ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚ Η (ΚΑΡΜΑ ΝΙΡΒΑΜΗ )
ΟΦΙΣ KΑΙ ΚΡΙΝΟ
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜ Α
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ ΑΘΗΝ Α
Ι 2 του Μάη Έχω πυρετό πάλι σήμερα. Ανατριχίλες διαβαίνουν από το κορμί μου όλο - κάτι τι σπαράσσει και τεντώνεται στον νου μου, σαν να λύεται απότομα ένα ελατήριο, σαν να ξετυλίσσεται μ’ όρμή μια αμερωτη σκέψη πίσω από το μέτωπό μου. Το αρωμα του κορμιού της σκορπιέται ακόμα κι αργοπεθαίνει γύρω μου και μπαίνει μέσα και μέσα στη σάρκα μου και μετά την ψυχή μου. Κάποιος με σπρώχνει να τρέξω και να την προφθάσω και να της πώ να γυρίσει πάλι και να καθίσει απάνω στα γόνατά μου και να μου δώσει πάλι τα χείλη της. Τα χείλη της τα κόκκινα μου φαίνονται σαν δυο μεγάλες σταλαγματιές αίμα κι όταν γέρνω απάνω των και τα φιλώ ένας πόθος αγριος κι ένα ένστικτο πρωτογενούς εποχής ανθρωποφάγων κυλιούνται μεσ’ στις φλέβες μου - κι ανατριχιάζω όλος θαρρώ πώς πιπιλίζω ανθρώπινη σάρκα που στάσσει αίμα.
3 του Μάη Είμαι κάπως ησυχότερος σήμερα. Δεν θάλθει απόψε. Την ποθώ και τη φοβούμαι. Είνε παράξενο τί αισθάνομαι γι’ αυτή. Για το ευλύγιστο αυτό σώμα και τα μεγάλα μάτια και τα κόκκινα, τα αίματωμένα χείλη. Ένα βράδυ έκάθισα λυπημένος σ’ έναν κήπο έξω από την πόλη. Ένοιωθα πώς κάποιον έπερίμενεν ή ψυχή μου. Έστρεψα το κεφάλι και την είδα. Γελαστή κι ώμορφη ερχόταν κάτω από τα δένδρα. Κάποιο χέρι μ’ έσπρωξε. Ω, το θυμούμαι κάποιο χέρι παντοδύναμο μ’ έσπρωξε. Και της σίμωσα και της είπα τ’ όνομά μου όνομα γνωστό καλλιτέχνη και την παρακάλεσα να μ’ αφίσει να την ζωγραφίσω. Την αγάπησα και μ’ αγάπησε. Το αιώνιο, το μονότονο, το παναρμόνιο τραγούδι! Και τώρα θέλω νάρχεται και να γέρνει απάνω μου το σώμα αυτό με τα μεγάλα μάτια και τα αίματωμένα χείλη και να γεμίζει το δωμάτιο μου με το μεθύσι και το φοβέρισμα της ευτυχίας. Νάρχεται και να παραλύνει τα νεύρά μου όλα, και να χλωμιάζει το κορμί μου με το εκνευριστικό και θανατηφόρο χάιδεμα των πόθων. Έκεί πού με φιλεί νοιώθω μέρες ολόκληρες πόνο - σαν καηματιά. - Τρέχουν από τα χείλη της μέσα στα χείλη μου φαρμακερές γλυκάδες και παραλύουν τη σκέψη μου όλη και όλη μου τη σάρκα. Όταν φεύγει και πιάνω να ζωγραφίσω κάτι αλλόκοτες κι εξωτικές γραμμές ξεφεύγουν από το χέρι μου, κάποιες ακόλαστες ενώσεις λευκοτήτων και σκιών και
παραληρήματα χρωμάτων. Θάλασσες απέραντες κι ασάλευτες, νέφαλα μ’ αλλόκοτο σχήμα, που τρέχουνε στον ουρανό και κατεβαίνουν στον ορίζοντα και σκοτεινιάζουν παράξενους, μεγάλους ήλιους πού βασιλεύουν... 5 του Μάη Μέσα Στην ψυχή μου έπρόβαλες και τόξερα πώς θάλθεις. Και σε περίμενα Σε περίμενα όπως ή γη τον χειμώνα παγωμένη κι έρημη πονεί και περιμένει. Είσαι Συ η ανοιξη κι έρχεσαι και προχωρείς αγάλια, αγάλια, μέσα Στην ψυχή μου. Στο διάβα Σου ανοίγονται κι ανθούν κι εύωδιάζουν οι σκέψεις μου. Κάτω από τα πόδια Σου φυτρώνει και χαμογέλα το χρώμα της ελπίδας.ή αναπνοή Σου θερμή και παρηγορήτρα διαβαίνει απάνω από την ψυχή μου και ξυπνούν από τη νάρκη των ανέρωτων χειμώνων τα όνειρα μου και Σε βλέπουν χωρίς έκπληξη και Σού χαμογελούν. Τόξεραν πώς θάλθεις. Κάποια πουλιά ανοίγουν μέσα μου τα μάτια των και ξετινάσσουν τα φτερά. Κι Έσύ χαμογελάς και προχωρείς αγάλια, αγάλια, βασίλισσα μέσα Στην ψυχή μου. Αγάλια, αγάλια προχωρείς μέσα Στην ψυχή μου με την περηφάνεια των ρόδων και τον ίμερο των μεγάλων κισσών και τη σιωπηλήν επίκληση των ντροπαλών μενεξέδων. Κι ενα φιλί απέραντο ανατριχιάζει κι απλώνεται και τρέμει στο κορμί μου. Το νοιώθω – είσαι η Ανοιξη Έσύ, ω Εκλεχτή και ω Ευλογημένη, και είμαι εγώ ή γη, ή μεγάλη και ακόλαστη μητέρα - που ανοίγει τις λαγόνες της και περιμένει. 10 του Μάη Έλα... κάποια νοσταλγία μυστική λυγίζει την ψυχή μου κι ένας πόθος λευκός φωληάζει στα μεγάλα μάρμαρα και με σέρνει. Έλα μαζί μου. Θα ξαπλωθούμε κάτω από τη μαρμαρωμένη αρμονία, θα σμίξομε τα χέρια μας και θάναι κάτω μπροστά μας η πόλη ή αμαρτωλή και πέρ’ απάνω στα νερά θα βλέπομε πώς μαδιούνται οι μενεξέδες στο λιόγερμα. Μαδιούνται οι μενεξέδες στοήλιόγερμα και τα χρώματα γιορτάζουν εκεί κάτω. Ω Πολυαγαπημένη! λυγίζουν τα γόνατα μου από τον πόθο και στα χείλη μου γιορτάζουν τα φιλιά. Παντοδύναμη η χαρά της ζωής κυλιέται στα στήθη μου. Και την ψυχή μου κερνά η Αγάπη με το μυστικό κρασί των ανοίξεων και των παραληρημάτων. Ω Πολυαγαπημένη, γιορτάζειή αγάπη μου απόψε κι από τον Κεραμεικό, κύτταξε, ανεβαίνει κι έρχεται η ιερά πομπή, φαιδρά και θορυβώδης - σαν κύμα που ανεβαίνει τραγουδώντας και φιλεί ερωτεμένο τους ώμορφους βράχους. Ω Αγαπημένη και ω θεά, σήκω απάνω στα μάρμαρα και χαμογέλασε. Είνε τα μεγάλα Παναθήναια της αγάπης μου. Κ’ είνε τα όνειρα μου ντυμένα στα γιορτάσιμα πού έξεκίνησαν από το νεκροταφείο κι έδιάβηκαν το Δίπυλο, κι ανεβαίνουν σιγά, σιγά, τον Βράχο τον ιερό. Κρατούν στα χέρια των ώμορφο και πολύτιμο και τεχνικά υφαμένο τον Πέπλο τον ιερό. Μέρες και νύχτες έγερναν οι σκέψεις μου, - εργαστίνες ερωτεμένες, - απάνω του και τον κεντούσαν. Κάτω από τα μάγια του φεγγαριού τη νύχτα, μέσα στη φλογερήν αγάπη του ήλιου την ημέρα, έγερναν και τον κεντούσαν.
Ω Αγαπημένη καιώ Θεά σήκω απάνω στα μάρμαρα και χαμογέλασε η Νίκη κάθεται απάνω στο χέρι Σου. Το κορμί Σου Είνε φίλντισι και λαμποκοπά μέσα στη νύχτα. Και κάτω στα πόδια Σου σωρειάζεται ο μεγάλος όφις - ο υποχθόνιος Θεός που σκορπίζει τ’ αγαθά από τα βάθη της γης. Οι στήλες ανορθώνονται περήφανες και ζωντανεύει η πάλλευκη ανθιση των μαρμάρων κι έρχονται πάλι στο διάζωμα όλοι οι Θεοί και κηρύσσεται πάλι απάνω στις μετόπες ο πόλεμος των Λαπιθών και των Κενταύρων. Ω χαμογέλασε, ω Ζωή και ω Αγάπη, στο ορφανεμένο αέτωμα και θα γυρίσουν πάλιν οι μαρμαρένιες σκέψεις του Φειδία και η Παρθένα θεά θα γεννάται πάνοπλη και θάναι γύρω οι θεοί και θα χαμογελούν. Ξανανειώνουν τα τρίγλυφα και τα διαζώματα κι απλώνεται αποπάνω η στέγη και ξυπνούνε τα κοιμισμένα χρώματα κι έρχονται φαιδρά και πανώρηα τα ξενιτεμένα μας αγάλματα κι ανεβαίνουν τα βάθρα των με σιγαλές κινήσεις των πάλλευκων μεριών μέσα στις μαρμάρινες και τεχνικές γραμμές. Ω Αγαπημένη καιώ Θεά, σήκω απάνω στα μάρμαρα και υψώσου Ανέγγιχτη στο βάθος του σηκού και χαμογέλασε η πομπή ανεβαίνει τώρα τα μαρμάρινα σκαλοπάτια κι έρχεται ν’ απλωθή στα πόδια Σου και να Σε προσκυνήσει. Τα μαύρά μου προαισθήματα και οι έκφυλοι πόθοι κι οι αγέλαστες σκέψεις όλες σέρνονται δεμένες στον βωμό Σου για να θυσια- σθούν. Καββαλάρηδες τρέχουνε στον ναό Σου οι πόθοι μου, ω Πολυαγαπημένη, κι οι επιθυμίες μου, αδάμαστες παρθένες, διαβαίνουν τα Προπύλαια – κανηφόροι - και Σου κρατούν λουλούδια κόκκινα και άγρια που τα μάζεψαν σωρούς από την ακόλαστη γονιμότητα της καρδιάς μου. Συ είσαι η μόνη Θεά, Συ είσαι η Αλήθεια και ή Νίκη ! Στο μέτωπο Σου χαμογελεί ή Αθανασία κι ανάβει στα χείλη Σου η λαχτάρα της ζωής και κοκκινίζουν απάνω στα μάγουλα Σου όλα τ’ απόκρυφα κι όλα τα ντροπαλά της αγάπης. Συ είσαι η Ευρυθμία, Συ η Αλήθεια και η Ζωή Ανεβαίνει σαν κύμα κι απλώνεται κάτω από τον Παρθενώνα η πομπή η ιερά της αγάπης μου και γονατίζουν οι επιθυμίες μου και μαδούν σιωπηλές στα πόδια Σου όλα τους τα λουλούδια. Έλα, ω Λαχτάρα της ψυχής μου ! κατέβα από τα μάρμαρα και δώσε μου τα χείλη Σου και δώσε μου το κορμί Σου. Οι ίμεροι των αιώνων χύνονται κάτω από τα κιονόκρανα και οι πόθοι των πεθαμένων γενεών πετιούνται από το χώμα. Μέσα στη νέκρα των λευκών μαρμάρων, ο πόθος της ζωής ολοκόκκινος ανάβει και με κυριαρχεί. Κάτω από τα σκιόφωτα του δειλινού, πέρ’ από τα νερά της Σαλαμίνας, από το χώμα του Κεραμεικού, ανεβαίνουν μεγαλόπρεπες τον Βράχο τον ιερόν οι αναμνήσεις οι μεγάλες. Έλα. Είνε τα Μεγάλα Παναθήναια της αγάπης μου απόψε. Έλα να γεμίσομε τις καρδιές μας, σαν τα ποτήρια τα Παναθηναϊκά από το άδολο κρασί του ιδανικου και θα λάμψουνε τα μάτια μας από το μεθύσι της ζωής και τα χείλη μας θα γεμίσουνε φιλιά. Κι έλα να ψάλομε μαζί από τον Βράχο τούτον την ωμορφιά του Απόλλωνα και τον κισσό του Διονύσου και το μέτωπο το ευρύ της Αθηνάς και την αιώνια νηότη της ήβης και τα κόκκινα χείλη της Αφροδίτης τα αιωνίως φιλούμενα και αιωνίως διψασμένα. Ας μεθύσομε από το ατέλειωτο χαμόγελο του ουρανού μας κι από τις ερωτικές ενώσεις των χρωμάτων της γης μας, από τα φάσματα των αηδονιών του Κολωνού κι
από το μέλι του υμητου μας - το ξανθό ωσάν αχτίνες ήλιου πηγμένες. Έλα.- σαν τους αθανάτους Θεούς απάνω στη ζωφόρο, να ξαπλωθούμε κι εμείς - απάνω στα μάρμαρα εδώ, στη Σαλαμίνα απέναντι που βγαίνει μέσα από τη θάλασσα ωσάν πελώριο τρόπαιο και μας χαμογελά... Ας ανοιχτούνε σαν κάλυκες ρόδων και σαν δοχεία αρωμάτων κι ωσάν χείλη προσευχόμενα οι καρδιές μας και ας ευχαριστήσουν τους μεγάλους θεούς γιατί έπλασαν τη ζωή τόσον ώμορφη και τα χείλη Σου τόσο κόκκινα και την αγάπη μου τόσο μεγάλη. Ας αρχίσουνε τον χορό και τα τραγούδια και τη λειτουργία του Καλού, οι μεγάλοι ιερείς και οι ιέρειες του, ο Σωκράτης και ο Αλκιβιάδης, ο Φειδίας και η Διοτίμα, ο Περικλής και η Ασπασία. Και ο λαός ο Εκλεχτός των θεών - όλοι οι Αθηναίοι κι όλες οι Ατθίδες - ας ψάλλουν εύθυμοι όλοι μαζί την φαιδράν επωδόν των ιερέων. Και όλα τα λουλούδια ας ανοιχτούν τριγύρω και όλη η αρμονία και το μουρμουρητό της θάλασσας ας ανεβεί ίσα μ’ εδώ απάνω και όλη η ηρεμία κι η χαρά του Ολύμπου η ξενητεμένη ας γυρίσει πάλιν εδώ και ας χυθή κάτω από το τα κιονόκρανα του Παρθενώνα και από τις εσθήτες των Καρυάτιδων και ας περιπλεχτή στα μέλη τα τορνευτά των Ατθίδων και στο μέτωπο των ανδρών - η μεγάλη, ή άγια, ανατριχίλα της αγάπης. 11 - του Μάη Ω το ακίνητο σώμα Σου χυμένο στα λευκά σεντόνια και τ’ απλωτά μαλλιά Σου απάνω στο προσκεφάλι και τα χλωμά Σου χείλη που κάτι θέλαν να πουν και δεν μπορούσαν ! Όλες οι ίνες του κορμιού μου φιλούσαν κι αγαπούσαν μέσα μου. Κι όταν στα βάθη του κρεββατιού εκεί που μας χαμογελούσε κάποιος Θεός, σ’ έσφιξα μ’ όλο τον θρίαμβο των πόθων μου κι εδέθηκα μαζί Σου, σφιχτά σφιχτά κι άκουσα τα βλέφαρα Σου να σπαρταρούν και ν’ αγωνιούν κάτω από τα χείλη μου, ένοιωσα πως συνέλαβα την αιωνία Χίμαιρα, πώς σπαρταρούσε μέσα στην αγκαλιά μου αιχμάλωτη η ευτυχία και η αιωνιότητα των μεγάλων φρικιάσεων. Σ’ εκύταξα κ’ ήσουν χλωμή και ώμορφη και μυστηριώδης. Κι έγονάτισα μπροστά Σου εκεί, στα βάθη του κρεβατιού κι έσμιξα τα χέρια μου απάνω στην κούραση και στη χλωμάδα του κορμιού σου ώ Ιέρεια της Ηδονής και της Αγάπης και ω Δημιουργός των στιγμιαίων Αίωνιοτήτων ! Κι ένοιωσα πως κάποιο μυστήριο ετελείτο μέσα Σου. Μια αίγλη χυνότανε από τα κλειστά Σου μάτια κι ένας φωσφορισμός έγλυφε κι εχάδευε τα μεριά Σου. Και είπα : Ω ιέρεια, των Πόθων και των Λιποθυμιών, Συ μόνη μπορείς να παρηγορήσεις και να θανατώσεις την ψυχή μου. «Δύο μαστοί Σου ώς δύο νεβροί δίδυμοι δορ κάδος οι νεμόμενοι εν κρίνοις έως αν διαπνεύση η ημέρα και κινηθώσιν αι σκιαί... Τι εκαλλιώθησαν μαστοί Σου, αδελφή μου, τί εκαλλιώθησαν οι μαστοί Σου από οίνου και όσμή ιματίων Σου υπέρ πάντα τα αρώματα ; Κηρίον αποστάζουσι χείλη Σου νύμφη, μέλι και γάλα υπό την γλώσσάν Σου, και οσμή ιματίων Σου ως οσμή Λιβάνου. Κήπος κεκλεισμένος, αδελφή μου νύμφη, κήπος κεκλεισμένος, πηγή εσφραγισμένη. Αποστολαί Σου παράδεισος ροών μετά καρπού ακροδρύων, κύπρος μετά νάρδων, νάρδος και κρόκος, κάλαμος και κινάμωμον μετά πάντων ξύλων του Λιβάνου, σμύρνα Αλώθ μετά πάντων πρώτων
μύρων. Εξηγέρθητι βορρά και έρχου νότε και διάπνευσον κήπόν μου και ρευσάτωσαν αρώματά μου. Καταβήτω αδελφιδός μου εις κήπον αυτού και φαγέτω καρπόν ακροδρύων αύτού». 3 Ιουνίου Έχω πυρετό. Υποφέρω. Εδώ, εδώ στα στήθια. Νοιώθω μια φλόγα να τρέχει και να χοχλάζει στις φλέβες μου. Μου φαίνεται πώς αν ανοίξω μιαν αρτηρία μου κι αφίσω να τρέξει λίγο αίμα, θα ησυχάσω. 4 Ιουνίου Λουλούδια θέλω να πλέξω στα μαλλιά μου. Και ρόδα και μήλα κι αρώματα να σωριάσω γύρω μου. Και να ξαπλώσω απάνω των όλη μου την αγάπη. Ένας κισσός όλοπράσινος ακολασταίνει μέσα μου και πλέκεται γύρω, τριγύρω στον νου μου, και κάποιον κόσμο ζητά ν’ αγκαλιάσει. Κάποια άνθιση μυστική ρόδων και μενεξέδων τελείται μέσα μου και τα μπουμπούκια ακούω να σκουν και τα μάτια των κλάδων ν’ ανοίγουν και τα πουλιά να κελαηδούν, να κελαηδούν.... Κάποιο μυστήριο τελείται μέσα μου. Και κάποια Λειτουργία. Σκύβω κι ακούω στα στήθη μου ύμνους και προσευχές και ξεπεταρίσματα φτερών π’ ανοίγουν και καρδιοχτύπια που σαν ήχοι εξωτικής καμπάνας καλούν τις σκέψεις μου στη λειτουργία. Νοιώθω κατεβαίνει μέσα μου ένας Θεός. Πνεύμα δημιουργίας φυσάει απάν’ από τις σκέψεις μου κι ένας δάκτυλος που στάζει φως εγγίζει το μέτωπο μου. Ένας Ραφαήλ κι ένας Πραξιτέλης λειτουργούνε μέσα μου. Κι ακούω το πινέλο απαλό και παντοδύναμο να σέρνεται στην καρδιά μου και νοιώθω ν’ απλώνονται απάνω της και να ζωντανεύουν οι μεγάλες ζωγραφιές. Παναγίες με το γλυκό χαμόγελο και τ’ άφθαστα κάλλη. Αγγελούδια π’ ακουμπούν το ξανθό κεφάλι απάνω στα χεράκια των και κυττάζουν με μάτια λουλουδιών τους ουρανούς και σωπαίνουν. Κάποια σμίλη μυστική νοιώθω λαξεύει μέσα μου κι ένα χέρι θαυματουργό ανεβοκατεβαίνει και θεοποιεί όγκους μαρμάρων πίσω από το μέτωπο μου. Και οπτασίες θεών μαρμαρένιες φεγγοβολούν στα βάθη της ψυχής μου - και ζωντανεύουν όνειρα σαρκών κι έρωτες γεννιούνται και η Κνιδία Αφροδίτη σαν λουλούδι σάρκινο ώμορφήτερων κόσμων ανατέλλει μέσ’ από τα κύματα των πόθων μου ήρεμη και λυσίζωνη – και ο Πραξιτέλης που είνε μέσα μου γονατίζει, βλέπει τη Φρύνη του και χαμογελά...
