίες για να κρατήσουν τα κεφά λια στο λαιμό τους. Με μεγάλη ευκολία σηκώνουν το δάχτυλο υ ποδεικνύοντας κάποιον άλλο, που θα πάρει τη θέση τους μπροστά στο δήμιο. «Ελισάβετ, ο Πρόδρομος είπε ότι με το αντάρτικο μακελειό που γίνεται στις ορεινές και πεδινές περιοχές της βόρειας και κεντρικής Τουρκίας, και ιδίως στα χωριά της Ανατολίας, όπου τριγυρνάει ο Κεμάλ, οι Ρωμιοί ξεσηκώθηκαν και προβαίνουν σε τρομερά αντί ποινα. Σκοτώνονται Τούρκοι με το τσουβάλι! Κι εδο) που τα λέμε, κι αυτοί καημένοι είναι! Ο θείος σου φοβάται μήπως το κακό ίρτάσει μέχρι τα δικά μας μέρη».
370
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
«Λοιπόν, τι θέλεις να πεις, Άμια; Ο θείος πάει στην Πόλη για να καλμάρει τα αντίποινα;» «Κουζούμ, ο Πρόδρομος λέει ότι η κατάσταση που επικρατεί βο λεύει τον Κεμάλ. Σκοτώνονται χριστιανοί χωρίς να πολεμάει ο τουρ κικός στρατός. Σκοπός του είναι να μας καθαρίσει όλους. Κάθε φο ρά που οι αξιωματικοί του του αναγγέλλουν ότι σφάχτηκαν χωριά και κάηκαν ρωμαίικες πόλεις, αυτός σηκώνει τους ώμους του με αδια φορία και το πρόσωπό του λάμπει από ευτυχία». «Άμια, καλά τώρα, ο Κεμάλ δεν είναι τέτοιος άνθρωπος. Έχει μέσα του δικαιοσύνη και κατανόηση. Η λύση δεν μπορεί να είναι μό νο η εξόντωσή μας. Να δούμε τι νέα θα μας φέρει ο θείος». «Άκου, Ελισάβετ, ο Λίβα πασάς, δεν ξέρω ποιος διάβολος και τρίβολος είναι, πήρε την πρωτοβουλία να καλέοει τους Ρωμιούς καπεταναίους ζητώντας να μιλήσουν σοβαρά για το μέλλον μας. Στυγνός, με λόγια στυφά, αποφασιστικός και σταράτος, ζήτησε να παραδώ σουν οι Ρωμιοί τα όπλα και για αντάλλαγμα να φροντίσει εκείνος να φύγουν όλοι οριστικά για την Ελλάδα. Δηλαδή να φύγουμε! Ισχυρί στηκε ότι αυτός ο ανταρτοπόλεμος δεν οδηγεί πουθενά. Πρότεινε να καταγράψουμε και να του παραδώσουμε τα καλούδια μας και τα υπάρχοντά μας». «Άμια, δυστυχώς, όπως πάνε τα πράγματα, όλο το βιος μας θα μας το φάνε οι Τούρκοι. Εμείς τα αγαθά μας τα έχομε πάππου προς πάππου. Οι μεγάλοι και τρανοί συμφώνησαν να μας τα πάρουν όλα και να τα δώσουν στον Τούρκο. Θα δεις! Κούφια να ναι η ώρα που μας ακούει! Πριν από μερικά χρόνια κάτι τέτοιο το θεωρούσαμε απίθα νο και υπερβολικό. Τώρα χτυπάνε τα δόντια μας από το φόβο όταν κάποιος χτυπάει την πόρτα μας». «Ελισάβετ γιαβρί μου, οι Τούρκοι είναι εκατομμύρια λαός· όσοι και να σκοτώνονται, πάλι θα μένουνε πολλοί, ενώ οι Ρωμιοί είναι λί γοι και η απώλεια φαίνεται. Ο Βενιζέλος έχει κάνει ήδη την πρότα ση της ανταλλαγής. Ο θείος σου λέει ότι αυτή η λέξη όταν την ακούς
ΣΕΚΕΡΙΜ
371
στάζει δηλητήριο, φέρνει κακομοιριά και θάνατο όταν τη ζεις. “Μα κρινά”, μου λέει, “δε θα το αντέξω”. Αχ, κόρη μου Ελισάβετ, πες μου τι να κάνω; Θα χάσω τον άντρα μου!» «Άμια, μη με τρελαίνεις! Να διαγράψουμε τη λέξη ανταλλαγή διά παντός. Εγώ, Άμια Μακρίνα, θα μείνω εδώ. Θα με θάψουν μα ζί με το βιος μου!» ξεφωνίζει η Ελισάβετ και βάζει το χέρι στον κόρ φο της τραβώντας το περίστροφο, ενώ το μάτι της γυαλίζει άγρια και το πρόσωπό της θολώνει σκοτεινιασμένο από το μίσος. «Άμια, θα τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα, άμα μου...» «Κουζοΰμ, άκουσέ με με ψυχραιμία, δεν τελείωσα. Συγκρότησε τα νεύρα σου και πρόσεξε». Αγκαλιάζει την ανιψιό της και την παρηγορεί χαϊδεΰοντάς τη στοργικά και συνεχίζει: «Είπαν στους Ρω μιούς αντάρτες να κατεβούνε από τα βουνά. Τους υποσχέθηκαν ότι ο τουρκικός στρατός θα τους προστατέψει να ξαναγυρίσουν στα χω ριά τους, ότι θα τους δώσουν πολλά χρήματα και από κει θα τους προωθήσουν στην Ελλάδα, όπου θα τους παραχωρηθούν άλλες πε ριουσίες». «Άμια, να δούμε πόσοι από τους Ρωμιούς αντάρτες θα δεχτούν την πρόταση. Όσοι ανέβηκαν στα βουνά και ορκίστηκαν εκδίκηση το έ καναν γιατί έχασαν κάτι πολύτιμο. Δεν παραδίδονται έτσι εύκολα τα όπλα, όταν έχεις δει παλουκωμένα τα παιδιά σου, τον άντρα σου και τ αδέρφια σου, Άμια! Πιστεύεις ότι οι Τούρκοι μπέηδες της γύ ρω περιοχής δεν είναι εγκληματίες; Αυτοί έκαψαν τα σπίτια τους, έ σφαξαν τα ζωντανά τους με τα ίδια τους τα χέρια κι έριξαν το κρί μα πάνω μας. Σ’ αυτούς θα δώσουν τα σπίτια μας! Καλύτερα να μην μπούνε σε χριστιανικό σπίτι, γιατί το μόνο που θα αντικρίσουν είναι φαντάσματα!» «Τι να σου πω, Ελισάβετ; Νομίζω ότι προκειμένου να σωθούμε πρέπει να φύγουμε. Έχομε ζωή ακόμα μπροστά μας. Είμαστε νέοι, έχομε μικρά παιδιά. Και ύστερα θα πάρουμε χρήματα και μάλαμα μαζί μας για να ξαναρχίσουμε μια καινούρια ζωή, πιο ήσυχη. Η ε
372
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
λευθερία είναι μεγάλο αγαθό, παιδί μου, όπως λέει ο θείος σου». «Και πλούτη να χαρούμε και καλό φαί να φάμε και καλό κρασί να πιούμε έχομε εδώ που είμαστε, Άμια, και δε θα το κουνήσουμε από τον τόπο μας!» τη διαβεβαιώνει και προσθέτει χαριεντιζόμενη: «Έλα τώρα να φάμε τα σουτζούκια που λαχτάρησες. Έλα να σε πιάσω να κατεβούμε αγκαζέ και μετά ξάπλωσε στο μεγάλο οντά να ξα ποστάσεις. Δε ο αφήνω να φύγεις σήμερα που λείπει ο θείος μου». «Ουφ! Σ’ τα είπα και ανακουφίστηκα. Θα ανησυχήσουν στο κο νάκι, άργησα ήδη πολύ. Άφησέ με να φύγω, Ελισάβετ κουζούμ, αύ ριο θα έρθω πάλι πρωί πρωί να τα πούμε». «Άμια, έστειλα αγγελιοφόρο στο κονάκι ότι θα μείνεις μαζί μας μερικές μέρες. Κάτσε κάνα δυο μέρες και βλέπουμε. Έλα να καθί σουμε οτο τραπέζι, το φαγητό είναι έτοιμο. Θα ανοίξουμε και ένα παλιό κρασί από το κελάρι του Βασίλη και θα πιούμε στην υγειά του». Η Άμια Μακρίνα, ναρκωμένη από το κρασί και το πολύ φαγητό, δεν αντέχει να ανέβει τα σκαλιά για να ξαπλώσει στον ξενώνα του σπι τιού και πλαγιάζει πρόχειρα στον οντά δίπλα στην κουζίνα. Το τρα νταχτό ροχαλητό όλη τη νύχτα κάνει τα ποτήρια στις ντουλάπες να κουδουνίζουν, χτυπώντας το ένα το άλλο σαν γλυκιές καμπάνες. Το πρωί οι κοπέλες του σπιτιού το σχολιάζουν ανάλογα και ξε καρδίζονται στα γέλια. Σταματούν όμως απότομα όταν ο τελάλης περνάει το κατώφλι τους. Η Αϊσέ στραβομουτσουνιάζει και εξαφανίζεται, ενώ η Ελισάβετ μεταμορφώνεται σε λέαινα με βγαλμένα έξω τα νύχια από το μίσος. «Καλημέρα, εφέντιμ, ήρθα για να σας παραδώσω την πρόσκλη ση για την περιτομή του μικρού Αλή, του γιου του Σουλεϊμάν, που θα γίνει στο Μαυριτσό, το γειτονικό χωριό». Η Ελισάβετ διαπιστώνει ότι πράγματι είναι προσκλητήριο για την περιτομή του Αλή και έξι ακόμα αγοριών ίδιας ηλικίας. Ο μικρός Αλή είναι ένα από τα παιδιά του Τούρκου τσοπάνη της, του Σουλεϊ-
ΣΕΚΕΡΙΜ
373
μάν, που του εμπιστεύεται το πιο καλό κοπάδι με τα πρόβατα που βγάζουν το τιφτίκ, το πολύτιμο μεταξένιο μαλλί. Μόλις τελειώνει την ανάγνωση της πρόσκλησης, ο Ριφκί τής δίνει μερικές τηγανίτες τυ λιγμένες σε λαδόκολλα και ένα μικρό τενεκεδάκι μέλι. Η Ελισάβετ αναγνωρίζει το καθαρό μέλι που παράγει η ίδια και γελάει νευρικά. «Βρε τους κλέφτες!» λέει θυμωμένη και πλησιάζει τον έμπιστό της Μαχμούτ, που στέκεται παράμερα και τον ρωτάει: «Μαχμούτ, το μέλι αυτό ο τσοπάνης το έκλεψε το βράδυ από τα μελίσσια μας. Γνω ρίζω καλά το μέλι μου. Ξεχωρίζω το χρώμα, την πυκνότητα και τη μυρωδιά του από χιλιόμετρα μακριά. Τι γνώμη έχεις εσύ γι’ αυτό;» «Μάλιστα, χανούμ εφέντιμ, είναι δικό μας μέλι!» απαντά ο ψυ χογιός κατακόκκινος από ντροπή, ενώ γουρλώνει τα μάτια κοιτάζο ντας τον Ριφκί, που στέκεται φοβισμένος και αλλάζει τη συζήτηση ρωτώντας έξυπνα την Ελισάβετ: «Χανούμ εφέντιμ, ποιος κοιμάται δίπλα και ροχαλίζει τόσο δυ νατά; Άντρας είναι;». Όλοι ξεσπάνε σ’ ένα ξαφνικό γέλιο και η ατμόσφαιρα μονομιάς αλλάζει. «Τι να σου απαντήσω τώρα;» μονολογεί η Ελισάβετ. «Να σε πετάξω έξω με τις κλοτσιές; Τι λες; Που φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρ νουν! Μόλις που συγκροτούμαι να μη σου τσακίσω τα κόκαλα στο ξύλο». Σφίγγει τα δόντια και σταματάει να σκέφτεται σοβαρά. Τον πιάνει από το λερωμένο χιτώνιο και του βάζει στα χέρια ένα σακου λάκι με φασόλια κι ένα μπουκάλι ρακί λέγοντάς του: «Πάντα να μας φέρνεις καλά νέα, Ριφκί. Φύγε τώρα, έχομε δουλειά!». «Χανούμ εφέντιμ, δώσε λίγα πορτοκάλια και λίγο μέλι και σε μέ να. Όλο το έδωσες στον πιστικό σου για το κάλεσμα. Το χωριό α ναγνώρισε το δικό σου μέλι. Λένε ότι το μέλι του Βασίλ’ αγά είναι κα λό σαν φάρμακο». «Το μέλι ο δούλος μου ο Σουλεϊμάν το έκλεψε. Δεν το έδωσα ε γώ. Τρέχα στο χωριό να το διαλαλήσεις, να το μάθουν όλοι. Αυτά εί-
374
ΜΑΡΙΝΑ B A M ΒA K A
ναι τα φίδια που κρατάμε στον κόρφο μας και τα ταΐζουμε. Είναι Τούρκος κι αυτός σαν και σένα. Κατάλαβες, Ριφκί;» «Έλα, καλέ αρχόντισσα, λυπήσου τον, είναι φτωχός άνθρωπος». Η Ελισάβετ μπαίνει στην κουζίνα φωνάζοντας περιφρονητικά: «Δώστε πορτοκάλια και μέλι σ’ αυτόν για να φύγει». Ο Ριφκί, περιμένοντας το πεσκέσι, κόβει μήλα από τη μηλιά και γεμίζει τις τσέπες του, στραγγαλίζει μια κότα και την κρύβει στον κόρφο του. Φεύγοντας φουσκωμένος σαν αερόστατο είναι έτοιμος να απο γειωθεί, σταματάει στο δρόμο για να στραγγίζει στο λαρύγγι του τις τελευταίες σταγόνες ρακί, πετάει το άδειο μπουκάλι στη μάντρα της γειτόνισσας για να μην τον βαραίνει και συνεχίζει το δρόμο του βρί ζοντας. Τα χνότα του βρομάνε οινόπνευμα, τα ρούχα του είναι βαμ μένα στο αίμα και οι τσέπες του γεμάτες κλεμμένα πεσκέσια.
Η περιτομή
Ο
ΜΑΧΜΟΥΤ ΧΤΥΠΑΕΙ την πόρτα του δωματίου της Ελισάβετ και
φωνάζει: «Εφέντιμ, έχομε τηλεγράφημα από την Πόλη!» Η Ελισάβετ το παίρνει και το διαβάζει. Τα νέα είναι ευχάριστα. Οι δικοί της έχουν καλή υγεία και οι δουλειές του Βασίλ’ αγά άρχι σαν να κινούνται. Σ’ ένα σημείο στο τηλεγράφημα διαβάζει: «Μην αναβάλεις αναχώρηση στοπ, βρέθηκε μέρος στην αλλοδαπή για φακούδια στοπ, έρχομαι σύντομα Ποτάμια». Ρίγη διαπερνούν τη σπον δυλική της στήλη και τα μάτια της σκοτεινιάζουν. «Πλησιάζει η μέρα που θα αφήσω την αγαπημένη μου γη. Θεέ μου, δεν το πιστεύω! Μαχμούτ, πώς θα το αντέξουμε;» μουρμουρίζει κου κουλώνοντας το κεφάλι της με το σάλι που έχει ριγμένο στους ώμους. Ο ψυχογιός την ηρεμεί με κουβέντες απλές και την παρακαλεί να μην το βάλει κάτω και να παλέψει οαν λιοντάρι, όπως πάλεψε και νίκησε όλα τα κακά που τους βρήκαν. Οι κουβέντες του έμπιστου ιιαλικαριού τής δίνουν θάρρος και αποφασίζει να πάρει τα παιδιά και να πάνε για ψώνια στην υπαίθρια αγορά. Καβαλάει την όμορφη φοράδα της, την Ελένη, όπως την ονομά ζει, ενώ η Αϊσέ και ο Μαχμούτ ακολουθούν με το κάρο. Εκεί συνα ντιέται με τη Μαριγώ, που από τη μέρα που έφυγε ο Χαράλαμπος και ο θείος Φάνης για την Πόλη τα έχει βάψει μαύρα και κλαίει χω ρίς λόγο από το φόβο της. Πριν προλάβουν να χαιρετιστούν βλέπουν από μακριά την Ευ-
376
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
λαμπία να πλησιάζει, που τον τελευταίο καιρό περνάει μεγάλα δια στήματα στην Κωνσταντινούπολη, γιατί οι κόρες της είναι οικότροφες στο Ζάππειο Παρθεναγωγείο. Οι τρεις φίλες πιάνουν μια αθόρυβη γωνιά για να τα πούνε. «Ευλαμπάκι μου, ακούσαμε πως στην ΓΙόλη συχνάζεις σε μέρη αριστοκρατικά», την πειράζει η Μαριγώ γελώντας. «Άσ τα αυτά, Μαριγώ! Αν ήξερες πόσο μου λείψατε! Στην Πόλη πρέπει να βρεθούμε οι τρεις μας, να περάσουμε ωραία. Να σας πά ρει η ευχή! Όταν βρίσκομαι εγώ εκεί, εσείς δεν το κουνάτε από τα Ποτάμια!» λέει η Ελισάβετ. «Άντε, βρε Μαριγώ, πότε θα αρχίσουμε τις βεγγέρες μας; Διοργανώστε κάτι να χορέψουμε και να θυμηθούμε τα παλιά! Τι ωραία που περνούσαμε!» παρακαλάει το Ευλαμπάκι και κοιτάζει με μάτια γεμάτα νοσταλγία τις φίλες της. «Ευλαμπία, τα παλιά πέρασαν και δεν ξανάρχονται. Πάνε, έφυ γαν! Συναντηθήκατε στην Πόλη με την ξαδέρφη μου τη Σοφία;» ρω τάει η Ελισάβετ. «Συναντηθήκαμε μια φορά στην Αγία Τριάδα στο Πέραν. Ή ταν τη μέρα που ο πατριάρχης έκανε μια μεγαλοπρεπή λειτουργία και ήταν καλεσμένος ο σουλτάνος Βαχιντεντίν με αρκετούς αυλικούς του. Ο πατριάρχης είπε στο λόγο του πως ήταν η δεύτερη φορά στην ι στορία της ορθοδόξου εκκλησίας που Οθωμανός σουλτάνος αποδέ χτηκε πρόσκληση και παρευρέθηκε σε χριστιανική λειτουργία». «Ποια ήταν η πρώτη φορά, Ευλαμπία;» ρωτάει κοροϊδευτικά η Μαριγώ, ξέροντας πως δε θα πάρει απάντηση και θα της κάνουν γε ρή πλάκα. «Η πρώτη φορά, Μαριγούλα μου, ήτανε με το σουλτάνο Αμπντούλ Μεντζίτ, και ο το λέω για να το μάθεις, γιατί είσαι έτοι μη για κοροϊδία και την πάτησες!» απαντά η Ευλαμπία με περη φάνια και ικανοποίηση που αποστομώνει την παρέα, η οποία έχει μείνει ξερή. Οι φιλενάδες απορούν με την ιστορική κατάρτιση της
ΣΕΚΕΡΙΜ
377
Ευλαμπίας και ξεσηκώνουν το παζάρι στο πόδι με τα γέλια τους. Η Ευλαμπία με τα χέρια στη μέση χτυπάει νευρικά το κουτσό της ποδαράκι, παραμένοντας ανέκφραστη μέχρι να σταματήσουν οι άλ λες την κοροϊδία και να ολοκληρώσει τη φράση της με ρητορικό λό γο. «Θα με αφήσετε να τελειώσω; Λοιπόν, το 1851 ο Έλληνας Στέ(ρανος Βογορίδης πασάς, προσωπικός φίλος του σουλτάνου Αμπντουλ Μεντζίτ, τον κάλεσε στο γάμο του. Ο σουλτάνος παρευρέθηκε στην ελληνορθόδοξη γαμήλια τελετή, και μάλιστα ευχαρι(πήθηκε τόσο πολύ, που έδωσε ορισμένα προνόμια στους Έλληνες. Αυτά τα λίγα, κυρίες μου!» Γίνεται χαμός! Οι φίλες προτείνουν στην Ευλαμπία να τους δώ σει μαθήματα ιστορίας και τα γέλια συνεχίζονται ακράτητα. Απο χαιρετίζονται με τη συμφωνία να συναντηθούν σύντομα, για να πά νε μαζί στο Μαυριτσό στη γιορτή της περιτομής του μικρού Αλή.
Μια εβδομάδα μετά η Μαριγώ πηγαίνει στο σπίτι της Ελισάβετ στο λισμένη. Φοράει στο κεφάλι ένα λευκό μαντίλι με κρεμασμένα χρυ σά φλουριά, που πέφτουν στο μέτωπο αγγίζοντας τα δασιά της φρύ δια. Τα ρούχα της αγκαλιάζουν το καλλίγραμμο κορμί της, που τα οιάζει συνεχώς με νευρικότητα, γιατί πάχυνε και δε στέκονται ευ ρύχωρα πάνω της. Τα δροσερά της στήθη διαγράφονται κάτω από την κρεμ μεταξωτή μπλούζα. Πάνω από αυτή φοράει τη βελούδινη χρυσοκέντητη κοντή μπορντό ζακέτα κουμπωμένη μέχρι το λαιμό. Η πράσινη φούστα κρατάει σφιχτά τη δαχτυλιδένια μέση, και από τον ποδόγυρο ξεπετάγεται η δαντέλα από το χασεδένιο μεσοφόρι. Στο λαιμό της αστράφτει ένα κολιέ από ροζ πέρλες δίνοντας λάμψη στο πρόσωπο. Τα παπούτσια της έχουν ψηλό τακούνι και προσδίδουν με γαλύτερη χάρη στο λικνιστικό περπάτημά της. Η Μαριγώ φτάνει όπως πάντα αργοπορημένη και καλεί τη φίλη της φωνάζοντας πρόσχαρα:
378
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
«Ελισάβετ, ήρθαμε, κουνήσου! Μην αργείς, δεν έχομε πολύ χρό νο στη διάθεσή μας». Η Ελισάβετ την περιμένει πανέτοιμη εδώ και μισή ώρα. Την υ ποδέχεται και αντικρίζει μια Μαριγώ με χείλη βαμμένα κατακόκκινα. Της φαίνεται τόσο αστεία που ξεοπάει σ’ ένα καλοσυνάτο γέλιο. «Που το ξετρύπωσες το κοκκινάδι στα χείλη;» «Έλα, Ελισάβετ, το έφερα να βαφτείς και συ λιγάκι. Βάψε τα χεί λια σου κόκκινα. Όταν σε δει η Ευλαμπία, θα γίνει γλέντι! Θα γε λάσουμε πολύ». «Αστειεύεσαι μου φαίνεται!» της απαντά η Ελισάβετ ανασηκώνοντας τα φρύδια με σημασία. «Αν μ έβλεπε ο Βασίλ’ αγάς, θα με κοροΐδευε. Τι ντροπή! Σε συμβουλεύω να πας στη σάλα και να βγά λεις τα φτιασίδια. Να, σκουπίσου με αυτό το καθαρό πανί και στο δεύτερο συρτάρι στο κομό θα βρεις ένα ολοκαίνουριο γιασμάκι χρυσοκεντημένο της Σεκερίμ, είναι ανάλογο με τη φορεσιά σου. Πάρ’ το, θα σου χρειαστεί. Σε παρακαλώ κάλυψε το πρόσωπό σου. Μην ξεχνάς πως πάμε σε τουρκοχώρι και είναι επικίνδυνο!» «Θες να πεις πως έτσι φτιασιδωμένη είμαι σαν καρνάβαλος; Για τί μιλάς έτσι, Ελισάβετ; Δε μου πάνε τα φτιασίδια; Μοιάζω με ελα φριά; Πες μου, Ελίζα μου;» «Είσαι μια νέα γυναίκα και σου πάνε τα φτιασιδώματα. Δεν είναι η κατάλληλη γιορτή να παρουσιαστείς τόσο όμορφη. Κάνε αυτό που σου λέω γρήγορα, δεν έχομε καιρό μπροστά μας». Χωρίς δεύτερη κουβέντα, η καημένη Μαριγούλα υπακούει και σαν βρεγμένη γάτα σκουπίζει τα κοκκινάδια, δοκιμάζει το γιασμά κι και ρωτάει τη φίλη της: «Ελισάβετ, τώρα είμαι εντάξει;». «Είσαι πολύ πιο όμορφη και μυστηριώδης. Πάμε τώρα!» απαντά εκείνη και κάνει νόημα στον Μαχμούτ, την Αϊσέ και τον Ορχάν να την ακολουθήσουν με τα δώρα του μικρού Αλή. Στην άμαξα τους περιμένει ο χεροδύναμος Σαλίμ, ο έμπιστος της
ΣΕΚΕΡΙΜ
379
Μαριγώς, ο οποίος έχει μεγάλο κεφάλι και το ένα μάτι του κοιτάζει προς το κούτελο. Είναι δύσκολο όταν μιλάς μαζί του να καταλάβεις αν οε κοιτάζει ή όχι. «Τι κάνεις, Σαλίμ;» τον ρωτάει η Ελισάβετ μπαίνοντας στην ά μαξα. «Τα οέβη μου, μπαγιάν εφέντιμ!» της απαντά με κατεβασμένα τα μάτια και τη χαιρετάει ακουμπώντας με το δεξί χέρι στο έδαφος, το φέρνει στην καρδιά, στο στόμα και, τέλος, στο κεφάλι. «Σήκω όρθιος, Σαλίμ, σ’ έχασα ανάθεμά σε!» του λέει η Ελισάβετ ανεβαίνοντας στην άμαξα χαμογελαστή και συμπληρώνει: «Σαλίμ, να κοιτάς παντού μη λάχει και δεχτούμε επίθεση! Ό χι μόνο μπροστά. Δεξιά και αριστερά, εντάξει; Άντε ξεκίνα, η Παναγιά μαζί μας. Πέ ρασε πρώτα από το σπίτι της μπαγιάν Ευλαμπίας για να την πά ρουμε». Στα πίσω καθίσματα της άμαξας οι επιβάτες είναι στριμωγμένοι σαν σαρδέλες. Ακούγεται η Αϊσέ να κοροϊδεύει τον καημένο τον Σαλίμ. «Βρε παιδιά, να του πούμε να βλέπει με το καλό μάτι ευθεία στο δρόμο και με το αλλήθωρο δεξιά και αριστερά. Για τέτοιες περι πτώσεις, καλό είναι να είσαι και λίγο στραβός». «Αϊσέ, σκασμός! φωνάζει η Ελισάβετ. Τσοκ σολέιμι».16 Η κουστωδία ξεκινάει και η Μαριγώ σκύβει στο αφτί της Ελισά βετ ρωτώντας τη με αγωνία: «Ελισάβετ, έχομε πάρει μαζί μας όπλα για να κρατήσουν τα παι διά, ο Μαχμούτ, ο Χασάν και ο Ορχάν;» «Μην ανησυχείς, έχομε μαζί μας τρία περίστροφα. Τον Σαλίμ ό μως με τόση δύναμη που έχει δεν τον υπολογίζεις;» «Τα πάντα υπολογίζω», απαντά ψιθυριστά η Μαριγώ, «ιδίως τα δικά σου ψυχοπαίδια, που είναι καλύτερα κι από πραγματικά παι 16. Μη μιλάς πολύ.
380
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
διά σου. Όμως εμπιστεύεσαι το δούλο της Ευλαμπίας να του δώσεις όπλο στα χέρια;» «Ναι, τον εμπιστεύομαι απολύτως, καθώς και το δικό σου τον Σαλίμ». «Ελίζα, με συγχωρείς, αλλά οι Τούρκοι είναι φίδια που τα φυλά με στον κόρφο μας. Ο Χαράλαμπος στα γράμματά του επαναλαμ βάνει κάθε φορά να μην τους εμπιστευόμαστε». «Δεν μπορούμε να κάνουμε κι αλλιώς. Τους έχουμε μέσα στις οι κογένειες μας και τους αγαπάμε σαν παιδιά μας. Αυτό το νιώθουν. Αν τους δείξουμε ότι δεν τους εμπιστευόμαστε, είναι σαν να πάψαμε να τους θεωρούμε μέλη της οικογένειας και τότε θα στραφούν ε ναντίον μας και θα το αξίζουμε. Να πείθουμε τους Τούρκους υπο τακτικούς μας ότι το βιος μας είναι και δικό τους και έχουν υποχρέ ωση να το προστατεύουν. Αν χάσουμε τα υπάρχοντά μας και βρε θούμε στο δρόμο, θα έχουν την ίδια τύχη!» Και ακούγοντας το γρή γορο καλπασμό των αλόγων, βγάζει το κεφάλι έξω από το παράθυ ρο της άμαξας και φωνάζει στον Σαλίμ: «Σαλίμ, μην ξεχαστείς. Να σταματήσεις στης Ευλαμπίας». Από μακριά βλέπουν την Ευλαμπία να περιμένει με τον έμπιστο Χασάν. Η άμαξα σταματάει μπροστά στο σπίτι της και τη στιγμή που η καημενούλα προσπαθεί να επιβιβαστεί στραβοπατάει, γλιστράει και σωριάζεται στο καλντερίμι, στραμπουλώντας το κουλό ποδαράκι της. Η Ευλαμπία αντιλαμβάνεται ότι έχασε το γοβάκι από το πόδι και φωνάζει τον Χασάν να το ψάξει. Με τη φασαρία που γίνεται κατε βαίνουν όλοι από την άμαξα και σκάνε στα γέλια βλέποντας τον Χα σάν μπουσουλώντας να μαζεύει το χαμένο παπούτσι, δίπλα στο πό δι του αλόγου. «Παραλίγο το άλογο να φορέσει το γοβάκι σου, Ευλαμπία μου, και να τρέχει με τακουνάκια. Άντε, Σταχτοπούτα μου, να σ’ το φο ρέσουμε στο πονεμένο σου ποδαράκι», λέει η Μαριγώ.
ΣΚΚΕΡΙΜ
381
Το πειραχτήρι η Μαριγώ βοηθάει τη φίλη τους να ανεβεί στην άμαξα, βάζουν στο πίσω μέρος το κοφίνι με τα δώρα που κρατάει ο Χασάν για την τελετή της περιτομής του Αλή και παίρνουν το δρό μο που χαράζεται ευθεία γραμμή μπροστά τους. Με το που κάθεται η Ευλαμπία στο κάθισμα δίπλα στη Μαριγώ ιη ρωτάει: «Τι κρέμα φοράς, Μαριγώ;». «Ευλαμπία, να είσαι σοβαρή μπροστά στους πιστικούς μας», την επιπλήττει η Ελισάβετ. «Άκουσέ με προσεκτικά», της απαντά η Μαριγώ. «Φοράω μά σκες ομορφιάς από μέλι, γιαούρτι και γάλα. Κάνω κρέμες από αγγουρόνερο, ανθότυρο, βραστό σιτάρι κοπανισμένο με ροδόνερο, βά ζω κομπρέσες στα μάτια από βρασμένο ροζμαρίν και χαμομήλι, για να μην είναι πρησμένα, και στο υπόλοιπο σώμα προσέχω ιδιαίτερα ιο μπούστο, τα χέρια και τα πόδια, για να παραμένω νέα και επιθυ μητή στον Χαράλαμπό μου. Στα πόδια μου χθες το βράδυ έκανα κο μπρέσες με γάλα. Ιδού το αποτέλεσμα». Και σηκώνει τη φούστα για να δείξει τα λευκά της μπούτια. Η Μαριγώ είναι έτοιμη να γδυθεί προκειμένου να πείσει την Ευλαμπία για τη σωστή περιποίηση της ομορφιάς της. Απαυδισμένη η Ελισάβετ φωνάζει: «Σταματήστε, πλησιάζουμε. Χασάν, Μαχμούτ, Ορχάν, πάρτε στα χέρια τα τουφέκια. Να πάψουν τα αστεία!» Παρ’ όλα αυτά, η κουβέντα δε σταματάει, συνεχίζεται στο αφτί ψιθυριστά και πολύ συχνά τη συνοδεύουν κακαρισιά γέλια. Από τη γαλαρία μερικά άγρια ρεψίματα και θόρυβοι απελευθέ ρωσης αερίων σταματούν τη συζήτηση των κυριών. Η Ελισάβετ θυμώνει και τους κάνει έντονες παρατηρήσεις επαναφέροντάς τους στην τάξη. «Συγγνώμη, χανούμ εφέντιμ, με το συμπάθιο», ακούγεται η βραχνή <|)(ι)νή του Χασάν από το μέρος της γαλαρίας και μετά άχνα, τσιμουδιά.
382
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
Όλοι κρατούν το δάχτυλο στη σκανδάλη και με μάτια ανήσυχα, που παίζουν δεξιά και αριστερά σαν χαμαιλέοντες, παρατηρούν το δρόμο. Μπαίνοντας στο Μαυριτσό, η άμαξα κόβει ταχύτητα. Μικροί και μεγάλοι τους περικυκλώνουν, θαρρείς και το χωριό ολόκληρο βγή κε να τους υποδεχτεί. Οι μεγάλοι τρέχουν μπροστά από την άμαξα σαν προπομποί, με τα χέρια σηκωμένα ψηλά σε ένδειξη αγγελίας ε πισκεπτών. Κρατούν όρθια τα κεφάλια, χωμένα στα χρωματιστά σα ρίκια, και με προτεταμένο το στήθος τρέχουν σαν πρωταθλητές έ τοιμοι να κόψουν το νήμα τερματίζοντας πρώτοι. Τα μικρά παιδιά σκαρφαλώνουν στις ρόδες της άμαξας, κρέμονται στο πλάι, κάνοντας το όχημα να υποφέρει. Τα παιδιά που δεν τα κατάφεραν να ανεβούν τρέχουν από πίσω ακουμπώντας με τα δάχτυλα την καρότσα. Στα πρόσωπα όλων των μικρών και μεγάλων Μαυριτσιωτών είναι ζω γραφισμένες η χαρά και η απορία να μάθουν ποιους κουβαλάει η ά μαξα. Ο τελάλης αναγγέλλει: «Ήρθαν μουσαφίρηδες από το ρωμαίικο χωριό, ήρθε η Ελισά βετ του Βασίλ’ αγά, η κόρη της Σεκερίμ, με γυναίκες και πιστικούς». Ο Σαλίμ σταματάει με το νόημα των χωριανών μπροστά σ’ ένα χαμόσπιτο, που στο άνοιγμα της πόρτας κρέμεται μια κουρελού. Από μέσα ξεπροβάλλουν σαν τα μυρμήγκια γέροντες στεγνοί από α δυναμία, με το πετσί του προσώπου κολλημένο στα κρανία. Σκύβουν τα κεφάλια για να βγουν από το πορτάκι και να παραστούν στην υ ποδοχή. Οι τρεις γυναίκες και η ακολουθία τους περιμένουν να ελευθε ρωθεί το πέρασμα για να μπουν στο πλίθινο σπίτι, που είναι δεν εί ναι ενάμιση μέτρο πάνω από την επιφάνεια του εδάφους. Ο πατέρας του Αλή ξεπροβάλλει για να υποδεχτεί τις χανούμισ σες, που πρώτη φορά ταξίδεψαν μόνες τους από το ρωμαίικο χωριό για να τιμήσουν τη γιορτή τους.
ΣΕΚΕΡΙΜ
383
Ο συγκεντρωμένος κόσμος φιλάει το χέρι της Ελισάβετ και των φιλενάδων της με σεβασμό, κάνοντας την τυπική υπόκλιση, και διώ χνουν με φάπες τα πιτσιρίκια από τις πόρτες, που προσπαθούν να μπουκάρουν στο σπιτάκι πρώτα από όλους. Τα κουρεμένα με την ψι λή μηχανή κεφάλια τους μοιάζουν με υδρόγειο σφαίρα από τα δε κάδες σημάδια που ο πετροπόλεμος της γειτονιάς χάραξε ανεξίτη λα. Δέχονται βροχή τις καρπαζιές από τους γέρους, και τ’ αφτιά τους βγάζουν φλόγες από τα τραβήγματα. Στα χέρια τους τα πιο πολλά κρατούν από μια πέτρα. Είναι το αμυντικό τους όπλο που χρησιμο ποιούν οε περίπτωση κινδύνου. Η Ελισάβετ και οι φίλες της χαιρετούν τους γονείς του Αλή, προ σφέρουν τα δώρα και κάθονται στην πρώτη θέση. Η μάνα και οι γιαγιάδες της οικογένειας προσεύχονται χτυπώντας τις χάντρες των κομπολογιών. Ο ιμάμης και ο Σουλεϊμάν, ο πατέρας του μικρού Αλή, βρίσκο νται δίπλα στο κρεβατάκιτου. Ένα σεντόνι είναι κρεμασμένο και χω ρίζει τον πλίθινο οντά στα δυο για να μη βλέπει ο κόσμος. Η περιτομή γίνεται γρήγορα από τον πρακτικό γιατρό που ήρθε από το Κάστρο. Το κοφτερό νυστέρι κάνει τα ματάκια του μικρού να γεμίσουν δάκρυα. Βγάζει μια τσιριχτή φωνή, δείγμα πόνου, ενώ σφίγγει τα χεράκια του μέχρι να μελανιάσουν. Η σιωπή είναι από λυτη μέσα στο χώρο. Μόνο ένα συρτό λυπητερό τραγούδι ακούγεται ψιθυριστά από το στόμα μιας τυφλής γερόντισσας Τουρκάλας. Ώσπου κόβεται το σκοινί που συγκρατεί το σεντόνι και αφήνει να φα νούν τα πονεμένα ματάκια του μικρού κατακρεουργημένου. Τα νταούλια των οργανοπαικτών αρχίζουν να βαράνε τους χα ρούμενους ανατολίτικους ρυθμούς. Γύρω στο χειρουργικό κρεβάτι βρίσκονται μαζεμένα τα δώρα: ένα παλτό, τσουράπια πλεγμένα αιιό χοντρό μαλλί, μια ζιμπούνα, μια κουκούλα με μια καφέ φούντα για τη βοσκή, μια μικρή γκλίτσα, αλουμινένιο κατοαρόλι με σκέπα σμα, το Κοράνι, κι ας μην ξέρει να διαβάζει λέξη ο Αλή, ένα φανά
384
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
ρι για τη νύχτα, ένα μικρό σινί με τηγανίτες, καμιά δεκαριά λουκά νικα και άλλα εδώδιμα. Ο Μαχμούτ και η Αϊσέ ανοίγουν τα κουτιά με τα δώρα της Ελι σάβετ, της Μαριγώς και της Ευλαμπίας και όλοι τα χάνουν. Ρούχα από μαύρη τσόχα ραμμένα από το ράφτη του Κάστρου. Άσπρη που καμίσα, μικρό κόκκινο φεσάκι, παπούτσια με σόλες, πλεχτή φανέ λα από τα χεράκια της Ευλαμπίας για κατάσαρκα, μία κόκκινη κε ντημένη τσόχινη μπέρτα, σοκολάτες του θείου Φάνη από την Πόλη, σουσαμένιοι πολύχρωμοι ακιντέδες του Χατζή Μπεκίρ, αμύγδαλα και φουντούκια, ένας ζουρνάς και μια μεγάλη μπάλα από καουτσούκ με ραφές, που την αρπάζει ο Αλή στην αγκαλιά του και δεν την α φήνει όλο το βράδυ. Ο χορός αρχίζει και τα τραγούδια θυμίζουν μέρες ευτυχισμένες. Τα μικρά παιδιά γονατισμένα δίπλα στην Ελισάβετ ζητούν ελεημοσύνη. «Χανούμ εφέντιμ, δώσε και σε μένα ένα γρόσι. Θέλω κι εγώ μια μπάλα». Και τα μάτια τους δείχνουν να παραχωρούν τη θέση του μί σους στην καλοσύνη. Οι φίλες βγάζουν και δίνουν γρόσια και καραμέλες σε όλα τα παιδιά ανεξαιρέτως, και όσα γλυκίσματα περισσεύουν τα μοιράζουν στους γηραιότερους, που δεν ξεκολλάνε από πάνω τους τα τσι μπλιασμένα μάτια τους. Τα σάλια τους τρέχουν στην κυριολεξία α πό επιθυμία για καραμέλες. Τις πιάνουν με τα σκεβρωμένα δάχτυ λα, τις βάζουν στις λιγδιασμένες παλάμες τους και τις πετούν γρή γορα στο στόμα. Η λαιμαργία τους είναι τόσο μεγάλη, που βάζουν στο στόμα πολλές μαζί και δεν μπορούν να τις πιπιλίσουν. Κάθονται παραμορφωμένοι ώσπου να λιώσουν. Μερικοί ζητούν κι άλλες κα ραμέλες. Η Ελισάβετ όλο και κάτι βρίσκει να τους προσφέρει για να τους ευχαριστήσει. Ολόκληρο το βράδυ στο Μαυριτσό δε σταμάτη σε να ψαχουλεύει και να αδειάζει τις τσάντες της, που ανάμεσα στις λιχουδιές κρατάει και το περίστροφο για ασφάλεια. Παρευρίσκονται και αρκετοί μπεχτσήδες. Τραγουδούν και χο-
ΣΕΚΕΡΙΜ
385
ρεύουν εκστασιασμένοι. Στη γιορτή παρακάθισε ο ιμάμης, ο θρη σκευτικός αρχηγός και η δύναμη του χωριού. Στο Μαυριτσό αυτός αποφασίζει για όλους και για όλα. Μεταξύ των προσκεκλημένων εί ναι και πολλοί γέροντες γειτονικών τουρκικών χωριών. Είναι γεωργοί που δούλεψαν στα χωράφια της Ελισάβετ. Τους αναγνωρίζει. Μικρό κοριτσάκι κατέβαινε με το θείο της στα κτήματα, της πρόσφεραν γά λα φρέσκο να πιει και της έκαναν δώρο παγόνια με πλουμιστά φτε ρά. Ή ταν έντιμοι άνθρωποι, δουλευταράδες και έμπιστοι. Καθι σμένοι με τη σειρά ο ένας πλάι στον άλλο μετρούν στα δάχτυλα το χρόνο που τους απέμεινε για ζωή. Οι κεχριμπαρένιες χάντρες κυ λούν ανάμεσα στα κουρασμένα και γεραομένα πελώρια δάχτυλα. Αλλος παίζει νευρικά έτοιμος να σπάσει το κομπολόι και να σκορ πιστεί στο χωματένιο πάτωμα, ο διπλανός του σιγανά και ρυθμικά σαν να κρατά το μέτρο στο λιγωμένο σκοπό που ακούγεται, ο παραδιπλανός σε άλλο τέμπο ξεχασμένο, αφού στο μεταξύ ρίχνει και κανένα υπνάκο. Η Ελισάβετ πλησιάζει τους δύο γέροντες που κάθονται δίπλα δί πλα και τους ρωτάει τρυφερά: «Καλησπέρα, γέροντες. Με θυμάστε;». Εκείνοι σηκώνουν τα μάτια και την κοιτάζουν για αρκετή ώρα. Σε λίγο υποκλίνονται γονατιστοί. «Μπαγιάν εφέντιμ, η κόρη της Σεκερίμ δεν είσαι;» και την ακινητοποιούν κρατώντας της τα γοβάκια, ενώ οι ώμοι τους τρέμουν α πό τους λυγμούς. «Μάθαμε πως έκλεψαν το σπίτι σας οι ληστές και πολύ πικρα θήκαμε. Ο Θεός βοήθησε και δε σας σκότωσαν!» «Ελάτε, σηκωθείτε, γέροντες. Θα σας πω τι έγινε», τους λέει η Ελι σάβετ και τους φροντίζει προσφέροντάς τους ένα ποτήρι ρακί. Κι ενώ συζητάει με τους παλιούς εργάτες της οικογένειάς της, η μάνα του Αλή τρέχει να τρατάρει με μπουρέκια και αρνί γεμιστό τις αφέντρες από το χριστιανικό χωριό. Τα τοποθετεί μπροστά τους σε
386
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
ένα μεγάλο σινί και κάθεται κοντά για να τους εξηγήσει πως παρ’ ό λη τη φτώχεια τους, όταν έστειλε τα παιδιά της να γυρέψουν από τους συγχωριανούς λαχανικά, φρούτα, παστουρμά, πουλερικά, μπα χαρικά, φιστίκια και χουρμάδες, ανταποκρίθηκαν όλοι και τα πρόσφεραν με αγάπη για το γιο της τον Αλή. Και φιλώντας το χέρι της Ελισάβετ της λέει: «Μπαγιάν εφέντιμ, σε ευχαριστούμε για τα ζωντανά που μας έ στειλες για σφάξιμο. Τα μισά τα κρατήσαμε για να μας βοηθήσουν να ζήσουμε σαν άνθρωποι. Ο Αλλάχ να σε έχει καλά, να σου δίνει τα αγαθά του και να τα πολλαπλασιάζει γενναιόδωρα! Να παίρνεις κα λά νέα από τον αφέντη σου και τη μάνα σου, που ζούνε μακριά». «Έστειλα κι άλλα πράγματα. Τα σαπούνια, το οινόπνευμα, το κάμποτο, τις πετσέτες, τα λουκάνικα τα έλαβες;» «Μπαγιάν εφέντιμ, τα σαπούνια είναι το φάρμακο για τα παιδιά μου. Κοίτα τα κεφάλια τους, καθάρισαν. Ή ταν καταματωμένα από τις ψείρες. Τα έλουσα, τα κούρεψα, τα καθάρισα, έκοψα τα νύχια τους, έπλυνα με ελαφρόπετρα τις φτέρνες τους, κοίταξέ τα πώς λά μπουν! Όταν πέρασαν οι ντεβεντζήδες πήρα αιθέρια έλαια και τα έ τριψα. Ευχαριστώ πολύ για τη βοήθειά σου». Με τα λόγια αυτά ξεδιπλώνει ένα άσπρο πανί σαν μαντίλι και βγάζει ένα παλιό μικρό βιβλίο. Είναι ένα Κοράνι γραμμένο με το χέ ρι, πολύ μεγάλης αξίας. «Μπαγιάν εφέντιμ, αυτό το παμπάλαιο Κοράνι είναι γεμάτο προ σευχές και ευχαριστίες προς τον Αλλάχ. Όταν βρεθείς στην ανάγκη, ο Αλλάχ να σε προστατεύει». Η Ελισάβετ συγκινείται με αυτή την χειρονομία ευγνωμοσύνης της απλής γυναίκας και την παίρνει στην αγκαλιά της. Οι δυο γυναίκες ξαφνιάζονται από το μούγκρισμα μιας αρκούδας, και η μάνα του Αλή τρέχει από φόβο για να προστατέψει το τραπέζι με τα εδέσματα, που τόσο κουράστηκε να αποκτήσει, γιατί αν πέσουν στα σαγόνια της αρκούδας δε θα μείνει ούτε το τραπεζομάντιλο.
LI.KKPIM
387
Πράγματι, ένας Τουρκόγυφτος με μια γερασμένη αρκούδα μυρίοτηκαν και οι δυο φαί και κατέφθασαν λαχανιασμένοι. Μόνο που ο αμκουδιάρης έπεσε με τα μούτρα στο φαί και η αρκούδα σια παιδιά, ιιου λίγο έλειψε να τα κατασπαράξει. Την έδεσαν λοιπόν και της πε ιούσαν τα κόκαλα και τα περισσεύματα, που δυστυχώς για την αρ κούδα δεν ήταν αρκετά για να καλμάρουν την πείνα της και μούγκριζε όλο το βράδυ. Εν τω μεταξύ στο πίσω μέρος της καλύβας, μπροστά από τον α σβεστωμένο τοίχο και δίπλα στο αποχωρητήριο, στήθηκε το πανί για τον Καραγκιόζη. Το ψυχρό αεράκι αναταράζει το τεντωμένο πα νί και κάνει να τρεμοσβήνουν τα αναμμένα κεριά. Το έργο που παί ζουν είναι «Ο Μέγας Αλέξανδρος στην Καππαδοκία και οι σαράντα αλογοκλέφτες». Το θέμα είναι επίκαιρο, αφού μόνο ληστές, κλέφτες αλόγων, καταδότες και εγκληματίες κάθε είδους συχνάζουν στην πε ριοχή. Αποβράσματα της κοινωνίας κυκλοφορούν σε ολόκληρη την Τουρκία και εν ονόματι της επανάστασης του Μουσταφά Κεμάλ εκ ιελούν κάθε είδους βιαιοπραγία. Τα παιδιά συγκεντρώνονται γύρω από τους καραγκιοζοπαίκτες, ιραβούν τα κινούμενα χαρτόνια, κάνουν τις ζημιές τους, ακρωτη ριάζοντας το θρυλικό ήρωα Χατζηαβάτη, που μάλλον θα παίξει το μόλο του άρρωστου ξαπλωμένος. Ο Καραγκιόζης κάνει γκάφες και διασκεδάζει τα παιδιά. Ο Χατζηαβάτης, δύστροπος και παραπο νιάρης, κλαίει για τα χαμένα του πόδια που δεν τον κρατούν όρθιο. Το κολλητήρι είναι φιγούρα που κινείται παράξενα κάνοντας τα παι διά να ξεκαρδίζονται στα γέλια. Όσο προχωράει η νύχτα, το κρύο γίνεται τσουχτερό. Τα παιδι κά κορμάκια μαζεύονται και κουλουριάζονται μαγεμένα από την ιιαμάσταση χτυπώντας τα χεράκια τους από χαρά. «Αλλάχ κορουσούν»,17 φωνάζει ο καραγκιοζοπαίχτης και κουνά 17 .0 Θεός να ναι μαζί μου.
388
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
ει τους ήρωές του με πάθος πίσω από το πανί και παραλίγο να πυρ πολήσει το σεντόνι. Τα παιδιά ξαναζωντανεύουν. Γελάνε, μιλάνε, αλλάζουν θέση, πα λεύουν μεταξύ τους, κάνουν κωλοτούμπες, δίνουν και εισπράττουν χαστούκια και μπουνιές. Ο Μαχμούτ επεμβαίνει για να επιβάλει την τάξη. Με τις τεράστιες χερούκλες του τραβάει τ’ αφτιά των αγοριών και τις κοτσίδες των κοριτσιών. Αυτά ουρλιάζουν, μιμούνται τις φω νές των παικτών επαναλαμβάνοντας λόγια από το έργο του καρα γκιόζη και κοροϊδεύουν. Τρέχουν πίσω από το πανί, κουνάνε χέρια και πόδια και χορεύουν σαν τον ανάπηρο Χατζηαβάτη, που τη γλί τωσε από τους ληστές, αλλά έπεσε θύμα της παιδικής περιέργειας που του στοίχισε τα ευκίνητα ποδαράκια του. Η χαρά βασιλεύει στην αυλή των θαυμάτων. Ενώ η γιορτή συνεχίζεται, η Ελισάβετ κάνει νόημα στον Σουλεϊμάν, τον πατέρα του Αλή, που είναι ένας από τους εργάτες της, να την ακολουθήσει. Σταματάει σε μια απομονωμένη γωνιά της αυλής για να του μι λήσει. Ο Μαχμούτ δεν αφήνει την κυρά του όλο το βράδυ από τα μά τια του, βλέπει την κίνηση και τρέχει στο κατόπι της. Η Ελισάβετ με λόγια κοφτά και ξεκάθαρα λέει στον εργάτη της: «Πρώτος ο πατέρας σου και τώρα εσύ, Σουλεϊμάν, δουλεύετε για μένα. Θέλω να πιστεύω ότι δουλεύεις πιστά». «Χανούμ εφέντιμ, γιατί μου μιλάς έτσι; Το ψωμί που τρώει η οι κογένεια μου, αναντάμ παπαντάμ, από τα χέρια σας προέρχεται». Ο Σουλεϊμάν κρύβει το πρόσωπο στις παλάμες του από φόβο και ντροπή. «Εγώ και οι φιλενάδες μου ήρθαμε ως εδώ, παρόλο που οι και ροί δεν το επιτρέπουν, για να σας δείξουμε ότι εμείς οι χριστιανοί δεν κάνουμε διακρίσεις και τιμάμε αυτούς που έχομε στη δούλεψή μας. Με πληροφόρησαν όμως ότι από το Μαυριτσό άνθρωποι που μπαινοβγαίνουν στο κονάκι και στα κτήματά μου έδωσαν πληροφο
ΣΕΚΕΡΙΜ
389
ρίες στους ληστές για το πού κρύβουμε το βιος μας. Θα πάρεις ένα κιούπι με χρυσά αν μου καταδώσεις τον ένοχο». «Χανούμ εφέντιμ, δεν ξέρω τίποτα...» Είναι όμως ένα μικρό σφιγμένο «τίποτα» αυτό που ξεστομίζει ο Σουλεϊμάν και κατεβάζει το κεφάλι μέχρι το χώμα. «Σουλεϊμάν, πήγαινε να διασκεδάσεις. Σήμερα είναι η γιορτή του γιου σου. Εύχομαι να τον περιμένουν καλές μέρες στη ζωή. Αύριο το πρωί που θα περάσεις από το κονάκι ίσως έχεις κάποιο νέο να μου πεις. Καληνύχτα. Να, πάρε», και του δίνει μια χούφτα μάλαμα. «Θα το μάθω εγώ το πρωτοπαλίκαρο και θα το κρεμάσω με τα ί δια μου τα χέρια, Σουλεϊμάν!» μονολογεί με ειρωνεία και απομα κρύνεται. Πλησιάζει την άμαξα, μπαίνει και κλειδώνει την πόρτα. «Όλα ε δώ βρομάνε φρέσκο αίμα», ψιθυρίζει χωρίς να την ακούει κανείς, για τί ο Σαλίμ της Μαριγώς έχει κάτι ακόμα καλό, είναι και κουφός, και δεν κινδυνεύεις να προδοθείς από άπιστο. Ο Μαχμούτ κάθεται με την πλάτη ακουμπισμένη έξω από την άμαξα, σαν πιστό σκυλί, και πε ριμένει. «Μαχμούτ», του φωνάζει μέσα από το τζάμι, «τρέξε στα γρήγο ρα να τους πεις πως γυρνάμε πίσω!» Και χτυπώντας ελαφρά την πλά τη του Σαλίμ για να καταλάβει του λέει: «Σαλίμ, άναψε τα φανάρια, θα γυρίσουμε στα Ποτάμια». «Έβετ, χανούμ εφέντιμ», της απαντάει ο Σαλίμ και της φιλάει το χέρ1·
Ανάβει τα φανάρια στο άψε σβήσε, σιάζει τα χαλινάρια των α λόγων, τα ποτίζει νερό με τον τσίγκινο κουβά και παίρνει θέση για εκκίνηση. Περιμένουν πολλή ώρα και κανένας δε φαίνεται. Από μα κριά ακούγονται τα ντέφια και τα τραγούδια. «Ο χορός έχει ανάψει και το ρακί και η σερβόζα θα κουνήσουν τα μυαλά των Τούρκων. Καλύτερα να του δίνουμε!» σκέφτεται η Ελι σάβετ μπαρουτιασμένη και φουρκισμένη.