Ω και να γινότανό Πόθος μου όλος ένα φιλί νάλθει μια νύχτα να Σε φιλήσει όλη ! 10 Ιουνίου
Τα μάτια μου δεν χορταίνουννά την θωρούν. Γέρνει στα στήθη μου το κεφάλι κι αγκαλιάζει δειλά, δειλά, τα γόνατα μου και σωπαίνει. ΚαΙ της χαϊδεύω απάνω απάνω τα μαλλιά όπως χαϊδεύειή μάννα το παιδί της όταν τ’ αποκοιμίσει. Κάποια προσευχή πέφτει από τα χείλη μου και πλέκεται αγάλια, αγάλια στα μαλλιά της... 11 Ιουνίο υ Με την άγιαν αίγλη των θαυμάτων και τον φωτοστέφανο του υπερκόσμου λάμπεις οληνυ χτίς μέσ’ στην καρδιά μου. Σαν τον Θεό στη φλεγόμενη βάτο του Χωρήβ. Η αγάπη Σου σαν ασημένιο χάδι φεγγαριού ντύνει με ηρεμία και με φως την ψυχή μου. Όταν Σ ε βλέπω κάποιο βάρος λυγίζει τα γόνατα μου, άθελα σμίγουν τα χέρια μου και η ψυχή μου όλη μπροστά Σου ανοίγει - έτσι ανοίγει το λουλούδι όταν το ιδεί ο ήλιος. Αναλυούμαι όλος σε προσευχή και σ’ έκσταση και τα χείλη χλωμιάζουν από τους ύμνους. Είνε θρησκεία ό,τι νοιώθω για Σένα και μ’ έρχεται απάνω στα ψηλά βουνά που κουβεντιάζουν μυστικά με τον ουρανό, ν’ ανεβαίνω κάθε πρωί, την ώρα που το ξημέρωμα ωσάν αγάπη ροδίζει τις κορφές - ν ‘ ανεβαίνω και να γονατίζω και να σ’ επικαλούμαι.
12 Ιουνίου Μπροστά μου σε βλέπω να υψώνεσαι ωσάν λουλούδι εξωτικό κάποιας πανώρηας σάρκινης άνθισης. Ξέρει το λιγερό κορμί Σου το μυστικό που ξέρουν οι κισσοί και περιπλέκονται. Και όταν βαδίζεις και όταν γέρνεις απάνω μου κι όταν ανοίγεις τα χείλη και όταν κλείνεις τα μάτια και όταν παραδίδεσαι είνε άσμα και είνε μουσική το σύμπλεγμα των γραμμών Σου. Στην αγκαλιά Σου κρύβονται τα μυστήρια των αιωνίων Πόθων και στα μάτια Σου αρμενίζει το αίνιγμα των θαλασσών. Κι από τα χείλη Σου στάσσει, στάσσει, το Φαρμάκι των μεγάλων φιλιών. Πετιέται από - πάνω Σου και χύνεται από το κορμί Σου όλο ο μυστηριώδης ίμερος των Μαγνητών. Σε βλέπω μπροστά μου, μέσα Στην ερημιά της ζωής μου, να υψώνεσαι σαν φοίνικας θρεμένος από την θερμότητα των επιθυμιών μου. Είσαι ώμορφη. Ώμορφη σαν την αμαρτί α κι ωσάν τον Θάνατο ώμορφη. Σε ντύνει από τα λευκά λαιμά Σου και κατεβαίνει στα στήθη Σου και πλέκεται σφιχτά στις λαγόνες Σου κι αιχμαλωτίζει τα μεριά Σου και. κατέβαινε κάτω ποδήρης, ω Έλκεσίπεπλος Αγάπη, ό Πόθος μου. Σε βλέπω νάρχεσαι σφιχτοντυμένη στις επιθυμίες μου, σιγά, σιγά κι ανάλαφρα, σαν όνειρο που φοβάται Μην ξυπνήσει. Έρχεσαι αγάλια, αγάλια,- και βάνω το χέρι μου μπροστά και κλείνω τα βλέφαρα μου,- ω χαρά των ματιών!, για να σε ιδώ καλύτερα. 20 Ιουνίου
Τί αρωμα είνε λοιπόν εκείνο που πετιέται μεθυσμένο κι ακόλαστο μέσ’ από το κορμί Σου ; Όταν γέρνω απάνω Σου, σαν να εξατμίζεται ένα κομμάτι από το σώμα Σου και μπαίνει μέσα στο σώμα μου - και μεταλαβαίνω. Και μεθούν οι σκέψεις μου και μιλούν δυνατά οι πλειό απόκρυφες επιθυμίες μου. Και σαν θυμίαμα, ω Αγάπη και ω Θεά, Σε περικυκλώνει και Σε υμνεί - Κρατείς αιχμαλωτισμένο στη σάρκα Σου κι αναδίδεις το μυστικό των παραληρημάτων. Γέρνω απάνω Σου - και βλέπω κόσμους αφθαστους και κόσμους περασμένους - που όσο γέρνουν και φεύγουνε τόσο και λαχτιαριούται. Είμαι μέσα σ’ ένα ναό της Αστάρτης και θυμιάματα καινε στους βωμούς κι αρώματα φιλούνε το άσεμνο αγαλμα με το πλήθος των μαστών. Και περπατώ Σε αρωματώδη φυτά και χάνομαι Σε αλση κέδρων και κισσών κι ακούω το γογγυτό των ιερών πουλιών της Μεγάλης Θεάς - και παντού, παντού βλέπουν τα μάτια της ψυχής μου κάτω από τα φυλλώματα, μέσα στους θόλους των ναών γύρω στο αγαλμα της Πανδήμου, ιέρειες ηλιοκαμένες κι ώμορφες με εξογκωμένα, βαμένα χείλη, με χρυσό διάδημα γύρω στα μαλλιά, με το ίερό πουλί στο χέρι, να περιμένουν και να χαμογελούν.... 21 Ιουνίο υ Όταν ανοίγεις τα μάτια Σου τα μεγάλα και με κυττάζεις, ανοίγονται μπροστά μου θάλασσες μακρινές κι αλιμένες αχόρταγες για το κορμί του ναύτη. Κάποιες σύρτεις μυστικές που μαγνητίζουν τα καράβια, κάποια νερά βαθειά που ζουν κι ανανειώνουν από τα δάκρυα των μαννάδων. Κάποια κύματα που τρών και κομματιάζουν και γκρεμνούν με τραγούδια και με χάδια και με ηδυπαθείς κυρτώσεις τους μεγάλους ερωτεμένους βράχους. Κάποια νερά βαθειά που χαμογελούν στους δυστυχείς κι αχολογούν σιμά των τα αιώνια, τα θανάσιμα τραγούδια της αγάπης. Όταν ανοίγεις τα μάτια Σου τα μεγάλα και με κυττάζεις, ένας μαγνήτης με σέρνει σιμά των, ένας μαγνήτης μυστικός και κάποια φωνή παναρμόνια μου γλυκοτραγουδεί και μ’ έρχεται να συρθώ Στην αγκαλιά Σου, ω Λορελάη των ψυχών ! - ναύτης ναυαγός της αγάπης - και να πνιγώ Στην υγρά καμπυλότητα των κυμάτων Σου. 22 Ιουνίου Τα μεγάλα Σου τ’ αργοκίνητα.μάτια φέγγουν μερονυχτίς μπροστά μου και μ’ οδηγούν. Λάμπουν απάνω στο μονοπάτι της αγάπης και φωτίζουν με το γλυκύ των φως τη στράτα της ζωής. Ο ήλιος περνά από πάνω μου και σβύνει στα νερά. Τάστρα ανθούν τη νύχτα στο μυστικό περβόλι, τ’ ουρανού - άλλα μαδούν και χάνονται μέσα στη σκοτεινιά, κι εγώ τεντώνω την ψυχή μου απάνω στο κορμί Σου και σέρνομαι μ’ αγωνία κι ανεκλάλητη χαρά στα μεγάλα μυστήρια των ματιών Σου π’ ανάβονται μπροστά μου και μ’ οδηγούν τη νύχτα. Γλυστρούν οι αχτίνες των μέσα στα μαλλιά μου και σιγοφιλούν το μέτωπο μου και χύνονται μέσα μου σαν χάδια φωτεινά. Και καθαρίζεται η ψυχή μου όλη και
σωπαίνουν τα κύματα των παθών μου και σ’ ένα ουρανό γαλάζιο κι ανέφαλο αναλύεται όλη μου η ψυχή - κι απάνω της μερονυχτίς λαμποκοπούν και τρέμουν σαν δυο άστρα αβασίλευτα της αγάπης, τα μεγάλα Σου, τα ώμορφα, τ’ αργοκίνητα μάτια. 30 Ιουνίου Είσαι η μόνη γυναίκα που εγέμισες την ψυχή μου. Όταν περνάς σιγά, σιγά, το χέρι Σου απάνω στα μαλλιά μου κόσμοι απόκρυφοι ανοίγονται μέσα μου και μια άνθιση μυστική κρίνων και ρόδων και κισσών ανθεί και πλέκεται γύρω στους στοχασμούς μου. Μου έρχεται να σκύβω και να σκορπώ στο διάβα Σου στέφανα και ρόδα και πολύξερσυς πόθους κι αγάπης μυστικά. Όταν η ανάμνηση Σου ανατέλλει και ροδίζει την ψυχή μου, σε βλέπω μέσα από τα δάση των επιθυμιών μου κι από τις οροσειρές των παθών μου, μέσ’ από τα φυλλώματα τα πυκνά των πόθων μου να προβαίνεις λιγερή κι αμίλητη και με περίσσια χάρη και τα όνειρα μου στρώνονται και γονατίζουν χαμαί και Σε κυττάζουν. Διαβαίνεις σαν φώς απάνω από την ψυχή μου. Και όλες μου οι αισθήσεις σμίγουν τα χέρια των σιγά, σιγά, στο διάβα Σου για να προσευχηθούν. 15 Ιουλίου Κάθομαι στο ατελιέ μου μπροστά στις ζωγραφιές που άρχισα και δεν μπορώ να τελειώσω κάθομαι και συλλογούμαι. Είμαι ξυπνητός κι ονειρεύομαι. Και βλέπω την Αγάπη μου νάρχεται γελαστή κι αθόρυβη, με τα μεγάλα μάτια και το λευκό, το αχάραχτο μέτωπο που δεν το φίλησε και δεν το λέρωσεν η κάμπια της σκέψης. Κάτω στο διάβα της έχω στρωμένα την ευτυχία μου και τη χαρά και τους κρίνους της αθωότης μου και τα άγια άνθη του λωτού. Και τα πατεί και τα φονεύει κι έρχεται αθόρυβη και γελαστή απάνω Στην ψυχή μου. Κι ανατριχιάζω όλος από αγάπη από φόβο. Κάτω η ευτυχία μου και η χαρά και τα κρίνα ψυχομαχούν. Κι ακούω σαν πυρωμένο σίδερο τα χείλη της να κολλούνται στα μαλλιά μου. Και το φαρμάκι των πόθων ανάβει το αίμα μου. Ω Εκλεχτή μου ! Αν αποθάνω, θ’ αποθάνω μια νύχτα, τα μεσάνυχτα, μέσα στην αγκαλιά Σου από την αγάπη κι από τον φόβο! 20 Ιουλίου Ήλθεν απόψε γελαστή και χαρούμενη και με πήρε περίπατο. Ήταν νύχτα και τα σπίτια αρχιζαν να κοιμούνται. Οικογενειάρχες γύριζαν με τις γυναίκες των στα σπίτια των σοβαροί κι αμίλητοι... Νέοι χλωμοί από το ξαγρύπνι επήγαιναν σιγά σιγά λυπημένοι για να διασκεδάσουν. Κάπου - κάπου ακουγόταν ο θόρυβος κάποιας άμαξας που περνούσε. Κι εμείς πηγαίναμε γρήγορα γρήγορα - αμίλητοι. Δεν ήθελα, ούτε μπορούσα μέσα, σ’ όλες αυτές τις χυδαίες επαφές της ζωής να μιλήσω Σ’ Εκείνη. Έξω, σ’ ένα βράχο, κοντά στη θάλασσα εκαθίσαμε. Κάτι βαρύ επλάκωνε τα στήθη μας. Ολόμαυρα τα νέφαλα κρέμονταν αποπάνω μας. Λυπημένα σαν νάσανε γεμάτα δάκρυα. Ήμαστε ανήσυχοι κι οι δυο. Κάποιο προαίσθημα ίσως. Δεν ημπορούσαμε να μείνομε στο ίδιο μέρος. Πηγαίναμε κι ερχόμαστε Στην αμμουδιά, βουβοί.η θάλασσα απέραντη μπροστά μας. Σα ν’ ανέβαινε κάποια απέραντη νύχτα πάνω από τα νερά κάποια, απέραντη λύπη.
Εγυρίσαμε πίσω αμίλητοι και λυπημένοι. Κι όταν εχωρίσαμε κι έσκυψα στα μάτια της και είδα όλη την αγωνία μου - κι είδα μια νύχτα απέραντη, μια απέραντη λύπη ένοιωσα μέσα μου κάτι τι να γέρνει πληγωμένο κι ώμορφο και ν’ αρχινά να κλαίει. 27 Ιουλίου Είμαι ανήσυχος, μια κομάρα αιχμαλώτισε το σώμα μου και την ψυχή μου όλη. Κάθομαι να εργασθώ και το χέρι μου πέφτει κουρασμένο και τα μάτια μου κλειούν και συλλογούμαι... Ναι, τώρα το νοιώθω, ναι, ένα μυστήριο και μια χλωμάδα άγνωστης δυστυχίας πλανάται γύρω της και γλύφει το κορμί της. Ναι, όταν πρωτογονάτισα μπροστά της κάτω στον κήπο, ήταν νύχτα κι ήμαστε μονάχοι κι ανατρίχίασ’ από φόβο κι απ’ αγάπη. Αναστέναζαν τα δένδρα γύρω κι έβλεπα μπροστά μας τα φύλλα των ρόδων να μαδούν. Ναι, κάποιος όλεθρος ήταν εκείέκέϊ και παραμόνευεν. Εκείν ηήταν ώμορφη,ήρεμη, σιωπηλή. Σαν δυο μενεξέδες ζωντανοί φαινόντανε τα μάτια της μέσα στη νύχτα. Σαν ανθος πελώριου κρίνου έγερνε το σώμα της λευκό, παρθενικό κι ανήξερο η γύρις των λουλουδιών ακολάσταινε μέσα στα φύλλα. Κι όταν εγονάτισα μπροστά της κάποια φωνή πληγωμένου κι ετοιμοθάνατου εβγήκε από την καρδιά μου ανέβηκε κι εξέσκισε τα στήθη μου κι έριξε απάνω στα χείλη μου την αιώνια οδύνη των αιωνίων λέξεων: Σ’ αγαπώ. Μια φρίκη εχύθηκε στον κήπο κι ο θρήνος των ρόδων ακούστηκε στην καρδιά μου. Κάτι έσπασε μέσα μου. Κι όταν, ω Δύστυχη, έγυρες τα χείλη κι έγυρες το κορμί Σου στ’ άγρια χάδια των πόθων μου κι όταν χλωμή εκυλίστηκες κάτω στα ξεφυλλισμένα ρόδα, όχι δεν είδες τίποτε ω Δύστυχη ! τώρα το νοιώθω. Εκεί πέρα στο μαύρο μυστήριο των φυλλωμάτων ανορθώθηκε κι ετέντωσε τα μεγάλα φτερά του ο κακός δαίμονας της νύχτας κι από τα χείλη του εβγήκε κι έσπασεν απάνω μας κι εγέμισε τον κήπο συριστικό κι απαίσιο και θανατηφόρο το γέλοιο του. Κι έγυρα και Σε κύτταξα χλωμή κι ευτυχισμένη στα πεθαμένα ρόδα. Κι άπλωσες τα μπράτσα Σου γύρω στον λαιμό μου κι ένοιωσα κάποια δύναμη και κάποια ειμαρμένη να με τραβά δεμένο κι ανίσχυρο κι ευτυχισμένο, θύμα του Πόνου και της αγάπης, εκεί πέρα, στα μυστικά φυλλώματα, κάτω από τα φτερά τα μαύρα. 2 Αύγουστου Όχι, πρέπει να δοθή ένα τέλος. Τεντώνεται ο νους μου υπέρμετρα και φοβούμαι. Φοβούμαι για την πάλη τη γιγάντια που γίνεται πίσω από το μέτωπο μου. Τώρα που θάλθει θα λύσω το μυστήριο. Θάμαστεν οι δυο μονάχοι, κανείς δεν θα μας ακούει. Θάναι βράδυ και θα σιμώσω το κεφάλι της στο φώς και θα ιδώ. Τί καράβια είνε λοιπόν εκείνα που πλένε μέσα στις θάλασσες αυτές, και γιατί φέρνουν βαρειοφορτωμένα λύπες στην ψυχή μου ; Θέλω να ιδώ. Θα σκεπάσω με το χέρι μου τα χείλη της να μην τα βλέπω. Φοβούμαι να τα βλέπω. Φοβούμαι γι’ αυτή. Θα κρύψω το μέτωπο της και τα μαλλιά της και θα σκεπάσω το σώμα της όλο με όλο μου το σώμα και θ’ αφήσω μόνον ανοιχτά τα μάτια της και θα σκύψω και θα ιδώ. Ω, πρέπει να δοθή ένα τέλος ! Φοβούμαι πως θα τρελλαθώ. Σήμερα το πρωί εκάθισα να εργασθώ κι ένα σκίτσο γυναίκας εβγήκεν από το χέρι μου κι απλώθηκεν, απάνω στο πανί και μια παπαρούνα κόκκινη, σαν μεγάλη σταλαγματιά αίμα, βρέθηκε ζωγραφισμένη απάνω στα στήθη της. Σαν πληγή.