390
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
Επιτέλους ο Μαχμούτ καταφθάνει λαχανιασμένος και αναγγέλ λει ότι και οι άλλοι έρχονται σε λίγο. «Χανούμ εφέντιμ», λέει με κομμένη την ανάσα, «άργησα γιατί χόρευε η χανούμ Μαριγώ». «Η Μαριγώ έκανε πάλι το θαύμα της», απαντά η κυρά και περι μένει. Όντως η Μαριγώ εμφανίζεται χορεύοντας, η Ευλαμπία κουτσαίνοντας, η Αϊσέ νυσταγμένη και οι υπηρέτες, με φουσκωμένες τις κοιλάρες, ρεύονται συνεχώς τσεμένι* και σκόρδο και παίρνουν θέ ση για την επιστροφή γκρινιάζοντας. «Τι νέα έχομε, μπαλαρίνες; Θα γυρίσουμε πίσω καμιά φορά; Ή για σας τις δύο δεν τέλειωσε ακόμα η παράσταση;» φωνάζει η Ελι σάβετ αγριεμένη. «Ελισάβετ, μας τραβάς πίσω μέσα σιη νύχτα; Κι αν μας συμβεί κάτι;» κλαψουρίζει η Μαριγώ. «Ελίζα, θα αφήσω τα κορίτσια μου ορφανά! Μήπως τρελάθηκες; Ούτε τη μύτη μας δε βλέπουμε στο σκοτάδι!» συμπληρώνει η Ευλαμπία. «Είστε σίγουρες πως αν μείνετε εδώ μέχρι το πρωί δεν κινδυνεύε τε;» τις ρωτάει η Ελισάβετ. «Άντε καλέ, υπερβολές! Αυτούς όλους εμείς τους τρέφουμε. Ζούνε από μας, το καταλαβαίνετε; Τους ληστές να φοβόμαστε, που κα τέβηκαν από της Σαμψούντας και της Τραπεζούντας τα μέρη. Εγώ, Ελισάβετ, επιμένω να μη γυρίσουμε νυχτιάτικα». Η άμαξα ξεκινάει και η Μαριγώ ούτε να κατεβεί δεν προλαβαί νει. Ό χι πως η Ελισάβετ φοβάται λιγότερο. Παρακαλάει τον Αϊ-Γιώργη να τους αξιώσει να φτάσουν στα σπίτια τους με το καλό και χω ρίς απρόοπτα. Το συμβάν εδώ θα μπορούσε να καταλήξει σ' ένα α κόμα βουναλάκι από οκτώ στοιβαγμένα κεφάλια. Τα κεφάλια τους! Μπορεί οι Τούρκοι εργάτες τους να τα έμπηγαν σε παλούκια κατά μήκος του δρόμου, για να επιδείξουν τη δύναμη και την υπεροχή τους στις ανεπιθύμητες μειονότητες.
ΣΕΚΕΡΙΜ
391
«Τα μάτια τσιτωμένα, τα όπλα στα χέρια και να μην κοιμάται κανείς. Μαχμούτ, αν δεις κάτι ύποπτο να κινείται, πες στον Σαλίμ να κρυφτούμε στους βράχους και να βγάλετε από τις τσέπες τις χειρο βομβίδες. Προσοχή μη σκάσει καμιά πάνω μας. Θα κάνετε όπως σας δίδαξα». Ο Μαχμούτ κάθεται δίπλα στον οδηγό και εποπτεύει ολόγυρα. Επίσης κάνει νοήματα στο Σαλίμ να προσέχει. Εκείνος τον καθησυχάζει πως βλέπει σαν γάτα στο σκοτάδι. «Χανούμ εφέντιμ, να σβήσουμε τα φανάρια; Ο Σαλίμ ξέρει κα λά το μονοπάτι, λέει πως δε χρειάζεται φως. Μήπως το φως μάς προδίόσει από μακριά», συμβουλεύει ο Μαχμούτ την κυρά του. «Να μη μας ρίξει όμως σε κανένα βράχο ή σε κανένα χαντάκι, έ τσι; Μαχμούτ, έχε τα μάτια σου δεκατέσσερα!» επιμένει η Ελισάβετ για να σιγουρευτεί. Ο Σαλίμ τούς διαβεβαιώνει με νοήματα ότι παρακολουθεί το δρό μο και δεν του ξεφεύγει τίποτα. Σβήνουν τα φανάρια της άμαξας και τα άλογα καλπάζουν στην άγρια νυχτιά γλιστρώντας πάνω στις πέ τρες ή πέφτοντας στις λακκούβες του χωματόδρομου. Ταξιδεύουν όλη τη νύχτα. Ο ήλιος κατακόκκινος ροδίζει τον ουρανό. Ό λα παίρνουν ένα χρώμα πορτοκαλί. Τα σπαρτά, τα δέντρα, ο κάμπος, τα βουνά με τα βοσκοτόπια μοιάζουν πυρπολημένα. Καθημερινό πανηγύρι το ξύ πνημα της φύσης. Για την Ελισάβετ είναι η ομορφότερη στιγμή της μέρας. Αγαλλιάζει η ψυχή της να παρακολουθεί το πέταγμα των που λιών, το τρυφερό κελάηδημα στα κλωνάρια των δέντρων, που οι πο λύχρωμοι καρποί τους μοιάζουν με κρεμασμένα κουδούνια. Σαν να κάνουν την πρωινή τους προσευχή και να πανηγυρίζουν τον ερχομό της παρέας. Η γη ντυμένη γιορτινά αφήνει τα χρώματά της να συ ναγωνίζονται το ένα το άλλο σ’ ένα τρελό παιχνίδι ζήλιας και ανα μέτρησης. Οι εργάτες έχουν ήδη φτάσει στο σπίτι και περιμένουν στην αυ-
392
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
λή, όπως κάθε μέρα, ν ανοίξει η πόρτα της κουζίνας, απ’ όπου θα ξεπροβάλει η κυρά τους. Αυτοί που θα ασχοληθούν με τα άλογα θα πάρουν οδηγίες. Οι βοσκοί έφεραν το γάλα αποβραδίς. Οι γυναίκες βάζουν το μέλι στα πιθάρια πριν πλακώσουν οι μύγες και τα έντομα για το καθημερινό τσιμπούσι. Το ψωμί στις πινακωτές αχνιστό. Εί ναι το τρίτο φούρνισμα. Τα φασόλια μουσκεύουν στις πήλινες λε κάνες και τα λαχανικά, μαζεμένα το χάραμα, είναι πλυμένα και έ τοιμα για να μαγειρευτούν. Σήμερα είναι νηστεία και το κολατσιό αποτελείται από ψωμί με ελιές και κρεμμύδια, μαρούλια και χαλβά. Είναι όμορφα τυλιγμένα στις κόκκινες καρό πετσέτες και στοιβαγ μένα στο τραπέζι της κουζίνας. Η βαριά πόρτα της αυλής κλείνει με το δρασκέλιομα του τελευταίου ζωντανού. Ευχαριστημένη η Ελισάβετ που έφτασαν όλοι τους σώοι προσκαλεί τις φίλες και τη συνοδεία να καθίσουν στο μακρύ τραπέζι της κουζίνας για ένα καλό πρωινό. «Ουφ! Η άγρια νύχτα πέρασε!» ξεφυσάει ανακουφισμένη. Τα τσι τωμένα νεύρα της μαλακώνουν και τα χαρακτηριστικά στο πρόσω πο αρχίζουν να ηρεμούν. «Καθίστε όλοι κάτω. Να μη φύγει κανείς. Θα πάρουμε πρώτα ένα καλό πρωινό και μετά, δε σας κρατάω, να πάτε στις δουλειές σας», λέει χαϊδεύοντας τα σκυλιά της, που μόλις τη βλέπουν κάνουν σαν παλαβά και δεν παύουν να τη γλείφουν με τις τεράστιες γλώσσες τους.
Το τελευταίο ταξίδι τον ΒασίΧ αγά στα Ποτάμια
Η καμπάνα του Αϊ-Γιώργη χτυπάει χαρμόσυνα. Ο αέρας φέρνει μια μεγάλη οχλαγωγία και ένα σύννε φο από σκόνη πλανιέται πάνω από το χωριό. Όλοι υποθέτουν ότι έ φτασε νέο καραβάνι με εμπορεύματα και χαίρονται. Αλλά τα νέα εί ναι πιο ευχάριστα. Έφτασε καραβάνι με τους άντρες από την Κων(παντινούπολη. Μεμιάς οι αυλόπορτες των αρχοντικών και των απλοϊκών σπιιιών ανοίγουν διάπλατα. Οι γυναίκες η μια μετά την άλλη ξεχύνονται ατα σοκάκια ξεφωνίζοντας άναρθρες χαρούμενες κραυγές. Ξυπόλυ τες ή με τις παντόφλες στα χέρια, χωρίς φερετζέδες και γιασμάκια, κρατώντας ένα κλωνάρι βασιλικό, τρέχουν προς την πλατεία, που αιιλώνεται μπροστά στην εκκλησία και ξεχειλίζει από κόσμο. Τα παι διά, κατά το έθιμο, τρέχουν πίσω από τις τελευταίες κατασκονισμέ νες άμαξες που διασχίζουν τα σοκάκια, τις ακολουθούν και τις υπο δέχονται με καλωσορίσματα. Τρέχουν με την ελπίδα να βρεθούν μπροστά στην ευχάριστη έκπληξη. Να αντικρίσουν το δικό τους α γαπημένο πρόσωπο, πατέρα, γιο, συγγενή ή να λάβουν κάποιο πε σκέσι από τους δικούς τους. «Ήρθαν οι άντρες από την Κωνσταντινούπολη!» φωνάζει ο Ριφκί, ο τελάλης, που ξεχύθηκε πρώτος στους δρόμους για να αναγγεί λει το γεγονός. Η Ελισάβετ τον συναντά μπροστά στην πόρτα της άμαξας να κρατάει το πόμολο και να βοηθάει τους ταξιδιώτες να κατεβούν. Ο Ε
ίναι ε ν α δ ρ ο ς ε ρ ο α π ό γευμ α .
394
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
τελάλης αναγγέλλει το όνομα του Βασίλ’ αγά με το χέρι απλωμένο για να πάρει το μπαξίσι από την οικογένεια. Μόλις βλέπει την Ελι σάβετ να καταφθάνει επαναλαμβάνει το όνομα του άντρα της τρα γουδιστά βάζοντας όλη του τη δύναμη: «Έφτασε ο Βασίλ’ αγάς από την Πόλη. Καλώς τον δέχτηκες, μπο γιάν Ελισάβετ! Καλώς τον δέχτηκες!» και με ύφος μισοκακόμοιρο ζη τάει γρόσια τεντώνοντας το χέρι στην Ελισάβετ την ώρα που εκείνη κατεβαίνει από το άλογο. «Σε καλό σου, Ριφκί, θα μου βγάλεις κανένα μάτι! Πώς κάνεις έ τσι;» του λέει θυμωμένη και τον σπρώχνει. «Αν σου λείπουν χρήμα τα, έλα αύριο να δουλέψεις στα χωράφια και θα πληρωθείς γενναι όδωρα». Εκείνος, τσιμπούρι σκέτο, γυρνάει την άδεια χούφτα προς τον Βασίλ’ αγά και τσιμπάει ένα μεταλλικό νόμισμα. Η Ελισάβετ, με τα πόδια κομμένα από τη συγκίνηση που βρί σκεται απέναντι στον Βασίλ’ αγά της, ορμάει στην αγκαλιά του και βουβά του αφηγείται τα πάντα. Εκείνος αφήνει να τρέξουν τα δάκρυα στο αυλακωμένο από τις ρυτίδες και κουρασμένο πρόσωπό του. Δεν της μιλάει, μόνο την παρατηρεί. Το πρόσωπό της του φαίνεται γερασμένο. Κι εκείνη βλέπει τα λευκά μαλλιά που ασήμωσαν το κεφάλι του. Τον ακουμπάει, τον χαϊδεύει, τον ψηλαφίζει, θέλει να σιγου ρευτεί πως τίποτε άλλο δεν άλλαξε πάνω του. "Υστερα πέφτει στην αγκαλιά της Εμεριέ, που ήρθε από την Πόλη μαζί με το αφεντικό της, και περιμένει υπομονετικά να τη χαιρετήσει με τη σειρά της. «Είχατε καλό ταξίδι;» τους ρωτάει με δάκρυα στα μάτια. «Πολύ καλό, μπαγιάν εφέντιμ», της απαντά η Εμεριέ και της φι λάει το χέρι. «Είναι καλά η μάνα μου;» «Είναι πολύ καλά και σας πεθύμησε πολύ. Αγωνιά να βρεθεί και πάλι κοντά σας». Από την άμαξα κατεβαίνουν πολλοί ταξιδιώτες. Ανάμεσά τους
ΣΕΚΕΡΙΜ
395
και ο γιος της Άμιας Μακρίνας, που τρέχει και αγκαλιάζει τους γο νείς του και μετά κατευθΰνεται προς την Ελισάβετ. «Θεία Ελισάβετ, καλώς σε βρήκα!» της φωνάζει. «Ξέρεις ότι η μάνα μου θα με παντρέψει με τη Θεανώ, την κόρη της καλής σου φί λης της Μαριγώς;» «Γιώργο μου, καλώς όρισες, η χαρά και η ευτυχία δεν κρύβεται. 'Οχι, δεν το ξέρω. Τι υπέροχο νέο είναι αυτό που μας φέρνεις! Από το (πόμα σου ν’ ακούω πάντα καλά νέα και να χαίρομαι! Η ώρα η καλή!» Στην Ελισάβετ η είδηση έπεσε σαν κεραυνός. Πώς είναι δυνατόν ΐ| Μαριγώ να της έκρυψε τέτοιο νέο; Της φαίνεται σχεδόν απίστευ το η τόσο στενή της φίλη να της κρατάει μυστικά. Άλλωστε είναι έ να γεγονός χαράς ο γάμος, θα έπρεπε να είναι η πρώτη που θα το μάθαινε. Αλλά και η Άμια; Η ζεβζέκα! Κουβέντα δεν ξεστόμισε σχε τικά με το θέμα. Άλλα κι άλλα τα προλαβαίνει πιο γρήγορα από τον τελάλη. Καλό κι αυτό! Οι νεοφερμένοι σφιχταγκαλιάζονται με τις οικογένειές τους, κλαίνε, μα δε βγάζουν άχνα. Η συγκίνηση γίνεται κόμπος στο λαιμό και δένει τα λαρύγγια. Όταν τα δάκρυα στεγνώνουν, η Άμια πλησιάζει χαρούμενη την Ελισάβετ. «Ελισάβετ κουζούμ, καλώς δέχτηκες τον Βασίλ’ αγά και την Εμεριέ σου. Καλά να περάσετε και να χαρείτε. Πάει καιρός που δεν ει δωθήκαμε. Αύριο το πρωί θα περάσω να σου πω τα καλά νέα. Σή μερα το βράδυ ο Πρόδρομος κι εγώ θα πάμε να ζητήσουμε για νύ φη μας την κόρη της Μαριγώς και του Χαράλαμπου. Ελπίζουμε σε λίγους μήνες να κάνουμε το γάμο». «Άμια, καλώς δέχτηκες τον Γιώργο σου και η ώρα η καλή! Πολύ βιαστικούς σας βλέπω! Άφησέ τον να πάρει μια ανάσα και να ξε κουραστεί, και αύριο μέρα Θεού είναι. Εσύ τι κάνεις, είσαι καλά;» λέει και το πρόσωπό της συσπάται νευρικά. «Ουχ! Πονάει το βρασιόνι μου»,* διαμαρτύρεται η Άμια Μακρί-
396
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
να και θυμάται τους πόνους της. Για να δείξει πόσο υποφέρει σηκώνει το χέρι και αρπάζει το βραχίονα του πονεμένου της χεριού για να τον τρίψει μπας και ανακουφιστεί λιγάκι. «Να, εδώ πονάω, γιαβρί μου. Το αφορισμένο δε λέει να γιάνει». Ο Βασίλ’ αγάς γελάει με την Άμια και της φυλάει το χέρι με σε βασμό. Κάνει νόημα στον Μαχμούτ, που στέκεται παράμερα, να πλησιάσει και να κουβαλήσει στο σπίτι τα μπαούλα που περιέχουν τα αγαθά της Κωνσταντινούπολης.
Είναι σχεδόν χαράματα. Τα λόγια ατέλειωτα, σαν τα κεράσια: ένα παίρνεις από το πανέρι, δέκα σηκώνονται. Πώς να τα πεις όλα μέ σα σε μια νύχτα; Ξημέρωσε ακόμα μια χαρούμενη μέρα. Η Ελισάβετ δε θέλει να σηκωθεί από το συζυγικό κρεβάτι, θέλει να απολαύσει τον έρωτα του άντρα της ύστερα από τόσους μήνες απουσίας. Είναι δύσκολο να α πομακρυνθεί από την τρυφερή αγκαλιά του. Ή ρεμη και χαμογελα στή, ανταποκρίνεται με πάθος στα ερωτικά καλέσματά του. Έτσι κυλάει ένα αλησμόνητο πρωινό ανάμεσα σε χάδια, φιλιά, ερωτόλογα και ανταλλαγή όρκων αγάπης και αφοσίωσης. Οι εργάτες αναχώρησαν για τα χωράφια την καθιερωμένη ώρα. Ο Μαχμούτ και τα κορίτσια παίρνουν το πρωινό τους στην κουζίνα χαρούμενοι με την άφιξη του αφεντικού και της Εμεριέ, όταν αθό ρυβα μπαίνει η Μαριγώ και τους ξαφνιάζει. «Καλημέρα, Μαριγώ εφέντιμ. Συμβαίνει τίποτα;» ρωτάει ο Μαχ μούτ με λόγια που τρεμοσβήνουν στο στόμα του και μοιάζει να έχει καταπιεί τη γλώσσα του, γιατί δεν είναι ώρα αυτή για βίζιτες, ιδίως από τη Μαριγώ. «Καλημέρα, Μαχμούτ, φώναξε την κυρά σου. Την κυρά σου εί πα! Δεν μπορώ να περιμένω! Έχω να της αναγγείλω κάτι πολύ ση μαντικό. Τρέξε, παιδάκι μου! Ακόμα εδώ είσαι;»
ΣΕΚΕΡΙΜ
397
Η Ελισάβετ ακούσε τη φωνή της φίλης της και κατεβαίνει. Βέ βαια μυρίζεται το λόγο της πρωινής επίσκεψης και φωνάζει: «Πότε με το καλό ο γάμος;». Οι δυο φιλενάδες αγκαλιάζονται και φιλιούνται. «Ελισάβετ, που το έμαθες; Ή θελα να σας το κρατήσω για έκ πληξη. Καλά, είσαι τρομερή! Είδες παλικάρι η Θεανουλα μας; Ακτύ πητος γαμπρός! Αγαπιούνται από χρόνια και κανείς μας δεν το πή ρε είδηση. Εσύ πού το έμαθες;» «Ο Βασίλ’ αγάς ήρθε χθες μαζί με τον Γιώργο Νάκη και η Άμια μού είπε τα καθέκαστα. Βρε μαϊμού, πώς μπόρεσες και μου το έ κρυψες τόσο καιρό;» της λέει δείχνοντας τη δυσαρέσκειά της. «Βρε χαζούλα, έκπληξη ήθελα να σ’ το κάνω. Αυτά τα δυο αγα πήθηκαν παράφορα, και όλοι εμείς χαμπάρι δεν πήραμε. Ο γάμος θα γίνει σε λίγους μήνες και θέλω να με βοηθήσεις. Είμαστε χα ρούμενοι που θα παντρευτεί η Θεανούλα μας τον Νάκη. Είναι κα λός σαν τον πατέρα του, μορφωμένος και δουλευταράς. Κερδίζει καλά λεφτά σαν υπάλληλος της τουρκικής κυβέρνησης. Άσε που έ χει στην Πόλη πολύ ωραίο σπίτι στο Πέραν και δούλους στη διά θεσή του πληρωμένους από το κράτος! Η Θεανώ μας θα καλοπεράσει. Παναγιά μου, χαίρομαι που η κόρη μου θα φύγει από τα Ποτάμια. Η ζωή μας εδώ έγινε αφόρητη. Στην Πόλη το παιδί μου θα είναι τυχερό και ασφαλές. Πες μου ότι χαίρεσαι το ίδιο με εμέ να, Ελίζα μου!» «Και βέβαια χαίρομαι, Μαριγώ μου! Τέτοια καλή τύχη μακάρι να έχουν όλα τα κορίτσια μας! Ο Χαράλαμπος και ο θείος Φάνης πόιε θα φτάσουν με το καλό;» «Τους περιμένω σε τρεις μήνες. Σκέφτονται να έρθουν και άλλοι συγχωριανοί από την Πόλη, φίλοι του Γιώργη και συνάδελφοί του Έλληνες και Τούρκοι, που δουλεύουν στην ίδια υπηρεσία. Για να δούμε θα έρθουνε; Τα πράγματα όσο πάνε χειροτερεύουν». «Μαριγώ μου, δυστυχώς δεν μπορούμε να προγραμματίσουμε τί-
398
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
ποτά. Εύχομαι να γίνει ό,τι είναι τυχερό. Ακόυσα από το θείο Πρό δρομο ότι θα αναχωρήσουν το ταχύτερο για την Κωνσταντινούπολη, ίσως για μόνιμη εγκατάσταση. Το γνωρίζεις;» «Ομολογώ ότι δεν το γνωρίζω, πλην όμως θα μπορούσε να γίνει ο γάμος και στην Πόλη. Εμενα με εξυπηρετεί καλύτερα να πάμε ε μείς εκεί παρά να έρθουν ο θείος και ο Χαράλαμπος στο χωριό και να κινδυνέψουν». Καθισμένες στο πεζούλι της αυλής κάτω από το αγιόκλημα που μοσχοβολάει κάνουν το πρόγραμμα του γάμου πίνοντας τον πρωινό καφέ και διαλέγοντας ανάμεσα στις φίλες της νύφης αυτές που θα βοηθήσουν στο γάμο. Γράφουν και σβήνουν ονόματα, θυμούνται τις δικές τους εμπειρίες, γελάνε και δακρύζουν από συγκίνηση. Μόλις συμπληρώνεται η πρώτη λίστα, η Μαριγούλα φεύγει χοροπηδώντας για τις δουλειές της. Μετά από λίγο εμφανίζεται η Άμια Μακρίνα. Εισέρχεται στο σπί τι μεγαλοπρεπής σαν σε σκηνή θεάτρου. «Ελισάβετ μου, όλα πήγαν μια χαρά χθες βράδυ! Κάτσε να ο τα πω. Αϊσέ, φέρε γλυκά να φάμε, να γλυκαθούν τα τζιγέρια μας, γιατί θα πούμε πολλές γλυκές κουβέντες. Λογοδώσαμε τον Γιώργη μας. Και στα δικά σας, κόρες!» λέει και κάθεται κάτω από τις κερασιές μπαϊλντισμένη από τον ποδαρόδρομο. «Ουφ, έσκασα! Αχ, κουράστηκα! Τα ποδαράκια μου!» παραπο νιέται και κουνάει τα ζουμπουρλά δάχτυλα των ποδιών της σαν να παίζει πιάνο στον αέρα. «Άμια, συγχαρητήρια! Η ώρα η καλή! Και στις κόρες σου!» εύ χεται η Ελισάβετ φέρνοντας τα γλυκά. «Ευχαριστώ! Και στις ψυχοκόρες σου!» «Πού είσαι; Άργησες στο ραντεβού. Μόλις έφυγε η Μαριγώ. Μυ στικό το κρατούσατε οι δυο συμπεθέρες; Ντροπή να το μαθαίνουμε τελευταίοι! Τι κάνεις εκεί, σ’ έπιασαν οι ζέστες πάλι;» «Ουφ, τέτοια ζέστη δεν την αντέχω, γιαβρί μου!»
ΣΕΚΕΡΙΜ
399
«Άμια, καινούρια πασουμάκια πάλι φοράς; Με γεια σου! Τι ό μορφα που είναι!» «Είδες τα; Είδες τα, Ελίζα μου; Τα έφερε ο Πρόδρομος. Ποιος άλλος; Μμ, μόνο ο θείος σου ξέρει και ψωνίζει έτσι κιμπάρικα. Εί ναι τα πιο ακριβά. Δε λέω, κουζούμ, και ο Βασίλ’ αγάς πολύ κου βαρντάς είναι και σας κουβαλάει το πουλιού το γάλα. Άνοιξες τα δώ ρα που έφερε χθες; Φαντάζομαι τι πολύτιμα καλούδια έστειλε η μά να σου. Να με τα δείξεις όλα, κουζούμ. Η Σεκερίμ ο αυτά είναι δια βόλου κάλτσα. Συναναστρέφεται με τον καλύτερο κόσμο, διαλέγει τα εκλεκτότερα πράγματα και παρουσιάζει τα πιο φίνα εδέσματα. Πέ ρασε μεγάλη σχολή στο παλάτι, αφερίμ! Μακάρι να ήταν εδώ να μας βοηθήσει στο γάμο της Θεανούλας και του Γιώργου μου! Ας εί ναι!» «Πράγματι», λέει η Ελισάβετ, «η απουσία της θα μας στοιχίσει. Η Σεκερίμ θα έκανε θαύματα στο γάμο. Το μόνο που θα ήθελα εί ναι να έντυναν τα χεράκια της νύφη τη Θεανώ. Το υπέροχο γούστο της θα έκανε τη μέλλουσα νύφη σου να ακτινοβολεί από ομορφιά και αρχοντιά». «Ελισάβετ, τι θα έλεγες να κεντούσε η Σεκερίμ το νυφικό της Θε ανώς μας;» «Μακάρι να μπορούσε! Άμια, τα σπάνια χέρια της μάνας μου θα έφτιαχναν ένα νυφικό αριστούργημα. Όταν ήμουν μικρή την έβλε πα να κεντάει με χρυσό και ασήμι μεταξωτά υφάσματα πιο λεπτά κι από τον ιστό της αράχνης. Τα γέμιζε άνθη και έλαμπαν σαν το ου ράνιο τόξο όταν έπεφταν πάνω τους οι ακτίνες του ήλιου. Κοιτούσα ιο πρόσωπό της κι έλαμπε κι αυτό σαν το φεγγάρι της νύχτας. Κε ντούσε τα μικροσκοπικά σκουφάκια που φορούσαν στο χαρέμι οι κοπέλες και τα στόλιζε με διαμάντια και ρουμπίνια. Τα έκανε πρό βα στο κεφαλάκι μου. Στα κρόσσια τους κρέμονταν σπάνιες πέρλες, που κατέβαιναν μέχρι το μέτωπο και αιωρούνταν ολόλευκες κι α στραφτερές. Οι βελούδινες μπέρτες που χρυσοκεντούσε, γύρω γύρω
400
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
με γούνα ερμίνας, έπεφταν βαριά και ακουμπούσαν χο πάτωμα». «Ελισάβετ γιαβρί μου, κρίμα που δεν πήρες τη χάρη της να την ξεκουράσεις και να ζήσεις και συ στα παλάτια!» «Τι λες, Άμια, χάζεψες; Δε θα άλλαζα εγώ τα λιβάδια μου με ό λου του κόσμου τα καλά! Μην κοιτάς που ήρθε η ώρα να τα αφήσουμε και να φύγουμε, για προσωρινά ελπίζω». Η κουβέντα ξαναγυρίζει πάλι στο φλέγον θέμα και οι δυο γυναί κες κοιτάζονται στα μάτια απαρηγόρητες. Ώ ρες μένει η Άμια στο σπίτι. Τα λόγια της είναι ατέλειωτα και η γλώσσα της ροδάνι. Δε λέει όμως κακό για κανέναν, παρά μόνο δικά της παινέματα, τα οποία αραδιάζει με περηφάνια. Μπουκώνει το στόμα της με μπακλαβαδάκια και το λαρύγγι της καίγεται από τα σι ρόπια και βήχει. Είναι αδύνατον να καλμάρει τη λαιμαργία της για τα γλυκά και όλο ζητάει κι άλλα. «Κόρες, φέρτε γλυκίσματα για να λέμε γλυκά λόγια!» λέει κάθε φορά και, χλουπ, η λιχουδιά εξαφανίζεται στο δευτερόλεπτο αμά σητη.
Η Άμια έφερε το καλό νέο στην Ελισάβετ και έφυγε ευχαριστημένη. Ο Βασίλ’ αγάς και η γυναίκα του καθισμένοι στη σάλα ξαναπιάνουν το γνωστό θέμα της ασφάλειας του θησαυρού. Οι καταστάσεις πιέ ζουν, δεν υπάρχουν περιθώρια για αναβολές. «Ελισάβετ, θα γεμίσουμε ένα βαρέλι με φλουριά και θα το πά ρουμε μαζί μας στην Κωνσταντινούπολη», λέει ο Βασίλ’ αγάς με α ποφασιστική φωνή. Εκείνη τον κοιτάζει κατάματα με ξαφνιασμένο χαμόγελο. Της α ρέσει η ιδέα του άντρα της. Το προηγούμενο βράδυ δεν έκλεισαν μάτι γιατί όλη νύχτα συζητούσαν το θέμα χωρίς να βρίσκουν λύση αποδεχτή. Η Σεκερίμ είναι μακριά, θα μπορούσε να τους δώσει μια γνώμη.
ΣΕΚΕΡΙΜ
401
«Πώς θα γίνει αυτό; Και το υπόλοιπο βιος μας;» «Προτείνω v αφήοουμε το θησαυρό μας θαμμένο στις γαλαρίες. Να κλείσουμε την είσοδο προς τις κρυψώνες ερμητικά με έναν και νούριο τοίχο. Έτσι θα εξασφαλίσουμε το θησαυρό μας κατά τη διάρ κεια της μακρόχρονης απουσίας μας. Τι λες; Και όταν με το καλό γυρίσουμε...» «Βασίλ’ αγά μου, νομίζεις ότι θα ξαναγυρίσουμε;» τον ρωτάει και καρφώνει τα μάτια της παρακλητικά σια δικά του, περιμένοντας να της απαντήσει καταφατικά, κι ας είναι ψέμα. Εκείνος αποφεύγει το βλέμμα της, σκύβει, παίρνει τα χέρια της στα δικά του και τα φιλάει. «Αγαπημένη μου», της λέει, «για μένα μόνο εσύ, το παιδί μας, η μάνα και οι άνθρωποι που ζούνε μαζί μας μετράνε, τίποτε άλλο δεν έχει αξία στον κόσμο αυτό. Θα σ' το λέω όσο θα έχω τα μάτια μου ανοιχτά». Κρατάει συνεχώς τα χέρια της και τα φέρνει στα μάτια του, σαν να ορκίζεται σ' αυτά. «Σκέφτομαι τον κόπο σου, τα όνειρά σου, το βιος που χάρη σε σένα πολλαπλασιάσαμε. Η δική σου δού λεψη θα χαθεί, κι αυτό με κάνει δυστυχισμένο». «Καλέ μου, το αρχοντικό μας είναι καρφί στα μάτια όλων. Θα μπουκάρουν πριν προλάβουμε να στρίψουμε το σοκάκι. Επιμένω να θάψουμε το θησαυρό μας σε ένα χωράφι ή σε ένα από τα λιβάδια μας. Γυρνώντας πίσω μια μέρα, ίσως να ανακτήσουμε τα κτήματά μας. Τι λες;» «Πόσο βαθιά μπορούμε να σκάψουμε, Ελισάβετ; Τα λιβάδια εί ναι βραχώδη, εμείς χρειαζόμαστε και βάθος και αρκετό χώρο και α ναγνωρίσιμη περιοχή. Πώς θα ανοίξουμε τους λάκκους κρυφά; Θα το μάθει όλο το χωριό. Θα εμπιστευτείς μόνο τον Μαχμούτ, έτσι δεν είναι; Αρκεί ένα άτομο για τόση δουλειά; Όπως εξελίσσονται τα γε γονότα, θα ζήσουμε στην Πόλη για μερικά χρόνια. Όσο τα πράγματα είναι καυτά, θα είναι αδύνατον να πατήσει το πόδι του Ρωμιός, κά τοχος γης στην Καππαδοκία. Θα τον εξαφανίσουν, αν τα πράγματα
402
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
δεν έχουν αλλάξει. "Ισως να γυρίσουμε επισκέπτες ύστερα από ο γδόντα ή εκατό χρόνια, και λίγα λέω. Και πάλι θα κινδυνεύουμε αν αναφέρουμε ότι έχομε την περιουσία μας εδώ». «Βασίλη μου, τι εννοείς; Μετά από ογδόντα χρόνια;» «Αγαπημένη μου γυναίκα, επίκειται ανταλλαγή πληθυσμού με ταξύ Ελλάδος και Τουρκίας. Είναι συμφωνημένο και υπογεγραμμέ νο. Σε καλό σου! Δε θέλεις να το καταλάβεις ότι ο τόπος αυτός φεύ γει από τα χέρια μας; Προς το παρόν στην Κωνσταντινούπολη, ε πειδή είμαστε εταμπλί, δε μας πειράζουν. Τι θα προκύψει αύριο εί ναι απρόβλεπτο. Μας πούλησαν, Ελισάβετ μου! Το καταλαβαίνεις; Μας ξεπούλησαν!» Ο Βασίλ’ αγάς κλαίει με αναφιλητά. «Βασίλη μου, θα σπάσει η καρδιά μου έτσι που τα λες. Άκουσέ με, θα σκάψουμε στα κτήματα εγώ και ο Μαχμούτ, ξέρουμε από σκάψιμο, το έχομε ξανακάνει ανοίγοντας δεκάδες μέτρα κάτω από τη γη και κανένας δε μας πήρε είδηση. Θα διαλέξουμε ένα σημείο ανάμεσα στα μελίσσια και στο χωράφι με τις μουριές, που θα μας προστατεύουν από τα μάτια των περαστικών με το πυκνό φύλλωμα. Από την άλλη πλευρά μάς καλύπτει ο ανθόκηπος με τις τριαντα φυλλιές. Την ώρα που θα δουλεύουμε θα μας βλέπουν οι συγχωρια νοί από μακριά και θα νομίζουν πως μαζεύουμε το μέλι ή ότι κό βουμε τα τριαντάφυλλα για τη μαρμελάδα, που τρώνε και φαρμάκι να τους γίνει!» Ο Βασίλ’ αγάς τη διακόπτει: «Ελισάβετ, έχω μια ιδέα. Να βρούμε μια σπηλιά να τα κουβαλή σουμε μέσα διακριτικά και στη συνέχεια χτίζουμε την είσοδο με ί δια πέτρα να μη γίνεται ορατή». «Βασίλη μου, τα βουνά είναι μαλακά σαν ελαφρόπετρα. Και αν μας πάρει κανένα μάτι; Τα βουνά είναι γεμάτα ληστές. Μπα, αυτό το αποκλείω. Ξαναερχόμαστε στη λύση των δικών μας κτημάτων. Και κάτι άλλο, να φυτέψουμε καινούρια δέντρα στο σχήμα ενός γράμματος. Ας πούμε, ένα τεράστιο έψιλον, που θα σημαίνει £λισά-
ΣΕΚΕΡΙΜ
403
βει ή Επιστροφή ή Ελευθερία ή Ευτυχία ή και Ελλάδα ακόμα. Έτσι δε θα ξεχάσουμε εύκολα το γράμμα που διαλέξαμε. Συμφωνείς;» «Μπράβο, Ελισάβετ! Πολύ καλά το σκέφτηκες. Η δουλειά που έ χουμε να κάνουμε δεν είναι παίξε γέλασε. Είναι πολύ δύσκολη και έχουμε ανάγκη από σωματικές δυνάμεις. Έλα, πες μου πρώτα τα δι κά οας νέα και να σου πω για τη Σεκερίμ, που σας πόνεσε πολύ. Φεύ γοντας από την Πόλη, μου είπε να σου κρύψω ότι έρχεται σιδηρο δρομικός σε λίγες μέρες με τη μαντάμ Ροζ». «Βασίλ’ αγά μου, δεν πρέπει να κάνει την κουταμάρα να μετακι νηθεί. Θα βάλει σε κίνδυνο τη ζωή της μόνο και μόνο γιατί μας νο στάλγησε; Είναι έγκλημα αυτό που θα κάνει! Χριστέ μου, αναστα τώθηκα! Εδώ κοιτάμε εμείς με ποιο τρόπο θα γλιτώσουμε από τα στόματα των λύκων. Η μάνα μου ζει στον κόσμο της! Μέγας είσαι, Κύριε!» «Αγαπημένη μου Ελισάβετ, μην κάνεις έτσι. Μην ανησυχείς. Θα κάνουν ταξίδι σίγουρο, χωρίς προβλήματα. Δυστυχώς, δεν μπορώ να σου κρατήσω κανένα μυστικό, παρόλο που συμφωνήσαμε να σου κάνουν έκπληξη». «Βασίλη, πόσα βαρέλια με λίρες λες να πάρουμε μαζί μας; Έχω μια ιδέα. Να βάλουμε μέσα μέλι για να μη βροντάνε τα φλουριά και μας προδώσουν». Κοιτάζονται στα μάτια και γελάνε σαν ανέμελα μικρά παιδιά. Οι λίρες μες στο βαρέλι με το μέλι! Το χρυσό βαρέλι! Να μια τρελή κα ταπληκτική ιδέα. «Ελισάβετ, έχεις διάθεση για μια βόλτα με τα άλογα; Πάμε να προϋπαντήσουμε τους εργάτες; Όπου να ναι έρχονται», προτείνει ο Βασίλ’ αγάς δίνοντάς της το χέρι να τον ακολουθήσει. Ο περίπατος τους θύμισε στιγμές από τη νεανική τους ζωή, που ξαναζωντάνεψαν και έγιναν σήμερα. Τους μεταφέρει πολλά χρόνια πίσω. Μιλούν για το μέλλον, κάνουν όνειρα και χαράσσουν νέα πο ρεία. Ύστερα, χωρίς να έχουν προσυμφωνημένο τον τόπο του προ
404
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
ορισμού, κατευθύνονται στο σημείο που διάλεξαν να κρύψουν το θη σαυρό τους. Ο Μαχμούτ από μακριά τους ακολουθεί και σε λίγη ώρα στέκε ται μπροστά τους. «Καλώς τον Μαχμούτ, κάτσε δίπλα μας και άκουσέ μας προσε κτικά», λέει ο Βασίλ ’αγάς. Ο ψυχογιός αντιλαμβάνεται πως κάτι σπουδαίο έχει να του πει ο αφέντης του και ξεροκαταπίνει. «Μαχ μούτ, αποφασίσαμε με την κυρά σου να φύγουμε όλοι μαζί για την Πόλη για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από το συνηθισμένο. Όπου και να πάμε, εσύ, η Εμεριέ και η Αϊσέ θα μας ακολουθήσετε. Είσαι ο μόνος από τους τρεις σας που γνωρίζεις όλα τα μυστικά μας. Ξέ ρεις σε ποιο σημείο είναι κρυμμένο το μάλαμα. Δεν είναι έτσι;» Ο Μαχμούτ ανακάθεται και με τα νύχια αρχίζει να σκάβει το χώμα. «Εγώ δεν το είπα πουθενά, εφέντιμ!» απαντά φοβισμένα. «Δεν το είπες, ούτε και να σκεφτείς να το πεις σε κανέναν, ακό μα κι αν σου έκοβαν τη γλώσσα! Είσαι παιδί μας και δίπλα μας θα γεράσεις». Ο ψυχογιός τού τραβάει βιαστικά τα χέρια και τα φιλάει με τρυφερότητα και σεβασμό. «Μαχμούτ, αποφασίσαμε να κρύ ψουμε το θησαυρό εδώ κάτω που πατάμε. Θα σκάψουμε βαθιά μέ σα στη γη και θα τον θάψουμε, διότι φοβόμαστε ότι αργά ή γρήγο ρα θα μας επιτάξουν το αρχοντικό και το περιεχόμενο θα περιέλθει στην κατοχή των Τούρκων. Από αύριο θα φέρνουμε τα ζώα να βό σκουν εδώ κοντά μας. Εντάξει, ογλούμ;» Ο Μαχμούτ πρώτη φορά ακούει το αφεντικό του να τον αποκαλεί παιδί μου και τα μάτια του δακρύζουν. «Εφέντιμ, τα ζώα θα φάνε τις τριανταφυλλιές», λέει και κοιτάζει κατάματα την Ελισάβετ. «Όχι, μη φοβάσαι, θα είμαστε παρόντες. Θα φέρουμε νέα δέ ντρα για φύτεμα, κι αν πλησιάσει κάποιος, θα πούμε πως φυτεύου με καινούρια δέντρα. Σε κάθε λάκκο θα βάζουμε πρώτα έναν τενε
ΣΕΚΕΡΙΜ
405
κέ με μάλαμα και από πάνω ακριβώς θα φυτεύουμε ένα δέντρο. Έτσι οι χωριανοί δε θα μας υποψιαστούν. Κατάλαβες μέχρι εδώ πώς θα γίνει;» «Εφέντιμ, όπου κι αν πάτε, εγώ θα έρθω μαζί σας!» «Μαχμούτ, σε θεωρούμε τον πιο έμπιστο δικό μας άνθρωπο. Πά με να φέρουμε τα δέντρα και η μπαγιάν Ελισάβετ θα μείνει να περιποιηθεί τις μέλισσες μέχρι να γυρίσουμε». Τον ανεβάζει στο άλογό του και φεύγουν, ενώ η Ελισάβετ αρχί ζει να χαράζει σημάδια στη γη. Με ένα χοντρό ξύλο σχεδιάζει σταυ ρούς στο χώμα κάθε τέσσερα βήματα. Πρέπει να σκεφτούν πώς θα μεταφέρουν τους τενεκέδες και τους σάκους με τα νομίσματα. Μετά από ώρες επιστρέφει ο Βασίλ’ αγάς με δέκα άλογα φορ τωμένα σανίδες, έναν τενεκέ καρφιά και τέσσερις εργάτες. Επικεφαλής όλων είναι ο Βενέτης, ο μαραγκός του χωριού, που μόλις πηδάει από το ζώο φωνάζει στους εργάτες να βιαστούν. Η Ελισάβετ, σαστισμένη από το πλήθος, κατευθύνεται προς τον Βασίλ’ αγά με αγανάκτηση και περιέργεια. «Βασίλη, τι συμφωνία κάναμε; Παιδάκι μου, κατάλαβες τι είπα με; Για ποιο λόγο τους μάζεψες όλους αυτούς εδώ; Δε συμφωνήσα με να γίνει κρυφά;» Ο άντρας της την παρασύρει μακριά από τους εργάτες και της λέει: «Στο δρόμο είχα μια καλύτερη ιδέα και σκέφτηκα ότι θα συμ φωνούσες». «Ποια ιδέα; Για ιδέες είμαστε τώρα που ο θάνατος μπήκε ανά μεσα στο χρόνο και στην οικογένειά μας και καιροφυλακτεί;» «Άκουσέ με, Ελισάβετ. Μη βιάζεσαι. Αποφάσισα να φτιάξουμε έ να ξύλινο παράπηγμα. Θα το χρησιμοποιούμε σαν αποθήκη για τα δέντρα που θα φυτέψουμε και θα κρύβουμε μέσα το μάλαμα που θα φέρνουμε από τις γαλαρίες». «Και οι ρόδες που βλέπω εκειδά τι είναι;»
406
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
«Άκουσέ με ήρεμα, Ελισάβετ, και μην εκνευρίζεσαι. Την παράγκα θα τη βάλουμε να τσουλάει πάνω σε ρόδες και θα την πηγαινο φέρνουμε ανάλογα στο μέρος που θα σκάβουμε, δηλαδή όπου είναι η τρύπα για το φύτεμα. Η παράγκα δε θα έχει δάπεδο, για να δου λεύουμε άνετα». Η Ελισάβετ αρχίζει να γελάει δυνατά. Τα μάτια του Βασίλ’ αγά αστράφτουν από ντροπή και απομακρύνεται διατάζοντας τους ά ντρες να τα μαζέψουν και να φύγουν. Η γυναίκα του τρέχει και τον σταματάει. Του εξηγεί ότι δε γελάει από περιφρόνηση αλλά από θαυμασμό. Βρίσκει την ιδέα εξαιρετικά έξυπνη και πρωτότυπη. Θα την ονομάσουν επιχείρηση «Δούρειος Τππος». «Λοιπόν, Ελισάβετ, έκανα καλά που τους κουβάλησα;» Ο Βασίλ’ αγάς γεμάτος αγωνία περιμένει ν’ ακούσει το μπράβο από τη γυναίκα του, κι εκείνη του σφίγγει τα χέρια με σημασία. Οι εργάτες δουλεύουν ακατάπαυστα, το έργο προχωρεί γρήγορα και οι περίεργοι συγχωριανοί πλησιάζουν να πληροφορηθούν τι και νούριο σκαρώνουν ο Βασίλ’ αγάς με τη γυναίκα του. Ο Μαχμούτ απουσιάζει όλο το απόγευμα από τις εργασίες. Πή γε μαζί με την Αϊσέ στο ποτάμι να μαζέψουν άμμο σε σακιά και να τα μεταφέρουν στο αρχοντικό. Ετοίμασαν ακόμα μεγάλα παλιά κιού πια με κλειστό στόμιο για να βάλουν μέσα τα φλουριά. Η Αϊσέ εν τω μεταξύ δεν ξέρει τίποτα για την επιχείρηση και ό λο ρωτάει τον Μαχμούτ γιατί όλη αυτή η αναστάτωση των αφεντι κών τους, ενώ όλοι γνωρίζουν ότι θα εγκαταλείψουν το χωριό. Ο έ μπιστος Μαχμούτ σιωπά, καμώνεται πως δε γνωρίζει τίποτα. Το βράδυ όταν όλοι κοιμούνται κατεβαίνουν οι τρεις τους στο υ πόγειο. Γεμίζουν τα τσουβάλια με χρυσά νομίσματα, ρίχνουν μέσα άμμο για να μη βροντάνε και γράφουν απέξω ένα νούμερο. Η Ελι σάβετ περνάει το νούμερο στο δικό της τεφτέρι με την περιγραφή του περιεχομένου. Μέχρι τις τρεισήμισι το πρωί γεμίζουν μόνο με ρικά τσουβάλια.
ΣΕΚΕΡΙΜ
407
Το λάλημα του πετεινού ξυπνάει τον Βασίλ’ αγά και την Ελισά βετ, που κατάκοποι και πεινασμένοι κατεβαίνουν στην κουζίνα. Οι Μαυριτσιώτες γεωργοί ξεκινούν για τα χωράφια και αμέσως μετά το ζευγάρι αναχωρεί με κατεύθυνση το «Δούρειο "Ιππο». Η καλύβα τσουλάει πάνω στις ρόδες και ο Μαχμούτ τούς περι μένει με το κάρο γεμάτο νέα δέντρα. Η Ελισάβετ βγάζει από το σάκο της μια άσπρη μαντίλα και δέ νει το κεφάλι του Μαχμούτ. «Μαχμούτ, θα λες σε όλους πως έχεις μαγουλάδες και θα τους κρατάς μακριά για να μην κολλήσουν. Θα τους λες να μη σε πλη σιάζουν, γιατί, αν σε πλησιάσουν και κολλήσουν την αρρώστια, θα μείνουν στείροι». «Μάλιστα, εφέντιμ. Και τι είναι οι μαγουλάδες; Είμαι πραγματι κά άρρωστος;» «Όχι, Μαχμούτ, δεν είσαι άρρωστος. Θα κάνεις το βαριά άρρω στο για να μην έρχονται κοντά μας και μας ρωτάνε τι κάνουμε. Με το φόβο μην κολλήσουν θα γλιτώσουμε την ανάκριση. Να, πάρε κα ραμέλες για να πιπιλίζεις διαρκώς και να φαίνονται πρησμένα τα μά γουλά σου».
Το «Δούρειο "Ιππο» τον σέρνουν δύο άλογα. Είναι γεμάτος δενδρύλ λια από μουριές και λεύκες. Από αύριο θα έρχονται λίγα λίγα τα κιού πια με τα φλουριά και οι τενεκέδες με το ευγενές περιεχόμενο. «Ελισάβετ, πώς σκέφτεσαι να τα μεταφέρουμε;» τη ρωτάει ο Βα σίλ’ αγάς». «Αθόρυβα», του απαντά εκείνη γελώντας νευρικά. «Δηλαδή πώς αθόρυβα;». «Μπες στο “Δούρειο "Ιππο” και κοίτα στο βάθος, εκεί που είναι ξαπλωμένα τα λυκόσκυλα». Ο Βασίλ’ αγάς μπαίνει στην καλύβα, διώχνει τα σκυλιά και τι να δει!
408
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
Τα πρώτα τσουβάλια με το μάλαμα έχουν κιόλας μεταφερθεί «για φύ τεμα». «Ελάτε», φωνάζει ο Βασίλ’ αγάς, «πάρτε τις αξίνες και τα φτυά ρια. Αρχίζουμε από σήμερα. Έφερα αγιασμό από τον Άγιο Γιάννη το Ρώσο να ρίχνουμε σε κάθε σκάμμα», τους λέει και αρπάζει πρώ τος το φτυάρι. Οι τρύπες ανοίγουν η μια μετά την άλλη. Η Ελισάβετ, ο άντρας της και ο Μαχμούτ κάθονται πάνω από το άνοιγμα της πρώτης τρύ πας και κοιτάζουν το πρώτο κιούπι που βρίσκεται βυθισμένο στη γη. Σε δευτερόλεπτα περνούν από το νου τους οι ταλαιπωρίες, οι θυσίες, οι κόποι τους, καθώς επίσης και οι αλλεπάλληλες μάχες που έδωσαν με τους ληστές. Κλαίνε, και οι σταγόνες των δακρύων συνοδεύουν τον πλούτο τους, που σκεπάζεται με καππαδοκικό χώμα. Αναστατώνο νται όλοι στη σκέψη πως ο θησαυρός βγήκε από το σπίτι, όπου κοι μόντουσαν επάνω του και τον φύλαγαν όπως ο Κέρβερος φυλούσε τις πύλες του Άδη. Τότε ήταν ασφαλείς. Η Ελισάβετ προετοιμάζεται να δεχτεί τη σκληρή αλλαγή στη ζωή τους. Πρέπει να ξεχάσει πολλά και να αποδεχτεί ακόμα περισσότερα. Η κατάσταση τους υποχρεώνει να βάλουν τις υπογραφές τους πάνω σε γραμμάτια με ημερομηνία λήξεως, διότι οι γενιές που έρχονται πρέπει να τα βρουν προεξοφλημένα μαζί με ένα σακούλι γεμάτο χρήμα και τιμιότητα. Ο Μαχμούτ περιμένει μέσα στη δεύτερη τρύπα να πιάοει τον τε νεκέ. Η κυρά του, σαστισμένη, δεν τον αφήνει από τα χέρια της, που παραμένουν κολλημένα πάνω του. Η Ελισάβετ, που κατορθώνει στις μεγάλες συμφορές να κρατάει ψηλά το ηθικό της, σήμερα μαζί με την περιουσία της θάβει και την ελπίδα. Η γυναίκα αυτή που νικά ει το φόβο κλαίει γοερά γιατί δεν έχει πια όραμα. Όταν βραδιάζει, ανάβουν τις λάμπες για να βλέπουν και μια φω τιά για να ζεσταθούν. «Εγώ θα κοιμηθώ εδώ παρέα με τα τουφέκια και τα σκυλιά μου», λέει.
Σ ΕΚ ^ΡΙΜ
409
:σή της. Δεν μπορεί να της ε«Ελισάβετ μου, βγες από το σκοτάδι, κοίταξε τη ζωή κατάματα, υπάρχει και η άλλη όψη. Να είμαστε καλά και να είμαστε ενωμένοι», λέει ο Βασίλ’ αγάς. Κάπως μετανιωμένη,, τον ρωτάει, αν και ξέρει προκαταβολικά την απάντηση: «Αν δίναμε τα φλουριά και τα νομίσματα στους μεσολαβητές σα ράφηδες στο Προκόπιο να μας τα στείλουν στην Κωνσταντινούπο λη;» «Αν νομίζεις πως έτσι θα σώσουμε τον κόπο σου και θα σε βλέ πω χαρούμενη, δώσ τα όπου θέλεις εσύ καλύτερα. Προς το παρόν είναι επιτακτική ανάγκη να τα κρύψουμε. Το χώρο τον διάλεξες ε σύ!» της απαντά και απομακρύνεται βυθισμένος σε απέραντη λύπη.
Η νύχτα κυλάει ήρεμα. Η Ελισάβετ προτιμά να ζήσει μόνη το βαθύ της πόνο, χωρίς την παρηγοριά κανενός. Τροφοδοτεί τη φωτιά με ξύ λα, και οι σύντροφοί της, τα σκυλιά, μυρίζονται ανθρώπινη παρου σία και αρχίζουν το γάβγισμα. Όντως τρεις ψηλοί ξένοι εμφανίζο νται και στέκονται απειλητικά μπροστά της σαν σκονισμένα αγάλ ματα. Πιάνει το τουφέκι της. Τα τσοπανόσκυλα την προλαβαίνουν. Ορμάνε και ξεσκίζουν τις βράκες των ξένων αντρών. «Άντρες, ποιοι είστε και από πού έρχεστε;» «Χανούμ εφένπμ, είμαστε Κούρδοι, άνθρωποι τίμιοι, περαστικοί από τα μέρη σας. Πουλάμε χαλιά. Να τα!» Σκύβουν και αφήνουν τα χαλιά μπροστά της σαν πολεμικά λάφυρα. «Εντάξει, τα χαλιά κατάσχονται μέχρι να φύγετε. Πλησιάστε τη φωτιά να ζεσταθείτε. Εγώ βρίσκομαι εδώ για να εκπαιδεύσω τα λυ κόσκυλα. Μην κουνηθείτε γιατί θα σας κατασπαράξουν». Βρίσκει χρόνο, όσο τα σκυλιά έχουν στα δόντια τους τις βράκες
410
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΕΑΚΑ
των Κούρδων, που είναι ήδη ματωμένες, και βγάζει ίο περίστροφο από τον κόρφο της. Όσες ώρες μένουν μαζί της, οι άντρες διηγούνται λυπητερές ι στορίες. Κάθεται και ακούει με προσοχή. Στην παλάντζα των πα θών βάζει και τη δική της ιστορία. Οι ξένοι που περνούν τη νύχτα τους μέσα στο «Δούρειο "Ιππο» τη βοηθούν με τις δικές τους εμπει ρίες να βγει από το τούνελ όπου σφηνώθηκε και να γκρεμίσει το τεί χος που τη χωρίζει από το αύριο. «Ξένοι, για πού το βάλατε με τα χαλιά στην πλάτη; Σίγουρα κά ποιος θα είναι ο προορισμός σας. Και γιατί δεν παίρνετε τους βατούς δρόμους; Περνώντας μέσα από χωράφια και λιβάδια κινδυνεύετε να γίνετε θύματα του εμφύλιου πολέμου που μαίνεται στις περιοχές γύρω από την Άγκυρα και εξαπλώνεται προς τα μέρη μας, διότι δυ στυχώς συνοδεύεται από θρησκευτικό φανατισμό». «Χανούμ εφέντιμ, περνώντας από την Άγκυρα σταθήκαμε στην κορυφή του Κάστρου. Από εκεί ψηλά διακρίναμε στο βάθος του ο ρίζοντα τις φωτιές που άφησαν οι μάχες των στρατιωτών του χαλί φη με τους κεμαλικούς αδερφούς τους. Μάθαμε ακόμα ότι μετά τις μάχες ακολούθησαν βασανισμοί των αιχμαλώτων, λιθοβολισμοί και δημόσιοι απαγχονισμοί», λέει ο γηραιότερος Κούρδος. «Ο Μουσταφά Κεμάλ», παίρνει το λόγο ο αμέσως νεότερος, «εί χε κινητοποιήσει εναντίον τους ολόκληρη την εθνοφυλακή. Τα πράγ ματα όμως έδειχναν από την αρχή πως θα στρέφονταν υπέρ των κεμαλικών. Μια ομάδα ελεύθερων σκοπευτών, που συγκροτήθηκε καθ’ υπόδειξη της κυβέρνησης της Άγκυρας και με διοικητή έναν τυχο διώκτη Τσερκέζη ονόματι Ετέμ μπέη, κατάφερε να ηρεμήσει δήθεν τα πράγματα σε όλη την περιοχή διά πυρός και σιδήρου. Οι προ φυλακές του χαλιφάτου απωθήθηκαν στην Προύσα. Βέβαια το ε σωτερικό της χώρας βράζει. Στο Γιοζγκάτ, στο Ζιλέ, στο Τοκάτ κα θώς και στο Ικόνιο, στην πόλη των περιστρεφόμενων δερβίσηδων, η κατάσταση εξακολουθεί να είναι ανησυχητική. Νικάνε οι εθνικι-
ΣΕΚΕΡΙΜ
411
στες. Ο κόσμος φοβάται γιατί παντού έχουν στηθεί έκτακτα δικα στήρια, τα οποία ονομάζονται “δικαστήρια της ανεξαρτησίας”, και δικάζουν με συνοπτικές διαδικασίες. Παντού σε ολόκληρη τη χώρα βλέπεις αγχόνες». Η Ελισάβετ με το περίστροφο πάντα στο χέρι σκεπάζεται με τη μάλλινη κουβέρτα μέχρι το κεφάλι. Το πρόσωπό της το κρατάει κα λυμμένο με διαφανή μαντίλα και τα μάτια της καθοδηγούν τα σκυ λιά. Το κρύο είναι τσουχτερό και η φωτιά δεν κατορθώνει να ζε στάνει τα κρυσταλλωμένα πόδια της. Ακούει με μεγάλη προσοχή και περιμένει να μιλήσει ο τρίτος Κούρδος της παρέας. Ο τρίτος άντρας κρυώνει πολύ. Ανακάθεται και ρίχνει στην πλά τη του ένα χαλί από αυτά που κουβαλάει. Η Ελισάβετ προσέχει τις κινήσεις του, που δείχνουν άνθρωπο γραμματιζούμενο και με κα λούς τρόπους. Της εμπνέει εμπιστοσύνη και της αρέσει αυτή η θε τική σκέψη που κάνει για κάποιον περαστικό, που βλέπει τυχαία για πρώτη ίσως και τελευταία φορά στη ζωή της. «Χανούμ εφέντιμ», παίρνει το λόγο ο τρίτος άντρας, «οι κεμαλικοί πολεμούν παλικαρίσια, γιατί γνωρίζουν καλά ποιο θα είναι το μέλ λον της Τουρκίας αν δεν καταφέρουν να επιβληθούν το γρηγορότε ρο». «Δηλαδή ποιο μπορεί να είναι το μέλλον της χώρας; Εμείς παί ζουμε κανένα ρόλο στην εξέλιξη των γεγονότων; Απειλούμαστε; Ακού σατε αν θα μας σφάξουν; Αν θα μας εξοντώσουν; Λένε ότι θα μας α νταλλάξουν με τους Τούρκους της Ελλάδας. Γνωρίζετε κάτι γΓ αυτό;» ρωτάει η Ελισάβετ και μπήγει τα νύχια στις παλάμες για να μη λι γοψυχήσει και δακρύσει. «Εφέντιμ, το Ανώτατο Συμβούλιο της Αντάντ, ο Άγγλος Τζορτζ, ο Ιταλός Νίτι και ο Γάλλος Κλεμανσό, διάδοχος του Μιλεράν στην προεδρία του Συμβουλίου, συγκεντρώθηκαν σε ένα ιταλικό χωριό, στο Σαν Ρέμο, και συμφώνησαν τους οριστικούς όρους της Συνθήκης Ει ρήνης με την Τουρκία. Κατόπιν μια οθωμανική αντιπροσωπεία προ
412
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
σκλήθηκε συο Παρίσι, για να τους ανακοινώσουν τις αποφάσεις των Συμμάχων. Οι αποφάσεις ήταν καταπέλτης για τους Οθωμανούς. Οι μεγάλοι κατέληξαν ύστερα από πολυήμερες διαπραγματεύσεις στον ολοκληρωτικό διαμελισμό της οθωμανικής αυτοκρατορίας». «Με λίγα λόγια, αν κατάλαβα καλά, οι Μεγάλες Δυνάμεις πήραν το μαχαίρι και μοίρασαν την πίτα μεταξύ τους κι εμείς τα χαϊβάνια θα υποταχτούμε σε καινούριο αφεντικό. Τώρα τουλάχιστον ξέρου με με ποιον έχουμε να κάνουμε. Σε λίγο, όπως δείχνουν τα πράγμα τα, πρέπει να ανοίξουμε καινούρια τεφτέρια. Την κεντρική Ανατολία ποια Δύναμη θα την καταβροχθίσει;» τους ρωτάει με θυμό. «Στους Άραβες προστάτες τους, και συμμάχους του Κεμάλ, κα τακυρώθηκαν η Συρία, η Μεσοποταμία και η Αραβική Χερσόνησος. Χανούμ εφέντιμ, αφού είσαι Ρωμιά, μάθε ότι στους Έλληνες θα παραχωρηθεί ολόκληρη η ανατολική Θράκη, με εξαίρεση ένα μικρό κομμάτι γύρω από την Κωνσταντινούπολη... νομίζω». Η Ελισάβετ τον διακόπτει ρωτώντας τον με αγωνία μήπως είναι ο τόπος όπου θα γίνει η ανταλλαγή. Μήπως τους στείλουν στη Θρά κη και οι Θρακιώτες έρθουν στα μέρη τους. «Όχι, μπαγιάν εφέντιμ. Δεν ξέρω αν οι Ρωμιοί γίνουν ανταλλά ξιμοι με τους Τούρκους της Θράκης. Η ανταλλαγή όμως ακούγεται χρόνια τώρα, και το θέμα ωρίμασε, πρέπει να προετοιμάζονται οι πληθυσμοί, διότι το κακό θα έρθει απροειδοποίητα». «Καλά, και τους Ρωμιούς βρήκαν να μετακινήσουν; Εμείς δεν τους ενοχλούμε* αντίθετα, τους δίνουμε δουλειές και φαγητό για να μην πεινάνε». «Όχι, η μοιρασιά δεν τελειώνει στους Ρωμιούς. Για να σου α ποδείξω πόσο τιποτένιοι είμαστε στα μάτια των μεγάλων ηγετών, η Σμύρνη, η ενδοχώρα της και οκτώ νησιά του Αιγαίου παραχωρούνται στους Αρμενίους. Σε μας τους Κούρδους παραχωρήθηκαν εδάφη στην ανατολική Ανατολία, που αποσπάστηκαν από τις ε παρχίες Τραπεζούντας, Ερζερούμ, Βαν και Μπιτλίς, και μια αυτό-
ΣΕΚΕΡΙΜ
413
νομή περιοχή που καλά καλά τα όριά της δεν έχουν προσδιορι στεί». «Δίνουν στους Αρμενίους τη Σμύρνη και τα περίχωρά της; Δεν α κούστηκε τέτοια είδηση μέχρι τώρα. Μου λέτε ό,τι θέλετε! Τι μένει στην Τουρκία;» ρωτάει αγανακτισμένη η Ελισάβετ. «Μπαγιάν εφέντιμ, η Τουρκία είναι υποχρεωμένη να αρκεστεί στα υπόλοιπα, δηλαδή στην Κωνσταντινούπολη, υπό ορισμένους ό ρους, και σε ορισμένες επαρχίες της Ανατολίας διαιρεμένες σε ζώ νες επιρροής ανάλογα με το όφελος που θα επιθυμούσαν να έχουν οι Μεγάλες Δυνάμεις». Η Ελισάβετ, εντυπωσιασμένη από τις πληροφορίες που έχουν οι Κούρδοι, παίρνει το λόγο: «Τώρα πείτε μου ποιοι είστε και ποιος είναι ο προορισμός σας, γιατί τα χαλιά που κουβαλάτε είναι μάλλον μπλόφα. Φαίνεστε μορ φωμένοι και γνωρίζετε τα πολιτικά παιχνίδια των κεμαλικών. Αν ήρ θατε να μου κάνετε κακό, σας λέω εκ των προτέρων ότι δε θα τα κα ταφέρετε. Ζητώ το σεβασμό σας. Κι αν με σκοτώσετε, θα με απαλ λάξετε από την αγωνία της ανταλλαγής του τόπου μου με άλλο ξένο τόπο, που σίγουρα δε θα τον αντέξω και θα πεθάνω από καημό». «Χανούμ εφέντιμ, ησύχασε. Σ’ ευχαριστούμε για τη φιλοξενία. Ομολογούμε ότι είσαι πολύ θαρραλέα γυναίκα», λέει ο ηλικιωμένος και σηκώνει τα χέρια προς τον ουρανό συνεχίζοντας: «Μάρτυς μας ο Αλλάχ αν μπήκαμε στην καλύβα σου με κακές προθέσεις! Εγώ ονο μάζομαι Αμπντούλ και είμαι δικαστής, ο Τζελάλ είναι γιος μου και είναι δάσκαλος και ο αδερφός μου ο Ενβέρ είναι φαρμακοτρίφτης. Στα μέρη μας καλλιεργούσε όπιο και με αυτό παρασκεύαζε φάρμα κα. Έστελνε μια μεγάλη ποσότητα στη Σμύρνη, σε ατζέντη γερμανι κών φαρμακευτικών εργοστασίων, που έχουν τα γραφεία τους εκεί. »Όταν ήρθαν τα πάνω κάτω και ο τόπος μας δεν μας κρατούσε πια, ζητήσαμε από τον ατζέντη να μας βρει δουλειά στα εργοστάσια της Γερμανίας. Αφήσαμε τις οικογένειές μας και φύγαμε πριν ακό
414
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
μα πάρουμε την απάντηση. Αρχόντισσα, η αυτοκρατορία πέθανε, παντού μυρίζει μπαρούτι. Αποφασίσαμε να πάμε με κάθε τρόπο και μέσον στη Γερμανία και να δουλέψουμε στο εργοστάσιο φαρμάκων, που μόνο το όνομά του γνωρίζουμε. Τα χαλιά και διάφορα χρυσα φικά που έχομε μαζί μας δεν είναι κλεμμένα. Τα κουβαλάμε για να τα πουλήσουμε στα χωριά που περνάμε και να βγάλουμε τα έξοδα του ταξιδιού μας, που μόνον ο Αλλάχ ξέρει πόσους μήνες θα κρα τήσει. Είμαστε αισιόδοξοι ότι μια μέρα θα φτάσουμε έξω από την πόρτα του εργοστασίου, θα την ανοίξουμε για να μπούμε παρέα με την τύχη μας. Ο Τζελάλ ξέρει ελληνικά, έχει γυναίκα Ελληνίδα χριστιανή. Μας έμαθε το Πάτερ ημών, να το λέμε στο δρόμο μας και να παίρνουν οι καρδιές μας θάρρος». Όταν ακούει η Ελισάβετ ότι ο Ενβέρ καλλιεργούσε όπιο και έ στελνε στη Γερμανία την πρώτη ύλη, κοιτάζει το θησαυρό που ανα παύεται κάτω από το μεγάλο μαγκάλι που καλύπτει περίτεχνα την τρύπα. Χιλιάδες μνήμες και ανέκδοτα επεισόδια περνούν νοσταλγικά από το μυαλό της: «Όπιο! Μια μόνο λέξη με φέρνει πίσω μια ολόκληρη ζωή! Το δι κό μας όπιο είναι το φάρμακο των Αμερικανών, του Ενβέρ είναι το φάρμακο των Γερμανών. Θεέ μου! Τι θαυματουργό υγρό είναι αυτό, να το αγοράζουν μετά μανίας Γερμανοί και Αμερικανοί! Την εποχή της συγκομιδής, οι αγοραστές περίμεναν υπομονετικά έξω από την αυλόπορτα. Οι εργάτες δεν προλάβαιναν να ακουμπήσουν τα τενεκεδάκια και τις φαλτσέτες στον πάγκο της κουζίνας και οι ατζέντη δες των Αμερικανών ορμούσαν να το πληρώσουν όσο όσο με χρυσά φλουριά, που έφερναν σε μεγάλους τενεκέδες. Γέμισαν με μάλαμα οι γαλαρίες μας. Τώρα το χρυσάφι το ξαναθάβουμε στο χώμα απ’ όπου βγήκε και το κάνουμε λίπασμα στα φρεσκοφυτεμένα δέντρα μας. Αν τα δέντρα έδιναν καρπούς, θα έκαναν χρυσούς καρπούς, όπως στα πα ραμύθια». Η Ελισάβετ δε μιλάει, σκέφτεται. Σκέφτεται και θυμάται: «Όταν μεγάλωνε η παπαρούνα, το βουνό κοκκίνιζε. Έπαιρνε φω
ΣΕΚΕΡΙΜ
415
τιά το τοπίο. Τετρακόσιοι εποχιακοί εργάτες έφευγαν κάθε μέρα πριν από το χάραμα, κι εγώ με τους υπηρέτες τις ψυχοκόρες και τον Μαχμούτ ζυμώναμε και ετοιμάζαμε ολονυχτίς το κολατσιό τους. Πώς να ταΐσεις ημερησίως τόσα στόματα; Στον απέναντι πάγκο στοιβά ζαμε καθαρά τα τετρακόσια τενεκεδάκια με το σπάγκο για να τα κρατουν όλη μέρα κρεμασμένα στο λαιμό τους. Στον ίδιο πάγκο βά ζαμε το κοφίνι με άλλες τόσες φαλτσέτες, που το έπαιρνε ο υπεύθυ νος μεταφορέας, ο Ρωμιός αρχιεργάτης μας, διότι ήταν ο μόνος που εμπιστευόμασταν. Οι εργάτες δεν είχαν το δικαίωμα να χάσουν τη φαλτσέτα ή να την κρατήσουν για λογαριασμό τους. Αν συνέβαινε κά τι τέτοιο έπεφτε πρόστιμο αυστηρό. Την επομένη έπρεπε να μου φέ ρουν δέκα καινούριες, ολόιδιες. Γι’ αυτό και ποτέ δεν έλειψε καμιά. Στο χωράφι ο αρχιεργάτης τούς μοίραζε τις κοφτερές φαλτσέτες, που με αυτές χάραζαν τις παπαρούνες και μάζευαν προσεκτικά το πολύτιμο δάκρυ της. Όταν από περιέργεια ρώτησα έναν ατζέντη, ικός γίνεται να μάθω κι εγώ να χρησιμοποιώ το φάρμακο των Αμε ρικανών για τους αρρώστους της οικογένειάς μου και τους συγχω ριανούς μου, ο Αρμένης ατζέντης γέλασε και μου είπε: “Θα στάξεις όσες σταγόνες θέλεις σαν τα δάκρυα σε μια λαδόκολλα, θα τις αφή σεις να στεγνώσουν και μόλις στερεοποιηθούν θα τις κάνεις χαπάκια, δηλαδή μπιλίτσες. Φύλαξέ τες σε ένα μέρος καθαρό στην πια τοθήκη, κι αν κάποιος αρρωστήσει δώσ’ του το μισό και θα γίνει κα λά”. Πραγματικά, μετά τη ρετσέτα που μου εμπιστεύτηκε ο Αρμέ νης, έγινα η γιατρός και η νοσοκόμα του χωριού. Όσοι αρρώσταιναν χτυπούσαν την πόρτα μου οποιαδήποτε ώρα της μέρας και της νύχτας για να προμηθευτούν το θαυματουργό γιατρικό. Στις ετοιμό γεννες, που σπάραζαν από τους πόνους, έδινα ένα χαπάκι και το παι δί ερχόταν στον κόσμο με χαρές και τραγούδια. Δε θρηνούσαμε πια ούτε τις μάνες ούτε τα νεογέννητα. Η θνησιμότητα την ώρα του το κετού είχε φτάσει στο μηδέν». Η Ελισάβετ σταματάει τις αναμνήσεις της, κρατάει τα μυστικά
416
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
της και ρωτάει τους άντρες πώς μπορεί να τους φανεί χρήσιμη. «Μπαγιάν εφέντιμ, η φιλοξενία και η εμπιστοσύνη που μας έ δειξες αυτό το βράδυ μάς φτάνει. Είσαι πολύ θαρραλέα που δε μας φοβήθηκες. Όταν φτάσουμε στη Γερμανία θα σου γράψουμε για την περιπέτεια του ταξιδιού μας. Ο Θεός να σε έχει καλά». Η Ελισάβετ φτιάχνει καφέ, προσφέρει παξιμάδια και βουτήματα. Με την πρώτη ακτίνα του ήλιου οι τρεις άντρες σηκώνονται, χαι ρετούν τη φιλόξενη Ελισάβετ και της αφήνουν στα πόδια ένα μετα ξωτό περσικό χαλί, δώρο για τη φιλοξενία της. Εκείνη, για να τους ευχαριστήσει, τους τροφοδοτεί με ό,τι φαγώσιμο υπάρχει στο «Δούρειο "Ιππο» και τους εύχεται καλό ταξίδι. Την επόμενη μέρα το χρυσό φύτεμα γίνεται με χαρά. Ο Βασίλ’ αγάς δεν πιστεύει στα μάτια του βλέποντας τη γυναίκα του τόσο δια φορετική μέσα σε μια νύχτα. Τι ρόλο έπαιξε άραγε η παρουσία των ξένων επισκεπτών; Εκείνη δε λέει πολλά για τους νυχτερινούς επι σκέπτες, μόνο χαμογελάει.
Οι μέρες «του φυτέματος» είναι κοπιαστικές. Η Αϊσέ και η Εμεριέ δεν παίρνουν είδηση για το τι γίνεται στα κτήματα. Στις ερωτήσεις τους η Ελισάβετ καταφέρνει και ξεγλιστράει με σχετική ευκολία. Ο Μαχμούτ τη μέρα κυκλοφορεί με κουκουλωμένο το κεφάλι λόγω «μα γουλάδων» και όλοι τον αποφεύγουν σαν την πανούκλα. Μόνο το βράδυ που μένουν μόνοι και δεν απειλούνται από επισκέψεις συγ γενών πετάει τη μαντίλα. Όταν τέλειωσε το φύτεμα, ο Βασίλ’ αγάς ρωτάει τη γυναίκα του: «Ελισάβετ, αν κάνω λάθος που σε ξεσηκώνω και σε παίρνω στην Πόλη μαζί μου, θα μου το συγχωρήσεις ποτέ;». «Βασίλη, πήγαινε αύριο με τον Μαχμούτ να ποτίσεις το μάλαμα. Τα δέντρα πρέπει να πιάσουν και να δώσουν καινούριες φύτρες στη γη και νέα βλαστάρια στον ουρανό, τις ελπίδες μας».
ΣΕΚΕΡΙΜ
417
«Ελισάβετ, θα πάω, μην ανησυχείς. Πες μου όμως, απάντησε μου σ’ αυτό που σε ρώτησα». «Βασίλη, μαζί πήραμε την απόφαση. Αυτό το μάλαμα φαίνεται ότι από την αρχή ήταν καταδικασμένο να μη δει το φως του ήλιου. Να παρακαλάς να μη μας έχει δει μάτι συγχωριανού, να μεγαλώσουν τα δέντρα και οι ρίζες τους να φυλάξουν τον πλούτο μας καλύτερα από τις μπάνκες, κι όταν με το καλό τα πράγματα ηρεμήσουν, να βρούμε το μέσον να τον μεταφέρουμε έξυπνα στην μπάνκα της Κων σταντινούπολης ή σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα». Μετά πλησιάζει τον πα ραγιό, τον αγκαλιάζει, τον φιλάει με μητρική στοργή στο κεφάλι και του λέει: «Μαχμούτ, τι θα βάλουμε μέσα στις γαλαρίες που ανοίξα με; Θα τις αφήσουμε άδειες;». Εκείνος, ευχαριστημένος από τη ζεστή χειρονομία της κυράς του, ξύνει το κεφάλι του για να κατεβάσει έξυπνη ιδέα. «Μπαγιάν εφέντιμ, να βάλουμε... να βάλουμε μέσα τσουβάλια με άμμο και πέτρες!» «Μπράβο, Μαχμούτ! Πολύ καλή ιδέα! Φώναξε την Εμεριέ να ζε στάνει νερό για να λουστείς και, πρόσεξε, μη βγάλεις τσιμουδιά σε κανέναν για το μυστικό μας, μόνο εμείς οι τρεις το ξέρουμε». «Μπαγιάν εφέντιμ, όταν έρθει η μπαγιάν Σεκερίμ από την Πό λη, θα της το πούμε;» «Όχι! Δύο φορές όχι! Θα το ξέρουμε μόνο εμείς. Το κάνουμε αυ τό για την ασφάλεια της περιουσίας μας. Ό ,τι ανήκει σε μένα και στον Βασίλ’ αγά είναι και δικό σας, προστατέψτε το. Εννοώ εσένα και τα κορίτσια. Έλα, τρέξε τώρα, από αύριο αλλάζουν πολλά». Ο Βασίλ’ αγάς τού κόβει τη φόρα: «Στάσου, Μαχμούτ. Πρόσεξε, Ελισάβετ. Αύριο η ζωή μας συνε χίζεται κανονικά. Δε θα δώσουμε σε κανέναν να καταλάβει ότι ετοι μαζόμαστε να εγκαταλείψουμε τα Ποτάμια. Εσύ, γυναίκα μου, θα συ νεχίζεις να ισχυρίζεσαι ότι δεν έχεις πειστεί ακόμα για την οριστική αναχώρησή μας και...»
418
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
«Αυτό είναι αλήθεια!» τον διακόπτει εκείνη. «Τότε γιατί το κάνεις; Θέλεις να βασανίζομαι από τις τύψεις μου μέχρι να πεθάνω; Τα γεγονότα μιλάνε από μόνα τους, οι εξελίξεις εί ναι ραγδαίες και το παιχνίδι χαμένο. Όλες οι ενδείξεις γύρω σου δε σε πείθουν; Τώρα αυτή τη στιγμή μπορεί και να κινδυνεύουμε!» Με τά σηκώνεται και πλησιάζει το παράθυρο. «Κάποιος έρχεται!» Η Ελισάβετ βγάζει από το στήθος το περίστροφο και ο άντρας της ψάχνει στο συρτάρι το δικό του. Ο Μαχμούτ κρύβεται με ένα του φέκι στο χέρι έτοιμος να ρίξει. Η Εμεριέ και η Αϊσέ παίρνουν τη μι κρή Αναστασία στην αγκαλιά, που κοιμάται εδώ και πολλές ώρες, και κλειδώνονται στον οντά-οχυρό. Αφού όλοι πήραν τα πόστα τους, η Ελισάβετ κατεβαίνει στην αυλή για να ανοίξει στο νυχτερινό επι σκέπτη, που κοντεύει να ρίξει κάτω τη δρύινη πελώρια πόρτα, που κρατιέται στην ίδια θέση αιώνες και εξαιτίας του κοντεύει να γκρε μιστεί. «Σε καλό σου, άνθρωπέ μου, πάψε να βαράς! Ποιος είσαι; Πες μου το όνομά σου για να σου ανοίξω», ρωτάει η Ελισάβετ και τα δό ντια της χτυπάνε και δαγκώνουν τη γλώσσα της. «Μπαγιάν εφέντιμ, εγώ είμαι, ο Ριφκί, φέρνω ένα πεσκέσι. Γράμ μα από τη μάνα σου τη Σεκερίμ από την Πόλη. Άνοιξέ μου». «Γράμμα από τη μάνα! Νυχτιάτικα γράμμα, πού ακούστηκε; Περίμενε, Ριφκί, να ξεμανταλώσω», του απαντά εκείνη και σηκώνει με δυσκολία το μεγάλο δοκάρι που κρατάει την πόρτα της αυλής α προσπέλαστη. Το μόνο πράγμα που επιθυμεί είναι να τον ξαπλώσει κάτω α ναίσθητο. Συγκρατεί όμως τα νεύρα της και προσποιείται την ήρε μη. Δεν είναι και απολύτως σίγουρο πως ο Ριφκί έφτασε μόνος μέ χρι εδώ. Το γράμμα μπορεί να είναι η πρόφαση για να μπουκάρουν στο αρχοντικό τους οι ληστές. Ο Ριφκί βάζει πρώτα δειλά το κεφά λι του για αναγνώριση, ύστερα τείνει το χέρι με το γράμμα και μετά αστραπιαία σαλτάρει στην αυλή. Τα σκυλιά ορμάνε πάνω του και η
ΣΕΚΕΡΙΜ
419
Ελισάβετ δε δίνει καμιά σημασία. Ο τελάλης ουρλιάζει, κι ο Βασίλ’ αγάς, που έχει κατεβεί και παρατηρεί τη σκηνή, προστάζει τα σκυ λιά να σταματήσουν. Η πόρτα σιγουρεύεται με το μάνταλο και οδηγούν τον Ριφκί στο μικρό οντά δίπλα στην κουζίνα. Όλοι ξεπροβάλλουν από τις κρυψώνες και τα κορίτσια περιποι ούνται τα γρατσουνίσματα που προκάλεσαν τα δόντια των σκυλιών στα πόδια και στα χέρια του τελάλη. Η Ελισάβετ πάει στο διπλανό δωμάτιο για να διαβάσει το γράμ μα της μάνας της. «Θεέ μου, τι αγωνία!» μονολογεί. Αγαπημένα μου παιδιά, Ελισάβετ και Βασίλ’ αγά, Ίσως τώρα που διαβάζετε το γράμμα μου εγώ να βρίσκομαι πιο κοντά σας. Αύριο παίρνω το τρένο και έρχομαι στα Ποτάμια. Υπο πτεύομαι πως θα ξαναγυρίσουμε πολύ γρήγορα όλοι μαζί στην Κων σταντινούπολη, διότι εδώ μας διαβεβαιώνουν ότι είμαστε ασφαλείς και ισότιμοι πολίτες με τους μουσουλμάνους συμπολίτες μας. Ελισάβετ μου, τέκνο μου πολύτιμο και λατρεμένο, λύσε τους άρ ρηκτους δεσμούς που έχεις με τη γη και τα ζωντανά. Μην πληγώνε σαι. Κι εγώ έκανα παρόμοιες θυσίες όταν από τη μια μέρα στην άλ λη έχασα τα παλάτια και τα μεγαλεία που ξέρεις. Η ζωή έχει γυρί σματα και θα πάρουμε και πάλι την επάνω βόλτα. Όλη μου η αγάπη να σας αγκαλιάζει. Εύχομαι να σας βρω υγιείς. Καλή αντάμωση. Με άπειρη αγάπη Η μητέρα σας Σεκερίμ
Η Ελισάβετ μένει αρκετή ώρα μόνη διαβάζοντας πολλές φορές ιο γράμμα της μάνας της. Το φιλάει, το κρύβει βαθιά στα στήθια ιης και ξαναγυρνάει στον οντά, όπου ο Ριφκί μιλάει ακατάπαυστα.
420
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
Κάνει νόημα στον άντρα της ότι τα νέα είναι καλά και ρωτάει τον Τούρκο: «Λοιπόν, τι άλλα νέα, φιλαράκο μου;». «Μπαγιάν εφέντιμ, εγώ εσένα σε φοβάμαι. Έτσι και έχεις κά ποιον στο μάτι μπορεί και να τον ξεκάνεις. Να ξέρεις όμως πως ε γώ θα στενοχωρηθώ πολύ όταν θα μας εγκαταλείψετε για πάντα. Ποιος ξέρει τι κόσμος θα μαζευτεί εδώ! Αν ποτέ μπορέσω, θα έρθω να οας βρω στην Πόλη». Ξαφνικά όλοι έχασαν τη φωνή τους. Η Ελισάβετ παραπατάει α πό τη ζαλάδα, ο Μαχμούτ χέζεται πάνω του από το φόβο και τρέχει στο μέρος κρατώντας τη βράκα του. Ο Βασίλ’ αγάς ξεσπάει σε νευ ρικό γέλιο και τα κορίτσια, που δεν έχουν ιδέα για την προετοιμα σία της αναχώρησής τους, καθαρίζουν το βρόμικο αίμα του Ριφκί και τυλίγουν τις πληγές με καταπλάσματα. «Τι συμβαίνει, Ριφκί; Πού έμαθες τέτοια νέα κι εμείς δεν τα ξέ ρουμε;» τον ρωτάει η Ελισάβετ που αρχίζει να συνέρχεται και ανα κτά την επιθετικότητά της. Τα μάτια του ταχυδρόμου περιστρέφονται παρατηρώντας τρι γύρω για να επισημάνει αλλαγές και συμμαζέματα. «Μπαγιάν Ελισάβετ, έφτασε ένα τηλεγράφημα που λέει ότι θα έρθουν εδώ απογραφείς για να καταγράψουν τις ρωμαίικες περιου σίες. Μόλις γίνει η απογραφή, όσοι θα φύγουνε υποχρεωτικά θα πά* ρουνε στα χέρια ένα χαρτί που θα καταγράφει την αξία των περι ουσιών τους, γιατί θα γίνει ανταλλάξιμη στην Ελλάδα με τις περιου σίες των Τούρκων που θα επαναπατριστούν». Μετά κάνει μια γκριμάτσα πόνου, σηκώνεται από την καρέκλα και κάθεται στο πάτωμα πάνω στο κιλίμι σταυροπόδι. Η Ελισάβετ κάνει νόημα στην Εμεριέ, που είναι η αδυναμία του Ριφκί, να τον τρατάρει ό,τι επιθυμεί. «Τι να σου προσφέρω, Ριφκί; Έφαγες;» τον ρωτάει η Εμεριέ. «Ναι, ομορφούλα μου, έφαγα. Αλλά μόλις έρχομαι εδώ ανοίγει
ΣΕΚΕΡΙΜ
421
η όρεξή μου και πεινάω πάλι. Θέλω να φάω από τα καλούδια σας και να πιω από το μέλι που έχουν τα χειλάκια σου, ομορφουλα μου!» ιης λέει και ξεκαρδίζεται στα γέλια ανοίγοντας το φαφούτικο στό μα του. «Α να χαθείς, ξεδοντιάρη! Σιχαμένε! Παίζεις μαζί μου; Για ποια με πέρασες; Έπρεπε να ο αφήσει ο αφέντης μου να σε φάνε τα σκυ λιά. Θα μου πεις τι θέλεις να σε τρατάρω ή θα πάω επάνω να κοι μηθώ;» «Έλα, Εμεριέ, ψήσε χοιρινές μπριζόλες στο τηγάνι, φίλεψε τον Ρκρκί με όλα τα καλά. Αφού θα μας διώξουν από την πατρίδα μας, ας αφήσουμε τις καλύτερες αναμνήσεις στους Τούρκους συγχωρια νούς μας. Θα έχουν πολλά να θυμούνται από μας. Ό τι δηλαδή από ιο σπίτι μας δεν έφυγαν ποτέ πεινασμένοι και με άδεια χέρια. Στην υγειά σου, Ριφκί», του λέει η Ελισάβετ και πίνει ρακί με μάτια δακρυσμένα. «Πάντως να ξέρεις ένα πράγμα. Η δική μας πατρίδα εί ναι η Καππαδοκία. Αν φύγουμε και τα πόδια μας δε θα πατάνε πια (πο ιερό της χώμα, οι καρδιές μας θα βρίσκονται εδώ ανάμεσά σας, για να χτυπάνε σαν τα τύμπανα και να σας τρελαίνουν. Τα αλμυρά μας δάκρυα θα ξεράνουν τη γη που ποτίσαμε με τον ιδρώτα και το αίμα μας. Και το τραγούδι μας θα είναι το καθημερινό μας μοιρο λόι. Μην καταχραστείτε το βιος μας και τα υπάρχοντά μας, διότι θα κάψετε τα χέρια σας όταν θα τα πιάσετε». Ο Ριφκί συγκινείται και αρχίζει να κλαίει λέγοντας: «Μπαγιάν Ελισάβετ, αν αυτό είναι αλήθεια και γίνετε ανταλλά ξιμοι, θα επαναστατήσουμε. Εμείς ζήσαμε μονιασμένα και ο τόπος μάς αγκαλιάζει όλους. Χάρη στα πλούτη που φέρνετε εσείς οι Ρω μιοί από την Κωνσταντινούπολη, το χωριό μας έγινε υπολογίσιμο. Μας επισκέπτονται καραβάνια και μας τροφοδοτούν με όλα τα κα λά του Θεού. Περνάμε καλά μαζί σας. Τίποτα δεν έχομε να χωρί σουμε». Τα ορεκτικά πλημμυρίζουν το τραπέζι. Το ρακί μουσκεύει το
422
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
τραπεζομάντιλο, γιατί κλαίει ο Μαχμούτ και το σερβίρισμα αστοχεί. "Υστερα από μια μικρή σιωπή, ο Ριφκί φυσάει τη μύτη, σκουπί ζεται με τα μανίκια του, γυρίζει προς τον οικοδεσπότη και του λέει με θράσος: «Βασίλ’ αγά, θα μου δώσεις κάτι και μένα από τα τόσα καλούδια που έχετε για να σας θυμάμαι όταν φύγετε;». «Άσε πρώτα να φύγουμε και τα λέμε. Πού ξέρεις, μπορεί να εί ναι και διαδόσεις όλα αυτά ή εκφοβισμός για να φύγουμε από μό νοι μας. Ας έρθει εκείνη η ώρα, Ριφκί, και θα τα πούμε πάλι». Ο Ριφκί ετοιμάζεται να φύγει και ζητάει όπως πάντα τα πεσκέ σια του, τα οποία αρνείται να του δώσει η Εμεριέ. Η Ελισάβετ ανεβαίνει τρέχοντας τις σκάλες και επιστρέφει με έ να μικρό πουγκί γεμάτο φλουριά. «Ριφκί, για τα νέα που μας έφερες, να, πάρε αυτό σαν προκατα βολή. Αν μας φέρεις κι άλλα πιο ενδιαφέροντα νέα, φέρ το πίσω ά δειο για να ο το ξαναγεμίσω». Ο Ριφκί πέφτει στα πόδια της γονατιστός. Της φιλάει τα πασου μάκια και μονολογεί ευχές και στιχάκια από το Κοράνι. Βουτάει το πουγκί και το ανοίγει γρήγορα για να δει τα γρόσια που περιέχει. Βγάζει μερικά και διαπιστώνει ότι είναι φλουριά μαλαματένια. Τρε λαίνεται. Κλαίει και σκούζει από τη χαρά του. Αυτό δεν το περίμενε από την Ελισάβετ που τον μισεί. Ξεχνάει στο δάπεδο τα λουκάνι κα και τα χοιρινά κοψίδια που έχει τυλίξει η Εμεριέ να πάρει μαζί του και πετάγεται τρεχάλα στο σκοτεινό σοκάκι.
Οι αποκαλύψεις
Τ ο ΒΡΑΔΥ η Ελισάβετ ανοίγει την αγκαλιά της και τυλίγει τον αγα πημένο της Βασίλη. Είναι γεμάτη αγάπη και πάθος γι’ αυτόν τον πα νέμορφο άντρα που ζει στην Κωνσταντινούπολη μακριά της. Η α γάπη ρίχνει άπλετο φως στις ερωτικές σκιές που υπάρχουν ανάμεσά τους. Τα τζάμια του επιβλητικού αρχοντικού θαμπώνουν για να γεμίσει η κάμαρα τρυφερές υποσχέσεις. Αυτή η σκληρή γυναίκα λύ νει τα μακριά μαλλιά, περνάει στο δάχτυλο το διαμαντένιο δαχτυλίδι του σουλτάνου που της χάρισε η μάνα της, ρίχνει μερικές σταγό νες από το γαλλικό άρωμα της Σεκερίμ και ξαναγίνεται κοπέλα. Γί νεται ανατολίτισσα ξελογιάστρα και χορεύει γυμνή μπροστά στον άντρα της, που καίγεται από ερωτικό πάθος, όπως την πρώτη νύχτά του γάμου τους. Και όταν δένονται και γίνονται ένα, ανοίγουν τις ιιόρτες της καρδιάς και της ψυχής ορθάνοιχτα στο όνειρο. «Βασίλη, εξακολουθείς να έχεις εκείνη την Τουρκάλα ερωμένη (πην Πόλη;» ρωτάει η Ελισάβετ. «Ελισάβετ, πού το έμαθες αυτό;» «Βασίλη, πες μου αλήθεια! Μου το είπε η μάνα για να με κάνει να γυρίσω στην Κωνσταντινούπολη, κοντά σου». «Κι εκείνη πού το ξέρει;» «Η Σεκερίμ έχει τα λαγωνικά της. Μην το ξεχνάς ποτέ!» «Καλό κι αυτό!» λέει κατάπληκτος. Είναι μια συζήτηση που δε θέλει με τίποτα να κάνει με τη γυ ναίκα του. Η Ελισάβετ αποτελεί κάτι το ιερό για εκείνον. Σιωπά α
424
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
ποσβολωμένος. Δε βρίσκει ούτε ένα γρήγορο ψέμα για να δικαιολο γηθεί. «Την τελευταία φορά που ήμασταν στην Πόλη, πήγατε βόλτα με την Αϊσέ και την Αναστασία. Θυμάσαι που τις έβγαλες περίπατο;» «Όχι, δε θυμάμαι. Πώς θυμάσαι, Ελισάβετ μου, εσύ, αφού δεν ή σουν μαζί μας;» της λέει γεμάτος περιέργεια και φόβο. «Η Αϊσέ μού είπε πως περάσατε από ένα κοσμοπολίτικο σοκάκι του Πέραν, χαιρέτησες μια Τουρκάλα ο ένα παράθυρο, κι εκείνη σε ράντισε με ροδοπέταλα και σου έστειλε φιλιά. Ελπίζω να μην είναι καμιά από τις φίλες μου». Πρώτη φορά ο Βασίλ’ αγάς διαπιστώνει ότι η γυναίκα του τον ζη λεύει. Και τον ζηλεύει πολύ, γιατί τα δάκρυα βρέχουν το μαξιλάρι της. Ο πόνος της καρδιάς τα κάνει να λαμπυρίζουν, κι ας έχει σκοτάδι στην κάμαρα. «Ελισάβετ μου, μη στενοχωριέσαι. Είναι μόνο μια απλή φιλία που με συνδέει με αυτή την Τουρκάλα. Τώρα που θα είσαι κοντά μου στην Πόλη, όλα θα είναι διαφορετικά. Κλείσε τώρα τα πανέμορφα μάτια σου και άφησε το κορμί σου να ξεκουραστεί μετά από αυτά που κάναμε μαζί. Η νύχτα τελειώνει και αύριο μας περιμένει δουλειά». «Όχι, θέλω να μου μιλήσεις για το γιαλί στο Βόσπορο. Πόσες γυ ναίκες σε περιμένουν εκεί και τι εθνικότητος; Είναι Τουρκάλες, εί ναι Γαλλίδες, Ρωσίδες, Αλβανίδες ή Γιουγκοσλάβες;» «Ελίζα, άφησέ τα αυτά. Νομίζεις ότι για έναν άντρα που ζει μα κριά από την οικογένειά του, που δεν έχει τη γυναίκα του δίπλα να του συμπαραστέκεται με το γλυκό της λόγο και το τρυφερό της χά δι, είναι εύκολο να κοιμάται στις αγκαλιές των ξένων γυναικών;» «Βασίλη, αν κατάλαβα καλά, θυσιάζεσαι με το να διατηρείς ένα μικρό χαρέμι. Εμένα με ρωτάς αν αυτό το ανέχομαι; Αν μου είναι εύ κολο να σε συγχωρήσω;» «Αγαπημένη μου Ελισάβετ, τόσα χρόνια σε παρακαλάω να έρθεις στην Κωνσταντινούπολη κοντά μου; Από το 1908, όταν τα πράγμα
ΣΕΚΕΡΙΜ
425
τα άλλαξαν και ήρθαν τα πάνω κάτω. Τότε που εξόρισαν το σουλ τάνο που λάτρευε τη μάνα μας. Θυμάσαι; Εσύ είχες τα δικά σου ό νειρα. Δεν κατόρθωσα να σε πείσω. Τι έπρεπε να κάνω; Άλλωστε την εποχή εκείνη όλοι οι ευκατάστατοι φίλοι μου διατηρούσαν από ένα μικρό χαρέμι. Οι γυναίκες έπεφταν στην αγκαλιά μου η μια μετά την άλλη και οι ξένοι ατζέντηδες μου έφερναν πεσκέσι ομορφονιές από το Μπάρι, τη Νάπολη και τη Γένοβα. Στο γιαλί πάνω στο Βό σπορο έβρισκαν καταφύγιο. Αν τις πετοΰσα στο δρόμο, θα γίνονταν πόρνες και θα πέθαιναν άρρωστες. Η καρδιά μου και η ψυχή μου τη στιγμή του έρωτα που έκανα μαζί τους ήταν σε σένα, σ’ αυτήν ε δώ την κάμαρα, χωρίς να συμμετέχουν στην ηδονή του κορμιού μου. Οι κοπέλες με προκαλούσαν. Σκοπός τους ήταν να με ξελογιάσουν, θέλοντας να με απομακρύνουν από την οικογένειά μου. Προτού έρ θω εδώ, πούλησα το γιαλί και οι κοπέλες βρήκαν δουλειά σε σπίτια σαν δασκάλες και γκουβερνάντες». «Βασίλ’ αγά μου, εν μέρει έχεις δίκιο. Αλλά τι το ήθελες το χα ρέμι; Είσαι όμορφος και οι γυναίκες σε προσέχουν πολύ και σου ρί χνονται, κυρίως οι ξένες και οι πολίτισσες. Μάθε ότι αυτό κάνει δυ στυχισμένη μια σύζυγο. Έλα στη θέση μου!» «Ελισάβετ, οι γυναίκες στην Πόλη και παντού δεν έχουν μπέσα. Κοιτάζουν να βολευτούν με τον καλύτερο τρόπο. Ένα βράδυ την ώ ρα που κοιμόμουν στο σπίτι μας στο Πέραν ένιωσα να χώνεται στο πάπλωμά μου και να γλιστράει προς το μέρος μου ένα γυναικείο κορμί. Έκανα πως κοιμόμουν, όταν ένιωσα χάδια στα ευαίσθητα σημεία του σώματός μου. Με διέγειρε αφάνταστα, πήγα να τρελα θώ. Νόμισα πως μια από τις κοπέλες του χαρεμιού μου κατόρθωσε να τρυπώσει στο σπίτι μας για να βρεθεί στο κρεβάτι μου. Σημειωτέον ότι αυτό τους το είχα απαγορεύσει. Τα χάδια και τα φιλιά της μέσα στο σκοτάδι ήταν ξεχωριστά και δε μου θύμιζαν καμιά τους. Η γυναίκα που έπαιζε με το κορμί μου δε μιλούσε καθόλου, είχε μό νο αναπνοή αρωματισμένη και κινήσεις ώριμης γυναίκας με πείρα.
426
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
Όταν το ερωτικό μας παιχνίδι τελείωσε και έδεσε τα μαλλιά της, με ευχαρίστησε με γαλλική προφορά. Ή ταν η μαντάμ Ροζ!» «Τι είπες; Αφιλότιμε, ακόμα και με την γκουβερνάντα της κόρης σου κοιμήθηκες! Σε μισώ! Αυτό δεν το περίμενα!» «Ελισάβετ, η γυναίκα αυτή ήρθε στο κρεβάτι μου με μαεστρία. Τίποτα δεν κατάλαβα μέσα στον ύπνο μου. Όταν το ανακάλυψα ή ταν αργά. Της μίλησα αυστηρά και της ζήτησα να φύγει. Επικοινώ νησα με το γαλλικό προξενείο και ετοίμασα τα χαρτιά της να επι στρέφει στη χώρα της. Τότε έγινε το δράμα. Έπεσε στα πόδια μου και με παρακάλεσε να την κρατήσω και να ξεχάσω το συμβάν. Με απειλούσε ότι θα πέσει στο Βόσπορο να πνιγεί. Μου έδωσε το λόγο της ότι ο ρόλος της στην οικογένεια θα είναι αυτός για τον οποίο την προσλάβαμε, δηλαδή της γκουβερνάντας. Το διαβατήριό της είναι έγκυρο, το κρατάω στα χέρια μου. Μπορείς να τη διώξεις ανά πάσα στιγμή. Τώρα ξέρεις την αλήθεια». Η Ελισάβετ βηματίζει στην κάμαρα πάνω κάτω. Αν μπορούσε, θα περπατούσε ανάποδα στο ταβάνι από τα νεύρα της. Νιώθει λύσσα μέσα της, δεν μπορεί να συγκρατηθεί. Θέλει να τον κάνει να πονέ σει πάση θυσία, ακόμα και με ψέματα. «Βασίλ’ αγά, μιας και είναι η στιγμή των μεγάλων αποκαλύψεων και της αλήθειας, έχω να σου εξομολογηθώ κι εγώ κάτι παρόμοιο». Ο άντρας της πετάει τα στρώματα και πέφτει γονατιστός στα πό δια της. «Ελισάβετ, μη μου εφεύρεις κάποια ιστορία για να με εκδικη θείς. Δεν είναι πρέπον για μια αρχόντισσα σαν και σένα. Σε παρα καλώ μην ταπεινώνεσαι». «Βασίλ’ αγά, προσπάθησε να με βιάσει ο στρατιώτης που σκότωσε ο Κεμάλ». Η αλήθεια είναι ότι ήθελε να του εξομολογηθεί, για να πάρει σω στή εκδίκηση, τα αισθήματα που τρέφει για τον Μουσταφά Κεμάλ από τότε που την έσωσε και τη χάιδεψε μετά τρυφερά στα μαλλιά.
ΣΕΚΕΡΙΜ
427
Αλλά δεν τόλμησε. Συγκρατήθηκε. Κράτησε τα αισθήματα μόνο για τον εαυτό της. «Τι είπες;» «Είπα αυτό που ακόυσες! Ο στρατιώτης του Κεμάλ μέσα στο σπί τι μας! Να εκεί!» λέει δείχνοντας το διπλανό δωμάτιο. «Πότε; Γιατί δε μου το είπες να τον σφάξω με τα ίδια μου τα χέ ρια; Πώς έγινε αυτό!» «Τότε που επιτάξανε το σπίτι μας. Ένα πρωί ο Κεμάλ με φώναξε και μου ζήτησε να τον πλΰνω, να τον καθαρίσω. Εγώ αρνήθηκα. Τό τε ζήτησε να του στείλω μια δούλα να τον βοηθήσει να κάνει την τουα λέτα του. Φεύγοντας από το δωμάτιό του βρέθηκα μπροστά σε ένα μεθυσμένο στρατιώτη, που με παρέσυρε στο διπλανό δωμάτιο κλει δώνοντας την πόρτα. Με χαστούκισε και μου ζήτησε να του βγάλω τις μπότες. Στην αρχή αρνήθηκα, και όταν στο τέλος έσκυψα να του τις βγάλω, με πέταξε στο πάτωμα με μια δυνατή κλοτσιά. Κατόπιν με τράβηξε στο κρεβάτι, με χτύπησε στο πρόσωπο και στο σώμα, προσπαθώντας να με βιάσει ξεσκίζοντας τα ρούχα μου. Πάλευα σχεδόν γυμνή. Με τα νύχια μου του έσκισα τα χείλη, του έσπασα το χέρι χτυπώντας τον. Με έσωσε ο Κεμάλ, που άκουσε το θόρυβο κάι μπήκε στο δωμάτιο Θα μπορούσα να τον είχα σκοτώσει η ίδια εκείνη τη στιγμή. Στον κόρφο μου είχα το περίστροφο. Ή τανε τύφλα στο μεθύσι και δεν το ανακάλυψε. Αλλά αν τον σκότωνα, ποιο θα ήτα νε το αποτέλεσμα; Οι αξιωματικοί του θα μας έσφαζαν όλους. Θα άρπαζαν το χρυσάφι μας και θα έφευγαν νικητές, καίγοντας το σπί τι μας και ολόκληρο το χωριό. Τσως να έπαιρναν τα κεφάλια όλων των συγχωριανών μας προηγουμένως. Αυτός είναι ο λόγος που δεν έμαθες μέχρι σήμερα την αλήθεια, αλλά ούτε και θα τη μάθαινες αν δε με προκαλούσες με τους έρωτές σου στην Κωνσταντινούπο λη». «Γιατί, γιατί δε μου το είπες;» λέει ο Βασίλ’ αγάς πνιγμένος στην ντροπή και στον πόνο.