3 Αυγούστου Ήλθε. ΄Ώμορφη και ντροπαλή και παρηγορήτρα. Τα χείλη της ήσαν κόκκινα, όχι σαν αίμα, μα σαν ρόδο μεσανοιγμένο που λες και χαιρετά τον διαβάτη και του χαμογελά. Τα μάτια της ήσαν μαλακά σαν βελούδο κι απάνω τους εξάπλωσεν η ψυχή μου κι αναπαύθηκε. Κι όταν το χέρι της εχάϊδεψε το μέτωπο μου η σκέψη μου ησύχασεν, έπαψε να ουρλιάζει - υποτάχτηκε στο παντοδύναμο κι ολόλευκο χεράκι κι εχαμογέλασεν. Ανοιξε τα χείλη της. Λες κι έβλεπες ρόδο να μιλεί. Αν ειργάστηκα σήμερα; Όχι αγάπη μου, Εσένα συλλογιζόμουν. Κι έτρεξα κι εσκέπασα το σκίτσο το πρωινό να μην το ιδεί. Τί σχέση έχει αυτό μ’ Εκείνη; Έσκυψα στα γόνατα της - της έχαμήλωσα το κεφάλι και της ετραγούδησα την αγάπη μου. Αγάπη ήρεμη, ήρεμη - σαν διάφανο νερό που κυλά μέσα στο βελούδο το ειρηνικό της χλόης. Μια νέκρα - μια ηρεμία σαν προανάκρουσμα απαλό της ευτυχίας του θανάτου εκύλισε μέσα μου. Δεν μπορούσα να σκεφθώ. Ετραγουδούσεν η καρδιά μου την αγάπη χωρίς ν’ αντιλαμβάνομαι τί λέει, σαν ένα όργανο χώριο από μένα - ένα ελατήριο που άγγισα και άρχισε να παίζει. Άκουεν Εκείνη κι εχαμογελούσε. Άκουα κι εγώ κι εζήλευα τέτοιον έρωτα, τέτοια ηρεμία και τέτοια νέκρα στην αγάπη - Όταν έτελείωσε το κομμάτι κι αρχισεν η σιωπή κι εμπήκαν πυκνότερες οι σκιές στο δωμάτιο, την είδα να σκύβει αμίλητη κι ευτυχισμένη και να κολλούνται τα χείλη της απάνω στα χείλη μου - σαν δυο παράξενες κι αίματωμένες βδέλλες που πιπιλίζουν τις ψυχές. Μια τρέλλα κι ένα δηλητήριο εχύθηκε στο κορμί μου και την άρπασα κι ένοιωσα την απαλάδα των στηθιών της απάνω στα στήθη μου - και το κορμί της όλο ανατρίχιασε κι έγυρε - κι όταν εχωρίσαμε κουρασμένοι κι ευτυχείς κι αμίλητοι κι έμεινα μόνος, μια οδύνη απέραντη ανέβηκε μέσα μου - σαν να μην είχα πλεια τίποτε να ελπίσω και να χαρώ - σαν νάμουνα μόνος, μόνος, μέσα στη νύχτα... 4 Αυγούστου Ω η μυστική αγωνία και το σπαρτάρισμα του κορμιού Σου απάνω στα σεντόνια ! Είχες την αγωνία των θυμάτων που σέρνονται στον βωμό. Και στα μάτια Σου λιποθυμούσαν τα νερά των αιωνίων πόθων. Κι ήσαν τα φιλιά μας ανατριχιάσματα προαισθημάτων κι ήσαν ψυχομάχημα χαράς και κατρακυλίσματα αρμονικά όλης μας της ευτυχίας και θρήνος απαρηγόρητος όλων μου των ονείρων. 10 Αυγούστου Πηγαίνω κι έρχομαι σαν τρελλός μέσα στο ατελιέ μου. Οι γραμμές πάλιν οι εξωτικές και τα χρυσάνθεμα και οι σταγόνες - των αιμάτων πετιούνται κι οργιάζουν κάτω από το χέρι μου. Αδύνατσν να εργασθώ. Τίποτε λογικό δεν μπορώ να συναρμόσω και να δημιουργήσω. Χθες άρχισα να ζωγραφίσω Εκείνη κι εσχεδίασα το κορμί της πεσμένο όπως τώδα προχθές τη νύχτα - κι άμα έτελείωσα, είδα - είχα. ζωγραφίσει ένα πελώριο
κρίνο κομένο και ριμένο άσπλαχνα σ’ ένα παράξενο με μύριους ελιγμούς ποτάμι. Και σήμερα βλέπω - δεν είνε ποτάμι, αλλά ένας όφις πελώριος που τρέχει κάπου εκεί πέρα, με μύριους ελιγμούς, και κρατεί στο στόμα του ένα ώμορφο, πελώριο κρίνο. 11 Αυγούστου Ω το θαύμα των σαρκών Σου πανώρηο ριμένο στο κρεββάτι ! Και τα βαρειά Σου βλέφαρα τα φορτωμένα πόθους ! Ω το αστραποβόλημα του κορμιού Σου μέσα στα σκότη ! Θάθελα ρόδα να μαδήσω και κυπαρίσων κλώνους και να σωριάσω λούλουδα και προσευχές και θρήνους και να Σε ρίξω μέσα! Και να σκύβω αιώνια από πάνω Σου, ω Πεθαμένη μου Αγάπη, κι απάνω στα ξέπλεκα μαλλιά Σου να χύνω την ψυχή μου. Έτσι που Σε βλέπω τώρα, απόψε πάλι, κουρασμένη και πανώρηα κι ακίνητη, ενώνω τα χέρια μου από πάνω Σου και προσεύχομαι στη μεγάλη Δύναμη που σκοτώνει. Να λάβει οίκτο για μας και έλεος για μας τους δύστυχους που αγαπούμε - και να μας στείλει τώρα πούσαι χλωμή κι ακίνητη και κουρασμένη τον Μεγάλο Παρήγορο, τον αδελφό της Αγάπης, την αιώνια Χαρά και την αιώνια Ηρεμία. Κοιμάσαι και χαμογελάς... Κάτω από τη νωχρότητα των βλεφάρων Σου και πίσω από τα ματόκλαδά Σου τα μεγάλα σκύβω και διακρίνω τα μάτια Σου μουσκεμένα από την αίγλη και τη νοσταλγία των απολαύσεων. Στα χείλη Σου κυλιέται κι ανατριχιάζει, ω Ακόρεστη,ή κανθαρίδα των φιλιών, κι απάνω στα στήθη Σου εξογχώνεται κι ανεβοκατεβαίνει ένα κύμα μεγάλο, κύμα σαρκών που φουρτουνιάζει Στην απόκρυφη καταιγίδα της ηδονής. Σε σφίγγω και το κύμα σπαράσσει αιχμαλωτισμένο στην αγκαλιά μου, κυρτώνεται κάτω από τα χείλη μου και με σκεπάζει όλο σε απέραντο βελούδινο χάδι, σαν να ζητά να πνίξει κάποιο καράβι, σαν να ζητά να πνίξει και να φύγει. Κοιμάσαι και χαμογελάς- Μου έρχεται να Σ’ αρπάσω από τα μαλλιά και να βάλω το χέρι μου απάνω στο εξόγκωμα εκείνο του λαιμού Σου που ανεβοκατεβαίνει και να σφίξω, και ν’ απολαύσω τον Πόνο Σου ω Πολυαγαπημένη, και να ιδώ τα μάτια Σου πώς θ’ ανοίξουν άξαφνα τρομαγμένα και τί χρώμα θα τους δώσει η φρίκη και να ιδώ τα χείλη Σου τί θα τα κάμεις. Θα Σε σφίξω με τα δυό μου χέρια απάνω στο εξόγκωμα του λαιμού Σου που ανεβοκατεβαίνει και θα ιδώ πόσο ώμορφα θα κυρτωθή και θα τυλιχτή απάνω μου ο όφις του κορμιού Σου. Θα εξογκωθούν οι βολβοί των ματιών Σου και θάναι απόλαυση η αγωνία της φωνής Σου - σαν ροχαλητό θανάτου, σαν τις φωνές εκείνες και τις κατάρες π’ ακούω κάποτε τη νύχτα να βγαίνουν από τ’ άστρα που ψυχομαχούν. Θα στρυμωχτής εκεί στη γωνιά του κρεββατιού και θα παρακαλέσεις και θα νοιώσω, ω άγρια Απόλαυση ! θερμό και μαλακό το αίμα Σου να τρέχει από τα χέρια μου, μέσα από τα δάχτυλα μου, και να πέφτει απάνω στα λευκά σεντόνια και να στάσσει κάτω απ’ τις δαντέλλες... Τί έχω ; Μα τίποτα, αγάπη μου. Γιατί είμαι χλωμός ; Θάναι από την κούραση και την αγάπη. Εκοιμώσουν κ’ ήμουν γερμένος και Σε κύτταζα και χαμογελούσα. Όχι, η φωνή μου δεν τρέμει... Γιατί να τρέμει, αγάπη μου; Εκοιμώσουν και Σε κύτταζα κι άναβαν μέσα μου πόθοι παράξενοι, να Σ’ αρπάξω με τα φτερά των ασμάτων μου και την παντοδυναμία των επιθυμιών μου και να πάμε αλλού, κάπου αλλού, αγάπη μου,
δεν ξέρω κι εγώ που... εκεί όπου αιώνια χαρά ανατέλλει μέσ’ από τ’ ακίνητα κι απόκρυφα νερά. Θα ξαπλωθούμεν εκεί οι δυό μας αμίλητοι, ώμορφοι, ευτυχισμένοι. Θα κολλήσω τα χείλη μου απάνω στα χείλη Σου και θάναι αιώνιο το φιλί και θάμαστε ξαπλωμένοι απάνω στο χώμα και οι νύχτες θα περνούν από πάνω μας και τα ρόδα θα μαδούνε και θα πέφτουνε τα φύλλα και το φιλί μας θάναι ασάλευτο, μεγάλο ωσάν την αιωνιότητα κι ωσάν τη νύχτα. Εκοιμώσουν κι εσκορπούσα το τραγούδι της αγάπης μου απάνω στα βλέφαρα Σου και στα κλειστά Σου χείλη. Ω Πολυαγαπημένη ! μην κλαις η αγάπη μου είνε άγρια και έκφυλη μα είναι αιώνια. 12 Αύγουστου - Μην κλαις. Μην κλαις... Το κρασί της αγάπης - το κρασί της αγάπης έμέθυσε την ψυχή μου. 15 Αύγουστου Είμαι χλωμός κι εξαντλημένος και κοίτομαι ακόμα στο κρεββάτι και προσπαθώ να θυμηθώ. Ποιος ήταν λοιπόν αυτός ο άγγελος πούλθε τη νύχτα στ’ όνειρο μου κι εξάπλωσεν απάνω μου τα φτερά του και μούπε να παλέψομε ; Το σφίξιμο το δυνατό νοιώθω ακόμα γύρω στο κορμί μου και λαβωματιές θαρρώ εσκόρπισαν απάνω μου τα χέρια του. Δεν μπορώ να κινηθώ. Κάποιος μ’ έκοψε τη νύχτα όλη τη δύναμη της νηότης μου. Είμαι σαν δένδρο που τόδερναν όληνυχτίς οι βροχές κι οι καταιγίδες. Κάποιος μου σίμωσε τη νύχτα κι είχε τον ανήλεο πόθο του θριάμβου μέσα στα μάτια κι είχε στα χέρια του απάνω τη δύναμη που πέρνει τις ψυχές. Κι επάλεψα απελπισμένος. «Ηθελα να ζήσω και μ’ έκαμε γίγαντα ο πόθος της ζωής. Ω πόσο μ’ έσφιγγεν ο Αγγελος που δεν είχεν οίκτο και δεν έχει έλεο και λάμπουν μέσα στα μάτια του οι άγριες αναλαμπές των νικών ! Νοιώθω ακόμη απάνω μου, απάνω στα χείλη μου και στα βλέφαρα και στα μαλλιά και στους ώμους μου, την αναπνοή του την άγρια και θερμή σαν τις βαθειές αναπνοές των άμμων της ερήμου. Και συλλογούμαι τώρα μ’ αγωνία και μ’ ανατρίχιασμα φόβου. Ποιος ήταν λοιπόν αυτόςό Αγγελος πούλθε τη νύχτα στ» όνειρο μου κι εξάπλωσεν απάνω μου τα φτερά του ; Τρεμουλιαστή και ώμορφη, με κοκκινισμένα μάτια, από το κλάμα ίσως, εμπήκεν απόψε στο δωμάτιο μου. Σα νάβλεπα αηδόνι να μπαίνει σε φωληά γερακιού. Ένας οίκτος, μια αγάπη κι ένας οίκτος εγλύστρησαν μέσα μου κι εμαλάκωσαν τα λόγια μου. Γιατί είσαι χλωμή, αγάπη μου; Όχι, δεν έκλαψες ; Α, παρακάλεσες τον Θεό για μένα ; Ένα γέλοιο άγριο εξέσκισε την καρδιά μου. Δεν είπα τίποτε. Α δύστυχη, νάξερες, τί είπα μέσα μου! Μου έφερε κρίνα μιαν ανθοδέσμη. Έπιασε το κεφάλι μου και μ’ έσφιγγε στα στήθη της σιωπηλή και κάτι ψιθύριζαν τα χείλη της. Φοβούμαι πως ήταν προσευχή. Ένα άρωμα βαρύ ανέβαινε από τη σάρκα της θερμό και άσεμνο κι έμπαινε στο κορμί μου.
Της είπα να σωπάσει. εμάδησα τα κρίνα κι Εζήτησα τα χείλη της. Θέλω την κοινωνία του κορμιού Σου απόψε. Το άδυτο και το άγιο Βήμα της σάρκας Σου ποθώ. Λειτουργός του Αληθινού Θεού θα προσφέρω θυσία απόψε και θάναι ναός το σώμα Σου και ύμνοι τα παραληρήματα μας κι έκσταση θρησκευτική και υπερκόσμια η κομάρα μετά την ηδονή μας. Θα μεταλάβω όλων Σου των κινημάτων και όλων Σου των κυρτοτήτων και όλων των μυστηρίων του κορμιού Σου. Και όταν εξαντλημένη γύρεις μεσ’ στα λευκά σεντόνια και αποκάμουνε τα μπράτσα Σου να σφίγγουν θάλθω να γονατίσω μπροστά Σου, ω Αγία Τράπεζα της ηδονής - και θα σμίξω τα χέρια μου και θα προσευχηθώ. Και θ’ ανοίξω έπειτα τα μάτια Σου και θα διαβάσω μέσα εκεί στα γαλανά των βάθη το μυστήριο που μου κρύβεις. 22 Αύγουστου Γονατίζω μπροστά Σου, ω Εκλεχτή της ψυχής μου, καο Σε παρακαλώ. Δώσε μου από την αχάραχτη γαλήνη που κοιμάται και χαμογελά στο μέτωπό Σου κι από την ηρεμία τη μεγαλόπρεπη των κινημάτων Σου κι από το σεληνόφως που σκορπά ήρεμη και λευκή και βασίλισσα των νυχτών η ψυχή Σου. Σκύβω στα μάτια Σου τ’ αμίλητα και Σε παρακαλώ. Πού βρίσκονται λοιπόν τόσοι κόσμοι σιγής και γαλήνης που πλένε και χαμογελούν στα μάτια Σου τα μεγάλα ; Σκύβω απάνω των και κυττάζω. Οι σκέψεις Σου σαν ήμερα κρίνα γέρνουν και συλλογούνται στις ατάραχτες λίμνες των ματιών Σου. Παράξενοι ουρανοί χωρίς βροντές και νέφαλα μόνο γεμάτοι φώς κι αρμονία - γεμάτοι Θεό - καθρεφτίζονται και κρυφομιλούν στα νερά των ματιών Σου. Εκεί φωληάζει, το νοιώθω, το αίνιγμα της ευτυχίας και το μυστήριο της γαλήνης - που χύνεται στις λίμνες το βράδυ όταν αναλύεται το φώς πέρα στη δύση και σκεπάζει τα νερά. Στα μάτια Σου πλένε μεγάλα καράβια ξεκινημένα από αλλους κόσμους φορτωμένα με φώς και με λευκά τραγούδια και με κρίνα μυστικά. Ένας αγγελος λευκοντυμένος στέκεται Στην πλώρη μ’ ανοιγμένα τα φτερά. Δεν μιλεί, δεν γελά, αγάλια, αγάλια μόνο γλυστρά και χάνεται μέσα στην ψυχή Σου - ω απέραντη θάλασσα και Γαλήνη ! Ω Μην κλαις τα μάτια Σου όταν Σε φιλώ. Θέλω να ιδώ τί λένε οι αγγελοι την ώρα που κατεβάζεις τα βλέφαρα φορτωμένα από φιλιά και πώς ναυαγούν και σπούνε τα καράβια στην τρικυμιά την άγρια που σηκώνει στα μάτια Σου η καταιγίδα των επιθυμιών μου. 24 Αυγούστου Ω να Μην αγαπούσα τίποτε, να μη μισούσα τίποτε και να πήγαινα μακρυά από τους ανθρώπους και κοντά στα θεριά - πέρα Στην έρημο - Κι εκεί μόνος με την ψυχή μου την αμέρωτη ν’ αντικρύσω τον ουρανό. Να δυναμώσω τη σκέψη μου με τη θέα της απέραντης ερήμου και να γενώ στοιχείο της καταιγίδας κι ένα φύσημα του σιμούν και να ενωθώ με το αμίλητο πνεύμα της έρημου και να βαφτίσω βάφτισμα φωτιάς, την ψυχή μου στα χρώματα που οργιάζουν κάθε βράδυ κι ακολασταίνουν κάτω στη δύση. Ω !να Μην αγαπούσα τίποτε καίνά χόρταινα τη νοσταλγία τη μεγάλη που νοιώθει για την έρημο η ψυχή μου !