428
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
«Βασίλ’ αγά, πρόσεξε, δεν το έχω εξομολογηθεί ούτε στον παπαΓρηγόρη. Κοινωνάω χωρίς εξομολόγηση πια! Ούτε η μάνα το ξέρει. Ούτε κανείς άλλος εκτός από το βιαστή μου, τον Κεμάλ, το Θεό κι εσένα! Βασίλη, τη μέρα εκείνη με ρώτησες πού χτύπησα και σου α πάντησα πως με γκρέμισε η Ελένη, το άλογό μου, στο λιβάδι». Πέφτει ο ένας στην αγκαλιά του άλλου κλαίγοντας. «Εγώ σε ονόμαζα πάντα ηρωίδα και το επαναλαμβάνω τώρα. Γυ ναίκα μου, πάμε να φύγουμε, ο τόπος αυτός πια δε μας σηκώνει!» «Βασίλη, πώς θα συμπεριφερθώ στη Ροζ τώρα που γνωρίζω την ανάρμοστη συμπεριφορά της; Την έλλειψη σεβασμού προς το πρό σωπό μου, όταν εγώ την εμπιστεύομαι να ζει με τη μάνα και τον ά ντρα μου; Δε θα τη συγχωρήσω, Βασίλη, ο το λέω!» «Προσποιήσου πως δεν ξέρεις τίποτα. Αυτή θα το καταλάβει, δεν είναι χαζή. Ή δη κάθεται σαν βρεγμένη γάτα στη γωνιά της. Δώσε τόπο στην οργή. Περνάμε δύσκολες μέρες, μπροστά μας ανοίγονται μονόδρομοι, που τις περισσότερες φορές δεν οδηγούν πουθενά. Οι ισορροπίες κρατιούνται όπως το νερό ανάμεσα στα δάχτυλα. Υποσχέσου πως δε θα ταπεινωθείς». Αποκοιμήθηκαν αγκαλιασμένοι οτο μυθικό κρεβάτι όπου κοι μόταν ο Μουσταφά Κεμάλ την περίοδο της επίταξης του σπιτιού τους, πιστεύοντας και οι δυο ότι τα πράγματα θα αλλάξουν μετά την οριστική επιστροφή και εγκατάσταση της οικογένειας στην Κων σταντινούπολη. Η Ελισάβετ έκανε καλά που δεν αποκάλυψε τα αισθήματά της για το «σωτήρα της», που όταν τον σκέφτεται αναστατώνεται.
Την επομένη το πρωί όλο το χωριό μιλάει για τη δολοφονία του Ριφκί. Το νέο πέφτει σαν βόμβα. Η Ελισάβετ θέλει να μάθει αν βρέθη καν πάνω του τα φλουριά. Κανένας δεν ξέρει να δώσει οποιαδήποτε πληροφορία. Ο κατής* βρίσκεται στο χωριό και κάνει ανακρίσεις.
ΣΕΚΕΡΙΜ
429
Η Ελισάβετ καλεί τους παρόντες της περασμένης νύχτας και μάρ τυρες της άφιξης του τελάλη στο αρχοντικό τους και δίνει ρητές ε ντολές: «Προσέξτε όλοι σας καλά. Τα φλουριά δεν είναι δικά μας. Δεν τα δώσαμε εμείς στον Ριφκί. Αλλιώς, τα κεφάλια μας θα ταξιδέψουν με το ποτάμι προς τη θάλασσα. Αν μας ρωτήσουν, θα πούμε ότι έ(ρερε το γράμμα και έφυγε αμέσως». Όλοι συμφωνούν και ο Μαχμούτ τρέχει στον Απόση, τον κοινοιάρχη, μήπως και ακούσει καμιά λεπτομέρεια για το θάνατο του τε λάλη. Κανένας δε μιλάει για το πουγκί με τα χρυσά φλουριά. Το χω ριό δίνει το ίδιο και απαράλλακτο νέο, ότι ο Ριφκί βρέθηκε στραγ γαλισμένος έξω από την καλύβα του. Είχε όμως πληγές και γρα τσουνίσματα από δαγκωματιές άγριων σκύλων και τα δάχτυλα του αριστερού του χεριού σπασμένα. Ο Μαχμούτ επιστρέφει και τους αφηγείται τα καθέκαστα. Αμέ σως όλοι συμφωνούν ότι εγκληματίες ληστές σκότωσαν τον κακο μοίρη τον τελάλη γιατί κρατούσε πάνω του τα χρυσά. Τον σκότωσαν και τον έκλεψαν. Δε χρειάζεται πολύ μυαλό για να καταλάβουν όλοι άτι το χωριό είναι περικυκλωμένο από κακοποιούς. Τα μπαούλα ανοίγουν και τα πολύτιμα πράγματα μαζεύονται μέ σα. Πολύτιμα πράγματα... Τι θα μπορούσε να είναι πιο πολύτιμο αυτή τη στιγμή από την ίδια τη ζωή τους; Το κατώφλι τους θα γνω ρίσει καινούριους ιδιοκτήτες, που θα μπαινοβγαίνουν ανεπιθύμη τοι. Θα έχουν τουρκικά ονόματα και τα πόδια τους θα έχουν διαφο ρετικές πατημασιές και συνήθειες. Οι άνθρωποι αυτοί θα είναι φερ μένοι από μακρινές χώρες, που, σαν και την Ελισάβετ, θα είναι ξε ριζωμένοι από τη γη τους χωρίς τη θέλησή τους. Θα μπουν στο σπίιι τους, θα ψάξουν όλες τις γωνιές, θα αναποδογυρίσουν τα έπιπλα και τα οικογενειακά κειμήλια, θα τα κάνουν δικά τους. Θα τα πετάνε εδώ και κει χωρίς να τα σέβονται, να τα πονάνε. Γιατί, μήπως δού λεψαν, μόχθησαν για να τα αποκτήσουν;
430
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
Η Ελισάβετ με τον άντρα της αποφασίζουν να δώσουν πολλά α πό τα αγαπημένα τους αντικείμενα στον Σουλεϊμάν, τον πιστικό τους. Όταν ο γιος του ο Αλή μεγαλώσει να του τα προσφέρει σαν δώρο α πό τη Σεκερίμ. Είναι εντυπωσιακό πόσο ο μικρός Αλή θαυμάζει τη Σεκερίμ. Από τη στιγμή που έμαθε ότι έρχεται από την Πόλη ξημε ροβραδιάζεται στην άκρη της αυλής και την περιμένει καρτερικά παίζοντας με τα λυκόσκυλα. Όταν είναι κοντά της την κοιτάζει στο στόμα μετρώντας τα λόγια της. Το βλέμμα του παρακολουθεί τη μα τιά της. Καρφώνει τα μαύρα σαν σποράκια ματάκια του στα χέρια της και παρατηρεί κάθε κίνησή τους στο τελάρο που κεντάει. Και τα πόδια του την ακολουθουν σαν σκιά, όπου πάει κι όπου σταθεί. «Κρί μα που δεν είσαι κόρη να σου μάθω κέντημα!» του έλεγε η Σεκερίμ ακουμπώντας στοργικά το κεφαλάκι του. Δυστυχώς ο Αλή θα χάσει την αγάπη που παίρνει από την οικογένεια του Βασίλ’ αγά. Θα χά σει και τα τυχερά όταν μετά τα θελήματα γεμίζουν οι χουφτίτσες του Υρόσια και ζαχαρωτά. Η Ελισάβετ, παρά την κούρασή της, στολίστηκε για να καθίσει στο τραπέζι. Μάλλον θέλει να φέρει πίσω τις ευλογημένες μέρες, που έφυγαν ανεπιστρεπτί. Τότε που το πιο απλό φαγητό γινόταν α πολαυστικό έδεσμα και η κάθε μπουκιά γλύκισμα στη γλώσσα και στον ουρανίσκο. Τότε που πίστευε ότι ο άντρας της είχε ολοκληρω τικά χαζέψει με το να της ζητάει επίμονα να αφήσει τον τόπο της για να ζήσουν, τάχα ήσυχα, στην Κωνσταντινούπολη. Ό χι πως δεν της άρεσαν οι διασκεδάσεις της Βασιλεύουσας, οι κοσμοπολίτικες συ ναναστροφές της Σεκερίμ και η καλοπέραση. Αντίθετα, όλα αυτά τα λάτρευε μαζί με τα πλούσια φαγητά, τα υπέροχα κρασιά, τα ζαχα ρωτά και τους μαγευτικούς περιπάτους στις όχθες του Βοοπόρου. Είχε τους λόγους της να μένει στην Καππαδοκία. Μέσα της φωλιά ζει πέλαγος φουρτουνιασμένο, και η μεγάλη περιπέτεια ακόμα δεν άρχισε. Το όμορφο λιμάνι, που τόσα χρόνια δημιούργησε με κόπο και αυτοθυσίες, το βούλιαξαν τα κύματα. Έχει καταγράφει από την
ΣΕΚΕΡΙΜ
431
κεμαλική συμμορία και τώρα ξεπουλιέται όσο όσο ή μάλλον χαρί ζεται. Κανένας δε μιλάει στο τραπέζι. Οι μπουκιές κατεβαίνουν σαν πέ τρες και φράζουν το λαρύγγι. Η Ελισάβετ τελικά καταφέρνει να βγάλει μερικές λέξεις από το στόμα της: «Βασίλη, αν τους πληρώναμε; Αν τους γλυκαίναμε με μάλαμα;». «Ποιους, Ελισάβετ; Τι σκέφτεται το μυαλό σου πάλι;» «Τους κεμαλικούς που θα έρθουν να κάνουν την απογραφή. Να τους εξαγοράσουμε όσο όσο, για να μη μας βάλουν στη λίστα σαν α νταλλάξιμους. Αντέχεις ν’ αφήσεις τα πάντα πίσω σου, να γυρίσεις την πλάτη και να φύγεις;» «Άκουσέ με, αγαπητή μου Ελισάβετ», της λέει εκείνος με φωνή που δε θυμίζει καθόλου τη δική του, ενώ κάνει νόημα στον Μαχμούτ να του ανάψει ένα ναργιλέ. «Δε θα χάσουμε τίποτα. Ό ,τι περιουσία μάς πάρουν με την ίδια θα μας αποζημιώσουν στην Ελλάδα. Εμείς όμως, σου επαναλαμβάνω για πολλοστή φορά, είμαστε εταμπλί, εί μαστε δηλωμένοι στα μητρώα της Κωνσταντινούπολης και κανένας Τούρκος δεν τολμά να μας πειράξει, μας προστατεύει ο νόμος». «Βασίλη, θα είναι δύσκολο να μετακινηθούμε ως την Κωνστανανούπολη. Θα μας σφάξουν καθ' οδόν. Καλύτερα είναι να πεθάνουμε εδώ, μέσα στο σπίτι μας. Κάποιος χριστιανός θα μας μαζέψει και θα θάψει τα κορμιά μας». Ο Βασίλ’ αγάς σηκώνεται και με τόνο σοβαρό απευθύνεται σε ό λους με κουβέντες σταράτες: «Ελισάβετ, και όλοι σας ακούστε με καλά. Από αύριο το πρωί ό λα τα πράγματα θα μαζευτούν στις γαλαρίες. Θα πάρουμε μαζί μας πολύ λίγα πράγματα, τα απαραίτητα για το ταξίδι. Κυρίως χαρτιά, συμβόλαια, συμφωνητικά, προσύμφωνα και κάθε αποδεικτικό των αγαθών μας. Μια μέρα εμείς ή τα παιδιά μας θα γυρίσουμε πίσω να τα ανακτήσουμε. Κυρά μου, μη θλίβεσαι για τα προσωρινά και τα
432
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
επίγεια. Οι άνθρωποί μας να είναι καλά και όλα θα τα αντέξουμε. Στο ταξίδι μας θα μας προστατεύουν ο Αϊ-Γιώργης και οι Ταξιάρχες. Στην Πόλη έχομε όλα τα καλά. Η ποιότητα της ζωής μας εκεί είναι πολΰ καλύτερη από εδώ. Γυναίκα μου, δε σε αδικώ για την αγωνία σου, έχω κι εγώ την ίδια και μεγαλύτερη. Ζητώ να συνεργαστείς μα ζί μου και να ξεπεράσουμε τον ύφαλο που βρέθηκε μπροστά μας. Ακόμα κι αν δε χάναμε τον πόλεμο, έπρεπε μια μέρα να εγκατα σταθείς ειρηνικά κοντά μου στην Κωνσταντινούπολη». Χώνεται στη βελούδινη πολυθρόνα και βγάζει τον αρωματικό κα πνό από τα σπλάχνα του κοιτάζοντας τον κρυστάλλινο πολυέλαιο που κρέμεται από το ψηλό ταβάνι. Ο Μαχμούτ ανοίγει την πόρτα της σάλας δειλά και αναγγέλλει στο αφεντικό του την άφιξη του δάσκαλου Πρόδρομου Νάκη και του Απόση, του μουχτάρη. Η Εμεριέ ψήνει καφέ και ετοιμάζει ένα δίσκο με διάφορα γλυ κά του κουταλιού, γιαούρτι και αφράτες ζαχαρωμένες τσίπες. Ο Μαχ μούτ φέρνει ένα σινί με φρούτα φρέσκα και αποξηραμένα, τα βάζει στη μέση του τραπεζιού και αποσύρεται στη γωνιά του παρακολου θώντας στα μάτια τους άντρες. Η Ελισάβετ ανεβαίνει στην κάμαρά της, φοράει μια μακριά ε σάρπα, τρίβει με τα δυο της χέρια το στήθος, δίνοντας έτσι ένα χά δι στην ψυχή της, χτενίζει τα σγουρά μαλλιά και κατεβαίνει στη σά λα να συναντήσει τους συγγενείς της. Το βλέμμα της μετράει τα πα ράθυρα. Αποφεύγει να τα κοιτάξει. Νομίζει ότι θα αντικρίσει τα μά τια των ληστών. Γιατί να τρομάζει τόσο σε κάθε χτύπημα της εξώ πορτας; Η καρδιά της χτυπάει. Ζητάει ευτυχισμένες μέρες, διψάει για ζωή. Ο θάνατος όμως παραμονεύει τριγύρω και τη σκιάζει. 'Εχει δίκιο ο Βασίλης, πρέπει να φύγουν το γρηγορότερο. Περιμένει τη μά να με ανυπομονησία και τη μαντάμ Ροζ. Ξέρει η Σεκερίμ άραγε πως το ταξίδι της αυτό στα Ποτάμια θα είναι και το αποχαιρετιστήριο, για αρκετά χρόνια τουλάχιστον;
ΣΕΚΕΡΙΜ
433
Το ρούφηγμα του καφέ ακούγεται ξένοιαστο. Τα σιρόπια χαϊ δεύουν τα μουστάκια και η γλώσσα πλατσουρίζει ευτυχισμένη μέσα ατο στόμα ζητώντας ανοχή για την απρεπή συμπεριφορά της. Μα έ τσι γίνεται πάντα όταν οι επισκέπτες της Ελισάβετ* τρώνε το γλυκό τριαντάφυλλο, που ευωδιάζει. Αυτή η φίνα γεύση ξετρέλαινε το σουλ τάνο Αμπντούλ Χαμίντ και τις γυναίκες του χαρεμιού του. Πόσες χι λιάδες βάζα από το γλυκό τριαντάφυλλο δεν έστειλε στο Γιλντίζ σα ράι! Πόσους τόνους στο Ντολμαμπαχτσέ σαράι, σε βεζίρηδες και α ντιπροσώπους της ελληνοοθωμανικής Βουλής! Δεκάδες βάζα έδινε ο Βασίλ’ αγάς στους ξένους καπετάνιους και ατζέντηδες για να τους καλοπιάσει και να διευρύνει τις εμπορικές του συναλλαγές. Εκείνοι ταξίδευαν αυτή τη γεύση στα μέρη τους και όταν ξαναγυρνούσαν δεν ξεχνούσαν να ανταποδώσουν με ευγενικά δώρα. Η Ελισάβετ, καταποντισμένη από τις σκέψεις της, δεν,παρακολουθεί τη συζήτηση των αντρών. Είναι μια άυλη παρουσία χωρίς ο ντότητα με το νου φευγάτο στα περασμένα. «Βασίλ’ αγά, παρέλαβες τα χαρτιά της απογραφής;» ρωτάει ο Πρόδρομος. «Ναι, ξάδερφε! Τα κρατάω στον κόρφο μου. Εσύ είσαι έτοιμος για αναχώρηση;» «Πανέτοιμος, Βασίλ’ αγά! Επιτέλους στην Κωνσταντινούπολη ελ πίζω να ασχοληθείς με τις επιχειρήσεις σου και να τις βάλεις σε κα λό δρόμο». «Εσύ τι θα κάνεις; Έχεις κάποια πρόταση από τους μορφωτικούς συλλόγους;» «Εγώ θα ζητήσω πρωτίστως να διδάξω σε ένα από τα σχολεία της ομογένειας, και με τα συμβούλια των ιδρυμάτων όπου είμαι μέλος θα έχω πλήρη απασχόληση. Εσύ τώρα που έφυγες άφησες στο γρα φείο ικανό άνθρωπο στο πόδι σου;» «Άφησα πολλή δουλειά πίσω μου και πρέπει να συμμαζευτώ για να ξαναβρώ τη ρέγουλά μου. Το μόνο που επιθυμώ είναι η Ελισά-
434
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
βει και η μάνα μας να αποδεχτούν τη νέα μας ζωή χωρίς προβλή ματα. Πρόδρομε, θα τρέχεις στην Κωνσταντινούπολη και δε θα προ λαβαίνεις. Ο κόσμος σήμερα άρχισε να μορφώνεται». Η Ελισάβετ όλα αυτά τα ακούει σαν χαμένη. Ο άντρας της έχει τα χαρτιά της απογραφής στα χέρια! Έφτασε η ώρα! «Θείε, τι θα κάνετε με το γάμο του Γιώργου και της Θεανούλας;» «Τον αναβάλαμε για ένα χρόνο. Να έρθει η Μαριγώ με το καλό στην Πόλη, να ηρεμήσει η κατάσταση και βλέπουμε. Ευτυχώς οι αρραβωνιασμένοι δέχτηκαν την αναβολή του γάμου τους χωρίς προ βλήματα». «Ευτυχώς για όλους! Η χαρά των παιδιών θα δώσει και στα σπί τια μας μια καινούρια νότα αισιοδοξίας. Και όχι μόνο! Η Σεκερίμ θα μπορέσει να ασχοληθεί με το νυφικό της νύφης σου και όλοι μα ζί θα δώσουμε ένα χέρι». Ο Απόσης, καθισμένος βαθιά στον κόκκινο βελούδινο καναπέ, ακούει σκεφτικός τους φίλους του χωρίς να παρεμβαίνει. Κάποια στιγμή ρωτάει: «Σε ποια τράπεζα θα καταθέσουμε τα χρήματα που θα πάρου με μαζί μας;» «Στην Οθωμανική Τράπεζα. Οι κεμαλικοί έχουν θέσει υπό τον έλεγχό τους εδώ και αρκετούς μήνες τα τοπικά παραρτήματα της Οθωμανικής Τράπεζας, του Οργανισμού Οθωμανικού Χρέους και του Οργανισμού Διαχείρισης Οθωμανικών Καπνών. Είναι οι τρεις μεγάλοι οργανισμοί που εξυπηρετούν τα συμφέροντα του μεγάλου ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Τα οικονομικά του εθνικού κινήματος ενισχύθηκαν από τα εισοδήματα των ιδρυμάτων, που ήρθαν την κα τάλληλη στιγμή. Οι κυβερνώντες ξέρουν να οικειοποιούνται κεφά λαια που δεν τους ανήκουν. Πρέπει να παραδεχτούμε ότι είναι τυ χεροί!» «Τυχεροί και κουροφέξαλα! Είναι οι Ρώσοι, ξάδερφε, που βοη θάνε. Μπήκαν για τα καλά στη χώρα και να δούμε πώς θα τους ξε
ΣΕΚΕΡΙΜ
435
φορτωθούμε!» λέει ο Βασίλ’ αγάς δείχνοντας ότι δεν του αρέσει κα θόλου η ιδέα. «Ναι, είναι γεγονός. Υπάρχει έντονη ρωσική διείσδυση στην Τουρκία, που δεν περιορίζεται στο πλαίσιο της στρατιωτικής βοή θειας και στην άσκηση πολιτικής επιρροής. Κομμουνιστικές ομά δες σκορπίστηκαν και ανιχνεύουν σπιθαμή προς σπιθαμή την Ανατολία και εγκατέστησαν σε κεμαλικό έδαφος τα εμπορικά γραφεία και τις αποστολές ερευνητών, για να ανακαλύψουν τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας και να τις εκμεταλλευτούν. Θα μας ξεζου μίσουν!» «Και οι Αμερικανοί τι κάνουν; Με τα μάτια μου είδα να δένουν πολλά καράβια με αμερικανική βοήθεια», λέει ο Βασίλ’ αγάς. «Δεν κατάλαβες, Βασίλη;» αρχίζει να εξηγεί ο δάσκαλος. «Η Αμε ρική έδειξε την αγάπη της με φιλανθρωπία. Μπήκε ευγενικά στη χώρα. Έστειλε φαγητό στους πεινασμένους, ρούχα στους ρακένδυ τους και προώθησε συγχρόνως προς την Άγκυρα τους διαπιστευμέ νους εμπορικούς αντιπροσώπους της, που κυριολεκτικά έδρασαν σιην Ανατολία. Ακούστηκε πως οι Αμερικανοί θα κατασκευάσουν ε πί του τουρκικού εδάφους σιδηροδρομική γραμμή τέσσερα με πέ ντε χιλιάδες χιλιόμετρα. Μιλάμε για τεράστιο έργο! Κι αυτή είναι μία από τις μικρές πρωτοβουλίες των Αμερικανών, οι οποίοι με την οικονομική τους ευρωστία γίνονται κυρίαρχοι του κόσμου». «Καλά, και οι Σύμμαχοι κάθονται με σταυρωμένα τα χέρια;» ρω τάει ο Απόσης. «Όχι βέβαια!» του απαντά νηφάλιος ο δάσκαλος πάντα καλά πληροφορημένος. «Η Γαλλία δεν έμεινε αδρανής. Καθώς έκανε μεγά λες επενδύσεις στην Τουρκία πριν από τον πόλεμο, ήρθε η ώρα να πάρει τα κέρδη της. Άλλωστε είναι και η νικήτρια δύναμη, μην το ξε χνάμε. Με τη σειρά της λοιπόν πλευρίζει τους κεμαλικούς για οικο νομικές συμφωνίες. Οι πληροφορίες που έχω είναι ότι ο Μουσταφά Κεμάλ και ο Φρανκλέν Μπουγιόν συμφώνησαν για την κατασκευή
436
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
σιδηροδρόμων, για την εκμετάλλευση των ορυχείων του Χαρσίτ και για παραγγελίες όπλων». «Ποιος θα πρωτοκατασκευάσει τους σιδηροδρόμους, οι Γάλλοι ή οι Αμερικανοί; Σε λίγο θα τους δούμε να τρώγονται». «Η χώρα είναι αχανής κι έχει ανάγκη από εισαγωγή ξένων κε φαλαίων. Η Γαλλία δυσκολεύεται να αποδεχτεί επίσημα την κυβέρ νηση της Άγκυρας, έτσι τουλάχιστον διαβάζουμε στον ξένο Τύπο. Για την κυβέρνηση του κυρίου Μπριάν, η τουρκική κυβέρνηση βρί σκεται πάντοτε στην Κωνσταντινούπολη. Τι θα κάνει όμως; Γρήγο ρα οι δύο ηγέτες θα σμίξουν για να ανταλλάξουν χειραψίες, θα α ποδεχτούν συμφωνίες και θα τις υπογράψουν. Ο Κεμάλ θα τους καλοπιάσει, θα τους φέρει στη χώρα του, θα τους περιποιηθεί και δε θα δεσμευτεί καθόλου από μια χειραψία». «Πρόδρομε, τον Κεμάλ δεν πρέπει να τον θεωρούμε ηττημένο. Φοβάμαι ότι σε λίγο θα έχομε επίθεση σε όλα τα μέτωπα», λέει ο Βασίλ’ αγάς. «Κι εγώ έτσι νομίζω», του απαντά εκείνος κρύβοντας τα μάτια με τα χέρια, σαν να αδυνατεί να αντικρίσει το κακό που έρχεται. «Πρέ πει να φτάσουμε στην Πόλη πριν έρθουν οι δύσκολες στιγμές και μας καθηλώσουν στο χωριό. Τότε τα πράγματα δε θα είναι εύκολα για κανέναν μας». Και γυρνώντας προς την ανιψιό του λέει: «Ελισάβετ, τι έκανες με τα ζωντανά;». «Θείε, οι Τούρκοι έμαθαν πως θα φύγουμε. Ξέρουν ότι όλα τα πλούτη μας θα τα οικειοποιηθούν χωρίς να δώσουν γρόσι. Απλώς κάνουν υπομονή μερικές εβδομάδες χωρίς να βιάζονται. Κανένας δεν αγοράζει τίποτα. Ή ρθαν από την Καβασό και μου ζήτησαν τα μελίσσια και τα πρόβατα. Τους είπα πως θα τους τα δώσω μισια κά. Μισιακά και αγύριστα. Από το Μαυριτσό ζήτησαν τα χωράφια. Θα τους τα δώσω. Κι όταν θα έρθουν οι ανταλλάξιμοι, εύχομαι να μη βρούνε τόπο να σταθούν και γη καρπερή να σπείρουν το ψωμί τους».
ΣΕΚΕΡΙΜ
437
«Πότε φτάνει η Σεκερίμ;» ρωτάει και σφίγγει τα χείλη του ο Πρό δρομος. «Την περιμένουμε. Τα μάτια μας είναι κολλημένα στους δρό μους. Μας τηλεγράφησε φεύγοντας από την Πόλη πριν από μερικές μέρες. Ή ταν το τελευταίο γράμμα που διένειμε ο Ριφκί πριν τον (ίκοτώσουν. Λες να είναι κακό σημάδι;» «Όχι, κουζούμ. Τι κάθεσαι και σκέφτεσαι; Η Σεκερίμ δεν έπρε πε να έρθει. Αυτό το ταξίδι είναι πολύ κουραστικό για εκείνην, που είναι τόσο λεπτεπίλεπτη και ευαίσθητη». «Τσως θέλει να χαιρετήσει τους συγχωριανούς της. Ποιος ξέρει αν συναντηθούμε ποτέ με όσους τραβήξουν για την Ελλάδα; Να αποχαιρετήσει τα μέρη μας, το βιος μας. Να μεταφέρει τα κοσμήματά της, τα δώρα του σουλτάνου της, που τα φέραμε στο χωριό, δήθεν για ασφάλεια. Ευτυχώς που ακούσαμε τον Βασίλ’ αγά και κρύ ψαμε ορισμένα στο Ορτάκιοϊ!» «Καλά, παιδάκι μου, όλα αυτά τα φέρατε στο στόμα των λύκων; Αφού ξέρουμε ότι από παλιά εδώ γίνεται πλιάτσικο και χαλασμός». «Ποιος τα υπολόγιζε αυτά, θείε; Είχαμε φόβο μέσα μας; Εμείς κρατάμε το τουφέκι και δε σκεφτόμαστε δυο φορές για να πατή σουμε τη σκανδάλη όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν». «Το ξέρω, Ελισάβετ, και πολλές φορές θαύμασα το κουράγιο σου. Στην Πόλη δε θα απειλείσαι από τέτοιους κινδύνους, κι έτσι θα αιιοχωριστείς επιτέλους το σιδερικό που κρατάς κρυμμένο στο στή θος σου». «Το πιστεύεις αυτό που λες;» «Θέλω να το πιστεύω, Ελισάβετ. Μου κάνει καλό». Ο Βασίλ’ αγάς και ο Απόσης παίζουν τα κομπολόγια τους χτυ πώντας νευρικά τις χάντρες ανάμεσα στα δάχτυλά τους. Μάλλον μοι ράζονται τις ίδιες σκέψεις. Είναι ταξιδιώτες του ίδιου πλοίου. Έχουν ιον ίδιο προορισμό. Ο πρώτος σταθμός τους θα είναι η Κωνσταντι νούπολη. Ή δη οι μυρωδιές της κανέλας, του γαρίφαλου και του πρωί-
438
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
νού ψημένου σιμιτιού χαϊδεύουν τα ρουθούνια τους και διεγείρουν τις αισθήσεις τους. «Αμάν, Παναγία μου, πότε να φύγουμε!» σκέ φτεται ο Βασίλ’ αγάς. Τσιμπάει από νευρικότητα τα διάφορα φα γώσιμα που έχουν απομείνει πάνω στο τραπεζάκι, που κι αυτό θα πε ράσει σε ξένα χέρια. «Δάσκαλε, μίλησες προηγουμένως για τους Γάλλους. Οι Γάλλοι είναι πρώτοι μεταξύ των χρηματοδοτών της οθωμανικής αυτοκρα τορίας. Παίρνουν όμως και τη μερίδα του λέοντος. Βέβαια, οι κεμαλικοί υποδέχονται τους εκπροσώπους της Αντάντ, τους Ρώσους, τους Ιταλούς, και μετά από κάθε υπόκλιση αβροφροσύνης εξασφα λίζουν όπλα, πολεμοφόδια και χρυσές αγγλικές λίρες για να ισχυ ροποιήσουν το στρατό τους με σκοπό να νικήσουν στον πόλεμο κα τά των Ελλήνων», λέει ο Απόσης. «Θείε», παρεμβαίνει η Ελισάβετ, «εγώ μισώ τους Έλληνες στρα τιώτες διότι μας φέρονται πολύ άσχημα. Μας εξομοιώνουν με τους Τούρκους, αγνοώντας τη ρωμιοσύνη μας και το εθνικό πάθος που κρατά ακμαία τα φρονήματά μας. Και αν χάσουμε τον πόλεμο; Θα δείτε, θα μας εγκαταλείψουν απροστάτευτους και θα φύγουν. Πρώ τα οι αξιωματικοί και μετά οι απλοί στρατιώτες για να σώσουν τα το μάρια τους». «Πολύ φοβάμαι πως ο πόλεμος αργεί να τελειώσει. Και αν ακό μα ο πόλεμος τελειώσει υπέρ του ενός ή του άλλου, οι φάκελοι δε θα κλείσουν, θα παραμένουν ανοιχτοί κάτω από τις συνεχείς διαμαρ τυρίες των χαμένων και των προσφύγων, που θα σέρνονται από πε ριοχή σε περιοχή σαν ανεπιθύμητοι. Ο χώρος που περιβάλλει την Τουρκία ανακατανέμεται. Ύστερα από κάθε συνθήκη καταργούνται ηγεμονίες και βασίλεια, βιλαέτια αλλάζουν κράτη, χαράσσονται καινούρια σύνορα, εμφανίζονται νέα ισχυρά κοινωνικά και πο λιτικά συστήματα και αρχίζει η εποχή της αβεβαιότητας». «Δάσκαλε, το αιώνιο μίσος των Τούρκων για τους χριστιανούς πού μπορεί να αποδοθεί;» αναρωτιέται ο Απόσης.
ΣΕΚΕΡΙΜ
439
«Είναι πολύ απλό. Ο ελληνισμός, ορμώμενος από τα νησιά, α γωνίζεται για να κυριαρχήσει εκ νέου στη Μικρά Ασία. Στο Αιγαίο ελληνικά μπουρλοτιέρικα δεν αφήνουν ήσυχη την τουρκική αρμά δα. Επιτίθενται ακόμα και σε επιβατικά και τουρκικά πειρατικά πλοία. Κυνηγάνε, χτυπάνε και δεν υποχωρούν ούτε υπολογίζουν τις απώλειες. Εμείς, εννοώ οι χριστιανοί της Τουρκίας, είμαστε πολυ πληθείς. Ο αριθμός των χριστιανών στα δυτικά παράλια είναι με γάλος. Προστίθενται οι χριστιανοί του Πόντου, της ενδοχώρας και από τα ανατολικά οι Αρμένιοι, που οι κεμαλικοί τους θεωρούν με γάλη απειλή στα σχέδιά τους. Υπερέχομε ως μειονότητα στην Τουρ κία». «Δάσκαλε, εμείς δεν τους προκαλούμε. Ούτε τους κυνηγάμε ούιε τους χτυπάμε». «Τους προκαλούμε, Απόση, τους προκαλούμε άθελά μας. Θα α ναφέρω δύο σημεία, που είναι πολύ σημαντικά: μόρφωση και οικο νομική ανάπτυξη. Που έφερε την οικονομική δύναμη για την οποία κατηγορηθήκαμε στους ξένους ότι τη χρησιμοποιήσαμε για να κα ταπιέσουμε τον τουρκικό λαό. Θα σας φέρω ένα απλό παράδειγμα. Γιατί οι Τούρκοι των διπλανών χωριών δουλεύουν για μας; Διότι εί ναι οι εργάτες μας, οι πιστικοί μας. Δεν έχομε λοιπόν υπεροχή ένα ντι αυτών; Αυτό φοβήθηκαν οι Νεότουρκοι, οι οποίοι φαντάστηκαν, ή μάλλον βλέπουν, ότι το κράτος τους βρίσκεται από χρόνια στο χεί λος της αβύσσου καταχρεωμένο και ζητούν την απομάκρυνσή μας και τον αφανισμό μας για ν’ ανασάνουν. Υπάρχει μια αναγκαία έχθρα. Ένας βδελυρός φανατισμός, που στερείται λογικής». «Στην Κωνσταντινούπολη», παίρνει το λόγο ο Βασίλ’ αγάς, «τους πρώτους μήνες του Τ4 ζήσαμε το μεγάλο μποϊκοτάζ. Τι χρονιά ήιαν εκείνη! Το θυμάστε θαρρώ. Οι μουσουλμάνοι απέφευγαν να συ ναλλάσσονται με Έλληνες. Αν κάποιος επέμενε στην εμπορική συ ναλλαγή τον έδερναν ανελέητα και το αντικείμενο της αγοραπωλη σίας το κατέστρεφαν ολοσχερώς. Ο νόμος ονομαζόταν “Εθνική θέ
440
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
λησης” και είχε αφετηρία και δικαιολογία την “Εθνική αφύπνιση”. Παλεύαμε μαζί με τους λεβαντίνους συνεργάτες μας και τζιράραμε μικρά κεφάλαια, τα οποία απέβαιναν προσοδοφόρα, παρόλο που ξέραμε ότι ο νόμος επιβαλλόταν διά ροπάλου». Ο Βασίλ’ αγάς πίνει ένα ποτήρι νερό μονορούφι και συνεχίζει: «Επίσης τους Βαλκανι κούς Πολέμους τους πλήρωσαν οι χριστιανοί με αντίποινα κατα στροφές χωριών, αρπαγές σπιτιών και περιουσιών, για να αποκατα στήσουν τους δήθεν αδικημένους Τούρκους, τους οποίους ονόμαζαν “θύματα του πολέμου”. Εκβίαζαν Έλληνες να υπογράψουν χρεω στικά δάνεια και τους απογύμνωναν οικονομικά. Ο κάθε μουσουλ μάνος που έχανε την περιουσία του αποζημιωνόταν με τα υπάρχο ντα των Ελλήνων». «Γιατί, ξεχνιέται», λέει ο Απόσης, «ο αφανισμός των νέων μας; Όταν στρατολογούσαν τα παιδιά μας από ηλικία δεκαεννέα έως τριάντα χρόνων και τα έστελναν χωρίς ρούχα και τροφή να χτίζουν μουσουλμανικά χωριά, τεμένη, τζαμιά, και σε αναγκαστικά έργα ως κατάδικοι να κατασκευάζουν δρόμους στα βουνά; Μόνο το ένα δέ κατο των καλουμένων σιο στρατό μπορούσε να πληρώσει το απαιτούμενο αντισήκωμα προς απαλλαγή. Θυμηθείτε τις μετακινήσεις ο λόκληρων χωριών; Άντρες, γυναίκες, γέροι και παιδιά οδηγήθηκαν πεζή στην ενδοχώρα προς άγνωστη κατεύθυνση. Υπήρξαν εκατόμ βες αμάχων, χωρίς να μάθει ποτέ κανείς για την τύχη τους». «Θείε, λες ο κόσμος να ξεσηκωθεί και να έχομε καμιά επανά σταση σαν την Οκτωβριανή Επανάσταση του ’17 στη Ρωσία; Ο κό σμος έλεγε ότι τα ποτάμια κοκκίνισαν από το αίμα των σφαγμένων». «Ελισάβετ, ο χρόνος αυτός μπήκε αχόρταγος για αίμα. Θαρρείς ότι εμείς έχομε λιγότερους σφαγμένους όλα αυτά τα χρόνια που α ντιμετωπίζουμε τις λυσσαλέες επιθέσεις των Τούρκων φίλων μας α πό εκείνους της επανάστασης των μπολσεβίκων; Ο Κεμάλ ορκίστη κε να μας εξοντώσει και το κάνει μεθοδικά». «Θείε, η Συνθήκη των Σεβρών δε μας προστατεύει;»
ΣΕΚΕΡΙΜ
441
«Αχ, Ελισάβετ! Ο σουλτάνος και η κυβέρνησή του επί μήνες έκανε διαπραγματεύσεις με τους εκπροσώπους των Συμμαχικών Δυνάμε ων, οι οποίες απέβησαν άκαρπες. Άλλωστε δεν ήταν και η πρώτη συνθήκη που θα υπέγραφε η κυβέρνηση για να σώσει ένα από τα κομμάτια της αυτοκρατορίας. Προηγήθηκαν οι συνθήκες των Βερ σαλλιών, της Σεν Ζερμέν, του Νεϊγί και του Τριανόν, και πόσες άλ λες δε θυμάμαι, όπου υπογράφηκαν οι συνθήκες ειρήνης με τη Γερ μανία, την Αυστρία, την Βουλγαρία και την Ουγγαρία. Στο μέλλον θα έχομε ακόμα μία, δε χάθηκε ο κόσμος, βρε αδερφέ!» λέει ο Πρό δρομος με πικρό χαμόγελο. Πίνει μια ρουφηξιά ρακί και συνεχίζει: «Η Συνθήκη των Σεβρών καθόρισε τα σύνορα. Απελευθέρωσε λαούς σκλαβωμένους χρόνια από τους Τούρκους και πολλά εδάφη άλλα ξαν αφεντικά. Για τους λαούς, όσα και αν ειπώθηκαν, ελάχιστα θα ληφθούν υπόψιν, γιατί αυτό που ενδιαφέρει τις κυβερνήσεις είναι ιιώς θα εκμεταλλευτούν τα εδάφη που τους προσφέρθηκαν. Δεν α ποκλείεται το όνειρο να γίνει πραγματικότητα και η Ελλάδα να κυ ριαρχήσει οριστικά στην πόλη της Σμύρνης και σε αρκετό τμήμα ιης ενδοχώρας, όπως ακούστηκε τότε. Οι Έλληνες στρατιώτες δε βρίσκονται στην περιοχή για το τίποτα!» λέει ειρωνικά ο Πρόδρο μος την τελευταία φράση. «Τα πράγματα έχουν αλλάξει, Πρόδρομε», λέει ο Βασίλ’ αγάς. «Η συνθήκη εκείνη, όσο εύθραυστη κι αν ήταν, δεν επικυρώθηκε ούτε από την κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης ούτε από τα κοινοβού λια των συμμαχικών ευρωπαϊκών χωρών. Όμως έδωσε χρόνο στους κεμαλικούς να παίξουν τα διάφορα εσωτερικά παιχνίδια. Ο χρυσός, τα όπλα και η στρατιωτική βοήθεια, που δεν έπαψε να στέλνει η Ρω σία των κομμουνιστών, έστω και με το σταγονόμετρο, έδωσαν λα μπρές νίκες κατά των ελληνικών δυνάμεων. Όπως για παράδειγμα η νίκη του Ισμέτ μπέη στην περιοχή του Ινονού δυτικά του Εσκί Σεχίρ, που είναι η πρώτη τους επιτυχία στον πόλεμο κατά των Ελλή νων. Με αυτό πήραν επάνω τους. Ο Βενιζέλος έχασε τις εκλογές. Ο
442
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
βασιλιάς Κωνσταντίνος, ο οποίος ήταν εξόριστος επειδή δεν υπο στήριζε τους Συμμάχους, επέστρεψε στην Αθήνα. Και δεν άργησε να έρθει η μέρα που το Ανώτατο Συμβούλιο κάλεσε στο τραπέζι της Διάσκεψης των Αντιπροσώπων των Συμμαχικών Δυνάμεων τους εκ προσώπους της ελληνικής και τουρκικής κυβέρνησης, μόνο που στους δευτέρους θα συμπεριλαμβανόταν και ο Μουσταφά Κεμάλ. Μεγά λη υπόθεση! Πάντως χάρις στην παρουσία του οι Άγγλοι άλλαξαν πο λιτική. Αυτούς που χαρακτήριζαν ληστές τούς έβαλαν να καθίσουν δίπλα τους στο τραπέζι ως ισότιμοι συνομιλητές. Οι Τούρκοι αντι πρόσωποι είχαν στο μανίκι δύο διπλωματικούς άσους. Αφενός, θα τρόμαζε τη Μόσχα η ιδέα της προσέγγισης της Τουρκίας με τις Συμ μαχικές Δυνάμεις, και αφετέρου, μια τουρκομπολοεβίκικη συνεν νόηση θα φόβιζε την Αντάντ. Ε, η Άγκυρα δεν άργησε να παίξει το δεύτερο άσο της με επιτυχία και να υπογράψει τη ρωσοτουρκική συνθήκη τον περσινό Μάρτιο, κι έτσι αρχίζουν οι επιτυχίες». «Έχεις δίκιο, Βασίλ’ αγά. Η νίκη του κεμαλικού στρατού στο Σαγγάριο ποταμό κλόνισε τους Έλληνες και σηματοδότησε μια αποφα σιστική καμπή στις στρατιωτικές επιχειρήσεις της Ανατολίας. Η κου βέντα μας είναι μεγάλη. Θα μας πάρει το ξημέρωμα. Αλλά πρέπει να πούμε και μερικά πράγματα που αφορούν το ταξίδι μας». Συμφωνούν να σηκώσουν το άγιο λείψανο του Αϊ-Γιώργη και να το μεταφέρει ο παπα-Γρηγόρης σιο Πατριαρχείο. Ο κάθε χριστια νός να μεταφέρει και ένα εικόνισμα ή άγιο σκεύος της εκκλησίας. Να τοιχοκολλήσουν στην πόρτα της εκκλησίας παράκληση προς τους νεοφερμένους «ανταλλάξιμους» να σεβαστούν και να μην καταπα τήσουν τα άγια. Να μη βεβηλώοουν τον οίκο του Θεού και να κρα τήσουν την πόρτα σφραγισμένη στους αιώνες που θα ακολουθήσουν. Να μην πειράξουν τα μνήματα και να αφήσουν τους τυχερούς νε κρούς προγόνους τους να αναπαύονται ήρεμα στον τόπο όπου γεν νήθηκαν. Όσοι θα μετακινηθούν τις προσεχείς ημέρες στην Πόλη με τα κρατικά συγκοινωνιακά μέσα να μην πάρουν πολλά πράγμα
ΣΕΚΕΡΙΜ
443
τα μαζί διότι θα δυσκολέψουν τη μετακίνησή τους. Να έχουν το κου ράγιο να αποχωριστούν τα υπάρχοντά τους. Να πιστεύουν πως η ζωή που τους περιμένει στην Κωνσταντινούπολη, ή σε όποιο άλλο φιλό ξενο τόπο τούς επιφυλάσσει το πεπρωμένο για νέα τους πατρίδα, θα είναι πιο ήρεμη. Ο δάσκαλος θα κάνει έναν κατάλογο με οδηγίες και θα τις μοιράσει στους συγχωριανούς για να ακολουθήσουν κατά γράμμα τις οδηγίες. Ένα αντίγραφο θα τοιχοκολληθεί και στην εκ κλησία του Αϊ-Γιώργη. Ο Βασίλ’ αγάς διαβάζει την πρωινή προσευχή, ενώ στην κουζί να ακούγονται θόρυβοι. Οι Τούρκοι εργάτες έφτασαν χαρούμενοι, όπως κάθε μέρα την ίδια ώρα. Ο καθένας από αυτούς κάνει όνειρο την απόκτηση του αρχοντικού και της απέραντης γης μετά την ορι στική αναχώρησή τους. Τα μπογαλάκια με το κολατσιό μοιράζονται και η Ελισάβετ κα τεβαίνει για να τους καλημερίσει. Τα κορίτσια ετοιμάζουν το πλού σιο πρωινό και η Αϊσέ διηγείται το όνειρό της. «Βασίλ’ αγά, θα έχομε μουσαφίρηδες. Έρχεται η Σεκερίμ. Η Αϊοέ το είδε στον ύπνο της!» λέει η Ελισάβετ ανακουφισμένη. «Ας είναι καλό κι ευλογημένο το όνειρο!» φωνάζει ο κοινοτάρ
χη*
Ο δάσκαλος κουνάει επιδοκιμαστικά το κεφάλι και αναγνωρίζει τα βήματα της γυναίκας του, της Άμιας Μακρίνας, που διασχίζει την (χυλή σέρνοντας τα κεντημένα πασουμάκια της. «Καλημέρα σας! Αχ! Εδώ πέρασες, Πρόδρομέ μου, τη νύχτα; Το είχα καταλάβει και δεν ανησύχησα. Στην ανιψιό του θα είναι, σκύ φτηκα, και θα προγραμματίζουν την αναχώρησή μας. Θα φύγουμε όλοι μαζί, έτσι δεν είναι, Πρόδρομε; Ελισάβετ, απαντήστε μου να η ρεμήσω. Αϊσέ, φέρε και σε μένα, τέκνο μου, καφέ και κουλουράκια από κείνα που αγαπώ. Φτιάξτε πολλά να πάρομε μαζί μας για το δρόμο».
Η προετοιμασία της επιοτροψης στην Κωνσταντινούπολη
Η ΣΕΚΕΡΙΜ και η μαντάμ Ροζ φτάνουν αδύνατες και καταβεβλημέ νες από το κουραστικό και περιπετειώδες ταξίδι τους. Στην αρχή κλαίνε με το παραμικρό και δεν αρθρώνουν λέξη. Η Σεκερίμ δεν α παντά σε ερωτήσεις, σχετικά με το ταξίδι της, των συγχωριανών της, που καταφθάνουν με δώρα να την καλωσορίσουν. Η Ελισάβετ διαπιστώνει ότι το σώμα της μάνας έχει μώλωπες και γρατσουνίσματα. «Μάνα μου, που πληγώθηκες έτσι; Πώς ήταν το ταξίδι σας;» τη ρωτάει επανειλημμένα. Αλλά η ομιλητική μητέρα της δεν της διηγείται τα πάντα με το νι και με το σίγμα. «Κουζουμ, ένα μόνο θα σου πω, αν βρίσκομαι αυτή τη στιγμή ζω ντανή είναι γιατί με έσωσαν οι Γάλλοι συνταξιδιώτες μας. Δυο φο ρές με έσυραν έξω από το τρένο με σκοπό να με σφάξουν γιατί δεν είχα βγάλει την ειδική άδεια ταξιδιού για το εσωτερικό της χώρας. Η Ροζ τη γλίτωσε διότι είναι Γαλλίδα. Ούτε μία τρίχα δεν της πεί ραξαν. Εμένα με τυράννησαν. Την πρώτη φορά με έδεσαν πάνω στις γραμμές για να περάσει από πάνω μου το τρένο. Οι ξένοι επιβάτες, και κυρίως οι Άγγλοι και οι Γάλλοι, μεσολάβησαν και εξαγόρασαν τη σωτηρία μου. Εγώ μοίραζα τα χρυσαφικά μου και ζητούσα έλε ος. Σε κάθε σταθμό είχα τον ίδιο φόβο, γιατί γινόταν έλεγχος επι βατών. Πολλοί Ρωμιοί, που δεν είχαν να πληρώσουν, άφησαν την τελευταία τους πνοή πάνω στις γραμμές. Τσέτες λήσταρχοι, ρακέν
ΣΕΚΕΡΙΜ
445
δυτοι κακοποιοί και Τούρκοι στρατιώτες φορώντας στολές θέριζαν κεφάλια». «Ανετζίμ, τι ήθελες και ήρθες αφού τα μηνύματα που σου έστελ να ήταν ανησυχητικά; Τώρα θα επιστρέφουμε και θα διατρέξεις για δεύτερη φορά τον ίδιο κίνδυνο. Μάνα μου, δε μας ακούς!» «Ελισάβετ τζιγέρι μου, ό,τι είναι να γίνει θα γίνει για όλους μας. 'Οταν είμαστε μαζί δε φοβάμαι. Άσ’ τα, τέκνο μου, και μη με ξαναρωτήσεις γι’ αυτό το ταξίδι. Θα μιλήσουμε όταν περάσει η μπόρα. Λς γυρίσουμε με το καλό στην Κωνσταντινούπολη. Να καθίσουμε στο σαλόνι μας και να πιούμε το καφεδάκι μας ελεύθερες, αγνανιεύοντας το μαγευτικό Βόσπορο. Μόλις φεύγω νοσταλγώ την ο μορφιά του». Η Ελισάβετ αγκαλιάζει τη μάνα της και της υπόσχεται ότι ποτέ ιιια δε θα χωριστούν. Η Σεκερίμ κλαίει με αναφιλητά και με δυ σκολία δέχεται να ξεκουραστεί, γιατί οι ταλαιπωρίες, που δεν ομο λογεί, έγιναν εφιάλτες και δεν την αφήνουν ούτε λεπτό. Διατάζει να καούν όλα τα κοστούμια της Καππαδοκίας: «Αϊσέ, όλα τα κεντημένα μου ρούχα να τα κάψετε. Δε θα αφήοουμε τίποτα πίσω μας. Άκουσέ με προσεκτικά! Δε θα αφήσεις ούιε ένα!» Η Αϊσέ εκτελεί λυπημένη τις εντολές της κυράς της, κλαίει και ο δύρεται καίγοντάς τα. Κρατούν τα ευρωπαϊκά ρούχα, που θα φορέ σουν στο ταξίδι της επιστροφής. Απλώνουν στο κρεβάτι τα σακούλια με τα χρυσά φλουριά, τις χρυ σές λίρες Αγγλίας και τα διαμαντικά. Ράβουν τα μαλαματένια φλου ριά στα ρούχα, στον ποδόγυρο, στα στριφώματα, στα μανίκια, στις μασχάλες, στις ζώνες, κάτω από τους γιακάδες, στα μεσοφόρια, στα εσώρουχα. Ράβουν και στερεώνουν ολόκληρα σακουλάκια. Στις κάλισες, στις εσάρπες, στα καπέλα, ακόμα και μέσα στις σινιόν. Τα ρούχ<« κον γυναικών γίνονται ασήκωτα. Το ίδιο και τα ρούχα των αντρών. Διερωτώνται πώς θα περπατήσουν με τόσο βάρος.