25 Αυγούστου πρωί. Είμαι ήσυχος, μια γαλήνη σαββανώνει και τυλίσσει απαλά, απαλά, την ψυχή μου. Επήγα πέρα στα δάση να ξαπλωθώ κάτω από τους μεγάλους ίσκιους, ν’ αγκαλιάσω τη μητέρα γη και να ξεχάσω. Τα μεγάλα δένδρα αποπάνω μου και τα βουνά απέναντι έπνιγαν το εγώ μου κι εκμηδένιζαν τον πόνο και την χαρά μου. Άρχιζα να νοιώθω βαθειά πώς είμαι κι εγώ ένα μέρος απ’ όλο αυτό το δάσος, ένας κορμός που σκέπτεται και περπατεί και βγάνει κλάδους και ρίχνει φύλλα και πεθαίνει.. Ένα κύμα του πόταμου που γεννάται και τρέχει πότε με κλάμμα και πότε με τραγούδι κάτω στη θάλασσα για να πεθάνει... Γιατί νάμαστεν αιώνιοι ; Γιατί τόσον εγωϊσταί ; Σαν μερικά έντομα γεννηθήκαμε για να φιλήσομε και να πεθάνομε. Η σκόνη μας σκορπισμένη χάμου θα θρέψει και θα γενεί στοιχείο του δένδρου και του βράχου και του πουλιού που τραγουδεί και του ρυακιού που κλαίει. Η σκέψη μας απαράλλαχτα θα γίνει στοιχείο της σκέψης των άλλων γενεών. Και θα περάσουν αιώνες αμέτρητοι. Και θάλθουν μέρες που θα τρέμουν οι ανθρωποι από το κρύο και θα στρυμόνονται και θα ζητούν ζωή και ζεστασιά γύρω στον ισημερινό, στα βάθη των κοιλάδων και η τελευταία μάννα θα γεννήσει το τελευταίο παιδί και ο λυγμός της ανθρωπότης και του κόσμου θ’ αντηχήσει σαν βλαστημιά και ούτε κάν θα ταράξει τα άλλα άστρα που θα κυλούν ήρεμα στους ώμορφους κι όλο χαμόγελο ουρανούς. Πόσο γελοίοι είμαστε με τα πάθη μας και τα μίση μας και την αγάπη μας ! Όταν καμιά φορά κάθομαι και κυττάζω απέναντι μου πολλούς ανθρώπουςνά περπατούν, θαρρώ - βρίσκομαι μακρυά, πολύ μακρυά και κυττάζω. Ένα βουητό ανάριο, ανάριο, ένα ψιθύρισμα φωνών μόλις φθάνει ίσα με μένα. Και βλέπω τα όντα αυτά να πηγαίνουν και νάρχονται περήφανα με σηκωμένο το κεφάλι ν’ αγαπούν και να μισούν και να θυμώνουν και να γελούν και να τρέχουν βιαστικοί όλοι, όλοι σ’ ένα απέραντο σιωπηλό κι αχόρταγο λάκκο. Και βλέπω να πέφτουν ένας, ένας, και το γέλοιο των κόβεται στη μέση - πέφτουν σαν τις σταγόνες τη βροχή απάνω στη θάλασσα. Και ξαπλωμένος κάτω από τους μεγάλους ίσκιους μέσα στο δάσος συλλογούμαι: Πόσο θάναι ωραιότερο να πάψουν όλα αυτά τα πάθη και να υποβαστά ο ένας τον άλλον, να τον παρηγορεί γιατί ζή, να του βγάνει κάθε εμπόδιο από τη στράτα και να τον σπρώχνει ήρεμα και σιγά κι ανώδυνα κι ευτυχισμένον στον τάφο. Εκεί η γαλήνη είνε αιώνια.ο ψίθυρος των φιλιών δεν ταράσσει τα κόκκαλά μας εκεί κάτω. Τα πάθη δεν φθάνουν κάτω στο χώμα. Η θάλασσα θα τραγουδεί ακόμα το πολύτροπο τραγούδι της και τα δένδρα αποπάνω θα ψιθυρίζουν και θα τρέμουν στον αέρα και θ’ ανθούν και θα στενάζουν στα χτυπήματα του |υλοκόπου. Ο ανθρωπος θ’ αγαπά και τα θεριά στα βάθη των δασών θα μαυγγρίζουν από την αγάπη κι από τη πείνα. Όλα θα κινούνται και θα υποφέρουν και θα φωνάζουν αποπάνω μας και μόνοι εμείς ήσυχοι, ακίνητοι, με σταυρωμένα χέρια κάτω στην γη θα περιμένομε. 25 Αυγούστου Μεσάνυχτα Τί ήθελε; Γιατί απόψε που εγύριζα τόσον ήσυχος στο ατελιέ μου, να την εύρω γελαστή και ώμορφη, γεμάτη σάρκες, με χείλη εξογκωμένα από το πλήθος των φιλιών; Γιατί νάλθεις απόψε που ήμουν τόσο νεκρός ;
Α! θέλεις φιλιά, αγάπη μου; θέλεις φιλιά; Ννα κλείσομε τα παράθυρα γιατί φοβούμαι. Φοβούμαι τα άστρα που γελούν εκεί πάνω και πεθαίνουν και τα λόγια φοβούμαι που λένε τα δένδρα. Γιατί είμαι ωχρός ; Θέλειςνά μάθεις γιατί είμαι ωχρός, αγάπη μου; Είμαι νεκρός. Τώρα γυρίζω από τους τάφους. Και ήλθα να Σε φιλήσω και να Σε κυριαρχήσω όλη. Έλα, δώσε μου την ψυχή Σου και δώσε μου τα χείλη Σου να τα φαρμακώσω απόψε. Θα Σου πω τα μυστήρια των τάφων και θα Σου δείξω, ω εκλεχτή μου, ό,τι βλέπουν οι τρύπες των ματιών που ολημερίς κι οληνυχτίς κυττάζουν κάτω στο χώμα. Τρελλός ! Με νομίζεις τρελλό; Η γσ σαν νάναι γυάλινη και βλέπω όλα τα κόκκαλα κιόλους τους νεκρούς με σταυρωμένα χέρια να κοίτονται και να σαπίζουν. Έχω καλήτερα μάτια από Σένα. Και τα μέτωπα σαν νάναι κρύσταλλο και βλέπω τον μηχανισμό των σκέψεων και τα ελατήρια όλα και όλη τη φρίκη. Μ’ εννοείς ; Όχι; Ω αγάπη μου! Σ’ αγαπώ και φοβούμαι. Θέλω να μου δοθής όλη, όλη, όλο Σου το παρελθόν και το παρόν και όλο Σου το μέλλον και να σμίξομε μαζί και να κρυφτώ στο κορμί Σου και να χαθώ και να μη βλέπω. Να μη βλέπω τον μεγάλον ίσκιο που κάθεται αποπάνω μου και σκοτεινιάζει την ψυχή μου. Βλέπεις ; Σα νάναι μια φτερούγα ολόμαυρη που ανοίγεται γιγάντια κι απλώνεται απάνω από τα κεφάλια μας. Ω κρύψε με και θέρμανέ με και φίλιε με, ω Δύστυχη, γιατί φοβούμαι... γιατί φοβούμαι... 26 Αυγούστου Ω Δύστυχη κι ανήξερη αγάπη νάβλεπες τι κρύβω στην καρδιά μου! Έφυγες χθες μεσάνυχτα κι ήσουν ευτυχής και κουρασμένη. Σ’ εκύτταζα απαρηγόρητος όταν έφευγες - ήμουν στο παράθυρο κι εκύτταζα. Είδα το σώμα Σου να ξεδιαλύνει λευκό μέσα στη νύχτα, ακουσα τα βήματα Σου σιγά, σιγά, να χάνονται και τη λευκότητα Σου είδα να σβύνει. Κι ήμουν απαρηγόρητος κι όταν Σ‘ έχασα μέσα στη νύχτα δεν ξέρω γιατί κατέβηκα στον κήπο κάτω κι εμάδησα όλα τα ρόδα. 2 Σεπτεμβρίου Πηγαίνομε μαζί, γέρνει μ’ εμπιστοσύνη απάνω μου, γυρίζομε στο σπίτι μαζί, κλειούμε τα παράθυρα και τις πόρτες και σβύνομε το φώς κα κατεβάζομε τις κουρτίνες και μένομε μόνοι ολομόναχοι στα βάθη του κρεββατιού και την κυττάζω μέσα στα μάτια και την αρπώ από τη μέση και την κυττάζω. Και μου φαίνεται περίεργο πώς δεν φωνάζει και δεν καλεί βοήθεια και πώς δεν πεθαίνει από τον τρόμο της απάνω στα σεντόνια. Ω Δύστυχη, δεν ένοιωσες λοιπόν ακόμα ποιος είμαι κι όταν μένομε μόνοι, αγκαλιασμένοι, δεν αισθάνεσαι αποπάνω μας το μεγάλο προαίσθημα του Θανάτου ; Και πώς μπορείς νάσαι ήρεμη και ν’ αγαπάς ; Όταν Σε σφίγγω και Σου ζητώ το μυστήριο της σάρκας Σου και ζητώ να κορέσω τη δίψα - τη δίψα της ψυχής μου πλειότερο παρά του κορμιού - απάνω στα χείλη Σου κι απάνω στις ανατριχίλες των
σαρκών Σου νοιώθω απομέσα Σου ν’ αναβαίνει μέσα μου και να κλαίει ο απέραντος πόθος του Θανάτου. Κάτι κλαίει στα φιλιά μας και κάποιο τρίξιμο πεθαμένων κοκκάλων γροικιέται στ’ αγκαλιάσματα μας κι ένα νεκρώσιμο συντροφιάζει τα χτυποκάρδια της αγάπης μας. Κάτι κλαίει μέσα μου, ω Πολυαγαπημένη, και Σε παρακαλεί όταν είναι ακίνητη και χλωμή πάνω στο κρεββάτύ και κλείνεις τα μάτια Σου για ν’ απολαύσεις πλειότερο, κάτι κλαίει μέσα μου και Σε παρακαλεί να κλείσεις τα μάτια Σου και να Μην ξυπνήσεις πλειά. 5 Σεπτεμβρίου Στα βάθη των σκέψεων μου τα πλειό μυστικά κι απόκρυφα φεγγοβολεϊ το άγιο Βήμα της ψυχής μου. Εκεί πάνω έστησα το είδωλο Σου, ω Πολυαγαπημένη. Τα όνειρα μου εκστατικά γονατίζουν μπροστά Σου και λειτουργούν. Και οι σκέψεις μου σαν λαμπάδες ανάβουνε και λυώνουνε στα πόδια Σου. Η αγάπη μου Σου πλέκει τον ακάνθινο στέφανο στο κεφάλι και η οδύνη μου απέραντη κι ασάλευτη Σου είνε στηλοβάτης. Ξεψυχούν οι πόθοι μου στα πόδια Σου κι ανεβαίνει η λαχτάρα όλου μου του κορμιού σαν θυμίαμα γύρω στις λευκότητες Σου. Αφότου Σ’εγνώρισα μια μυστική λειτουργία τελείται ολημερίς κι οληνυχτής μεσ’ στην καρδιά μου. Όλα μου τα νεύρα και όλοι μου οι στοχασμοί αφότου Σ’ εγνώρισα έμαθαν να προσεύχονται. Και γονατίζω όλος μπροστά στο άγαλμα Σου πού στέκεται και φεγγοβολεί στα άγια των αγίων της ψυχής μου και γονατίζω όλος και προσεύχομαι στους μεγάλους Θεούς, ω Γαλάτεια ! Να γυρίσεις πάλι στη νεκρήν ακινησία των μαρμάρων, Στην αιώνια γαλήνη και την αιώνια ωμορφιά - γιατί φοβούμαι. Κάποιο κύμα οδύνης φουσκώνει κι ανεβαίνει στην καρδιά μου και μουγγρίζει κι απειλεί τριγύρω Σου. Κάποιος κόρος πελώριος Σε περικυκλώνει. Ω γύρισε, Γαλάτεια, στη μαρμαρωμένην ομορφιά του θανάτου πριν το κύμα Σε σκεπάσει όλη, πριν οι ρυτίδες βεβηλώσουν το μέτωπο Σου το αχάραχτο. Ξέρω ένα γιατρικό που γιαίνει κάθε πόνο, ξέρω ένα αθάνατο νερό - που όποιος το πιει δεν διψά πλειά ποτέ του. Ω αγάπη μου, γύρε από τον στηλοβάτη Σου κι έλα να Σε δηλητηριάσω όλη με τα χείλη μου και να Σου στάξω μέσα σταλαγματιά, σταλαγματιά, τον Πόθο τον Μεγάλο. Το πένθος το Μεγάλο και τη Μεγάλη Νοσταλγία του Νιρβάνα όπου τα κάλλη είνε αιώνια και ο ύπνος γλυκύς κι ασάλευτος κι η ηδονή της Νύχτας δεν φαρμακιόνεται από τη πίκρα της αυγής. Ω Γαλάτεια! Γονατίζουν όλες μου οίσκέψεις κι όλα μου τα όνειρα κι όλες οι ανατριχίλες του κορμιού μου μπροστά στο Είδωλο σου - στα βάθη της ψυχής μου, κι επικαλούνται τον Θάνατο. 6 Σεπτεμβρίου Πες της ψυχής Σου να γονατίσει κοντά μου και πές της ν’ ανοίξει μ’ ευλάβεια τα χείλη της και να περιμένει : Το άγιο Δισκοπότηρο της αγάπης κρατεί στα χέρια του ο Άγγελος της Οδύνης και διατρέχει τους κόσμους και μεταλαβαίνει τις ψυχές. 10 Σεπτεμβρίου
Πηγαίνω κι έρχομαι κάποιον περιμένω. Τρέχω έξω από την πόλη κι ανεβαίνω στον Λόφο και κυττάζω μπροστά μου και συλλογούμαι. Ο ήλιος σιγά, σιγά, γλυστρά πίσω από το βουνό και γύρω του σύννεφα χρυσά και κόκκινα πλέκουν την εσπερινή γαλήνη απάνω στα νερά. Και η ηρεμία του δειλινού χύνεται απάνω στα δένδρα και φιλεί τους βράχους και γλ.υκοκοιμάται απάνω στη θάλασσα και στις κορφές των βουνών. Αγάλια, αγάλια, απλώνουν τα φτερά των τα πουλιά κι αργοπετούνε στις φωληές. Τάστρα προβαίνουν στον ουρανό και χαμογελούν και οι απλοϊκές ψυχές τα κυττάζουν και με τη παντοδυναμία της προσευχής ανοίγουν τα φτερά των κι εκείνες και βρίσκουν έκεί απάνω στις αχτίδες των φωληές, Όλα κοιμούνται κι ονειρεύονται απάνω στη γη. Δεν κινιέμαι για να μη ξυπνήσω τους κόσμους των εντόμων που κοιμούνται κάτω από τα πόδια μου. Όλα σωπαίνουν. Πάνω από το βουνό θα προβάλει τώρα το φεγγάρι χλωμό και ήρεμο και σαν μάτι φιλόστοργο κάποιας αγνωστης Μητέρας θ’ αγρυπνεί στον ύπνο των παιδιών της. Όλα σωπαίνουν. Κάθομαι στον λόφο και κυττάζω μπροστά μου και συλλογούμαι. Η νύχτα μπαίνει μέσα στην καρδιά μου. Και συλλογούμαι. Και η γαλήνη της θάλασσας και των δένδρων η σιγαλιά και τ’ άστρο μπαίνουν μέσα στην καρδιά μου. Και νοιώθω σιγά, σιγά, μέσα μου να μπαίνει και ν’ απλώνεται η απελπισμένη ευτυχία των πεθαμένων πραμάτων. 15 Σεπτεμβρίου Έλα να κλάψομε μαζί. Ένα κύμα ανεβαίνει μέσα μου - σαν πλημμύρα - και μουγγρίζει γύρω Σου και Σε παρακαλεί. Ένα δάκρυο της ψυχής μου ανεβαίνει γύρω Σου και Σε παρακαλεί. Έλα να κλάψομε για κείνους που δεν μπορούν να κλάψουν, πούχουν στεγνά τα μάτια και γεμάτα δάκρυα την καρδιά. Για τα λουλούδια που ανοίγουν και μαραίνονται, για τα βουνά πούναι αιώνια για τους Θεούς που έρχονται και πεθαίνουνε στην γη, για τα μεγάλα μέτωπα και τα μεγάλα φτερά με τις μικρές φωληές, για τάστρα που κάτι αγωνίζονται να πουν και δεν μπορούνε. Έλα να μη φιληθούμε απόψε ολόνυχτα - να κλάψομε μόνο... Τα δάκρυα σωρειάστηκαν απάνω Στην ψυχή μου χρόνια και χρόνια τώρα. Και πνίγομαι. Πνίγομαι ω Δύστυχη και ω Αγαπημένη ! Έλα κάμεμε να κλάψω απόψε απάνω στο κρεββάτι. αλάφρωσε την ψυχή μου από τη πλημμύρα κι από τον πόνο. 16 Σεπτεμβρίου Λυγίζει το λουλούδι όταν πολλή δροσούλα του δώσει ο ουρανός. Λυγίζει από την αγάπη η ψυχή μου. 20 Σεπτεμβρίου Μια φλόγα καίει μέσα μου. Σαν ακοίμητο καντύλι μπροστά στην εικόνα του Θεού. Και παράξενα φτερά, μεγάλα, απλώνονται μπροστά μου, σαν άγριου πουλιού φτερούγες. Κάποιο νύχι ξεσκίζει την καρδιά μου. Και κάποιες σταλαγματιές,
μεγάλες, βουβές, σαν δάκρυα και σαν αίμα στάσσουν η μια απάνω στην αλλη και λακκουδώνουν την ψυχή μου. Μην κλαις και μη φοβάσαι ω Πολυαγαπημένη. Είνε ο μεγάλος Αετός της Οδύνης και είνε η ακοίμητη φλόγα της Αγάπης. Μην κλαις - εγώ χαμογελώ στον Πόνο μου και στα χτυπήματα του. Ραγίζει η καρδιά μου και το αίμα τρέχει μέσα μου. Κι έρχεται η νύχτα και περνάς ανάλαφρα, ανάλαφρα, το χέρι Σου απάνω στο μέτωπο μου και φεύγουν τα φτερά και στέκεται το αίμα - όλες οι πληγές γιατρεύονται και κλείνουνε τη νύχτα. Φθονεί εκεί απάνω ο Θεός και εκδικείται. Όχι, να Μην κλάψομε - να μην καταδεχτούμε ! Κάτι αθάνατο νοιώθω μέσα μου να καίει και να χαμογελά. Έχω μέσα μου την ίδια φλόγα που έχει κι Εκείνος και την ίδια ουσία πού έχουνε τα άστρα. Φρενηάζει η αθανασία μέσα μου και η ηδονή της Παντοδυναμίας και το μεγάλο Φιλί πο υ έχουν στις λαγόνες των οι Δημιουργοί των κόσμων. Άσπαστες αλυσίδες με δένουνε στην γη - μα Κάποιον νοιώθω μέσα μου, που δεν καταδέχεται να σκύψει στον Θεό ! 25 Σεπτεμβρίου Χθες τη νύχτα όταν την κύτταζα γυμνή στο απαλό φώς του καντυλιού ένας πόθος άγριος αιμάτωσε τα στήθη μου. Μου φάνηκε πως την απόλαυσα όλη και δεν έμεινε κανένα πλειά μυστήριο απάνω της να μην το βεβηλώσω. Παντού σε όλες της τις γυμνότητες οι δαγκαματιές των φιλημάτων μου και τα βέβηλα χάδια των χεριών μου και η όφιοειδής γραμμή που τυλίχτηκε λάγνο το σώμα μου. Στράτες αιώνιες που διάβηκεν ο πόθος μου. Μου φάνηκε πώς την απόλαυσα όλη. Όλη, - μόνον ένα κόκκινο μυστήριο μου έμεινεν ακόμα.ήταν ρκεί μέσα κρυμένο, πίσω από το δέρμα της απάνω στα βλέφαρα της, Στην εξόγκωση τη πάλλευκη των στηθιών της - ήταν έκεί μέσα κρυμένο και τόνοιωθα να κυκλοφορεί και ν’ ακολασταίνει όλο κόκκινο μέσα στης φλέβες. Κι ένοιωσα πώς δεν την απόλαυσα όλη. Ω ! να πηδά το αίμα και να χύνεται απάνω στα σεντόνια και να σπαρταρά το σώμα της απάνω στο κρεββάτι και ν’ ανοιχτούν περίτρομα τα μάτια και να ριχτούν τα μπράτσα της μ’ ελπίδα και με φόβο γύρω στον λαιμό μου !... Ω η γοητεία των αιμάτων ! Κι έχαμογέλασα χθες τη νύχτα. Ω Αγαπημένη μου, δεν θα πεθάνω πριν να Σ’ απολαύσω όλη. 26 Σεπτεμβρίου Θέλω να σπεύσω να Σ’ απολαύσω όλη. Όλα τα λευκά μυστήρια των γυμνοτήτων Σου που κοιμούνται και προσμένουν. Θέλω να σπεύσω, ίσως και προφθάσω να στραγγίσω τα χείλη Σου και τη σάρκα Σου όλη κι όλες τις ανατριχίλες που παραμονεύουν στα βάθη των λαγόνων Σου. Κανένα φιλί να Μην Σο υ πάρει ο Χάρος. Όλα να Σου τα πάρω εγώ. Θέλω να σπεύσω γιατί νοιώθω πώς πεθαίνομεν ολόενα
κάτι γλυστρά κάτω από τα πόδια μας, κάποιος δείχτης ρωλογιού εκεί πάνω προχωρεί, προχωρεί και πλησιάζει η νύχτα. Ένας μαγνήτης από τα βάθη των χωμάτων μας σέρνει, δεν αισθάνεσαι Αγάπη μου; μας σέρνει ανίκητος – του κάκου πιανόμαστε από τα λουλούδια της στράτας για να σταθούμε. Τα λουλούδια ξεριζιόνονται κι απομένουν νεκρά στα χέρια μας κι εμείς σερνόμαστε. Ω αγάπη μου, πλέξε γύρω μου σφιχτά την θριαμβευτική λευκότητα του κορμιού Σου, σφίξε με ακόμα πλειότερο, έλα,- δύστυχοι εμείς που αγαπούμε - έλα να σμίξομε τα χείλη μας και τις ψυχές και τα κορμιά μας με το μεγάλο δίχτυ των επιθυμιών μας, έλα πλέξου γύρω μου, ίσως - να σταματήσομε λίγο, ίσως περάσουνε στιγμές χωρίς να συρθούμαι εκεί κάτω ! Εκεί κάτω στο χώμα που παντοδύναμος μας σέρνει μαγνήτης. Έλα να σπεύσομε. Μη μου κρατείς κανένα μυστήριο της σάρκας Σου κρυμένο. Νοιώθω μια ψυχή - Βακχίδα μέσα μου ! Μη φοβάσαι. Κλείσε τα μάτια Σου και δώσε μου το χέρι Σου κι έλα να Σου δείξω όλα τα μονοπάτια τ’ απάτητα της ηδονής που ξέρω. Άγρια θα περνά αποπάνω μας η γύρις των νυχτών. Και θ’ ανεβαίνουν από τους νεφρούς μας τα φιλιά. Έλα να σπεύσομε. Κάποιος ενεδρεύει Στην κώχη του κρεββατιού. Κάποιο προαίσθημα σκορπάται στα σεντόνια που μοιάζουν σάββανα. Ω πού να φύγω και σε ποιά καμπυλότητα του κορμιού Σου να χωθώ και πώς να Σε σφίξω για να μην πεθάνω – για να μην πεθάνω πριν να Σε απολαύσω όλη. 27 Σεπτεμβρίου Σε κυττάζω. Και μου φαίνεται - μου φαίνεται ώ Ακόρεστη και ω Γυναίκα πως αν σκορπίσω την αγάπη μου απάνω στην γη θα γονιμοποιηθή το στείρο χώμα - και θα συλλάβει και θα γεννοβολήσει ρόδα κόκκινα και παπαρούνες και περιπλοκάδες και κισσούς. 29 Σεπτεμβρίου Ω, πώς να Σε κυττάξω και πώς να λυγίσω το κορμί Σου και πώς να σκορπίσω τον πόθο μου απάνω στη λαχτάρα Σου για να συλλάβω την ηδονή τη μεγάλη που πλέει στα μάτια Σου και γλυστρά κάτω από τις λαγόνες Σου και χύνεται αμίλητη κι ανέγγιχτη κάτω από τα μεριά Σου ! Λαχταρώ το κορμί Σου κι όταν το σφίγγω μέσα στην αγκαλιά μου και σπαρταρά και φωνάζει από τον πόνο του άγριου εναγκαλισμού κάποια φωνή ανεβαίνει μέσα μου σαν λυγμός, και σπαράσσει τα στήθη μου η απογοήτευση και η πεποίθηση πώς κάτι άλλο ζητώ. Και Σ’ αφίνω τότε να χωρίσεις από το σώμα μου και είμαι χλωμός κι αγέλαστος και λυπημένος. Σκύφτω κι ακούω ενα δρεπάνι μέσα μου να θερίζει χάμαι παράξενα πράματα πού κλαίνε. Εμάλαξα κι έλυωσα το κορμί Σου όλο στη φλόγα των επιθυμιών μου και του έδωκα όλες τις καμπυλότητες των ακόλαστων εμπνεύσεων κι όλα τα χάδια των νυχτερινών ορμών και Σ’ έσφιξα, και Σ’ εκύτταξα μέσα στα μάτια – και Σε κύτταξα μέσα στα μάτια και είπα : το όνειρο μου είσαι Συ. Και η φωνή ανέβηκε μέσα μου κι ένας λυγμός ετίναξε την καρδιά μου. Ω Πολυαγαπημένη ! Όχι, όχι, δεν θα προφθάσω να Σ’ απολαύσω όλη !