446
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
Ο Μαχμοΰτ ντύνεται ευρωπαϊκά και αλλάζει περπάτημα από το βάρος και την ευθύνη που κουβαλάει. Τα κορίτσια δοκιμάζουν τα ξε χασμένα στην ντουλάπα ρούχα και τα καπέλα της Ελισάβετ και φου σκώνουν τα στήθια τους με μαλαματένιες προσθήκες. «Μόνο να μην τα χουφτιάσει κανένας Τούρκος και πιάσει μέ ταλλα αντί για γυναικεία κάλλη», λέει η Εμεριέ και σκάνε στα γέλια με τη σκέψη. Κάνουν την πρόβα τζενεράλε και όλα πάνε καλά. Ετοιμάζουν τα πράγματα που θα πάρουν μαζί τους. Η Ελισάβετ τα ξεχωρίζει και ο Βασίλ’ αγάς τα τακτοποιεί. «Είναι πολλά, Ελίζα μου. Θα τραβήξουμε την προσοχή και θα μας πιάσουν χάρις στους μπόγους και στα μπαούλα που θα κουβαλάμε. Ξέχασε τα ασημένια μαχαιροπίρουνα. Στο σπίτι μας στην Πόλη έχομε καλύτερα», της λέει ο άντρας της και τα αφήνει στην άκρη. Ή ρθε η σειρά για τα διαμαντικά, πού να τα βάλουν; Πού να τα κρύ ψουν; Η Ελισάβετ φέρνει το μεγάλο ψάθινο ζεμπίλι. Ανανεώνουν τη φόδρα με ύφασμα από χοντρό μαλλί και κάμποτο. Απλώνουν στο τρα πέζι του ατελιέ τα κοσμήματα. Η Ελισάβετ φοβάται για τη μάνα. Τη βλέπει συγκινημένη και τρέμει μην πάθει κακό. Η Σεκερίμ πιάνει τα διαμαντένια κοσμήματα και ξαναζεί την εποχή που η ζωή της ήταν έ να ατέλειωτο όνειρο. Η τιάρα στα χέρια της αστράφτει. Πολλά δια μάντια κουνιούνται σαν να έχουν ελατήρια. Η Αϊσέ σκιάζεται και κά νει μια κίνηση να την προστατέψει μπας και πέσουν οι διαμαντόπε τρες στό σανιδένιο πάτωμα και εξαφανιστούν στις μικρές τρύπες. Η Σεκερίμ τη χαϊδεύει νοσταλγικά και διηγείται: «Αυτή την τιάρα τη φορούσα στις τελετές του παλατιού. Συγκρο τούσε το πέπλο που σκέπαζε το κεφάλι μου. Μια μέρα ο σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίντ με πήρε στο γραφείο του, έκλεισε την πόρτα πίσω του και ξεσκέπασε το πρόσωπό μου. “Είσαι πανέμορφη, Σεκερίμ”, μου είπε και με φίλησε στο στόμα. Ή ταν σαν να με φιλούσε ο Θε ός. Σκέπασα βιαστικά το πρόσωπό μου και ένιωσα τη φλόγα της α
ΣΕΚΕΡΙΜ
447
γάπης να με τσουρουφλίζει. Όταν η πόρτα άνοιξε και βρέθηκα μηρο ίπά στη βαλιντέ χανοΰμ την πλησίασα και της είπα γεμάτη ενοχή: “Είμαι αγνή στην ψυχή”. Εκείνη με αγκάλιασε για να με συνεφέρει και να μου δώσει θάρρος. “Το ξέρω”, μου είπε. "Υστερα μου ζήτη σε να πάμε στα διαμερίσματά της για να φάμε συντροφιά. Σίγουρα είχε καταλάβει πως κάτι είχε συμβεί πίσω από την κλειδωμένη πόρια του σουλτάνου. Αυτό το διαμαντένιο δαχτυλίδι! Αχ, πάχυνε το δά χτυλό μου και δε βγαίνει το αφιλότιμο! Μου το χάρισε ο πατισάχ ό ταν κέντησα την μπλε βελούδινη φορεσιά του. Θυμάμαι μιλούσε για μένα στους πασάδες που έστεκαν δίπλα του επί ώρες. Εκείνη τη μέ ρα τη γλίτωσα και δε με φίλησε», λέει αστειευόμενη. «Το γλυκό φι λί του όμως μου έλειψε. Επί πολλές ημέρες επιδίωκα να βρίσκομαι κοντά του. Το φιλί όμως δεν το πήρα. Οι μέρες εκείνες ήταν πολύ δύσκολες και το παλάτι περνούσε μεγάλες μπόρες. Στο Ορτάκιοϊ, (πην κρυψώνα του τοίχου, έχω και μια δεύτερη τιάρα καλύτερη. Μου η χάρισε η τελευταία βαλιντέ, σαν αποχαιρετιστήριο δώρο, όταν με κάλεσε στο παλάτι για το χαμάμ. Θυμάστε;» «Πότε έγιναν όλα αυτά;» τη ρωτάει η κόρη της ακούγοντας τις ξε διάντροπες αποκαλύψεις της μάνας της παρουσία άλλων. «Κουζούμ, δεν είναι η ώρα να σου απαντήσω, μα κάποια στιγμή Οα μάθεις περισσότερα. Αρκεί να με ακούσεις με κατανόηση. Κοιιάξτε αυτό που κρατάω τώρα στα χέρια μου. Δεν μπορώ, θα σας διηγηθώ πώς έγινε δικό μου. Εμεριέ κόρη μου, σε παρακαλώ φέρε μου μια σουμάδα. Στο χαρέμι όλο σερμπέτια πίναμε και τρώγαμε γλυκά για να κρατάμε τις καρδιές και το σώμα μας γλυκαμένα και να διώ χνουμε τον πόνο και τα ντέρτια της ζωής». Τρέχει η Εμεριέ και επιστρέφει γρήγορα με ένα δίσκο, που εκτός αιιό την παραγγελία της κυράς της περιέχει ξηρά δαμάσκηνα, σύ κα, βερίκοκα, την ασημένια γλυκιέρα γεμάτη κυδώνι γλυκό, τσουρέκι και κουλουράκια από τα αγαπημένα της Άμιας Μακρίνας. Οι κοπέ λες κάθονται γύρω από το τραπέζι πίνοντας και τσιμπολογώντας α 1
448
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
μίλητες. Το λόγο τον έχει η Σεκερίμ και περιμένουν με αγωνία τις εκμυστηρεύσεις της. Οι δούλες γνωρίζουν ότι ο μεγάλος σουλτάνος αγαπούσε την κυρά τους, η είδηση όμως ότι υπήρξε μία από τις ευνοούμενές του έπεσε σαν βόμβα και τις άφησε άναυδες. «Ήμουνα νέα γυναίκα. Εσένα, Ελισάβετ, σε είχα ακόμα στην κού νια. Σε πρόσεχε η μητέρα μου με την γκουβερνάντα. Έτσι είχα χρό νο και έμενα στο παλάτι. Ο σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίντ με είχε σαν το μικρό του παιχνιδάκι. Έπαιζε με τα χέρια μου, το πρόσωπό μου, διασκέδαζε με τις κινήσεις μου και τον νανούριζαν οι ιστορίες που του έλεγα. Μια μέρα ζήτησε από τη βαλιντέ να του παραχωρήσει το προσωπικό της χαμάμ και με πήρε παρέα, αφού πρώτα ήπιαμε ένα τσάι που σχεδόν με ζάλισε και με παρέλυσε. Μου ζήτησε να ξεντυθώ. Μέσα στους ατμούς την ώρα που με χάιδευε και φιλούσε το κορ μί μου, πέρασε στο λαιμό αυτό το διαμαντένιο παντατίφ ψιθυρίζοντάς μου γλυκά λόγια αγάπης. Μεγαλόσωμος όπως ήταν και πασαλειμμένος με αιθέρια έλαια, γλιστρούσε σαν φίδι πάνω στο κορμί μου, που φτερούγιζε από την ηδονή. Για τέσσερις ώρες τα κορμιά μας ήταν σφηνωμένα το ένα μέσα στ άλλο και η ψυχή μας πετούσε στον παράδεισο. Στο χαμάμ τον ένιωθα σαν έναν απλό άντρα που το πά θος του με πέθαινε και με ανάσταινε από την ηδονή. Με τον έρωτά του με παγίδεψε. Ζούσα την απεραντοσύνη της ευχαρίστησης. Να, αυτό είναι το κόσμημα. Το φορούσα κάθε μέρα μέχρι που τον έχα σα για πάντα από τη ζωή μου. Δεν είναι όμορφο, κορίτσια;» «Ανετζίμ, μένω εμβρόντητη! Πρώτη φορά ακούω να ομολογείς ό τι με τον Αμπντούλ Χαμίντ είχες μια τόσο προχωρημένη ερωτική σχέση. Μάνα, μήπως αστειεύεσαι;» «Παιδί μου, είσαι πολύ αυστηρή. Τι κακό βλέπεις στο να αγαπώ έναν όμορφο και γοητευτικό άντρα, όταν αυτός μάλιστα είναι ο σουλ τάνος, που τόσες και τόσες γυναίκες ονειρεύονται να ρίξει μόνο τη σκιά του πάνω τους; Κοιτάξτε αυτή την καρφίτσα με τις σμαραγδέ νιες πέτρες και τα διαμάντια! Μου τη χάρισε η βαλιντέ χανούμ για
ΣΕΚΕΡΙΜ
449
τα βάζα με το μέλι που έστειλες από το χωριό, Ελισάβετ. Μια μέρα την είδα να πασαλείβει το πρόσωπό της με το αγνό μέλι και μετά να γλείφει τα δάχτυλά της. Έλεγε ότι το μέλι μας είναι το γευστικότε ρο που έχει φάει στη ζωή της και ότι είναι το καλύτερο καλλυντικό για την επιδερμίδα της. Αυτή η καρφίτσα ανήκει σε σένα, κόρη μου, γιατί εσύ καλλιέργησες και τρύγησες το μέλι». «Σεκερίμ, αυτό το υπέροχο βραχιόλι τι είναι;» «Α! Όταν τέλειωσα το μπλε σακάκι της αυτοκρατορικής φορεσιάς με τα χρυσοκέντητα σιρίτια, που ντυμένος με αυτή τη στολή πήγαι νε ο αγαπημένος μου σουλτάνος τις Παρασκευές στην καθιερωμένη ιιροσευχή του στο τζαμί, κουράστηκα πάρα πολύ γιατί το ύφασμα ή ταν μάλλινο και σκληρό. Τα δάχτυλά μου σκίστηκαν δουλεύοντάς το και πήγα να το παραδώσω έχοντας τα χέρια μου τυλιγμένα με γάζες. Λυπήθηκε που τραυματίστηκα εξαιτίας του και διέταξε να του φέ ρουν ένα κουτί. Πριν προλάβω να πάρω το τσάι μου με τις κοπέλες του χαρεμιού και να πούμε τα νέα μας, βρέθηκα με το βραχιόλι αυ τό περασμένο στο χέρι. Μου ζήτησε να του υποσχεθώ πως θα το φοράο) κάθε μέρα. Είπε ότι έτσι θα τον σκέφτομαι, θα του φέρνω γού ρι και θα προσέχω περισσότερο τα δάχτυλά μου. »Αχ! Τι να πρωτοθυμηθώ! Βλέπετε αυτά τα σκουλαρίκια που πα ριστάνουν τουλίπες; Είναι φτιαγμένα από διαμάντια και ρουμπίνια. 11 τουλίπα ήταν το αγαπημένο του λουλούδι. Αυτή η μικρή διαμαντένια πιάστρα για τα μαλλιά είναι επίσης δικό του χάρισμα. Τα χρυσά κτενάκια, το δαχτυλίδι με το σμαράγδι, αυτή η υπέροχη βενιάλια από ασήμι, σιντέφι και διαμαντόπετρες, όλα αυτά τα έχω σχε δόν ξεχασμένα, παρατημένα στο χωριό. Ή ταν λάθος μου, γιατί αυιά τα κοσμήματα είναι η ζωή μου ολόκληρη. Μου τα πρόσφεραν τα αγαπημένα χέρια του. Θυμάμαι τι μου είπε όταν με αγκάλιασε τρέμοντας για πρώτη φορά: “Σεκερίμ, θα σε ντύσω στα διαμάντια”. Το ιιε και το ’κάνε! Τώρα η καρδιά μου είναι σαν μάρμαρο σπασμένο, που σε κάθε πόνο θρυμματίζεται όλο και πιο πολύ». Κάθεται στην
450
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
καρέκλα και το γλυκό της προσωπάκι θολώνει, μαραίνεται όταν α νοίγει την κασετίνα, που κρύβει ένα πολύτιμο περιδέραιο μαζί με έ να πιο μεγάλο μυστικό; «Αυτό είναι της εγγονής μου», λέει ξερά και το ξανακλείνει χωρίς άλλη κουβέντα. Τα κοσμήματα είναι πολλά, γυρνούν από χέρι σε χέρι και ζε σταίνονται στις παλάμες των όμορφων κοριτσιών. Η Ελισάβετ δεν τα ακουμπάει, δεν τη συγκινούν. Εκείνη μακάρι να έραβε το χωραφά κι της με τον κρυμμένο θησαυρό πάνω στην πλάτη της σαν χελώνα και να πήγαινε σιγά σιγά με τα τέσσερα στην Πόλη! Να το στήσει δίπλα στον κήπο του Ορτάκιοϊ και να το καλλιεργεί! Τα εκθαμβω τικά κοσμήματα είναι μόνο για μια γυναίκα εκπάγλου καλλονής, ό πως η Σεκερίμ, με γλώσσα και φωνή γλυκιά. Πόσο δίκιο είχε ο σουλ τάνος να ζητάει τα φιλιά της και την τρυφερή της αγάπη! Σκέφτε ται. Βγαίνει με πόνο από το ατελιέ της μάνας της. «Κορίτσια, τώρα δουλειά!» φωνάζει η Σεκερίμ για να επαναφέρει στην τάξη τις γυναίκες του σπιτιού, που τα έχουν κυριολεκτικά χαμένα. Απορούν πώς κρατήθηκε μυστική τόσα χρόνια η σχέση της κυράς τους με τον ένδοξο άντρα και έχουν χάσει τη φωνή τους. «Εγώ θα κό βω το βελούδο σιις διαστάσεις των κοσμημάτων μου και εσείς θα ρά ψετε τα σακουλάκια, που θα τα βάλουμε μέσα για να τα προστατέ ψουμε. Μετά ένα ένα τα σακουλάκια θα τα ράψω στο ζεμπίλι μέσα, για να τα ασφαλίσω, μην πέσουν και τα χάσουμε. Όταν θα ξεκινή σουμε, πρώτα ο Θεός, το ταξίδι μας, θα ράψετε το ζεμπίλι στο μανί κι του πανωφοριού μου και θα το δέσετε επίσης στον καρπό του α ριστερού χεριού μου. Τα αριστερό μου χέρι είναι πιο δυνατό από το δεξί, θα αντέξει το βάρος και την ταλαιπωρία. Θα ξηλώσουμε το ραμ μένο ζεμπίλι όταν φτάσουμε με το καλό στην Κωνσταντινούπολη. Εντάξει, κόρες;» Αφού ράφτηκαν τα κοσμήματα στο ζεμπίλι, η Σεκερίμ γέμισε τον κενό χώρο ανάμεσα με κεντημένα μεταξωτά τσεμπέρια για να προφυλάξει «το όνειρο της ζωής της», έραψε επίσης και το άνοιγμα του
ΣΕΚΕΡΙΜ
451
ζεμπιλιού, σμίγοντας τις δυο πλευρές του, για να παραμείνει κλειστό και μακριά από τα περίεργα μάτια των Τούρκων. Ο θησαυρός της Σεκερίμ είναι έτοιμος να ταξιδέψει. Το απόγευμα κι άλλες ποσότητες χρυσών νομισμάτων κατακλύ ζουν το κρεβάτι. Ο Βασίλ’ αγάς φέρνει ένα βαρέλι από το μαγαζί ίου Απόση και βάζει μέσα μέλι. Η Ελισάβετ βρίσκει ότι θα μπορού σε να ήταν λίγο μικρότερο, αλλά μπροστά στην επιμονή του άντρα της συμβιβάζεται. Μέσα στο μέλι ρίχνουν τα μαλαματένια φλουριά για να κολλήσουν, να μη βροντάνε και προδοθούν. Η μπάνκα τους είναι μελωμένη, έτοιμη κι αυτή να ταξιδέψει στην Κωνσταντινού πολη. Μακάρι να σταθούν τυχεροί και να φτάσουν σώοι και αβλα βείς στον προορισμό τους! Δεν απομένει παρά να χαιρετήσουν τους συγχωριανούς. Η μαντάμ Ροζ από τη μέρα που ήρθαν ξεκουράζεται στο δωμά τιό της. Σκέφτεται την επιστροφή τους και παραλύει. Η Ελισάβετ κράτησε το λόγο που έδωσε στον άντρα της και της συμπεριφέρεται αξιοπρεπώς. Οι μέρες που ακολουθούν είναι τραγικές. Οι συγγενείς και οι συγ χωριανοί έρχονται στο αρχοντικό να αποχαιρετήσουν και να δώσουν υπόσχεση ότι σύντομα θα ξαναβρεθούν στην Κωνσταντινούπολη για να ζήσουν μια πιο ξένοιαστη ζωή, γιατί η μοίρα τούς το χρωστάει. Η Μαριγώ δε φεύγει από το σπίτι. Στο στόμα της στέγνωσε το γέ λιο κι η χαρά. Περιμένει με ανυπομονησία τον Χαράλαμπο για να φύγουν κι εκείνοι το γρηγορότερο δυνατόν. Η Σοφία και η Ευλαμπία βρίσκονται ήδη στην Πόλη και τους αναμένουν. Οι Τούρκοι από το Μαυριτσό και την Καβασό περνούν ένας έ νας για να φιλήσουν το χέρι της Σεκερίμ, του Βασίλ’ αγά και της Ελι σάβετ. Ο μικρός Αλή, ο γιος του πιστικού τους Σουλεϊμάν, ήρθε με ιη μάνα του και κρεμάστηκε στην αγκαλιά της Ελισάβετ με παρά πονο. Εκείνη του χαρίζει ένα μικρό πουλάρι να το καβαλάει και να ιρέχει πάνω στα δροσερά χωράφια της και να τη θυμάται.
452
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
Η Σεκερίμ τού κρεμάει ένα μαλαματένιο σταυρό στο λαιμό λέ γοντας: «Γιαβρί μου Αλή, μην το βγάλεις από πάνω σου ούτε κι όταν ανδρωθείς. Να έχεις την ευχή μου! Έλα να μας βρεις στην Πόλη όταν μεγαλώσεις». Η Ελισάβετ τραβάει τον πατέρα του στην κουζίνα και του λέει: «Σουλεϊμάν, αφήνω τα χωράφια μισιακά σε σένα. Αν συμφωνείς υπόγραψε αυτό το χαρτί». Ο πιστικός σκύβει και φιλάει την άκρη του φορέματος της και τα πασουμάκια της κυράς του δακρύζοντας από χαρά. Υπογράφει το χαρτί παρουσία του μουχτάρη και του καδή, ο οποίος φεύγει με μια τσέπη χρυσά γρόσια χοροπηδώντας. Το τρελό του περπάτημα θυμίζει στην Ελισάβετ τα καμώματα του συχωρεμένου Ριφκί, του τελάλη. Μόνο που σ' εκείνον τα χρυσά δεν έφεραν τύχη. Πάντως από το ίδιο κιούπι μέτρησε και του καδή σήμερα... Η Άμια Μακρίνα την άραξε στην αυλή λυπημένη και είναι επί της υποδοχής. «Αχ! Ξεριζωνόμαστε!» φωνάζει και σκούζει κάθε φορά που η πόρ τα χτυπάει και τρέχει να δει ποιος είναι. Ο Πρόδρομος, που αντιλαμβάνεται το ρεζίλεμα της γυναίκας του, της ψιθυρίζει: «Μακρίνα, φτάνει, σοβαρέψου! Δεν είναι πράγματα αυτά που κά νεις. Μην ξεσηκώνεις την ανιψιό μου, είναι πολύ φορτισμένη». Οι δυσκολίες για τη μετακίνηση προσώπων είναι τεράστιες. Χω ρίς εσωτερικό διαβατήριο στο χέρι, δεν ξέρει κανείς ποια θα είναι η τύχη του, γιατί στα τρένα γίνεται έλεγχος επιβατών.18 Η αστυνομία 18. Το 1917 το μέτρο καταργήθηκε. Ο Ταλάτ πασάς εξέφρασε την ευμένειά του για τους Έλληνες και δήλωσε ότι Τούρκοι και Έλληνες θα είναι ελεύθεροι να ταξιδεύουν χωρίς διακρίσεις και εσωτερικά διαβατήρια σε ολόκληρο το κράτος και μόνον όταν πρόκειται περί υπόπτων θα λαμβάνονται ιδιαίτερα μέτρα. Αν και απαγορεύτηκε η έκδοσή τους, οι δυσχέρειες στις μετακινήσεις παρέμειναν.
ΣΚΚΕΡΙΜ
453
έχει πάθει κατασκοποφοβία και για να σου επιτρέψουν να ταξιδέ ψεις περνάς από ανάκριση. Αν είσαι χριστιανός και δηλώσεις ότι θα μετακινηθείς για λόγους εμπορικούς, κάηκες! Αυτό θεωρείται το με γαλύτερο έγκλημα. Οι Τούρκοι παίρνουν εντός τριών ημερών το δια βατήριό τους. Ενώ οι γυναίκες μουσουλμάνες δε χρειάζεται καν δια βατήριο για να ταξιδέψουν. Ο B anff αγάς, για να είναι απόλυτα ήσυχος, βγάζει γρήγορα τα εσοπερικά καινούρια διαβατήρια για το ταξίδι τους στη Πόλη. Οι φί λοι του οι ζανταρμάδες και το καλό μπαξίσι, τώρα που το νόμισμα είναι υποτιμημένο, τον βοηθούν. Οι ζανταρμάδες δεν προφασίζο νται ανακρίσεις, αναβολές, απουσίες, απώλειες εγγράφων και όποια άλλη καθυστέρηση. Όλοι τους με τις χούφτες ανοιχτές υποδέχτηκαν ια γυαλιστερά μεταλλικά νομίσματα χρώματος κίτρινου και εύχο νται ολόψυχα καλό ταξίδι. Η Ελισάβετ την παραμονή της αναχώρησης βάζει μια μεγάλη ψονιιά στην αυλή του αρχοντικού και καίει ό,τι πέσει στα χέρια της. Μια ολόκληρη μέρα τροφοδοτεί με ρούχα, χαρτιά και έπιπλα την άιιληστη φωτιά, χωρίς να κάνει την παραμικρή γκριμάτσα πόνου. «Καίω το παρελθόν που φυλάμε στο σπίτι μας!» μονολογεί. Καβαλάει το άλογο και τρέχει να επιθεωρήσει για τελευταία φο ρά τα δέντρα που φύτεψαν και που σαν ακοίμητοι φρουροί φυλάνε ιο θησαυρό της. Δόξα τω Θεώ, έχουν πιάσει μια χαρά! Πέταξαν κι έ να σωρό καινούρια βλαστάρια. Τα αγκαλιάζει ένα ένα και υπόσχειαι ότι γρήγορα θα επιστρέφει να ξεθάψει το βιος της για να χτίσει εκκλησία, σχολείο και ορφανοτροφείο. Σκύβει, φυλάει το χώμα και ιο ευχαριστεί για τους καρπούς και τις σοδειές που γενναιόδωρα της έδινε. Κάνει μια ευχή: «Κάτω από αυτό το χώμα να αναπαυθώ». Τέ λος, ανοίγει το μαντίλι της, βάζει μια χούφτα χώμα, το δένει διπλό κόμιιο και το χώνει στον κόρφο της. Και αμέσως μετά παρατηρεί ότι οι κυψέλες δεν είναι στη θέση τους. «Θεέ μου, μας έκλεψαν τις μέλισσες! Ακόμα δε φύγαμε κι άρχι
454
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
σαν το πλιάτσικο!» ουρλιάζει και καβαλάει το άλογο κλαίγοντας. Στο σπίτι ο κόσμος πηγαινοέρχεται με μάτια βουρκωμένα. Αυτοί που θλίβονται πραγματικά είναι οι Τούρκοι από τη γύρω περιοχή. Κάθονται στην αυλή και κλαίνε. «Μπαγιάν Ελισάβετ, μη μας αφήνετε πίσω. Μη φεύγετε. Τι θα γί νουμε χωρίς εσάς; Ποιος θα μας δώσει δουλειές; Θα καταντήσουμε κλέφτες για να μην πεθάνουμε από την πείνα. Βαχ, βαχ!» λένε και της φιλάνε την άκρη του φουστανιού της. Η Ελισάβετ τούς αποχαιρετά και τους καθησυχάζει πως μόλις τα πράγματα καλμάρουν θα ξαναγυρίσουν πίσω. Γι’ αυτό τους παρακαλεί να φροντίζουν το σπίτι και να μην αφήσουν κανέναν ξένο να το κα ταπατήσει, εκτός αν το κράτος το δώσει σε κάποιον αξιωματούχο. Τους αγκαλιάζει και τους γεμίζει τις τσέπες γρόσια ευχαριστώντας τους για τις πολύτιμες υπηρεσίες τους. Οι πιστικοί δεν το κουνάνε. Γονατιστοί, της κρατούν τα γοβάκια και την παρακαλούν να μην τους ξεχάσει. Οι κοπέλες, η μαντάμ ροζ και η Μαριγώ μαγειρεύουν στην κου ζίνα. Φτιάχνουν τσουρέκια, λαγάνες με τυριά, πίτες με ελιές, κουλουράκια βουτύρου και αμυγδάλου. Βάζουν ρετσέλια, μέλι και γλυ κό τριαντάφυλλο σε μικρότερα βάζα, τυλίγουν σε λαδόκολλες τα καϊ μάκια από ανθόγαλο, μερικά κεφάλια κασέρι, ρακί και κόκκινο κρα σί. Παίρνουν ένα μικρό βαρελάκι τυρί φέτα, καμιά διακοσαριά λου κάνικα και σαλάμια, ένα τσουβαλάκι ζάχαρη, κύβους για τον καφέ και το τσάι. Μερικά κομμάτια παστουρμά, πολλά καρβέλια ψωμί, φρεσκοκομμένα φρούτα από τα περιβόλια και νταμιτζάνες νερό α πό το πηγάδι. Μερικά μπουτάκια αρνίσια ψήνονται στην κουζίνα και σπάζουν τις μύτες, καθώς και ένα χοιρομέρι γεμάτο μπαχαρικά από την Καισάρεια, που κάνει τα σάλια τους να τρέχουν. Η Σεκερίμ παρακολουθεί την αναστάτωση. Οπλίζεται με αισιο δοξία και κατεβαίνει στην κουζίνα, όπου βρίσκει τα πάντα σε συνα γερμό. Πλησιάζει την κόρη της και της ψιθυρίζει στο αφτί ότι πρέ πει να αδειάσει τα αμπάρια από τα τρόφιμα και να τα μοιράσει
ΣΕΚΕΡΙΜ
455
(ττους Τούρκους εργάτες. Η Ελισάβετ δέχεται την πρόταση της μά νας της και διατάζει να αραδιαστούν όλα τα φαγώσιμα στην αυλή. Τόνοι από δαύτα στοιβάζονται έξω, όπου άνθρωποι και ζώα πλη σιάζουν από τις έντονες μυρωδιές. «Ελάτε! Πάρτε τα όλα, μοιραστείτε τα. Να μην αδικηθεί κανένας. Φατιμέ, Σουλτάνα, Χουσεΐν, φορτώστε τά τρόφιμα στα άλογα και ιιάτε στα χωριά σας. Θέλω να μας θυμάστε με αγάπη». Δεν έχει καρδιά να τους αφήσει. Τους χαιρετάει αδερφικά, ξε χνώντας ότι γι’ αυτούς είναι η κυρά. Για πρώτη και τελευταία φορά ιούς αγκαλιάζει και τους φιλάει. Οι αγκαλιές ζεσταίνονται από αγάπη και υγραίνονται από τα δάκρυα του αποχωρισμού. Μετά η Ελισάβετ διαλέγει τα πιο δυνατά άλογα για το ταξίδι τους μέχρι το Ικόνιο. Ο Μαχμούτ με δύο εργάτες περιποιούνται τις άμα ξες, λαδώνουν τις ρόδες, σφίγγουν τις βίδες και αλλάζουν τα σκου ριασμένα καρφιά. Στρώνουν πολλά μικρά μεταξωτά χαλιά για να κάθονται οι γυναίκες όσο γίνεται πιο αναπαυτικά και τυλίγουν μερικά άδεια τσουβάλια από λινάτσα για να βάλουν τα χαλιά μέσα μόλις θα φτάσουν στο Ικόνιο προκειμένου να τα μεταφέρουν στην Πόλη. Θα φύγουν με τρία οχήματα για το Ικόνιο, δύο κλειστές άμαξες και έ ναν αραμπά. Οι άμαξες θα μεταφέρουν την οικογένεια. Θα οδηγούν την πρώτη ο Σουλεϊμάν και ο Χουσεΐν, και τη δεύτερη ο Μουράτ, έ νας από τους τίμιους βοσκούς της Ελισάβετ, στον οποίο αφήνει όλα ιης τα πρόβατα και τον κάνει πλούσιο. Στους άλλους δύο αφήνει μι σιακά τα χωράφια και τη σηροτροφία. Τον αραμπά που θα κουβα λάει όλα τα καλούδια και το βαρέλι με το «μέλι» θα το οδηγεί ο ψυ χογιός τους, ο Μαχμούτ. Μόλις επιβιβαστούν στο τρένο, οι τρεις Τούρκοι οδηγοί θα γυρίσουν πίσω με τις άμαξες και θα τις κρατή σουν για προσωπική τους χρήση. Ο Βασίλ’ αγάς όλο το βράδυ προσεύχεται. Η Ελισάβετ δε στέκειαι στιγμή. Ανεβοκατεβαίνει τις σκάλες, που τρίζουν σαν να μοιρο λογούν για τον αποχωρισμό, ανοιγοκλείνει ντουλάπια, κλειδώνει α
456
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
ποθήκες, ραντίζει με αγιασμό τους τοίχους και με ένα μαχαίρι χαράζει τα αρχικά τους γράμματα «Β.Ε.» και ολόκληρο το όνομα «ΣΕΚΕΡΙΜ» στις ξύλινες πόρτες, στις κομόδες, στο τραπέζι της καλής τραπεζαρίας, και οπουδήποτε υπάρχει ξύλινη επιφάνεια έχει αφήσει τα ίχνη της οικογένειάς της. Με ένα μελανί μολύβι γράφει στους τοίχους τα ονόματά τους και τη φράση: «Σεκεριμ, η αγαπημένη τον σουλτάνου». Δεν παρέλειψε να σκαλίσει ακόμα και τα ονόματα των ψυχοπαίδων της, του Μαχμούτ, της Εμεριέ, της Αϊσέ, της νταντάς Γαλλίδας μαντάμ Ροζ και της Ρωοίδας δασκάλας μαντάμ Σβετλάνας, που παρέμεινε στη Πόλη. Σ’ έναν τοίχο γράφει: «Αλλαχού Εκμπέρ».19 «Μια μέρα, Θεέ μου, θα μας αξιώσεις να γυρίσουμε πίσω στη γη μας. Θα αξιώσεις τα παιδιά μας, τα εγγόνια μας, τα δισέγγονά μας». Ο Βασίλ’ αγάς, πιο πικραμένος από όλους, γράφει μια μικρή δια θήκη. Σε περίπτωση που η ζωή του τελειώσει στο ταξίδι αυτό, πρέ πει η γυναίκα του να παρουσιάσει αυτό το ιδιόχειρο σημείωμα στο δικηγόρο τους στην Πόλη και εκείνος θα αναλάβει να της αποδώσει την κληρονομιά όλων των ακινήτων και κινητών, των μετοχών και των καταθέσεων στις τουρκικές και ευρωπαϊκές τράπεζες, που ήταν στο όνομά του. Γράφει στο ημερολόγιό του: Σε λίγες μέρες η οικογένειά μου θα πάρει το δρόμο προς τα βορειο δυτικά. Την έχομε κάνει δεκάδες φορές αυτή την υπέροχη διαδρομή, μα αυτή τη φορά, που δε θέλω να την ονομάσω τελευταία, και μάρτυς μου ο Θεός, νιώθω χαμένος! Νομίζω ότι θα μετακινηθούμε σαν τον Οδυσσέα σε μια άγνωστη χώρα ανάμεσα σε άγνωστους ανθρώπους, κα λούς και ευλογημένους, που θα είναι έιοιμοι πρώτα να μας καλοδεχτούν και μετά να μας κατασπαράξουν σαν αρνιά. Η ευθύνη της μετακίνη σης αυτής είναι δική μου. Μακάρι, Παναγία μου, να φτάσουμε με το καλό σιον προορισμό μας! Ορκίζομαι ότι στην Κωνσταντινούπολη θα κάνω κάθε δυνατή προσπάθεια να ξαναβρεί η οικογένεια μου τις ευ 19. Ο Θεός είναι μεγάλος.
ΣΕΚΕΡΙΜ
457
τυχισμένες μέρες που αφήνει πίσω στην Καππαδοκία. Ελπίζω ότι ό ταν πραγματικά οι δικοί μου πειστούν για τους λόγους της απομά κρυνσής μας από τα άγια προγονικά χώματα να μπορέσουν να με συγ χωρήσουν για τον ξεριζωμό που ακούσια τους επέβαλα. Δυστυχώς η γυναίκα μου η Ελισάβετ, ακόμα και με το χαρτί της απογραφής της περιουσίας μας στο χέρι, δεν μπορεί να καταλάβει ότι η ζωή μας στο χωριό δε θα έχει αίσιο αύριο. Αρχίζω και αισθάνομαι σαν πρόσφυγας μέσα στην ίδια μου τη χώρα και νιώθω ένοχος να σέρνω τους αγαπη μένους μου σ’ ένα ταξίδι προσφυγιάς. Ξέρουμε από που ξεκινάμε, έ χομε προορισμό, αλλά δε γνωρίζουμε πόσοι από εμάς θα φτάσουμε σώοι στο σπίτι, που μας περιμένει στο τέρμα του ταξιδιού. Αν φτά σουμε όλοι σώοι και αβλαβείς, θα ευχαριστώ το Θεό μέχρι την τελευ ταία μέρα της ζωής μου. Είναι ακριβώς μεσάνυχτα τώρα που κάνω αυτή τη γραπτή εξομολόγηση. Υπόσχομαι κάθε μέρα αυτή την ώρα να διαβάζω την άγια παράκληση. Κύριε, στάσου δίπλα μας ακόμα μια φο ρά! Για πολλούς χριστιανούς έχει ήδη αρχίσει το επώδυνο ταξίδι. Ήρθε η σειρά μας! Βοήθησέ μας! Καθημερινά φτωχοί περαστικοί, ασκέρια ολόκληρα, χτυπουν την πόρτα μας για ζητιανιά. Με μπόγους πάνω στα βόδια και στις αγελάδες, προσπαθούν να φτάσουν στην άκρη της θάλασσας. Πιασμένοι δίπλα στα ζώα περπατούν νωχελικά κατά φά λαγγες πληγωμένοι, και οι περισσότεροι άρρωστοι. Τα μωρά τουρ τουρίζουν δεμένα στις πλάτες των γυναικών, οι οποίες χάνουν τα βή ματα από την κούραση και πέφτουν κάτω για να ξανασηκωθοΰν μό λις πλησιάσει ο Τούρκος καβαλάρης. Οι Ποταμιώτες τρέχουμε να τους δώσουμε στάμνες με καθαρό νερό, ψωμιά, τυριά, διάφορα τρόφιμα και μερικές χούφτες κινίνα. Η Ελισάβετ μόλις τους δει από μακριά καβαλάει το άλογο και τους προσφέρει βοήθεια. Θεέ μου, φοβάμαι μην κα ταντήσουμε σαν κι αυτούς μια μέρα! Θα προσπαθήσω να βάλω το μυαλό μου σε τάξη και να αντιμετωπίσω με φρόνηση τις δυσκολίες και τα εμπόδια που θα βρεθούν στο ταξίδι μας. Ζητώ συγγνώμη από το Θεό και την οικογένειά μου. Βασίλ’ αγάς Κυριακή, 17 Σεπτεμβρίου 1922
Αποχαιρετώντας για πάντα τα πάτρια εδάφη
ΕίΝΑΙ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ του 1922, ημέρα Δευτέρα. Ο καιρός από χθες
χλόμιασε. Όλα γύρω είναι μουντά και το φεγγάρι τυλίχτηκε στο μαύ ρο του πουκάμισο. Πενθεί. Συμμερίζεται την απελπισία της Σεκερίμ και της οικογένειάς της που ξεκληρίζεται. «Μανοΰλα, δε βλέπω το φεγγαράκι. Που είναι τα ματάκια του, η μυτούλα του και το χαμογελαστό του προσωπάκι;» παραπονιέται η μικρή Αναστασία, που την ξύπνησαν για να αποχαιρετήσει το πα τρικό της σπίτι. «Έλα, Αναστασία μου, φίλησε την πόρτα του σπιτιού μας και πες της ότι σύντομα θα ρθούμε πίσω να τη διαβούμε και πάλι». «Γιατί, μανούλα, πού πάμε;» «Πάμε στην Κωνσταντινούπολη, αγάπη μου. Στο άλλο μας το σπίτι». «Τότε, μανούλα, γιατί κλαις; Κάθε φορά που πάμε στην Κων σταντινούπολη εσύ χαίρεσαι. Δεν είναι αλήθεια;» Η μικρή πριν τε λειώσει τη λεξούλα σηκώνεται στις μύτες των ποδιών της για να ψη λώσει, αγκαλιάζει με τα δυο της χεράκια την πελώρια πόρτα, την φιλάει πολλές φορές, παίρνει μια βαθιά αναπνοή και φωνάζει με ό λη τη δύναμη που κρύβει στο κορμάκι της: «Σπιτάκι μου γλυκό, σ’ αγαπάω πιο πολύ και από την κούκλα μου!» και κοιτάζοντας τη Σε κερίμ με τα αθώα της μάτια τής λέει: «Νόνα, μην κλαις! Ακόυσες τι είπα, νόνα μου; Είπα την κούκλα μου, γιατί εσένα σ’ αγαπάω περισ σότερο από τον κόσμο όλο!».
ilKKEPIM
459
«Αχ, γιαβρί μου μονάκριβο! Ο Κεμάλ φαίνεται ότι μας αγαπάει λι γότερο απ ό,τι τον αγαπάμε και τον σεβόμαστε εμείς. Όλα μάς τα παίρ νει μέσα από τα χέρια μας ένα ένα. Έλα να σε κρατήσω στην αγκαλιά μου. Εσύ είσαι αληθινά δική μου και κανείς δεν μπορεί να σε πάρει». «Νόνα, ο Κεμάλ είναι ο Θεός και πρέπει να τον αγαπάμε και να ιον σεβόμαστε;» «Αχ, γιαβρί μου! Είναι ένας μικρός θεός που κυβερνάει τη χώρα μας». Νόνα και εγγονή ανεβαίνουν στην άμαξα. Ο Μαχμοΰτ βογκάει αιιό το κλάμα, το ίδιο και τα κορίτσια. Η μαντάμ Ροζ σκουπίζει τα δάκρυά της βυθισμένη σε απέραντη λύπη. Οι Τούρκοι αμαξάδες κρατούν τα πρόσωπα κρυμμένα με τις παλάμες τους και κλαίνε, κλαίνε με την καρδιά τους. Ο Βασίλ’ αγάς ξανανοίγει την πόρτα και παρασύρει την Ελισά βετ στο εσωτερικό. «Αγαπημένη μου Ελισάβετ, συγχώρησέ με. Το κάνω για να σω θούμε. Σου υπόσχομαι κανείς δε θα μπει στο σπίτι μας. Πλήρωσα αδρά τους ζανταρμάδες, τον καδή, τους Τούρκους όλους για να μην καταπατηθεί το αρχοντικό μας. Μου έδωσαν το λόγο τους. Ελπίζω να τον κρατήσουν». «Βασίλη, γνωρίζω ποια είναι η κατάσταση. Δε σε κατηγορώ, ο α γαπάω και σε σέβομαι. Να, σ’ αυτό το αρχοντικό μεγάλωσα, το υιιερασπίστηκα, το έσωσα από τους ληστές. Το έσκαψα με τα νύχια ανοίγοντας γαλαρίες και καταφύγια. Πρέπει να με καταλάβεις, α φήνω την ψυχή μου εδώ. Όταν πεθάνω, φέρε και θάψε το σώμα μου μπας και ανταμώσει την ψυχή μου που μένει πίσω. Κάν’ το αν οι συνθήκες το επιτρέψουν, Βασίλ’ αγά μου!» Αγκαλιάζονται και φιλιούνται. Φιλάει ο ένας τα χέρια του άλλου. «Τα ευλογημένα χέρια σου, γυναίκα μου!» «Η ευγένειά σου και η υπομονή σου, Βασίλη μου!» συμπληρώνει εκείνη.
460
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
Του φιλάει το μέτωπο, χαϊδεύει τα γκρίζα του μαλλιά. Εκείνος την έχει σφίξει στην καρδιά του. «Είμαστε δύο, είμαστε γεροί, έχομε μεγάλη περιουσία, μη φο βάσαι, δε θα χαθούμε!» της λέει και της δίνει το χαρτί με τη διαθή κη του. «Ελισάβετ μου, αυτό που σου δίνω είναι κάτι πολύ σοβαρό. Είναι η διαθήκη μου. Αν στο ταξίδι πεθάνω, με αυτή την ιδιόγραφη ομο λογία μου θα πας στον Τούρκο δικηγόρο μου στην Πόλη, στον Ισμέτ μπέη και παρουσία δύο μαρτύρων, του Πρόδρομου Νάκη και του Νι κόλα, θα την καταθέσεις. Πρόσεξε, πρέπει να διαβαστεί παρουσία μαρτύρων. Μη σε ξεγελάσει ο δικηγόρος». «Βασίλη μου, γιατί με φοβίζεις ακόμα περισσότερο; Αυτό το χαρ τί μού δένει τα πόδια. Αν σε χάσω, δε θέλω τίποτα στον κόσμο. Έλα, πάμε, ο Θεός θα είναι μαζί μας!» Εκείνος της δίνει το χαρτί με το ζόρι. «Ελισάβετ, φύλαξε το σαν τα μάτια σου! Μην το χάσεις γιατί έ χω την υπογραφή μου. Αν το χάσεις και το βρει κάποιος άλλος μπο ρεί να το εκμεταλλευτεί και να γίνουν όλα δικά του. Σε αυτό το κρά τος κανείς δε θα τον ελέγξει». Η Ελισάβετ και ο Βασίλ’ αγάς κάνουν το σταυρό τους, χαϊδεύουν τους τοίχους και κοιτάζονται στα μάτια. Τα γαλάζια μάτια του Βα σίλ’ αγά μοιάζουν με κρυστάλλινες λίμνες και τα πράσινα μάτια της Ελισάβετ με σμαραγδένιες πέτρες. «Γλυκό μας σπίτι, έχε γεια!» λένε με ένα στόμα. Αγκαλιασμένοι σαν ένα κουβάρι από συντρίμμια, βάζουν το τε ράστιο σιδερένιο κλειδί στην κλειδαριά και το στρίβουν δύο φορές κλειδώνοντας οριστικά την πόρτα πίσω τους. Οι άμαξες ξεκινούν. Τα άλογα καλπάζουν. Τα κεφάλια όλων εί ναι έξω από τα παράθυρα και έχουν τα μάτια βυθισμένα στο σπίτι, που σιγά σιγά χάνεται και γίνεται παρελθόν. Ο Πρόδρομος και η Άμια τους περιμένουν έξω από το κονάκι
^ΚΚΕΡΙΜ
461
ιούς πανέτοιμοι. Η αγαπημένη φίλη Μαριγώ βρίσκεται εκεί από τα χαράματα με λουλούδια στα χέρια για να ξεπροβοδίσει τους συ μπεθέρους της και την οικογένεια της αγαπημένης της φίλης. Από ιο στόμα της δε σταματούν οι ευχές και από τα μάτια της δε στε ρεύουν τα δάκρυα. Σμίγουν και δε λένε να λυθούν, τα φιλιά δίνονται αχόρταγα και οι δύο φίλες υπόσχονται να συναντηθούν το γρηγο ρότερο στην Πόλη για να ξαναρχίσουν τις όμορφες βεγγέρες. «Ελίζα μου, να μας σκέφτεστε. Σε λιγότερο από ένα μήνα θα έρ θουμε κι εμείς στην Πόλη. Δώσε τα νέα μας στον Χαράλαμπο, στο θείο Φάνη, στη Σοφούλα, στον Νικόλα και στο Ευλαμπάκι. Πείσε τον Χαράλαμπο να μην έρθει στο χωριό να μας πάρει. Θα κατεβούμε μό νες μας. Πες του ότι οι κόρες μας κι εγώ είμαστε πανέτοιμες να φύ γουμε. Έχω όλα τα χαρτιά της απογραφής στα χέρια. Είμαι σχεδόν ιΊοιμη να πάρω το επόμενο τρένο. Αγριεύω εδώ πέρα να τον περι μένω». «Μαριγώ, σε αφήνουμε πίσω και έχω τύψεις. Μάζεψέ τα το συ ντομότερο δυνατόν. Σε περιμένουμε! Ραντεβού σε ένα μήνα το πολύ στην Πόλη. Μη μας τη σκάσεις!» «Ελισάβετ, αργήσαμε», φωνάζει ο Πρόδρομος και πλησιάζοντας ι (>ν Βασίλ’ αγά τον ρωτάει: «Πώς είναι η Σεκερίμ; Η ανιψιό μου κά νε ι κουράγιο;» «Ναι, Πρόδρομε. Βοήθηοέ την κι εσύ να το ξεπεράσει. Εσένα οε οέβεται και σε ακούει περισσότερο». Ο Πρόδρομος πλησιάζει την άμαξα της ανιψιός του, την καλη μερίζει και εύχεται καλό ταξίδι σε όλους. Προχωρώντας προς τη δί κη του άμαξα μονολογεί: «Πανούργε Κεμάλ, μας νίκησες!». Οι αμαξάδες με τα γκέμια στα χέρια ανυπομονούν να ξεκινήσουν. «Ξεκινάμε!» φωνάζει στους Τούρκους αμαξάδες και χτυπάει με ι ην παλάμη του δυνατά την πόρτα της άμαξάς του. Τα άλογα ορμάνε στους χωματένιους δρόμους. Στο πέρασμα των αμαξών, οι κότες ανοίγουν τα φτερά και πετάνε. Τα ζώα που βγαί
462
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
νουν στα λιβάδια για βοσκή παραμερίζουν στην άκρη του δρόμου, ενώ οι τσοπάνηδες που τα συνοδεύουν, οι πρώην πιστικοί τους, βγά ζουν τα μάλλινα σκουφιά και υποκλίνονται με σεβασμό σκουπίζοντας τα δάκρυα στα μπαλωμένα μανίκια. Η Ελισάβετ με τα χέρια έξω από το μικρό παράθυρο κρατώντας το άσπρο μαντίλι τούς χαιρετάει κλαίγοντας. Χαιρετάει τα λιβάδια, τα γάργαρα ποτάμια, τις λευκές πέτρες, που από κάτω κρύβεται το χρυσάφι. Χαιρετάει τα βουνά, που κάθε πρωί αγνάντευε και έβλεπε το χαρούμενο πύρινο ήλιο να σηκώνεται από πίσω και να χαϊδεύει τις εύφορες πεδιάδες. Χαιρετάει τα μποστάνια, τα οπωροφόρα δέντρα, το χωράφι με τις τριανταφυλλιές, που το άρωμά τους φτάνει ως την άμαξα και ευωδιάζει. Τέλος, χαιρετάει το θησαυρό που κοιμάται στα έγκατα της αγαπημένης της γης. Μόνον ο Θεός ξέρει για πόσο και ρό, για πόσα χρόνια θα κοιμάται εκεί! Το δεμένο μαντίλι στο χέρι λύνεται και ένα σμήνος πουλιών που ακολουθεί το βρίσκει στο πέταγμά του και το αρπάζει. Τα πουλιά α ποχαιρετούν την Ελισάβετ με το λευκό της μαντίλι και της εύχονται καλή τύχη. Έγιναν πουλιά και αυτοί και πετάνε για ξένους τόπους. Έχοντας καρφωμένο το βλέμμα πάνω τους αυτοσχεδιάζει ένα λυπη τερό τραγούδι. Ανοίξαμε τα χέρια μας,, τα κάναμε φτερά. Οι καρδιές μας ανάλαφρες τιετούν μαζί σας. Είμαστε χαμένοι με μοναδικό βιος μερικά μπαούλα. Αφήνουμε εσάς πουλιά να μας οδηγήσετε, γιατί εσείς ξέρετε πού πηγαίνετε, εμείς χάσαμε το δρόμο. Αλίμονο στην τύχη μας και στο ριζικό μας! Το βράδυ σταματάνε σ’ ένα μικρό χάνι. Η πρώτη τους φροντίδα
ΣΕΚΕΡΙΜ
463
είναι τα άλογα. Τα περιποιούνται, τα ταΐζουν και οι αμαξάδες κοι μούνται στο στάβλο μαζί τους για να τα φυλάνε. Απολαμβάνουν ένα καλοπληρωμένο χαμάμ και ύστερα μαζεύο νται στην κάμαρα του Βασίλ’ αγά για ένα μεγάλο τσιμπούσι με τα τό σα φαγητά και εδέσματα που κουβαλάνε μαζί τους. Στα χείλη όλων εμφανίζεται ένα μικρό ή μεγάλο χαμόγελο μετά από κάποιο αστείο ή μερικές γουλιές ρακί. Μόνο τα χείλη της Ελισάβετ μένουν κλειστά σαν όστρακα. Αμί λητα και αγέλαστα τόσο, που και η μικρή Αναστασία διαισθάνεται πως κάτι συμβαίνει και ρωτάει συνεχώς: «Μανούλα, τι έχεις;». Και δεν ξεκολλάει από πάνω της. Η Σεκερίμ είναι σχεδόν ευτυχισμένη. Μερικές ώρες ήταν ικανές να την κάνουν να ανακουφιστεί κάπως από την πίκρα. Παίζει τάβλι με τη Ροζ και είναι χαρούμενη που την κερδίζει. Η Ελισάβετ με μάτια λιγωμένα κοιτάζει τη μάνα της. Την καμαρ(όνει και ψιθυρίζει στον άντρα της: «Βασίλη, τι όμορφη μάνα έχομε!». Εκείνος δεν την ακούει. Ή δη κοιμάται στον καναπέ ψόφιος από ιην κούραση. Τα μάτια της Ελισάβετ δεν κλείνουν. Σκέφτεται πώς ()α εξελιχθεί η επόμενη μέρα του ταξιδιού. Ο Μαχμούτ μαζεύει τα φαγώσιμα και τακτοποιεί τους μπόγους. Αμέσως μετά κουλουριάζειαι και κοιμάται δίπλα στα πόδια της κυράς του. Γην επόμενη μέρα η Εμεριέ παρουσιάζει ρίγη και πυρετό. Όλοι τρομάζουν μήπως έχει κάποιο μικρόβιο θανατηφόρο και πανικοβάλλονται, εκτός από τη Σεκερίμ, που βρίσκεται κοντά στην αγα πημένη της ψυχοκόρη και καθησυχάζει την Ελισάβετ. «Κουζούμ, άκουσα με τ’ αφτιά μου το γιατρό στην Πόλη να λέει άτι για να πάρεις ένα μικρόβιο πρέπει να ρθεις σε επαφή με άρρω στο, διαφορετικά είναι ένα κρύωμα ή υπερκόπωση». «Ανετζίμ, μη γίνεσαι υπερβολική και την κρατάς στην αγκαλιά σου, μπορεί να κολλήσεις την αρρώστια κι εσύ και όλοι μας».