30 Σεπτεμβρίου Κι αν όλο το σώμα μου παραδοθή κι αν ανατριχιάσει όλο από τα χάδια Σου, ω Πολυαγαπημένη, κι αν όλο το σώμα μου βαφτιστή στον ίδρο της ηδονής και των οργίων - το μέτωπο μου θάναι στεγνό, μακρυά από την γιορτή του κορμιού, χωρίς ηδονή και χωρίς έκπληξη, αγέλαστο και λυπημένο, λυπημένο.... 2 Οκτωβρίου Χθες βράδυ όταν ήλθε γελαστή και μ’ έδωκε το χέρι της κι εκύτταξα τα μάτια της, ήμαστε μόνοι κι από τα μεσόκλειστα παράθυρα φαινότανε κάτω στον ορίζοντα η αιματωμένη αγωνία του ήλιου που πέθαινε. Τί έλεγαν τα φύλλα κάτω στον κήπο και γιατί εστέναζαν τα δένδρα κι εσμίγανε σαν απελπισμένα χέρια τους κλάδους κι επικαλούντο Κάποιον μέσα στη νύχτα ; Την κύτταξα μέσα στα μάτια και χαμογέλασα Ναι, κάθε βράδυ θα σέρνεσαι Στην αγκαλιά μου, ω Δύστυχη και ω Αγαπημένη ! Τα μάτια μου Σε μαγνητίζουν και Σε κυριαρχούν... Σ’ έκυρίευσα όλη, κατέκτησα όλα Σου τα κύτταρα κι όλα τ’ απόκρυφα των γυμνοτήτων Σου. Είσαι μικρή κι αδύνατη και μαζεύεσαι δειλά, δειλά, μπροστά μου και ζητάς τα φιλιά μου για να ζήσεις. Είσαι μικρή κι αδύνατη και σέρνεσαι τη νύχτα απάνω μου και πίνεις από τα χείλη μου το φαρμάκι που στάσσω των αμέρωτων πόθων. Α Δύστυχη ! Δεν νοιώθεις λοιπόν πως εγώ είμαι ο Μαγνήτης κι από τα βάθη των χωμάτων Σε σέρνω και Σε φονεύω και Σε κυριαρχώ ; 4 Οκτωβρίου Όταν λιποθυμά το στόμα μου απάνω στο κορμί Σου λυπούμαι τα δύστυχά Σου χείλη και τ’ αγνά Σου μάτια και το λευκό Σου μέτωπο και τα στήθη Σου που μόνο αγάπη κλειούν. Σε λυπούμαι όλη γιατί όλη Σε μολύνω - γιατί νοιώθω πώς τα χείλη μου είνε βέβηλα και δεν είνε πλυμένα από τα τόσα βιβλία που διέβασαν και μοιάζουν κάμπιες που φιλούν και λερώνουν τα φύλλα των κρίνων. 5 Όκτωβρίου Στέκω και σε κυττάζω. Και μισώ τη λευκότητα του μετώπου Σου και την αθωότητα την απροσμέτρητη των ματιών Σου. Είσαι λευκή και πληγώνεις τα μάτια μου. Και θέλω να σκύψω ανίλεως και ν’ αφίσω την ψυχή μου να διαβεί απάνω Σου και να χαράξει με ρυτίδες την ψυχή Σου. Θέλω να αιματώσω την καρδιά Σου με το αίμα των πληγωμένων κι απαρηγόρητων ελπίδων και με το σπάραγμα το αγιάτρευτο των απελπισμένων στοχασμών. Είσαι λευκή και πληγώνεις τα μάτια μου ! Και θέλω να Σε σφίξω νύχτες ολόκληρες μέσα στην αγκαλιά μου και τα ξημερώματα να βγεις αγνώριστη κι απελπισμένη με μιαν αγιάτρευτη πληγή στο μέρος της καρδιάς και με τον απέραντο πόθο του θανάτου μέσα στα μεγάλα Σου τα ώμορφα μάτια.να πλάσω εγώ τη σκέψη Σου και να μολύνω την καρδιά Σου και να χύσω την ψυχή Σου στη διεφθαρμένη μήτρα που εχύθηκεν η ψυχή μου. Νοιώθω τη δύναμη σε μια νύχτα
να Σε διαφθείρω όλη. Να γενείς αντίλαλος του πόνου μου, ένα δημιούργημα της διαφθοράς της ψυχής μου - κρίνο με χαμένο το άρωμα και βεβηλωμένο το χνούδι και με σπασμένα φύλλα, σαν να περνούσε απάνω του όλη τη νύχτα μια απέραντη καταιγίδα. 6 Οκτωβρίου Ω να στρυμωχθής στην ακρη του κρεββατιού και να ξαπλώσεις απάνω στα σεντόνια και να κλείσω τα παράθυρα και να λύσω τις κουρτίνες και να γέρνω απάνω Σου όλη νύχτα και να Σου πίνω την ψυχή !... 10 Οκτωβρίου Ελύγισαν οι γραμμές του κορμιού Σου στα χάδια μου κι εστείρεψαν τα χείλη Σου στο πιπίλισμα των χειλιών μου. Έγυρες όλη απάνω μου κι εβεβήλωσα όλα τα μυστήρια κι όλες τις ανατριχίλες κι όλους τους κυματισμούς των σαρκών Σου. Εσφράγισα με το φιλί του πόθου μου όλες τις φόλιασες του κορμιού Σου. Και ο κόρος ανεβαίνει, ανεβαίνει μαζί με την αγάπη. Σ’ ανέλυσα όλη με το μικροσκόπιο που κρατεί ή διεφθαρμένη ψυχή μου. Ξέρω τί λένε τα μάτια Σου κάτω από τις μακρυές βλεφαρίδες και τί λέει το σφίξιμο του χεριού Σου και τί φωνάζει η σιωπή Σου μέσα στα σκότη. Ξέρω όταν λυγίζεις το κορμί Σου με ποιόν τρόπο σμίγουν και ρυτιδώνονται οι σάρκες Σου και πόσα λακκουδάκια γίνονται στα στήθη Σου και πώς βγαίνει θερμή και βαθειά από μέσα Σου η αναπνοή. Όλα, όλα τα ξέρω. Το σώμα Σου πέφτει με την ωχρότητα των κρίνων και με τη χάρη της νυμφαίας απάνω στο κρεββάτι. Και τα χείλη Σου σφίγγονται και βασιλεύουν ολάσπροι οι βολβοί των ματιών Σου. Και το δεξί Σου χέρι πλέκεται κουρασμένο και κατάλευκο γύρω στον λαιμό μου. Ξέρω τί θές να πεις όταν ανοίγεις το στόμα Σου και ξέρω τί βλέπεις όταν κλείς τα μάτια Σου και τί σκέπτεσαι όταν σιγά και ντροπαλά κοκκινίζουν τα μάγουλα Σου. Από το βάδισμα Σου όταν έρχεσαι κι από τη θερμότητα του χεριού Σου όταν χαιρετάς ξέρω πόσα φιλιά θα μου δώσεις και τί λόγια θα μου πεις. Σ’ ανέλυσα όλη ω Δύστυχη! με το μικροσκόπιο που κρατεί η διεφθαρμένη ψυχή μου... και ιδού – ιδού ο κόρος ανεβαίνει μαζί με την αγάπη. 11 Όκτωβρίου Μεσημέρι. Πύρινοι κατεβαίνουν από τον Ουρανό οι εναγκαλισμοί του Μεγάλου Ερωτεμένου κι ακίνητη η γη γίνεται Μητέρα. Τα σπαρτά ολόχρυσα ηρέμούν και γέρνουν βαρειά τα κεφάλια λες και συλλογούνται, λες και προμαντεύουν το δρεπάνι. Πέρα τα βουνά σωπαίνουν. Η γη μεγάλη ξαπλώνεται κι ησυχάζουν τα πουλιά μέσα στα δένδρα κι αναπαύονται τα ζώα κάτω από τους ίσκιους. Και μέσα στη θερμότητα την απέραντη και την ακινησίαν όλων των πραγμάτων και όλων των εμψύχων και μέσα στα πύρινα φιλιά του ήλιου που σκεπάζουν και γονιμοποιούν τη γη, ένα τρίξιμο ακούεται παράξενο και μυστικό. Λες τρέμει η γη. Από την ηδονήν ίσως, ίσως από τον πόνο.
Και πέρασε ξάφνου σαν νοσταλγία και σαν φλόγα από τον νού και το κορμί μου το φλογερό κι αξέχαστο, ω Εκλεχτή μου, Μεσημέρι της ευτυχίας μας, -όταν έκαιε απάνω στις ψυχές μας ο Μεγάλος ήλιος της αγάπης.
III 12 Οκτωβρίου Εφυλλορόησεν η άνοιξη κι έσβυσε το θέρος της αγάπης μας και γέρνουν οι ιτιές κάτω στον ποταμό και γροικούνται οι θρήνοι μέσα στα δάση. Κάποιο προαίσθημα βαραίνει τα δένδρα. Ένα φθινόπωρο βαραίνει την καρδιά μου. Κι όταν η ανάμνηση Σου διαβαίνει απάνω Στην ψυχή μου θρηνεί στο διάβα της κάποιο τρίξιμο απελπισμένων ονείρων πού κοίτονται χάμαι και κλαίνε - σαν τα φύλλα που ριγμένα χάμαι. Στην γη φωνάζουν από τον πόνο όταν διαβαίνομεν απάνω των και τα πατούμε. 20 Οκτωβρίου Πλέκω απελπισμένος γύρω Σου τα χέρια μου και Σε κυττάζω μέσα στα μάτια. Τίποτε άλλο λοιπόν δεν έχεις να μου δώσεις ; 21 Οκτωβρίου Θάθελα να Σε σύρω μια νύχτα στα βάθη τα πλειό σκοτεινά των δασών νάμαστε μόνοι να μην είνε άστρα αποπάνω μας και να Σε βάλω να μου πεις όλα τ’ άσεμνα λόγια που ξέρεις. Να στραγγίσεις από τα χείλη Σου όλο τον βόρβορο που κλείνει μέσα της και ντρέπεται να θυμηθή η μνήμη Σου. Τα λόγια που ανεβάζουν τη ντροπή απάνω στα μάγουλα και κηλιδώνουν την ακοή και γυμνώνουν τα μυστήρια των γυμνοτήτων. Ένας πόθος γλοιώδης σέρνεται μέσα μου και ζητα να μάθει όλα τ’ άσεμνα λόγια που ξέρεις. Θέλω να ιδώ να βεβηλώνονται μοναχά των τα χείλη Σου τα ντροπαλά.να Μην κοκκινίσεις καθόλου, να μη διστάσεις, νάχεις πολύξερο το στόμα και τολμηρό το βλέμμα και άσεμνη τη στάση. Ν’ ανεβούν όλοι Σου οι ακάθαρτοι στοχασμοί κι οι ακόλαστες καμπυλότητες των γραμμών χειροπιαστές και λάγνες Σε λιτανείαν αναιδή μπροστά στο άγαλμα της Ασταρώθ. Θάχομε τα Πριάπεια της αγάπης μας, Ω Δύστυχη, θάμαι ακίνητος μπροστά Σου και θα Σε κυττάζω μέσα στα μάτια να μη μου κρύψεις τίποτε! Να μη μου κρύψεις τίποτε και να μου φτύσεις όλα τ’ άσεμνα λόγια που ξέρεις. Ίσως και μπορέσεις να με κάμεις να νοιώσω κάποια καινούργια και άγνωστη ηδονή. Την ηδονή της περιφρόνησης και της αηδείας και της βεβήλωσης μιας αγάπης. Θα Σε σφίξω τότε με τον εναγκαλισμό των ζώων μέσα στη νύχτα των οργασμών. Και θα νοιώσω να σπαρταρά στα χέρια μου μέσα κάτι τι δικό μου, ένα δημιούργημα του πόνου μου - ένα κορμί που το διέπλασα εγώ και το διέφθειρα εγώ όργανο σάρκινο της ανίας μου και της βαθειάς κι αγιάτρευτης διαφθοράς του νού
μου. Θα Σε σφίξω όλη γιατί θάσαι όλη δική μου και θα νοιώσω επί τέλους απάνω Σου τον θρίαμβο τον μεγάλο που νοιώθουν οι μεγάλοι Κατακτηταί και οι μεγάλοι Καταστροφείς και οι Δημιουργοί ! 22 Οκτωβρίου Είμαι ανήσυχος, ανήσυχος. Κάποιος πόνος εξύπνησε μέσα μου. Είμαι, άρρωστος, τα χέρια μου καίνε. Μου φαίνεται πώς αν ξεσκίσω λίγο τη σάρκα Σου και ιδώ λίγο - ω μόνο μια σταλαγματιά ! αίμα, θα ησυχάσω. 25 Οκτωβρίου Σήμερα το πρωί κατέβηκα στον κήπο μου ν ‘ αναπνεύσω. Το λουλούδια ήσαν ξυπνητά και γερμένα από τη δροσούσα έκαναν την αρωματώδη προσευχή των, στο άστρο το πρωινό. Ένα κρίνο μονάχο μέσα στις αναδενδράδες εκοιμώ ταν. Σιγά, σιγά, από τα μεσοκλεισμένα φύλλα του ρκύτταζα να βγαίνει ένα έντομο μικρό και ώμορφοκι άνοιγε με κόπο τα φτερά του λες κι ήσαν φορτωμένα από γύριν ίσως, ίσως από ηδονή. Είχε ξενυχτϊσει μέσα στο κρίνο. Τώδα να βαρειοπετά μεθυσμένο από την απόλαυση μέσα στα δένδρα. Ένοιωθα πώς τα μάτια του θάσαν γεμάτα από την ανάμνηση και την νοσταλγία της νύχτας - και δεν έβλεπαν. Εκεί κάπου μέσα στα φύλλα η αράχνη εξάπλωνεν όλη νύχτα τα δίχτυα της κι επερίμενεν. Ω το σπατάρισμά του μέσα στους ιστούς του θανά του ! Η αράχνη έτρεξε στο θύμα - κι εγώ πέρασα κάτω από τους κλάδους αμίλητος και κουρασμένος, χωρίς ν’ απλώσω το χέρι μου και να σώσω το δύστυχο θύμα της αγάπης. Τώχα ξεχάσει εντελώς. Όλη μέρα ούτε καν πέρασεν από τον νού μου. Κι όταν τη νύχτα, τα ξημερώματα, εβγήκα κουρασμένος από την αγκαλιά της κι είχα μεθύσει από το φιλί που με κερνούσαν όλη νύχτα τα χείλη της - ξάφνου δεν ξέρω γιατί, θυμήθηκα το δύστυχο έντομο κι είδα την αράχνη εκεί κάπου ν’ απλώνει, ν’ απλώνει το. μεγάλο δίχτυ του θανάτου. 29 Οκτωβρίου Ω πόσα νοιώθω που δεν τα νοιώθουν άλλοι! Κάθομαι τώρα μεσάνυχτα και συλλογούμαι. Τώρα μόλις έφυγε κουρασμένη μα και λυπημένη γιατί την έδιωξα. Όταν έσκυψα απάνω της κι έθεσα το μέτωπο μου στη μέση των στηθιώ της κι ένοιωσα κάτι σαν ευτυχία κι ωσάν λησμονιά να γλυστρά μέσα μου και να μερώνει τον πόνο μου ένας θυμός πελώριος με συνετάραξεν όλον. Μου φάνηκε ξάφνου πώς Κάποιος από πάνω μου πέταξεν αυτόν τον όγκο των σαρκών κι αυτά τα μάτια και τα κόκκινα χείλη και την απαλάδα της φωνής για να με κοιμίσει - καθώς δίδουν στα μωρά ένα παιχνίδι να μη κλαιν. Και κάτι σηκώνεται μέσα μου σαν περιφρόνηση κι ωσάν ειρωνεία και σαν κύμα και μ’ έρχεται να πατήσω το ψύχουλο αυτό πού ρίχνουν σ’έμενα πο υ πεθαίνω από τη πείνα. Όχι, όχι, κάτι αλλο ζητώ, κάτι αλλο, κάτι αλλο... Και σέρνομαι στο παράθυρο και βλέπω τη νύχτα βουβή ν’ απλώνεται και να με περικυκλώνει. Τα δένδρα κοιμούνται. αποπάνω των το φεγγάρι αγρυπνεί. Ακούω την ελαφράν αναπνοή που στον ύπνο των κάνουν τα ρόδα. Σκύβω το κεφάλι μου
αγκαλιασμένο από τη νύχτα κι ακούω τη σιωπή και συλλογούμαι. Τ’ είνε λοιπόν εκείνο που ζητώ ; 10 Νοεμβρίου Απόστασα. Αιμάτωσαν τα πόδια μου στο ταξίδι της ζωής. Τα φτερά της ψυχής μου εκαήκαν στο καμίνι των πόθων. Απόστασα. Σταλαγματιές αιμάτων σημειώνουν το διάβα μου απάνω στην γη. Και είνε απέραντο το βασίλειο των πόθων, ω Εκλεχτή, απέραντο το μονοπάτι των θρήνων. Και η ψυχή μου είδε πολλά και ετυφλώθη. Τυφλός, χωρίς ραβδί, σκύβοντας από το βάρος της οδύνης όλης μου της γενεάς, διωγμένος από την Πατρίδα μου, εγκληματίας πριν να γεννηθώ – εσύρθηκα ίσα με τα γόνατά Σου. Ω Αντιγόνη της ψυχής μου - τα μαλλιά Σου τα ξανθά σκόρπισε στα πόδια μου και σφόγγισε αποπάνω των το αίμα. Δώσε μου το χέρι Σου, ω Θυγατέρα του πόνου μου και οδήγει με τον τυφλόν. 11 Νοεμβρίου Απάνω στο ρόδο της αγάπης σέρνεται το σκουλήκι. Ο κόσμος όλος δεν μπορεί να παρηγορήσει τη σκέψη μου. Κι ο κόσμος είνε μεγαλήτερος από Σένα. Κάποιον μεγάλο πόθο μέσα μου νοιώθω για τα ψηλά βουνά και τους μεγάλους ορίζοντας και τον ελεύθερον αέρα απάνω από τα σύννεφα. Ένας αετός κρύβεται μέσα μου και σκίζει την καρδιά μου. Και ζητά τη Πατρίδα του. Εκουράστηκεν η ψυχή μου να περπατεί χάμαι και η καρδιά μου εκουράστηκε να κλαίει. Και ν’ ακούει το κλάψιμο των κόσμων και τον βουβό πόνο των άστρων και το απαρηγόρητο βουητό της θάλασσας. Εκουράστηκε το σώμα μου κι εθέριεψε το μέτωπο μου και θέλω να ξαπλώσω πλειά στο μεγάλο κρεββάτι, να σταυρώσω τα χέρια μου και να περιμένω, Ποιος ξέρει ! Ο ωκεανός στα βάθη του είνε αιώνια ακίνητος και ήσυχος και πεθαμένος. Ίσως κι εκεί απάνω στον άλλο ωκεανό που ταξιδεύουνε και ναυαγούνε τάστρα να βρίσκονται πλειό πέρα βάθη απέραντα όπου η Ζωή κι ο Πόνος δεν επρόβαλαν ποτέ, ασάλευτα βάθη και νεκρά - αιώνια γαλανά σάββανα για τις ψυχές των Εκλεχτών και των Μαρτύρων. 12 Νοεμβρίου Κάποτε μου φαίνεται δεν είνε φαντασία ό,τι μερονυχτίς κυττάζουν τα μάτια της ψυχής μου. Μου φαίνεται πώς είνε υπέρτατη προσπάθεια του νου μου να θυμηθή. Από αλλους κόσμους έρχομαι φορτωμένος με αναμνήσεις και με δάκρυα κι αμέρωτους πόθους. Ανέγγιχτος κι ολοπάρθενος από τις κακίες του κόσμου τούτου νοιώθω μια ψυχή μέσα μου μερονυχτίς να κλαίει.να κλαίει για τα μυστηριώδη εκείνα παράπονα και τις μεσοσβυμένες αναμνήσεις και τις παράξενες σκιές που περνούν και σέρνονται αγάλια, αγάλια, σαν φαντάσματα με μακρυά αργοκίνητα σάββανα, στα βάθη τα σκοτεινά της μνήμης μου. Από καλύτερους κόσμους έρχεται ή ψυχή μου κι έχω αγιάτρευτη τη νοσταλγία των άστρων. Κι είνε μικρές για μένα οι χαρές του