464
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
Η Σεκερίμ δεν παίρνει από λόγια. Σίγουρη ότι η Εμεριέ δεν έχει τίποτα το σοβαρό, τη φροντίζει με ιδιαίτερη αγάπη. Στα χάνια που διανυκτερευουν κοιμάται δίπλα της και δεν ξεχνάει να της δίνει τα κινίνα και τα γιατρικά. Παρόλο που η άρρωστη δεν έχει όρεξη, την ταΐζει με το ζόρι. Είναι αποφασισμένη μόλις φτάσουν στο Ικόνιο να την πάνε σε γιατρό. Στο δρόμο συναντούν και άλλους ανταλλάξιμους που έχουν πάρει τον ίδιο δρόμο με εκείνους, Ρωμιοί και αυτοί. Τους προσπερνούν με τις γρήγορες άμαξες, γιατί με τίποτα δεν πρέπει να φανεί ότι κάνουν φάλαγγα. Ο Πρόδρομος τους συμβουλεύει να μην αναφέρουν ούτε καν τον προορισμό τους. Το Ικόνιο είναι μια μεγάλη πόλη χτισμένη σε υψόμετρο στις νο τιοδυτικές παρυφές του οροπεδίου της κεντρικής Μικράς Ασίας. Ανα τολικά της ακρόπολης βρίσκεται ο σιδηροδρομικός σταθμός, που συνδέει τη Βαγδάτη με την Κωνσταντινούπολη. Φτάνοντας εκεί θα εγκαταλείψουν τις άμαξες. Ο Πρόδρομος γνωρίζει καλά την πόλη. Ερχόταν συχνά να συνο μιλήσει με τον Τούρκο επιτηρητή και να του ζητήσει τη βοήθειά του όταν το χωριό τους κινδύνευε. Πολλά αξιόλογα μνημεία σελτζουκικής τέχνης στολίζουν την ακρόπολη και την πόλη. Οι μιναρέδες του Ιντσέ Μιναρέ στραμμένοι προς τον ουρανό γράφουν την ιστορία τους από το 1258. Το Καρατάι Μεντρεσέ στέκεται επιβλητικό από το 1251, δείγμα της σελτζουκικής αρχιτεκτονικής, και τόσα άλλα κτίρια ελληνικά, ρωμαϊκά και περσικά. Υπάρχουν τραμ που τα τρα βάνε άλογα και βόδια. Οι άντρες τρέχουν πίσω από τα βαγόνια για να σκαρφαλώσουν και στοιβάζονται ο ένας πάνω στο άλλο σαν σαρ δέλες. Από τις πόρτες κρέμονται πόδια, χέρια, ντορβάδες με τρόφι μα και ζωντανά, πρόβατα, κατσίκες και πουλερικά. Τα μαγαζιά έχουν κρεμασμένη την πραμάτεια τους στους εξω τερικούς τοίχους και οι έμποροι παίζουν τάβλι καθισμένοι στην εί σοδο της πόρτας, αγνοώντας τους πελάτες που μπαίνουν στο μαγα ζί. Θα έλεγε κανείς ότι σήμερα το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι το
L1, ΚΕΡΙ Μ
465
ιιαιχνίδι και καθόλου το εμπορικό αλισβερίσι. Οι σαλεπιτζήδες και (>ι νερουλάδες γεμίζουν τα κατσαρόλια των διψασμένων, ενώ ο ζεστός κα<ρές και το μυρωδάτο τσάι έχουν την τιμητική τους ο αυτή την πό λη, τη φυτεμένη στην καρδιά της Ανατολής. Οι άμαξες σταματούν στο κεντρικό ξενοδοχείο «Ανατολή», απέ ναντι από το σιδηροδρομικό σταθμό. Ο Βασίλ’ αγάς και ο Πρόδρο μος συμφωνούν να πληρώσουν τα δωμάτια όσο όσο για να ξεκου ράσουν τα ταλαιπωρημένα κορμιά τους. Ζητούν γιατρό από τον πορι ιέρη για την άρρωστη Εμεριέ, ο οποίος τρέχει και τον φέρνει στο λεπτό. Κατόπιν οι άντρες ασφαλίζουν τα πράγματά τους και κατευΟύνονται στο σταθμό για να αγοράσουν τα εισιτήρια της επιστροφής ιούς στην Κωνσταντινούπολη. Δύο ολόκληρες μέρες οι πόρτες των δωματίων παρέμειναν σχε δόν κλειστές. Κανείς από τις δύο οικογένειες δεν είχε την περιέρ γεια ή το ενδιαφέρον να ξεμυτίσει για να γνωρίσει την όμορφη α νατολίτικη πόλη με τους δερβίσηδες και τις όμορφες Τουρκάλες, ιιου οι περισσότερες πέταξαν το φερετζέ αποκαλύπτοντας τα όμορφα χαρακτηριστικά τους. Όλοι τους κατάκοποι, δεν έχουν τη δύνα μη να περπατήσουν στους όμορφους γραφικούς δρόμους και να δο κιμάσουν τα τοπικά εδέσματα. Μόνο οι άντρες κάνουν δυο φορές τη μέρα τον επώδυνο περίπατο μέχρι το σταθμό για να πάρουν καμιά ιιληροφορία. Τα δρομολόγια του σιδηροδρόμου δεν είναι σταθερά και οι γραμμές μονές και πολύ συχνά χαλασμένες. Η στρατιωτική Αρχή των σιδηροδρόμων δίνει προτεραιότητα στα εμπορικά τρένα και οι απλοί ταξιδιώτες περιμένουν μια εβδομάδα και πλέον στο σταθμό. Ακούγονται βογκητά και φωνές απελπισίας. Ο κόσμος, στοιβαγ μένος στην κεντρική αίθουσα, αποτελεί ένα ασφυκτικό και συμπα γές σύνολο από ανθρώπινα κορμιά. Αδύνατον να μετακινηθούν, να αλλάξουν θέση, να κουνήσουν πόδια και χέρια. Οι γυναίκες αφουγκράζονται τις αναπνοές των παιδιών τους. Δεν υπάρχει οξυγόνο να
466
ΜΑΡΙΝΑ B A M ΒA K A
αναπνεύσουν. Οι μόνοι που παραμένουν ατάραχοι και δε ουγκινού νται είναι οι Τούρκοι αξιωματικοί. Αυτοί κάθονται στην πόρτα, ρου φάνε τους ναργιλέδες και έχουν τα μάτια τους καρφωμένα στο πλή θος σαν μυδραλιοβόλα. Μόλις τους γυαλίσει καμιά χρυσή καδένα, πατούν πάνω στα κορμιά για να την κάνουν δική τους. Όσοι από τους ταξιδιώτες είναι καταδικασμένοι να περνούν τη νύχτα τους στο ύπαιθρο ξυλιάζουν από το κρύο. Τα βράδια η θερμοκρασία στο ο ροπέδιο πέφτει πολύ χαμηλά και δεκάδες είναι τα άψυχα κορμιά που κάθε πρωί, παγωμένα από το ψύχος της νύχτας, μαζεύονται α πό τους στρατιώτες. Οι ζανταρμάδες και οι αξιωματικοί κάνουν διαρκώς έρευνες στους δεμένους μπόγους των επιβατών, και πολλές φορές ανοίγουν ακόμα και τα στόματά τους για να βεβαιωθούν ότι δεν κρύβουν κά τι πολύτιμο ή ύποπτο. Γεμίζουν τα αμπέχονα με κοσμήματα και χρυ σά γρόσια, ελέγχουν τη σιδηροδρομική μεταφορά των εμπορευμά των και αδειάζουν τα βαγόνια όποτε τους καπνίσει. Όταν μυριστούν πλούσιο επιβάτη φωνάζουν το δήμιο. Αυτός παίρνει το θύμα στην ά κρη της γραμμής και χωρίς πολλά πολλά βάζει το περίστροφο στον κρόταφο ή τη χαντζάρα στο λαιμό ζητώντας τα χρυσά νομίσματα. Σκίζονται τα ρούχα του θύματος και σκορπίζονται τα κρυμμένα γρό σια στη γη. Ο θόρυβος που κάνουν τα μέταλλα χτυπώντας το ένα στο άλλο σφίγγει τις καρδιές, που χτυπάνε σαν πένθιμες καμπάνες. Οι Τούρκοι γελάνε σαρκαστικά ακούγοντας τον ηδονικό θόρυβο και α νοίγουν με υπερδιέγερση τις τσέπες τους για να περισυλλέξουν το μάλαμα, που μοιράζονται στη στιγμή. Μόλις παίρνει τα χρυσά, ο δήμιος πετάει από τη χαρά του μερικά μέτρα πιο πέρα το κεφάλι του δωρητή του. Μερικοί από το πλήθος κλαίνε, χωρίς να μπορούν να κρύψουν το φόβο. Πολλές από τις γυναίκες σηκώνονται όρθιες προς ένδειξη διαμαρτυρίας κρατώντας στο χέρι το χαρτί που πήραν από την επιτροπή ανταλλαγής φεύγοντας από τα χωριά τους. Γελάνε με χαχανητά οι Τούρκοι αξιωματικοί και φτύνουν στο χώμα.
ΣΚΚΕΡΙΜ
467
Η υγειονομική και η ιατρική υπηρεσία στους επαρχιακούς σι δηροδρομικούς σταθμούς είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Όταν ο Ερυθρός Σταυρός έχει ευχέρεια περνάει και μοιράζει κάποια φάρμακα στους βαριά αρρώστους από τον εξανθηματικό τύφο, που θερίζει και σκοριιίζει ανελέητα το θάνατο σε γέρους και παιδιά, ή ψεκάζει όλα τα κε φάλια για τις ψείρες. Νεαρές Αγγλίδες φέρνουν ζεστό τσάι και γε μίζουν τα τσίγκινα κατσαρόλια των άτυχων ταξιδιωτών, που αδειά ζουν στη στιγμή από τη δίψα. Η λύπη είναι απέραντη και η κατα στροφή χωρίς προηγούμενο.
I Ιεντακόσια χρυσά γρόσια πήρε ο Τούρκος αξιωματικός για να φι λοξενήσει στο γραφείο του τις οικογένειες του Βασίλ’ αγά και του Πρόδρομου, προκειμένου να κρατηθούν μακριά από το άρρωστο και ψειριασμένο πλήθος. «Βασίλη, θα τα καταφέρει να μας ανεβάσει ο ζανταρμάς στο τρέ νο ή θα φύγει χωρίς εμάς; Πώς θα στριμωχτούμε ανάμεσα σε τόσο κόσμο; Πώς θα μεταφέρουμε το βαρέλι και τα μπαγκάζια μας; Εδώ χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα στην κυριολεξία!» ρω τάει με αγωνία η Ελισάβετ βλέποντας το απεγνωσμένο πλήθος να έ χει κατεβεί μέχρι τις ράγες του σταθμού και να κοιμάται πάνω σ’ αυτές. Και πριν προλάβει να πάρει απάντηση η πόρτα του γραφείου α νοίγει και ο σταθμάρχης μαζί με τον Τούρκο αξιωματικό ρίχνουν μέσα έναν παπά τυλιγμένο στα ράσα. Η Άμια τρέχει πρώτη και σηκώνει τα ράσα που σκεπάζουν το πρόσωπό του. «Παπά μου, φοβάσαι κι εσύ;» του λέει προσφέροντάς του μια κούπα με αχνιστό τσάι. Ο παπάς δείχνει τα ξεριζωμένα γένια του ψιθυρίζοντας μόνο το «Κύριε ελέησόν με».
468
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
Ο Πρόδρομος κάνει σε όλους νεύμα να τον αφήσουν να ηρεμήσει. Ο παπάς παραμένει με τα μάτια κλειστά ακίνητος στη ίδια θέση. «Θείε, ο παπάς πεθαίνει!» λέει η Ελισάβετ ταραγμένη. Ακουγοντάς την ο Μαχμούτ πετάγεται όρθιος για να πιάσει το πρόσωπο του ιερέα. «Σε καλό σου, τέκνο μου!» λέει η Σεκερίμ. «Μανοΰλα, ο παππούλης κλαίει!» προφέρει σιγανά η μικρή Ανα στασία και σφίγγεται στην αγκαλιά της Αϊσέ. Ο Βασίλ’ αγάς και ο Πρόδρομος τον πλησιάζουν και ρωτάνε: «Πάτερ, μπορούμε να σε βοηθήσουμε;» Δεν παίρνουν καμιά α πάντηση και ξαναρωτάνε κουνώντας του τα χέρια: «Αιδεσιμότατε, πο νάς πουθενά;». Η Άμια και ο Μαχμουτ τον παίρνουν στην αγκαλιά τους και ξε διπλώνουν τα ράσα του με προσοχή. Ο αιδεσιμότατος είναι μαχαι ρωμένος κάτω από το στέρνο και το σώμα του είναι κατάμαυρο α πό τα χτυπήματα. «Παππούλη, κάνε κουράγιο. Κρατήσου, θα ψάξω να βρω νοσο κόμο για να περιποιηθεί το τραύμα σου», του λέει ο Πρόδρομος και ορμάει προς την πόρτα. Ο Μαχμούτ πάει να τον ακολουθήσει, αλλά το αφεντικό του τον εμποδίζει. Ο Τούρκος στρατιώτης πλησιάζει με το τουφέκι οτο χέρι προ βάλλοντας τη λόγχη στον Πρόδρομο. Τον σπρώχνει μέσα λέγοντάς του ότι αν θα βγει έξω από το γραφείο δε θα ξαναπεράσει το κατώ φλι. «Καρντάση, πόσα θέλεις; Θα σ' τα στείλω από την Πόλη μόλις φτάσω. Εμπιοτέψου με», προσπαθεί να τον δωροδοκήσει ο Πρό δρομος. «Δε θέλω γρόσια, το μόνο που θέλω είναι να ψοφήσει ο χριστια νός παπάς. Μισώ τους παπάδες σας. Κατάλαβες;» του λέει εκείνος και τον σπρώχνει προς τα πίσω με το τουφέκι στην κοιλιά.
ϋ'.Κ Ε Ρ ΙΜ
469
Οι γυναίκες ανοίγουν τα μπογαλάκια και ψάχνουν στα τρόφιμα. 11Αμια Μακρίνα παίρνει ψωμί ψίχα, το μασάει καλά, το γεμίζει με μέλι και το βάζει πάνω στην πληγή, που τρέχει αίμα, και το κρατάπ γερά με την παλάμη της. Η Ελισάβετ τού δίνει ένα χαπάκι από το φάρμακο των Αμερικανών για να σταματήσουν οι πόνοι. Του δίνουν να πιει γουλιά γουλιά ένα κατσαρόλι νερό και απολυμαίνουν με ρα κί ιις εκδορές του δέρματος στο πρόσωπο, που άφησαν τα ξεριζω μένα γένια. Ο παπάς διπλώνεται στα δύο από τους πόνους. Η Άμια επαναλαμβάνει το κατάπλασμα με το μέλι. Το αίμα σταματάει να ιρέχει και δένουν την πληγή με πρόχειρες γάζες. Ο Βασίλ’ αγάς κά θεται δίπλα κρατώντας του το χέρι και δίνοντάς του κουράγιο ώσπου ο παππούλης αποκοιμιέται. Η νύχτα είναι σκληρή, διαφορετική από κάθε άλλη νύχτα της ζω ής τους. Κανείς δεν κλείνει μάτι. Η προσοχή όλων είναι στραμμένη στη μικρή γωνιά του γραφείου, όπου ο θάνατος φτερουγίζει πάνω α πό το πονεμένο σώμα του κληρικού. Δεν ξέρουν ποιος είναι ούτε α πό πού κατάγεται ούτε αν έχει οικογένεια. Ίσως δεν τους ενδιαφέIX>υν κι όλα αυτά, μαντεύουν όμως ποιος τον μαχαίρωσε και γιατί το έκανε. Τα χνότα τους και οι υδρατμοί του τσαγερού που βράζει όλη νύχτα στη σόμπα θαμπώνουν τα τζάμια του παραθύρου που βλέπει προς τις γραμμές του τρένου. Το στενό δωμάτιο φωτίζεται από ένα καντήλι που καίει με λάδι και στέλνει ρυθμικές αναλαμπές στη φωιογραφία του Μουσταφά Κεμάλ, που τους ατενίζει απειλητικά κρε μασμένο στραβά στον τοίχο. Φαίνεται ότι τοποθετήθηκε πρόχειρα από επαναστάτες εδώ και αρκετά χρόνια, για να δείξουν το φανατι σμό τους. Τα μάτια της φωτογραφίας περπατούν μαζί τους μέσα στο χώρο, θαρρείς και οι συγκεκριμένοι ταξιδιώτες έγιναν ο στόχος τους. Η Ελισάβετ και ο Βασίλ’ αγάς το γνωρίζουν πολύ καλά αυτό το βλέμμα, το δέχτηκαν πάνω τους σαν βουρδουλιά, όταν για εβδομά δες επίταξε το σπίτι τους στην Καππαδοκία. Για το λόγο αυτό απο φεύγουν να το κοιτάζουν. Σήμερα αυτή η ιστορία φαίνεται μακρινή.
470
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
Μπροστά τους έχουν μια άλλη ιστορία που βρίσκεται σε εξέλιξη ή, καλύτερα, που τώρα μόλις αρχίζει. Στη γωνιά ο παππούλης βγάζει από τα σπλάχνα ένα περίεργο βρόγχο. Ο Βασίλ’ αγάς του μιλάει για να τον κρατήσει στη ζωή: «Παππούλη μου, δε θα φύγεις μόνος και αβοήθητος, θα σου κρατάω το χέρι όσο κι αν χρειαστεί!». Εκείνος του δίνει την ευχή του με όση δύναμη του έχει απομείνει. Κανείς δεν καταλαβαίνει τα λόγια του γιατί ο θάνατος αρχίζει να τον παίρνει: «Ο Θεός... ο Θεός να σας ευλογεί, τέκνο μου!». Δε μίλησε πολύ ο παπάς ούτε κατέδωσε κανέναν. Πέθανε με τα μάτια δακρυσμένα. Ισω ς ήταν τα δάκρυα της συγχώρεσης προς τους δολοφόνους του. Ο Βασίλ’ αγάς βγαίνει και αναφέρει το θάνατο του γέροντα στους στρατιώτες. Ο Τούρκος αξιωματικός μαζί με δύο στρατιώτες σέρνουν το άψυχο κορμί σαν ένα σακούλι σκουπίδια έξω από το γραφείο και το παρατούν ανάμεσα στο χαμένο πλήθος. Ο Βασίλ’ αγάς τούς παρακαλεί να το θάψουν και μόλις το κάνουν να έρθουν για να πλη ρωθούν. Ανοίγει την Ιερά Σύνοψη και ψάλλει μακαρισμούς και προ σευχές. Η Σεκερίμ με κολλημένο το πρόσωπο στο παράθυρο παρακο λουθεί την κίνηση στο σταθμό. «Γιατί μας μισούν τόσο;» ρωτάει τον Πρόδρομο. «Τι τους κάνα με, ξάδερφε; Μας αξίζουν οι ύβρεις και τα φρικτά πάθη; Ο παπάς μαχαιρώθηκε σαν να ήταν κακούργος. Έχω άδικο; Υποθέτω ότι δεν είχε καν γρόσια να τον ληστέψουν». «Όχι, Αναστασία. Δεν έχομε καιρό για συζητήσεις, εκτός από ε κείνες που μας συμβιβάζουν με την παρούσα κατάσταση. Εφόσον επιζήσουμε, κι αυτό είναι προς στιγμήν το ζητούμενο, θα αναλάβου με τις ευθύνες μας και θα φτιάξουμε τη ζωή μας κάτω από καινού ρια μέτρα και νέους ρυθμούς». Η Σεκερίμ μένει κατάπληκτη ακούγοντας τον ξάδερφό της να
^Ι.Κ Ε ΡΙΜ
471
ι t|v αποκαλεί με το χριστιανικό της όνομα. Η Αναστασία είναι μια άλλη γυναίκα μέσα της, που δεν τη γνώρισε ποτέ, παρά τις προσιιάθειες που έκανε στο παρελθόν. Πάντα την απέρριπτε. Βρίσκει ιιεριττό να ασχοληθεί μαζί της αυτή την κρίσιμη στιγμή. Καθαρίζει με τα χέρια το βρόμικο τζάμι, ακουμπάει το πρόσωπό της στο ξύλι νο δοκάρι που κρατάει το σκουληκοφαγωμένο σασί του παραθύρου και αφήνεται στις αναμνήσεις της. Ακούει τις φωνές της βαλιντέ σουλτάνας να επιμένει πως όλα πρέιιει να αλλάξουν μέσα στο χαρέμι και να πάρουν παριζιάνικο χρώ μα. Οι καινούριες ιδέες διαπερνούν τους τοίχους, ανοίγονται διάιιλατα οι μισάνοιχτες πόρτες των παλατιών και η Ευρώπη διεισδύει και τα κατακτά με δόλο. Αντηχούν στ αφτιά της τα λόγια του Μεχμέι αγά όταν οι μεταφορείς φέρνουν τα καινούρια έπιπλα γαλλικού σιιλ στο Γιλντίζ σαράι: «Προσοχή μη χτυπήσετε τα έπιπλα. Κρατάιε γερά με τα δυο σας χέρια τις πολυθρόνες!». Μπροστά της περνάνε εικόνες που χαράχτηκαν ανεξίτηλα στη μνήμη της. Βλέπει τα στρώματα που άπλωναν τη νύχτα για να κοι μούνται πολλές μαζί και να συζητούν τσιμπολογώντας λιχουδιές. Βλέιιει να βγάζουν και να πετάνε έξω από τα παλάτια τα μεγάλα μα γκάλια και τη θέση τους να παίρνουν οι σόμπες από Φαγιάνς, που δεν μπόρεσαν ποτέ να γεννήσουν την ανάγκη στις κοπέλες να μα ζεύονται γύρω τους, γιατί χάθηκε η μαγεία που δημιουργούσε η φωιιά με τη ζεστασιά της. Η Ευρώπη έφερε και την αλλαγή στο ντύσι μο και στη συμπεριφορά των κυριών. Ο πόνος περνάει τώρα μέσα από τα χέρια της και τα τρυπάει, τα ματώνει, όπως το ακάνθινο στεφάνι το κεφάλι του Εσταυρωμένου. «Περνάμε το δικό μας Γολγοθά και ζούμε τη δική μας σταύρωση. Στήριξέ μας, Κύριε!» Οι βαριές ανατολίτικες φορεσιές, με τα μεταξωτά αραχνοΰφαντα σαλβάρια, οι παραδοσιακές φορεσιές, οι κεντημένες με χρυσή κλωσιή, πολύτιμες πέτρες και πέρλες, που την απαράμιλλη ομορφιά τους
472
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
συμπλήρωναν τα μεγάλα βαριά κοσμήματα, μπήκαν στα μπαούλα σαν ενθύμια μιας άλλης εποχής. Τα ρούχα του σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίντ, που με τα χεράκια της κεντούσε πάνω τους τον ουρανό με τ’ άστρα, τους κήπους με τις τουλίπες, τα τριαντάφυλλα και τα γαρί φαλα, δε θα τα ξαναπιάσει. Θυμάται με νοσταλγία τις ατέλειωτες ώ ρες που περνούσε για να ελέγξει αν καμιά κλωστή τραβήχτηκε ή αν κάποιο κέντημα ξέφτισε για να το διορθώσει και να το παραδώσει εκ νέου στα χέρια της μεγάλης κυρίας της γκαρνταρόμπας του σουλτά νου. Ή ταν τόσο καλές φίλες οι δυο τους! Αγαπημένες σαν αδερφές. Παρατηρεί προσεκτικά το λευκό μαντιλάκι που κρατάει στις χού φτες της κι έχει κεντημένο το όνομά της, «Σεκερίμ», με λευκή κλω στή. Της το χάρισε μια μαθήτριά της. Το ξεδιπλώνει για να σκου πίσει τα δάκρυα και μαζί ξεδιπλώνει χίλιες γλυκές στιγμές που έζησε στο Γιλντίζ σαράι. Βλέπει τις σουλτάνες και τις ευνοούμενες να πε ριφέρονται στους κήπους με τα χρυσοκέντητα μαντίλια στα χέρια, που γίνονται ένα με την αρωματισμένη σάρκα τους. Στις δεξιώσεις του παλατιού βλέπει τις γυναίκες των Ευρωπαίων διπλωματών, τις κο σμικές κυρίες, τις Γαλλίδες καλλιτέχνιδες και τις γυναίκες των ξένων εμπορικών αντιπροσώπων να κρατούν λευκά ή μαύρα δαντελένια μαντίλια ασορτί με τα πολύτιμα καπέλα τους. Η Δύση κατακτά θριαμβευτικά την Ανατολή. Το διπλωματικό πρωτόκολλο γκρεμίζει τα καφασωτά, βγάζοντας στα μεγάλα διπλωματικά σαλόνια τις ό μορφες σουλτάνες. Τις βλέπει να κινούνται με ξεχωριστό σκέρτσο και ανατολίτικη λαγνεία, ενώ τα μάτια των αντρών καρφώνονται πάνω τους. Η Ελισάβετ παρακολουθεί την παράξενη συμπεριφορά της μη τέρας της, που, κολλημένη σαν βεντούζα στο παράθυρο, κοιτάζει έ ξω την απέραντη ανθρώπινη δυστυχία ατάραχη. «Ανετζίμ, είσαι καλά; Πώς αντέχεις τόση ώρα στο παράθυρο πα ρακολουθώντας τον ξεριζωμό του κόσμου; Τουλάχιστον στο δωμά τιο ζούμε μόνο το δικό μας πόνο».
ΣΕΚΕΡΙΜ
473
«Ελίζα, δεν ξέρω τι γίνεται έξω, δε συμμετέχω. Το μυαλό μου και οι σκέψεις μου ζητουν να ξεκουραστούν ακουμπώντας στις αναμνή σεις μου. Με αυτές ηρεμώ!» Η Ελισάβετ κάνει νόημα στην Άμια να μη μιλήσει και ενοχληθεί η μάνα της. Στέκονται δίπλα στην πόρτα κάνοντας σχέδια για την και νούρια τους ζωή. Η Σεκερίμ, καθισμένη πάνω σε μπαγκάζια, με τους αγκώνες καρφωμένους στο περβάζι, κρατάει το κεφάλι της και λέει στην Ελι σάβετ: «Ελίζα, το πλήθος αυτό με συγκλονίζει. Ξέρεις τι θυμήθηκα;» «Τι, γλυκιά μου μάνα;» «Ξαναζώ τον τραγικό σεισμό που έγινε τον Ιούλιο του 1894. Η Κωνσταντινούπολη κουνήθηκε συθέμελα εκείνο το καλοκαιρινό με σημέρι. Ή ταν η ώρα της προσευχής και η φωνή των μουεζίνηδων χάθηκε από τους μιναρέδες της Πόλης. Βρισκόμουν στο παλάτι και ιιερίμενα να τελειώσουν οι ικμπάλ την προσευχή τους. Ο σεισμός ήιαν μεγάλος. Ο σουλτάνος έτρεξε κοντά μας και μας πρόσταξε να βγούμε στον κήπο. Οι σεισμικές δονήσεις ήταν ατέλειωτες και η γη σκιζόταν στα δύο. Εκείνος, σωστός πατέρας, μας ηρέμησε δίνοντάς μας κουράγιο για τη συμφορά που μας βρήκε. Εκατοντάδες συμπο λίτες μας θάφτηκαν κάτω από τα συντρίμμια των σπιτιών, της αγο ράς και των μαγαζιών. Εκκλησιές, μοναστήρια, δημόσια κτίρια, τζα μιά γκρεμίστηκαν. Οι κλέφτες και οι γύφτοι έμπαιναν και αλώνιζαν, έκλεβαν και ρήμαζαν. Οι ζημιές ήταν ανυπολόγιστες. Ο γενναιόδω ρος σουλτάνος, γεμάτος θάρρος και δύναμη, στάθηκε δίπλα οε κά θε πολίτη. Μοίρασε ψωμί στους πεινασμένους, κατασκεύασε παράγκες στους άστεγους, πλήρωσε για τους πληγωμένους τη δαπάνη των νοσοκομείων και με δική του πρωτοβουλία ξεκίνησε μια καμπάνια βοήθειας για τους αδύνατους οικονομικά. Ύστερα ζήτησε βοήθεια από το εξωτερικό, κηρύσσοντας τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης α νάγκης. Ή ταν αποφασισμένος να βγάλει τη χώρα του από τη βιβλι
474
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
κή καταστροφή το γρηγορότερο. Τώρα, πίσω από τα τζάμια του πα ραθύρου, βλέπω τα θύματα ενός καινούριου σεισμού, του ξεκληρίσματος και του αφανισμού». «Ανετζίμ, προσπάθησε να θυμηθείς κάτι πιο ευχάριστο. Έλα ε δώ κοντά μας, η Άμια θα μας διηγηθεί αστείες ιστορίες να γελά σουμε». Η Σεκερίμ χαμογελάει κουνώντας το κεφάλι με σημασία. Αφή νει το παρατηρητήριό της, μιας και το σκοτάδι που άρχισε να πέφτει σκεπάζει την ασχήμια και επιτείνει την αγωνία. Η μικρή Αναστασία κοιμάται στην ακούραστη αγκαλιά της Αϊσέ, που δε σταματάει να της διηγείται ιστορίες για νεράιδες και βασιλοπούλες. Σε κάθε παραμύ θι ρωτάει την Αϊσέ: «Ο βασιλιάς είναι ο σουλτάνος της νόνας μου;». Ο Μαχμούτ στρώνει τις χοντρές κουβέρτες για να ξεκουραστεί η με γάλη κυρά του, που πλησιάζει με σιγανά βήματα. Η Εμεριέ την α κολουθεί σαν σκιά. Κάθονται δίπλα στις γυναίκες. Λίγα μέτρα πιο πέ ρα ο Πρόδρομος και ο Βασίλ’ αγάς ροχαλίζουν. «Σεκερίμ, μίλησέ μας για το χαρέμι. Όσες φορές κι αν ακούσω από το στόμα σου να μιλάς γι’ αυτό, ποτέ δε θα χορτάσω», λέει η Άμια και χώνει τα στρουμπουλά της χέρια ο ένα χαρτονένιο κουτί ψάχνοντας να βρει κάτι. Τα μάτια όλων παίζουν ανάμεσα στις κι νήσεις των δαχτύλων της και στις εκφράσεις του προσώπου της. Όλοι περιμένουν τι μαγικό θα ξεπροβάλει από κει μέσα. Η αγωνία κορυφώνεται, η Άμια τραβάει γενναιόδωρα μια μεγάλη πλάκα σοκολάτα του Ζαχαριάδη. Ένα συρτό μεγάλο «Ααα!» ακούγεται και η επιθυ μία όλων για λίγη σοκολάτα κρατάει τα στόματά τους ανοιχτά για πολλά δευτερόλεπτα. Η Άμια Μακρίνα ξαναχώνει το χέρι στο μαγι κό κουτί και ξεπροβάλλουν τα χοντρά σαν μαλακά ζυμαράκια δά χτυλά της με μια δεύτερη και τρίτη πλάκα σοκολάτα. «Κουζούμ, τη σοκολάτα να τη φάμε στην υγεία του Φάνη μας», λέει στην Ελισάβετ και συνεχίζει χαϊδεύοντας τους ώμους της Σεκε ρίμ: «Έχομε πολύ καιρό να λάβουμε νέα από τους συμπεθέρους μας.
475
ΣΕΚΕΡΙΜ
Έλα, ξαδέρφη Σεκερίμ, φάε σοκολάτα να πούμε γλύκες κουβέντες και να προκαλέσουμε το καλό και την καλή τύχη». Μετά σιγομουρμουρίζει ένα τουρκικό νοσταλγικό τραγούδι που μιλάει για την αγάπη και την τύχη, κάνοντας νόημα στην Ελισάβετ να μοιράσει σοκολάτα. Μπουκωμένα τα στόματα των γυναικών γε λούν με τον Μαχμούτ που έχει πασαλειφθεί στο πρόσωπο. Η ατμό σφαιρα γλυκαίνει, η Σεκερίμ σκουπίζει με όμορφες κινήσεις τα χεί λη της. Είναι η ενσάρκωση της κοσμικής γυναίκας που έζησε στα ιιαλάτια και έμαθε να σέβεται την ιεραρχία, αλλά και να συμπεριφέρεται με ευγένεια και αγάπη στις κάλφες και στους Αλβανούς φύ λακες. Το φρουρούμενο από τους Τούρκους μικρό δωμάτιο όπου βρίσκεται δεν την ενοχλεί καθόλου, γιατί το μυαλό της τρέχει αλλού, σε άλλους κόσμους και σε άλλες εποχές. «Η σοκολάτα έδιωξε την πίκρα από το στόμα, γι’ αυτό πρώτα θα σας τραγουδήσω κάτι που αγαπώ πολύ. Θα με συνδέσει με αυτό που θα οας διηγηθώ μετά», λέει η Σεκερίμ και ισιώνει το κορμί, ενώ αναοηκώνει τους αγκώνες ανάλαφρα για να ανοίξουν οι πνεύμονες. Όλοι τους χαλαρώνουν και περιμένουν να αρχίσει τη διήγηση η Σεκερίμ, που η λάμψη του προσώπου της τους κάνει να ξεχάσουν το ιιού βρίσκονται και για ποιο λόγο. Η Άμια σκουντάει την Ελισάβετ και της λέει: «Κουζούμ, μη στενοχωριέσαι, η μάνα σου είναι μια χαρά!». Η Ελισάβετ με μάτια γεμάτα δάκρυα παρακολουθεί τη Σεκερίμ, που σαν σωστή θεατρίνα καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια να ιούς διασκεδάσει. Η Σεκερίμ παίρνει βαθιά ανάσα και τραγουδάει ένα απόσπασμα από την πρώτη πράξη της «Τραβιάτας» του Βέρντι, από το ρόλο του Αλφρέντο. Libiam, ne lieti calici che la bellezza infiora,
476
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
e lafuggevol ora s’inebn a volutta. Libiam ne dolci fremiti che suscita Vamore. Poiche queWocchio al core omnipotente va, libiamo, amorfra i calici piv caldi bad avra20 Κάνει μια μεγάλη παύση, σαν να περιμένει το μαέστρο να δώσει το βήμα με την μπαγκέτα. Έχει λαχανιάσει, δυσκολεύεται να αναπνεύσει. Παίρνει μια βαθιά αναπνοή και χωρίς νατό βάλει κάτω συ νεχίζει: Un di, felice, eterea, mi balenaste innante, e da quel di tremante vissi d’ignoto amor. Di quell amor die palpito delVuniverso intern, mistenoso, altero, croce e delizia al cor21
20. Ας πιούμε στα χαρούμενα ποτήρια / που η ομορφιά στολίζει / και η φευγα λέα στιγμή / ας μεθύσει από ηδονή. Ας πιούμε στις γλύκες ανατριχίλες / που προκαλεί ο έρωτας. / Αφού το βλέμμα στην καρδιά / παντοδύναμο πηγαίνει, / ας πιούμε, ο έρωτας με τα ποτήρια / πιο ζεστά φιλιά θα έχει. (Βέρνη 1 , μετάφραση Γιολάντα Ντι Τάσσο, εκδ. Σ. I. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα, 1995.) 21. Μια μέρα, ευτυχισμένη, αιθέρια / αστράψατε μπροστά μου, κι από κείνη την ημέρα τρέμοντας / έζησα άγνωστο έρωτα. / Έρωτα που είναι παλμός / ολόκλη ρης της υφηλίου, / μυστηριώδης, αγέρωχος, / πόνος και ευχαρίστηση στην καρ διά. (Όπ.π.)
^Ι.ΚΚΡΙΜ
477
Η χάρη της Σεκερίμ είναι απαράμιλλη. Καμιά θεατρίνα δεν μπο ρεί να μιμηθεί τον τρόπο που ερμηνεύει αυτό που την κάνει να πο νάει η να χαίρεται. Τραγουδάει για πολλή ώρα χωρίς να κομπιάζει, γνωρίζει απέξω ολόκληρη την όπερα του Βέρντι, την έχει ακούσει ιιολλές φορές στο μικρό γαλάζιο και χρυσό θέατρο του Γιλντίζ και αγαπάει την πονεμένη ιστορία της άτυχης Βιολέτας. Κάπου συνδέ ει την ατυχία και τη μοναξιά της κοσμικής γυναίκας του Παρισιού, ιΐ|ς πρωταγωνίστριας, με τη δική της μοναξιά. Τον απαγορευμένο έρονια με το δικό της. Η ζωή της μια εκπληκτική τριλογία που περ νάει από τη δόξα στο διωγμό και στον ξεριζωμό. «Ελισάβετ, λατρευτό μου τέκνο, αφήσαμε πίσω θαμμένο το βιος μας μαζί με την ψυχή μας. Δεν είναι έτσι; Αφήσαμε τον κόπο σου, ιιαιδάκι μου, και τον κόπο των προγόνων μας. Συγχώρησέ με που δεν αγάπησα αυτόν τον άγριο τόπο, που παντού μυρίζει αίμα και αντη χούν οι σάλπιγγες της απελπισίας. Τώρα που έχω πειστεί πως δε θα ιον ξαναδώ πια θλίβομαι. Θέλω να γυρίσω πίσω τρέχοντας και να πεI>άσω μέσα στους τοίχους του σπιτιού μας, να ενσωματωθώ μαζί τους και να στοιχειώσω. Παιδί μου, στα Ποτάμια δεν ένιωσα ποτέ σι γουριά. Σε καμάρωνα να περπατάς στις γαλαρίες και να μετράς τα κιούπια με το χρυσάφι και δεν καταλάβαινα γιατί κουραζόσουν τό σο αφού στην ουσία δε χαιρόσουν όλα αυτά τα αγαθά». Τα λόγια αυτά βγαίνουν με λυγμούς από το στόμα της μάνας. Κλαίει ασταμάτητα. Ο Βασίλ’ αγάς και ο Πρόδρομος, που ξύπνησαν με το γλυκό της τραγούδι, δε μιλάνε. Αφήνουν την Σεκερίμ να συνε χίσει την εξομολόγηση. «Προσοχή! Οι Τούρκοι μάς κοιτάζουν, είναι στο παράθυρο!» ιιροειδοποιεί ο Πρόδρομος. Στο δωμάτιο πέφτει μεμιάς νεκρική σιωπή. Οι Τούρκοι στρα τιώτες και αξιωματικοί, κολλημένοι στο παράθυρο, μένουν ακίνητοι. «Μη φοβάστε», λέει η Ελισάβετ. «Θα βγω εγώ πρώτη αν ζητή σουν κάποιον από μας. Εσύ, Αϊσέ, την Αναστασία και τα μάτια σου».
478
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
«Αφέντιμ, μη σκέφτεσαι το κακό». Και πριν τελειώσει τη φράση της η ψυχοκόρη, η πόρτα ανοίγει με μια σπρωξιά του Τούρκου αξιωματικού και, προβάλλοντας το με λαψό κεφάλι του με τις τσιγκελωτές μουστάκες, τους ρωτάει αν έχουν ανάγκη από κάτι, ενώ συγχρόνως πετάει δυο εφημερίδες στο μέρος των αντρών, που έχουν σηκωθεί και στέκονται κόκαλο μπροστά του. «Εφέντιμ, θέλουμε νερό. Σας παρακαλώ δώστε μας νερό!» τους παρακαλεί η Ελισάβετ. Με το μπαξίσι στο χέρι παραλαμβάνουν τρία μπιντόνια νερό για τις διάφορες ανάγκες και με τη βοήθεια των γυναικών πλένονται, καθαρίζονται και αλλάζουν ρούχα. Οι άντρες μετά το λιτό φαγητό αρπάζουν στα χέρια τις εφημε ρίδες και οργώνουν με τα μάτια κάθε τίτλο και επικεφαλίδα. Οι γυναίκες με ένα κύπελλο τσάι στα χέρια κρέμονται από τα χείλη της Σεκερίμ, που σύμφωνα με την επιθυμία της Άμιας ξαναθυμάται και συνάμα ξαναζεί στιγμές από τη ζωή της. «Θα αρχίσω από το χαρέμι, που επισκεπτόμουν καθημερινά. Ξε κινούσα από το σπίτι με ένα φτερούγισμα στην καρδιά. Ένιωθα την αγάπη να με περιμένει στην πόρτα του παλατιού για να με αγκα λιάσει, να με φιλοξενήσει και να με προστατέψει. Όταν έφευγα α πό το παλάτι φοβόμουν μήπως στο δρόμο με αναγνωρίσουν και μου επιτεθούν οι αντίπαλοι της μοναρχίας. Η λέξη χαρέμι για μένα κρύ βει ένα μυστήριο. Όταν περνούσα τις πόρτες του μαγνητιζόμουν, με κρατούσε σε ένα όνειρο που ξετυλιγόταν δίχως τέλος. Είναι κάτι σαν το χορό των δερβίσηδων που χορεύουν με πάθος και πίστη μέχρι να ενωθούν με το υπερφυσικό. Μόλις πατούσα το πόδι μου στο χαρέμι απελευθέρωνα την ψυχή μου και την άφηνα ελεύθερη να περπατή σει μόνη, να δει και να ακούσει, να γευτεί και να αμαρτήσει. Τα χέ ρια μου χάιδεψαν το όμορφο κεφάλι του πατισάχ μου και τα χείλη μου φίλησαν τα δικά του. »Από τα ανοιχτά παράθυρα της αυτοκρατορικής κάμαρας είδα
ΣΚΚΕΡΙΜ
479
ιΐ) σελήνη να ξεπροβάλλει πίσω από τις βουνοκορφές και να κα ί)ρεπτίζεται στο Βόσπορο κάνοντας το πρόσωπό μου v αστράφτει σαν το σιντέφι. Τα πόδια μου περπάτησαν στους παραδεισένιους κήπους του παλατιού και αισθανόμουν ελαφριά, σαν τον αέρα που αγγίζει τα πολύχρωμα παρτέρια με τα λογής λογής άνθη φερμένα αιιό ξωτικές χώρες, σαν την αύρα που χαϊδεύει τα φορτωμένα με καριιούς δέντρα, που το άρωμά τους τρελαίνουν το λογισμό. Πετούσα μαγικά πάνω στο γρασίδι. Το μακρύ μου φόρεμα ακουμπούσε το χοριάρι και παρέσυρε τις δροσοσταλιές της χλόης, τα χιλιάδες λιλιπούικια κεφαλάκια των λουλουδιών και τις πασχαλίτσες, όπως η πλου μιστή ουρά του παγονιού που περπατούσε άφοβα δίπλα μου και μειρούσε τα βήματά μου. »Απόλαυσα ρομαντικούς περιπάτους στις λίμνες του παλατιού α νάμεσα στους κύκνους και στα νούφαρα, μέσα σε βάρκες με χρυσά στολίσματα, καθισμένη σε βελούδινες μαξιλάρες παρέα με τις πα νέμορφες γυναίκες, που η καταγωγή τους ήταν μακρινή και άγνωστη σε μένα. Ή πια από τα πολύτιμα γαλλικά κρασιά, που ανοίγουν την όρεξη για τραγούδι, θολώνουν το μυαλό και λιγώνουν την καρδιά. Τραγούδησα και χόρεψα με την καρδιά μου. Η μουσική εκεί με ξέ σι] κώνε όσο πουθενά αλλού. Ακόυσα ιστορίες από μορφωμένες γυ ναίκες και έμαθα πολλά για τους Φράγκους, τους Ιταλούς και τους I ερμανούς φίλους της αυτοκρατορίας. »Μια μέρα ο σουλτάνος διέταξε να πετάξουν διαμάντια μέσα στο νερό του χαμάμ όπου ήμουν κι εγώ. Μια άλλη φορά σε μια κλειστή γιορτή που διοργάνωσε γέμισε το σιντριβάνι του Ντολμαμπαχτσέ με μαργαριτάρια φερμένα από τον Ινδικό Ωκεανό και όποια από τις γυ ναίκες θα έβρισκε το πιο μεγάλο μαργαριτάρι θα κοιμόταν μαζί του εκείνο το βράδυ της γιορτής. Καμιά δεν το βρήκε και με κράτησε στο κρεβάτι του. Άπειρες φορές περπάτησα στις μύτες των ποδιών μου διασχίζοντας τους διαδρόμους που οδηγούν στα διαμερίσματα των σουλτάνων γυναικών.
480
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
»Ένα απόγευμα, λίγο πριν σηκωθώ για να φΰγω, η πρώτη γυναί κα του πατισάχ με έβαλε βιαστικά στο διαμέρισμά της και κλείδω σε την πόρτα. Φοβήθηκα και χλόμιασα. Τι κακό έκανα; Σίγουρα με μισεί για την αγάπη του σουλτάνου, σκέφτηκα και ένιωσα το αίμα μου να χάνεται από το σώμα μου και να λιποθυμώ. Εκείνη κατάλα βε πως ενοχλήθηκα και με καθησύχασε δείχνοντάς μου το κρεβάτι της. Όταν σήκωσα τα μάτια και κοίταξα το κρεβάτι είδα πάνω στην ατλαζένια κεντημένη κουβέρτα κάτι σαν χρυσό σκεπασμένο με ένα λευκό τούλι. Η σουλτάνα με κοίταζε στα μάτια για να δει τις αντι δράσεις μου. Της είπα δειλά ότι κάτι πολύ ωραίο πρέπει να κρύβε ται από κάτω. “Ξεσκέπασέ το, είναι δικό σου”, μου είπε και με έπιασε από το μπράτσο σπρώχνοντάς με ελαφρά προς τα κει. “Ό χι, δεν μπορώ να το δεχτώ, γιατί δε δούλεψα για να το αποκτήσω», της α πάντησα. Δε δέχτηκε κουβέντα και τράβηξε το τούλι, αφήνοντας να φανούν πέντε χρυσές μεγάλες σε μέγεθος αλυσίδες, που στη μία α πό αυτές κρεμόταν ένα οβάλ μενταγιόν που στην όψη του είχε ένα άνθος από σμάλτο και διαμάντια. »Όλα αυτά είναι εδώ μέσα!» λέει η Σεκερίμ με μάτια που α στράφτουν από χαρά και σηκώνει το ελεύθερο χέρι δείχνοντας με το δάχτυλο το ακινητοποιημένο αριστερό της χέρι όπου κρέμεται δε μένο το ζεμπίλι. «Σεκερίμ, οι σουλτάνες, οι ερωμένες και οι ευνοούμενες δε μισιούνται μεταξύ τους; Δε ζηλεύει η μια την άλλη;» ρωτάει η Άμια. «Στο χαρέμι υπάρχει ιεραρχία. Κάθε γυναίκα κατέχει τη θέση της και όλες συνυπάρχουν με ομόνοια. Ό ,τι κι αν αισθάνονται, ζή λια, φθόνο, πόνο, το πνίγουν μέσα τους. Ο σουλτάνος έχει δικαίωμα να ζηλεύει, όλοι οι άλλοι υποχρεούνται να υπακούουν. Εκείνος ζη λεύει ακόμα και τις τρυφερές ακτίνες του ήλιου που χαϊδεύουν τα κορ μιά των γυναικών του και δίνει εντολή στον ευνούχο να κλείνει ερ μητικά τα παντζούρια για να μην περνάει ο ήλιος στα διαμερίσμα τα και θαμπώνει τη σιντεφένια σάρκα τους.
M -kKPIM
481
»Πιο ψηλά συην ιεραρχία είναι η σουλτάνα μητέρα, η βαλιντέ οουλτάν. Ο Αμπντούλ Χαμίντ την επομένη της ενθρόνισής του έδω σε ιο μεγάλο τίτλο της βαλιντέ σουλτάνας στην αγαπημένη μου θει ή μητέρα, την Περεστού καντίν. Ακολουθούν οι πριγκίπισσες, οι α δερφές και τα παιδιά του σουλτάνου. Μετά οι γυναίκες του, οι κα νί ίν, οι ερωμένες του,, οι ικμπάλ, η μεγάλη κυρία της γκαρνταρόμιιας του σουλτάνου, η μεγάλη οικονόμος και οι υπηρέτριες, κάλφες και καριγιέ, που την καλή εποχή ήταν γύρω στις τρεις χιλιάδες. Ο μαύρος ευνούχος είναι ο τρίτος στην ιεραρχία μετά το βεζίρη. Έχει μεγάλη δύναμη, επιβλέπει τα πάντα στο χαρέμι και αυξάνει τα πλούιΐ| ιου ποικιλοτρόπως. Ό πως ξέρετε, οι άντρες δεν έχουν τη δυναιόιητα να μπουν στο χαρέμι. Όταν τα κτίρια ζεσταίνονταν με ξύλα, οι άντρες που τα μετέφεραν στα δωμάτια περίμεναν πρώτα να απο μακρυνθούν οι γυναίκες από τα διαμερίσματα και τους διαδρόμους και μετά περνούσαν μέσα για να κάνουν τη δουλειά, με συνοδεία ιιάντα τον ευνούχο, που επέβλεπε για όλα». «Εσύ, Σεκερίμ, ήσουν μια ευνοούμενη ερωμένη του σουλτάνου;» ρωτάει η μαντάμ Ροζ αγκαλιάζοντάς τη. «Ροζ μου, ήμουν η αγαπημένη του, ο πραγματικός του έρωτας. Και ποτέ δε ζήτησα να πάρω τη θέση καμιάς από τις νόμιμες γυ ναίκες». Η Ελισάβετ βλέπει ότι η μητέρα της θέλει να εξομολογηθεί τον έρωτά της παρουσία όλων και να απαλλαγεί από αυτό που τη βα σανίζει. Παρατηρεί τα τρεμάμενα χέρια της και τα σμαραγδιά μάι ια της, που ντύθηκαν με μαύρους κύκλους. «Ανετζίμ, ξεκουράσου λιγάκι. Δε νύσταξες; Ξάπλωσε, και αύριο μέρα του Θεού είναι, θα μας πεις τη συνέχεια». «Κουζούμ, δε νυστάζω. Νανουρίσου εσύ με τη φωνή μου», λέει και ιακτοποιείται αλλάζοντας θέση, όπως κάνει ένας μουσικός που ειοιμάζεται να παίξει τη δεύτερη πράξη του ρεσιτάλ του. «Λοιπόν, μια μέρα βρισκόμουν στο Γιλντίζ και έπινα καφέ με τη βαλιντέ. Τη
482
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
διασκέδαζε πολύ αυτό, διότι της έφερνα νέα και εικόνες από την Πό λη. Καθώς επίσης της άρεσε να ακούει όταν της μιλούσα για τη δι κή μου ζωή. Της είχα πάει και μεγάλες πλάκες σοκολάτα από του Φάνη, που τις έτρωγε και λιγωνόταν. Ενώ πίναμε τον καφέ, ο μαύρος ευνούχος ήρθε τρέχοντας και είπε στην Περεστού ότι έξω περιμένει ένα τσούρμο από άντρες που θέλουν να τη δουν. “Ποιοι είναι αυ τοί;” τον ρώτησε δύστροπα. Της εξήγησε λεπτομερώς ότι είναι ένας κοσμηματοπώλης για να πουλήσει χρυσαφικά στις γυναίκες, δύο μό διστροι από γαλλικό οίκο μόδας, που θέλουν να περάσουν να επιδείξουν τα τελευταία μοντέλα και αξεσουάρ, καθώς επίσης και ο δά σκαλος της μουσικής. Εκείνη πέταξε εκνευρισμένη το αραχνοΰφα ντο φουλάρι που χάιδευε τα μαλλιά της φωνάζοντας: “Επιτέλους, δεν έμεινε κανείς άντρας έξω από το παλάτι πού να μη θέλει να πε ράσει μέσα; Όλοι θέλουν να χωθούν μέσα; Να μπει μόνον ο δά σκαλος της μουσικής. Τους άλλους να τους διώξεις!”. »0 άμοιρος μαύρος έφυγε θυμωμένος κι εμείς βάλαμε τα γέλια. Το μεσημέρι κατεβήκαμε στον κήπο και συναντήσαμε στα κιόσκια τις γυναίκες να θαυμάζουν τα όμορφα υφάσματα των διάσημων μό διστρων. Υπήρχαν πολλά τόπια ξετυλιγμένα στο χορτάρι και πολλά μεταξωτά που τα έριχναν οι κοπέλες πάνω τους κάνοντας πρόβα στα χρώματα ανταλλάσσοντας απόψεις. Μόλις μας είδαν, με φώναξαν να τους πω τη γνώμη μου και να τους πάρω μέτρα προκειμένου να τους τα ράψω. Η βαλιντέ έγινε θηρίο ανήμερο, διότι ο ευνούχος παρέβη την εντολή της. Βλέπετε, πόσοι άντρες μπορούν να περάσουν μέσα σε μια μέρα από το χαρέμι; »Μια άλλη φορά, πάλι, ήρθε ο αρωματοποιός και έφερε ένα βαλιτσάκι με αρώματα από την Αίγυπτο. Από το πρωί ως το βράδυ α νακάτευε διάφορες μυρωδιές αναγουλιάρικες, που μας γύρισαν τα στομάχια. Οι κοπέλες άρχισαν να κάνουν εμετό και να φταρνίζο νται, ώσπου κάλεσαν τον Έλληνα γιατρό του παλατιού, ο οποίος έ βραζε βότανα όλη νύχτα και τα πίναμε».
iiKKEPIM
483
«Μάνα μου, μου ρθε και μένα εμετός από την πείνα», λέει η Άμια και κρατάει το στομάχι της. Η Ελισάβετ σηκώνεται, μουσκεύει μισή φραντζόλα για να μαλακ(ί>σει, την περιχύνει με λάδι και ρίγανη και τη σερβίρει στην Άμια Μακρίνα με ένα μεγάλο κομμάτι ανθότυρο και μερικές φέτες πα στουρμά. Η Άμια το τρώει μια χαρά και μετά από λίγο γλαρώνει και αποκοιμιέται απλώνοντας την αρίδα της, χωρίς να υπολογίσει κανέναν. Δίνει και μερικές γενναίες κλοτσιές δεξιά και αριστερά και διώχνει ιούς πάντες από την κουβέρτα παραμένοντας η μοναδική κυρίαρχος. Η Εμεριέ περιποιείται τα μαλλιά της κυράς της, που σε μικρό χρονικό διάστημα άσπρισαν για τα καλά, και τη βοηθάει να αναιιαυτεί όσο γίνεται καλύτερα στο σκληρό πάτωμα. Η Ελισάβετ κλεί νει ελαφρά τα μάτια για να ξεφύγει για λίγο από το τραγικό περι βάλλον όπου βρίσκονται τόσες μέρες. Κάθε φορά που τα ανοίγει βλέπει μπροστά της το πορτρέτο του “σωτήρα της”, που κρέμεται (πραβά στον τοίχο και τους παρακολουθεί. Σήμερα εκείνη έχει βάρ δια και παραμένει ξάγρυπνη για να προσέχει τις κινήσεις των φρου ρών τους. Ο Μαχμούτ δε βγάζει μιλιά, ξεφυλλίζει ένα παλιό περιο δικό με εικόνες και σκίτσα που βρήκε στο γραφείο. Η Σεκερίμ δεν κλείνει μάτι. Σκουντάει την Ελισάβετ, που κάθειαι ακουμπισμένη στον τοίχο με το βλέμμα καρφωμένο στο παρά θυρο. «Ελίζα, θέλω να κουβεντιάσουμε. Τέκνο μου γλυκό, θέλω να κά νουμε παρέα αυτό το βράδυ», ζητάει η Σεκερίμ με τρυφερότητα και ιης νεύει με χάρη να πλησιάσει κοντά της. «Μάνα, κι εγώ θέλω να σ’ έχω κοντά μου όλη τη νύχτα και να σε ακούω να μιλάς». Η αγάπη της Ελισάβετ για τη μητέρα της είναι μεγάλη. Είναι ί σως πιο δυνατή από αυτή που έχει για το παιδί της, τον άντρα της, την ίδια της τη ζωή.