κόσμου τούτου κι είνε ειρωνεία για τους πόθους μου η δόξα και δεν μπορεί η αγάπη να γεμίσει την καρδιά μου. Είνε ψιχαλίδες που πέφτουν απάνω στους αμμους των ερήμων που καίνε. Υπνοβάτης του κόσμου τούτου διαβαίνω μ’ολάνοιχτα μάτια και δεν βλέπω. Φέρνω μέσα μου παράξενους κόσμους που μερονυχτίς κυττάζω. Μεγάλους κόσμους κι ώμορφους όπου εσύναξε την οδύνη που κάθεται ασάλευτη απάνω στην ψυχή μου. Περπατώ απάνω στο χώμα και βλέπω μπροστά μου θάλασσες μεγάλες από αρμονία και βλέπω καράβια να γλυστρούν και να χάνονται και άστρα βλέπω ν’ ανατέλλουν, σαν ήλιοι, και να χαμογελούν - παληοί μου γνώριμοι και παληά παλάτια της ψυχής μου. Στο ταξίδι της μέσα στ’ άστρα παραστράτησεν η ψυχή μου. Κι είνε το χέρι Σου αδύνατο και μικρό, ω Πολυαγαπημένη, κι είνε τα μάτια Σου ανάβαθα κι από αλλους μικρότερους κόσμους είνε η ψυχή Σου και δεν μπορείς να μου δείξεις τη στράτα την αληθινή, και τη νύχτα όταν είμαστε μόνοι δεν μπορείς να με σηκώσεις απάνω στα μπράτσα Σου τα λευκά και να με φέρεις στη Πατρίδα μου. 15 Νοεμβρίου Ω τα δύστυχα αρώματα που σωρειάζονται στην ψυχή και περιμένουν ! Ω η μυστική Αγία Τράπεζα που υψώνεται στο θυσιαστήριο του νου σκεπασμένη με πορφύρα. Και το μυστηριώδες βιβλίο με τις εφτά σφραγίδες πούναι κλειστό απάνω της και περιμένει. Και η ωραία Πύλη είνε ανοιχτή και το άγιο Δισκοπότηρο είνε αδειανό κι απελπισμένο χρόνια και χρόνια περιμένει το σώμα και το αίμα. Και σμίγω τα χέρια μου και περιμένω. Και είμαι χλωμός και η ανατριχίλια μαύρων προαισθημάτων λυγίζει τα γόνατα μου. Λυγίζει η ψυχή μου από τον πόνο. Η λαχτάρα μιας μεγάλης Λειτουργιάς κλαίει απαρηγόρητη μέσα μου. Όλο μου το σώμα κι οι στοχασμοί μου όλοι κι όλες οι λαχτάρες του κορμιού μου περιμένουν την Κοινωνία τη Μεγάλη. Και κυττάζω μερονυχτίς στα βάθη της ψυχής μου που λαμποκοπή αδειανό κι απελπισμένο το άγιο Δισκοπότηρο. Και φοβούμαι.. Αρχίζω να νοιώθω.. Κι αμίλητος κάθομαι. - Αδάμ διωγμένος βασιληάς, και θυμούμαι κάποιαν άλλη Πατρίδα και κλαίω - κλαίω το απελπισμένο και ολόπικρο κλάψιμο των ορφανών κι εξορισμένων. 18 Νοεμβρίου Γέρνεις απάνω μου και τα φιλιά Σου πιπιλίζουν όλο μου το κορμί και όλη μου τη χαρά και σέρνεις απάνω μου τους θησαυρούς τα χάδια που κρύβονται στα χέρια Σου και πλέκεσαι όλη γύρω μου, ωσάν τον λάγνο κισσό γύρω στο κυπαρίσσι - και είμαι ακίνητος και μηδέ χαίρομαι μηδέ λυπούμαι, είμαι ακίνητος και συλλογούμαι. Συλλογούμαι για τις δύσεις του ήλιου πούναι πάντα ώμορφες και πάντα οι ίδιες κι έχουν τόση μελαγχολία και τόσο αιματόβρεχτο πόνο στο ψυχομάχημά των. Συλλογούμαι για τ’ αστρα που χύνονται σαν δάκρυα αοράτου Θεού που κλαίει.- Με φιλείς και μ’ ερωτάς.. Κι έγώ ακούω από μακρυά νάρχονται ανάρια, ανάρια, οι στεναγμοί των κρίνων που μαδιούνται απάνω στα νερά, τα ονειροπολήματα των μενεξέδων κάτω από τα φύλλα, το κλάψιμο των ρόδων που πληγώνονται από τ’
αγκάθια μέσα στη νύχτα..... Παράξενη άνθιση αισθήσεων ανοίγεται στην ψυχή μου κι ακούω το βαθύ κι απέραντο κλάψιμο των πραμάτων.. Γέρνεις απάνω μου, ω Δύστυχη! και με φιλείς και μ’ αγκαλιάζεις. Και μήτε χαίρομαι μήτε λυπούμαι. Δεν Σε βλέπω. Ένα κομμάτι κι εγώ των πραμάτων πού κλαίνε σκύφτω και συλλογούμαι....ή ψυχή μου είνε η αιολική λύρα που την χαδεύει τ’ αναστέναγμα του κόσμου. Στα μάτια μου κλαίνε όλα τα μυστικά των δύσεων. Και όλες οι νοσταλγίες των υψηλών μετώπων... Γέρνεις απάνω μου, ω Δύστυχη, και με φιλεϊς και γελάς και τραγουδείς την αγάπη και τη χαρά και τη ζωή... Και Σε νοιώθω κρίνο πελώριο να γέρνεις απάνω μου και να θρηνείς - δύστυχο κρίνο πληγωμένο από τ’ αγκάθια των ρόδων... 18 Νοεμβρίου. Μεσάνυχτα Αισθάνομαι μέσα μου κόσμους ολόκληρους, άνθιση κόσμων τερατώδη κι εξωτική. Κι είνε όλα χρυσάνθεμα τα άνθη της ψυχής μου μεγάλα, σατανικά, ολάνοιχτα και μοιάζουν πινελλιές κίτρινες και κόκκινες τρανού ζωγράφου. Είμαι πλασμένος για άλλους κόσμους. Νοιώθω το βαθύ εκείνο που νοιώθουν οι εκλεχτές ψυχές των μαρτύρων – τον ωκεανό και την πλημμύρα και το αίνιγμα των μεγάλων ματιών και τα μυστήρια πο υ κρύβονται στα βάθη των ρυτίδων των υψηλών μετώπων. Βαθειά μέσα μου κυριαρχεί και κλαίει η Νοσταλγία μιας αλλης ωμορφήτερης Πατρίδας. 20 Νοεμβρίου Πάνω από την αγάπη κι από τη χαρά της ζωής κι από την επιστήμη κι από τη δόξα και πάνω από τ’αστρα, νοιώθω είνε εκείνο που ζητώ. Μη μου κρατείς στην αγκαλιά Σου δεμένα τα φτερά μου. Είσαι ένας ίσκιος μόνο κι ενα χαμόγελο μόνο στο μεγάλο ταξίδι της ψυχής μου. Τα μάτια Σου είνε οι δυό καθάριες πηγές πούλθαν να πιουν και να ξαποστάσουν μια στιγμή οι σκέψεις μου. Κι ανάμεσα στα βυζιά Σου κρύβεται το απαλό προσκεφάλι όπου κοιμήθηκα μια στιγμή για να ξυπνήσω πάλι. Μη με κρατείς δεμένο. Το αίνιγμα δεν είνε στις Λαγόνες Σου κρυμένο μηδέ στα μεγάλα Σου μάτια. Και τα χέρια Σου είνε μικρά κι αδύνατα και δεν αγκαλιάζουν όλη μου την ψυχή. Πάνω από τ’ άστρα ένας μαγνήτης στέκεται και με σέρνει. Και το κορμί μου όλο φρίσσει μαγνητισμένο από τη Μεγάλη Νοσταλγία και τον Μεγάλο Πόθο. Κάποιος από τ’άστρα με σέρνει. Μη με κρατείς δεμένο. Πάνω από την αγάπη κι από τη χαρά της ζωής είνε εκείνο που ζητώ.
IV 28 Νοεμβρίου Έπεσα στο κρεββάτι εξαντλημένος από τη ζωή ολόκληρης ημέρας. Νύχτα βαθειά παραμόνευεν έξω από το παράθυρο μου κι έχύθηκε σιωπηλή κι ολόμαυρη τριγύρω ως
έσβυσα το φώς. Ξάπλωσα το κουρασμένο μου κορμί απάνω στο κρεββάτι, εβούτησα το κεφάλι μου στο μαλακό προσκεφάλι κι ευτυχής έκλεισα τα μάτι αήδονικώτατα. Ηδονικώτατα η ηρεμία και η Γαλήνη εχύθηκαν στο κορμί μου - κάτι σαν ηδυπάθεια έξετυλίχτηκε μέσα μου. Και ευτυχής έκλεισα τα μάτια. Κι έσυλλογίστηκα τη Μεγάλη Νύχτα του Θανάτου. 6 Δεκεβρίου Μια δύση απέραντη απλώνεται μέσα μου. Κάποιος ήλιος πεθαίνει μέσα μου. Κι ένα κόκκινο σάββανο συρομαδιέται απάνω στα νερά. Κι όλα σωπαίνουν στην καρδιά μου τη βαρειά σιωπή που σκεπάζει τις μεγάλες αγωνίες και - τους μεγάλους νεκρούς. Και ήχοι νεκρώσιμοι κάποιας καμπάνας γροικούνται στην ψυχή μου - και νοιώθω, είνε σαν την καμπάνα π’ ακούεται το βράδυ στον αέρα αγάλια, αγάλια να κλαίει τη μέρα που πεθαίνει 11 Δεκεμβρίου Κάποιο μυστικό κορμί έγυρε μέσα στην καρδιά μου και πεθαίνει. Κάτι γιγάντιο ψυχομαχεί μέσα στην καρδιά μου. 15 Δεκεμβρίου Κάποτε μ’ έρχεται να ζωγραφίσω την ψυχή μου. Το σύμπλεγμα το αιώνιο του Λαοκόοντα. Τους όφεις της Γνώόσης και τους συσπασμούς του Πόνου. Και το στραγγάλισμα το σιγανό κι ατέλειωτο των ονείρων παιδιών μου. 22 Δεκεμβρίου Μέσα μου νοιώθω, μέσα στην καρδιά μου, ένα «Πύργο της Πείνας» πελώριο. Κάποιος μ’ έκλεισε μέσα έκεί μαζί με τα όνειρά μου. Άκουσα τη πόρτα να καρφώνεται και τα κλειδια να ρίχνονται στον ποταμό. Κυττάζω τα όνειρά μου μέσα στα μάτια και σωπαίνω.Τα δάκρυα στειρέψανε κι είμαι βουβός κι ακίνητος κι οι μέρες περνούνε απάνω από τον φεγγίτη και τα παιδιά μου κλαίνε και με περικυκλώνουν. Ένα ένα πέφτει μπρούμυτα στα πόδια μου πεθαμένο. Κι έμεινα μόνος. Γύρω μου τα πτώματα όμορφα και χλωμά σωρειάζονται μ’ολάνοιχτα μάτια σαν να παραπονούνται ακόμα. Και είμαι τυφλός και τα ζητώ μέσα στη νύχτα της καρδιάς μου... Μέσα στη νύχτα της καρδιάς μου κάποιος πατέρας κλαίει και ζητά τα παιδιά του. 22 Δεκεμβρίου. Αποξημερώματ α
Φωνή έν Ραμά ηκούσθη θρήνος και κλαυθμός και οδυρμός πολύς. Ραχήλ κλαίουσα τα τέκνα αυτής και ούκ ήθελε παρακληθήναι ότι ουκ είσί. 23 Δεκεμβρίου Δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Κάποιος εφιάλτης - μιά σκέψη - επλάκωνε τα στήθη μου κι είχα ανάγκη να βγω έξω και ν’αναπνεύσω. Ήθελα να τρέξω, να τρέξω ίσα με να κουράσω το σώμα μου και να πληγωθούν τα πόδια μου και να εξαντληθώ – για να ξεχάσω. Για να μην βλέπω πλειά τα μάτια εκείνα που έχουν τόση αθωότητα και τόση παρθενιά και τόση γαλανή ευτυχία μέσα στα βάθη των. Στα βάθη των χωρίς να το ξέρουν κρύβεται και κοιμάται κόσμος ολόκληρος που μου παραπονάται. Και περπατώ μέσα στη νύχτα, στους έρημους δρόμους, έξω κάτω από τα δένδρα και συλλογούμαι. Και βλέπω πράματα που δεν τα βλέπουν αλλοι. Και περπατώ και νοιώθω. Κάποιο μικροσκόπιο στέκεται μπροστά στα μάτια της ψυχής μου και μου φαρμακώνει τη ζωή. Οι άλλοι έχουνε γυμνά τα μάτια και δεν βλέπουν τα μυστήρια. Όταν γέρνω στο διάφανο νερό που κελαηδεί και τρέχει και σιμώνω τη δίψα μου να σβύσει - το μικροσκόπιο μου δείχνει συμπλέγματα σκωλήκων και μικρόβια αρίφνητα και τέρατα μικρά που κολυμπούν και παίζουν και φιλιούνται κι απλώνουν τους πλοκάμους των κι ενεδρεύουν. Όταν σιμώνω να μυρισθώ το ρόδο βλέπω τις ίνες του μέσα στα φύλλα του άσκημες και γυμνές και βλέπω χίλια πράματα ζωντανά να σέρνονται απάνω και γλοιώδεις οργανισμούς να κυνηγούνται. Απάνω στα χείλη των ωραίων γυναικών βλέπω τα φιλιά να έρπουν και ν’ ακολασταίνουν και ν’ασχημονούν. Στα μέτωπα των διακρίνω τις ρυτίδες και μέσα στα μάτια των τα σκοτεινά καταφύγια των νυχτερινών ορμών και των χυδαίων ερώτων. Κι όταν ξεχνούμαι στη χαρά θωρώ την οδύνη την απέραντη και την τύψη νάρχονται και να σκοτεινιάζουν και να κυριαρχούν. Πίσω από τα μάτια Σου, ω Δύστυχη, θωρώ να πέφτει και να σωρειάζεται η νύχτα μαύρων φτερών. Και μέσα στην ηδονή πού παραλύνει κι εκνευρίζει τα κορμιά μας και μέσα στον αντίλαλο των φιλιών μας και στα βάθη τα ερωτικά του κρεββατιού μας που τόσα μυστικά μας ξέρουν - το μικροσκόπιο ασάλευτο μπροστά στα μάτια της -ψυχής μου, μου δείχνει δυο σκελετούς φρικώδεις ν’ αγκαλιάζονται κι ακούω το τρίξιμο των κοκκάλων των κι ακούω μέσα και μέσα στη ψυχή μου τη κρυάδα και τη φρίκη των τάφων. 24 Δεκεμβρίου Ω όταν Σε φανταστώ μέσα στον τάφο, άγρια ένστικτα ηδονής και φρίκης σηκώνονται σαν κύματα μέσα στο αίμα μου και μ’ έρχεται να Σ’ αρπάσω και να κολλήσω τα χείλη μου απάνω στα χείλη Σου και να Σε σφίξω - μ’ όλη τη δύναμη της απελπισίας και της αγάπης, να γενούμεν ένα κορμί, να λυώσομε μαζί στην ίδια φλόγα του εναγκαλισμού - να σφιχτουμε μέσα σ’ ένα απέραντο φιλί όλου μας του κορμιού και να ξεψυχήσομε Σε μια κεραυνοβόλον ηδονή τη νύχτα, τα μεσάνυχτα,- για να μην εύρει τίποτε παρά λίγη στάχτη ο χάρος να μας πάρει.
25 Δεκεμβρίου
Δώσε μου τα χείλη Σου και δώσε μου τη σάρκα Σου όλη κι όλη τη χάρη των κινημάτων Σου κι όλο το κύμα του κορμιού Σου. Εδώ. απόψε κάτω από τάστρα Άγριοι πόθοι ηδονής σηκώνονται, στο αίμα μου κι Άγριες ανατριχίλες του θανάτου. Θα Σε σφίξω όλη απόψε και θα Σε μαλάξω όλη μέσα στα χέρια μου και θ’αφίσω απάνω στο κορμί Σου τα πύρινα σημάδια του αγιάτρευτου πόθου μου. Δεν νοιώθεις και Συ κάτω από το φεγγάρι που σαν πελώρια νεκροθήκη σέρνει απάνω στους ουρανούς τον αγιάτρευτο πόνο του, δεν νοιώθεις την ανάγκη να σπεύσομε ν’ απολαύσομε και δεν ακούς ν’ ανεβαίνει γύρω μας και να μουγγρίζει και να μας κυκλώνει όλο και στενώτερα, όλο και στενώτερα ή μεγάλη, η αμίλητη θάλασσα του Θανάτου ; Κάτι τεντώνεται στον νου μου. Κάτι άγριο σαν τρέλλα και σαν αγάπη, οργιάζει μέσα στην ψυχή μου. Φοβούμαι μην τρελλαθώ. Τα μάτια μου βλέπουν βαθειά, πολύ βαθειά και κλαίνε. Έλα να σπεύσομεν αφού θα πεθάνομεν, αφού οι σκελετοί κοίτονται απαρηγόρητοι κάτω στο χώμα. Έλα, όλα πεθαίνουν γύρω μας. Κάτω τα λουλούδια ψυχομαχούν και μαραίνονται κι απο πάνω μας πόσα δεν ξεψυχούνε άστρα ! Πόσα δράματα φωτεινά κι απαρηγόρητα δεν πλανώνται απάνω από τα κεφάλια μας - μέσα στην αιώνια φρίκη και την αιώνια σιωπή! Έλα, δώσε μου τα χείλη Σου και μη μου αρνείσαι το κορμί Σου. Θέλω να πλέξω γύρω Σου το σώμα μου και να στραγγίσω απάνω Σου ω Δύστυχη, τον θησαυρό των χειλιώ μου και να φαρμακώσω την ψυχή Σου όλη με το φαρ μάκι των προαισθήσεών μου. 27 Δεκεμβρίου Ο κατακλυσμός εσκέπαζε τον κόσμο. Δυό χέρια μιας δύστυχης μάννας που πνιγόταν διακρίνοντο ακόμα έξω από τα νερά να σφίγγουν απελπισμένα ένα παιδάκι για να το σώσουν. Και ο κατακλυσμός ανέβαινε, ανέβαινε... 31 Δεκεμβρίου Ρόδα, ρόδα, ρόδα να στολίσω την ψυχή μου πριν ν’αποθάνει. Και νάναι νύχτα ασέληνη και νάμαστε οι δυό μας και να περνά αποπάνω μας βαρύς κι αμίλητος ο πόθος. Και νάναι σαν πυρκαϊά η στερνή αναλαμπή των ερώτων μας και να κοκκινίσουν τα μεσάνυχτα από την ντροπή και τα χείλη μας ν’ ακινητήσουν σ’ ένα φιλί απέραντο, βουβό κι ασάλευτο. Κι η κανθαρίδα του φιλιού μας να τρέξει μεσ’ στα βαθειά μεσάνυχτα και να ξυπνήσει τους νεφρούς των ζώων στα βάθη των δασών και να τους τρελλάνει με τον οργασμό των νυχτερινών ενώσεων και να διαβεί απάνω από τα λουλούδια και να λύσει τις ζώνες των και να φανούν τα μυστικά των όλα... Ρόδα, ρόδα, ρόδα να στολίσω την ψυχή μου πριν αποθάνει. Ένας πόνος πελώριος ανεβαίνει στην καρδιά μου και θέλω να Σε σφίξω ω Δύστυχη και ω Αγαπημένη ! μ’ όλη τη δύναμη του κορμιού μου - όπως τη νύχτα μέσα στα δάση σφίγγονται τα θεριά όταν ο οργασμός καίει και δέρνει τους νεφρούς των. Ένας πόνος πελώριος ανεβαίνει στην καρδιά μου κι ανάβουν στα μάτια μου οι φλόγες των ηδονών και των οργίων και στα χείλη μου τρέμει και σπαράσσει από πόνο το