484
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
«Ελισάβετ, σήμερα θέλω να μιλάω μόνο για το σουλτάνο που α γάπησα. Σε ενοχλεί, τέκνο μου;» «Όχι, μάνα, μίλα μου για ό,τι σου κάνει χαρά. Εγώ σε ακούω». «Ο σουλτάνος μου ήταν μονάρχης με μεγάλο θάρρος. Θυμάσαι, παιδί μου, μετά το 1900 όλα τα κακά στράφηκαν εναντίον του. Αρκε τοί πόλεμοι χάθηκαν, ηγεμονίες επαναστάτησαν, πολλοί φίλοι της ε λίτ κοινωνίας δραπέτευσαν στο εξωτερικό και εισχώρησαν στην ε παναστατική οργάνωση των Νεότουρκων. Εξαπολύθηκαν τρομο κρατικές επιθέσεις εναντίον του, αλλά χάρις στην καλή του τύχη γλί τωσε το θάνατο. Χμ! Το 1907 ήταν η τραγική χρονιά. Ο σουλτάνος, γερασμένος και αδύναμος, προσπαθούσε με κάθε τρόπο να παρου σιάζει μια ψεύτικη εικόνα προς τα έξω. Έχασε το παράστημά του, καμπούριασε, αδυνάτισε τόσο που πετάχτηκε η μύτη του. Έβαφε τα μαλλιά και τα γένια του, γούρλωνε τα μάτια από την προσπάθεια να μην του ξεφύγει το παραμικρό και θεωρούσε τους πάντες ύποπτους. Οι μόνες πιστές έμειναν οι γυναίκες του χαρεμιού του κι εγώ». «Μάνα, πού πήγαν όλες εκείνες οι στρατιές των υπηρετών και των υπευθύνων που απασχολούσε το Γιλντίζ;» «Παιδί μου, τη μέρα που κατέλαβε ο στρατός το παλάτι, ο καθέ νας έτρεξε να κρυφτεί για να σωθεί. Οι στρατιώτες έριχναν αδέ σποτες σφαίρες στους κήπους του παλατιού. Μεμιάς εξαφανίστη καν οι νυχτοφύλακες, οι υπηρέτες, οι Αλβανοί πορτιέρηδες, οι μά γειροι, οι σερβιτόροι της μεγάλης τραπεζαρίας, οι κηπουροί, οι υ πάλληλοι του παλατιού, ακόμα και οι ευνούχοι του χαρεμιού. Το Γιλ ντίζ έμεινε έρημο. Οι Τούρκοι στρατιώτες που φυλούσαν το παλάτι παραδόθηκαν χωρίς αντίσταση κατά τις εντολές του σουλτάνου. Αυ τά μου τα είπε η εσβαψί μπασί όταν λίγες μέρες αργότερα ήρθε και με βρήκε στο σπίτι μας. Μου είπε ακόμα πως ο πατισάχ, πριν υπο γράψει τη διαταγή της ανάκλησής του, ζήτησε από τους τέσσερις α ντιπροσώπους της Εθνοσυνέλευσης να του επιτρέψουν να αποσυρ θεί στο παλάτι του Σιραγκάν για να ζήσει ειρηνικά, υποσχόμενος ό
ΣΕΚΕΡΙΜ
485
τι δε θα ανακατεύεται σας υποθέσεις του κράτους. Ή ταν η μοναδι κή του απαίτηση. Η Εθνοσυνέλευση δε δέχτηκε. »Θυμάμαι τρέξαμε με τη φίλη μου τη Ναϊμέ κρυφά στο σταθμό του Σιρκετσί, με σκοπό να τον αποχαιρετήσω και να νιώσω για τε λευταία φορά την ανάσα του. Δεν μπορέσαμε να τον πλησιάσουμε. Κρυφτήκαμε πίσω από παλιά σκουριασμένα βαγόνια και κλαίγαμε βλέποντάς τον να εξορίζεται κακήν κακώς, συνοδευόμενος από την οικογένειά του και έξι αξιωματικούς για την υψηλή προστασία του. Όταν το τρένο, με το φρουρούμενο βαγόνι, ξεκίνησε για τη Θεσσα λονίκη, ύστερα από πολλές ώρες ταλαιπωρίας, έπαιρνε μαζί και τη χαρά μου. Κάθε βράδυ ερχόταν στον ύπνο μου και μου ζητούσε να του κεντήσω καινούριες στολές, διότι τις παλιές μαζί με τα παράσημα τα πήραν οι αξιωματικοί και οι Νεότουρκοι». «Μάνα μου, έτσι κι εμείς! Βρισκόμαστε πέντε ολόκληρες μέρες μέσα ο αυτό το τρισάθλιο γραφείο περιμένοντας το τρένο που θα μας οδηγήσει στη δική μας εξορία. Μερικοί από τους δούλους που α(ρήσαμε πίσω κλαίνε, όπως ακριβώς έκλαιγες κι εσύ τότε. Άλλοι τρί βουν τα χέρια τους που θα γεμίσουν με μάλαμα από το βιος μας. Ανετζίμ, από τώρα και στο εξής χάνονται τα πλούτη μας, τα παίρ νουν οι ξένοι». Ο Βασίλ’ αγάς δεν κοιμάται. Παρακολουθεί έκπληκτος τις απο καλύψεις της Σεκερίμ. Ο Πρόδρομος γράφει ατέλειωτες ώρες το καθημερινό τους ημερολόγιο σε λαδόκολλες, η Άμια ροχαλίζει σαν βαπόρι, η Εμεριέ κοιμάται με την Αναστασία στην αγκαλιά της, και ο Μαχμούτ με την Αίσέ κρατούν τα κεφάλια τους ακουμπισμένα στα γόνατα περιμένοντας το τρένο που θα τους μεταφέρει στην Πόλη. Στις έξι παρά τέταρτο τα ξημερώματα ακούγονται φωνές και με ρικές τουφεκιές. Όλοι τους πετάγονται όρθιοι. Ο Πρόδρομος τους απαγορεύει να τρέξουν στο παράθυρο και πλησιάζει μόνος για να δει τι συμβαίνει. Οι στρατιώτες θέλοντας να απομακρύνουν τους αν θρώπους που κοιμόντουσαν στις σιδηροδρομικές γραμμές τούς κλο-
486
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
ταάνε δυνατά όπου τΰχει. Μερικοί, από τις κλοτσιές που δέχονται στο κεφάλι, πεθαίνουν ακαριαία και δε μετακινούνται από τη θέση τους. Οι στρατιώτες τους τραβούν με βρισιές, τους πετούν στην άκρη και οι γραμμές καθαρίζουν. «Γυναίκες, συμμαζέψτε τα πράγματα, έρχεται το τρένο. Επιτέ λους φεύγομε!» φωνάζει ο Πρόδρομος και ξυπνάει την Άμια. Προκαλείται ένας μικρός πανικός στο δωμάτιο, αλλά, σαν στρα τιώτες εξασκημένοι καλά σε γυμνάσια, σε λίγο είναι έτοιμοι. «Πρέπει να πάρουμε όσα τρόφιμα περίσσεψαν μαζί μας, διότι το ταξίδι είναι μεγάλο και οι συνθήκες αντίξοες», λέει ο Πρόδρομος. Ο Μαχμούτ προπονείται πώς θα κρατήσει στην πλάτη το βαρέ λι με το μέλι και τα φλουριά. Η Εμεριέ κρατάει την Αναστασία στην αγκαλιά της, που την έχει σφίξει από το λαιμό κάι κοντεύει να την πνίξει από το φόβο μην τη χάσει. Η Σεκερίμ μέσα στο ζεμπίλι που είναι περασμένο στον καρπό του αριστερού χεριού της κρύβει την όμορφη ιστορία της ζωής της. Είναι γερά ραμμένο στο μανίκι του πα νωφοριού και την κάνει να μετακινείται με δυσκολία, αφού στις φό δρες και στα ντουμπλαρίσματα τα χρυσά νομίσματα δίνουν βάρος αβάσταχτο. Ο αξιωματικός πλησιάζει και χτυπάει την πόρτα. «Ετοιμαστείτε, φεύγετε!» Αλλά, μετανιωμένος, γυρνάει, την α νοίγει διάπλατα και λέει στον Πρόδρομο: «Ο ψηλός θα μου δώσει είκοσι χρυσά». Και φεύγει χωρίς να περιμένει απάντηση. «Πρόδρομε, θα τα δώσω!» λέει ο Βασίλ’ αγάς και τα μετράει κα λά μπας και δε βγούνε σωστά και το πληρώσει με το κεφάλι του.
Το μοιραίο τρένο
Μ
εμιάς
Ο ΣΤΑΘΜΟΣ γεμίζει από Τούρκους χωρικούς. Ο επικεφα
λής αξιωματικός και οι στρατιώτες τοποθετούν στην πλατφόρμα δο κάρια και κορμούς δέντρων μεταξύ πρώτης και δεύτερης θέσης, για τί οι Ευρωπαίοι, οι πλούσιοι και οι Τούρκοι αξιωματούχοι ταξιδεύ ουν στη διακεκριμένη θέση και θα περάσουν πρώτοι. Το σφύριγμα του τρένου ακούγεται. Από το τζάμι του βρόμικου παραθύρου η Σεκερίμ βλέπει τα κεφάλια των συμπατριωτών της γυ ρισμένα προς τα αριστερά να το περιμένουν. Η αναμονή τους στο σταθμό παίρνει τέλος. Το σιδερένιο μαύρο τέρας θα τους χωρέσει όλους στα σπλάχνα του και θα φύγει. Το έδαφος σείεται, ο θόρυβος τρυπάει τα μηνίγγια της, τα πόδια της τρέμουν και τα μάτια της κοι τούν μαγνητισμένα τους ανθρώπους που προσμένουν την άφιξη του τρένου σύρριζα στην πλατφόρμα. Ο Τούρκος ανοίγει την πόρτα, φωνάζει τον Βασίλ’ αγά και του δείχνει την τσέπη του. Την κρατάει διάπλατα ανοιχτή. Ο θόρυβος του πολύτιμου μετάλλου χαϊδεύει τ’ αφτιά του, και μόλις το τρένο ακινητοποιείται, τους στριμώχνει όλους στο τελευταίο βαγόνι της πρώ της θέσης. «Τεζεκιούρ εντερίμ, εφέντιμ!»22 τους λέει ανεβάζοντάς τους στο τρένο και τους εύχεται καλό δρόμο χαιρετώντας τους στρατιωτικά. Αμέσως μετά τρέχει να σηκώσει μαζί με τους υπόλοιπους στρα22. Ευχαριστώ πολύ.
488
ΜΑΡΙΝΑ ΒλΜΒΑΚΑ
τιώτες τα δοκάρια για να ελευθερωθεί ο δρόμος και να περάσει το άτακτο πλήθος που καταπατιέται. Ο μόνος που έχει τη δύναμη να παρακολουθήσει από το παρά θυρο την επώδυνη διαδικασία της επιβίβασης είναι ο Πρόδρομος. Κοιτάζοντας έξω παίρνει το μάτι του λοξά τον κοινοτάρχη, τον Απόση. Κατεβάζει γρήγορα το τζάμι και φωνάζει δυνατά με λαχτάρα: «Απόση, Απόση! Μπες και βολέψου όπου να ναι και μετά έλα στο τέταρτο βαγόνι. Σε περιμένουμε. Αγουσες;» Ο Απόσης τον ακούει και κάνει νόημα σηκώνοντας το χέρι. Σπρώ χνει τη γυναίκα, τα παιδιά, τα εγγόνια του και τρυπώνουν στην πόρ τα του τρένου σαν κυνηγημένοι. Στα κεφάλια τους φρενάρουν οι μπό γοι που οι συνταξιδιώτες τους πετούν απέξω προς τα μέσα. Τα σώ ματά τους παρασύρονται και σταματούν μόλις βρίσκουν τη σιδερέ νια αντίσταση, ενώ τα χέρια ψηλαφίζουν το κεφάλια μετρώντας τα καρούμπαλα. Κανείς δεν παραπονιέται. Τώρα όλοι βρίσκονται στην τελική ευθεία. «Το τρένο αναχωρεί!» φωνάζει ο σταθμάρχης από το μεγάφωνο. Όντως, το τρένο σφυρίζει διαπεραστικά και ξεκινάει. «Παναγία μου, φεύγουμε!» φωνάζει η Ελισάβετ. Οι ψυχές όλων φτερουγίζουν σαν τα νεογέννητα πουλιά που θέ λουν να κάνουν το πρώτο ελεύθερο πέταγμα. Δεν υπάρχει στο τρένο άνθρωπος που να μη δακρύζει. Είναι ο φόρος τιμής που αποδίδουν στην ιδιαίτερη πατρίδα που αφήνουν πίσω τους και δε θα ξεχάσουν ποτέ. Ακόμα και οι καρδιές των Τούρκων στρατιωτών λυγίζουν από τον πόνο, σαν τα πυρωμένα σίδερα, ακούγοντας από τα ανοιχτά πα ράθυρα τα ουρλιαχτά των ανθρώπων που κουνάνε τα μαντίλια τους. Μοιάζουν με μολυβένια στρατιωτάκια, που με τα όπλα ακουμπι σμένα στη γη ντύνονται λίγη ανθρωπιά μέχρι να ξαναγεμίσει ο σταθ μός του Ικονίου με τους επόμενους ανταλλάξιμους και να ξαναγεννηθεί το καινούριο μίσος. «Ελισάβετ, μην κλαις! Εσύ κάποτε είχες τόσο κουράγιο και ηρωι
ΣΕΚΕΡΙΜ
489
σμό! Τέκνο μου, από τη μέρα που φύγαμε από το χωριό δε στέγνωοαν τα μάτια σου». «Ανετζίμ, μην ανησυχείς για μένα. Σε κάνα δυο μέρες, πρώτα ο Θεός, θα φτάσουμε στο σταθμό του Χαϊντάρπασα στην Πόλη. Θα ξαναβρούμε το σπίτι μας και τις συνήθειές μας». Λέγοντας αυτά η Ελισάβετ φιλάει τα χέρια της μάνας της. Ύστε ρα σηκώνεται, σκεπάζει το βαρέλι που περιέχει το μέλι με τα χρυσά φλουριά με μια κουβέρτα και πλησιάζει το παράθυρο για να βλέπει έξ(.) τον τόπο που εγκαταλείπει παρά τη θέλησή της. Τα μάτια της (ίΐιορροφούν τις τελευταίες εικόνες της πατρίδας της. Ο νους της δεν ξεκολλάει από το αρχοντικό που άφησαν πίσω τους, τα λιβάδια, το θαμμένο θησαυρό της στο κτήμα και τα πολύτιμα αντικείμενα μέσα σας γαλαρίες κάτω από στις αποθήκες. Τα δάκρυα χαράζουν επί ώρες το πρόσωπό της. Σταματάει το κλάμα μόλις ακούει το λυπητερό σκοπό που παίζει στο ούτι η Σεκεμίμ. Γυρίζει το κεφάλι σαν να ξυπνάει από λήθαργο. «Ανετζίμ, ο ευχαριστώ που με βοηθάς. Όλα θα πάνε καλά, θα δεις. Κάποια μέρα θα γυρίσουμε πίσω. Αν όχι εμείς, σίγουρα τα παι διά μας και τα εγγόνια μας». Τα δάχτυλα της Σεκερίμ χαϊδεύουν απαλά τις χορδές και η με λωδία φεύγει από το παράθυρο για να πετάξει στα μέρη τους τα α γαπημένα. «Τι είναι τούτος ο ξεριζωμός!» σκέφτεται η Ελισάβετ και καρ<|)(δνει τα μάτια της στα μάτια του Βασίλ’ αγά. Οι σκούρες ίριδες των μεγάλων γαλάζιων ματιών του κολυμπούν στα δάκρυα. Κρατάει στα χέρια την Ιερά Σύνοψη και προσεύχεται. Ο Πρόδρομος έχει κλειστά ια δικά του μάτια και κάθεται βαθιά στο δερμάτινο κάθισμα με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Η Άμια έχει το μπογαλάκι με τα φα γητά αγκαλιά και όλο μασουλάει. «Μακρίνα, σε καλό σου, τι έπαθες και όλο τρως;» τη ρωτάει ο 1Ιρόδρομος.
490
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
«Πρόδρομέ μου, άφησε με, σε παρακαλώ, ήσυχη! Τι θες να έχω;» λέει και μασουλάει κλαίγοντας. Το τρένο σκαρφαλώνει σε ψηλά βουνά αγκομαχώντας από το τα λαίπωρο φορτίο, κυλάει στις κατηφόρες, τρέχει σαν να ανταγωνίζε ται τους ανέμους που συναντά ανάμεσα στις μεγάλες οροσειρές και διασχίζει τα πυκνά δάση. Δεν προλαβαίνουν να συγκρατήσουν τις εικόνες, που είναι άγριες και διαφορετικές από αυτές που αντίκρι ζαν όταν πηγαινοέρχονταν στην Πόλη με άμαξες και αραμπάδες. Τα βουνά είναι ψηλά και απότομα, έτοιμα να πέσουν πάνω στο τρέ νο, που κινείται σαν μικρή μαύρη κάμπια ανάμεσά τους. Οι χαρά δρες εναλλάσσονται με μικρές πεδιάδες και βοσκοτόπια. Όσοι έ χουν την τύχη να βλέπουν από το παράθυρο εντυπωσιάζονται από την εγκαταλελειμμένη γη. Η πατρίδα τους αρχίζει να γίνεται άγνωστη, αφιλόξενη. Η Αϊσέ παίζει με την Αναστασία και δένουν το χεράκι της κού κλας, που τραυματίστηκε. Η Εμεριέ με τον Μαχμούτ συζητούν σιγανά και αναρωτιούνται τι θα απογίνουν αν συμβεί κάτι στους δικούς τους. Ο Πρόδρομος, που έχει πιάσει την ανησυχία τους, κάνει νόημα στην ανιψιά του να επέμβει. «Μαχμούτ παιδί μου, έχεις κάτι που σε απασχολεί; Κάθε σας πρόβλημα θέλω να το συζητάτε μαζί μας, εκτός αν είστε αποφασι σμένοι να λύσετε μόνοι τα προβλήματά σας, πράγμα που δε γίνεται στην οικογένειά μας. Είστε ισότιμα μέλη της και δεν μπορείτε να κάνετε του κεφαλιού σας. Τι έχετε; Τι σας απασχολεί;» «Εφέντιμ, αν θα φύγετε από την Πόλη, θα μας πάρετε μαζί σας; Θέλουμε να παραμείνουμε μαζί σας μέχρι να πεθάνουμε. Στο σπίτι σας γνωρίσαμε τη ζωή, την οικογένεια, την ευτυχία και μαζί σας μοι ραστήκαμε τη χαρά και τη λύπη», λέει ο Μαχμούτ και σηκώνεται όρθιος από σεβασμό, κάνοντας βαθιά υπόκλιση μέχρι το πάτωμα. «Εφέντιμ, χωρίς εσάς η ζωή μας θα ήταν ποτισμένη μόνο με λύ πη και δάκρυα», προσθέτει η Εμεριέ και κουλουριάζεται στα πόδια
>;ι·:κ ε ρ ιμ
491
ι ΐ|ς Σεκεριμ, που τη νιώθει απόλυτα δική της, αφού όλα τα χρόνια | (ρροντίζει με αγάπη. Η Αϊσέ δε μιλάει, αφήνει την κούκλα που κρατάει και παίρνει τη μικρή στην αγκαλιά λέγοντας: «Εφέντιμ Ελισάβετ, εμένα και να με διώξετε, δε θα φύγω. Θα οας ακολουθώ παντού σαν σκιά. Ακόμα και στην Ελλάδα αν πάτε, θα έρ θω μαζί σας!» «Μπράβο, Αϊσέ!» λέει ο Βασίλ’ αγάς χαμογελώντας με νόημα στην Ελισάβετ. Τώρα ήρθε η σειρά της γυναίκας του να μιλήσει, ενώ η Άμια, που ιιαρακολουθεί συγκινημένη, ψιθυρίζει στην Αϊσέ χαϊδεύοντάς την: «Τέκνο μου, πώς το σκέφτηκες αυτό το κακό πράγμα;». «Μαχμούτ, Αϊσέ και Εμεριέ, δε θα σας ξανακούσω να έχετε αμ φιβολίες για το μέλλον. Θα γίνετε ό,τι θα γίνουμε, θα πάθετε ό,τι θα ιιάθουμε και ορκίζομαι στο δύσκολο αυτό ταξίδι πως θα ζήσετε κονι ά μας όση ζωή σας δώσει ο Θεός. Θα μας ακολουθήσετε σε όποιο γειογραφικό πλάτος και μήκος της γης πορευθούμε. Κάποτε μου ζηι ήσατε να βαφτιστείτε και να πάρετε χριστιανικά ονόματα. Είναι (no χέρι σας να το κάνουμε οποιαδήποτε στιγμή το επιθυμείτε. Εμείς οας υπολογίζουμε σαν θετά παιδιά μας και σας εμπιστευόμαστε. Ε, μάνα; Δεν είναι έτσι, Βασίλ’ αγά μου;» Και πιάνοντας τα στρου μπουλά λευκά μπρατσάκια της μικρής της κόρης τη ρωτάει: «Ανα(πασία, ποιον αγαπάς πιο πολύ;». «Τη Σεκεριμ και την Αϊσέ!» απαντά με στόμφο η μικρή και είναι η πρώτη φορά που προσφωνεί τη γιαγιά της «Σεκεριμ». Όλοι κοιτάζονται και γελάνε με το σκέρτσο του παιδιού, που τό σο εύκολα διώχνει τα σύννεφα της αμφιβολίας. «Ποιος πεινάει;» ρωτάει η Άμια Μακρίνα. «Γυναίκα μου, σε καλό σου!» απαντά ο Πρόδρομος. Όλοι γελάνε με την καρδιά τους. «Αχ, να είχαμε λίγο τσάι με κανένα κουλουράκι!» συνεχίζει η Άμια. 1 1
492
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
Εδώ τους βρίσκει όλους σύμφωνους, γιατί είναι η ώρα που σερ βίρεται το τσάι με τα βουτήματα και τα σιροπιαστά. Το χτύπημα στην πόρτα του διαμερίσματος του βαγονιού τούς κόβει το κέφι. Ο ελεγκτής του τρένου με δύο αξιωματικούς ορμούν μέσα και ζη τάνε τα απαραίτητα πιστοποιητικά. Και οι ερωτήσεις πέφτουν βροχή: «Όλοι σας τα διαβατήρια εσωτερικού στα χέρια». «Πού πάτε;» ρωτάει ο ελεγκτής, σαν να μην το βλέπει γραμμένο στα χαρτιά που του έδωσαν. «Στην Κωνσταντινούπολη», απαντά ο Βασίλ’ αγάς. «Ποιος οας περιμένει;» «Είμαστε εταμπλί» «Από πότε;» «Από πάντα!» Σε αυτό το σημείο ο ένας από τους δύο αξιωματικούς παίρνει το λόγο και διακόπτει τον ελεγκτή. «Με τι ασχολείσαι;» «Είμαι ναυτιλιακός πράκτορας. Ατζέντης. Έχω γραφείο στο Γα λατά. Στο Καράκιοϊ». «Τι άλλο κάνεις;» «Είμαι νομοταγής», απαντά με νεύρο ο Βασίλ’ αγάς. «Κι εσύ;» ρωτάει τον Πρόδρομο. «Είμαι δάσκαλος». «Η γυναίκα αυτή ποια είναι;» ρωτάει δείχνοντας με το δάχτυλο τη Σεκερίμ. «Ανήκει στην οικογένειά μου. Είναι η πεθερά μου. Ονομάζεται Αναστασία», απαντά ο Βασίλ’ αγάς και κάνει τη γνωστή κίνηση βγά ζοντας από την τσέπη μια δεσμίδα χαρτονομίσματα. «Θα τα πούμε αργότερα», λέει ο ανώτερος αξιωματικός, που ως εκείνη τη στιγμή δεν είχε βγάλει μιλιά από το στόμα, και δίνει εντο λή να φύγουν, αφού πρώτα βουτάει από την παλάμη του Βασίλ’ αγά τα χαρτονομίσματα.
:u<;kepim
493
«Απορώ πώς δε μου έκαναν περισσότερες ερωτήσεις!» λέει έκιιληκτος ο Πρόδρομος. «Πάντως νομίζω πως αναγνώρισαν τη μάνα μας. "Ισως ο αξιω ματικός με τα παράσημα να μπαινόβγαινε στο Γιλντίζ», λέει θορυ βημένη η Ελισάβετ. «Ας μην το σκεφτόμαστε», απαντά ο Πρόδρομος. Στο βαγόνι πέφτει μουγκαμάρα. Τα μάτια τους δεν κοιτάζουν έξ(ο, είναι στραμμένα προς την πόρτα. Στο διάδρομο του βαγονιού οι ιαξιδιώτες χωρίς θέσεις κάθονται ο ένας δίπλα στον άλλο σταυρο πόδι. Οι γυναίκες κρατούν τα βυζανιάρικα στις αγκαλιές, που σαν να κατάλαβαν τον κίνδυνο ναρκώθηκαν και δεν κλαίνε. "Εξω η νύχτα, λουσμένη στην υγρασία, γλιστράει αθόρυβα και σαβανώνει τη γη, α γκαλιάζει τα βουνά και τα σβήνει από το τοπίο με την πυκνή ομίχλη ιιου πλανιέται απειλητικά. Οι ώρες περνάνε αργά και ο χρόνος σταματάει. Η αμαξοστοιχία κινείται σαν φάντασμα και σφυρίζει δυνατά για να ξυπνήσει το χρό νο. Η καρδιά της Ελισάβετ χτυπάει και κάνει το αίμα της να τρέχει σαν τρελό στις φλέβες στην ίδια ταχύτητα. Κάθε φορά που οι ράγες του τρένου τσιρίζουν, νομίζει ότι θα σταματήσει το τρένο και οι ε παναστάτες θα κατεβάσουν τη μάνα της να τη σκοτώσουν μέσα στα άγρια βουνά. Όταν το βαγόνι τρίζει ή κάποια σκιά περνάει από το διάδρομο, θαρρεί πως ο αξιωματικός που υποσχέθηκε ότι θα τα πού νε αργότερα έρχεται πίσω με κακές διαθέσεις. «Ανετζίμ, δεν κοιμάσαι; Κλείσε τα μάτια σου και κάνε ευχάρι στες σκέψεις. Από αύριο η ζωή μας θα μπει σε έναν καινούριο ρυθ μό. Μας περιμένει αρκετή δουλειά ώσπου να βάλουμε το σπίτι μας σε τάξη», λέει η Σεκερίμ. «Ελίζα μου, καλά θα είναι μέχρι την Πό λη να κάνουμε παρέα. Κοίταξε τη Μακρίνα τι ύπνο ρίχνει. Γυρίζει συον Πρόδρομο και του λέει: «Πρόδρομέ μου, είσαι πολύ τυχερός που έχεις δίπλα σου μια σύντροφο τόσο ήρεμη. Η ξαδέρφη μου σε γα ληνεύει και σε χαλαρώνει όταν γυρίζεις φουρκισμένος από τις διά-
494
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
φορές επιτροπές όπου προεδρεύεις και ακούς το μακρύ και το κο ντό και από τις δυο πλευρές. Κοίταξέ την, κοιμάται τον ύπνο του δι καίου, ενώ εμείς ξαγρυπνάμε περιμένοντας τη μοίρα μας». «Έλα, μάνα, να μιλήσουμε. Εμείς εις το εξής δεν περιμένουμε πα ρά μόνο ευτυχισμένες στιγμές. Στην Πόλη, μόλις καθαρίσουμε και στολίσουμε το σπίτι, θα κάνουμε μια μεγάλη γιορτή και θα καλέσουμε την καλή κοινωνία. Τι θα έλεγες να δώσουμε τη γιορτή του και νούριου Μπορντό, που θα μας φέρουν τα γαλλικά πλοία; Ή έχεις στο μυαλό σου κάτι πιο πρωτότυπο;» «Ελισάβετ, μην ξεχνάς ότι είναι η εποχή που τα χιώτικα πλοία μάς φέρνουν τη μαστίχα. Προτείνω να κάνουμε μια γιορτή που όλα τα φαγητά και τα γλυκίσματα να είναι αρωματισμένα με μαστίχα. Οι καλεσμένοι μας θα γλείφουν τα δάχτυλά τους. Τώρα που λέμε για μα στίχα θυμήθηκα ένα περιστατικό. Μια νεαρή ευνοούμενη από το χα ρέμι του σουλτάνου μου, που τον ακολούθησε οικειοθελώς στην ε ξορία, τρία ολόκληρα χρόνια μετά ήρθε και με βρήκε στην Πόλη. Είχε γεράσει. Είχε χάσει τη φρεσκάδα της και την ομορφιά της. Μου είπε πως δεν άντεξε τη στερημένη ζωή της εξορίας και στον ένα χρό νο πάνω έκανε αίτηση να γυρίσει πίσω. Οι διαδικασίες κράτησαν δύο χρόνια, και όταν τελικά τα κατάφερε να επιστρέφει στην Πόλη, που της έλειπε πολύ, ήρθε να μου φέρει τα νέα. Μου μίλησε για το σουλτάνο και τις καινούριες συνήθειές του μακριά από την αγαπη μένη του Κωνσταντινούπολη. Μου είπε πως με νοσταλγούσε και με ζητούσε. Φυλακισμένος στη βίλα Αλατίνι στη Θεσσαλονίκη και φρουρούμενος από παντού, ζητούσε να μεταμορφωθεί σε μικρό πουλί για να πετάξει πάνω από τα παλάτια, πάνω από τους κήπους που σμί γουν με τα καθαρά νερά του Βοσπόρου και γλυκοφιλιούνται μαζί τους. Να πετάξει πάνω από τη Μεγάλη οδό και να ακουμπήσει με τις μικρές φτερούγες του τα κτίρια με την πανέμορφη αρχιτεκτονι κή τους. Να σταθεί στα μπαλκόνια των πρεσβειών, στα παράθυρα των θεάτρων, μπροστά στις βιτρίνες των γαλλικών μαγαζιών μόδας,
V EK EP IM
495
στις ταράτσες των πολυτελών ξενοδοχείων, στους τρούλους της Αγια Σόφιάς και την ώρα της μεσημεριανής προσευχής να ψάλει στο μιναρέ δίπλα στο μουεζίνη. Να κάνει τρελούς γύρους πάνω από τον I Ιύργο του Γαλατά και να χωθεί στις συνοικίες για ν’ ακούσει κου βέντες και συζητήσεις απλών ανθρώπων καθημερινές. Να φτάσει στον Πύργο του Λέανδρου και εκεί να αφήσει μια φτερούγα του στα γαλανά νερά για να ακουμπήσουν τα όνειρά του και να ταξιδεύουν πάνω κάτω με την παλίρροια για να μην μπορέσουν ποτέ να βγουν σε άγνωστα αφιλόξενα πελάγη και ναυαγήσουν. Τέκνο μου, όταν ο σουλτάνος μου ένιωθε δυστυχισμένος έγραφε στο ημερολόγιό του ιις σκέψεις, τις ευχές και τα παράπονά του. Α! Η κοπέλα αυτή, που λες, μου έφερε ένα ακριβό δώρο, ένα μεγάλο σακούλι με φρέσκια και μυρωδάτη μαστίχα Χίου. Με την Εμεριέ βάλαμε μπροστά τις συ νταγές του παλατιού και ανακαλύψαμε πως η γεύση της μαστίχας εί ναι κυρίως για καλοκαιρινά επιδόρπια, καθώς και για σερμπέτια, ιιου προσφέρονται ενδιάμεσα στα πιάτα για να αλλάζει η γεύση στο (πόμα». «Σεκερίμ, τι απέγινε η κοπέλα όταν ήρθε στην Πόλη;» ρωτάει ο I Ιρόδρομος. «Ξάδερφε, όλες οι έγκλειστες είχαν καλή τύχη. Η κοπέλα που α ναφέρω είναι πολύ σοβαρή. Παντρεύτηκε και έκανε οικογένεια. Οι γυναίκες του παλατιού μαθαίνουν καλούς τρόπους, διδάσκονται την ιέχνη του έρωτα και γίνονται επιθυμητές από τους άντρες κάθε ηλι κίας. Μάλιστα ο άντρας με τον οποίο ένωσε τη ζωή της είναι ένας νε αρός Έλληνας που έχει μαγαζί με δερμάτινα στο Σκούταρι. Το κλη ρονόμησε από τον πατέρα του, που στις επιχειρήσεις ήταν άπιαστος. Ι ον λένε Ανέστη και είναι πολύ καλό και όμορφο παλικάρι. Όταν με ιο καλό φτάσουμε, θα πάω να αγοράσω μερικές τσάντες για όλες μας. «Μάνα μου, ο Αμπντούλ Χαμίντ γύρισε στην Κωνσταντινούπολη και συνέχισε τη φυλάκισή του στο παλάτι του Μπεϊλέρμϊιεγι. Τον εί δες πριν πεθάνει;»
496
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
«Τον είδα μόνο μία φορά από μακριά. Ο άντρας αυτός που επί δεκάδες χρόνια ήταν το πρώτο πρόσωπο της οθωμανικής αυτοκρα τορίας αποδυναμώθηκε, έχασε κάθε επιρροή, και με το θάνατό του, κατά τη γνώμη μου, τελείωσε και η δυναστεία των Οσμάνηδων. Στις 10 Απριλίου του 1918 έσβησε άδοξα στο Μπεϊλέρμπεγι, παιδί μου. Όσο διάστημα ήταν φυλακισμένος στην απέναντι όχθη του Βοσπόρου επιδίωκα να μαθαίνω νέα του. Πήγαινα μέχρι την πύλη του πα λατιού όπου ήταν φυλακισμένος και απομονωμένος και άφηνα στους φύλακες βάζα με μέλι και μαρμελάδα τριαντάφυλλο, με σερμπέτια και ρακί Καππαδοκίας. Μια μέρα αποφάσισα να τον δω. Έβαλα τα δυνατά μου και πλησίασα τους φύλακες. Ύστερα από πολλά παρα κάλια δέχτηκαν τα καθιερωμένα δώρα για το φυλακισμένο σουλτά νο κι ένα βελούδινο μαξιλάρι με λεπτό πούπουλο χήνας, για να α ναπαύεται ο αγαπημένος μου. Είχα κεντήσει το έμβλημα της αυτο κρατορίας με το μονόγραμμά του και το στόλισα με χρυσά αστέρια που έλαμπαν γύρω από μια ασημένια σελήνη. »Οι φύλακες το περιεργάστηκαν και, αφού μου έκαναν πολλές ε ρωτήσεις, το έριξαν στην πλάκα πετώντας το ο ένας στον άλλο και λέγοντας κοροϊδευτικά: “Μιντχάντ πασά, κάτσε πάνω, είναι διατα γή του σουλτάνου”. Επί μισή ώρα με περιγελούσαν. Οι κόρες των ματιών μου παρακολουθούσαν τις διαδρομές του ταλαιπωρημένου μαξιλαριού, που έπεφτε στο χώμα και μάζευε όλη τη σκόνη της αυ λής. Εγώ, πεισμωμένη, κάθισα σε μια γωνιά και παρακολουθούσα την παράσταση, ώσπου τους είπα όσο πιο ευγενικά γινόταν: “Θέλω να δω για τελευταία φορά το σουλτάνο μου. Να με αφήσετε να περάσω!” Με κοίταξαν με μάτια ορθάνοιχτα. “Είσαι πεισματάρα, γκιαούρισσα”, μου είπαν. “Δε θα φύγω αν δε δω το σουλτάνο μου!” επέμεινα. Έφυγε ο ένας από αυτούς με τα δώρα μου, εκτός από το ρακί, που το κράτησαν στο φυλάκιο. Περιμέναμε με την Εμεριέ για μία ώρα, χωρίς να μας δίνουν καμιά σημασία. Φοβηθήκαμε ότι θα νύχτωνε και δε θα μπορούσαμε να γυρίσουμε σιο σπίτι, γιατί το τελευταίο βα
ΣΕΚΕΡΙΜ
497
ποράκι ήταν ήδη στην προκυμαία. Ή μουν διατεθειμένη να το χά σω. Με τα μάτια κολλημένα στην πόρτα περίμενα εναγωνίως. “Δεν έφτασα ως εδώ για να γυρίσω πίσω άπραγη”, σκέφτηκα. »0 φρουρός που με περιγελούσε περισσότερο από τους άλλους με πλησίασε και με σκούντησε στον ώμο λέγοντάς μου: “Κοίτα, γκιαούρισσα, στο παράθυρο. Ο σουλτάνος βγήκε για να σε χαιρετήσει”. Ταραγμένη κοιτάζω ψηλά και βλέπω ένα γέρο να με χαιρετάει με τα χέρια σηκωμένα. Τον κρατούσαν δύο άντρες. Δίπλα του στεκόταν η Μουσφίκα, η τελευταία νεαρή γυναίκα του, που γέννησε την πανέμορφη κόρη του, τη σουλτάνα Αϊσέ. Κρατούσε στα χέρια της το μα ξιλάρι μου και το σήκωνε ψηλά για να το δω. Έκλαιγα και τον χαι ρετούσα, του έστελνα φιλιά, του φώναζα: “Είμαι η Σεκερίμ, η δική σου Σεκερίμ”. Ο ηλικιωμένος άντρας που έβλεπα δεν μπορούσε να ήταν ο πανίσχυρος αγαπημένος μου, ο σουλτάνος μου. Τα κουρα σμένα χέρια που με χαιρετούσαν δεν ήταν τα χέρια που αγκάλιαζαν με ακράτητο πάθος το κορμί μου. Δεν το πιστεύω ακόμα και σήμε ρα! Μίσησα τον κόσμο, μίσησα τη ζωή, μίσησα και το φως της μέ ρας. Ευτυχώς που σκοτείνιαζε! Μείναμε για πολλή ώρα καθηλωμέ νοι στο ίδιο μέρος, εκείνος στο παράθυρο κι εγώ ολομόναχη στη μέ ση της αυλής. »Αποχωρίστηκαν τα βλέμματά μας όταν ο στρατιώτης με άρπα ξε από το χέρι λέγοντάς μου άγρια: “Γκιαούρισσα, τέλος οι αγάπες. Φύγε τώρα! Δρόμο!” Και φύγαμε με την Εμεριέ τρέχοντας για να προλάβουμε το βαποράκι. »Προτού προλάβουμε καλά καλά να απομακρυνθούμε από το παλάτι, μια άμαξα έτρεχε πίσω μας. Σταμάτησε δίπλα μας και μας άνοιξε κάποιος την πόρτα. Εμείς φοβηθήκαμε και κοντοσταθήκαμε, για να προφυλαχτούμε. “Ή ρθε η ώρα μας”, λέω στην Εμεριέ. Μας περίμενε όμως μια ευχάριστη έκπληξη. “Γκιαούρισσα, μπείτε μέσα θα σας κατεβάσουμε στην προκυμαία, κάντε γρήγορα!» μας φώνα ξε ο αξιωματικός των φυλακών, που βρισκόταν μέσα κρατώντας α
498
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
νοιχτή την πόρτα. Αργότερα διαπιστώσαμε πως έπαιρνε κι εκείνος το ίδιο καράβι, γι’ αυτό και το προλάβαμε. »Κάτω από αυτές τις συνθήκες χαιρέτησα για τελευταία φορά τον αγαπημένο μου σουλτάνο. Βγήκε στο παράθυρο να με χαιρετή σει. Να αποχαιρετήσει την κεντήστρα, που τόσο πιστά τον υπηρέ τησε. Τη γυναίκα που της δίδαξε τον έρωτα και ροΰφηξε τα νιάτα της και τη δροσιά της στάλα στάλα. Ένιωσα ότι με τίμησε με αυτή την κίνηση. Αυτές τις στιγμές δε θα τις ξεχάσω ποτέ, γιατί είναι στιγ μές δικές μου και δικές του. Με αυτόν τον τρόπο είπαμε το στερνό αντίο, παιδί μου». Η Σεκερίμ γέρνει στο κάθισμα και δείχνει στην κόρη της το ζε μπίλι που είναι δεμένο γερά στο αριστερό της χέρι. «Ελισάβετ, εδώ μέσα φυλάω τη ζωή μου. Εδώ μέσα χτυπάει η καρδιά μου γι’ αυτόν. Η γενναιοδωρία του με στόλισε με τα πιο ό μορφα κοσμήματα από την κορυφή έως τα νύχια. Έτσι μου ρχεται να ξηλώσω τις ραφές από το ζεμπίλι και να βγάλω ένα κολιέ να το περάσω στο λαιμό μου». «Όχι, μάνα! Θα τα φορέσεις όλα όταν φτάσουμε στο σπίτι μας. Θα στολιστείς και θα φωνάξουμε το φωτογράφο του Πέραν να σε φω τογραφίσει. Αν το κάνεις αυτό τώρα, κινδυνεύουμε όλοι». «Μην ανησυχείς, δε θα τό κάνω», λέει η Σεκερίμ και γελάει ανα πολώντας πόσες φορές στο παρελθόν πεισμάτωσε κι έκανε του κε φαλιού της, παρόλο που ήξερε καλά ότι ο κίνδυνος παραμόνευε. Ο Βασίλ’ αγάς τραβάει από την τσέπη του μαύρου γιλέκου του το χρυσό ρολόι, που το καπάκι του είναι διακοσμημένο με μπλε σμάλ το, και το παρατηρεί. «Σεκερίμ, το ρολόι αυτό είναι δώρο δικό σου». «Βασίλη μου, δώρο δικό του, θέλεις να πεις!» «Μάνα, η ώρα είναι πέντε και σε λίγο θα φέξει. Ξεκουράσου λι γάκι». Η Ελισάβετ τραβάει τη λερωμένη κουρτίνα και βλέπει ότι το το
ΣΕΚΕΡΙΜ
499
πίο έξω ζωντανεύει. Στα χωράφια οι εργάτες άρχισαν τη δουλειά. Αναλογίζεται με πόνο ότι τα δικά της χωράφια κάποιοι άλλοι τα ο ρίζουν σήμερα. «Ελισάβετ, έχω και κάτι άλλο να σου δώσω. Ο παπα-Γρηγόρης, όταν ήρθε να μας χαιρετήσει στο χωριό, μου έδωσε ένα μικρό λεί ψανο από τον Αϊ-Γιώργη. Το έχω κι αυτό μέσα στο ζεμπίλι, τέκνο μου, μαζί με τα διαμαντικά. Να κάνουμε μια ασημένια λειψανοθήκη και να την παραδώσουμε στο Πατριαρχείο». «Καλά, μάνα. Γιατί να μην το κρατήσουμε στο σπίτι μας να μας προστατεύει;» «Τέκνο μου, τα άγια λείψανα φυλάσσονται στους ναούς και όχι στα σπίτια. Ανήκουν σε όλους τους πιστούς. Εμείς έχομε την εικόνα της Αγίας Τριάδας, που μας προστατεύει από κάθε κακό. Προφύλαξέ την από κάθε βέβηλο χέρι και κράτησέ τη σε χώρο καθαρό μέσα στο σπίτι μας. Αυτή η εικόνα είναι θαυματουργή». «Άμια, ξύπνα. Φτάνουμε!» φωνάζει η Ελισάβετ σκουντώντας τη να ξυπνήσει από το λήθαργο. «Πού φτάνουμε;» ρωτάει η Άμια αγουροξυπνημένη. «Στην Κωνσταντινούπολη!» «Τόσο γρήγορα; Τι καλά που κοιμόμουν μέσα στο τρένο! Το κού νημα και ο θόρυβος της μηχανής με νανούρισαν ευχάριστα. Τι να σας πω!» Τεντώνεται, χασμουριέται, βάζει τις φουρκέτες στο στόμα και χτενίζει πρόχειρα τα μαλλιά της με γρήγορες επιδέξιες κινήσεις. «Άμια, πήγαινε στο μικρό μέρος. Βρίσκεται αριστερά στο διά δρομο, έχει καθαρό νερό, να πλυθείς και να κάνεις την τουαλέτα σου πριν ξυπνήσουν οι άλλοι». Η Άμια υπακούει. Τη συνοδεύει ο άντρας της με το μικρό δερ μάτινο βαλιτσάκι στα χέρια, που περιέχει τα ξυριστικά του. Σε μια ώρα είναι όλοι τους έτοιμοι και περιμένουν να πάρουν το πρωινό τους. «Καφέ τσάι, καφέ τσάι», ακούγεται η φωνή του σερβι-
500
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
τόρου, που ανοίγει την πόρτα του διαμερίσματος με τον αχνιστό κα φέ, το μυρωδάτο τσάι και τα βουτήματα. Τα τοποθετούν στο τραπέζι και απολαμβάνουν ένα ζεστό ευχάριστο πρωινό. «Επιτέλους φτάσαμε στον πολιτισμό!» λέει ο Βασίλ’ αγάς με α νακούφιση. «Καλό είναι το χωριό, Ελισάβετ, αλλά η Πόλη καλύτερη! Ουφ!» κάνει η Σεκερίμ και παίρνει μια καυτή ρουφηξιά από το πολίτικο τσάι που μοσχοβολάει. «Μάνα, Βασίλη, φτάσαμε! Να μη χαθούμε μέσα στο πλήθος! Να πάρουμε αχθοφόρο να μας κουβαλήσει τα πράγματα. Μαχμούτ, να τρέξεις να βρεις τον εργάτη και μια άμαξα. Βασίλ' αγά, το βαρέλι και τα μάτια σου! Εγώ προσέχω τη μάνα. Αϊσέ, την Αναστασία! Εμεριέ, κάνε καλό έλεγχο στις αποσκευές μας, μην ξεχάσουμε τίποτα».
Στον κεντρικό σταθμό του Χαϊντάρηασα
Οι ΜΙΝΑΡΕΔΕΣ, αναποδογυρισμένα μολύβια, γράφουν στο βαρύ ου ρανό τα διαδραματιζόμενα στη μικρασιατική γη. Το τρένο τρέχει μπροστά τους και τους μετρά. Είναι ατέλειωτοι. Αφήνει πίσω του τα παλάτια των πλουσίων, τις παράγκες των φτωχών και ένα μεγάλο νε κροταφείο κοινό για σουλτάνους, βεζίρηδες και απλούς υπηκόους. Τα φανάρια της Κωνσταντινούπολης δεν έχουν σβήσει ακόμα και με δυσκολία διακρίνονται οι άνθρωποι που με γρήγορο βήμα πάνε στις δουλειές τους. Μαύρα σύννεφα σκεπάζουν την Πόλη και τα αστρο πελέκια σκίζουν τον ουρανό. «Μακάρι να φτάσουμε στα σπίτια μας πριν μας πιάσει η μπόρα!» λέει η Άμια, που φοβάται. «Μπόρα είναι και θα περάσει, Μακρίνα μου», την καθησυχάζει ο Πρόδρομος. «Θείε, ελάτε σπίτι μας», προτείνει η Ελισάβετ, που αγαπάει πο λύ το θείο της και την Άμια. «Νομίζω ότι αυτό πρέπει να κάμουμε. Δεν πρέπει να χωριστού με στο σταθμό. Καλύτερα να μας βλέπουν όλους μαζί», απαντά ε κείνος συμφωνώντας με την πρόταση. Το τρένο κόβει ταχύτητα και μπαίνει στο σταθμό του Χαϊντάρπασα. Η πλατφόρμα είναι γεμάτη με Τούρκους αξιωματικούς, στρα τιώτες που κρατούν όπλα και μερικούς ξυπόλυτους αχθοφόρους. «Ο σταθμός φρουρείται. Κάποιοι επίσημοι θα ταξιδεύουν», λέει ο Πρόδρομος.
502
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
Η καρδιά της Ελισάβετ σφίγγεται. Μέσα από το παράθυρο βλέ πει τους δυο Τούρκους αξιωματικούς μαζί με τον ελεγκτή που πέ ρασαν από το βαγόνι τους το περασμένο απόγευμα. Κοιτάζουν ο λόισια στο δικό τους βαγόνι. Τα πόδια της κόβονται. Κρύβει τους φό βους της και προσποιείται την αδιάφορη. Η Σεκερίμ είναι ευτυχι σμένη. Ξαναγυρίζει στο σπίτι της στην Κωνσταντινούπολη, στη Βα σιλεύουσα που αγαπάει. «Παναγία μου, τι νοσταλγία!» λέει και κάνει το σταυρό της. Οι πόρτες παραμένουν για πολλή ώρα κλειστές και οι ταξιδιώτες περιμένουν φυλακισμένοι στα βαγόνια. Στο διάδρομο έξω από την καμπίνα τους οι φτωχοί ταξιδιώτες στέκονται όρθιοι, καταναλώνοντας όλο το οξυγόνο αυτά τα τελευταία δευτερόλεπτα, και καταϊδρωμένοι προσπαθούν να ανοίξουν τα παράθυρα. Μερικοί λιποθυμούν. Τα τρία πρώτα βαγόνια έχουν αδειάσει. Οι επιβάτες της πρώτης θέσης, Τούρκοι, Ρωμιοί, Άραβες και Ευρωπαίοι, προχωρούν προς την έξοδο, επιδεικνύουν τα χαρτιά και την ταυτότητά τους και αποβι βάζονται. Οι δύο αξιωματικοί πλησιάζουν με βήμα αργό την πόρτα του τέ ταρτου βαγονιού, του δικού τους. Την ανοίγουν. «Μάνα, μείνε δίπλα μου και κράτα με γερά», λέει η Ελισάβετ στη Σεκερίμ. «Τα χαρτιά σας στα χέρια!» φωνάζει ο νεότερος αξιωματικός. Ο Βασίλ’ αγάς αντιλαμβάνεται ότι ο ελεγκτής τού κάνει κάποιο νόημα, μα, δυστυχώς, δεν το καταλαβαίνει. Τον κοιτάζει επίμονα μήπως πιάσει κάποιο σήμα, μα ο ελεγκτής κατεβάζει το καπέλο και σκύβει το κεφάλι. «Εσύ μείνε εδώ!» λέει περιφρονητικά ο αξιωματικός στη Σεκερίμ και τη σπρώχνει με δύναμη. Η Σεκερίμ ζαλίζεται και σωριάζεται στην πλατφόρμα βγάζοντας ένα βογκητό από τον πόνο. Το βάρος που κουβαλάει την καθηλώνει στα βρόμικα πλακάκια. Η Ελισάβετ πέφτει πάνω της για να τη ση
ΣΕΚΕΡΙΜ
503
κώσει, το ίδιο και ο Βασίλ’ αγάς. Ένας στρατιώτης τον χτυπάει με το όπλο στο κεφάλι και τον αφήνει αναίσθητο. «Σταματήστε! Τι ζητάτε από μας;» φωνάζει η Ελισάβετ σκυμμέ νη πάνω από τη μάνα της. «Παιδί μου, τρέξε! Σκοτώνουν τον Βασίλη μας!» ξεφωνίζει η Σεκερίμ κάνοντας προσπάθεια να σηκωθεί όρθια με τη βοήθεια της κό ρης της. Η Ελισάβετ, γονατισμένη όπως είναι, δέχεται ένα χτύπημα στην πλάτη και μόλις πάει να σηκωθεί αισθάνεται την κάννη ενός όπλου στο κεφάλι. Δύο άντρες την τραβάνε στις γραμμές του τρένου και τη χτυπάνε αλύπητα. Το αίμα τρέχει από το στόμα της. Φωνάζει: «Μην πειράξετε τη μάνα! Μη σκοτώσετε τη Σεκερίμ! Δεν έβλα ψε κανέναν! Θα σας πληρώσω αδρά με μαλαματένια γρόσια». «Σκάσε, γκιαούρισσα!» της λέει ο Τούρκος και τη χτυπάει με το όπλο στη λεκάνη και στους γοφούς. Η Ελισάβετ λιποθυμάει πάνω στα σίδερα. Ο Τούρκος αξιωματι κός γεμάτος μίσος θέλει να αποτελειώσει το θύμα του. Σηκώνει την αρβύλα και την κατεβάζει με δύναμη στο κορμί της. Ο Πρόδρομος δεν μπορεί να βοηθήσει, τον κρατούν στρατιώτες. Φωνάζει: «Ελισάβετ, κουράγιο!». Η Σεκερίμ, πεσμένη στα πλακάκια, ζητάει βοήθεια από τους πε ραστικούς, που, βιαστικοί και φοβισμένοι, ούτε που γυρίζουν να την κοιτάξουν. Ο κόσμος τρέχει βιαστικά να φύγει, να κρυφτεί, να μη γί νει μάρτυρας ενός τόσο θλιβερού γεγονότος. «Το παιδί μου, την Ελισάβετ μου, σας παρακαλώ σώστε το παι δί μου!» παρακαλάει τους περαστικούς και ξεφωνίζει για να την α κούσουν. Ο αξιωματικός αφήνει την αναίσθητη Ελισάβετ και ανεβαίνει με φούρια στην πλατφόρμα του σταθμού.