γελοίο. Η ψυχή μου μοιάζει μ’ εκείνους πού τρελλάθηκαν από την λύπη κι αρχίζουν να γελούν. Ρόδα, ρόδα, ρόδα. Αφού δεν μπορώ να κλάψω, ας αρχίσω να γελώ. Είνε σπασμός το γέλοιο μου και η αγάπη μου, ω Δύστυχη, μοιάζει με τρέλλα και μοιάζει με μίσος και μοιάζει με περιφρόνια. Και με δαγκάματα μοιάζουν τα φιλιά μου. Στέκω και Σε κυττάζω μέσα στα μάτια και Σε σφίγγω στην αγκαλιά μου και Σε κυττάζω. Και δεν ξέρω αν Σε μισώ και θέλω να σε πνίξω ή αν είμαι τρελλός από την αγάπη και θέλω νάμεθα σμιγμένοι οι δύο, τους αρμούς μέσα στους αρμούς, αγκαλιασμένοι κι ασάλευτοι μέσα στις νύχτες. 2 του Γεννάρη Όχι, Αγαπημένη μου, μην κλαις. Τα δάκρυα Σου στάσουν απάνω μου και καίνε τη σάρκα μου όλη και όλη μου την ψυχή. Μην κλαις, Αγαπημένη μου. Δεν φταις εσύ αν η καρδιά Σου δεν παρηγορεί το μέτωπο μου. Δεν φταις εσύ αν το ναννούρισμα των φιλιών Σου γύρω στα χείλη μου κάθε βράδυ δεν μπορεί να κοιμίσει τον πόνο μου. Είνε η οδύνη της αγάπης που μ’ εκυριάρχησεν όλον. Είνε η αιώνια απογοήτευση που ακλουθά του ευτυχισμένου πόθου. Ω τα κλειστά φύλλα των λουλουδιών που κρύβουν τις γυμνότητες και τ’ ακόλαστο χέρι του ήλιου που τ’ ανοίγει για να τ’ απολαύσει και να τα μαράνει ευθύς! Ω η αιωνία αποκτήνωση και βεβήλωση της αγάπης! Εβεβηλώσαμε τις σκέψεις μας, ω Σουναμίτις της ψυχής μου, στους μυστικούς ναούς των αχτών της Φοινίκης και στα άλση τα απόκρυφα που οργιάζουν τα ένστικτα και περιμένουν οι ιέρειες και ανορθώνονται παντοδύναμες κι αδάμαστες οι σάρκες της Αστάρτης. Εκουράστηκεν η ψυχή μου κι από τις λευκότητες που της μένουν ακόμη ανεβαίνει ο συσπασμός της αηδείας και της περιφρόνησης. Ω η αηδεία των φιλιών και των γονίμων λαγόνων ! Από τους μυστηριώδεις βωμούς της Χαλδαίας κι από τ’ ακόλαστα θυσιαστήρια της Συρίας ήλθε μια μέρα στην αμμουδιά της Ελλάδας άχαρι και άσεμνο και με βλακώδες χαμόγελο στα χοντρά του χείλη το ξόανο της θεάς της Γονιμότητας. Κι από κει πετάχτηκε μια μέρα πανώρηα - περήφανη και ντροπαλή για τη γυμνότητα της με το χέρι απάνω στα βυζιά για να τα κρύψει και στις λαγόνες για να μη φαίνονται - λευκή και παρθένα κι Ελληνίδα η Θεά της Ωμορφιάς... - Ω Αγαπημένη μου, η νοσταλγία των λευκοτήτων ανεβαίνει μέσα μου. Πραξιτέλης της αγάπης θέλω να στήσω στα συντρίμμια της Πανδήμου το άγαλμα της Ουράνιας Αφροδίτης. Ω Αγαπημένη! Ένας πόθος λευκός θερίζει τα ρόδα και τους κισσούς μέσα μου και για τη σπορά τη μεγάλη των κρίνων φρικιά η ψυχή μου. 3 του Γεννάρη Ω το τραγούδι έφυγε και δεν γυρίζει πλεια πό τ’ άστρα. Έπεσεν η ζώνη από το λουλούδι κι εχύθηκε το άρωμα κι εβεβηλώθηκαν οι λευκότητες. Η κάμπια της ηδονής ελέρωσε τα φύλλα. Η πίκρα των φιλιών κάθεται απάνω στα χείλη μου και κάποια ναυτίαση ανεβαίνει μέσα μου - η μεγάλη,ή φρικώδης ναυτίαση της αγάπης. Μην πλέκεις τα χάδια Σου γύρω στον λαιμό μου και μην κλαις. Μην καταδεχτής να κλάψεις. Ας ανεβαίνει η θάλασσα της Ειμαρμένης γύρω μας και ας απλώνεται απάνω από τα κεφάλια μας η μεγάλη Κατάρα. Μην κλαις. Μια Μητρυιά πλανάται απάνω
από τη ζωή μας - σαν το γεράκι απάνω στα τρυγόνια – φθονερή κι αμάλαχτη. Πόσες φορές Σ’ έφίλησα και πόσες φορές εσπαρτάρησες από ηδονή απάνω στα σεντόνια; Δεν θυμάσαι. Δεν θυμάσαι Συ, θυμάται Εκείνη. Εκεί απάνω γραφήκανε κι εζυγιστήκανε, ω Δύστυχη, από τη Μεγάλη Δύναμη που αιώνια φθονεί και αιώνια εκδικείται. Δεν θυμάσαι Συ, θυμάται Εκείνη. Και τώρα μην κλαις. Έλα δέσου σφιχτά γύρω μας, ω Δύστυχε Κισσέ, ή θάλασσα γύρω μου ανεβαίνει, ανεβαίνει. Όχι, ούτε προσευχή ούτε παρακάλια θ’ ασκημίσουν τα χείλη μου. Ο πόνος εθέριεψε κι έκαμε περήφανη την ψυχή μου και σπα μα δεν λυγίζει. Θ’ αποθάνω ακίνητος, σιωπηλός, χωρίς σπασμό και χωρίς παρακάλια. Και θ’ απο θάνω ευτυχής γιατί θα Σε σύρω μαζί μου - θα Σε σύρω μαζί μου στον τάφο, ω Δύστυχη και ω Αγαπημένη. 5 του Γεννάρη Απόψε την έκαμα ν’ ανατριχιάσει όλη από τη φρίκη. Είχε συρθεί ώμορφη και διψασμένη στα χείλη μου. Καθώς τ’ αηδόνι σέρνεται στα μάτια του όφι. Ήμουν ανήσυχος να ιδώ πώς θα της φανεί η έκπληξης που της ετοίμασα. Την οδήγησα γελαστή κι αμίλητη στο κρεββάτι. Είχε νυχτώσει πλειά και τα παράθυρα ήσαν κλεισμένα. Απέξω ακουγόταν το σφύριγμα του αγέρα μέσα στα δένδρα. Το μουγγρητό της θάλασσας ερχόταν από μακρυά σαν αναστέναγμα πελώριου στήθους. Είχα σβύσει τη λάμπα και μόνο ένα μικρό καντύλι έδιωχνε το σκοτάδι τριγύρω. Την οδήγησα γελαστή κι αμίλητη στο κρεββάτι και της έκρυψα με τα χείλη μου τα μάτια. Κάποια φρίκη κρεμόταν απάνω μας. Κι όταν ανοιξε τα μάτια κι εκύτταξεν απάνω απέναντι στο κρεββάτι, ω τη δύστυχη ! μια κραυγή φρίκης εξέσκισε τα στήθη της, τα μάτια της ανοίχτηκαν κι έμειναν ακίνητα από τον φόβο κι εκύτταζαν απάνω. Όλο της το κορμί έτρεμε. Ένα κρανίο κάτασπρο, γυαλιστερό, μέσα σε μαύρο βελούδο είχα βάλει εκεί για στολίδι. Τα σαγόνια του ήσαν ανοιχτά, σαν να γελούσαν. Και μέοα στις κώχες των ματιών κάποια μαύρα μυστήρια εκοιμούντο. Νοιώθω ακόμα το ανατρίχιασμα όλου Σου του κορμιού μέσα στα χέρια μου, ω Δύστυχη ! Εγλύστρησε κάτω από το κρεββάτι κι έκρυψε μέσα στα τρέμουλα της χέρια το πρόσωπο της. Και δάκρυα μεγάλα, σιωπηλά, έτρεχαν από τα μάτια της. Κάποιος σπασμός φρίκης εκινούσε το απάνω της χείλι κι όλο της το κορμί έτρεμε. Έτσι το καλάμι λυγίζει στην κρύα αναπνοή της νύχτας. Την εκύτταξα στα μάτια κι έβλεπα όλη την εξέλιξη του φόβου. Κι όταν έσκυψα να την φιλήσω για να ησυχάσει εσωρειάστηκε στα πόδια μου κι αγκάλιασε τα γόνατα μου και με παρακάλεσε. Έτσι-εσκέφτηκα - παρακαλούσαν τους Θεούς. Με παρακάλεσε να την ελεήσω και να την αγαπώ μόνο και να μη την βασανίζω. Τί μου έκαμε για να την βασανίζω ; Τί της εζήτησα και δεν μου έδωκε ; Κι έκλαιε και παρακάλιε. Απελπισμένη. Οι κορφές των δένδρων απέξω ελύγιζαν κι έφώναζαν τα φύλλα. Ένοιωθα πώς τα δύστυχα ρόδα, τα φτωχά, πού δεν μπορούν ν’ αντισταθούν και να παλέψουν - τα δύστυχα ρόδα μαδούσαν κάτω στον κήπο... 6 του Γεννάρη
Δεν μ’ εννοείς. Δεν μ’ ενόησες ακόμη. Υπάρχει χαρά στη νύχτα των τάφων και πλήθη αηδόνια κελαηδούν μέσα στα κυκαρίσσα. Και είνε αληθινό και άδολο το γέλοιο των κρανίων. Χθες τη νύχτα όταν παρακαλούσες Σε κύτταζα κι ένας πόνος αμίλητος εθέριζε τις ελπίδες μέσα μου. Δεν μ’ εννοείς. Είνε το ωραιότερο σύμβολο τού Έρωτα το κρανίο του νεκρού και το λαγνότερο στολίδι για κρεββάτια. Δεν Σου γεννά λοιπόν τους πόθους τους άγριους ν’ αγκαλιάσεις και να φιλήσεις πριν ν’ αποθάνεις ; Και δεν νοιώθεις πόσοι ίμεροι και πόση κανθαρίδα στάσουν από τα βουβά του μάτια κι από την άσαρκο θέση των χειλιώ και ξαπλώνονται απάνω στα σεντόνια ; Δεν μ’εννοείς, Αγάπη μου, ακόμα δεν Σ’ εδηλητηρίασα όλη. Όταν νοιώσεις τί λέει το αναστέναγμα του γιαλού και οι σπηλιές τη νύχτα και τί αχολογούν τα άστρα εκεί πάνω και γιατί τρέμουνε. Κι όταν μπορέσεις ν’ ακούσεις το κλάψιμο των λουλουδιών και των ψυχών όταν γεννιούνται. Κι όταν μου πεις γιατί γελούν οι σιαγόνες κάτω στο χώμα και τί πράματα ανατριχιάζουνε και κλαίνε στον αέρα - τότε θα Σε σφίξω όλη μέσα στην αγκαλιά μου και θα Σε φιλήσω όλη, γιατί θάσαι όλη τότε δική μου - και το σώμα και η ψυχή. Όταν έλθεις μια νύχτα γελαστή κι ευτυχισμένη και μ’ αγκαλιάσεις σφιχτά απάνω στους μαστούς Σου και μου πεις: Έλα, Αγαπημένε, ο Πόθος του Θανάτου, ανεβαίνει μέσα μου.. η γλύκα του αιώνιου φιλιού τρέχει μέσα μου και με παρακαλεί - τότε θα Σ’ αγκαλιάσω όλη γιατί θάσαι όλη δική μου. 7 του Γεννάρη Φοβούμαι πως θα τρελλαθώ. Παράξενα σπασίματα γροικούνται μέσα μου, χορδές μυστικές σπούνε στην καρδιά μου κάτι δάκρυα μεγάλα στάσουν και λακκουδώνουν το μυαλό μου. Νοιώθω πράματα που δεν τα νοιώθουν αλλοι. Όταν βγαίνω στον κήπο μου το βράδυ ξέρω τί λένε τα ρόδα και τί απαντούν τα γιασεμιά και τί δειλά σκέπτονται κι ονειρεύονται οι μενεξέδες. Ξέρω τί λένε τα μολυβένια χρώματα των νεφών και τί μυστικά οδύνης είδαν τα μάτια των κοράκων που περνούν και κράζουν αποπάνω μου. Κι όταν περπατώ ανατριχιάζω όλος γιατί νοιώθω κόσμους να καταστρέφονται Σε κάθε μου βήμα και μερμήγκια να ψυχομαχούν, κι έντομα να πεθαίνουν. Τα άστρα γράφουν εκεί απάνω γράμματα άλλου κόσμου γλώσσας που τα διαβάζω και γίνομαι χλωμός. Κι όταν εκείνη έρχεται, το νοιώθω όσο μακρυά κι αν Είνε και τρέμω όλος σαν τη βελόνα όταν της σιμώνει ο μαγνήτης. Φοβούμαι πώς θα τρελλαθώ. Σκέψεις γεννιούνται μέσα μου που καίνε χωρίς να φωτίζουν κι αυλακώνουν χωρίς να περνούν. Τραγούδια πετιούνται απομέσα μου άγρια και τρελλά και καίνε τα χείλη μου. Αφήνιασαν οι πόθοι της ψυχής μου με φέρνουν σε γκρεμνό, το νοιώθω. Αδιάφορο. αλλάσσουν τα τοπεία. Σταυρώνω τα χέρια μου κι αφίνομαι να τρέχω, να τρέχω ολοένα. Πότε θάλασσες δίπλα μου ασάλευτες και μεγάλες, πότε δένδρα πανύψηλα που τα σωρειάζει ο κεραυνός, πότε εκτάσεις χλόης ολοπράσινες με μεγάλες εξωτικές σταλαγματιές αιμάτων - σαν παπαρούνες. Πότε κρεββάτια από άνθη και μυστήρια πλεμένα που χαμογελούν και περιμένουν στις σκοτεινές ανεδενδράδες. Όλα τα νοιώθω, όλα. Από τον ανάλαφρο ψίθυρο των φιλιών που γροικιέται μεσ’ στις φωληές τη νύχτα κι από τ’ αναστέναγμα των κρίνων κάτω από το φεγγάρι - ίσα με την απέραντη αρμονία που συγκρατεί τα άστρα. Βλέπω τα μυστήρια που βλέπουν οι
εκλεχτοί. Κι έγινα χλωμός και ή ψυχή μου αρώστησε και μαραίνεται από την άγια δίψα του θανάτου. 10 του Γεννάρη Ω ας ήταν να μπορούσα ν’ ανέβαζα τον νου μου ίσα με τους πόθους μου και να καλέσω όλη την ανθρωπότητα μια μέρα μπροστά μου και να διδάξω τι νιώθω. 10 του Γεννάρη Μεσάνυχτα Κάποτε δεν ξέρω γιατί, νοιώθω πλειότερο πώς είμαστε γελωτοποιοί αόρατων δυνάμεων. Ηθοποιοί και παίζομε την κωμωδία της ζωής και τις διασκεδάζομε. Και νοιώθω είνε καιρός να σπάσομε τα δεσμά μας και να γκρεμίσομε κάτω την αυλαία και να κηρύξομε την οδύνη και τη κατάρα και το ανάθεμα το μεγάλο. Η χαρά και η αγάπη και η πίστη φαντάσματα της νύχτας του νου εσβύσανε στο πρώτο αιματηρό χαμόγελο της αυγής. Και δεν μας μένει πλειά παρα η κούραση και η κατάρα και η εξάντληση του νου και η οδύνη της Αλήθειας. Ο αετός του Προμηθέα δεν απέθανε γιατ’ είνε αιώνιος, μα το χαμόγελο που ανθεί σ’ όλα τα μάρμαρα και σ’ όλη τη ζωή των αφελών προγόνων κατήντησε σήμερον αίνιγμα φρικώδες των σιαγόνων στις νεκροκεφαλές του Άμλετ. Ζούμε, παλεύομεν, αγκαλιάζομε, μισούμε - δύστυχα πλάσματα - κι αίφνης το χώμα ανοίγεται κάτω από τα πόδια μας και πέφτομεν ο ένας απάνω στον άλλον βουβοί, κίτρινοι, κι απελπισμένοι. Καμιά ελπίδα. Ο τάφος είνε η αιώνια νύχτα - το αιώνιο σάπημα των κοκκάλων και των ελπίδων και των σκέψεων. Ω η αγανάκτηση που ανεβαίνει σαν ανάθεμα και σαν λυγμός και σαν πλημμύρα! Ω τα μεγάλα μέτωπα που πεθαίνουν και τα μεγάλα μάτια τα ώμορφα που κλειούν. 12 του Γεννάρη Όχι! την αηδεία που νοιώθω δεν θα τη νοιώσεις ποτέ. Τη ναυτίαση τη μεγάλη που νοιώθω για τα πλήθη. Ένας Πύργος περήφανος υψώνεται σαν Ακρόπολη στην ψυχή μου. Κανένα μονοπάτι δεν φέρνει στον Πύργο, καμιά γέφυρα δεν τον ενώνει με τον κόσμο. Είνε απομονωμένος κι απροσπέλαστος, χωρίς παράθυρα και χωρίς πόρτες. Κάτω η αλλη ψυχή μου απλώνεται με χίλιους δρόμους ελεύθερους κι ορθάνοιχτους στο πλήθος. Χιλιάδες περπατούνε μέσα, πηγαίνουν κι έρχονται και λερώνουν τα χαμηλά μέρη της ψυχής μου. Στον Πύργο κανένα μονοπάτι δεν φέρνει. Στον Πύργο τα πλήθη ποτέ δεν θα μπορέσουν ν’ ανεβούν. Και μέσα στον Πύργο πηγαίνω κ’ έρχομαι αμίλητος, χωρίς χαρά και χωρίς πόνο, αδιάφορος για όλα και μόνος, μόνος. Είνε. μεγάλες και ψυχρές κι ακατοίκητες οι αίθουσές του. Κάτω Στην ψυχή μου ακούω τα πλήθη να φωνάζουν και να επικρίνουν και να περιγελούν. Σαν βόμβος εντόμων φθάνουν στον Πύργο μου οι φωνές και οι επικρίσεις και το γέλοιο των. Και μια περιφρόνηση νοιώθω βαθειά για τα μέρη εκείνα της ψυχής μου που εγγίζουν με τον κόσμο. Και απλώνεται σαν θάλασσα μέσα μου το εγώ μου κι ένα χαμόγελο χαράς ανεβαίνει στον νου μου: η χυδαία επαφή των όχλων δεν θα μολύνει ποτέ τον Πύργο μου και δεν θα λερωθούν ποτέ τα μάρμαρα του από τον βόρβορο των βημάτων του και τα χέρια του και τα μάτια του και οι σκέψεις του δεν θα βεβηλώσουνε ποτέ τα άγια των Αγίων της ψυχής μου.
15 του Γεννάρη Ποια είναι αυτά τα σύννεφα πού σηκώνονται απάνω από τη θάλασσα το ένα κατόπιν στο άλλο και καθίζουν στην καρδιά μου; 16 του Γεννάρη Μου φαίνεται πως κάποιος είνε στον αέρα και με παρατηρεί. Ένα μάτι. μεγάλο που δεν γνωρίζει ύπνο, που δεν γνωρίζει δάκρυα. Με κυττάζει μέσα και μέσα στην ψυχή. Θαρρώ πως τ’ ακλουθώ εγώ. Όπου πάω με σέρνει πίσω του μαγνητισμένον, άψυχο, χωρίς θέληση και μ’ απαρηγόρητους πόθους. Με κυττάζει και νοιώθω μπαίνει μέσα μου και κάτι μου ξεσκίζει και βλέπει τί γίνεται ατην ψυχή μου και σωπαίνει και δεν ελεεί. Και νοιώθω, είμαι νευρόσπαστο που κάποιο χέρι ανέβασε στην σκηνή του κόσμου για να τέρψω αόρατες δυνάμεις - δούλος του χεριού που με σπρώχνει, ηχώ σκλάβα παντοδύναμης φωνής. Μου φαίνεται πώς κάποιος είνε στον αέρα και με παρατηρεί. Και μια αγανάκτηση φρενιάζει μέσα μου και δεν θέλω να γίνω παιχνίδι των αόρατων Δυνάμεων εγώ και δεν θα επιτρέψω πλειά στην ψυχή μου να γίνεται περίγελο στο ανήλεο Μάτι. Με παρατηρεί, το βλέπω, - σαν νάμαι κανένα δράμα και κάθεται ψηλά στο θεωρείο και βλέπει. Χθες έτρεξα σ’ ένα φύλλωμα πυκνό στα βάθη τού δάσους. Μου φαίνεται πως θα τρελλαθώ. Ο ίδρος έτρεχεν αποπάνω μου. Ήμουν ανήσυχος. Έλεγα πώς θάλθει ίσα μ’ εδώ και πως θα μπει μεσ’ από τα φύλλα και να σκαλίσει την ψυχή μου; Κι όμως ένοιωθα. Ένοιωθα κάτι να σέρνεται σιγά κι υπομονετικά με ισόχρονες κινήσεις απάνω στο μέτωπο μου. Ήταν εκείνο. Κι ανατρίχιασα. Εσήκωσα το κεφάλι. Το Μάτι ήταν ακίνητο και μ’ έβλεπε. Και διέκρινα τώρα κάποια χαρά στα βάθη του. Έπαιζα, ω φρίκη! καλά το μέρος μου ! 20 του Γεννάρη Όχι, δεν υποφέρω πλειά. Εκουράστηκε το κορμί μου και θέλω να ξαπλώσω. Να κλείσω τα μάτια μου και ν’ αναπαυθώ. Κάτι πεθαίνει ολημέρα μέσα μου και κάποια ίνα σπα. Το μέτωπο μου τ’αυλάκωσε και τόσκαψε το βλέμμα του. Την νύχτα όταν πέσω να κοιμηθώ κάποιο σκοτάδι στην αρχή απλώνεται μπροστά μου. Μα νοιώθω εκεί κάπου ενεδρεύει. Και τρέμω όλος. Σκεπάζομαι από κορφής και κρύβω το πρόσωπό μου. Και βλέπω.. Σκοτάδι απέναντι μου σαν θάλασσα. Όλα σωπαίνουν σαν να περιμένουν Κάποιον. Και σιγά, σιγά μέσα στα σκότη ανατέλλει ένας ήλιος – παράξενος ήλιος, χωρίς αχτίνες, χωρίς θερμότητα - δίσκος χαλύβδινος και φωτεινός κι απαίσιος. Το Μάτι. Όλος τρέμω. Και ξυπνώ περίφοβος κι εκεί πάνω στον λευκόν ουρανό του κρεββατιού στην ωρισμένη θέση του κάθεται και με κυττάζει ακίνητο το Μάτι. 21 του Γεννάρη Αγάπη μου, μην τρέμεις. Είμαι εγώ ο Αγαπημένος Σου. Μη φοβάσαι πως Είνε σκοτεινά. Θα κλειστούμεν οι δυό μας εδώ μέσα. Κανείς δεν θα μπορέσει να μπει. Θ’ ανάψω τη μικρή λάμπα με το κόκκινο αμπαζούρ για να φωτίσει ρόδινα τα σεντόνια γιατί με τρομάζειή λευκότητα των. Σαν νάναι σάββανα.