504
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
«Γκιαοΰρισσα, έχεις φωνή ακόμα και μιλάς;» της λέει ο νεότερος με σφιγμένα τα δόντια από το μίσος και, βλέποντας τον ανώτερο του να τους πλησιάζει, την κλοτσάει στο πρόσωπο. Τα αίματα λερώνουν τις σκισμένες του αρβύλες. Τα μάτια της Σεκερίμ πετάγονται από τις κόγχες και με όση δύναμη της έχει απομείνει προσπαθεί να ανασηκώσει το αριστερό της χέρι προσφέροντάς τους τα λάφυρα. Τα ανταλλάσσει για τη ζωή του παιδιού της. «Τι ζητάς, γκιαούρισσα;» «Τη ζωή του παιδιού μου! Τι άλλο να ζητάω;» τον παρακαλάει με αναφιλητά. «Τι έχεις εκεί μέσα; Ε, τι έχεις;» «Ό,τι υπάρχει εδώ μέσα χάρισμά σας όλα!» τους απαντά και προ σπαθεί μάταια να ελευθερώσει το χέρι της. «Εσύ δεν είσαι η Σεκερίμ; Η ευνοούμενη του Αμπντούλ Χαμίντ;» τη ρωτάει ο αξιωματικός. «Μάλιστα, εγώ είμαι. Τι κακό βρίσκετε; Ήμουνα η κεντήστρα του». Ο ανώτερος αξιωματικός σκύβει να ελέγξει το περιεχόμενο. Το ζεμπίλι είναι μεγάλο, η Σεκερίμ το σκεπάζει με το σώμα της. Την κλο τσάει. Το κορμί της φέρνει βόλτες στο δάπεδο της πλατφόρμας με το ζεμπίλι αγκαλιασμένο και καλά ραμμένο πάνω στα ρούχα της. Ο Τούρκος αξιωματικός προσπαθεί να το τραβήξει, μα έχει γίνει ένα με τον καρπό της. Είναι δεμένο πάνω του. Τραβάνε το μανίκι. Είναι ραμμένο και το μανίκι πάνω στο ζεμπίλι. «Διαβολεμένη γκιαούρισσα! Τι πολύτιμο κρύβεις εκεί μέσα;» της λέει τρίζοντας τα δόντια από το μίσος και, υψώνοντας τη φωνή του, δια τάζει το νεαρό συνάδελφό του, τονίζοντας μία μία τις συλλαβές: «Το θέ λω στο γραφείο μου. Είναι διαταγή!» Και απομακρύνεται βρίζοντας. «Θεέ μου, μη μας εγκαταλείπεις! Ό χι, όχι, μην το κάνεις αυτό! Παναγία μου! Το χέρι μου!» ουρλιάζει η Σεκερίμ χάνοντας τις αι σθήσεις της. Ο νεαρός στρατιωτικός άκαρδα, ξεδιάντροπα και άνανδρα βγά
ΣΕΚΕΡΙΜ
505
ζει από τη θήκη το σπαθί του, στέκεται πάνω από το σώμα της Σεκερίμ, το σηκώνει ψηλά και το κατεβάζει με δύναμη. Με αργές κι νήσεις ο εκτελεστής σκύβει και σηκώνει από τα πλακάκια το ζεμπί λι με το πανέμορφο χέρι της Σεκερίμ να κρέμεται κομμένο και δε μένο πάνω στα δώρα του σουλτάνου της. Στο δάχτυλο αστράφτει το διαμαντένιο δαχτυλίδι με την τουγκρα της αυτοκρατορίας. Το αθώο αίμα βάφει ταχέρια του δήμιου νεαρού αξιωματικού. Οι παρευρισκόμενοι στην πλατφόρμα ξεστομίζουν κατάρες και ουρλιαχτά. Ο κόσμος που αποβιβάζεται από τα υπόλοιπα βαγόνια της δεύτερης θέσης τρέχει βιαστικά να φύγει, να κρυφτεί. Η Ελισά βετ, ακινητοποιημένη πάνω στις ράγες του τρένου, κλαίει ξεφωνί ζοντας κατάρες. Οι υπόλοιποι συγγενείς κλαίνε με αναφιλητά. Ο Βασίλ’ αγάς μαζί με τον Πρόδρομο και τον Μαχμούτ σηκώνουν την Ελισάβετ από τις γραμμές του τρένου και την ξαπλώνουν δίπλα στη Σεκερίμ. Η Ελισάβετ, πνίγοντας το φόβο και αγνοώντας τον πόνο, αγκα λιάζει τη μάνα της σφιχτά για να την κρατήσει στη ζωή. «Ανετζίμ, γλυκιά μου ανετζίμ!» ψιθυρίζει και νιώθει το τρεμάμενο κορμί της μάνας να χαλαρώνει στην αγκαλιά της. «Κουζούμ, θέλω να ζήσω!» «Μάνα, δε θα σ' αφήσω να πεθάνεις!» «Παιδί μου, θέλω να σου εξομολογηθώ κάτι!» «Μάνα μου, θα φέρω τον παπά της Αγίας Τριάδας να μας εξο μολογήσει και τις δυο μας». «Όχι, σε σένα θέλω να εξομολογηθώ». «Μάνα μου, μη χάνεις δυνάμεις, θα τα πούμε στο σπίτι μας όταν γίνεις καλά. Κι εγώ, μάνα, έχω να σου πω το δικό μου μυστικό. Για τί έχω κι εγώ κάτι που καίει την καρδιά μου και δεν το ξέρεις». Η Σεκερίμ δεν καταλαβαίνει, μόνο μιλάει μπερδεμένα: «Αγαπη μένη μου Ελισάβετ... στο συρτάρι, στο κομό... το γράμμα...» και πέ φτει το κεφάλι της στα πονεμένα χέρια της κόρης της.
506
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
Ο Βασίλ’ αγάς κρατάει αγκαλιασμένες τις δύο γυναίκες της ζω ής του. Η Άμια και ο Πρόδρομος κλαίνε γονατισμένοι μέσα στη λί μνη που σχηματίστηκε από το γλυκό αίμα της Σεκερίμ. Η Εμεριέ, η Αϊσέ με τη μικρή Αναστασία και τον Μαχμούτ, μαζί με όλα τα υ πάρχοντα που κουβαλούσαν οι δύο οικογένειες, φυγαδεύονται γρή γορα από τον Πρόδρομο για το σπίτι στο Πέραν. Η Σεκερίμ αφήνει την τελευταία της πνοή στο σταθμό του Χαϊντάρπασα. Το κορμί της κολυμπάει μέσα σε μια λίμνη από αίμα που χύθηκε από το ακρωτηριασμένο αριστερό της χέρι. Είναι το χέρι που κρατούσε τη βελόνα όταν κεντούσε με χρυσές, και ασημένιες κλωστές τα βελούδινα και μεταξωτά ενδύματα του τελευταίου μο νάρχη της οθωμανικής αυτοκρατορίας, του Αμπντούλ Χαμίντ Β'. Οι φίλοι, οι περαστικοί και οι ταξιδιώτες μαζεύονται γύρω από το άψυχο σώμα της για να δουν την όμορφη Σεκερίμ για τελευταία φορά, έ στω και νεκρή. Κλαίνε, τη σφίγγουν στην αγκαλιά τους για να πάρουν από το μέλι της. Αυτό το μέλι που έκανε το σουλτάνο και όσους τη γνώρισαν να την αγαπήσουν. Στη στιγμή το νέο ακούστηκε σε όλη την Πόλη. Πλήθος κόσμου καταφθάνει από παντού. Κατακλύζει το σταθμό και φοβισμένοι ρω τούν να μάθουν τι συμβαίνει. «Ανοίξτε, ανοίξτε χώρο να περάσουν τα θύματα!» φωνάζει ένας κύριος απλώνοντας τα χέρια δεξιά και αριστερά για να απομακρύνει το συγκεντρωμένο πλήθος από την πόρτα του σιδηροδρομικού σταθμού. «Έπιασαν τη Σεκερίμ, της έκοψαν το χέρι. Πέθανε από αιμορ ραγία!» φωνάζει ο νεαρός τελάλης. «Ποια, την ερωμένη του σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίντ; Καλά να πάθει!» λέει ένας Τούρκος γέροντας περαστικός. «Γιατί, γέρο; Τι σου έκανε; Τσα ίσα, ήτανε γυναίκα φιλεύσπλα χνη. Εμάς τους Τούρκους μας αγαπούσε και μας βοηθούσε πιότερο από τους Ρωμιούς».
507
ΣΕΚΕΡΙΜ
«Ήταν όμορφη και είχε χρυσά χέρια!» προσθέτει μια περαστι κή χανούμισσα και σκουντάει το γέρο γρουσούζη. «Πάει, χάνουμε τους Ρωμιούς! Τι κακό μάς βρήκε;» λέει άλλος Τούρκος με μάτια βουρκωμένα. «Οι κεμαλικοί θα το μετανιώσουν μια μέρα. Αλλά θα είναι αργά». «Ζήτω ο μεγάλος μεταρρυθμιστής! Ζήτω ο Μουσταφά Κεμάλ!» φωνάζει κάποιος νεαρός Νεότουρκος.
Το τραγικό νέο μαθεύτηκε γρήγορα. Έκανε το γύρο του Βοσπόρου. Στα σπίτια, στα καφενεία και στους δρόμους μιλούν για τη Σεκερίμ εξυμνώντας τα κάλλη και το ταλέντο της. Η Ευλαμπία και η Σοφούλα έτρεξαν σαν τρελές μόλις πήραν την κακή είδηση. Ο Νικόλας, ο Χαράλαμπος, ο θείος Φάνης κι ο Αβραάμ τα απογεύματα κλείνουν τα μαγαζιά τους και βρίσκονται κοντά τους. Τα τριαντάφυλλα, τα α γαπημένα της λουλούδια, στολίζουν πένθιμα το σπίτι της. Η Ελισά βετ, η Άμια, οι γυναίκες του χαρεμιού και οι προσωπικές αχώριστες φίλες της άψυχης πια Σεκερίμ μαζεύονται γύρω από το νεκρό κορ μί της και την ξενυχτούν. Πού πάει η ομορφιά; Πού χάνεται η χαρά; Σταμάτησε να στάζει μέλι το γλυκό της στόμα που το ζήλευαν και οι μέλισσες ακόμα. Το προαύλιο και η εκκλησία της Αγίας Τριάδας γεμίζει από κό σμο. Σύσσωμη η ελληνική παροικία με επικεφαλής τον πατριάρχη, μαζί με τα μέλη της Ιεράς Συνόδου, παρίστανται στην κηδεία της Σε κερίμ. Μπροστά στο φέρετρο οι στενοί συγγενείς και οι φίλοι με την Ελισάβετ μοιρολογούν βουβά την άτυχη αγαπημένη τους. Τα ψυχο παίδια, πιασμένα χέρι χέρι, έχουν τα μάτια καρφωμένα στη νεκρή και θρηνούν τη μεγαλόκαρδη κυρά τους.
508
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
Η Ελισάβετ, καθισμένη απέναντι στο φέρετρο της μάνας της, με πονεμένο το κορμί της από το βάρβαρο ξύλο που δέχτηκε από τον Τούρκο αξιωματικό και ακινητοποιημένο μέσα στο γύψο από τη μέ ση και κάτω, δέχεται τα συλλυπητήρια από τον κόσμο που περνάει από μπροστά της. Κεραυνοβολείται από την εμφάνιση ενός ψηλού άντρα με έντο να γαλάζια μάτια, ο οποίος έχει καλυμμένο το κεφάλι με την κου κούλα της μαύρης μπέρτας του. Την πλησιάζει, τη συλλυπείται και χάνεται στην έξοδο του ναού. «Ο Μουσταφά Κεμάλ πασάς!» φωνάζει η Ελισάβετ εμβρόντητη μόλις την προσπερνάει. Όλοι μένουν άναυδοι από την έκπληξη. «Ο ίδιος ο Κεμάλ! Να τος εκεί κάτω! Πιστέψτε με! Μόλις πέρασε από μπροστά μου! Βρείτε τον! Σηκώστε με στα χέρια, πηγαίνετέ με κο ντά του, θέλω να του μιλήσω. Βασίλ’ αγά, ο Κεμάλ!» Δεν μπορεί να τρέξει να τον προλάβει. Να του ζητήσει εξηγήσεις. Είναι σίγουρη ότι ευθύνεται εκείνος για όλα. Η σπασμένη λεκάνη και το αριστερό της πόδι, που, αλίμονο, έχει μείνει κοντότερο από το άλλο, την εμποδίζουν να σηκωθεί και να τρέξει. Ο άντρας της τη χαϊδεύει στους ώμους. Νομίζει ότι η γυναίκα του έχει παραισθήσεις, αυτή την τραγική στιγμή που ο πόνος κυβερνάει το μυαλό και την καρδιά της. Η Ελισάβετ κάνει προσπάθεια να σηκωθεί έχοντας καρφωμένα τα μάτια στην έξοδο του ναού. Τον ψάχνει απελπισμένα. Την αναζήτηση του Κεμάλ τη σταματάει η παρουσία μιας ηλι κιωμένης καλοντυμένης κυρίας, με μπεζ μαντό και με ίδιο χρώμα μα ντίλι στο κεφάλι, που συνοδεύεται από έναν πανέμορφο νεαρό ά ντρα, με ευγενικό παρουσιαστικό, με μάτια σμαραγδιά και μαλλιά ξανθά. Ο νεαρός φαίνεται συγκινημένος. Είναι σκυμμένος πάνω στο νεκρό σώμα της Σεκερίμ, το παρατηρεί, απλώνει τα χέρια, το ακουμπάει, σκύβει με δάκρυα στα μάτια και φιλάει το μοναδικό δεξί χέρι με σεβασμό.
ΣΕΚΕΡΙΜ
509
Η ηλικιωμένη γυναίκα τον αγκαλιάζει στοργικά. «Έλα, πλησίασε, Ομέρ Χαλίλ», του ψιθυρίζει και τον τραβάει προς το μέρος της Ελισάβετ. «Παιδί μου, είμαι αδερφική φίλη της μάνας σου. Ονομάζομαι Ναντιέ. Από δω ο πρίγκιπας Ομέρ Χαλίλ. Είναι γιος του σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίντ», εξηγεί η άγνωστη κυρία στην Ελισάβετ, η οποία είναι αναστατωμένη από την αιφνίδια παρουσία του Κεμάλ. Η Ελισάβετ συγκινείται και δίνει το χέρι κλαίγοντας. Ο τρόπος που ο νεαρός προσκύνησε τη νεκρή μάνα της έδειχνε εκ μέρους του αγάπη και σεβασμό. Ο πρίγκιπας φιλάει το χέρι της Ελισάβετ και εκείνη τον τραβά ει στην αγκαλιά της και τον ασπάζεται στο μέτωπο. «Μπαγιάν Ναντιέ, αφού είστε παλιά φίλη της Σεκερίμ, ελάτε στο Πέραν να μας βρείτε», λέει στην Τουρκάλα, γιατί τα λόγια της έκα ναν την καρδιά της να σκιρτήσει. «Καλά, παιδί μου, θα γίνει κι αυτό με τον καιρό. Εύχομαι ο χρό νος να γιατρέψει τον πόνο σας. Η μητέρα σου για μένα ήταν αγα πημένη και πολύτιμη αδερφή». Η γυναίκα έχει ευγενική μορφή και καλούς τρόπους. Φαίνεται ό τι έχει περάσει τα εβδομήντα, μα είναι καλοστεκούμενη και μιλάει ωραία τουρκικά. Απομακρύνεται προστατευμένη από το νεαρό πρί γκιπα, που τα μάτια του είναι δακρυσμένα ακόμα.
Το σπίτι στο Πέραν ντύνεται στα χειμερινά και αναστατώνεται ολό κληρο. Οι υπηρέτες κάνουν το παν για να δουν τα χείλη της μονα δικής πια κυράς τους να χαμογελάνε. Η Ελισάβετ έχει εμπιστευτεί τη μικρή Αναστασία στη φροντίδα της Αϊσέ και δεν έχει κέφι να ασχοληθεί ούτε με το κοριτσάκι της. Απαγορεύει σε όλους και σε όλες να δρασκελίσουν την πόρτα του δωματίου της Σεκερίμ.
510
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
Τις πρώτες μέρες δεν έχει το κουράγιο ούτε η ίδια να μπει. Στο νου της γυρνάνε οι τελευταίες λέξεις της μάνας της: «Το συρτάρι... στο κομό... γράμμα». Χθες και προχθές έβγαλε έξω ό,τι περιείχε το κομό. Εκτός από τα προσωπικά αντικείμενα της μάνας της, δε βρήκε απολύτως τίποτα το αποκαλυπτικό. Κάνει την καρδιά της πέτρα και μαζεύει τα ρούχα της μάνας της και τα κρύβει σε μπαούλα από α ρωματικό ξύλο. Τακτοποιεί προσεκτικά τα περίφημα κεντήματά της μέσα σε λινές πετσέτες. Και, ξεδιπλώνοντας ένα χρυσοκέντητο βε λούδινο κάλυμμα από μαξιλάρι, γλιστράει μέσα από τις πτυχές του ένας φάκελος κλειστός και δεμένος με μια γαλάζια κορδέλα. Τα χέ ρια της τρέμουν, τα μάτια της θολώνουν, δε βλέπει καθαρά γύρω της. Της κόβονται τα ήπατα. Η καρδιά της χτυπάει δυνατά έτοιμη να σπάσει. Ο φάκελος πέφτει από τα χέρια της στο πάτωμα. «Το γράμμα», ψιθυρίζει με τρεμάμενα χείλη. Τι να κάνει; Να τον ανοίξει; Να πε ριμένει τον Βασίλ’ αγά για να τον ανοίξει παρουσία του; Να τον κα ταστρέφει; Μήπως το μυστικό που περιέχει είναι τόσο τρομερό και σκοτώσει το σεβασμό που τρέφει μέσα της για τη λατρευτή της Σεκερίμ; «Θα τον ανοίξω! Άλλωστε αυτή ήταν και η τελευταία επιθυμία της. Ό ,τι κι αν γράφει, δεν πρόκειται να αλλάξει τα συναισθήματά μου. Για μένα η μάνα ήταν και θα είναι το καμάρι μου, η δύναμή μου...» Και μονολογώντας λύνει τον ωραίο γαλάζιο φιόγκο. Ο κιτρινισμένος από την πολυκαιρία φάκελος περιέχει πολλές φωτογραφίες του Αμπντούλ Χαμίντ. Φωτογραφίες της Σεκερίμ στο χαρέμι, φω τογραφίες της Ελισάβετ μωρό, να την κρατάει στην αγκαλιά η μά να της. Η ίδια στα γόνατα της βαλιντέ. Ο σουλτάνος με τις ευνοού μενες στον κήπο του Γιλντίζ. Ανάμεσά τους διακρίνει τη μάνα της. Φωτογραφίες της μάνας που έβγαλε στο φωτογραφείο του Πέραν με
511
ΣΕΚΕΡΙΜ
ευρωπαϊκά ρούχα και μερικές φωτογραφίες με ένα μωρό στην α γκαλιά της, μάλλον αγοράκι. Σε άλλη φωτογραφία το ίδιο παιδάκι, μεγαλύτερο σε ηλικία, είναι ντυμένο με τουρκικά πλούσια ρούχα. Τα μάτια του φαίνονται ανοιχτού χρώματος, μεγάλα και λαμπερά και τα μαλλάκια του ξανθά. -Εκτός από τις φωτογραφίες ο φάκελος έχει κι ένα μικρότερο φά κελο σφραγισμένο. Η Ελισάβετ αναγνωρίζει το γραφικό χαρακτή ρα της μάνας της. Ο φάκελος γράφει: Για την Ελισάβετ μου.
Τον ανοίγει όσο πιο προσεκτικά γίνεται. Τώρα φοβάται, δε βιά ζεται. Τα δάχτυλά της αστοχούν. «Αχ! Τον έσκισα λιγάκι στην άκρη!» ψιθυρίζει και αρχίζει να δια βάζει με μάτια θολά από τα δάκρυα. Λατρευτή μου κόρη Ελισάβετ, Μάθε, αγαπημένο μου παιδί, ότι είσαι ό,τι πιο πολύτιμο έχω σε αυτή τη ζωή. Σ’ το λέω αυτό γιατί πολλές φορές θα αναρωτιέσαι για τί δεν έρχομαι μαζί σου στο χωριό και μένω πίσω στην Κωνσταντι νούπολη. Είναι αλήθεια πως η ευθύνη της δουλειάς μου, που είναι με γαλύτερη απ’ ό,τι φαίνεται, με υποχρεώνει να βρίσκομαι δίπλα στους πανίσχυρους προστάτες μας και να τους υπηρετώ. Παιδί μου, είναι καιρός να μάθεις το μεγάλο μυστικό μου, που φοβάμαι να ομολογήσω σε σένα, το σπλάχνο μου. Νομίζω ότι έχεις καταλάβει πως ο σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίντ ήταν ο μεγάλος μου έρωτας και ότι υπήρξε ο πρώτος άντρας στη ζωή μου. Η αγκαλιά του, τρυφερή και φλογερή, σαν τη φωτιά που καταστρέφει, ξερίζω σε την καρδιά μου και την πήρε για πάντα δική του. Το πάθος μου για εκείνον ήταν κάτι το αφύσικο. Σύμμαχο και προστάτιδά μου στη σχέση μας είχα τη μητέρα του, τη βαλιντέ σουλτάνα. Ο σουλτάνος α
512
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
πό ζήλια, θέλοντας με αποκλειστικά δική του, έβαλε και σκότωσαν τον πατέρα σου. Είμαι σχεδόν σίγουρη γι’ αυτό. Συγχώρησέ τον, παι δί μου, το έκανε τυφλός από την αγάπη του για μένα. Μέσα μου έχω κρυμμένο ένα μεγάλο μυστικό, ακόμα κι από σέ να, το παιδί μου. Χρόνια τώρα θέλω να σ’ το εξομολογηθώ, αλλά δε βρίσκω το κουράγιο και τη δύναμη να το κάνω ενώπιον σου. ΙΥ αυ τό προτίμησα να γράψω τούτο το γράμμα με την ελπίδα ότι θα με συγχωρήσεις, μα πάνω από όλα θα με καταλάβεις. Το 1905 γέννησα το γιο του Αμπντοΰλ Χαμίντ. Τον πρίγκιπα Ομέρ Χαλίλ, τον αδερφό σου. Εσύ έλειπες στα Ποτάμια και την ε ποχή εκείνη είχα καταντήσει από την αδυναμία η σκιά του εαυτού μου. Έτσι αδύνατη όπως ήμουνα, κανένας δεν πήρε είδηση την ε γκυμοσύνη μου. Λίγες εβδομάδες μετά τη γέννα, η βαλιντέ με το γιο της εξαφάνισαν το παιδί μου με την πρόφαση ότι κινδύνευε στο πα λάτι να δηλητηριαστεί από τις καντίν, τις νόμιμες γυναίκες του σουλ τάνου. Το παιδί μου το έπιασα στην αγκαλιά μου ελάχιστες φορές και για λίγη ώρα. Τη στιγμή μιας φωτογραφίας για να παρηγοριέμαι. Περίμενα υπομονετικά μέρα και νύχτα να μου τον φέρουν να τον σφί ξω πάνω μου. Σαν μάνα, λαχταρούσα να δω τα σμαραγδένια μάτια του και να χαϊδέψω τα ξανθά μαλλιά του. Περίμενα καθημερινά να μάθω νέα του. Αυτή η διαρκής αναμονή ήταν ένας ακόμα σοβαρός λόγος που δεν μπορούσα να μετακινούμαι για μεγάλα χρονικά δια στήματα μακριά από την Κωνσταντινούπολη. Ελισάβετ, φοβόμουν να σου μιλήσω. Την ύπαρξη του αδερφού σου τη γνωρίζουν λίγοι άνθρωποι. Ο αγαπημένος μου σουλτάνος, που δε ζει πια, η βαλιντέ, ο γιατρός που με ξεγέννησε, η Ναντιέ, η κάλφα που το μεγαλώνει, και η πρώην έγκλειστη φίλη μου Ναϊμέ. Προσπάθησε να τη βρεις να πάρεις πληροφορίες. Αν εγώ, όσο βρίσκομαι στη ζωή, δεν καταφέρω να συναντήσω το παιδί μου, δώσε μου το λόγο σου ότι θα προσπαθήσεις εσύ να βρεις τον αδερφό σου και θα του μεταφέρεις την απέραντη αγάπη και τον πόνο μιας μάνας. Της δικής σας μάνας!
513
ΣΕΚΕΡΙΜ
Όταν βρεθείτε να μη χωρίσετε ποτέ! Ο αδερφός σου είναι μου σουλμάνος κι εσύ χριστιανή. Η διαφορά της θρησκείας να μη γίνει μεταξύ σας αιτία απομάκρυνσης. Να έχετε πάντα την ευχή μου! Το γράμμα μου φυλαξέ το για να το δείξεις στον αδερφό σου, ό ταν με την ευχή της Παναγίας βρεθείτε κάποια μέρα. Εύχομαι η ευ λογημένη μέρα που θα ανταμώσετε να έρθει γρήγορα. Ελισάβετ, σ’ ευχαριστώ για τις χαρές που μου έδωσες στη ζωή. Τέτοια κόρη σαν και σένα ακόμα και οι θεοί θα τη ζήλευαν! Σου ζη τώ να με συγχωρήσεις για το αμάρτημά μου. Αν η αγάπη είναι α μαρτία, η καρδιά μου παραμένει αγνή σαν του μικρού παιδιού. Σε αγαπώ με όλη τη δύναμη της ψυχής μου, Η μητέρα σου Σεκερίμ
Εν Κωνσταντινουπόλει, 13 Απριλίου 1920
Η Ελισάβετ, συντετριμμένη από τον πόνο, πέφτει στο κρεβάτι της μάνας της κλαίγοντας. Πλημμυρισμένη συναισθήματα, δεν μπο ρεί να πιστέψει στις αποκαλύψεις του γράμματος. «Έχω έναν Τούρκο αδερφό! Θεέ μου, γιατί μου το φύλαξες αυ τό; Τι βασανιστική αποκάλυψη!» Χτυπάει με τις γροθιές της όπου βρει και πληγώνει τα χέρια της. Ξαναρχίζουν οι πόνοι στο κορμί της, στα τραυματισμένα πόδια της, και με δυσκολία μετακινείται πάνω στο κρεβάτι. Ο Βασίλ’ αγάς, συγκινημένος από τη δραματική ιστορία της πε θεράς του και τις αποκαλύψεις του γράμματος, καθησυχάζει τη γυ ναίκα του ότι θα κάνουν ό,τι είναι δυνατόν, θα ψάξουν μαζί, για να βρουν τον ετεροθαλή αδερφό της. Της εξομολογείται την έκπληξή του όταν άκουσε από το στόμα της Σεκερίμ, μέσα στο γραφείο του σιδηροδρομικού σταθμού στο Ικόνιο, για την αγάπη και το μεγάλο έρωτά της. Με το γράμμα που κρατάει στα χέρια του δεν τολμά α
514
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
κόμα να πιστέψει πως όλα αυτά είναι αλήθεια. Πως υπάρχει ένας Τούρκος αδερφός. «Ελισάβετ μου, ο αδερφός σου ήρθε στην κηδεία της μάνας του, ήταν ο νεαρός πρίγκιπας που φίλησε το χέρι της και έκλαιγε». «Βασίλη, νομίζεις ότι θα μπορέσουμε να τον βρούμε; Η Κων σταντινούπολη είναι τεράστια πόλη». «Γνωρίζουμε το όνομά του και το όνομα της γυναίκας που τον μεγάλωσε. Έχομε πολλές ελπίδες να τον βρούμε. Υπάρχει περίπτω ση να έρθουν στο σπίτι μας, όπως σου υποσχέθηκαν». «Για σκέψου, βρεθήκαμε για λίγες στιγμές ο αδερφός μου και ε γώ να κλαίμε μαζί τη μάνα μας. Βασίλη μου, τι έχεις να πεις;» «Ελισάβετ, αν κρύβεται ο αδερφός σου από τους επαναστάτες ε χθρούς της μοναρχίας, θα δυσκολευτούμε να τον βρούμε. Αλλά ας εί μαστε αισιόδοξοι και ας παρακαλάμε τον Αϊ-Γιώργη να μας τον φα νερώσει μπροστά μας». Η οικογένεια μαθαίνει το μυστικό. Η Εμεριέ είναι βυθισμένη στο πένθος. Με μεγάλη δυσκολία μιλάει και κρατάει στο δωμάτιό της ένα από τα τελευταία φορέματα της κυράς της, που λάτρευε. Ζή τησε από την Ελισάβετ να βάλει στο κομοδίνο της δίπλα στο κρε βάτι τη φωτογραφία της Σεκερίμ. Η Αϊσέ, η μαντάμ Ροζ και η Σβετλάνα ασχολούνται αποκλειστικά με τη μικρή Αναστασία. Ο Μαχμούτ υπόσχεται ότι θα αλωνίσει τους δρόμους της Πόλης για να βρει τον αδερφό της κυράς του. Για όλη την οικογένεια ο άνθρωπος αυτός αποτελεί τη συνέχεια της πολυαγαπημένης τους Σεκερίμ. Είναι το μεγάλο δώρο που τους άφησε πίσω φεύγοντας για πάντα από τη ζωή. Θα τον βρουν και θα τον αγαπήσουν με όλη τη δύναμη της καρδιάς τους.
Ο Πρόδρομος και η Άμια, μετά το διπλό δυστύχημα, περνάνε τα βράδια στο Πέραν με την ανιψιό τους και τον Βασίλ’ αγά. Ο Προ-
ΣΕΚΕΡΙΜ
515
δρομος φέρνει πολιτικά νέα από τους συλλόγους και τις επιτροπές όπου είναι μέλος. Τα οποία νέα επιβεβαιώνονται από τον ξένο Τύπο, που έχει στραμμένο το ενδιαφέρον του στην Τουρκία. Διαβάζουν ακόμα και τα ψιλά γράμματα των εφημερίδων, αναλύουν τα καθημερινά γεγο νότα και εκπονούν στρατηγικές. «Έμαθα πως ο Κεμάλ περιφέρεται κρυφά στην Πόλη. Η κατά σταση για την κυβέρνηση της Άγκυρας δεν είναι καθόλου εύκολη. Τα αντιδραστικά στοιχεία της Εθνοσυνέλευσης ζητουν την απομάκρυν ση του Κεμάλ από την εξουσία. Ανάμεσά τους υπάρχουν και οι αντικεμαλικοί. Αλλά είμαι βέβαιος ότι οι κεμαλικοί θα αντιδράσουν αποφασιστικά, διότι έχουν την αμέριστη υποστήριξη της εθνικής α στικής τάξης της Τουρκίας», λέει ο δάσκαλος. «Θείε, ο Μουσταφά Κεμάλ είναι σίγουρο ότι βρίσκεται στην Πό λη! Τον είδα με τα μάτια μου στην εκκλησία, στην κηδεία της μά νας. Σας το είπα και δε με πιστέψατε». «Γιατί, παιδί μου, θεωρήσαμε απίθανο να έρθει ο Κεμάλ στην κηδεία της ξαδέρφης μου. Απορώ πώς δεν τον αναγνώρισε κανένας άλλος!» «Μα, θείε, φορούσε μπέρτα με κουκούλα στο κεφάλι. Με συλλυπήθηκε και έφυγε». «Ελισάβετ, το θεωρείς απίθανο να έχει αναμειχτεί στη δολοφο νία της Σεκερίμ;» «Απολύτως απίθανο! Κόβω το κεφάλι μου! Στο χωριό περάσαμε τα πάνδεινα από το ασκέρι του, όσο καιρό είχαν επιταγμένο το σπί τι μας, αλλά εκείνος με έσωσε από ένα τρομερό κακό! Με έσωσε σχεδόν από βέβαιο θάνατο. Θείε, θέλω να τον συναντήσω! Έχεις κά ποια ιδέα πού θα τον βρω;» «Ποιο ήταν αυτό το τρομερό κακό που δεν το είπες σε μένα το θείο σου;» «Θείε, μη με αναγκάζεις να σ’ το πω. Ντρέπομαι να το ξανασκε-
516
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
φτώ. Ο Κεμάλ με βοήθησε τότε. Ας είναι καλά! Ούτε ο άντρας μου δεν το ήξερε, το έμαθε πρόσφατα». «Τέλος πάντων, λυπάμαι πολύ!» «Θείε μου, σε παρακαλώ πες μου που κρύβεται αν ξέρεις. Αν ό χι, μάθε. Σ’ το ζητάω με την καρδιά μου!» «Ελισάβετ, μη γίνεσαι παιδί. Ο Κεμάλ είναι ηγέτης, είναι αρχηγός, είναι εθνάρχης. Θα πας να του ζητήσεις το λόγο για ποιο πράγμα;» «Δε θα πάω να του ζητήσω το λόγο, θέλω...» «Ελισάβετ μου, ο Κεμάλ κρύβεται σε φιλικά του σπίτια, ακόμα και σε αρχοντικά, που κατοικούνται από μέλη της οικογένειας του σουλτάνου. Μη σχεδιάζεις να κάνεις αστεία πράγματα! Τσως έχει α ναχωρήσει για την Άγκυρα». Την ώρα του φαγητού ο Βασίλ’ αγάς λέει στο δάσκαλο: «Πρόδρομε, στο λιμάνι του Καράκιοϊ επιβιβάζονται οι ανταλ λάξιμοι στα πλοία. Καίγεται η καρδιά μου να τους βλέπω σ’ αυτό το χάλι!» «Δυστυχώς, αυτό το περιμέναμε εδώ και χρόνια. Ευτυχώς που φύ γαμε από το χωριό! Η στάση των Αμερικανών για αναγκαστική α νταλλαγή των πληθυσμών είναι αδιάλλακτη. Ο Χιουτζ, ο υπουργός Εξωτερικών, έδωσε σαφείς οδηγίες στις δύο κυβερνήσεις. Οι Έλλη νες της Μικρός Ασίας και της ανατολικής Θράκης πρέπει να ανταλλαγούν με τους Τούρκους της Ελλάδας». Θείε, μήπως μας υποχρεώσουν και εμάς σε ανταλλαγή;» ρωτάει η Ελισάβετ. «Όχι. Ο Χιουτζ δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον για τους χριστιανούς της Κωνσταντινούπολης. Οι Αμερικανοί θα ασκήσουν πίεση και θα φροντίσουν για την προστασία μας. Ενδιαφέρονται για τη διατήρη ση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο σκέφτονται να το χρη σιμοποιήσουν για τις επεμβάσεις τους στη Σοβιετική Ρωσία. Ύστε ρα, έχομε τα Στενά. Εμείς οι χριστιανοί θα είμαστε η πρόφαση της υποστήριξής τους, για να έχουν τη δυνατότητα επέμβασης στα Στε
ΣΕΚΕΡΙΜ
517
νά σε περίπτωση που η Τουρκία δε θα συμμορφώνεται με τις επι θυμίες των Μεγάλων Δυνάμεων. Υπάρχουν κι άλλοι πολλοί λόγοι. Γι’ αυτό, Ελίζα, μη φοβάσαι».
Η Ελισάβετ μετά από μέρες μαθαίνει από τον Πρόδρομο πως ο Κεμάλ έχει φίλους που μένουν σε ένα γιαλί πάνω στο Βόσπορο στο Μπεσίκτας. Πηγαίνει καθημερινά και στήνεται πρωί και απόγευμα επί ώρες, πότε κρυμμένη πίσω από θάμνους και πότε κάνοντας πε ριπάτους πάνω κάτω, δήθεν ανέμελη. Ένα πρωινό, την ώρα που ο Κεμάλ δρασκελίζει το κατώφλι της σιδερένιας αυλόπορτας του αρχοντικού που τον φιλοξενεί, η Ελισά βετ πετάγεται μπροστά του. Στέκεται απέναντι του και τον κοιτάζει κατάματα τρέμοντας. «Μουσταφά Κεμάλ πασά!» του φωνάζει με φωνή τρεμάμενη α πό ντροπή. Προσπαθεί να συγκροτήσει τα δόντια της που χτυπάνε μέσα στο στόμα. Εκείνος συνοφρυώνεται και την παρατηρεί. Το βλέμμα του κινείται πάνω κάτω σαρώνοντας το κορμί της. Είναι λυγερή και ντυ μένη κατάμαυρα. Έ χει τα καστανά μαλλιά της δεμένα κότσο, και έ να μαύρο καπέλο λοξά φορεμένο στο κεφάλι τονίζει τα πράσινα μά τια της που αστράφτουν σαν σμαραγδόπετρες. «Μουσταφά Κεμάλ πασά, σας παρακαλώ δώστε μου λίγα λεπτά να σας μιλήσω!» «Περιμένω. Βλέπω με χαρά ότι ομόρφυνες περισσότερο. Η Πό λη σου κάνει καλό και τα μαύρα σού πάνε πολύ», της απαντά ειρω νικά και την κοιτάζει επίμονα. «Ψάχνω μέρες να σας συναντήσω για να σας ευχαριστήσω για ε κείνη τη σωτήρια παρέμβασή σας όταν ο ακόλουθός σας προσπα θούσε να με βιάσει μέσα στο σπίτι μας στην Καππαδοκία. Σας σέ βομαι και σας πιστεύω. Η μάνα μου η Σεκερίμ έβλεπε τότε πολύ μα
518
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
κριά και σας αποκαλοΰσε “σωτήρα του έθνους”. Σας θαύμαζε. Ποιος έδωσε εντολή να τη σκοτώσουν; Εσείς, γόνος συντηρητικής οικογέ νειας, μεγαλωμένος στις γειτονιές της Θεσσαλονίκης και ζυμωμένος με τα Ελληνόπουλα, πώς είναι δυνατόν να κατατρέχετε εμάς τους Ρωμιούς; Δώστε διαταγή να σταματήσει το κακό που μας κυνηγάει. Σίγουρα κάποια γριά γκιαοΰρισσα θα σας φίλεψε ψωμί να φάτε και ένα ποτήρι κρασί να πιείτε και θα σας έδωσε ακόμα και την ευχή της, όπως ακριβώς θα την έδινε στο γιο της. Αρχηγέ Μουσταφά Κεμάλ, σας ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου που ήρθατε στην κηδεία της μάνας μου, αλλά σας θερμοπαρακαλώ να μου πείτε ποιοι συνέ βαλαν να χαθεί με αυτόν το βάρβαρο τρόπο». «Δεν έδωσα εντολή να σκοτώσουν τη Σεκερίμ. Αντίθετα, ο θάνα τός της με συγκλόνισε!» της λέει με ύφος κοφτό αλλά συγκινημένο. «Ο θάνατός της είναι άδικος! Η μάνα μου ήταν σίγουρη πως θα οδηγήσετε την Τουρκία σε μεγάλες νίκες και θα την απελευθερώσετε μια μέρα από την ξένη κατοχή. Γιατί... γιατί;» «Ελισάβετ, ζητάς να απολογηθώ; Άκου λοιπόν! Όλοι σας θα φύ γετε!» «Δεν μπορείτε να μας διώξετε, όπως λέτε, διότι μας προστατεύ ουν οι Μεγάλες Δυνάμεις. Το ξέρετε καλά. Δεν είναι έτσι;» «Έλα δώσ μου το χέρι σου να συμφιλιωθούμε», της λέει και την τραβάει στην αγκαλιά του. Κι όσο την κρατάει σφιχτά πάνω του δε μιλάει, μόνο την κοιτά ζει στα μάτια αχόρταγα. «Αφήστε με, αφήστε με!» του επαναλαμβάνει τραβώντας του την κάπα προς τα πίσω. «Ελισάβετ, πόνεσα κι εγώ για τη μάνα σου. Στην Καππαδοκία έ νιωσα την αγάπη της και το θαυμασμό της για μένα. Δεν τη σκότω σα εγώ. Θέλω να με πιστέψεις». «Της έκοψαν το χέρι και έκλεψαν τα κοσμήματά της. Αν είστε τό σο δυνατός όσο λένε, δώστε μου τα κλεμμένα πίσω. Για μένα δεν έ
ΣΕΚΕΡΙΜ
519
χουν καμιά αξία, δεν αγαπώ τα κοσμήματα, είναι όμως πάνω τους χαραγμένη ολόκληρη η ζωή της Σεκερίμ!» «Θέλω να σε φιλήσω!» της λέει και ακουμπάει τρυφερά τα χείλη του στα δικά της. Το φιλί τους κρύβει μεγάλο πάθος, αγάπη και θαυμασμό. Η Ελι σάβετ τρέμει. Εκείνος την έχει τόσο σφιχτά κρατημένη πάνω του, που ακούει τους χτύπους της καρδιάς του να χτυπάνε το ίδιο δυνα τά με τη δική της καρδιά. «Άκουσέ με, ο δολοφόνος της μάνας σου δικάστηκε και τιμωρή θηκε αυστηρά». Για πολλή ώρα μένουν άλαλοι, χωρίς να ανταλλάσσουν λέξη, μό νο κοιτάζονται στα μάτια. Η Ελισάβετ πιστεύει στα λεγόμενό του και το πρόσωπό της ηρεμεί. «Αύριο το πρωί πήγαινε στο αστυνομικό τμήμα του Καράκιοϊ και θα βρεις να σε περιμένει κάτι», της λέει. «Ελισάβετ, δεν είσαι γλυκιά σαν τη Σεκερίμ. Είσαι ένα πανέμορφο άγριο ζώο, που αγαπώ πολύ γιατί μου μοιάζεις! Δε φοβάσαι τίποτα. Αύριο πήγαινε στο α στυνομικό τμήμα του Καράκιοϊ, όπως είπα, να πάρεις κάτι που σου ανήκει. Μην το ξεχάσεις!» Την απελευθερώνει από την αγκαλιά του και μπαίνει στο αυτο κίνητο που περιμένει μερικά μέτρα πιο κάτω.
Όλο το βράδυ στριφογυρίζει στο κρεβάτι χωρίς να κλείνει μάτι. Η συνάντηση με τον Κεμάλ την έβαλε σε μεγάλες σκέψεις και διλήμ ματα. Τα λόγια του «δεν έδωσα εντολή να σκοτώσουν τη Σεκερίμ», που της φάνηκαν αληθινά, την ανακουφίζουν. «Αύριο θα μου επιστρέφει τα κοσμήματα», σκέφτεται. «Αμπα! Θα μου έχουν στημένη σίγουρα κάποια παγίδα. Τι να κάνω; Να πάω... να μην πάω...» Νωρίς το πρωί μιλάει στον Βασίλ’ αγά για τη χθεσινή της συνά
520
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
ντηση με τον Κεμάλ. Ο άντρας της μένει κυριολεκτικά άφωνος. Εί ναι σίγουρος ότι πρόκειται για παγίδα. Όταν θα παρουσιαστεί για να ζητήσει το «κάτι» που της υποσχέθηκε ο Κεμάλ, οι χωροφύλακες θα τη χώσουν στο κρατητήριο μαζί με τους ανταλλάξιμους, που τους μαζεύουν με μανία από τις ελληνόφωνες γειτονιές. Το σενάριο είναι γνωστό. Τη συμβουλεύει να μην πάει. Η Ελισάβετ, ατίθασο ζώο, δεν υπακούει. Θα πάει να πάρει το «κάτι της μάνας». Στο αστυνομικό τμήμα του Καράκιοϊ αντιμετωπίζει μια καινού ρια κατάσταση. Την πρώτη πόρτα του γραφείου που χτυπάει τη βρίσκει αφιλό ξενη. Τη διαολοστέλνουν χωρίς να την ακούσουν. Στη δεύτερη πόρ τα, που ανοίγει χωρίς να χτυπήσει, βλέπει να ανακρίνουν ένα Ελλη νόπουλο δέκα χρόνων, που κλαίει σπαραξικάρδια. Τέλος, βρίσκεται μπροστά στην πόρτα με την επιγραφή «Διοικητής Τμήματος», τη σπρώχνει δειλά και μπαίνει. «Είσαι η γκιαούρισσα Ελισάβετ;» τη ρωτάει ο διοικητής. «Είμαι σκέτο η Ελισάβετ», του απαντά εκείνη κοφτά. «Κάτσε εκεί και περίμενε», της λέει δείχνοντας μια σπασμένη κα ρέκλα. Η Ελισάβετ νιώθει ότι οι πόνοι από τα τραύματά της ξαναρχίζουν στο αντίκρισμα των αξιωματικών που μπαινοβγαίνουν καπνίζοντας βαριά τσιγάρα και φτύνοντας στο πάτωμα. Στα βλοσυρά τους βλέμ ματα αντικατοπτρίζονται το μίσος και οι βάρβαρες διαθέσεις προς τους Ρωμιούς, που μαζεύουν μέρα νύχτα και τους στοιβάζουν στις φυ λακές με σκοπό να τους φυγαδέψουν στο άγνωστο. Περιμένει πολλές ώρες. «Ο Μουσταφά Κεμ...» «Σκάσε!» την κόβει ο διοικητής, που μιλάει συνεχώς στο τηλέ φωνο. Η Ελισάβετ σηκώνεται και, αποφασισμένη για όλα, του λέει:
Σ Ε Κ ΐΡ ΙΜ
521
«Κύριε διοικητά, θα μου δώσετε αυτό που ο Μουσταφά Κεμάλ μου υποσχέθηκε ή να φύγω;» Ο αξιωματικός ανοίγει νευρικά το συρτάρι και πετάει στο γρα φείο ένα πολύ μικρό δέμα. Επάνω υπάρχει μια κάρτα δεμένη γερά με σπάγκο. Η Ελισάβετ σηκώνεται κούτσα κούτσα, το παίρνει και φεύγει ευ χαριστώντας τον ευγενικά. Βγαίνει από το αστυνομικό τμήμα γεμάτη αγωνία και ασφαλίζει το μικρό δέμα στην τσάντα της. «Με κοροΐδεψε ο Μουσταφά Κεμάλ. Τι έγιναν όλα τα κοσμήμα τα της μάνας;» μονολογεί. Τα νεύρα της είναι τεντωμένα. Ο δρόμος είναι μακρύς για το σπί τι και προτιμά να πάει στο γραφείο του Βασίλ’ αγά. Φτάνει λαχα νιασμένη και με δυσκολία ανεβαίνει *ρους ορόφους. Ο άντρας της την περιμένει τρελός από την αγωνία. «Ελισάβετ, τι έγινες; Άργησες!» «Ο διοικητής του τμήματος με κρατούσε καθηλωμένη ώρες και δε μου έδινε σημασία. Στο τμήμα επικρατεί μεγάλη αναστάτωση. Είδα πολλούς Ρωμιούς στο κρατητήριο και παιδιά ν’ ανακρίνονται». «Μαζεύουν κόσμο και τον προωθούν στα βαπόρια που περιμένουν στο λιμάνι. Έλα να τα δεις». Ο Βασίλ’ αγάς, χαρούμενος που γύρισε η γυναίκα του και η ε πίσκεψή της στο τμήμα δεν ήταν μπλόφα, έστω κι αν γύρισε με τα χέρια άδεια, είναι ευτυχισμένος. Βγαίνουν αγκαλιασμένοι στο μπαλκόνι για να δουν τους καπνούς των βαποριών, που τα μεγά λα φουγάρα τους στέλνουν πένθιμο μήνυμα στον ουρανό, και να ακούσουν το σφύριγμα αυτών που αποπλέουν. Τα κλάματα και τα ουρλιαχτά των επιβατών τη στιγμή που εγκαταλείπουν την πατρί δα φτάνουν μέχρι τα αφτιά τους και τους κόβουν την ανάσα. Η στιγμή είναι δύσκολη, δεν την αντέχουν. Ξαναμπαίνουν στο δω μάτιο.
522
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜ^ΑΚΑ
«Τελικά, δε μου λες, το “κάτι” ήταν ένα τίποτα και μια ταλαιπω ρία; Ή μια ταπείνωση ακόμα εκ μέρους του “μεγάλου άντρα”;» ρω τάει ο Βασίλ’ αγάς. «Αχ, ναι! Είδες, το ξέχασα!» απαντά η Ελισάβετ ξεφουσκώνοντας τα στήθη με απογοήτευση. «Ο διοικητής μου έδωσε μόνο αυτό!» Βγάζει αναστενάζοντας το δεματάκι από την τσάντα και λύνει το σπάγκο με μάτια βουρκωμένα: «Από τα τόσα που έκλεψαν, κοίτα, Βασίλη, τι μας δίνουν; Έτσι μου ρχεται να το πετάξω από το παράθυρο!» «Άσε πρώτα να δούμε το περιεχόμενο και ύστερα αποφασίζεις τι θα το κάνεις». Σκυμμένοι πάνω στο γραφείο τα μάτια τους είναι καρφωμένα στα δάχτυλα που ανοίγουν το μικρό δεματάκι. «Βασίλη! Βασίλη μου! Το διαμαντένιο δαχτυλίδιτης μάνας!» φω νάζει η Ελισάβετ και πετάγεται όρθια. «Χριστέ μου!» αναφωνεί ο Βασίλ’ αγάς και κάνει το σταυρό του από χαρά. Θωπεύει το δαχτυλίδι με τα χείλη του και το περνάει γρήγορα στο δάχτυλο της γυναίκας του φιλώντας με αγάπη τα ακροδάχτυλά της. Οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου πέφτουν στο δαχτυλίδι και αντανα κλούν στα μάτια τους, θαμπώνοντάς τους. Αυτή η τεράστια διαμα ντόπετρα με τις μπλε ανταύγειες έχει ζήσει πολλά. Φορεμένη στο χρυσό δάχτυλο της Σεκερίμ, ακούμπησε χρυσοποίκιλτα ενδύματα και χάιδεψε το κορμί του εραστή της, σουλτάνου και πατέρα του παιδιού της. Είναι το μεγαλύτερο δώρο που θα μπορούσε να κάνει ο Μουσταφά Κεμάλ στην Ελισάβετ. Αχ, πού να βρίσκεται άραγε; Να τρέξει να τον βρει! Να φιλήσει τα πόδια του! Να τον ευχαριστήσει α κόμα μια φορά! «Βασίλη μου, το διαμαντένιο δαχτυλίδι της Σεκερίμ γύρισε πίσω σε μας! Διάβασε την κάρτα που το συνοδεύει!»
ΣΕΚΕΡΙΜ
523
Ο Βασίλης διαβάζει: Για να τη θυμάστε! Μονσταφά Κεμάλ. Μ Ελισάβετ διπλώνει την κάρτα και τη χώνει τρυφερά στο στή θος της, στο ίδιο ακριβώς σημείο όπου για τόσα χρόνια έκρυβε το περίστροφο.
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
ακιντές: καραμέλα αναντάν: από τη γενιά της μάνας ανετζίμ: μανουλα αντάντ: εγκάρδια συμφωνία βαλιντέ: μητέρα του σουλτάνου βρασιόνι: βραχίονας γιαλί: παραθαλάσσια οθωμανική βίλα γιαρά: κατάρα γιορντάνι: περιδέραιο με χρυσά νομίσματα γκίλια: μεταλλικά στεφάνια βαρελιού γκιουζέλ: όμορφη γκιουλέ γκιρυλέ: να πάτε στο καλό εσβαψί μπασί: μεγάλη κυρία της γκαρνταρόμπας εφέντιμ: αφέντρα μου, όταν προσφωνουνται μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας ζανταρμάς: χωροφύλακας ικμπάλ: ευνοούμενη του σουλτάνου κάμποτο: χοντρό βαμβακερό ύφασμα καντίν: επίσημη συζυγος του σουλτάνου κατής, καδής: Τούρκος δικαστής που δίκαζε με βάση το μουσουλμανικό δίκαιο κουζουμ: παιδί μου λόζια: κιόσκι, θεωρείο μαουζέρι: τύπος όπλου μετζίτι: τουρκικό νόμισμα
526
ΜΑΡΙΝΑ ΒΑΜΒΑΚΑ
μισκίνης: τιποτένιος μουσαραμπιέ: καφασωτό μουχτάρης: κοινοτάρχης μπαγιάν: κυρία μπαλτακέν: το στέγαστρο του θρόνου μπετεστέν: μεγάλο μπακάλικο μπεχτσής: πυροσβέστης, αυτός που ανάβει τα φώτα στους δρόμους μποΰγιουρουμ: καλωσόρισμα ντεβεντζής: καμηλιέρης ογλοΰμ: παιδί μου ουλεμάς: θεολόγος γνώστης του μουσουλμανικού δικαίου πατισάχ: σουλτάνος ρετσέλι: γλύκισμα από κολοκύθια και πετιμέζι ρουζμάς: ορυκτό σαβράμπασης: επικεφαλής καραβανιού σεκέρ: ζαχαρένιο σερβόζα: μπίρα σινί: στρογγυλό χάλκινο ταψί σοτουάρ: είδος κοσμήματος σουλτάνιμ: σουλτάνε μου τζιτζίμ: αγάπη μου, μόνο για παιδιά τζουτζές: νάνος, παιδικό παιχνίδι με μορφή νάνου τσαρσάφ: υφασμάτινο κάλυμμα για το κεφάλι τσεμένι: φυτό από το οποίο γίνεται η κρούστα του παστουρμά τσίπα: καϊμάκι του γάλακτος τσουμπλέκι: σκεύος κουζίνας φακούδια: χρήματα, χρυσά νομίσματα φέτβα: διάταξη χαρασιό: καλά, ωραία
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Θέλω να ευχαριστήσω όλους όσοι με βοήθησαν στην πραγματοποί ηση αυτού του βιβλίου: Την Κατερίνα Μπούρα, την Κατερίνα Καυγαλάκη, τον Τάκη και τη Βάνυα Ρουμελιώτη, τον αδερφό μου Βλάση, τους εκδότες μου Γιώτα και Ηλία Λιβάνη, που τους άρεσε το βιβλίο μου και αποφάσισαν με χαρά να το εκδώσουν, τους φίλους μου από την Κωνσταντινούπολη Filiz και Hiiseyin Ozturt και φυσικά τον Κωστή για την ανεκτίμητη συμπαράστασή του.
u Η Σεκερίμ, η όμορφη κεντήστρα ιης Υψηήής Πύήης, χρισιιανή Εήήηνίδα, κεντά με χρυσές κήωσιές ια ρούχα ιου σουήιάνου Αμπνιούιϊ Χαμίνι. Αυτός σιοήίζει τα μαγικά ιης δάχιυήα με δια μάντια και ιης κήέβει την καρδιά και ιο κορμί με ιο πάθος ιου. Η κόρη ιης, η Εήισάβει, ζει σιην Καππαδοκία. Εκεί είναι ιο βιος ιης, εκεί θέήει να ζήσει και να πεθάνει. Όμως ια γεγονό τα ιην υποχρεώνουν να φύγει και να εγκαιασιαθεί σιην Πόήη. Τι θα γίνει με ιο θησαυρό που έχει μαζέψει τόσα χρόνια; θα ιον κρύψει εκεί ή θα ιον πάρει μαζί ιης; Τι απέγινε η γνωρι μία ιης με ιον αρχηγό ιων Νεόιουρκων, ιο γοητευ τικό Μουσιαφά Κεμάή, που εξαιιίας ιου εγκαιαήείηει ιο αρχοντικό ιης; Από ιην άάιϊη, η Σεκε ρίμ θα ξαναδεί ιο σουάιάνο που έχει εξοριστεί; Το παιδί που έκαναν μαζί πού βρίσκεται; θα ιο αγκαλιάσει ξανά;
ΕΚ Δ Ο Τ ΙΚ Ο Σ
9 >789601*A3175A<