Κι όταν εξάπλωσε το κορμί της, η δύστυχη, απάνω στα σεντόνια που μοιάζουν σάββανα, κι όταν έπλεξε τα χέρια της γύρω στον λαιμό μου κι έπλεξε το σώμα της γύρω στο σώμα μου κι όταν μ’ έδωκε τα χείλη της κι έσκυψα στα μάτια τηςεχαμογέλασα. Ω! όταν συλλογούμαι πως μπορώ να πεθάνω. Όταν θέλω, μια χαρά άγρια πλημμυρίζει το εγώ μου, νοιώθω μια παντοδυναμία απάνω στα χέρια μου - και χαμογελώ. Σ’ αγκαλιάζω τώρα με πεποίθηση και μ’άγάπη διπλή. Το κύμα του κορμιού Σου δεν θα ξεφύγει ποτέ από την αγκαλιά μου. Θα μείνεις πιστή Σε μένα, αιώνια. Θάμαστεν αγκαλιασμένοι οι δυό, αδιάφοροι για όλα τάλλα, δεν θ’ ακούμε τίποτε, οί αιώνες του κάκου θα περνούν αποπάνω μας και τα μίση των ανθρώπων και ο θόρυβος της ζωής. Θάναι φρικώδης ο εναγκαλισμός εκεί κάτω, το ξέρω, μα θάναι αιώνιος. Μα θάσαι πάντα κοντά μου και δεν θα φύγεις, κι όταν τα μεσάνυχτα σηκώνονται όλοι οι νεκροί δεν θα μπορείς να σηκωθής γιατί οι φόληασές Σου θάναι στις φόληασές μου μέσα και κανείς δεν θ’ αντιληφθή την αγάπη και την φρίκη που θα τελούνται εκεί κάτω. 23 του Γεννάρη Θάλασσα απέραντη. Χωρίς κανένα κύμα, ατάραχτη και βαθειά. αχτή δεν φαίνεται. Ο ουρανός είνε βαρύς και συννεφιασμένος. Στον αέρα κανένα θαλασσοπούλι και στα νεκρωμένα νερά κανένα ψάρι. Μόνο στη μέση, μέση της θάλασσας μια βάρκα με παράξενο σχήμα - σαν φέρετρο προχωρεί απάνω στα νερά χωρίς πανί, χώρις κουπιά και χώρις τιμόνι, προχωρεί απάνω στα νερά σιγά, σιγά, και μόλις διακρίνεται το νερό γύρω της στη πλώρη αμίλητο να σκίζεται. Λες και την σπρώχνει κανένα αόρανο αποπάνω χέρι. Και μέσα στη βάρκα μου φάνηκε πως ήμαστε οι δυό μας, ω Αγάπη μου, ξαπλωμένοι ο ένας δίπλα στον αλλο, μ’ ένα κέρινο σταυρό στο στόμα - ο ένας δίπλα στον άλλον, πεθαμένοι. 25 του Γεννάρη Κάποιος κόσμος εβούλιαξε μέσα μου. Όταν η ψυχή μου κάποτε είνε διάφανη ακόμα σκύβω και κυττάζω στα βάθη της τα μυστικά. Τα μάρμαρα τα μεγάλα, τα λευκά, σπασμένα σωρειάζονται κάτω από τους θόλους τους ερειπωμένους των ναών. Οι στήλες των ανακτόρων έγυραν ραγισμένες, και τα νερά μπαίνουν μέσα και τρώνε και ξεφτούν τις μεγάλες, τις μεγάλες ζωγραφιές. Οι καμπάνες δεν χτυπούν πλειά. Οι κήποι μέσα μαδούνε και πουλιά δεν είνε πλειά στους κλάδους να κελαηδούν. Κάτι φτωχά σπιτάκια έμειναν. Κάτι μαρμαρένιες στήλες στέκουν ακόμη. Και κάθε μέρα ένας χτύπος κι ένας αχός γροικιέται Στην καρδιά μου και λέω ακίνητος και ήσυχος κι απελπισμένος : Κάποια μαρμαρένια στήλη πέφτει. 26 του Γεννάρη Μεσάνυχτα
Κάθομαι και συλλογούμαι τα δύστυχα πουλιά που σέρνονται γοητεμένα στα μάτια του όφι. Στηλώνει τα μάτια του απάνω στο πουλί κι αυτό αρχίζει ευθύς να τρέμει σαν να τόπιασαν σπασμοί.Από το λαρύγγι του βγαίνει μια φωνή αγωνίας και τρόμου και ο διαβάτης που περνά νοιώθει ευθύς πώς κάποιος όφις είνε εκεί κάπου. Το δύστυχο πουλί τρέχει απάνω και κάτω στο κλαδί σαν να ζητά να ξεφύγει. Μα πάντα και σιμώνει πλειότερο ο όφις γύρω στον κορμό του δένδρου έχει ακίνητα τα μάτια του. Και το πουλί σιμώνει, σιμώνει ολοένα και τέλος με το κεφάλι μπροστά πέφτει στο στόμα του όφι το ανοιχτό. Κάθομαι και συλλογούμαι και κλαίω τα πράματα που σέρνονται γοητεμένα κι απαρηγόρητα στον Θάνατο. 20 του Φλεβάρη «Τα μάτια Σου δώσε μου, να τα κλείσω με τα χείλη μου να μην κυττάζόυν απάνω. Άφισε το χέρι μου να θέσω στο μέτωπό Σου για να δροσίσω την σκέψη Σου. Έλα, γύρε απάνω μου. Ποθώ τα φιλιά Σου εγώ και την αγάπη Σου εγώ, ω Πολυαγαπημένε! Έλα πάλι σαν άλλοτε να τρέξομε μαζί χέρι - χέρι στα μενεξεδένια μονοπάτια της αγάπης μας. Έλα τα χείλη μου διψάσανε, η νύχτα είνε ώμορφη, το φεγγαράκι πλειο ασημένιο, τ’άστρα πλειό ερωτεμένα. Έλα - είμαι εγώ η Αγαπημένη Σου. Θα πάμε στην ακρη του γιαλού, θα καθίσομε σ’ένα βραχάκι απάνω και γυρμένη στην αγκαλιά Σου θα ακούω την αρμονία πού θ’ αφίνει το μουρμουρητό της θάλασσας, συντροφιασμένο με τον ύμνο των φιλιών μας. Θ’ αγκαλιάσεις εσύ σιγά, σιγά, το κορμί μου, θα βουτήσεις βαθεια στα μάτια μου τα μάτια τα δικά Σου και θα μου χύσεις κοντά κοντά στα χείλη μου όλη Σου την αγάπη ». Κάποιον Θεό νοιώθω μέσα μου να τοξεύει τα ονειρά μου. Κάποιο αίμα σαν ποτάμι τρέχει μέσα μου. Και παράξενοι στεναγμοί πληγωνομένων γροικούνται στην ψυχή μου. - Ακούμπησε το μάγουλο Σου απάνω στο μάγουλο μου, προσπάθησε να κρατήσεις τα δάκρυα Σου, μην αφίσεις την καρδιά Σου να ραγίσει από τον πόνο κι άκουσε: θα χύσω κοντά κοντά στα χείλη Σου όλη μου την αγάπη. Ξέρω ενα νησί πού ανατέλλει εκεί κάτω, δεν το βλέπεις Εσύ, το βλέπω εγώ - εκεί κάτω που φιλεί ο ουρανός τη θάλασσα. Από κει πέρα φεύγουν και περπατούν απάνω στα κύματα όταν χτυπήσουνε μεσάνυχτα και φτάνουν στην καρδιά μου νότες σιγαλές κι ατέλειωτες ερωτεμένων τραγουδιών που περπατούνε στα νερά κι έρχονται να με βρούνε. Νοιώθω να μπαίνουν μέσα μου και να παρακαλούν. Σφιχτοπλέκονται στην ψυχή μου και της τραγουδούν παράξενα, ω παράξενα λόγια και την σέρνουν εκεί πέρα, μακρυά, στο νησί το παναρμόνιο. Χέρια λευκά προβαίνουν εκεί πέρα, τα βλέπεις ; μέσα από το κύμα και μου κάνουν νόημα να πάω και μάτια μεγάλα, ώμορφα με κυττάζόυν και με καλούν... Μην κλαις, Αγαπημένη μου, μη, κράτησε τον πόνο Σου κι ακουσε όλη μου την αγάπη. Μη λές πως είμαι τρελλός. Δεν βλέπεις Εσύ, μά βλέπω εγώ.
Μια βάρκα έφυγε- από το νησί και γλυστρά αγάλια, αγάλια απάνω στη θάλασσα κι έρχεται να μας πάρει. Έλα, Αγαπημένη μου, θα ξαπλωθούμε απάνω στη βάρκα, ο πόθος της αγάπης θα φουσκώσει τα πανιά, η Γαλήνη η μεγάλη θα ξαπλωθή απάνω στο κύμα θα πλέξω το χέρι μου γύρω στον λαιμό Σου, θα ζητήσω τα χείλη Σου και θ’ αποκοιμηθούμε. Ο θόρυβος της ζωής εκεί κάτω στην αχτή δεν θα διακόφτει πλειά τ’ αγκαλιάσματα μας. Η χυδαία επαφή του κόσμου δεν θα μολύνει πλειά την αγάπη μας. Θάμαστε μόνοι απάνω στη θάλασσα, βουτημένοι στο παναρμόνιο τραγούδι που θα βγαίνει από το μαγεμένο νησί και τα λευκά χέρια θα σπρώχνουνε τη βάρκα και τα μεγάλα μάτια τα ώμορφα θάναι μπροστά και θα οδηγούν. Και θα κλείσομε τους αιώνες μέσα στις καρδιές μας. Και θ’ ακινητήσει ο χρόνος και δεν θα λερώνει πλεια την αγάπη μας. Και τάστρα θα κυλούν απάνω μας και κόσμοι θα πεθαίνουν και η οδύνη θα κυριαρχεί και θα φονεύει κι εμείς θάμαστεν ακίνητοι, αγαπημένοι, και η θάλασσά μας θάναι ατάραχτη και φουσκωμένα τα πανιά και τα μεγάλα μάτια μπροστά θα φεγγοβολούν και θα σέρνεται η βάρκα μας αιώνια στο μυστήριο και στην αρμονία.
2 του Μάρτη Είμαιήσυχος: Είμαι ήσυχος γιατ’ είμαι απελπισμένος. 25 του Μάρτη Είμαι ήσυχος,ήσυχος - ένα σάββανο απλώθηκε απάνω στην ψυχή μου, αθώρητο χέρι με σπρώχνει και μια βαρειά φωνή άλλου μιλεί και προστάσσει μέσα μου. Κάποιος εμίλησε μεσα μου και υπήκουσα.. Κι έτρεξα στην εξοχική μου έπαυλη μακρυά από τους ανθρώπους. Και της έγραψα νάλθει εδώ που η αγάπη μας θάναι μεγάλη και ήρεμη σαν τα βουνά τριγύρω. Είμαι ήσυχος, εντελώς ήσυχος. Και μ’ απήντησε χαρούμενη πως θάλθει. Ελπίζει μέσα στα βουνά και στη πρασινάδα να γιάνει η αγάπη μου και τα χείλη μου να μη βλάστημούνε πλεια μόνο να φιλούν. Και θάλθει χαρούμενη. Είμαι μόνος. Έφερα τις ζωγραφιές μου όλες και τις εκρέμασα γύρω στους τοίχους. Τα χρυσάνθεμα και τις ξωτικές γραμμές και τους ήλιους π υ βασιλεύουν. Είμαι ήσυχος, εντελώςήσυχος. Και η φωνή ακούστηκε στην ψυχή μου και υπήκουσα. Κι έτρεξα γρήγορα - ένα χέρι μ’ έσπρωξε.- Ένοιωσα, ήταν το ίδιο χέρι που μ’ έσπρωξεν όταν πρώτη φορά την είδα. Κι έτρεξα κάτω στον κήπο κι έκοψα όσα λουλούδια βρήκα. Το κρεββάτι εχώθησε μέσα στους κρίνους και στα ρόδα. Κάτω το πάτωμα εγέμισε. Είπα και μ’ έφεραν κι αλλα λουλούδια. Μια μυρωδιά σκορπάται βαρειά και πλακώνει τα στήθη - σαν θάνατος αρωματώδης. Κλειώ τα παράθυρα και τις πόρτες. Είμαι ήσυχος. Εντελώς ήσυχος. Μια χαρά παράξενη ανεβοκατεβαίνει στα στήθη μου. Σαν νάναι λυγμός. Κι όμως νοιώθω είνε χαρά - ίσως νάναι πολύ μεγάλη και ξεσκίζει
τον λαιμό μου. Θάλθει, θάχω κλειστά τα παράθυρα, θα ξαφνιαστεί στη μυρωδιά, θα κλείσω απότομα τη πόρτα και θα γονατίσω μπροστά της και θα ζητήσω τα χείλη της. Ω δεν είμαι τρελλός! Δεν είμαι τρελλός! Θα πλεχτώ γύρω της και θα της ζητήσω το αιώνιο φιλί... Ω Δύστυχη !.. νοιώθω δεν θα μπορούσα ν’ αντισταθώ στον πόνο Σου, αν η γλύκα του Θανάτου δεν χυνότανε κυρίαρχη μέσα στην ψυχή μου. Ω το Μεγάλο Ταξίδι! Νοιώθω μια τρελλή χαρά να ορμά μέσα μου και να κλαίει. Έχω κλείσει τα παράθυρα όλα και τις πόρτες. αν δεν μπορεί να μας φέρει στην αιώνια γαλήνη η μυρωδιά των λουλουδιών - έχω μαζί μου, στερνή ελπίδα, πολύτιμο δηλητήριο που φέρνει την αιώνια χαρά, τη Μεγάλη Χαρά, χωρίς πόνο. Είμαι ήσυχος, εντελώς ήσυχος. Κάθομαι στον μαδημένο κήπο και συλλογούμαι. Κυττάζω εκεί πέρα στο λευκό μονοπάτι που θα προβάλει Εκείνη γελαστή με το ευλύγιστο σώμα και τα ήρεμα μάτια πού θα καθρεφτίζουν τώρα μέσα των τη πράσινη γαλήνη των αγρών. Το μονοπάτι που θα την φέρει, μέσα στη νύχτα, μοιάζει με όφι που τρέχει μ’ ελιγμούς κι έρχεται και σταματά μπροστά μου. Και συλλογούμαι. Κάποτε βλέπω στον ύπνο μου όνειρο απαίσιο και μια παράξενη παρηγοριά μ’ έρχεται και λέω: είνε όνειρο... ως θελήσω, με μίαν..απότομη, κίνηση του κορμιού μου ξυπνώ και γλυτώνω. Και συλλογούμαι. Μην όλη αυτί η ζωή μου ήταν ένα όνειρο παράξενο, μην όλην αυτή την αγάπη κι όλη τη φρίκη και την ελπίδα του θανάτου τα βλέπω μέσα σ’ ένα μεγάλον υπνο και τέλος, απόψε, τώρα που κάθομαι στον μαδημένο κήπο και Την περιμένω, αποφάσισα με μίαν απότομη κίνηση του κορμιού μου να ξυπνήσω και να γλυτώσω από τ’ όνειρο; Συλλογούμαι: τώρα αρχίζει ο ύπνος άραγε ή τώρα τελειώνει; Ω πόσο πονεί κάτι τι μέσα μου ! Πόσο πονώ μέσα στην καρδιά ! Απελπισμένες σκέψεις σκίζουν τον νου μου σαν αστραπές και στην λάμψη των προφθάνω και διακρίνω αναμνήσεις άλλων κόσμων, μακρυνές, μακρυνές αναμνήσεις βουλιαγμένων Ατλαντίδων !... Η θάλασσα ξαπλώνεται ατάραχτη κι απέραντη μπροστά μου. Σιωπηλοί κατεβαίνουν από τον ουρανό και χύνονται στην δύση μενεξέδες. Το άστρο της αγάπης χαμογελά απάνω στα νερά. Μου φαίνεται πώς είμαστε μόνοι, Αγάπη μου, Σε μια βαρκούλα με κατάμαυρα πανιά, σαν φτερούγες κοράκου. Και πλέομε περίλυποι, περίλυποι, σε άγνωστη διεύθυνση. Και δεν μιλούμε γιατί κάποιος λυγμός βαθύς ανεβαίνει και σφίγγει τον λαιμό μας. Και πλέομεν ολοένα λυπημένοι απάνω στα νερά, σε άγνωστη διεύθυνση, προς την δύση, με τα μάτια προσηλωμένα εκεί πέρα στα χρυσά κι αιματωμένα σύννεφα που αργοπεθαίνει ο ήλιος. Κάθομαι και συλλογούμαι στον μαδημένο κήπο. Η νύχτα αρχίζει να χύνεται απάνω στα δένδρα. Στον ουρανό τ’ άστρα βάνουν αρχή ν’ ανοίγουν. Η χαρά πλεια πένθιμη τώρα εσταμάτησε στον λαιμό μου. Η θάλασσα από μακρυά τραγουδεί την ηδονή του θανάτου. Μυστηριώδης φλογέρα σέρνει στον ουρανό τα άστρα. Πάνω σ’ όλες τις κορφές απλώνεται η ηρεμία και τα φύλλα των δένδρων μιλούν αγάλι αγάλι... Ω Δύστυχη ! Δύστυχη ! Μ’ έρχεται να φύγω και να κρυφτώ στα βάθη των δασών και να ξαπλωθώ χάμαι στην γη και ν’ αφίσω τα δάκρυα μου να τρέξουνε, να τρέξουνε για Σένα, που Σου ήταν γραφτό να με γνωρίσεις !...
Εδώ ετελείωνε το ημερολόγιο της καρδιάς του δυστυχή φίλου μου - του μεγάλου καλλιτέχνη - Γραμένο άνω κάτω σε σκόρπια φύλλα με νευρικά κι ακανόνιστα γράμματα. Ο υπηρέτης ήλθεν ένα πρωί τρομαγμένος και μου φώναξε να τρέξω στην έπαυλη του φίλου μου. Υπόπτευσα δυστύχημα γιατί εγνώριζα τον φίλο μου και την αγάπη του. Εσπάσαμε τη πόρτα του δωματίου και μια πνιχτική μυρωδιά λουλουδιών μας επερίχυσε. Άνοιξα γρήγορα τα παράθυρα και τις πόρτες. Φοβερό θέαμα! Εκείνη είχε συρθεί ίσα μέ το παράθυρο για να τ’ανοίξει φαίνεται. Τα λουλούδια στα πόδια της, κάτω από το παράθυρο ήσαν πατημένα, ζουλισμένα τα δάχτυλα της ήσαν αίματωμένα - όλα έδειχναν πως επάλεψεν απελπισμένα η δύστυχη ν’ ανοίξει το παράθυρο και ν’ αναπνεύσει - μα εκείνος δεν την αφήκε. Κι είχε πέσει χλωμή κι εξαντλημένη με τα μάτια μεγαλωμένα από τον τρόμον. Ένας σπασμός φρίκης και φόβου - και μίσους - παραμόρφωνε το ώμορφο, το αγνό της πρόσωπο. Και το λιγερό της σώμα είχε ξαπλωθεί απελπισμένο και νεκρό απάνω στα λουλούδια. Εκείνος μ’ ένα ήρεμο χαμόγελο είχε ξαπλωθεί χάμαι στο πλάϊ κι είχε ρίξει τα χέρια του μ’ ένα κίνημα ανέκφραστο αγάπης γύρω στον λαιμό της.
Αποπάνω των ήτο κρεμασμένη μια αλλόκοτη εικόνα που έδειχνε τον θλιβερό δρόμο πούχε πάρει τελευταία η σκέψη του δυστυχή και μεγάλου καλλιτέχνη. Μια μεγάλη έρημος κι ο ήλιος έβασίλευεν ολοκόκκινος κι αιμάτωνε τον ουρανό. Κι ένας όφις πελώριος ξετυλισσόταν κι έτρεχεν απάνω στην άμμο. Και στο στόμα του που έτρεχεν φαρμάκι κρατούσε κι εχάϊδευε κι εδάγκωνε ένα μικρό, κάτασπρο και μαραμένο κρίνο. ====================================================